Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 414/2020

Αριθμός    414 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό  3710/2018 οριστικής απόφασης  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη τακτική διαδικασία  με την παρουσία των διαδίκων, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις  10-1-2019, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται αλλά ούτε και  προέκυψε επίδοση της εκκαλουμένης. Επιπλέον έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο,   συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό  ……………./ 2019  e-παράβολο). Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). ΙΙ. Με την από 10-8-2017 (αρ. κατάθ. …………../ 2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ο ενάγων ιστορούσε ότι από το έτος 2001 συνεργαζόταν επαγγελματικά με τον ………., που διατηρούσε και εκμεταλλευόταν επιχείρηση παρασκευής και χονδρικής πώλησης γλυκισμάτων, και συγκεκριμένα τον  προμήθευε πρώτες ύλες ζαχαροπλαστικής, ότι περί τα τέλη του έτους 2004 ο τελευταίος του πρότεινε να συστήσουν από κοινού εταιρία, με αντικείμενο τη παρασκευή και λιανική πώληση γλυκισμάτων μέσω δικών τους καταστημάτων και δικτύου πώλησης franchising, στην οποία αρχικά, επειδή ο ……………. δεν ήθελε να αποκαλυφθεί στην αγορά το νέο  επιχειρηματικό  του εγχείρημα, διότι  θα τον καθιστούσε ανταγωνιστή των μέχρι πρότινος πελατών του, όλα τα εταιρικά μερίδια θα ανήκαν στον  ενάγοντα, ο οποίος και θα προμήθευε με πίστωση την εταιρία με πρώτες ύλες, και ότι μετά την εκκαθάριση των μεταξύ τους οικονομικών εκκρεμοτήτων αυτός θα μεταβίβαζε στον ως άνω συνέταιρο του ένα ανάλογο μέρος τους. Ότι στη συνέχεια ο ενάγων απευθύνθηκε στον εξάδερφο του, εναγόμενο, που τότε ήταν άεργος, και του ζήτησε να συσταθεί η εν λόγω εταιρία στο όνομα του και να κατέχει τα εταιρικά μερίδια αυτής κατ’όνομα μόνον και στη πραγματικότητα για λογαριασμό του ιδίου (ενάγοντος), αντί μηναίου μισθού 600 ευρώ, ότι ο τελευταίος δέχθηκε τη πρόταση του με συνέπεια να συσταθεί η μονοπρόσωπη εταιρία με την επωνυμία «………….» με μοναδικό εμφαινόμενο εταίρο τον εναγόμενο, ότι  ακολούθως μετά από αλλεπάλληλες τροποποιήσεις του καταστατικού της εταιρίας και μετατροπές  της μορφής της αυτή σήμερα υφίσταται ως  ετερόρρυθμη  εταιρία με την επωνυμία «……….», στην οποία συμμετέχει κατά ποσοστό 18% (2.700 εταιρικά μερίδια) ο εναγόμενος, 81,80% η εταιρία με την επωνυμία “…………”, συμφερόντων του ……….., και 0,80% ο ……..,   ομόρρυθμος εταίρος, που είναι και διαχειριστής της,   και  τέλος, ότι ο εναγόμενος αρνείται να  αποδώσει σε αυτόν (ενάγοντα) τα μερίδια του, παρά το γεγονός ότι τον όχλησε επανειλημμένα προς τούτο, αλλά ζητά εκβιαστικά τη προηγούμενη μεταβίβαση στον ίδιο δύο καταστημάτων της επιχείρησης.  Ζητούσε δε, να αναγνωρισθεί ότι τα ως άνω εταιρικά μερίδια, που φέρονται να ανήκουν στον εναγόμενο στη πραγματικότητα ανήκουν στον ίδιο και ότι ο εναγόμενος  ουδέποτε κατέστη πραγματικός εταίρος της εταιρίας ούτε κατέβαλε  μέρος του κεφαλαίου της αντίστοιχο της φαινόμενης συμμετοχής του. Επί της αγωγής  εκδόθηκε η ως άνω εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία αυτή απορρίφθηκε  ως ουσιαστικά αβάσιμη.  Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων με την έφεση του, και ζητεί, για τους λόγους που εκθέτει ειδικότερα και αφορούν στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την κακή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνιση της, ώστε  η αγωγή του να γίνει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη.

ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 138 εδ. α’ ΑΚ, η δήλωση βουλήσεως που δεν έγινε στα σοβαρά, αλλά μόνο φαινομενικά, είναι εικονική και άκυρη, κατά δε το β’ εδάφιο του αυτού άρθρου, εάν η εικονική δικαιοπραξία έγινε για να καλύψει άλλη δικαιοπραξία, η καλυπτόμενη είναι έγκυρη αν την ήθελαν τα μέρη και συγχρόνως συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για την κατάρτιση της (ΑΠ 253/1992 ΕλλΔνη 34.1312). Στην πρώτη περίπτωση έχουμε τη λεγόμενη απόλυτη εικονικότητα, ενώ στη δεύτερη τη σχετική. Για να είναι όμως εικονική μια σύμβαση πρέπει οι δύο αντίθετες δηλώσεις βουλήσεως, με τη σύμπτωση των οποίων καταρτίζεται, να γίνονται κατά την αμοιβαία συμφωνία των συμβαλλομένων, όχι σπουδαία αλλά φαινομενικά. Στην περίπτωση της σχετικής εικονικότητας, που μπορεί να αφορά και την αιτία της συμβάσεως, το πρόσωπο του συμβληθέντος ή την έκταση του δικαιώματος που μεταβιβάζεται, αυτός που στηρίζει στην υποκρυπτόμενη δικαιοπραξία δικαιώματα πρέπει να επικαλεσθεί σαφώς και ορισμένως ότι η δικαιοπραξία που φαίνεται ότι καταρτίσθηκε δεν είναι σοβαρή και σπουδαία, αλλά κατά την αμοιβαία συμφωνία των συμβαλλομένων μερών καλύφθηκε με αυτήν άλλη δικαιοπραξία την οποία και πραγματικά θέλησαν τα μέρη (ΕΑ 3256/1995 ΕΕμπΔ 1995. 609, ΕΑ 3505/1991 ΑρχΝ 43. 606). Εικονικότητα με την έννοια της ανωτέρω διατάξεως υπάρχει και όταν κάποιος, επιθυμώντας να διατηρήσει μυστική έναντι των τρίτων την συμμετοχή του σε κάποια δικαιοπραξία, χρησιμοποιεί για την κατάρτιση αυτής άλλο (παρένθετο) πρόσωπο, το οποίο, εμφανιζόμενο ως κατ επίφαση συμβαλλόμενος, συνάπτει τη δικαιοπραξία φαινομενικώς μεν στο όνομα του, στην πραγματικότητα όμως για λογαριασμό του υποκρυπτόμενου προσώπου, όλα δε αυτά λαμβάνουν χώρα εν γνώσει του αντισυμβαλλομένου, ο οποίος και αποδέχεται την συνομολόγηση της συμβάσεως υπέρ του υποκρυπτόμενου προσώπου. Στην περίπτωση αυτή η συνομολογηθείσα σύμβαση ισχύει, κατά την βούληση των συμβληθέντων, υπέρ του καλυπτομένου προσώπου. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και όταν, κατ ειδική διάταξη νόμου, για τη σύσταση της συμβάσεως απαιτείται ορισμένος τύπος, αρκεί να έχει περιβληθεί τον τύπο αυτό η εικονική, ως προς το πρόσωπο του συμβληθέντος, σύμβαση (ΕφΘεσ 83/1989 Αρμ. 1989. 669, ΕΑ 4105/1984 ΕλλΔνη 26. 673/ΕΕμπΔ 1986. 81). Επομένως τα ανωτέρω ισχύουν και όταν, επιθυμώντας κάποιος να συστήσει εταιρία περιορισμένης ευθύνης χωρίς να γνωρίζουν άλλοι την συμμετοχή του σ’ αυτήν, χρησιμοποιεί προς τούτο παρένθετο πρόσωπο, το οποίο συμπράττει στην, ιδρυτική της εν λόγω εταιρίας, σύμβαση, φαινομενικώς μεν στο όνομα του, στην πραγματικότητα όμως για λογαριασμό του υποκρυπτόμενου υπ’ αυτού προσώπου. Έτσι, και στην περίπτωση αυτή, ενώ είναι άκυρη, ως εικονική, για τις μεταξύ τους σχέσεις η συμμετοχή του παρενθέτου προσώπου στην εταιρία, παραμένει έγκυρη η, υπό την εικονική αυτή σύμβαση, καλυπτόμενη και υπό των συμβληθέντων θεληθείσα άλλη σύμβαση βάσει της οποίας αληθής εταίρος τυγχάνει το, υπό του παρενθέτου προσώπου υποκρυπτόμενο άλλο πρόσωπο, εφόσον βέβαια για την κατάρτιση της συμβάσεως τηρήθηκε ο, υπό του άρθρου 8 του Ν. 3190/1955, αξιούμενος τύπος. Κάτι αντίθετο προς τα ανωτέρω δεν προκύπτει από τις διατάξεις του Ν. 3190/1955, από τις οποίες δεν αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου 138 εδ. β ΑΚ, είναι δε αδιάφορο το γεγονός ότι, όπως η εικονικότητα κάθε δικαιοπραξίας, έτσι