Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 609/2018

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  609/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι υπό κρίση εφέσεις κατά της με αρ. 3178/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 6 § 2α Ν. 2664/1998, όπως αντικ. με την παρ. 1 του άρθρου 24 Ν. 3983/2011, έχουν ασκηθεί από τους ηττηθέντες εναγόμενο και κυρίως παρεμβαίνον νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του δικογράφου τους στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου και εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις  15-9-2015 (βλ.  επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Θεόδωρου Δημητρακόπουλου επί του αντιγράφου της προσβαλλομένης απόφασης), αρμοδίως δε φέρονται για να δικαστούν από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και  533 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενες μεταξύ τους, καθόσον προσβάλλουν την ίδια πρωτόδικη απόφαση, ενώ με τη συνεκδίκασή  τους διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρο 246 ΚΠολΔ).

Με την ένδικη αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίστηκε, ότι είναι κυρία του λεπτομερώς περιγραφομένου κατά θέση, έκταση και όρια ακινήτου, ευρισκόμενου εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του δήμου Κερατσινίου Πειραιά, το οποίο  περιήλθε σ’ αυτήν με παράγωγο τρόπο, όπως και στους απώτερους και απώτατους δικαιοπαρόχους της. Ότι από τον χρόνο απόκτησης του το 1983 η ίδια αλλά και από το 1941 οι δικαιοπάροχοι της ασκούσαν επ’ αυτού τις αναφερόμενες πράξεις νομής  με καλή πίστη χωρίς ουδέποτε να διεκδικηθεί αυτό από τρίτον. Ότι κατά το στάδιο της κτηματογράφησης της περιφέρειας του Δήμου Κερατσινίου με ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου την 11-6-2007 δεν δήλωσε το εμπράγματο δικαίωμα της επί του παραπάνω ακινήτου με αποτέλεσμα το ακίνητο αυτό, που έλαβε ΚΑΕΚ …………….., να εμφαίνεται στο οικείο κτηματολογικό φύλλο ότι ανήκει στην ιδιοκτησία του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενη τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003,  ζήτησε να αναγνωριστεί κυρία του επίδικου ακινήτου και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Πειραιώς καταχωρούμενου του δικαιώματος της πλήρους κυριότητας. Στη δίκη, που διεξήχθη ενώπιον του ανωτέρω δικαστηρίου, κατά την τακτική δικαιοδοσία, το εκκαλούν  ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον (ΠΕΤ)» άσκησε κύρια παρέμβαση, με την οποία ισχυρίστηκε, ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα ευρύτερης έκτασης 10.000 στρεμμάτων με την ονομασία «Κοκκινόβραχος», όπως λεπτομερώς την περιέγραφε, η οποία ανήκει στην κυριότητα του από το 1700 .Ότι συγκεκριμένα, την έκταση αυτή απέκτησε από την άνω ημερομηνία η Μονή ………. με αφιερώματα και δωρεές των πιστών και νεμόμενη στη συνέχεια αυτή μέχρι το 1836, οπότε διαλύθηκε, ασκώντας τις πράξεις νομής που ανέφερε. Ότι μετά τη διάλυση της Μονής η περιουσία της, με βάση το ΒΔ  της 19-8/25-9-1833, περιήλθε σε αυτό, το οποίο συνέχισε να ασκεί τις ίδιες πράξεις νομής με καλή πίστη επί διάστημα που υπερβαίνει τα 30 χρόνια και έτσι έγινε κύριο της άνω έκτασης και με τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία,  σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Ζήτησε δε να αναγνωριστεί κύριο του επίδικου ακινήτου, να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής, ώστε να αναγραφεί το δικαίωμα κυριότητάς του, να διαταχθούν οι αντίδικοι και όποιος έλκει δικαιώματα από αυτούς να αποδώσουν το ακίνητο, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι αντίδικοι στη δικαστική του δαπάνη. Επί των παραπάνω  αγωγής  και κυρίας παρεμβάσεως, που συνεκδικάστηκαν, εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία, αφού απέρριψε την κύρια παρέμβαση ως ουσία αβάσιμη, έκανε δεκτή εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη την  αγωγή, καθόσον το Δικαστήριο δέχτηκε ότι κύριος του επίδικου ακινήτου υπήρξε το Ελληνικό Δημόσιο, πλην όμως συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Ν. 3127/2003 και η ενάγουσα κατέστη κυρία αυτού ασκώντας πράξεις νομής με καλή πίστη για διάστημα 10 ετών μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού. Ακολούθως, αναγνώρισε την ενάγουσα κυρία του επίδικου ακινήτου, διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης έγγραφης, συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ ενάγουσας και εναγομένου και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση σε βάρος του κυρίως παρεμβαίνοντος. Κατά της αποφάσεως αυτής το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο και το κυρίως παρεμβαίνον Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο άσκησαν τις ένδικες εφέσεις τους, για τους λόγους, που αναφέρουν, συνιστάμενοι σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η αγωγή, το δε κυρίως παρεμβαίνον επιπλέον να γίνει δεκτή η κύρια παρέμβαση του.

I.Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 § 4 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν. 590/1977) «.. Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος, … αι Μοναί κλπ. είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου …». Κατά το άρθρο 39 § 3 του αυτού Ν. 590/1977, έκδοση προεδρικού διατάγματος απαιτείται μόνον για την ίδρυση νέων και τη διάλυση ή συγχώνευση υφισταμένων Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος και ως εκ τούτου η νόμιμη υπόσταση προϋφιστάμενων Μονών δεν εξαρτάται από την έκδοση διατάγματος που να τις αναγνωρίζει. Πριν από την εισαγωγή του ΑΚ είχαν εφαρμογή τα οριζόμενα από το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, που τέθηκε σε ισχύ με το ΒΔ της 23-2-1835 για τον Πολιτικό Νόμο των Ελλήνων. Το εν λόγω δίκαιο δεν δεχόταν την ύπαρξη νομικών προσώπων υπό την σημερινή έννοια, αλλά μόνο την ύπαρξη ενώσεως φυσικών προσώπων ή συνόλων περιουσίας (ιδρύματα) και την νομική αυτοτέλειά τους ως προς τα περιουσιακά δικαιώματα. Για δε την αναγνώρισή τους απαιτείτο πολιτειακή τυπική πράξη (άδεια της διοικήσεως). Στις Μονές όμως, ειδικά, το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο αναγνώριζε, ήδη με την Ιουστινιάνεια νομοθεσία, μία ιδιαίτερη αυθύπαρκτη προσωπικότητα, η οποία δεν ήταν ούτε ένωση προσώπων, ούτε ακριβώς ίδρυμα και, εφόσον είχαν ιδρυθεί σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες, δεν απαιτείτο η αναγνώρισή τους με πολιτειακή πράξη (βλ. Κονιδάρης, «Νομική θεώρηση των Μοναστηριακών τυπικών» 1984 σελ. 166, Κρασσά «Γενικαί Διδασκαλίαι» 1895 σελ. 267). Επομένως, ήταν δυνατό η Μονή να καταστεί κυρία, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του τότε ισχύοντος δικαίου για την έκτακτη χρησικτησία, εκείνων των ακινήτων, στα οποία ενεργούσε με τους υπαγομένους σ’ αυτήν μοναχούς ως όργανά της και τους εκάστοτε προστηθέντες της διακατοχικές πράξεις διανοία κυρίου με καλή πίστη για ορισμένο χρονικό διάστημα (ΕΑ 5279/2008 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, επί τουρκοκρατίας, οπότε το οθωμανικό δίκαιο δεν γνώριζε την έννοια του νομικού προσώπου, τα θρησκευτικά καθιδρύματα (ναοί, μονές κλπ) δεν αναγνωρίζονταν ως υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αναγνωρίζονταν όμως de facto ως περιουσιακές ολότητες (universitas bonotum)  ορισμένες για την εξυπηρέτηση του θρησκευτικού και φιλανθρωπικού σκοπού τους. Λόγω της ιδιόρρυθμης αυτής νομικής καταστάσεως τα θρησκευτικά ή ευαγή ιδρύματα δεν μπορούσαν να αποκτήσουν περιουσία στο όνομά τους και η απόκτηση περιουσίας γινόταν με (εικονικές) δικαιοπραξίες στο όνομα φυσικών προσώπων, τα οποία αποκτούσαν προσωπικά αυτήν  την περιουσία.  Η αφιερωμένη περιουσία σε εκκλησιαστικά καθιδρύματα, μη μουσουλμανικών θρησκειών, ανήκε στην κατηγορία των εξαιρετικών βακουφίων «μουστεστά» και η διοίκησή της ρυθμιζόταν από την αφιερωτήριο πράξη ή από την συνήθεια, που από παλιά κρατούσε (βλ. Κ. Μητρομελέτη «Περί Βακουφίων, μετάφραση από το σύγγραμμα των W. PADELA και L. STEEG DELA «LEGISTATION JOUCIERE OTTOMAKE» έκδ. Αθηνών 1914, σελ.20, 21) και δεν την είχε εκείνος στο όνομα του οποίου είχε γίνει (εικονικά ) η σχετική δικαιοπραξία.

               II.Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 1, 2 και 3 του οθωμανικού νόμου της 17 Ραμαζάν 1274 και το προϊσχύσαν αυτού μουσουλμανικό δίκαιο, οι γαίες διακρίνονταν στις εξής πέντε κατηγορίες: α) Τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), όπως οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες κλπ, των οποίων την κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, β) τις δημόσιες γαίες (μιριγιέ), όπως τα καλλιεργήσιμα χωράφια, βοσκοτόπια, δάση κλπ, των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ), γ) τις αφιερωμένες γαίες (βακούφια), των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (μετρουκέ), όπως οι δημόσιοι δρόμοι, οι πλατείες κλπ, οι οποίες ήταν προορισμένες για τη κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και ε) τις νεκρές γαίες (μεβάτ), όπως τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση κλπ., οι οποίες αποτελούσαν γαίες, που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο (ΑΠ 454/2011, ΕΠειρ 391/2015 ΝΟΜΟΣ).

