Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 606/2018

Αριθμός  606/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρεται προς συζήτηση η από 27-5-2015, με ……….., έφεση του ηττηθέντος εναγόμενου κατά της υπ΄ αριθμ. 1479/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρ. 647 επ. ΚΠολΔ (Μισθωτικών διαφορών]. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα καί εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 652 παρ.1 ΚΠολΔ), εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα της δικογραφίας επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως και, επιπλέον, δεν έχει παρέλθει τριετία από τη δημοσίευσή της. Πρέπει, επομένως, εφόσον για το παραδεκτό αυτής καταβλήθηκε το παράβολο (υπ’ αριθμ. .……… ΣΕΙΡΑ Α’ Δημοσίου ταμείου,…… ΣΕΙΡΑ Α’ ΤΑΧΔΙΚ), που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, το δε εδαφ. β` αυτής προστέθηκε με το άρθρο 93 παρ 1 του ν. 4139/2013, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 518 παρ. 2, 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Με την αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η ενάγουσα  και ήδη, εφεσίβλητη ιστορούσε ότι δυνάμει του από 15-11-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, ο πατέρας της, ………., είχε εκμισθώσει στον εναγόμενο  και ήδη εκκαλούντα, δύο ισόγεια καταστήματα, εμβαδού 38 και 46 τ.μ., που βρίσκονται στα …. Πειραιά, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει ως επαγγελματική στέγη για την επιχείρηση εμπορίας ελαστικών, ζαντών, ευθυγραμμίσεις και service αυτοκινήτων και για χρονική διάρκεια μίσθωσης εξαετή. Ότι το μηνιαίο μίσθωμα, το οποίο ήδη είχε συμφωνηθεί να προκαταβάλλεται εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μισθωτικού μήνα, ορίσθηκε αρχικώς στο ποσό των 270.000 δρχ. Επιπλέον, ότι ο άνω αρχικός εκμισθωτής, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …….,συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Περιστερίου Ειρήνης Αντωνίνη-Γιαννοπούλου μετεβίβασε λόγω γονικής παροχής, τα ως άνω δύο μίσθια καταστήματα στον αδελφό της, …………, ούτω αυτά περιήλθαν στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του, ο οποίος έτσι υπεισήλθε στη θέση του αρχικού εκμισθωτή, στην ως άνω επαγγελματική μίσθωση. Ότι μετά από την πάροδο του συμβατικού χρόνου της μίσθωσης, ο εναγόμενος εξακολούθησε να παραμένει στην χρήση των μισθίων και ότι ήδη από την 1-1-2003 το μηνιαίο μίσθωμα -μετά από αναπροσαρμογές- ανέρχεται στο ποσό των 860 ευρώ.΄Οτι ο ως άνω αδελφός της, ………., απεβίωσε στις 16-9-2011 στον Πειραιά, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλείποντας ως μοναδικούς εν ζωή εγγυτέρους συγγενείς του και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του την ενάγουσα και τη μητέρα της, …………….. Ότι η τελευταία αποποιήθηκε νομίμως την ως άνω επαχθείσα σε αυτήν εξ αδιαθέτου κληρονομιά, ενώ αντιθέτως η ενάγουσα την αποδέχθηκε με το ευεργέτημα της απογραφής δυνάμει της υπ’ αρ. ……….., πράξης αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Περιστερίου Ειρήνης Αντωνίνη-Γιαννοπούλου που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο …… με αύξοντα αριθμό ……  και έτσι, υπεισήλθε στη θέση του άνω αδελφού της ως εκμισθώτρια, έχοντας διαδεχθεί αυτόν σε όλα τα απορρέοντα εκ της επίδικης επαγγελματικής μισθωτικής σχέσης δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ότι ο εναγόμενος, αν και κάνει ακώλυτη χρήση των  ως άνω μισθίων καταστημάτων, εντούτοις, καθυστερεί να της καταβάλει τα μηνιαία μισθώματα του έτους 2014, συνολικού ύψους 10.320 ευρώ. Με βάση τα παραπάνω περιστατικά και καταγγέλλοντας, κατ’άρθρ.597ΑΚ, με την αγωγή, την εν λόγω επαγγελματική μισθωτική σύμβαση, ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, να της αποδώσει την χρήση των ως άνω δύο ισογείων μισθίων καταστημάτων, να της καταβάλει νομιμότοκα 10.320 ευρώ για τα άνω οφειλόμενα μισθώματα, καθώς και 1.720 ευρώ, στα πλαίσια προληπτικής δικαστικής προστασίας κατ’ άρθρο 69 ΚΠολΔ και δη εν μέρει (ήτοι κατά 860 ευρώ) ως απαιτητό προ της λύσεως της μίσθωσης, μίσθωμα μηνός Ιανουαρίου 2015 και εν μέρει (ήτοι κατά 860 ευρώ) ως οφειλόμενη αποζημίωση χρήσης, μηνός Φεβρουαρίου 2015, λόγω λύσης της μίσθωσης.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδίκασε την ως άνω αγωγή και με την υπ’ αριθμ. 1479/2015 οριστική του απόφαση την έκανε δεκτή, εν συνόλω, ως κατ’ουσίαν βάσιμη.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εκκαλών – εναγόμενος, ………….., με την υπό κρίση έφεσή του, επικαλούμενος πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και κακή εφαρμογή του νόμου και ζητά να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, ώστε να απορριφθεί η αγωγή.

Επειδή από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574 και 595 ΑΚ συνάγεται ότι με την σύμβαση μίσθωσης ο εκμισθωτής αναλαμβάνει να παραχωρήσει στον μισθωτή την χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλλει το συμφωνημένο μίσθωμα στις συμφωνημένες ή στις συνηθισμένες προθεσμίες. Αν δεν υπάρχουν τέτοιες, καταβάλλεται κατά την λήξη της μίσθωσης και, αν συμφωνήθηκε καταβολή σε μικρό­τερα διαστήματα, κατά την λήξη τους. Η αξίωση καταβολής των μισθωμάτων υπάρχει ολόκληρο το χρονικό διάστημα διάρκειας της μισθωτικής σύμβασης και παύει μόλις λήξει η μίσθωση με την πάροδο του χρόνου ή με καταγγελία ή με άλλο τρόπο. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 597 ΑΚ προκύπτει ότι ο εκμισθωτής, σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής του μισθώματος από το μισθωτή, δικαιούται να καταγγείλει τη μίσθωση. Η καταγγελία είναι άτυπη και μπορεί να είναι σιωπηρή ή ρητή, η επίδοση, δε, αγωγής απόδοσης μισθίου ισχύει ως καταγγελία (άρθρο 662 ΚΠολΔ). Ο μισθωτής, προκειμένου να καταστήσει ανενεργή την καταγγελία της μισθωτικής σύμβασης, οφείλει να καταβάλει μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 2 του υπόψη άρθρου (597 ΑΚ), τα καθυστερούμενα μισθώματα, τους τόκους αυτών και τα έξοδα της καταγγελίας, εφόσον έγιναν τέτοια και ορίζονται αυτά συγκεκριμένα (ΑΠ 174/1996 ΕλΔ 1997.685, ΑΠ 1708/1991 ΕλΔ 1993.581, ΕφΑΘ 4003/2006 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, ΕφΑΘ 5583/2002 ΕΔΠολ 2004.330). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 661 ΚΠολΔ και 66 ΕισΝΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής του μισθώματος από δυστροπία, παρέχεται στον εκμισθωτή το δικαίωμα να ζητήσει με αγωγή απευθείας την απόδοση της χρήσης του μισθίου, χωρίς να έχει καταγγείλει προηγουμένως τη μίσθωση. Στην περίπτωση αυτή η δίκη καταργείται, αν ο μισθωτής, μέχρι το τέλος της συζήτησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, καταβάλλει τα αναφερόμενα στην αγωγή ως οφειλόμενα, αλλά και όσα έγιναν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά στον ενδιάμεσα χρόνο, δηλαδή μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, μισθώματα. Η καταβολή των μισθωμάτων πρέπει να συνοδεύεται και από την καταβολή των δικαστικών εξόδων, τα οποία, όπως ρητά αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 661 ΚΠολΔ, ορίζει αμέσως ο δικαστής, δηλαδή μόλις υποβληθεί από το μισθωτή προς το δικαστήριο η σχετική αίτηση καταβολής των οφειλόμενων μισθωμάτων και προσδιορισμού των δικαστικών εξόδων, με σκοπό την κατάργηση της δίκης. Το αποτέλεσμα αυτό της κατάργησης της δίκης δεν επέρχεται, κατά τη ρητή επιταγή της ΚΠολΔ 661 εδ. β`, σε περίπτωση που η καθυστέρηση του μισθώματος οφείλεται σε επανειλημμένη δυστροπία. Τέτοια, όμως, εξαίρεση (του άρθρου 661 § 1 ΚΠολΔ) δεν προβλέπεται στην καταγγελία της μίσθωσης με βάση το άρθρο 597 και, επομένως, αν ο μισθωτής, στην περίπτωση αυτή, καταβάλλει τα μισθώματα κ.λπ. μέσα στη μηνιαία προθεσμία του άρθρου 597 ΑΚ, επέρχεται ματαίωση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας, έστω και αν έχει επανειλημμένα καθυστερήσει την πληρωμή του μισθώματος (βλ. και ΕφΘεσ 2590/1999 Αρμ. 1999.1526). Από την αντιπαραβολή των, ως άνω, διατάξεων των άρθρων 597 ΑΚ και 66 ΕισΝΚΠολΔ προκύπτει με σαφήνεια ότι κοινή βάση και των δύο αγωγών απόδοσης του μισθίου είναι η υπερημερία του μισθωτή ως προς την καταβολή του μισθώματος, δηλαδή η υπαίτια καθυστέρηση του, δεδομένου ότι ο όρος «δυστροπία», που ο νομοθέτης χρησιμοποιεί στη δεύτερη διάταξη για λόγους ιστορικούς (έχει ληφθεί από το Ν. ΒΧΗ «περί εξώσεως δυστροπούντων μισθωτών»), είναι ταυτόσημος με τον όρο υπερημερία (άρθρα 340 επ. ΑΚ), με μόνη τη διαφορά ότι στην πρώτη περίπτωση ασκείται καταγγελία, η οποία επιφέρει τη λύση της μισθωτικής σύμβασης μετά την πάροδο μηνός, σύμφωνα με τον κανόνα της ΑΚ 597 § 1 ΑΚ, που εφαρμόζεται και στις εμπορικές μισθώσεις, ενώ στη δεύτερη δεν μεσολαβεί καταγγελία και μάλιστα η άσκηση της αγωγής δεν ισχύει ως καταγγελία, αλλά η μίσθωση λήγει με την εκούσια απόδοση του μισθίου ή με την αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης απόδοσης του μισθίου (ΑΠ 1035/2001 ΕΔΠολ. 2001.184, ΕφΑΘ 4003/2006, ΕφΑΘ 5583/2002 ό.π., ΕφΑΘ 4816/2001 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, βλ. και Χ. Παπαδάκη, Αγωγές Απόδοσης Μισθίου, έκδοση Γ, τόμ. Β`, σημ. 3347, σελ. 194).  Αν παρέλθει η δήλη ημέρα της καταβολής του μισθώματος κατά τα συμπεφωνημένα και ο μισθωτής δεν εκπληρώσει την παροχή του καθίσταται υπερήμερος, χωρίς ανάγκη προηγούμενης όχλησής του, της υπαιτιότητός του, ως στοιχείο της υπερημερίας του, τεκμαιρομένης εκ μόνης της παρελεύσεως απράκτου του χρόνου εξόφλησης του ενοικίου του (ΑΠ387/1997ΕλΔνη 38, 1818, ΕφΠειρ481/2001,ΕΔΠ32, 352).Υπό τα ανωτέρω, λοιπόν, είναι σαφές ότι το μίσθωμα συνιστά την αντιπαροχή του μισθωτή προς τον εκμισθωτή για την εκ μέρους του παραχώρηση της χρήσης(ή της δυνατότητας της χρήσης) του μισθίου για το χρόνο διάρκειας της μισθωτικής σύμβασης  (ΑΠ399/2004ΧρΙΔ 5, 47, ΕφΘες 2923/2005 Αρμ60, 248, ΕφΑθ 4592/2002 ΕΔΠ 32,347, ΕφΠειρ 481/2001 ΕΔΠ32, 352, ΕφΑθ 8224/1989 ΕΔΠ 21,127). Περαιτέρω, επειδή με τις τροποποιήσεις που επέφερε στο άρθρο 6 του Ν.813/1978 ο Ν.2041/1992 επετράπη, παρά τα διαλαμβανόμενα στο εδ.α΄ της παρ.1 του εν λόγω άρθρου, η παραχώρηση του μισθίου σε προσωπική εταιρεία ή σε ΕΠΕ, όπου θα συμμετέχει ο από τριετίας τουλάχιστον  μισθωτής του ακινήτου, με ελάχιστο ποσοστό 35%, για μία μόνο φορά, αλλά η συνδρομή αυτής της προϋπόθεσης απαιτείται μόνον αν δεν έχει συμφωνηθεί ότι η παραχώρηση της χρήσης σε τρίτους επιτρέπεται (ΑΠ 385/97ΕλΔ1997, 1821). Προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η παραχώρηση της χρήσης του μισθίου είναι: α)η ύπαρξη έγκυρης μίσθωσης, β) η πάροδος τριετίας από τη σύναψή της, γ)απόφαση του μισθωτή και δ) παραχώρηση σε εταιρεία με ελάχιστη συμμετοχή του τελευταίου σ’αυτήν κατά 35%, ε) έγγραφη γνωστοποίησή της στον εκμισθωτή, έναντι του οποίου θα ευθύνονται πλέον εις ολόκληρον ο παραχωρήσας και ο παραχωρησιούχος (ΕφΠειρ 859/01 ΕΔΠ2002, 387). Επί παραχώρησης της χρήσης του μισθίου σε εταιρεία, μισθωτής παραμένει πάντα ο αρχικός και δεν καθίσταται μισθώτρια η παραχωρησιούχος (ΑΠ 643/02 ΔΕΕ 2003, 196), η οποία, όμως, ευθύνεται έναντι του εκμισθωτή εις ολόκληρον με τον μισθωτή (ΑΠ1578/98ΕλΔ40, 132). Η παραχώρηση της χρήσης του μισθίου σε εταιρεία αποτελεί παρεπόμενη σχέση, της μίσθωσης εξακολουθούσας να λειτουργεί μεταξύ των αρχικώς αντισυμβληθέντων ή, σε περίπτωση θανάτου τους, μεταξύ των κληρονόμων τους (ΑΠ 853/00ΕλΔ2000, 1639).

Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επαναπροσκομίζουν, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 339 σε συνδ. με 395 ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 περ.δ΄ ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το από 15-11-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης, ο πατέρας της ενάγουσας, ……………, εκμίσθωσε στον εναγόμενο για χρονικό διάστημα έξι(6) ετών, δύο ισόγεια καταστήματα, εμβαδού 38 και 46 τμ, που βρίσκονται στα …….. Πειραιά, επί της οδού ……. αριθμ. ……. και ……….., προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει για την εμπορία ελαστικών ζαντών και αξεσουάρ αυτοκινήτων και για service και ευθυγραμμίσεις αυτοκινήτων, με μηνιαίο μίσθωμα, το οποίο συμφωνήθηκε, αρχικά, στο ποσό των 270.000 δραχμών. Μετά το θάνατο του προαναφερόμενου αρχικού εκμισθωτή, τα μίσθια καταστήματα περιήλθαν στην αποκλειστική κυριότητα του αδελφού της ενάγουσας, …………, ο οποίος υπεισήλθε στη θέση του εκμισθωτή. Μετά την πάροδο του συμβατικού χρόνου της μίσθωσης παρατάθηκε αυτή αναγκαστικά, ως υπαγόμενη στις διατάξεις του νόμου περί εμπορικών μισθώσεων και το μηνιαίο μίσθωμα, μετά από αναπροσαρμογές καθορίστηκε στο ποσό των 860 ευρώ. Από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από την ενάγουσα-εφεσίβλητη μισθώτρια από 15-11-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης αποδεικνύεται ότι ως μισθωτής στην επίδικη μισθωτική σύμβαση ορίστηκε ο εναγόμενος-εκκαλών, ατομικά και όχι, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο τελευταίος, η μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία  «…………..», με μοναδικό μέλος τον ίδιο. Το μισθωτήριο αυτό είναι και το μοναδικό που κατατέθηκε στην Δ.Ο.Υ. Πειραιά, με αριθμ. πρωτ. ………., όπως τούτο προκύπτει 1) από την με αριθμ. πρωτ. …….. βεβαίωση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Δ’-ΣΤ’ Πειραιά, στην οποία ο τελευταίος αναφέρει ότι άλλο μισθωτήριο, εκτός από αυτό που έχει καταχωρηθεί στις 20-11-2001, με αριθμ………, στο σχετικό βιβλίο καταχώρησης της Δ.Ο.Υ. ΣΤ’ Πειραιά, δηλαδή, με μισθωτή, ……… του ………, ήτοι, τον εναγόμενο και ήδη, εκκαλούντα, δεν έχει καταχωρηθεί στην Δ.Ο.Υ. εκείνο το διάστημα 2) από το ιδιόχειρο σημείωμα, με  ημερομηνία 8-3-2013 του εφοριακού ΠΕ/Α’ ………, με την υπογραφή του και σφραγίδα της Δ.Ο.Υ., στο σώμα του προαναφερόμενου συμφωνητικού, στο οποίο ο παραπάνω εφοριακός αναφέρει  «ότι το με αύξοντα αριθμό ……… ιδιωτικό συμφωνητικό είναι καταχωρημένο στα βιβλία της εφορίας ΣΤ΄ Δ.Ο.Υ., στο όνομα ……….., ο οποίος είναι ο μισθωτής του ακινήτου στην οδό …………., …….. Πειραιά». Η ως άνω κρίση του Δικαστηρίου, περί του ότι δηλαδή, μισθωτής των επίδικων μίσθιων καταστημάτων ήταν ο εναγόμενος-εκκαλών και όχι η εταιρεία με την επωνυμία «…………», ενισχύεται 1) από την δημοσίευση, στο με αριθμό φύλλο ………, στο τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ της Εφημερίδας της Κυβέρνησης, της από 13-1-1995 τροποποίησης του καταστατικού της παραπάνω εταιρείας, από την οποία προκύπτει ότι έδρα της εν λόγω εταιρείας είχε οριστεί ο Δήμος Πειραιά, οδός ………… .  και όχι η διεύθυνση, όπου βρίσκονται τα μίσθια καταστήματα, δηλαδή, η οδός ………, στα ……., 2) από τη δημοσίευση στο με αριθμό φύλλου ………, τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ της Εφημερίδας της Κυβέρνησης της από 16-2-2000 τροποποίησης του καταστατικού της προαναφερόμενης εταιρείας, όπου εξακολουθεί να αναφέρεται ως έδρα της εν λόγω εταιρείας η οδός ….. αριθμ. ……. και ……… αριθμ….., 3) από τη δημοσίευση, στο με αριθμό ……….., τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ της Εφημερίδας της Κυβέρνησης, της από 12-4-2002 τροποποίησης του καταστατικού της παραπάνω εταιρείας, που έγινε σε χρόνο μεταγενέστερο της έναρξης της επίδικης μίσθωσης, από την οποία προκύπτει ότι έδρα της εν λόγω εταιρείας παρέμενε η οδός ……….. αριθμ. …….. και …….. αριθμ. ……. Αλλαγή της έδρας της ως άνω εταιρείας και ορισμός, ως νέας έδρας αυτής, της διεύθυνσης των επίδικων μίσθιων καταστημάτων, έγινε μετά τη δημοσίευση στις 30-4-2013, της υπ’αριθμ. 2378/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε επί της από 24-4-2012, προγενέστερης αγωγής απόδοσης μισθίου και καταβολής μισθωμάτων, που είχε ασκήσει κατά του εναγόμενου μισθωτή, η ενάγουσα, ως κληρονόμος του αποβιώσαντος την 16-9-2011 αδελφού  της, εκμισθωτή, όπως τούτο προκύπτει από τη δημοσίευση, στο με αριθμό …………. τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ της Εφημερίδας της Κυβέρνησης, της από 15-7-2013 τροποποίησης του καταστατικού της παραπάνω εταιρείας. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. πρωτ. ……….. βεβαίωση της [Δ’-ΣΤ’] Δ.Ο.Υ. Πειραιώς, Οικονομική υπηρεσία στην οποία υπήγετο, ο κληρονομηθείς από την ενάγουσα-εφεσίβλητο, εκμισθωτής των μισθίων καταστημάτων, …….., από την οποία φαίνεται ότι ο ως άνω στις δηλώσεις φόρου εισοδήματος των οικονομικών ετών 2010(χρήση 2009) και 2011(χρήση 2010)  δήλωσε ως μισθώτρια των επιδίκων μισθίων, μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με την επωνυμία “………ΕΠΕ”, ενώ από τα προσκομιζόμενα έντυπα δήλωσης των μισθωμάτων Ε2 των ετών αυτών, έντυπα που αμφότερα υποβλήθηκαν την 19-1-2012, προκύπτει ότι ο ανωτέρω και ήδη, θανών, δήλωσε ως μισθώτρια των δύο μίσθιων καταστημάτων, εταιρεία με την επωνυμία “……… ΕΠΕ”, αντί μονοπρόσωπης ΕΠΕ. Επιπλέον στις προσκομιζόμενες ιδιόγραφες (ο γραφικός χαρακτήρας φαίνεται να είναι ο ίδιος σε όλες και πιθανότατα με το ίδιο όργανο γραφής) αποδείξεις είσπραξης των μισθωμάτων των επίδικων μισθίων καταστημάτων, που φαίνεται να έχουν εκδοθεί από τον ήδη θανόντα εκμισθωτή, αδελφό της εφεσίβλητης, ……, στις 1-10-2006, 1-1-2007, 1-2-2007, 1-5-2007, 1-9-2007, 1-10-2007, 1-1-2008, 1-2-2008, 1-3-2008, 1-4-2008, 1-5-2008, 1-6-2008, 1-7-2008, 1-9-2008, 1-10-2008, 1-12-2008, 1-1-2009 και 1-2-2009, φαίνεται να έχουν εκδοθεί προς …………. “μον/πη”. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι λόγω και της στενής διαπροσωπικής σχέσης, που είχε δημιουργηθεί μεταξύ των ως άνω μερών, δηλαδή του  εκμισθωτή και μετέπειτα θανόντος, …………. και του μισθωτή των επιδίκων μισθίων και ήδη εκκαλούντος-εναγόμενου, όπως παροχή δανειακών διευκολύνσεων, συμφωνία για αγοραπωλησία των μισθίων ακινήτων, μακροχρόνια παραμονή στα μίσθια του εκκαλούντος μισθωτή, με ταυτόχρονη ανάπτυξη σχέσης οικειότητας, συναφή επαγγέλματα (αυτοκινητιστής, ο εκμισθωτής, …………… και έμπορος ελαστικών ζαντών και αξεσουάρ αυτοκινήτων, service και ευθυγραμμίσεις αυτοκινήτων, ο εκκαλών μισθωτής κλπ, είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους, προφανώς για φορολογικούς λόγους, να δηλώνεται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., ως μισθώτρια, ευρισκόμενη στη χρήση των μισθίων, η συγκεκριμένη εταιρεία με την επωνυμία “…………… ΕΠΕ”, την οποία είχε ιδρύσει ο εκκαλών, ήδη απο του έτους 1995. Εξ αυτού του λόγου έγινε από την πλευρά του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος μισθωτή και η νόθευση του απο 15-11-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, με την προσθήκη αναγραφή στην θέση του μισθωτή  “………….. ΕΠΕ” και την αναγραφή του ΑΦΜ της, χωρίς μάλιστα να γίνει η διαγραφή του αναγραφόμενου πατρώνυμου “………..”, στην οικεία θέση του εντύπου μισθωτηρίου, που είναι το πατρώνυμο του αρχικού απώτερου εκμισθωτή, ………………., το, δε, έγγραφο αυτό αποτελεί αντίγραφο μισθωτηρίου, που προφανώς βρισκόταν στα χέρια του εκκαλούντος από μακρού χρόνου, πιθανόν από της πρώτης σύναψής του με τον αρχικό απώτερο εκμισθωτή, ……………. Εξάλλου, το ως άνω, από 15-11-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης, στο άρθρο 12 αυτού ρητώς προβλέπει ότι κάθε τροποποίηση των όρων αυτού, όπως η παραχώρηση της χρήσης των μισθίων σε εταιρεία, θα γίνεται εγγράφως, κάτι που ουδέποτε έλαβε χώρα, σε κάθε, όμως, περίπτωση, ακόμη κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι, κατά τη διάρκεια της μίσθωσης, έλαβε χώρα παραχώρηση της χρήσης μισθίου στην ως άνω μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, μισθωτής εξακολούθησε να παραμένει ο αρχικός, δηλαδή, ο εναγόμενος και δεν κατέστη μισθώτρια η εν λόγω παραχωρησιούχος εταιρεία (ΑΠ 643/2002,ΔΕΕ 2003,196), η οποία όμως, στην περίπτωση αυτή ευθύνεται έναντι της εκμισθώτριας εις ολόκληρον με τον μισθωτή (ΑΠ 1578/1998 ΕλΔ 40,132), καθώς η παραχώρηση της χρήσης του μισθίου σε εταιρεία αποτελεί παρεπόμενη σχέση, της μίσθωσης εξακολουθούσας να λειτουργεί μεταξύ των αρχικώς αντισυμβληθέντων και σε περίπτωση θανάτου τους, μεταξύ των κληρονόμων τους (ΑΠ 853/2000 ΕλΔ 2000,1639). Ακόμη λοιπόν και αν τα ανωτέρω αντισυμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν την παραχώρηση του μισθίου στην ως άνω μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ετηρούντο όλοι οι νόμιμοι τύποι προς τούτο, μισθωτής στα επίδικα μίσθια καταστήματα εξακολουθεί να παραμένει, κατά τα παραπάνω, ο αρχικός μισθωτής, εναγόμενος και ήδη, εκκαλών, Αθανάσιος Ευσταθίου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε κατ’ ουσίαν, την προταθείσα από τον εναγόμενο ένσταση έλλειψης παθητικής του νομιμοποίησης, επομένως, δεν έσφαλε, απορριπτομένου, έτσι, του περί του αντιθέτου πρώτου λόγου της έφεσης, ως κατ’ουσίαν αβάσιμου.

Από τα ίδια, ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται περαιτέρω ότι η ενάγουσα και ήδη, εφεσίβλητη είχε ασκήσει, αρχικά, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σε βάρος του εναγόμενου και ήδη, εκκαλούντος την από 24-4-2012, υπ’ αριθμ. κατάθ. ………… αγωγή, η οποία αφορούσε σε απόδοση χρήσης των επιδίκων μισθίων και καταβολή οφειλομένων μισθωμάτων χρονικού διαστήματος από Νοέμβριο 2008 έως Απρίλιο 2012, λόγω δυστροπίας, ήτοι με νομική βάση κατ’ άρθρο 66 ΕισΝΚΠολΔ, ως και σε αποζημίωση λόγω φθορών του μισθίου(ΑΚ 592), δικαίωμα πηγάζον από την επίδικη, από 15-11-2001 μισθωτική σύμβαση. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2378/2013 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, δεχόμενο ότι ο εναγόμενος, από δυστροπία δεν είχε καταβάλει τα μηνιαία μισθώματα για το χρονικό διάστημα από Νοέμβριο του έτους 2008 έως και τον Απρίλιο του έτους 2012, τα οποία ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 36.120 ευρώ και υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να αποδώσει στην ενάγουσα τη χρήση των μισθίων ακινήτων, καθώς και να της καταβάλει, νομιμοτόκως, το ως άνω ποσό. Μετά την άσκηση έφεσης, εκ μέρους του εναγόμενου κατά της ως άνω απόφασης, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 730/2014 τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία έγιναν επί λέξει δεκτά τα εξής: “Περαιτέρω, από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες αποδείξεις είσπραξης μισθώματος αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος κατέβαλε τα μισθώματα των μηνών Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2009, ενώ για το υπόλοιπο ένδικο χρονικό διάστημα δεν αποδεικνύεται η καταβολή μισθωμάτων, πλην όμως το δικαστήριο κρίνει ότι η παράλειψη του εναγόμενου να καταβάλει τα μισθώματα αυτά δεν οφείλεται σε δυστροπία του, αλλά σε δικαιολογημένη αιτία. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι στις 9-1-2009 επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στα μίσθια ακίνητα από την εταιρία του ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………………”, που εδρεύει στην Αγγλία και εκπροσωπείται νόμιμα στην Ελλάδα από την Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία με την επωνυμία “…………”, δυνάμει της υπ’αριθμ…….. έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών  …………., για το συνολικό ποσό των 131.687,26 ευρώ και ορίστηκε ημερομηνία πλειστηριασμού των ως άνω ακινήτων η 11-3-2009.