και η εικονικότητα της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης ως προς τα συμμετέχοντα πρόσωπα, δεν βλάπτει τον, εν αγνοία αυτής, συναλλαγέντα τρίτο (άρθρο 139 ΑΚ). Συνέπεια των ανωτέρω είναι ότι τα, δια της εταιρικής συμβάσεως, αποκτώμενα εταιρικά μερίδια υπό του παρενθέτου προσώπου, κατ’ επίφαση μεν γι’ αυτόν, στην πραγματικότητα δε για το υποκρυπτόμενο πρόσωπο, περιέρχονται άνευ ετέρου στο υποκρυπτόμενο πρόσωπο, το οποίο είναι και ο αληθής εταίρος και το οποίο, σε περίπτωση αμφισβητήσεως των, εκ της εταιρικής σχέσεως, δικαιωμάτων του από το παρένθετο πρόσωπο, δικαιούται να ζητήσει τη δικαστική αναγνώριση αυτών (ΕΑ 4105/1984 ό.π).

V. Από την  εκτίμηση των  με αριθμούς …/2017 και …../2017 ενόρκων βεβαιώσεων, που  ελήφθησαν μετά από νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου, εναγομένου (βλ. τη με αριθμό …/2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή  του Εφετείου Αθηνών, ………..), και τα έγγραφα που με επίκληση προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων το έτος 2001 συνεργαζόταν επαγγελματικά με τον ……….., που διατηρούσε και εκμεταλλευόταν επιχείρηση παρασκευής και χονδρικής πώλησης γλυκισμάτων, και συγκεκριμένα τον προμήθευε με πρώτες ύλες ζαχαροπλαστικής. Περί τα τέλη του έτους 2004 ο ………….. του πρότεινε να  συστήσουν από κοινού εταιρία, με αντικείμενο τη παρασκευή και λιανική πώληση γλυκισμάτων μέσω δικών τους καταστημάτων και δικτύου πώλησης franchising. Ωστόσο, επειδή ο ίδιος δεν ήθελε να αποκαλυφθεί στην αγορά το νέο επιχειρηματικό του εγχείρημα, διότι θα τον καθιστούσε ανταγωνιστή των  μέχρι τότε  πελατών του,  πρότεινε στον ενάγοντα  η εταιρία να συσταθεί στο όνομα αυτού, που θα είχε και εξ αρχής όλα τα εταιρικά μερίδια, ενώ θα αναλάμβανε και τη χρηματοδότηση της νέας εταιρίας με τη προμήθεια επι πιστώσει των αναγκαίων πρώτων υλών, το κόστος των οποίων θα πληρωνόταν από τις πωλήσεις των εμπορευμάτων τους, ενώ  μετά την εκκαθάριση των μεταξύ τους οικονομικών εκκρεμοτήτων ο ενάγων θα του μεταβίβαζε μέρος των εταιρικών μεριδίων, παρακρατώντας ο ίδιος το αντίστοιχο στη μέχρι τότε οικονομική του συνεισφορά. Ο ενάγων συμφώνησε  στην προοπτική αυτής της συνεργασίας, θεώρησε, όμως, και αυτός σκόπιμο, να μην εμφανισθεί ο ίδιος ως εταίρος της νέας εταιρίας, καθόσον είχε πολλούς πελάτες  που τους προμήθευε με πρώτες ύλες ζαχαροπλαστικής, που πλέον θα τον αντιμετώπιζαν ανταγωνιστικά. Για τον λόγο αυτό απευθύνθηκε  στον εξάδερφο του, εναγόμενο, που τότε ήταν άεργος και απασχολούταν περιστασιακά σε αγροτικές εργασίες στο χωριό …… Αρκαδίας και του πρότεινε  να συσταθεί η εν λόγω εταιρία εικονικά στο όνομα του, ενώ στη πραγματικότητα  αυτός θα αποκτούσε και θα κατείχε τα εταιρικά μερίδια της  για λογαριασμό του ιδίου (ενάγοντος), αντί αμοιβής. Ο εναγόμενος, αφού ήρθε σε απευθείας συνεννόηση και με τον …………… σχετικά με τη τυπική και μόνον συμμετοχή του   στη νέα  εταιρία,  αποδέχθηκε   τη πρόταση του  ενάγοντος  και στις 28-7-2005 με το υπ’ αριθ. ……../2005 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών, …………., συστάθηκε η μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………..» και τον διακριτικό τίτλο «………..» με μοναδικό (φαινόμενο)  εταίρο και διαχειριστή τον ίδιο, έδρα το Δήμο Πειραιά (οδός ……………..), κεφάλαιο 18.000 ευρώ, που καλύφθηκε με χρηματοδότηση της εμπορικής δραστηριότητας της εταιρίας εκ μέρους  του ενάγοντος, κατά τα προαναφερόμενα, (και