Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 610/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙKΑΣΙΑ

 Αριθμός Αποφάσεως:  610/2018

 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ. Δ .

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ακριβή αντίγραφα των εφέσεων με τις πράξεις κατάθεσης και ορισμού δικασίμου και με κλήσεις για συζήτηση για τη δικάσιμο της 14/1/2016 για την πρώτη και της 4/2/2016 για τη δεύτερη, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε κατόπιν διαδοχικών αναβολών για τη σημερινή δικάσιμο, έχουν επιδοθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα στον εφεσίβλητο …………. κατά τα άρθρα 110 παρ. 2, 122, 123, 124, 126 παρ. 1 εδ. α΄, 128 παρ. 1, 498 παρ. 2 του ΚΠολΔ (υπ’ αριθμ. ……… αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης των αρμόδιων δικαστικών επιμελητριών στο Πρωτοδικείο Πειραιά …. και Αθηνών ……), χωρίς ν’ απαιτείται νέα κλήτευσή του αφού η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο της μετ’ αναβολής δικασίμου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρα 226 παρ. 4 εδ. δ΄, 498 παρ. 2 εδ. β΄ του ΚΠολΔ), ακόμα και επί διαδοχικών αναβολών (ΑΕΔ 33/1995 ΕλλΔνη 36, 571, ΑΠ 461/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 82/2013 ΝΟΜΟΣ). Επομένως αυτός που δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση των υποθέσεων κατά τη σειρά που ήταν γραμμένες στο πινάκιο της οριζόμενης δικασίμου και δεν πήρε μέρος στη συζήτηση πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο ωστόσο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ του ΚΠολΔ).

Σε περίπτωση απόρριψης της κύριας αγωγής και άσκησης έφεσης εκ μέρους του ενάγοντος, η έφεση του εναγόμενου (και παρεμπιπτόντως ενάγοντος) κατά του παρεμπιπτόντως εναγόμενου είναι επικουρική και τελεί υπό την αίρεση ευδοκιμήσεως της εφέσεως του ενάγοντος, γιατί αλλιώς δεν έχει ο παρεμπιπτόντως ενάγων έννομο συμφέρον να προσβάλει την πρωτόδικη απόφαση. Το έννομο αυτό συμφέρον δημιουργείται το πρώτον με την παραδοχή της εφέσεως του ενάγοντος, ανατρέχει, όμως, κατά τη φύση και το σκοπό της αιρέσεως υπό την οποία τελεί η έφεση του εναγόμενου (και παρεμπιπτόντως ενάγοντος), στο χρόνο ασκήσεως του ενδίκου αυτού μέσου. Τούτο δε λόγω του ότι η παρεμπίπτουσα αγωγή έχει εκ των πραγμάτων επικουρικό χαρακτήρα, δηλαδή εξετάζεται μόνο σε περίπτωση παραδοχής της κύριας αγωγής, ενώ, εάν η κύρια αγωγή απορριφθεί, το δικόγραφο της παρεμπίπτουσας αγωγής δεν εξετάζεται, ως άνευ αντικειμένου. Έτσι, για να μεταβιβαστεί η υπόθεση στο εφετείο και κατά το μέρος αυτό, όσον αφορά δηλαδή την παρεμπίπτουσα αγωγή, πρέπει να ασκήσει έφεση (επικουρική) και ο παρεμπιπτόντως ενάγων της αγωγής αυτής, ζητώντας την επανεξέτασή της, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεση του κυρίως ενάγοντος (ΑΠ 1597/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1037/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 474/2000 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες, ήδη με στοιχείο Α εκκαλούντες, με την από 15/3/2012 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …….. κύρια αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ισχυρίστηκαν ότι ο πρώτος εναγόμενος, ήδη πρώτος εφεσίβλητος, ……., την 