Ενόψει του κινδύνου να πλειστηριαστούν τα ως άνω ακίνητα, ο τότε εκμισθωτής ……….., ο οποίος αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, συμφώνησε άτυπα με το από 12-3-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό το οποίο τιτλοφορείται “ιδιωτικό συμφωνητικό προσύμφωνο αγοραπωλησίας ακινήτου” να μεταβιβάσει την κυριότητα των μισθίων ακινήτων στη σύζυγο του εναγομένου-εκκαλούντος μισθωτή, …………… Ειδικότερα, στο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, που συνυπέγραψαν ο τότε εκμισθωτής …………. με την ιδιότητα του πωλητή και η σύζυγος του εκκαλούντος ……………., με την ιδιότητα της αγοράστριας, συμφωνήθηκαν μεταξύ άλλων, επί λέξει τα ακόλουθα: Eπί των παραπάνω καταστημάτων αυτοτελών ανεξάρτητων οριζοντίων ιδιοκτησιών έχει εγγραφεί προσημείωση υποθήκης υπέρ της εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “…………….”, η οποία εκπροσωπείται νόμιμα στην Ελλάδα από την ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία με την επωνυμία “……………”, έχει επιβληθεί  και αναγκαστική κατάσχεση από την παραπάνω εταιρία όπως αυτή εκπροσωπείται νόμιμα στην Ελλάδα για οφειλή του ΠΩΛΗΤΗ προς αυτήν (την εταιρία) εκ ποσού ευρώ 131.687,26, πλέον εξόδων εκτελέσεως, νομίμων τόκων υπηρεσίας και λοιπών εξόδων δυνάμει της υπ’αριθμ……… έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …….. και τα παραπάνω ακίνητα του ΠΩΛΗΤΗ-ΟΦΕΙΛΕΤΗ εκτίθενται σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό στις 11/3/2009, ο οποίος πλειστηριασμός ανεστάλει κατόπιν καταβολής χρηματικού ποσού ευρώ 10.000, από τον ΠΩΛΗΤΗ-ΟΦΕΙΛΕΤΗ στις 11-3-2009 και σύμφωνα με τους όρους της υπ’αριθμ………. πράξεως αναστολής πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Αθηνών Θηρεσίας Δάλλα-Πολυζώη.Ο ΠΩΛΗΤΗΣ, ήδη, με το παρόν αναλαμβάνει να παραχωρήσει, μεταβιβάσει λόγω πωλήσεως προς την ΑΓΟΡΑΣΤΡΙΑ  τις δύο(2) παραπάνω ιδιοκτησίες καταστήματα με το στοιχείο (Κ-3)  και (Κ-4) του ισογείου ορόφου με τους παρακάτω όρους και συμφωνίες : 3.To τίμημα για την παραπάνω πώληση συμφωνείται στο ποσόν ευρώ (180.000)εκατόν ογδόντα χιλιάδων ευρώ, το οποίο αμφότερες οι συμβαλλόμενες πλευρές αναγνωρίζουν ως εύλογο, δίκαιο και ανάλογο της αξίας των μεταβιβαζομένων ακινήτων. Από το παραπάνω τίμημα η ΑΓΟΡΑΣΤΡΙΑ κατέβαλε στις 11-3-2009 στον ΠΩΛΗΤΗ ως προκαταβολή για την ανωτέρω πώληση το ποσόν ευρώ (10.000) σε μετρητά του παρόντος έχοντος θέση αποδείξεως και διατηρεί την κυριότητα του ποσού της προκαταβολής, το δε υπόλοιπο ποσόν ευρώ (170.000) ο ΠΩΛΗΤΗΣ δέχεται να εισπράξει και η ΑΓΟΡΑΣΤΡΙΑ αναλαμβάνει τη ρητή και συμβατική υποχρέωση να καταβάλει ως εξής: Aφού  εξοφληθεί πλήρως και ολοσχερώς η οφειλή του ΠΩΛΗΤΗ προς την παραπάνω δανείστρια, την οποία οφειλή θα καταβάλει η ΑΓΟΡΑΣΤΡΙΑ, υπέρ της οποίας-ΔΑΝΕΙΣΤΡΙΑΣ- έχει εγγραφεί κατά τα παραπάνω προσημείωση υποθήκης, αλλά και έχει επιβληθεί αναγκαστική κατάσχεση, το υπόλοιπο ποσόν που θα εναπομείνει μέχρι την συμπλήρωση του ποσού ευρώ 180.000, αφού αφαιρεθεί και το ποσόν ευρώ 10.000, που έχει ήδη καταβληθεί θα καταβληθεί με την οριστική μεταβίβαση των παραπάνω (2) δύο ακινήτων μέχρι την 30/12/2009. Ο ΠΩΛΗΤΗΣ επίσης υποχρεούται να συναινέσει και να προβεί σε όλες τις απαραίτητες πράξεις και ενέργειες  για την οριστική διαγραφή και εξόφληση των παραπάνω χρεών υπό την ποινή απόλυτης ακυρότητας του παρόντος. Ρητά συμφωνείται επίσης ότι σε περίπτωση όπου ο ΠΩΛΗΤΗΣ υπαναχωρήσει από την παρούσα συμφωνία τότε ρητώς υποχρεούται να επιστρέψει εντόκως στην ΑΓΟΡΑΣΤΡΙΑ την δοθείσα ως άνω προκαταβολή εις διπλούν και να καταβάλει στην ΑΓΟΡΑΣΤΡΙΑ και κάθε άλλο ποσόν που θα έχει καταβάλει η ΑΓΟΡΑΣΤΡΙΑ για την εξόφληση των παραπάνω χρεών του ΠΩΛΗΤΗ, καθώς και κάθε έξοδο στο οποίο θα έχει προβεί για την παραπάνω αιτία και αγοραπωλησία η ΑΓΟΡΑΣΤΡΙΑ, ενώ σε περίπτωση όπου η ΑΓΟΡΑΣΤΡΙΑ υπαναχωρήσει από την παρούσα συμφωνία αιτιολογημένα τότε ο ΠΩΛΗΤΗΣ θα υποχρεούται να της καταβάλει την δοθείσα ως άνω προκαταβολή και τα παραπάνω ποσά…”. Aπό το περιεχόμενο του προαναφερόμενου ιδιωτικού συμφωνητικού προκύπτει ότι την 11-3-2009 η σύζυγος του εκκαλούντος κατέβαλε στον …………… το ποσό των 10.000 ευρώ, το οποίο ο τελευταίος στη συνέχεια το κατέβαλε στην επισπεύδουσα τον πλειστηριασμό των μισθίων ακινήτων και έτσι επέτυχε την αναβολή του πλειστηριασμού αυτού για τις 17-6-2009… Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μετά την ως άνω συμφωνία η σύζυγος του εκκαλούντος ……………, σε εκτέλεση του ως άνω συναφθέντος μεταξύ αυτής και του ………….. ιδιωτικού συμφωνητικού, κατέβαλε σταδιακά, πέραν του  ως άνω ποσού των 10.000 ευρώ και τα ακόλουθα ποσά: Α)στον …………. κατέβαλε σε μετρητά α) την 10-4-2009 το ποσό των 2.000 ευρώ…, β) την 11-5-2009 το ποσό των 2.000 ευρώ…, γ) την 12-6-2009 το ποσό των 5.000 ευρώ και την 16-6-2009 το ποσό των 5.000 ευρώ…, δ) την 16-7-2009 το ποσό των 2.000 ευρώ…, ε) την 16-8-2009 το ποσό των 2.000 ευρώ…στ) την 11-10-2009 το ποσό των 5.000 ευρώ…, ζ) την 11-9-2009 το ποσό των 2.000 ευρώ και η) 10-2-2010 το ποσό των 12.000ευρώ… Β) στην “…………….” και σε εξόφληση της ως άνω οφειλής του …………. κατέβαλε 1) την 13-4-2009 το ποσό των 2.000 ευρώ…2)την 29-5-2009 το ποσό των 2.000 ευρώ… 3) την 15-6-2009 το ποσό των 5.000 ευρώ… 4)  την 17-6-2009 το ποσό των 5.000 ευρώ… 5) την 22-7-2009 το ποσό των 2.000 ευρώ… 6) την 26-8-2009, το ποσό των 2.000 ευρώ…7)την 9-10-2009 το ποσό των 2.000 ευρώ…, 8) την 13-10-2009 το ποσό των 2.000 ευρώ…, 9) την 12-10-2009, το ποσό των 3.000 ευρώ…10)την 17-12-2009 το ποσό των 3.000 ευρώ…11)την 12-2-2010 το ποσό των 3.000 ευρώ…, 12)την 17-2-2010 το ποσό των 2.800 ευρώ…13)την 16-2-2010 το ποσό των 2.100 ευρώ…, 14)την 17-2-2010 το ποσό των 1.100ευρώ, 15) την 1-4-2010 το ποσό των 3.000ευρώ…, 16)την 13-9-2010 το ποσό των 6.000ευρώ…, 17)την 23-9-2010 το ποσό των 5.000ευρώ…18)την 28-9-2010 το ποσό των 600 ευρώ…19)την 29-9-2010 το ποσό των 1.000ευρώ…, 20) την 1-10-2010 το ποσό των 1.000ευρώ, 21) την 4-10-2010 το ποσό των 700 ευρώ…, 22) την 2-12-2010 το ποσό των 1.000ευρώ… και 23)την 21-12-2010 το ποσό των 2.000 ευρώ. Εξάλλου το Δικαστήριο κρίνει ότι τις ως άνω καταβολές στην Τράπεζα και σε εξόφληση  της ως άνω