όχι με τραπεζική χρηματοδότηση με βάση συμβάσεις leasing, που συνήψε ο εναγόμενος ως διαχειριστής της, όπως  ο ίδιος αβάσιμα διατείνεται, καθόσον οι συμβάσεις που προσκομίζονται σχετικά ανάγοντα σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, ήτοι τα έτη 2008-2010), διάρκεια 20 έτη και σκοπό την ίδρυση και λειτουργία εργοστασίου παραγωγής προϊόντων σοκολατοποιΐας. Η ως άνω εταιρεία καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Πειραιά και έλαβε γενικό αριθμό καταχώρισης ….. και ειδικό …… και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ (412/1-9-2005 τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), τη διαχείριση της δε έκτοτε ασκούσαν από κοινού ο ενάγων και ο ………., ενώ ο εναγόμενος ελάμβανε μηναίο μισθό, ποσού 600 ευρώ για την τυπική συμμετοχή του σε αυτήν. Ακολούθως, την 29-3-2010, σε υλοποίηση της αρχικής συμφωνίας μεταξύ του ενάγοντος και του ……………,  η εν λόγω εταιρία μετατράπηκε, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……/29-3-2010 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……………, σε πολυπρόσωπη ΕΠΕ (ΦΕΚ ΑΕ-ΕΠΕ 2348/6-4-2010), και άλλαξε η εταιρική της σύνθεση, με τη μεταβίβαση  ποσοστού 82% των εταιρικών μεριδίων της στην εταιρεία με την επωνυμία «………..», που αργότερα μετονομάσθηκε σε «………….», συμφερόντων του . ……, ενώ ο εναγόμενος εξακολουθούσε να συμμετέχει σε αυτήν  με ποσοστό 18%, κατέχοντας,  για λογαριασμό πάντα του ενάγοντος, 2.700 εταιρικά μερίδια, που αντιστοιχούσαν σε 81.000 ευρώ του εταιρικού κεφαλαίου, ενώ εξακολούθησε να έχει και την ιδιότητα του διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της. Στη συνέχεια,  στις 9-12-2010 δυνάμει του υπ’ αριθ. …./2010 συμβολαίου της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, αυτή μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..» και με το διακριτικό τίτλο «…………», χωρίς να αλλάξει η μετοχική της σύνθεση (ΦΕΚ ΑΕ – ΕΠΕ, με αριθμό 15085/31-12-2010),  ενώ   στις 18-5-2012 καταχωρίστηκε στο Μητρώο Ανώνυμων Εταιρειών η με αριθ. 4608/30-4-2012 απόφαση με την οποία εγκρίθηκε η μετατροπή της σε ετερόρρυθμη εταιρεία, με την επωνυμία «…………..» (ΦΕΚ 3774/31-5-2012), το ιδιωτικό συμφωνητικό σύστασης της οποίας καταχωρήθηκε νομίμως στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο. Η άνω εταιρεία μετονομάστηκε σε «………..», με συμμετοχή του εναγομένου – ομορρύθμου μέλους και διαχειριστή της με ποσοστό 18% και της εταιρείας «…………..» (πρώην «………….») με ποσοστό 82%, ενώ στις 22-1-2013 καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. και το από 2-1-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό, σύμφωνα με το οποίο η εταιρεία «………….» μεταβίβασε, με τη σύμφωνη έγγραφη γνώμη του εναγομένου (κατά τα προβλεπόμενα στον όρο  8 αυτού) το 0,20% του ποσοστού της στον ……………, ο οποίος έκτοτε θα συμμετείχε στην εταιρεία ως ομόρρυθμος εταίρος, ενώ ο εναγόμενος από ομόρρυθμος  μετατράπηκε σε ετερόρρυθμο εταίρο. Ύστερα από τη τελευταία αυτή μεταβίβαση  τα ποσοστά συμμετοχής στο εταιρικό κεφάλαιο σήμερα έχουν ως εξής: 1) Ο  εναγόμενος συμμετέχει με ποσοστό 18%, που αντιστοιχεί στο ποσό των 81.000 ευρώ του εταιρικού κεφαλαίου, 2) η εταιρεία «………….»  με ποσοστό 81,80%, που αντιστοιχεί στο ποσό των 368.100 ευρώ και 3) ο ………….  με ποσοστό 0,20 %, που αντιστοιχεί στο ποσό των 900 ευρώ. Το κεφάλαιο της εταιρείας ορίστηκε σε 450.000,00 ευρώ, ποσό το οποίο αντιστοιχούσε στο ήδη καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο της μετατρεπόμενης Α.