22/9/2011 οδηγώντας την υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ………. δίκυκλη μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας του, της οποίας η αστική ευθύνη για τις έναντι τρίτων ζημιές δεν ήταν ασφαλισμένη κατά το χρόνο εκείνο σε ασφαλιστική εταιρία, προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητά του το θανάσιμο τραυματισμό του ………….., πατέρα των τριών πρώτων αυτών, παππού των τέταρτου, πέμπτου, έκτου και έβδομης και πεθερού των όγδοου και ένατης, στο τροχαίο ατύχημα που έγινε υπό τις συνθήκες που αναφέρουν στην αγωγή τους και ζήτησαν, μετά τον παραδεκτώς γενόμενο περιορισμό του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με τις προτάσεις τους (άρθρα 295 παρ. 1 εδ. β, 297 του ΚΠολΔ), να αναγνωριστεί ότι ο πρώτος εναγόμενος και το δεύτερο εναγόμενο, ήδη δεύτερο εφεσίβλητο, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», το οποίο υποχρεούται εις ολόκληρον με τον πρώτο εναγόμενο λόγω του ανασφάλιστου ζημιογόνου οχήματος, οφείλουν να καταβάλουν στην πρώτη το ποσό των 838,98 ευρώ ως έξοδα κηδείας, όπως παραδεκτά ως άνω περιόρισε το αίτημά της, στην πρώτη, δεύτερη και τρίτο αυτών το ποσό των 100.000 ευρώ σε κάθε ένα, στους τέταρτο, πέμπτο, έκτο και έβδομη το ποσό των 50.000 ευρώ στον καθένα και στους όγδοο και ένατη το ποσό των 30.000 ευρώ στον καθένα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Το δεύτερο εναγόμενο νομικό πρόσωπο με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», ήδη με στοιχείο Β εκκαλούν, άσκησε ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου την από 26/4/2012 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …….. παρεμπίπτουσα αγωγή του κατά του παρεμπιπτόντως εναγόμενου, ήδη εφεσίβλητου, ……….., με την οποία ζήτησε, μετά τον παραδεκτώς γενόμενο περιορισμό του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι, σε περίπτωση ήττας του, ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος, ………, οφείλει να καταβάλει σε αυτό ό,τι το ίδιο υποχρεωθεί να καταβάλει στους ενάγοντες της κύριας αγωγής. Το ως άνω Δικαστήριο συνεκδίκασε τις ανωτέρω αγωγές, κατά την ειδική διαδικασία για ζημίες από αυτοκίνητο (άρθρο 681Α του ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων και με την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 4733/2014 οριστική απόφασή του απέρριψε την κύρια αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και συνακόλουθα και την παρεμπίπτουσα αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες – ενάγοντες της κύριας αγωγής με την από 1/4/2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……… και αριθμό πρωτοκόλλου Εφετείου Πειραιώς ….. έφεσή τους προς το Δικαστήριο αυτό για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να γίνει δεκτή η έφεσή τους ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της, καθώς και το εκκαλούν – παρεμπιπτόντως ενάγον της παρεμπίπτουσας αγωγής ν.π.ι.