               III.Περαιτέρω, από τις ρυθμίσεις, που περιέχονται στο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 «περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος» και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και του άρθρου 16 του Ν. της 21-6/10-7-1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων» προκύπτει, ότι στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου περιήλθαν εκείνα τα ακίνητα, τα οποία βρίσκονταν εντός της ζώνης, που μέχρι την 3-2-1830 είχε καταλάβει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ανήκαν είτε στο Οθωμανικό Δημόσιο είτε σε Οθωμανούς ιδιώτες, καθώς και όσα εγκαταλείφθηκαν από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους και κατέστησαν αδέσποτα. Η κτήση των ακινήτων αυτών έγινε δια δημεύσεως «πολεμικώ δικαιώματι» (ΑΠ 472/1899 Θεμ. ΙΑ΄ 347, Γ. Καριψιάδη «Η Ελλάδα ως διάδοχο κράτος», εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2000, σελ. 137 – 145 και 178 επ. και τις εκεί παρατιθέμενες παλαιότερες αποφάσεις, ιδιαίτερα δε τις ΑΠ 230/1850, ΑΠ 57/1871, ΑΠ 80/1877, ΕΑ 13502/1855). Εξάλλου, όσον αφορά τα οθωμανικά κτήματα, τα ευρισκόμενα κατά τον χρόνο διακηρύξεως της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Αττική, η Εύβοια και τμήματα της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας, όσα μεν εξ αυτών ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει της ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πωλήσεώς τους εντός προθεσμίας σε Έλληνες (βλ. Γ. Καριψιάδη ο.π. σελ. 161 επ. και 178 επ. και τις εκεί αναφερόμενες ΑΠ 15/1843, 24/1849, 230/1850, 80/1877). Όμως, όσον αφορά τα ακίνητα, που ευρίσκοντο εντός όλων των εδαφών, που τελικά συναποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος, στην ελληνική ή στην τουρκική ζώνη κατοχής αδιακρίτως κατά την ημερομηνία διακηρύξεως της ανεξαρτησίας (3-2-1830) και τα οποία κατέχονταν από Έλληνες με διάνοια κυρίου, έστω και με άκυρο κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο (ήτοι ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί), αυτά αναγνωρίσθηκαν ως ανήκοντα στους τελευταίους (ΕΑ 1162/2002 ΝοΒ 2002.1281 και τις εκεί αναφερόμενες ΑΠ 472/1899 Θεμ. ΙΑ΄.347, ΑΠ 269/1898 Θεμ. Ι΄.34, επίσης ΕΑ 2874/1959 ΕΕΝ 27.592 και ΕΠατρ. 281/1981 ΝοΒ 29.118, καθώς και τον Γ. Καριψιάδη ο.π. σελ. 197 – 200 και τις εκεί παρατιθέμενες ΕΑ 13502/1855 και 14116/1856). Ειδικότερα, στην Αττική, η οποία παραχωρήθηκε στο ελληνικό κράτος στις 31-3-1833 βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, κατά την διάρκεια της τρίτης τουρκικής κατοχής (1827 – 1833) και ειδικότερα το έτος 1829, ο Σουλτάνος, ως έχων κατά το οθωμανικό δίκαιο την κυριαρχία εφ’ όλης της γης, που ανήκε στο Οθωμανικό κράτος, αναγνώρισε στους υπηκόους του Έλληνες και Τούρκους ιδιοκτησιακά δικαιώματα στα ακίνητα, που κατείχαν νόμιμα κατά το οθωμανικό δίκαιο, τα οποία αργότερα με την περιέλευση της περιοχής στο Ελληνικό κράτος αναγνωρίσθηκαν και από αυτό δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και του πρωτοκόλλου της 3-2-1830 (ΕΑ 1162/2002 ο.π., Ευθ. Κουρουσόπουλος, «Δασική ιδιοκτησία και διαχείρισις», σελ. 183-185 και 198). Κατά δε το οθωμανικό δίκαιο επί δημοσίων γαιών, στις οποίες περιλαμβάνονταν και τα οριζόμενα σήμερα ως δάση, το οθωμανικό δημόσιο μπορούσε να παραχωρήσει σε ιδιώτες ή αναγνωρισμένες νομικές οντότητες, όπως και οι Ιερές Μονές, όχι κυριότητα υπό την σημερινή έννοια, αλλά δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (οιονεί επικαρπίας), με την χορήγηση «ταπίου», δηλαδή επίσημου τίτλου παραχωρήσεως, που εξέδιδε κρατικός υπάλληλος (ΑΠ 749/1989 ΕλΔνη 31.1258, Κων. Παπαδόπουλος, «Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου», Αθήνα 1989, τ. Α΄, σελ.529, Γ. Καριψιάδης ο.π., σελ. 94), ενώ κτήση κυριότητας με χρησικτησία δεν αναγνωριζόταν (ΕΑ 5279/2008 ΝΟΜΟΣ). Από τα ανωτέρω δηλαδή, προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε, και εκείνα, τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως και ακολούθως κατείχοντο από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό, κατά το οθωμανικό δίκαιο, τίτλο (ΑΠ 1355/2014, ΕΑ 2516/2008, ΕΑ 5279/2008 ΝΟΜΟΣ).

  1. IV. Εξάλλου, με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του ΒΔ/τος της 17-11/1-12-1836 «περί ιδιωτικών δασών», που έχει ισχύ νόμου, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν από την έναρξη του περί ανεξαρτησίας απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες. Για την αναγνώριση των τελευταίων ως ιδιωτικών δασών, όφειλαν οι ιδιοκτήτες των δασικών εκτάσεων, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του διατάγματος αυτού, να παρουσιάσουν στη Γραμματεία του Υπουργείου Οικονομικών τους τίτλους ιδιοκτησίας, διαφορετικά θεωρούνται δημόσια δάση. Έτσι με τις διατάξεις αυτές του πιο πάνω ΒΔ/τος θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας σε όλα τα δάση, που υπήρχαν πριν την ισχύ του διατάγματος αυτού στα όρια του Ελληνικού Κράτους, τα οποία δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση, όμως, εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικουμένου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος (ΑΠ 1355/2014, ΕΠειρ 391/2015, ΕΑ 2516/2008). Ακόμη, κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (23.3) 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ.3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαικού δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα που ανήκαν στο Δημόσιο, ακόμη και αν αυτά ήταν δημόσια δάση ή δασικές εκτάσεις. Προϋπόθεση της χρησικτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ήταν η άσκηση νομής πάνω στο ακίνητο και χωρίς νόμιμο τίτλο, αλλ’ απλώς με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, τη συνδρομή της οποίας, ενόψει της φύσης της, ως ενδιάθετης κατάστασης, συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικώς από τα περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, καθώς και με διανοία κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με το νόμο της 21-6/3-7-1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», στο άρθρο 21 του οποίου ορίσθηκε ότι, «ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων κτημάτων, εφαρμόζονται οι εν τω πολιτικώ νόμω διατάξεις». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προς εκείνες του Ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων «περί δικαιοστασίου», που εκδόθηκαν σε εκτέλεσή του και ακόμη του άρθρου 21 ΝΔ της 22-4/26-5-1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του ΑΝ 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων», με τις οποίες απαγορεύθηκε κάθε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των κτημάτων αυτού από 26-5-1926 και εφεξής, συνάγεται ότι, προκειμένου περί δημοσίων κτημάτων, όπως είναι και τα δημόσια δάση, είναι δυνατή η απόκτηση από άλλον κυριότητας σε αυτά με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών με διανοία κυρίου και καλή πίστη, είχε συμπληρωθεί μέχρι 11-9-1915 (ΟλΑΠ 75/1987). Εφόσον δε, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, αποκτήθηκε κυριότητα σε δάσος ή σε δασική έκταση με έκτακτη χρησικτησία μέχρι 11- 9-1915, δεν ασκεί έννομη επιρροή στην κυριότητα που αποκτήθηκε, η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 § 1του ν. 998/1979 «περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας», με την οποία ορίζεται ότι, «σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημοσίου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιοδήποτε δικαίωμα, εμπράγματο ή όχι, επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κλπ το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματός του» (ΑΠ 1355/2015 ΝΟΜΟΣ).
  2. V. Επίσης, κατά το άρθρο 1 ΒΔ/τος 3/15-12-1833 «περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834», όλα τα λιβάδια, δηλαδή οι βοσκότοποι, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί) εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Η έννοια αυτή προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 ν. Κ.Θ. της 31-1/18-2-1864 «περί βοσκημίσων γαιών» με την οποία ορίζεται ότι το Δημόσιο ως και οι κοινότητες διατηρούν ανέπαφα τα δικαιώματα όσα προ της εποχής ταύτης είχαν επί των αμφισβητουμένων λιβαδίων άνευ βλάβης των παρά τρίτων αποκτηθέντων δικαιωμάτων, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 3 του ν. ΨΝΖ της 27-3/1-4- 1880 «περί κοινοτικών και εθνικών λιβαδίων» κατά την οποία το Δημόσιο, ως προς τα εθνικά και οι κοινότητες ως προς τα κοινοτικά λιβάδια διατηρούν απέναντι των ιδιωτών τη νομική κατοχή επί των βοσκησίμων τόπων, επί των οποίων εγένοντο μέχρι το έτος 1864, τοποθετήσεις ποιμνίων. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διατάξεις περί κτήσεως κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, προκύπτει ότι είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας και επί λιβαδίων ή βοσκοτόπων υπό ιδιωτών, εφόσον αυτοί τους ενέμοντο με διανοία κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι και την 11-9-1915 (ΑΠ 454/2011, ΑΠ 730-731/04, ΕΑ 2516/2008, ΕΑ 5279/2008 ).