Ε. με την επωνυμία «…………». Τα κέρδη της εταιρείας ορίστηκε ότι θα διανέμονται κατά το ανωτέρω ποσοστό συμμετοχής ενός εκάστου των εταίρων, κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα (άρθρο 6), ενώ νόμιμος εκπρόσωπος, διαχειριστής – ταμίας και εκκαθαριστής της εταιρείας ορίστηκε ο …………… Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο  ενάγων μετά το έτος 2008 λόγω της σχέσης εμπιστοσύνης, που είχε εν τω μεταξύ αναπτύξει με τον εναγόμενο,   ανέθεσε σε αυτόν έναντι αυξημένης αμοιβής (μισθού 1400 ευρώ μηνιαίως) τη διεκπεραίωση  σημαντικών εταιρικών υποθέσεων σε καθημερινή βάση, και πλέον συγκεκριμένα των διαφόρων  συναλλαγών της εταιρίας με Τράπεζες και  το Ελληνικό Δημόσιο,  τη συγκέντρωση των εισπράξεων  από τα ταμεία των περιφερειακών καταστημάτων και την απόδοση τους στο κεντρικό ταμείο της εταιρίας καθώς και την παρακολούθηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων της επιχείρησης, δίχως, ωστόσο, ποτέ να του αναθέσει  και την ουσιαστική   διαχείριση της εταιρίας, η οποία ανήκε εξ αρχής από κοινού στον ενάγοντα  και τον …………... Τα ανωτέρω και δη η εικονική και μόνον  συμμετοχή του εναγόμενου στην εταιρία, με την κτήση και κατοχή των εταιρικών της μεριδίων για λογαριασμό του ενάγοντος  προκύπτουν με βάση τα όσα ενόρκως βεβαίωσαν οι ……… και ……………, οι οποίοι γνωρίζουν εξ ιδίας αντιλήψεως τα όσα συνέβησαν  από συστάσεως της εταιρίας. Άλλωστε και ο ίδιος ο εναγόμενος συνομολογεί το γεγονός, ότι η συμμετοχή του ήταν εικονική και ο ίδιος ενεργούσε ως παρένθετο πρόσωπο, αν και κατά τους ισχυρισμούς του  ο πραγματικός κύριος των εταιρικών μεριδίων ήταν εξ αρχής ο …………… και όχι ο ενάγων. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδείχθηκε  από κάποιο στοιχείο εξ όσων τέθηκαν νομίμως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ενώ ο εναγόμενος δεν επαναπροσκομίζει (αλλά ούτε και επικαλείται ως προσκομιζόμενες)  τις ένορκες βεβαιώσεις που προσκόμισε πρωτόδικα, μνεία των οποίων γίνεται στην εκκαλουμένη απόφαση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι περί  τα τέλη του έτους 2012 οι σχέσεις  του εναγόμενου  με τους ………. και τον ενάγοντα διερράγησαν με συνέπεια να του αφαιρεθεί και τυπικά η διαχείριση της εταιρίας και στη θέση του να εισέλθει ο αδερφός του ………., ………., ως νέος ομόρρυθμος εταίρος και διαχειριστής αυτής, μετά από μεταβίβαση σε αυτόν ποσοστού 0,20% του εταιρικού μεριδίου της εταιρίας του …………, κατά τα ανωτέρω  διαλαμβανόμενα.  Κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντα αιτία για τη διάσπαση της συνεργασίας τους με τον εναγόμενο  στάθηκε η αποκάλυψη του γεγονότος, ότι αυτός είχε υπεξαιρέσει μεγάλα χρηματικά ποσά από το ταμείο της εταιρίας, δίχως, ωστόσο μέχρι σήμερα να  έχει υποβληθεί σχετική έγκληση σε βάρος του, ενώ ο ίδιος ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι υπήρχε εξ αρχής μεθοδευμένο σχέδιο σε βάρος του από τον …. .. να τον χρησιμοποιήσει ως παρένθετο πρόσωπο στην εταιρία προκειμένου να μετακυλήσει σε αυτόν τις οικονομικές της εκκρεμότητες. Μάλιστα προς τούτο υπέβαλε το έτος 2013 σχετική μήνυση σε βάρος, μεταξύ άλλων,  του ………. και του …………. (όχι όμως και του ενάγοντος), για τις πράξεις της, κακουργηματικής απάτης  και πλαστογραφίας, υπεξαίρεσης αντικείμενου μεγάλης αξίας και απιστίας, για τις οποίες δεν προέκυψε αν ασκήθηκε μέχρι σήμερα  ποινική δίωξη, ούτε ο εναγόμενος επικαλείται κάτι σχετικά.  