οφειλής του ……. έκανε ο εκκαλών για λογαριασμό της συζύγου του και όχι ο ……., παρά το γεγονός ότι στα ως άνω από 1 έως και 18 πρωτότυπα αντίγραφα πελάτη του σχετικού δελτίου κατάθεσης της ως άνω Τράπεζας αναγράφεται ως όνομα καταθέτη αυτό του ………. ., καθόσον στα υπόλοιπα από 19 έως και 23 πρωτότυπα αντίγραφα πελάτη των σχετικών δελτίων κατάθεσης της ως άνω Τράπεζας αναγράφεται ως όνομα καταθέτη αυτό του εκκαλούντος εναγόμενου, από δε την αντιπαραβολή των υπογραφών του τελευταίου τόσο στο σχετικό ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης όσο και στα τελευταία ως άνω πρωτότυπα αντίγραφα πελάτη του φέρεται ως καταθέτης ο ίδιος(εκκαλών) με τις υπογραφές που υπάρχουν στα ως άνω από 1 έως και 18 πρωτότυπα αντίγραφα πελάτη του σχετικού δελτίου κατάθεσης της ως άνω Τράπεζας, στα οποία εμφανίζεται ως καταθέτης ο . …..,  προκύπτει ότι οι υπογραφές ταυτίζονται και ότι όλες ανήκουν στο πρόσωπο του εκκαλούντος με εξαίρεση το ως άνω υπ’αριθμ.13 πρωτότυπο αντίγραφο πελάτη του σχετικού δελτίου κατάθεσης, όπου η  υπογραφή είναι μεν διάφορη της υπογραφής του εκκαλούντος, πλην όμως δεν προσομοιάζει ούτε με την υπογραφή του ………, όπως αυτή εμφανίζεται στις ως άνω σχετικές αποδείξεις είσπραξης, που ο ίδιος έχει υπογράψει και το Δικαστήριο κρίνει ότι κατά την ως άνω ημεροχρονολογία τη σχετική κατάθεση έκανε άλλο πρόσωπο, πλην του εκκαλούντος για λογαριασμό όμως της συζύγου αυτού. Εξάλλου, στην ως άνω κρίση, ότι δηλαδή τις σχετικές καταβολές προς την Τράπεζα, κατά τις ως άνω ημεροχρονολογίες έκανε ο εκκαλών για λογαριασμό της συζύγου του και όχι ο …….., άγεται το παρόν Δικαστήριο, εκτός από την αντιπαραβολή των υπογραφών και από το γεγονός ότι ο εκκαλών έχει εις χείρας του τα ως άνω πρωτότυπα αντίγραφα πελάτη των σχετικών δελτίων κατάθεσης της ως άνω Τράπεζας, τα οποία προφανώς δεν θα βρίσκονταν στα χέρια του αλλά στα χέρια της εφεσίβλητης, εάν στις σχετικές καταβολές είχε προβεί ο ……… Ενόψει δε των ως άνω καταβολών ο ………. υπέγραψε την 21-12-2010 υπεύθυνη δήλωση με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του, σύμφωνα με την οποία δήλωνε, επί λέξει τα ακόλουθα: ” O κάτωθι υπογεγραμμένος ……… του ……. και της …….., κάτοικος Πειραιώς, οδός …….  αριθμ.. ….,επάγγελμα αυτοκινητιστής,… δηλώνω υπεύθυνα ότι υποχρεούμαι και αναλαμβάνω την υποχρέωση να μεταβιβάσω στην κα ………τις υπό στοιχεία Κ-3 και Κ-4 ιδιοκτησίες μου επί της οδού ………….αμέσως μόλις πραγματοποιηθεί η άρση της εις βάρος μου κατασχέσεως και εις βάρος των παραπάνω ιδιοκτησιών από την επισπεύδουσα Τράπεζα με την επωνυμία “……….” καθόσον έχει ήδη εκπληρωθεί η απαίτησή μου κατά της παραπάνω αγοράστριας σύμφωνα με το από 12/3/2009 προσύμφωνο πωλήσεως ακινήτων και μετά την εξόφληση και της υπολοίπου οφειλής μου προς την παραπάνω τράπεζα, δυνάμει της προαναφερόμενης κατασχέσεως, ουδεμίαν απαίτηση έχω ή διατηρώ κατά της ανωτέρω αγοράστριας κας ………..”. Σημειώνεται δε ότι ενόψει των ως άνω ποσών που κατέβαλε η σύζυγος του εκκαλούντος στην ΤΡΑΠΕΖΑ ……… A.E.” και έναντι της ως άνω οφειλής του ……….. ο πλειστηριασμός των μίσθιων ακινήτων ελάμβανε διαδοχικές συναινετικές αναβολές…ενώ σημειώνεται ότι ο χρόνος που ελάμβαναν χώρα οι ως άνω συναινετικές αναβολές συμπίπτει, ως επί το πλείστον, με το χρόνο ορισμένων από τις καταβολές στις οποίες προέβαινε η σύζυγος του εκκαλούντος, διά του τελευταίου και, συνεπώς, είναι προφανές ότι όλες οι ως άνω καταβολές ελάμβαναν χώρα σε εκτέλεση του προαναφερόμενου από 12-3-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού-προσυμφώνου αγοραπωλησίας ακινήτου αφού δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη οποιασδήποτε άλλης συναλλαγής μεταξύ του ………και της συζύγου του εκκαλούντος. Με βάση τα περιστατικά που έγιναν δεκτά το Δικαστήριο κρίνει ότι μετά την υπογραφή μεταξύ της συζύγου του εκκαλούντος και του εκμισθωτή ………. του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού, με το οποίο ο τελευταίος αναλάμβανε την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα των μίσθιων καταστημάτων στη σύζυγο του εκκαλούντος και, ανεξάρτητα, από την τυχόν ακυρότητα αυτού, λόγω της έλλειψης του απαιτούμενου τύπου, συμφωνήθηκε ταυτόχρονα, μεταξύ του ως άνω εκμισθωτή, ……….. και του αιτούντος, μισθωτή, η μη καταβολή μισθωμάτων έως την σύναψη του οριστικού συμβολαίου μεταβίβασης της κυριότητας των μίσθιων ακινήτων στη σύζυγο του αιτούντος, γι’αυτόν εξάλλου το λόγο ο ……………… από το Μάρτιο του έτους 2009 και εντεύθεν έως και το θάνατό του, που έλαβε χώρα το Σεπτέμβριο του έτους 2011, ουδέποτε απαίτησε μίσθωμα από τον αιτούντα. ΄Αλλωστε, δεν συνάδει με τη λογική να μην εισπράττει ο εκμισθωτής ……………. μισθώματα για το ως άνω χρονικό διάστημα, από Μάρτιο του έτους 2009 έως και το Σεπτέμβριο του 2011, ήτοι για χρονικό διάστημα δυόμισι ετών και να μην έχει προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια, δικαστική ή εξώδικη, για την είσπραξη των μισθωμάτων αυτών, ενόψει μάλιστα και των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε. Η παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την κατάθεση του εξετασθέντος στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μάρτυρα της εφεσίβλητης, ο οποίος επιβεβαίωσε την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ του …………. και της συζύγου του εκκαλούντος-εναγόμενου για τη μεταβίβαση των μισθίων ακινήτων, καταθέτοντας ότι “…έκανε συμφωνία για να μη χάσει το ακίνητό του…”, ενώ για τη συμφωνία μεταξύ του ……….. και του εκκαλούντος(να μη πληρώνει ο τελευταίος μισθώματα), κατέθεσε ότι δεν ξέρει αν είχε κάνει συμφωνία ο …….(εκκαλών) με τον κουνιάδο του (……….) αλλά και να το ξέρει δεν μπορεί να το αξιολογήσει. Με τα δεδομένα αυτά η μη καταβολή των μισθωμάτων εκ μέρους του εναγόμενου οφείλεται σε δικαιολογημένη αιτία και κατά συνέπεια αυτός δεν κατέστη δύστροπος. Τα παραπάνω, αφού έκανε τελεσίδικα δεκτά το ως άνω Δικαστήριο, έκανε δεκτή την έφεση και τους πρόσθετους λόγους και απέρριψε την αγωγή.