  3. VI. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των ακόλουθων διατάξεων : α) τη διάταξη του άρθρου 21 του Ν.Δ. 22-4/16-5-1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων του Δημοσίου, της Αεροπορικής Αμύνης κλπ.», κατά την οποία τα εμπράγματα δικαιώματα αυτών δεν υπόκεινται σε καμία στο μέλλον παραγραφή, η δε αρξαμένη ουδεμία κέκτηται συνέπεια αν μέχρι της δημοσιεύσεως του διατάγματος δεν συνεπληρώθη η κατά τους ισχύοντας νόμους παραγραφή, β) τις διατάξεις του Ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων περί δικαιοστασίου που έληξε το έτος 1930, γ) του άρθρου 62 § 2 του Ν. 590/1977 «περί καταστατικού χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», με το οποίο οι διατάξεις των άρθρων 4 και 23 του ΑΝ 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων» έχουν ανάλογη εφαρμογή και επί των κτημάτων των ανηκόντων στα αναφερόμενα στο άρθρο 1 § 4 του νόμου τούτου νομικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και οι Ιερές Μονές, δ) του άρθρου 4 Ν.1539/1938, κατά το οποίο τα επί των ακινήτων δικαιώματα του Δημοσίου δεν υπόκεινται σε παραγραφή, ε) τη διάταξη του άρθρου 17 § του ΝΔ 3432/1955 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί ΟΔΕΠ νομοθεσίας κλπ.», που εφαρμόζεται και επί των ακινήτων των Ι. Μονών και κατά το οποίο έχει σε αυτά εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 6 § 3 του Ν. 4944/1930 «περί Ταμείου του Εθνικού Στόλου», σύμφωνα με την οποία το Ταμείο Εθνικού Στόλου θεωρείται αδιαλείπτως ότι έχει την νομή ακινήτου κτήματος από της κτήσης της κυριότητας αυτού, ανεξάρτητα από κάθε αφαίρεση αυτής από τρίτο, προκύπτει ότι οι Ιερές Μονές, μετά την 11-9-1915, θεωρείτο ότι είχαν αδιαλείπτως την νομή επί των κτημάτων από της κτήσεως της κυριότητάς τους, ανεξαρτήτως κάθε αφαιρέσεως αυτής από οιονδήποτε τρίτον, και άρα αυτά είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας (ΑΠ 1267/1997 ΕλΔνη 1998.862, ΑΠ 695/1994 ΕλΔνη 1996.156, ΑΠ 1650/1981 ΝοΒ 30.932, ΕΑ 4164/2001 ΕλΔνη 2001.1371, ΕΑ 4899/1999 ΕλΔνη 2000.861, Παπαδόπουλος «Αγωγές Εμπράγματου Δικαίου» τομ. Α΄, σελ. 34 και 83 και στο ίδιο έργο στον τόμο Β΄ σελ. 595). Συνεπώς, επί των ακινήτων κτημάτων των Ιερών Μονών μετά την 11-9-1915 δεν ήταν δυνατόν να χωρήσει έκτακτη χρησικτησία από άλλους, ούτε από το Δημόσιο, ενώ πριν από την 11-9-1915 ήταν δυνατή η έκτακτη χρησικτησία επί μοναστηριακών κτημάτων εκ μέρους τρίτων κατά τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου με την συμπλήρωση καλόπιστης νομής επί 40ετία  (ΑΠ 1267/1997 ΕλλΔνη 1998.862, ΕΑ 5279/2008, ΕΑ 3223/2008  ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, κατά το προϊσχύον δίκαιο και ειδικότερα κατά το άρθρο 16 του από 21-6/3-7-1837 νόμου «περί διακρίσεως κτημάτων», όπως και κατά το άρθρο 972 του ΑΚ, τα αδέσποτα ακίνητα, δηλαδή εκείνα τα οποία μπορεί να εξουσιάσει άνθρωπος, αλλά δεν υπάρχει κύριος αυτών, ανήκουν στο Δημόσιο (ΑΠ 1355/2014, ΑΠ 532/1980 ΝοΒ 28.1949, ΕΑ 5279/2008 , ΕΑ 2516/2008 ΝΟΜΟΣ).

            VII. Περαιτέρω, με το άρθρο 4 του Ν. 3127/2003 «Τροποποίηση και συμπλήρωση των νόμων 2308/1995 και 2664/1998 για την Κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις» ορίζονται τα εξής: «Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον: α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ίδιου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-02-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α και β προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του ΑΚ» (παρ. 1). «Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2000 τ.μ. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλύτερου των 2000 τ.μ., οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται μόνον εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31-12-2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό (30%) του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή» (παρ. 2). Με τις διατάξεις αυτές θεσπίστηκε εξαίρεση από τον κανόνα ότι επί δημοσίων κτημάτων νομέας κατά πλάσμα του νόμου είναι το Δημόσιο και ότι αυτά είναι ανεπίδεκτα κτητικής ή αποσβεστικής παραγραφής, ο οποίος καθιερώνεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων «περί δικαιοστασίου», που εκδόθηκαν με βάση αυτόν, από 12-9-1915 μέχρι και της 16-5-1926, και του άρθρου 21 του ΝΔ της 22-4/16-5-1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ και επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του ΑΝ 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων», εκτός εάν η τριακονταετής νομή της έκτακτης χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11-9-1915, αφού μετά τη χρονολογία αυτή δεν επιτρέπεται ούτε έκτακτη χρησικτησία επί των ακινήτων του Δημοσίου. Έτσι, κατ’ εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, κατ’ εξαίρεση, είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας με χρησικτησία και επί δημοσίου κτήματος, όταν αυτό βρίσκεται σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό προϋφιστάμενο του 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, εμβαδού μέχρι 2000 τ.μ., εφόσον κάποιος το νέμεται αδιαταράκτως μέχρι την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, δηλαδή μέχρι την 19-03-2003, επί δέκα έτη με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία υπέρ του ίδιου του νεμομένου ή νεμηθέντος ή υπέρ των δικαιοπαρόχων του, εφόσον ο νόμιμος τίτλος έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 28-02-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής ο επικαλούμενος κυριότητα ή οποιοσδήποτε από τους δικαιοπαρόχους του ήταν κακής πίστης, ή επί τριάντα έτη, εκτός αν κατά την κτήση της νομής ο επιληφθείς της νομής του ακινήτου ήταν κακής πίστης, δηλαδή εφόσον δεν συνέτρεχαν κατά το χρόνο κτήσης της νομής στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 ΑΚ. Η ρύθμιση αυτή ως ειδική και εξαιρετική επιτρέπει την απόκτηση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα του Δημοσίου, εφόσον κάποιος, που απέκτησε με καλή πίστη τη νομή ακινήτου του Δημοσίου, νέμεται αδιατάρακτα τούτο για τριάντα έτη, που φθάνουν χρονικά μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, δηλαδή μέχρι την 19-03-2003, υπό τις λοιπές διαλαμβανόμενες προϋποθέσεις στην παρ. 1 περ. α’ και β’ του ίδιου νόμου και όχι εφόσον κάποιος που απέκτησε με καλή πίστη τη νομή ακινήτου του Δημοσίου το νέμεται αδιατάρακτα επί τριάντα έτη οποτεδήποτε πριν από την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, χωρίς να ενδιαφέρει αν συνεχίζει να νέμεται το ακίνητο του Δημοσίου αδιατάρακτα και μετά την έναρξη της ισχύος του (ΟλΑΠ 11/2015, ΑΠ 225/2017, ΑΠ 187/2017 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το γράμμα της ερμηνευομένης ενταύθα ανωτέρω διατάξεως αβιάστως συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται συμπλήρωση του χρόνου χρησικτησίας σε βάρος του ελληνικού δημοσίου μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 3127/2003 (ΑΠ 165/2017 ΝΟΜΟΣ).