Μετά την κακή αυτή εξέλιξη στις σχέσεις των διαδίκων ο ενάγων ζήτησε από τον εναγόμενο να του μεταβιβάσει τα 2.700 εταιρικά του μερίδια, που αντιστοιχούν στο ποσοστό της εικονικής εταιρικής του συμμετοχής 18%, των οποίων κύριος, κατά τα προαναφερόμενα, είναι ο ίδιος (ενάγων). Ο εναγόμενος, ωστόσο, αρνήθηκε να το πράξει αλλά ζήτησε προηγουμένως να του μεταβιβαστούν δύο καταστήματα της επιχείρησης, προκειμένου να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις οικονομικές εκκρεμότητες, που προέκυψαν σε βάρος του λόγω της ιδιότητας του ως διαχειριστής της εταιρίας.  Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, καθόσον αποδείχθηκε η ιστορική της βάση, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε διαφορετικά και την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε ως προς την  εκτίμηση των αποδείξεων, κατά ουσιαστική παραδοχή  των σχετικών λόγων της έφεσης.  Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει   να γίνει  δεκτή η  έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση,  ακολούθως, δε  να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο προς εκδίκαση, να αναδικαστεί η αγωγή και να γίνει δεκτή αυτή ως ουσιαστικά βάσιμη, απορριπτομένης ως ουσιαστικά αβάσιμης της ένστασης περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ), που προβάλλει ο εφεσίβλητος, διότι δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εκμεταλλεύτηκε την απειρία του στις συναλλαγές και τον χρησιμοποίησε για να μετακυλήσει σε αυτόν το οικονομικό βάρος της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, ούτε ότι  σκοπός της αγωγής είναι να του στερήσει τη δυνατότητα να αποκομίσει έσοδα για να καλύψει τις οφειλές, που δημιουργήθηκαν σε βάρος του, ως διαχειριστή της εταιρίας. Ακολούθως δε πρέπει να αναγνωρισθεί ότι ο ενάγων είναι ο πραγματικός κύριος των 2.700 εταιρικών μεριδίων της εταιρίας με την επωνυμία «……………..», που αντιστοιχούν σε ποσοστό 18% του συνόλου των εταιρικών μεριδίων της. Τέλος, ενόψει της ουσιαστικής  παραδοχής της έφεσης  πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή  στον ενάγοντα  του  παραβόλου που κατατέθηκε για το παραδεκτό της, ενώ τα δικαστικά έξοδα αυτού και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγόμενου, λόγω της  ήττας του (άρθρα 176,183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση  με παρόντες τους διαδίκους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και  κατ’ουσία  την έφεση .

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του υπ’αριθμ.  ……………./ 2019  e- παραβόλου στον καταθέσαντα εκκαλούντα .

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 3710/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς .

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……………../ 2017 αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο ενάγων είναι κύριος των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) εταιρικών μεριδίων της εταιρίας με την επωνυμία  «…………….», που φέρονται να ανήκουν στον εναγόμενο και αντιστοιχούν σε ποσοστό 18% του συνόλου των εταιρικών μεριδίων της.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγόμενου τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει σε δύο χιλιάδες  πεντακόσια (2.500,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  4 Ιουνίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