Ενόψει αυτών, η προηγούμενη δίκη, που ξεκίνησε με βάση την από 24-4-2012, υπ’ αριθμ. κατάθ. …………. αγωγή της νυν ενάγουσας κατά του νυν εναγομένου, επί της οποίας εκδόθηκε αρχικά η υπ’αριθμ.2378/2013, εκκληθείσα και ήδη, σε δεύτερο βαθμό εξαφανισθείσα, απόφαση του παρόντος δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, αφορούσε σε απόδοση χρήσης των επιδίκων μισθίων και καταβολή οφειλομένων μισθωμάτων προγενέστερου χρονικού διαστήματος (Νοεμβρίου 2008 έως Απριλίου 2012), λόγω δυστροπίας, ήτοι με νομική βάση κατ’ άρθρο 66 ΕισΝΚΠολΔ, ως και σε αποζημίωση λόγω φθορών του μισθίου (ΑΚ 592), ενώ η ένδικη υπ’αριθμ. κατάθ. ……. αγωγή αφορά σε απόδοση χρήσης του μισθίου λόγω καταγγελίας της μισθωτικής σύμβασης, κατ’άρθρ.597 ΑΚ και σε καταβολή οφειλόμενων μισθωμάτων μεταγενέστερου χρονικού διαστήματος(Ιανουαρίου 2014-Ιανουαρίου 2015) ως και αποζημίωσης χρήσης μηνός Φεβρουαρίου 2015, κατ’άρθρ.601ΑΚ και ως εκ τούτου, ενόψει του ότι δεν υφίσταται ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας του αντικειμένου  της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς, κατ’άρθρ. 324 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο για την ανυπαρξία του κύριου ουσιαστικού ζητήματος της οφειλής μισθωμάτων του ως άνω, προγενέστερου χρονικού διαστήματος δεν καλύπτει την παρούσα δίκη, που αφορά σε οφειλές μισθωμάτων μεταγενέστερου χρονικού διαστήματος  και στηρίζεται, για την απόδοση της χρήσης του μισθίου, σε άλλες νομικές διατάξεις(ΑΚ 597).Ανακύπτει, ωστόσο, ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, το ζήτημα, ότι στην ως άνω προηγηθείσα δίκη ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, έγινε δεκτή η προβληθείσα από τον εναγόμενο-εκκαλούντα και, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 342ΑΚ, ένσταση (ΑΠ 465/91 ΕλλΔνη 32. 1248, ΕφΔωδ 1/2001 δημ. ΝΟΜΟΣ) ότι η, εκ μέρους του, μη καταβολή των με την υπ’αριθμ.κατάθ……….. αγωγή της ήδη εφεσίβλητης-ενάγουσας, ζητηθέντων μισθωμάτων Νοεμβρίου 2008 έως Απριλίου 2012,  οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν είχε ευθύνη, δηλαδή, στο ότι πίστευε ότι με το άκυρο, ως μη περιβληθέν το συμβολαιογραφικό τύπο(άρθρ.1198 σε συνδ. με άρθρ.166ΑΚ), προσύμφωνο πώλησης  των μίσθιων ακινήτων, που είχε γίνει μεταξύ  της συζύγου του και του εκμισθωτή και ήδη, θανόντος, ………… και, αφορούσε στη μελλοντική, μέχρι την 30-12-2009 μεταβίβαση σ’αυτήν των δύο επίδικων μισθίων, δεν είχε υποχρέωση καταβολής μισθωμάτων. Η έννομη συνέπεια της ένστασης, δηλαδή η απόρριψη της προηγούμενης αγωγής, λόγω έλλειψης δυστροπίας, στηρίχθηκε στην ύπαρξη ενός δικαιώματος, διαφορετικού από το δικαίωμα που ασκήθηκε με την αγωγή. Στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα, στο οποίο στηρίχθηκε και έγινε δεκτή η καταχρηστική και δικαιωκωλυτική του αγωγικού δικαιώματος ένσταση αυτή, δηλαδή η έλλειψη δυστροπίας στην μη καταβολή μισθωμάτων, δεν δημιουργεί δεδικασμένο στην παρούσα δίκη, για το παρεμπίπτον αυτό ζήτημα κατ’άρθρ.331 ΚΠολΔ, καθώς με βάση την γραμματική διατύπωση του άρθρου 322 παρ.1, που ορίζει ότι το δεδικασμένο για το κύριο ουσιαστικό ζήτημα προϋποθέτει έννομη σχέση « που έχει προβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού», είναι πρόδηλο ότι η απαρίθμηση είναι περιοριστική, εφόσον, δε, αναφέρεται ρητά η ένσταση συμψηφισμού, αποκλείονται οι λοιπές ενστάσεις (βλ.Κ.Μπέη, Δ1972, 195, Αστ. Γεωργιάδη, Δ1979, 252, με αντίθετη, όμως άποψη ως προς την ένσταση επίσχεσης).Κατόπιν αυτών, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που αν και με ελλιπή αιτιολογία απέρριψε κατ’ουσίαν την ένσταση δεδικασμένου, που πρότεινε ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, ορθά το νόμο εφάρμοσε, της σχετικής αιτιολογίας συμπληρούμενης, κατά τα ως άνω, από το παρόν δικαστήριο, κατ’άρθρ.534 ΚΠολΔ και πρέπει, ο περί δεσμεύσεως του δικαστηρίου τούτου από το δεδικασμένο της ως άνω απόφασης, δεύτερος λόγος της έφεσης, ως αβάσιμος να απορριφθεί.

Από τα ίδια, ως άνω αποδεικτικά στοιχεία τέλος, αποδεικνύεται ότι στην  ως άνω, από 12-3-2009 συμφωνία, στην οποία,  ουδέποτε συνεβλήθη, ούτε καν ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος, ο νυν εκκαλών, ουδεμία ρητή έγγραφη συμφωνία εγένετο σε σχέση με το θέμα των εν τω μεταξύ τρεχουσών υποχρεώσεων (οφειλής μισθωμάτων) του εκκαλούντος συζύγου της ως άνω δεύτερης συμβαλλόμενης και μισθωτή των εν λόγω-υπό αγορά- καταστημάτων, δι’ό προφανώς και δεν προβλήθηκε από τον εναγόμενο, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ένσταση συμψηφισμού. Η ανωτέρω ενδιαφερομένη αγοράστρια κατέβαλε προς την δανείστρια τράπεζα, αλλά και σε μετρητά προς τον …………., αντί τιμήματος, ένα σεβαστό ποσό, κατά τον ισχυρισμό του εκκαλούντος ανερχόμενο στο ποσό των 107.300 ευρώ, κατά δε άλλους υπολογισμούς 104.300 ευρώ ή και κατ’ ελάχιστο ολιγότερο. Με το ως ποσό δεν διακριβώνεται από το παρόν Δικαστήριο αν εξοφλήθηκε ολόκληρο το δανειακό υπόλοιπο, διότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει το συνολικό ύψος του δανείου και το υπόλοιπο αυτού ή αν το δάνειο τελικά εξοφλήθηκε- όπως αποδεικνύεται από την με ημερομηνία 26-6-2012, βεβαίωση της δανείστριας τράπεζας, αποσταλείσα  προς την εφεσίβλητο, ως μοναδική κληρονόμο του αρχικού δανειολήπτου- κατ’ άλλο τρόπο, δηλαδή και με μερικές καταβολές ετέρων προσώπων, όταν μάλιστα η τελευταία καταβολή προς εκπλήρωση των όρων του παραπάνω ατύπου προσυμφώνου εκ μέρους της ενδιαφερόμενης υποψήφιας αγοράστριας έγινε την 21-12-2010. Δεν αποδεικνύεται, εξάλλου, ότι καταβλήθηκε και το υπόλοιπο ποσό έως το ύψος των 180.000 ευρώ, που είχε συμφωνηθεί ως συνολικό τίμημα για την αγοραπωλησία των επιδίκων μισθίων, ανεξάρτητα από την δήλωση που υπογράφει την ιδία ως άνω ημερομηνία της τελευταίας καταβολής, δηλαδή την 21-12-2010, ο …………. στην οποία αναφέρει αόριστα ότι έχουν εκπληρωθεί όλες οι υποχρεώσεις