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρας της ενάγουσας, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (οι άλλοι διάδικοι δεν εξέτασαν μάρτυρα) και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως, καθώς και από όλα  ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι,  είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς η ειδικότερη μνεία παρακάτω κάποιων από αυτά να συνεπάγεται παράλειψη αξιολόγησης των υπολοίπων για την ουσιαστική διερεύνηση της διαφοράς, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Το επίδικο ακίνητο είναι ένα οικόπεδο, άρτιο και οικοδομήσιμο, έκτασης 174,30 τμ., το οποίο βρίσκεται στη θέση «…… …..» της περιφέρειας του δήμου Κερατσινίου, πρώην δήμου Πειραιώς, εντός του σχεδίου πόλεως, επί των οδών …… και ……. και ήδη οδών …….. αρ. ……. και ……., όπως αποτυπώνεται με τα  στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α στο από Φεβρουαρίου 1983 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ……, που προσαρτήθηκε στο υπ’ αρ. ………. συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Μιχαήλ Αθανασίου Τζούβαλη, και συνορεύει, σύμφωνα με το ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα, βόρεια επί πλευράς Γ-Δ  μήκους 10,50 μ. με ιδιοκτησία ……., νότια επί προσώπου Α-Β μήκους 10,50 μ. με την οδό ………., ανατολικά επί προσώπου Β-Γ μήκους 16,55 μ. με την οδό ……. και δυτικά επί πλευράς Α-Δ μήκους 16,65 μ. με ιδιοκτησία αγνώστων. Επί του ανωτέρω οικοπέδου υφίσταται σήμερα διόροφη οικοδομή αποτελούμενο από α)υπόγειο χώρο με δύο θέσεις στάθμευσης, αποθήκη και λεβητοστάσιο, συνολικής επιφάνειας 53 τμ., β)ισόγειο διαμέρισμα επιφάνειας 66 τμ. και γ) πρώτο όροφο, που επικοινωνεί με το ισόγειο, επιφάνειας 62 τμ. Με την υπ’ αρ. 24414/4876/8-9-1997 απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (ΦΕΚ Β’ 836/17-9-1997)   κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση ο δήμος Κερατσινίου ενώ με τις υπ’ αρ. 418/2/29-5-2007 και 419/2/31-5-2007 αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου του ΟΚΧΕ (ΦΕΚ Β’ 934/11-6-2007) διαπιστώθηκε η περαίωση της διαδικασίας κτηματογράφησης  και η ολοκλήρωση της καταχώρησης των πρώτων εγγραφών στο κτηματολογικό βιβλίο του κτηματολογικού γραφείου του δήμου Κερατσινίου και ορίστηκε ως ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου στον εν λόγω δήμο η 11-6-2007. Το επίδικο ακίνητο, το οποίο σύμφωνα με την καταμέτρηση του ΟΚΧΕ έχει επιφάνεια 180 τμ., έλαβε ως γεωτεμάχιο τον ΚΑΕΚ ……. και φέρεται στα κτηματολογικά βιβλία του  οικείου   κτηματολογικού   γραφείου  ως  ανήκον  στο  εναγόμενο και ήδη εκκαλούν-δεύτερο εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο. Το τελευταίο, με τους ισχυρισμούς του, που περιέλαβε στις κατατεθείσες στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο προτάσεις του, ισχυρίστηκε ότι το επίδικο ακίνητο ανήκει στην κυριότητα του ως εμπίπτον στο με ΑΒΚ 1741 δημόσιο κτήμα, το οποίο αποτελεί τμήμα  ευρύτερης εκτάσεως με την ονομασία «Κοκκινόβραχος», που περιήλθε σε αυτό δυνάμει της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και τα από 3/2, 4/16-6 και 19-6/1-7-1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου, διά των οποίων αναγνωρίστηκε η Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος και δυνάμει των οποίων η εν λόγω έκταση, που ανήκε στο τουρκικό δημόσιο, κατελήφθη και δημεύτηκε από το ίδιο (το ελληνικό δημόσιο). Επικουρικά, ισχυρίστηκε ότι η ευρύτερη ως άνω έκταση, εντός της οποίας εμπίπτει και το επίδικο οικόπεδο, αποτελούσε ανέκαθεν βοσκότοπο και λιβάδι και, δοθέντος ότι είχε την παραπάνω ιδιότητα πριν και μετά την ισχύ του με ημερομηνία 3/15-12-1833 ΒΔ/τος, απέκτησε την κυριότητα του αυτού, καθώς για την επικαρπία του δεν είχε εκδοθεί κάποιο έγγραφο (ταπί) επί τουρκοκρατίας, ότι, άλλως, κατέστη κύριος του επιδίκου με τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία, καθώς νεμόταν αυτό από την απελευθέρωση της χώρας από τους τούρκους διαρκώς μέχρι τον χρόνο άσκησης της αγωγής ασκώντας τις αναφερόμενες πράξεις νομής, ότι σε κάθε περίπτωση επί του ακινήτου, πριν και μετά την ισχύ του άρθρου 16 του Νόμου της 21-6/10-7-1837 περί διάκρισης κτημάτων και του άρθρου 2 §  1 ΑΝ 1539/1938 και του άρθρου 972 ΑΚ, δεν υπήρχε κανένα εμπράγματο δικαίωμα ιδιώτη και, συνεπώς, ως αδέσποτο περιήλθε αυτό στην κυριότητά του, ενώ κανείς ιδιώτης, συμπεριλαμβανομένης της ενάγουσας και των δικαιοπαρόχων της, δεν νεμήθηκαν το επίδικο δημόσιο κτήμα με τα προσόντα της τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας μέχρι τις 11-9-1915, οπόταν άρχισε να ισχύει το απαράγραπτο για τα δικαιώματα του δημοσίου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού απέρριψε ως νόμω αβάσιμο τον ισχυρισμό περί απόκτησης του επιδίκου με τακτική χρησικτησία, στη συνέχεια δέχτηκε, όπως προαναφέρθηκε, ως ουσία βάσιμο τον ισχυρισμό του ότι έγινε κύριο της ευρύτερης έκτασης, όπου και το επίδικο, με κατάληψη του από το ίδιο μετά το τέλος των αγώνων υπέρ της ανεξαρτησίας του ελληνικού έθνους από τους Τούρκους, πλην όμως η κυριότητα του καταλύθηκε λόγω συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 4 § 1 Ν. 3127/2003. Σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επίδικου ακινήτου, από τα ως άνω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα παρακάτω. Το επίδικο οικόπεδο περιλαμβάνεται στην ευρύτερη έκταση επιφάνειας 1.000 στρεμμάτων περίπου, η οποία έχει καταγραφεί ως δημόσιο κτήμα με αριθμό ΒΚ 1741 στη θέση «………», όπως η θέση του αποτυπώθηκε στο προσκομιζόμενο από 16-5-2008 κτηματολογικό διάγραμμα, που συνέταξαν οι μηχανικού ΤΥ ……. και θεωρήθηκε από τον προϊστάμενο του Τεχνικού Τμήματος της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά μηχανικό Νικόλαο Καστανιά, κατόπιν της υπ’ αρ. ……. εντολής του τμήματος Δημοσίων Κτημάτων της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά. Καταγράφηκε δε ως δημόσιο κτήμα την 1-8-1981 με βάση την υπ’ αρ. Δ ……….. απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και κατόπιν της υπ’ αρ. …….. γνωμοδότησης του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων, όπως το δημόσιο αυτό κτήμα αποτυπώνεται με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ -Ε- Ζ- Η- Θ- Ι- Κ- Λ- Μ- Ν- Ξ- Ο- Π- Ρ- Σ- Τ- Υ- Φ- Χ- Ψ- Ω- Α’- Β’- Γ’- Δ’- Ε’- Ζ’-Η’- Θ’- Ι’- Κ’- Λ’- Μ’- Ν’- Ξ’- Ο’- Π’- Ρ’- Σ’- Α’ στο από 30-12-1971 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Γ. …… και στη συνέχεια συντάχθηκε το από 11-3-1982 πρωτόκολλο κατάληψης δημοσίου κτήματος. Σύμφωνα, εξάλλου, με το από 3-7-1981 πρακτικό καθορισμού ορίων τοποθεσιών του δήμου Πειραιώς, οριζόταν ανατολικά με Κοκκινάδα (νυν περιοχή Κοκκινιάς) και δρόμο …….., δυτικά με όριο Αθηνών (………), βόρεια με όριο Αθηνών (βουνό ………) και νότια με θέσεις …….. και ……… (……..) μέχρι τον δρόμο προς Σαλαμίνα. Η ανωτέρω έκταση αποτελεί τμήμα της ευρύτερης περιοχής γνωστή με την ονομασία «Κοκκινόβραχος», συνολικής επιφάνειας 10.000 στρεμμάτων περίπου, της οποίας τα σύνορα, όπως διατυπώνονται  στις διακηρύξεις δημοπρατήσεως της, που διασώζονται από το 1888, ήταν ανατολικά κτήμα ……… ή ……., δυτικά κτήματα της Μονής ……, βόρεια λιβάδι της Μονής ……..  και νότια κτήματα παραχωρηθέντα στον ………. Η περιοχή του «Κοκκινόβραχου» περιλαμβάνει τις επιμέρους τοποθεσίες «Τσερατσίνι ή Τζερατσίνι ή (Κερατσίνι)», «Μικρός Καραβάς», «Μεγάλος Καραβάς» και «Τσελεπίτσαρι ή Σελεπίτσαρι». Η περιοχή του «Κοκκινόβραχου» είχε συμπεριληφθεί στις δημόσιες γαίες από το έτος 1890 και είχε καταγραφεί με αύξοντα αριθμό …… στον γενικό πίνακα εθνικών και εκκλησιαστικών κτημάτων με τα προαναφερθέντα όρια (…. ή κτήμα …..-γαίες ……-λιβάδι …….-… …….). Επρόκειτο ανέκαθεν για περιοχή βουνώδη, βραχώδη και επικλινή, ως εκ τούτου ακατάλληλη για συστηματική καλλιέργεια,  και λόγω αυτής ακριβώς της μορφολογίας της υπαγόταν στις δημόσιες γαίες, που  επί τουρκοκρατίας ανήκαν κατά κυριότητα στο οθωμανικό δημόσιο (μεβάτ-νεκρές γαίες). Συνεπώς, μετά τους αγώνες περί ανεξαρτησίας του Ελληνικού Έθνους, δυνάμει της συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, η εν λόγω έκταση περιήλθε στο ελληνικό δημόσιο ως διάδοχο του τουρκικού κράτους. Έκτοτε, το  Ελληνικό Δημόσιο κατείχε την ανωτέρω περιοχή διανοία κυρίου συνεχώς και αδιαλείπτως ενεργώντας με τα νόμιμα όργανα του όλες τις πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό της, όπως εκμισθώσεις προς τρίτους, χαρτογραφήσεις, κατεδαφίσεις αυθαιρέτων, αναδασώσεις, παραχωρήσεις, εκδόσεις πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής, φύλαξη επιτήρηση, εποπτεία και αποκρούσεις κάθε είδους επεμβάσεων τρίτων επ’ αυτής. Συγκεκριμένα, το Ελληνικό Δημόσιο όλη την περιοχή του «Κοκκινόβραχου»,  των 10.000 στρεμμάτων, εκμίσθωνε σε τρίτους, χαρακτηρίζοντας την ως «εθνική έκταση»  ή «εθνικό λειβάδιο», όπως προκύπτει ενδεικτικά από 1) την υπ’ αρ. 3740/1888 αρχική διακήρυξη δημοπρασίας επταετούς ενοικίασης χορτονομής του οικονομικού εφόρου Πειραιώς, 2) τις υπ’ αρ. 4286/1888 και 4310/1988 επαναληπτικές διακηρύξεις δημοπρασίας επταετούς ενοικίασης χορτονομής του ιδίου, 3) την υπ’ αρ. 350/1889 διακήρυξη επαναληπτικής δημοπρασίας επταετούς ενοικίασης χορτονομής του ιδίου, 4) την υπ’ αρ. 4641/19-1-1896 διακήρυξη πενταετούς ενοικίασης χορτονομής του ιδίου, 5) την υπ’ αρ. 6082/10-6-1896 επαναληπτική διακήρυξη δημοπρασίας του ιδίου, 6) την από 21-6-1896 έγκριση της δημοπρασίας του Υπουργείου Οικονομικών, 7) την από 7-3-1901 προσφορά του ………… προς τον οικονομικό έφορο Πειραιώς και 8) την από 12-1-1923 αίτηση του …….., όπου αναφέρει ότι υπήρξε ενοικιαστής του «δημοσίου λιβαδίου ‘Κοκκινόβραχος’» κατά τα έτη 1906-1911. Επίσης, με επιμέλεια του Ελληνικού Δημοσίου συντάχθηκαν τοπογραφικά διαγράμματα της παραπάνω περιοχής και συγκεκριμένα, με εντολή του εκπονήθηκαν 1)τα με στοιχεία ………… από 20-11-1888 διαγράμματα του γεωμέτρη Ν. ……… καθώς και  2) το με στοιχεία ………..  από 31-12-1882 διάγραμμα του Σ. …………. Ακόμη, το Ελληνικό Δημόσιο προέβαινε ήδη από του έτους 1881 σε παραχωρήσεις τμημάτων της άνω περιοχής σε ιδιώτες, όπως προκύπτει από τον επικαλούμενο και προσκομιζόμενο κατάλογο 202 παραχωρητηρίων της κτηματικής υπηρεσίας Πειραιώς, που αναφέρονται στην περιοχή «Κοκκινόβραχου».  Παράλληλα, το Ελληνικό δημόσιο, από τότε  που κατά τα προαναφερόμενα περιήλθε σε αυτό η παραπάνω ευρύτερη περιοχή του «Κοκκινόβραχου», τη φύλασσε, την επέβλεπε και την επιτηρούσε διαρκώς δια των αρμοδίων οργάνων του, αποτρέποντας κάθε αυθαίρετη και χωρίς δικαίωμα πράξη, που επιχειρούσαν τρίτοι επ’ αυτής. Η συνεχής εποπτεία και επιτήρηση της εν λόγω περιοχής από το Ελληνικό Δημόσιο και η αδιάκοπη προσπάθεια του να αποτρέπει τις πολλαπλές επεμβάσεις, καταλήψεις και αυθαίρετες ενέργειες τρίτων σε αυτή προκύπτει και από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, δια των οποίων γίνεται ενημέρωση των αρμοδίων αρχών για επιχειρούμενες καταλήψεις ή άλλες αυθαίρετες ενέργειες τρίτων, δίδεται εντολή για λήψη μέτρων και την απόκρουση τέτοιων ενεργειών. Τέτοια έγγραφα είναι ενδεικτικά 1) το από 20-1-1888 έγγραφο του οικονομικού εφόρου  προς τον αστυνόμο Πειραιώς, 2) το με αρ. …….. έγγραφο του οικονομικού εφόρου Πειραιώς προς τη διοίκηση αστυνομίας Αθηνών-Πειραιώς, 3)το από 9-12-1888 έγγραφο του οικονομικού εφόρου προς τον υπομοίραρχο Πειραιώς  4)το υπ’ αρ. …….. έγγραφο του οικονομικού εφόρου …….  προς  τον αστυνόμο Πειραιώς, 5) το με ημερομηνία 22-8-1894 έγγραφο του οικονομικού εφόρου προς τον αγροτικό αστυνόμο Αθηνών και Πειραιώς, 6) το με ημερομηνία 29-9-1894 έγγραφο του οικονομικού εφόρου προς τον αστυνόμο Ν. Φαλήρου, 7) το με αρ. …… έγγραφο του οικονομικού εφόρου Πειραιώς προς το Υπουργείο Οικονομικών και 8) το από 26-11-1896 έγγραφο του οικονομικού εφόρου Πειραιώς προς τον αστυνόμο Πειραιώς. Με βάση τα προεκτεθέντα, λοιπόν, το Ελληνικό Δημόσιο νεμόταν και κατείχε την ευρύτερη έκταση του «Κοκκινόβραχου», συμπεριλαμβανομένου του δημοσίου κτήματος με ΑΒΚ 1741 και συνακόλουθα του επίδικου ακινήτου, με τα προσόντα, που παρατέθηκαν ανωτέρω, ήτοι με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλει δικαίωμα κυριότητας άλλου, ενεργώντας όλες τις πράξεις νομής και κατοχής, που άρμοζαν στη φύση και τον προορισμό της, κατά το χρονικό διάστημα από την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους από τους Τούρκους μέχρι και την 11-9-1915, και συνεπώς είχε γίνει κύριος αυτού, κατά το χρονικό αυτό σημείο  με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Το χρονικό αυτό σημείο έχει σημασία διότι, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας,  εφόσον είχε κτηθεί η κυριότητα του επιδίκου από το εναγόμενο,  κατά τον άνω αναφερόμενο κρίσιμο χρόνο, η κυριότητα του δεν ήταν δυνατό να καταλυθεί μετά το χρονικό αυτό σημείο με χρησικτησία τρίτων, διότι αφενός με τον Ν. ΔΞΗ/1912 και τα διατάγματα περί δικαιοστασίου, που εκδόθηκαν βάσει αυτού, ανεστάλη η κτητική παραγραφή, αφετέρου με το άρθρο 21 του ΝΔ 22-4/16-5-1926 περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης και το άρθρο 4 του ΑΝ 1539/1938 ορίστηκε ότι τα δικαιώματα επί των ακινήτων κτημάτων του δημοσίου σε ουδεμία παραγραφή υπόκεινται.  Το Ελληνικό Δημόσιο, ωστόσο, εξακολούθησε και μετά την άνω ημερομηνία να νέμεται την έκταση του «Κοκκινόβραχου» με διάνοια κυρίου και καλή πίστη. Ειδικότερα, εξακολούθησε α) να προβαίνει σε διακηρύξεις δημοπρασιών για την εκμίσθωση της, όπως προκύπτει από 1) την υπ’ αρ. ……….  και την υπ’ αρ. ……… υποβολή πρακτικών της με αρ. …….. δημοπρασίας περί πενταετούς ενοικιάσεως της χορτονομής, 2)το με αρ. πρωτ. ……… έγγραφο προς βεβαίωση του μισθώματος χορτονομής ως έσοδο του κράτους, 3) το από 16-11-1931 πρωτόκολλο παράδοσης της χορτονομής στον μισθωτή  ………….., που αναδείχθηκε από την υπ’ αρ. ………. δημοπρασία πενταετούς ενοικιάσεως, 4) το με αρ. πρωτ. ………… έγγραφο περί βεβαιώσεως δόσεων μισθώματος χορτονομής ως κρατικό έσοδο, 5) τη με αρ. πρωτ. ………… εντολή προκηρύξεως δημοπρασίας μονοετούς ενοικιάσεως προς βοσκή, 6) τα από 3-10-1937 πρακτικά δημοπρασίας περί ενοικιάσεως της βοσκής κατόπιν της υπ’ αρ. ………. δημοπρασίας του Υπουργείου Οικονομικών, 7) το από 14-12-1939 ενοικιαστήριο σύμφωνα με την υπ’ αρ. ……… διακήρυξη δημοπρασίας για  τριετή ενοικίαση προς βοσκή προβάτων, 8) το με ημερομηνία 20-11-1950 ενοικιαστήριο για βοσκή προβάτων και 9) το με αρ. πρωτ. ……. έγγραφο της Δ/νσης Δημοσίων Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών περί της αναγκαστικής παράτασης  της ως άνω μισθώσεως. β) Να δίδει εντολή για τοπογράφηση της, όπως ενδεικτικά προκύπτει από 1) το με στοιχεία 640/Β-5-6 από 12-12-1927 διάγραμμα του Ξ. ……., 2) το με στοιχεία 641/Β-6-9 από 28-11-1928 διάγραμμα του ……., 3) το με στοιχεία 642Α/Β-6-9 από 12-3-1934 διάγραμμα του μηχανικού Α. ………, που συμπληρώθηκε στις 12-8-1936 από τον μηχανικό Κοντόπουλο, 4)το με στοιχεία ……. από 16-3-1938 διάγραμμα του Αθαν. ……., 5) το από Ιουνίου 1939 διάγραμμα ………, που συνοδεύει την υπ’ αρ. ………. γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων, 6)τα με στοιχεία ……… από 15-10-1957 και ……..9 από 3-4-1959 διαγράμματα του …….., 7)το με στοιχεία ………… από 15-1-1955 διάγραμμα του Ι. ………. και 8)το από 30-12-1971 κατατοπιστικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Γρ. Ξηρογιάννη. γ) Να  λαμβάνει μέτρα, ώστε να αποτρέπει την καταπάτηση της, με αναφορά μάλιστα σε μερικά εξ αυτών συγκεκριμένων προσώπων, που επιχειρούσαν καταπατήσεις (πχ ο …………), όπως ενδεικτικά προκύπτει από 1) το με αρ. ……. έγγραφο της Δ/νσης Κτημάτων της Αεροπορικής Άμυνας προς το κτηματικό γραφείο Πειραιώς  για τον καθορισμό ορίων μεταξύ των ενοικιαστών, 2) το με αρ. πρωτ. …… έγγραφο της Διοίκησης δημοσίων κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών προς τους κληρονόμους του ……..