της ………… από το άτυπο προσύμφωνο και μόλις γίνει η άρση της υφιστάμενης κατάσχεσης θα προβεί στην μεταβίβαση των μισθίων. Από την υπογραφή της παραπάνω δήλωσης μέχρι τον, από άγνωστα στο δικαστήριο τούτο, αίτια, θάνατο του …………., την 16-9-2011, μεσολάβησαν εννέα μήνες, χρονικό διάστημα που είναι επαρκές τόσο για την εξάλειψη των βαρών και την άρση της κατάσχεσης, που είχαν εγγραφεί και επιβληθεί στα ακίνητα, με συναίνεση της επισπεύδουσας δανείστριας τράπεζας, όσο και για την σύναψη του οριστικού αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, το οποίο ουδέποτε εγένετο. Σημειωτέον ότι η μεταβίβαση των μισθίων καταστημάτων, βάσει της ρητής συμφωνίας του άρθρου 3 του παραπάνω ατύπου προσυμφώνου έπρεπε να είχε γίνει έως την 31-12-2009, όταν λοιπόν υπογράφηκε η ως άνω δήλωση είχε ήδη παρέλθει σχεδόν ένας χρόνος από την αρχικώς συμφωνηθείσα, ως καταληκτική ημερομηνία μεταβίβασης αυτών. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι δεν έγινε το οριστικό συμβόλαιο αγοραπωλησίας, που επαναλαμβάνεται στον τρίτο λόγο της έφεσης, επειδή ήσαν κατασχεμένα τα ακίνητα δεν ευσταθεί, διότι από τα διδάγματα της κοινής πείρας προκύπτει ότι κατά την συνήθη συναλλακτική πρακτική προς διευκόλυνση των συναλλαγών πλείστα όσα παρόμοια συμβόλαια, γίνονται καθημερινά, μεταβίβασης ακινήτων, που  είτε βαρύνονται με βάρη είτε έχει επιβληθεί επ’αυτών κατάσχεση, κατόπιν συναινέσεως των δανειστών, οι οποίοι έχουν και συμφέρον προς τούτο, παριστάμενοι κατά την υπογραφή των συμβολαίων και ικανοποιούμενοι από το τίμημα. Επειδή οριστικό συμβόλαιο αγοραπωλησίας, μεταξύ των συμβαλλομένων στο ανωτέρω από 12-3-2009, άτυπο προσύμφωνο αγοραπωλησίας ακινήτων, αφ’ ενός μεν του ήδη αποβιώσαντος ………, αφ’ ετέρου, δε, της συζύγου του εκκαλούντος, …………, διά την αγορά των δύο επιδίκων μισθίων καταστημάτων, στα  οποία στεγάζεται η επιχείρηση εμπορίας ελαστικών του εκκαλούντος, που, ήδη, μισθώνει από την εφεσίβλητη, ως κληρονόμο του δικαιοπαρόχου της, αρχικού εκμισθωτή, ουδέποτε συνήφθη, όπως εξ άλλου συνομολογείται από τον εκκαλούντα, η ……….. ουδέποτε απέκτησε την κυριότητα αυτών, ούτε βεβαίως υπεισήλθε  στην παραπάνω μισθωτική σχέση ως εκμισθώτρια, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται και κατά τον κρίσιμο επίδικο χρόνο του έτους 2014, μεταξύ της εφεσίβλητης, …….. και του εκκαλούντος, ….., απορριπτομένων, ως κατ’ουσίαν αβάσιμων, των ισχυρισμών του εκκαλούντος περί κατάργησης της  μεταξύ των διαδίκων μισθωτικής σύμβασης, καθώς και του συναφούς τρίτου λόγου της έφεσης. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, η πρωτοβάθμια απόφαση, που δέχθηκε ότι ο εναγόμενος αν και κάνει ακώλυτη χρήση του ως άνω ενιαίου μισθίου καταστήματος, εντούτοις καθυστερεί υπαιτίως να καταβάλει στην ενάγουσα τα μηνιαία μισθώματα για το χρονικό διάστημα από 1-1-2014 έως και 31-12-2014, τα οποία ανέρχονται συνολικά σε (860 ευρώ Χ 12 μήνες=)10.320 ευρώ, λόγο για τον οποίο και κατήγγειλε, με την άσκηση της ένδικης αγωγής τη μίσθωση, κατ’άρθρ.597ΑΚ, η οποία και λύθηκε, κατόπιν παρελεύσεως της νομίμου προθεσμίας από της επίδοσης της αγωγής στον εναγόμενο, στις 10-1-2015 και ότι πλέον του ανωτέρω ποσού, ο εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα κατ’άρθρ.69 παρ.1στ΄ΚΠολΔ, 1.720 ευρώ, ήτοι, αφ’ενός, μεν, το απαιτητό μέχρι την λύση της μίσθωσης, μίσθωμα μηνός Ιανουαρίου 2015, αφ’ετέρου, δε, την αποζημίωση χρήσης μηνός Φεβρουαρίου 2015, ποσού 860 ευρώ, περαιτέρω, δε, κρίνοντας ότι πάσα με την ένδικη αγωγή, εφ’ης η εκκαλουμένη, προβληθείσα αξίωση της ενάγουσας τυγχάνει έγκυρη και ισχυρή σε βάρος του οφειλέτη της εναγόμενου, ως πηγάζουσα από έγκυρη μισθωτική σύμβαση, έτερο, δε και όχι αντικείμενο της παρούσας δίκης, τυγχάνει το θέμα των τυχόν όποιων αξιώσεων της προαναφερόμενης συζύγου του εναγόμενου και ήδη, εκκαλούντος, πηγαζουσών εκ της(εκ των πραγμάτων)ανώμαλης εξέλιξης της προϊστορηθείσας συμφωνίας της με τον αρχικό εκμισθωτή, ……….., κρίση, η οποία ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι εν λόγω αξιώσεις έχουν ήδη καταχθεί σε (έτερη) δίκη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, δυνάμει της από 5-2-2013, υπ’αριθμ.κατάθ. ………. αγωγής της ανωτέρω συζύγου του εναγόμενου και ήδη, εκκαλούντος …………, σε  βάρος της ενάγουσας, περαιτέρω, δε, με την εκκαλούμενη απόφασή του, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, υποχρέωσε τον εναγόμενο και ήδη, εκκαλούντα, ως και κάθε τρίτο, έλκοντα από αυτόν δικαιώματα ή κατέχοντα επ’ονόματί του, να αποδώσει στην ενάγουσα την χρήση των μισθίων ακινήτων και τον υποχρέωσε να καταβάλει στην ενάγουσα 10.320 ευρώ, για τα μηνιαία μισθώματα έτους 2014, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επόμενη ημέρα από τότε που κάθε μηνιαίο μίσθωμα κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ήτοι από την τέταρτη (4η) ημέρα κάθε μισθωτικού μήνα, μέχρι την εξόφληση κι ακόμη τον υποχρέωσε να της καταβάλει το ποσό των 1.720 ευρώ,  ήτοι 860 ευρώ, για το μηνιαίο μίσθωμα μηνός Ιανουαρίου 2015, νομιμότοκα από την 4-1-2015 μέχρι την εξόφληση και 860 ευρώ, ως αποζημίωση χρήσης μηνός Φεβρουαρίου 2015, νομιμότοκα από την 1-3-2015, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Κατ’ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη έφεση, ως αβάσιμη κατ’ουσίαν να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο(άρθρ.495 παρ.3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ), να επιβληθούν, δε, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του στην παρούσα δίκη (άρθρ.183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα, στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1479/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, που τα ορίζει σε πεντακόσια ευρώ (500€).

 Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 26 Σεπτεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