(σχετικά με την αποβολή τους από το εν λόγω κτήμα), 3) το με αρ. πρωτ. ……… έγγραφο της Δ/νσης Δασών προς τον Δασάρχη Αναδασώσεων, 4) το με αρ. πρωτ. Δ ….. έγγραφο της Δ/νσης Δημόσιας περιουσίας προς τον αστυνομικό σταθμό Αμφιάλης, 5) το με αρ. πρωτ. ….. έγγραφο του Νομικού Συμβουλίου του κράτους/δικαστικό γραφείο Πειραιώς προς τη Δ/νση δημοσίων κτημάτων της Γενικής Δ/νσης Δημόσιας περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών, 6) το με αρ. πρωτ. ……….. έγγραφο της Δ/νσης δημοσίων κτημάτων προς τη νομαρχία Πειραιά και κοινοποιηθέν στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς, τον οικοδομικό συν/σμό αναπήρων πολέμου και την οικονομική εφορία δημοσίων κτημάτων. Επίσης, το Ελληνικό Δημόσιο δ) προχώρησε σε κήρυξη της εν λόγω περιοχής  ως δημόσιας δασικής αναδασωτέας έκτασης με την υπ’ αρ. 108424/13-9-1934 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, ε) προέβη σε έκδοση πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής σε βάρος ιδιωτών για κατάληψη τμημάτων του δημοσίου κτήματος στη θέση «Τσελεπίτσαρι» και πιο συγκεκριμένα των υπ’ αρ. ………….. πρωτοκόλλων, στ) υπέβαλε μήνυση για παράνομη κατάληψη δημόσιας δασικής έκτασης (βλ. το υπ’  αρ. πρωτ. ……. έγγραφο του δασαρχείου Πειραιώς προς την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιώς), ζ) προέβη σε κατεδάφιση διαφόρων κατασκευών εντός  της περιοχής αυτής (βλ. υπ’ αρ. πρωτ. ….. έγγραφο και τη συνημμένη σε αυτό ενημερωτική έκθεση του δασαρχείου Πειραιώς), η) παραχώρησε τμήματα της ίδιας έκτασης είτε κατά κυριότητα είτε κατά χρήση σε διάφορους δημόσιους φορείς, όπως τους δήμους Νικαίας και Κερατσινίου για λόγους δημόσιας ωφέλειας (βλ. το από 13-6-1984 παραχωρητήριο προς τους δήμους Νικαίας και Κερατσινίου καθώς και την Δ/416/21-2-1994 απόφαση του νομάρχη Πειραιώς  για παραχώρηση προς τον ΟΣΚ), θ) προέβαινε σε δικαστικές ενέργειες για την προστασία των δικαιωμάτων του στην εν λόγω περιοχή (βλ. με αρ. 3/1989 και 3/2000 διατάξεις του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς)  και ι) φύλασσε και περιφρουρούσε τμήματα της ίδιας έκτασης (βλ. με αρ. πρωτ. ………. έγγραφο του Υπουργείου Γεωργίας προς την Επιθεώρηση Δασών Αττικής και Νήσων με θέμα προστασία της δημόσιας δασικής έκτασης στη θέση Τσελεπίτσαρι- Κοκκινόβραχος και το υπ’ αρ. πρωτ. ………. έγγραφο του δασαρχείου Πειραιώς προς τον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς, στο οποίο αναφέρεται ότι αποφασίστηκε η  περίφραξη της θέση «Τσελεπίτσαρι» Νίκαιας και ζητείται η συνδρομή του ΙΑ αστυνομικού τμήματος Νίκαιας).  Το κυρίως  παρεμβαίνον, ήδη εκκαλούν νομικό πρόσωπο, επικαλείται δικό του δικαίωμα κυριότητας στην ευρύτερη έκταση των 10.000 στρεμμάτων περίπου με την ονομασία «Κοκκινόβραχος», στην οποία συμπεριλαμβάνεται το επίδικο ακίνητο ως διάδοχο της διαλυθείσας Μονής του Αγίου Σπυρίδωνα. Ωστόσο, ο ισχυρισμός του αυτός δεν αποδείχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμος. Ειδικότερα, προέκυψε ότι η Μονή του Αγίου Σπυρίδωνα, η ίδρυση της οποίας, ως είναι γνωστό τοις πάσι, τοποθετείται χρονικά περί τον 16ο αιώνα, ευρισκόμενη στη βορειοανατολική πλευρά του λιμένος Πειραιά, διαλύθηκε μετά την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους από τους Τούρκους, δυνάμει του ΒΔ της 25-9/7-10-1833, και η περιουσία του περιήλθε στο συσταθέν με το ΒΔ 1-13/12/1834 (ΦΕΚ 41/21-12-1834) Εκκλησιαστικό Ταμείο. Με τον Ν. ΓΥΙΔ 3414/16-11-1909 (ΦΕΚ 270/19-11-1909) συνεστήθη νέο νομικό πρόσωπο υπό την επωνυμία «Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο», το οποίο στη συνέχεια καταργήθηκε με τον Ν. 4864/1909, πλην όμως χωρίς να καταργηθεί το προηγούμενο (παλαιό) Εκκλησιαστικό Ταμείο -το κυρίως παρεμβαίνον-, το οποίο εξακολουθεί να υφίσταται. Συγκεκριμένα,  από τις συνδυασμένες διατάξεις α) του δ/γματος της 4-12-1834 «περί της ιδιοκτησίας των εν τοις μοναστηρίοις μοναχών», β) του δ/γματος της 25-8-1835 «περί των εν Βασιλείω μοναστηρίων», γ) του δ/γματος της 26-4-1834 «περί  ιδιόκτητων μοναστηρίων και εκκλησιών», δ) του δ/γματος της 20-5-1836 «περί των εκκλησιαστικών κτημάτων», ε) του δ/γματος της 13-7-1838 και στ) του δ/γματος της 29-4-1843 «περί μεταβάσεως των εκκλησιαστικών εισοδημάτων εις την επί των Οικονομικών Γραμματεία» προκύπτει ότι, από τα κτήματα των διαλυθεισών μονών ιδρύθηκε νέο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το κυρίως παρεμβαίνον (Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον-ΠΕΤ), στο οποίο μεταβιβάστηκε όλη η περιουσία τους, ανεξάρτητη και διακεκριμένη από την περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου και του οποίου (ΠΕΤ) μόνο η διαχείριση, κατά το άρθρο 5 του από 29-4-1843 δ/τος, ανατέθηκε στον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος το εκπροσωπεί δικαστικά και εξώδικα. Το εν λόγω ΝΠΔΔ (Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο), λοιπόν, εξακολουθεί να υφίσταται, εφόσον δεν έχει καταργηθεί από καμία διάταξη νόμου. Περαιτέρω, πασίγνωστο τυγχάνει ότι η μονή του …….. κατείχε πολλές εκτάσεις γης στην πειραϊκή χερσόνησο, χωρίς όμως να αποδεικνύεται ότι στην ιδιοκτησία της ανήκε και η περιοχή των 10.000 στρεμμάτων γνωστή ως «Κοκκινόβραχος» και ειδικότερα το τμήμα αυτής, που έχει καταγραφεί ως δημόσιο κτήμα με ΑΒΚ ….., στη θέση Τσελεπίτσαρι,  όπου και το επίδικο ακίνητο. Πιο συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι η περιουσία της διαλυθείσας, μετά την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους από τους Τούρκους, Μονής του Αγ. Σπυρίδωνα δεν ήταν ενιαία, αλλά διάσπαρτη σε διάφορες θέσεις με νοτιότερο σημείο τη θάλασσα, βορειότερο τις παρυφές του «Κοκκινόβραχου», ανατολικά το λιμάνι της Ζέας και δυτικά την παραλία του Κερατσινίου. Σύμφωνα με τον υπ’ αρ. 1089/24-7-1835 πίνακα εκκλησιαστικής περιουσίας της επί των εκκλησιαστικών και δημοσίας εκπαιδεύσεως Γραμματείας Επικρατείας η περιουσία της εν λόγω Μονής, που περιλάμβανε καλλιεργήσιμες γαίες, ανερχόταν σε έκταση 1600 τετρ. τεκτ. πήχεων, ενώ σύμφωνα με αρχείο της Εφορίας Δημοσίων Κτημάτων Αθηνών φέρεται να κατείχε 60 ακίνητα σε Μελισσόμαντρα, Κερατζίνι, Μετόχι Καραβά, Σταυρό, Βελεγρή μονοπάτι, Βελεγρή, Κατσιβέλα, οδός Σαλαμώνος και Κολουριώτη, συνολικής έκτασης 2.177,5 στρεμμάτων. Το γεγονός, ωστόσο, ότι την ακίνητη περιουσία της διαλυθείσας Μονής του Αγ. Σπυρίδωνα διαχειριζόταν το ελληνικό δημόσιο, το οποίο ήταν και εκπρόσωπος του Παλαιού Εκκλησιαστικού Ταμείου, οδήγησε στην συγχώνευση αυτής με τα ακίνητα, που ανήκαν στο Ελληνικό Δημόσιο, υπό την έννοια ότι το τελευταίο, μέσω των αρμόδιων υπηρεσιών του, διαχειριζόταν ενιαία τα εκκλησιαστικά και δημόσια κτήματα χρησιμοποιώντας χωρίς διάκριση αμφότερες τις ονομασίες. Για το λόγο αυτό και στον  με αρ. 1339-1441 από 16-5-1890 πίνακα των εκκλησιαστικών και εθνικών κτημάτων -πέριξ της πόλεως του Πειραιώς- του υπουργείου οικονομικών καταγράφονται ενιαία, χωρίς να γίνεται αναφορά ποια από αυτά ανήκουν στην εκκλησιαστική περιουσία και ποια αποτελούν δημόσια κτήματα.  Η ενοποίηση αυτή των εκκλησιαστικών και δημοσίων κτημάτων δικαιολογεί και το γεγονός ότι, σε πολλά έγγραφα από το 1899 και εντεύθεν γίνεται αναφορά  στην περιοχή «Κοκκινόβραχος» των 10.000 στρεμμάτων ως ιδιοκτησία του Εκκλησιαστικού Ταμείου. Εντούτοις, δεν αποδείχθηκε ότι η εν λόγω περιοχή, ως ενιαίο σύνολο, ανήκε στην διαλυθείσα Μονή ……… και περιήλθε ως τέτοια στο κυρίως παρεμβαίνον. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου στηρίζεται στις εξής σκέψεις : 1) Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, επί τουρκοκρατίας, η ευρύτερη περιοχή με την ονομασία «Κοκκινόβραχος» ήταν βραχώδης και επικλινής, ακατάλληλη για καλλιέργεια, αλλά και παντέρημος, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της πειραϊκής χερσονήσου, πλην των περιοχών γύρωθεν του λιμένα του Πειραιά. Ως τέτοια έπεται ότι, κατ’ αρχήν, ανήκε κατά κυριότητα στο Οθωμανικό δημόσιο και η Μονή …….. θα μπορούσε να είχε αποκτήσει μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (οιονεί επικαρπίας) επ’ αυτής δυνάμει ταπίου. Εφόσον δε η Μονή διέθετε πράγματι τέτοιο τίτλο θα είχε αναγνωρισθεί από τον Σουλτάνο κατά το έτος 1829 ως ιδιοκτήτρια της όλης έκτασης. Η ύπαρξη όμως τέτοιων τίτλων, που να περιλαμβάνουν ολόκληρη την έκταση του «Κοκκινόβραχου», όπως ανωτέρω ορίσθηκε, δεν αποδείχθηκε. Ούτε, επίσης, αποδείχθηκε ότι  εντός της περιοχής αυτής, πολλώ δε μάλλον εντός το με στοιχεία ΑΒΚ 1741 δημοσίου κτήματος, υπήρχαν εκτάσεις, που  είχαν παραχωρηθεί από το τουρκικό δημόσιο σε ιδιώτες προς καλλιέργεια ή βόσκηση με νόμιμο τίτλο (ταπί), οι οποίοι στη συνέχεια τις παραχώρησαν ως αφιερώματα στην Μονή Αγίου Σπυρίδωνα, αφού κατά τον τουρκικό νόμο το αφιέρωμα (βακούφ) απαιτούσε πράξη του ιδιοκτήτη, η οποία δεν υπάρχει εν προκειμένω. 2) Στα πλαίσια διαχείρισης της δημόσιας και εκκλησιαστικής περιουσίας το Ελληνικό Δημόσιο, το διάστημα των ετών από το 1838 μέχρι το 1958, προέβη σε παραχωρήσεις καλλιεργήσιμων γαιών σε ιδιώτες, οι οποίες αφορούν 222 ακίνητα, συνολικού εμβαδού 4.109,55 στρεμμάτων, που στην πλειοψηφία τους αφορούν εκκλησιαστική περιουσία. Από αυτά, τα 158 ακίνητα, συνολικής έκτασης 3.337,264 στρεμμάτων, βρίσκονται στις περιοχές Καραβάς, Κοκκινάδα, Σταυρός, Τσουρά, Ξυλοκερατέα, Μπελεγρή, Κερατσίνι και Κοκκινόβραχος. Η συνολική παραχωρηθείσα, όμως, έκταση στον «Κοκκινόβραχο» περιλαμβάνει μόλις 253,235 στρέμματα, τα οποία αφορούν καλλιεργήσιμη γη, στοιχείο ενδεικτικό  του μεγέθους της περιουσίας της διαλυθείσας Μονής ……. στην περιοχή του «Κοκκινόβραχου», η οποία είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να φτάνει στα 10.000 στρέμματα, όπως ισχυρίζεται το κυρίως παρεμβαίνον. Ενισχυτικό της θέσης αυτής είναι και η κατά το έτος 1926 μελέτη του Αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς Στ. Πιπερίδη (δημοσιευθείσα στο περιοδικό «Ελληνική Δικαιοσύνη»), στην οποία αναφέρεται ότι, στα αντίγραφα των τριών πινάκων για τα μοναστήρια και μοναστηριακά κτήματα, που υποβλήθηκαν με το υπ’ αρ. …….έγγραφο του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως προς το Υπουργείο Οικονομικών αποτυπώνεται περιουσία της Μονής ……… έκτασης μόλις 248 στρεμμάτων, επισημαίνοντας πάντως ότι λόγω της μεταβολής των ορίων και μεταπλάσεως του εδάφους της Πειραϊκής χερσονήσου  η αποτύπωση αυτή δεν είναι απολύτως ακριβής -σε κάθε όμως περίπτωση, με βάση τη λογική, η διαφορά από τα 248 στα 10.000 στρέμματα είναι τεράστια.  3) Τα έξι διαγράμματα του γεωμέτρη Ν. ……… (ήτοι τα με στοιχεία ………..), ο οποίος κτηματογράφησε μεγάλο μέρος της ακίνητης περιουσίας της διαλυθείσας Μονής του Αγίου Σπρίδωνα και συνέταξε τα ανωτέρω διαγράμματα σε εκτέλεση της διαταγής 16187/12-4-1858 του Υπουργείου Οικονομικών, αφορούν τις θέσεις Κερατσίνι, Μπελεγρή, Σταυρός, Σαρδέλα, Άγιος Διονύσιος, Δραπετσώνα, Πηγάδι Στρατιώτη, Κούντιτο, Βαρικό, Μάνδρα, Καραβά και Μπελεγρή (το τελευταίο δεν βρέθηκε), ενώ δεν υπάρχουν διαγράμματα για τις θέσεις Τσελεπίτσαρι ή Κοκκινόβραχος, η δε περιουσία της  Μονής στη θέση Κερατσίνι  ανέρχεται μόλις σε 1.504,634 στρέμματα, στη θέση Καραβά σε 1.082,546 στρέμματα και στη θέση Μπελεγρή (περιοχή συνεχόμενη βορειοανατολικά με τη θέση Τσελεπίτσαρι) σε 139,558 στρέμματα. 4) Είναι αλήθεια ότι σε πολλά δημόσια έγγραφα των ετών μετά το 1890 (όπως η με αρ. 2790/16-9-1900 διακήρυξη δημοπρασίας ενοικιάσεως χορτονομής «παρά την θέσιν Κοκκινόβραχος ή Τζερατσίνι εκκλ. εκτάσεως εκ στρεμμάτων 10 περίπου χιλιάδων, το με αρ. 550/26-2-1901 έγγραφο του οικονομικού εφόρου προς το Υπουργείο Οικονομικών περί υποβολής πρακτικών δημοπρασίας  «παρά τας θέσεσει Κοκκινόβραχος και Τζερατζίνι, μικρός Καραβάς μεγάλος Καραβάς και Τσελεπίτσαρη εκκλησιαστικών γαιών», το από 4-2-1901 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών προς τον οικονομικό έφορο Πειραιώς  σχετικά με τις αξιώσεις ιδιωτών «επί των εν τας θέσεις Τσελεπίτσαρη κλπ κτημάτων του εκκλησιαστικού ταμείου», το με αρ. 1721/16-6-1906 έγγραφο του οικονομικού εφόρου Πειραιώς για τη διακήρυξη δημοπρασίας ενοικιάσεως χορτονομής «παρά την θέσιν Κοκκινόβραχος ή Τσερατσίνιον εκτάσεως του εκκλησιαστικού ταμείου εκ στρεμμάτων περίπου δέκα χιλιάδων») γίνεται αναφορά στην περιοχή «Κοκκινόβραχος» ως εκκλησιαστική περιουσία με παλαιότερο, το με ημερομηνία 10-3-1899 έγγραφο του οικονομικού εφόρου Πειραιώς προς τη Δ/νση Διοικήσεως Αστυνομίας Αθηνών- Πειραιώς. Τούτο όμως, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, δικαιολογείται, διότι οι υπηρεσίες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους αντιμετώπιζε την δημόσια και εκκλησιαστική ακίνητη περιουσία ως ένα ενιαίο σύνολο.  Όμως ήδη σε παλιότερα (του έτους 1890) έγγραφα, και δη από το έτος 1888, γίνεται αναφορά στην ίδια έκταση ως εθνική (βλ. το με αρ. 3740/26-9-1888 έγγραφο του οικονομικού εφόρου Πειραιώς περί διακήρυξης δημοπρασίας καθώς και το με αρ. πρωτ. 4286 & 4310/5-12-1888 έγγραφο του οικονομικού εφόρου Πειραιώς), και από το 1838 και μετά, ήτοι πολλά έτη πριν εμφανιστεί το εκκλησιαστικό ταμείο ως ιδιοκτήτης της εν λόγω έκτασης, το ελληνικό δημόσιο φέρεται να παραχωρεί (ως έχον στην ιδιοκτησία του) στην θέση «Κοκκινάδα» (σήμερα περιοχή Κοκκινιάς), γειτνιάζουσα (νοτιοανατολικά) στη θέση «Τσελεπίτσαρι», και πέριξ αυτής εκτάσεις 36 και 6,127 στρεμμάτων στους ……. και ……….. (βλ. με αρ. 167 και 368 παραχωρητήρια), ενώ στην θέση «Κοκκινόβραχος» εμφανίζονται παραχωρήσεις γαιών εκ μέρους του ελληνικού δημοσίου από το 1881.  5) Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι η πέριξ του δημοσίου κτήματος ΒΚ 1741 στη θέση «Τσελεπίτσαρι» έκταση απαλλοτριώθηκε το 1927 για την δημιουργία του προσφυγικού συνοικισμού Κοκκινιάς, ενώ αυτό είχε απομείνει εκτός απαλλοτρίωσης, διότι αποτελούσε βουνό, στοιχείο που ενισχύει την άποψη ότι η εν λόγω περιοχή ως μηδεμίας αξίας έχουσα, επί τουρκοκρατίας, ανήκε στο οθωμανικό δημόσιο, του οποίου διάδοχος υπήρξε το ελληνικό δημόσιο. Συνεπώς, οι όποιες πράξεις νομής έγιναν στην περιοχή «Κοκκινόβραχος», όπου και το επίδικο ακίνητο, δεν έγιναν από το κυρίως παρεμβαίνον, αλλά από το εναγόμενο ελληνικό δημόσιο, που ενεργούσε για λογαριασμό του θεωρώντας την εν λόγω έκταση ως ανήκουσα στην δική του ιδιοκτησία και έχουσα χαρακτήρα δημοσίου κτήματος. Συνακόλουθα, ορθώς εκτιμώντας τις αποδείξεις το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι η ευρύτερη περιοχή «Κοκκινόβραχος», όπου εμπίπτει και το επίδικο ακίνητο δεν περιλαμβάνεται στην περιουσία της διαλυθείσας Μονής του …………. και ακολούθως απέρριψε την κύρια παρέμβαση ως ουσία βάσιμη.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το επίδικο έχει ενταχθεί στο σχέδιο πόλεως του Δήμου Κερατσινίου ήδη από το έτος 1952 με το από 10-3-1952 Βασιλικό Διάταγμα (ΦΕΚ Α’ 65/15-3-1952)  «περί επεκτάσεως του σχεδίου Αγίου Γεωργίου Κερατσινίου εις τας περιοχάς Κοκκινόβραχος και Αμφιάλη» και το από 26-2-1956 Βασιλικό Διάταγμα (ΦΕΚ Α’  80/6-3-1956) «περί επεκτάσεως του ρυμοτομικού σχεδίου Κερατσινίου προς βορράν της περιοχής Κοκκινοβράχου και καθορισμού ορίων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων αυτού» αλλά  και με την υπ’ αρ. 50491/1391/12-3-1991 Υπ. Απόφαση Έγκρισης Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου του δήμου Κερατσινίου (ΦΕΚ Δ’ 206/26-4-1991), όπως αναθεωρήθηκε  με την υπ’ αρ.  345303/14/22-7-1992 (ΦΕΚ Δ’ 971/25-9-1992) απόφαση του Νομάρχη Πειραιά και την υπ’ αρ. 20422/15-4-2014 Υπ. Απόφαση Έγκρισης τροποποίησης του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου της δημοτικής ενότητας Κερατσινίου δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας (ΦΕΚ τ. ΑναγκΑπαλ 142/5-5-2014). Ακόμη, αποδείχθηκε ότι, δυνάμει του υπ’ αρ. …………… συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Μιχαήλ Αθανασίου Τζούβαλη, νόμιμα μεταγεγραμμένου, όπως προαναφέρθηκε, παραδόθηκε στην ενάγουσα, λόγω πώλησης, η νομή του επίδικου ακινήτου από τις ……………. Κατόπιν αίτησης της ενάγουσας εκδόθηκε από την Υπηρεσία Πολεοδομίας Πειραιώς η υπ’ αρ. ………… οικοδομική άδεια, με βάση την οποία επί του επιδίκου ακινήτου, όπου ήδη υπήρχε (πριν από το 1979) ισόγεια οικία, πραγματοποιήθηκαν οικοδομικές εργασίες ανέγερσης νέας διόροφης οικοδομής με υπόγειο και δώμα. Επίσης, αποδείχθηκε ότι από την παράδοση της νομής του προπεριγραφέντος ακινήτου των 174,30 τμ. στην ενάγουσα το έτος 1983 αυτή το νέμεται συνεχώς και αδιαλείπτως με καλή πίστη και διάνοια κυρίας, ασκώντας επ’ αυτού όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του ακινήτου πράξεις νομής, όπως ανέγερση οικοδομής, επίβλεψη και συντήρηση, παραχώρηση της χρήσης του διαμερίσματος της οικοδομής στην μητέρα της και τον αδερφό της για να διαμένουν,  χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από οποιονδήποτε, ενώ αυτή δεν είχε κάποια ένδειξη ότι το ακίνητο αυτό ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο, καθώς αυτό βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως και σε κατοικημένη περιοχή. Πιο συγκεκριμένα, πριν από τη σύνταξη του ανωτέρω συμβολαίου η ενάγουσα δια του πληρεξουσίου της Ευάγγελου Μόσχου προέβη σε έλεγχο των τίτλων ιδιοκτησίας των άμεσων και απώτερων δικαιοπαρόχων της, από τον οποίο προέκυψε ότι το εν λόγω οικόπεδο είχε περιέλθει στις πωλήτριες ……………, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου σε εκάστη, από κληρονομία του …….. αδερφού τους, ……………,  οποίος απεβίωσε στις 7-3-1979 χωρίς να αφήσει διαθήκη και κατέλιπε ως μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τις ως άνω αδερφές του, που αποδέχθηκαν την κληρονομία αυτού με την υπ’ αρ. ………. πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Πειραιώς Παναγιώτη Νικολάου Γκέγκιου, νόμιμα μεταγεγραμμένης στα  οικεία βιβλία του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (τόμος ….. και αύξ. αρ. ………..). Στον δε …….. . το επίδικο ακίνητο είχε περιέλθει με αγορά από τον …………., δυνάμει του υπ’ αρ. ………. συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς Γεωργίου Εμμανουήλ Λαϊνάκη, νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (τόμος …. και αύξ. αρ. …….) σε συνδυασμό με την υπ’ αρ. …….πράξη εξόφλησης του ιδίου συμβολαιογράφου. Εξάλλου, στον …….. του ……. είχε περιέλθει το εν λόγω ακίνητο σε μεγαλύτερη έκταση με αγορά από την αδερφή του, ………, δυνάμει του υπ’ αρ. ……. συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς Ευάγγελου Χαραλάμπους Σπυράκη, νόμιμα μεταγεγραμμένου στα ανωτέρω βιβλία μεταγραφών (τόμος …… και αύξ. αρ. ….). Στην ………  το αυτό ακίνητο είχε περιέλθει με αγορά από τους …………, δυνάμει του υπ’ αρ. ……… συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς Ιωάννη Δημητρίου Λυμπερόπουλου, μεταγεγραμμένου στα ανωτέρω βιβλία μεταγραφών  (τόμος ……. και αύξ. αρ. ……..), οι οποίοι το απέκτησαν εν μέρει από κληρονομία των ………….. και εν μέρει εξ αγοράς.  Από όλα τα ανωτέρω αποδεικνύεται, συνεπώς, ότι η ενάγουσα  από το 1983, αλλά και οι δικαιοπάροχοι αυτής από το έτος 1939 και εφεξής, ασκούσαν συνεχώς όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του επιδίκου πράξεις νομής, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από τρίτους, ούτε και από τα αρμόδια όργανα του Ελληνικού Δημοσίου, το τελευταίο μάλιστα εισέπραττε επί δεκαετίες τους φόρους, τα τέλη και τα δικαιώματα, που αφορούσαν το επίδικο ακίνητο, και δεν προέβη ποτέ στη σύνταξη πρωτοκόλλου κατάληψης του ως άνω ακινήτου, κατά τις διατάξεις περί δημοσίων κτημάτων (άρθρο 43 § 2 του ΑΝ 1539/1938), ούτε ενήργησε υλικές πράξεις επ’ αυτού. Και ναι μεν προαναφέρθηκαν πράξεις νομής του Ελληνικού Δημοσίου από το 1888 και εντεύθεν, που αφορούσαν την ευρύτερη περιοχή του ΑΒΚ 1741 δημοσίου κτήματος, πλην όμως ειδικά για το επίδικο ακίνητο δεν αποδείχθηκε ότι ενήργησε επ’ αυτού συγκεκριμένες πράξεις νομής, οι οποίες να ήταν εμφανείς από την ενάγουσα, ώστε να δικαιολογείται η κακή πίστη εκ μέρους της κατά τον χρόνο κτήσης της νομής του. Το γεγονός, εξάλλου, ότι  απώτατοι δικαιοπάροχοι όλων φέρονται να είναι, κατά ένα μέρος, τα αδέρφια ………….., που, κατά του ισχυρισμούς του εναγομένου υπήρξαν καταπατητές στην περιοχή του «Κοκκινόβραχου», δεν συνεπάγεται και κακή πίστη της ενάγουσας, διότι και λόγω της μόνιμης κατοικίας της στην Αμερική, οπωσδήποτε  δεν θα μπορούσε να γνωρίζει εάν το επίδικο είχε καταπατηθεί από τους απώτατους δικαιοπαρόχους της 44 χρόνια πριν, οι οποίοι πάντως προέκυψε, από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, ότι υπήρξαν ενοικιαστές της ευρύτερης περιοχής του «Κοκκινόβραχου» (βλ. ενδεικτικά …….. έγγραφο υποβολής πρακτικών πενταετούς ενοικιάσεως και με αρ. πρωτ. ……… έγγραφο της διοίκησης δημοσίων κτημάτων προς τον ταμία Πειραιώς). Ενδεικτικό, άλλωστε, της καλής πίστης της ενάγουσας είναι ότι αυτή, έχοντας την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου από κύριο, απευθύνθηκε σε δημόσια υπηρεσία για την έκδοση οικοδομικής αδείας για το επίδικο ακίνητο, το δήλωνε επί έτη στο φύλλο Ε9, ενέργειες στις οποίες δεν θα προέβαινε αν γνώριζε ότι αξιώνει επ’ αυτού δικαιώματα το Ελληνικό Δημόσιο (ΑΠ 863/2011 ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα η αρχική οικία επί του επιδίκου είχε ανεγερθεί από  τον απώτερο δικαιοπάροχο της ενάγουσας, …….., με δικές του δαπάνες  πριν από το 1979 βλ. με αρ. …….. δήλωση αποδοχής κληρονομίας ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς Παναγιώτη Νικολάου Γκέγκιου), χωρίς το εναγόμενο να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια αποβολής του, όπως έπραξε με πολλούς άλλους ιδιώτες την τριετία 1979-1982 (βλ. προσκομιζόμενα πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής σε δύο μάλιστα από τα οποία με αρ. …… και …….. αναφέρεται ότι οι καταληψίες είχαν ήδη ανεγείρει κτίσματα). Όσον δε αφορά στην απόφαση της Κτηματικής εταιρείας του δημοσίου περί παραχώρησης της χρήσης του δημοσίου κτήματος με ΑΒΚ 1741, όπου βρίσκεται και το επίδικο ακίνητο, από κοινού στους δήμους Νίκαιας και Κερατσινίου ελήφθη μετά τη σύνταξη του ανωτέρω συμβολαίου  της ενάγουσας και ειδικότερα στις 13-6-1984. Συνακόλουθα, το εναγόμενο ελληνικό δημόσιο δεν απέδειξε ότι η ενάγουσα βρισκόταν σε κακή πίστη κατά την κτήση της νομής του εν λόγω ακινήτου και είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη η προβληθείσα από αυτό σχετική ένσταση. Επομένως, η ενάγουσα έχει καταστεί αποκλειστική κυρία του επίδικου ακινήτου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας του άρθρου 4  § 1  του Ν. 3127/2003, αφού το νέμεται με νόμιμο τίτλο, διάνοια κυρίας και καλή πίστη, έχοντας την πεποίθηση χωρίς βαριά αμέλεια ότι είχε αγοράσει από αληθινούς κυρίους και ότι δεν προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητος κανενός, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δέκα (10) ετών μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 3127/19-3-2003 (ήτοι από την 2-2-1983). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η κτηματική περιοχή, στην οποία βρίσκεται το επίδικο ακίνητο κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση στα πλαίσια των εργασιών για τη δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου, σύμφωνα με τον νόμο 2308/1995. Επειδή, όμως, η ενάγουσα παρέλειψε, λόγω μακρόχρονης απουσίας της στην Αμερική, να υποβάλει δήλωση ιδιοκτησίας για το ανωτέρω εμπράγματο δικαίωμα της κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής των δήμων Κερατσινίου-Δραπετσώνας Αττικής, κατά τις γενόμενες εγγραφές στα βιβλία του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου το επίδικο ακίνητο έλαβε μεν ΚΑΕΚ …………, φέρεται όμως ως ιδιοκτησίας του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου. Η εν λόγω εγγραφή είναι, ωστόσο, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω, ανακριβής και προσβάλλει το εμπράγματο δικαίωμα της ενάγουσας επί του επιδίκου. Με βάση τις παραπάνω σκέψεις, συνεπώς,  το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που  δεχόμενο τα ίδια, δέχτηκε την αγωγή ως ουσία βάσιμη, αναγνωρίζοντας την ενάγουσα κυρία του επίδικου ακινήτου, και απέρριψε την κύρια παρέμβαση ως ουσία αβάσιμη, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων ως αβάσιμων των σχετικών λόγων των ένδικων εφέσεων. Ως εκ τούτου πρέπει οι κρινόμενες εφέσεις να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμες και τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης σε καθεμία από αυτές -για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας- να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, μειωμένα όμως, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις από 14-10-2015 (με αρ. κατάθ. …………) ένδικες εφέσεις.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικά.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν τις εφέσεις κατά της υπ’ αρ. 3178/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για καθεμία από τις εφέσεις, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, σε βάρος εκάστου εκκαλούντος, τα οποία ορίζει σε διακόσια ενενήντα (290) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις  2-10-2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