δ. με την από 30/9/2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……. και αριθμό πρωτοκόλλου Εφετείου Πειραιώς ……. επικουρική, και υπό την αίρεση ευδοκίμησης της προαναφερθείσας εφέσεως των εναγόντων της κύριας αγωγής, έφεσή του, ώστε σε κάθε περίπτωση να μεταβιβασθεί η ασκηθείσα από αυτό παρεμπίπτουσα αγωγή στο δεύτερο δικαιοδοτικό βαθμό και ζητεί, σε περίπτωση που η κύρια αγωγή γίνει δεκτή, να γίνει δεκτή στο σύνολό της η παρεμπίπτουσα αγωγή του κατά του εφεσίβλητου. Η έφεση των εναγόντων της κύριας αγωγής έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της προθεσμίας των τριών ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά τα άρθρα 495, 498, 500, 511, 513, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα, ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), ενώ κατατέθηκαν τα νόμιμα παράβολα με αριθμούς …………… συνολικού ποσού 200 ευρώ, τα οποία επισυνάπτονται στην από 2/4/2015 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ. Παραδεκτή, επίσης, είναι, σύμφωνα με την ως άνω μείζονα σκέψη, και η επικουρική έφεση, που άσκησε το παρεμπιπτόντως ενάγον ν.π.ι.δ. ως προς το κεφάλαιο της απόφασης που αναφέρεται στην παρεμπίπτουσα αγωγή του και απευθύνεται κατά του παρεμπιπτόντως εναγόμενου, ………, η οποία έχει επικουρικό χαρακτήρα, έχει, δηλαδή, ασκηθεί για την περίπτωση που θα ευδοκιμήσει η έφεση των εναγόντων της κύριας αγωγής και θα ακολουθήσει ουσιαστική έρευνα αυτής, η οποία, λόγω της πρόδηλης συνάφειας, θα συνεκδικασθεί με την κύρια έφεση, εφόσον πληρωθεί η ανωτέρω αίρεση (ΕφΠειρ 100/2014 ΝΟΜΟΣ, Εφ.Λάρ.426/2007 ΝΟΜΟΣ), ενώ κατατέθηκε το νόμιμο παράβολο ποσού 200 ευρώ (υπ’ αριθμ. …….. διπλότυπο είσπραξης τύπου Α της Δ.Ο.Υ. ΣΤ΄ Αθηνών), το οποίο επισυνάπτεται στην από 16/12/2015 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης της κύριας αγωγής που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, οι λοιποί διάδικοι δεν εξέτασαν μάρτυρα και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 22/9/2011 ο πρώτος εναγόμενος, …………, οδηγούσε την υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …….. δίκυκλη μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας του, της οποίας η αστική ευθύνη για τις έναντι τρίτων ζημίες δεν ήταν ασφαλισμένη κατά τον ανωτέρω χρόνο σε ασφαλιστική εταιρία και εκινείτο με κανονική ταχύτητα στην ………, στο Πέραμα Αττικής,  με κατεύθυνση από το Ικόνιο προς το Πέραμα. Η εν λόγω …… είναι διπλής κατεύθυνσης, τα δυο ρεύματα κυκλοφορίας διαχωρίζονται με νησίδα και κάθε ρεύμα κυκλοφορίας διαχωρίζεται κατά δυο λωρίδες κυκλοφορίας. Όταν περί ώρα 20:05 προσέγγιζε τον οικοδομικό αριθμό …….. της ανωτέρω Λεωφόρου, όπου το οδόστρωμα στο ρεύμα κυκλοφορίας που εκινείτο είχε πλάτος 6 μέτρων, η ορατότητα, αν και νύκτα, λόγω του δημοτικού φωτισμού ήταν επαρκής, ήταν ευθεία και η ορατότητα απεριόριστη, από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις να επιδείξει, καταβάλλοντας την επιμέλεια του μέσου συνετού οδηγού κάτω από ανάλογες συνθήκες, αν και αντιλήφθηκε τον πεζό ……….., ηλικίας 80 ετών, πατέρα των τριών πρώτων των εναγόντων, παππού των τέταρτου, πέμπτου, έκτου και έβδομης και πεθερού των όγδοου και ένατης αυτών, ο οποίος την ώρα εκείνη εκινείτο από τη διαχωριστική νησίδα με πορεία από τα αριστερά προς τα δεξιά ως προς την πορεία της δίκυκλης μοτοσικλέτας με πρόθεση να διασχίσει κάθετα το οδόστρωμα και να κατευθυνθεί προς το αντίθετο πεζοδρόμιο, χωρίς όμως στο σημείο αυτό να υπάρχει διάβαση πεζών, πιστεύοντας ότι μπορεί να διέλθει από δίπλα του, δεν μείωσε στο ελάχιστο την ταχύτητα της μοτοσικλέτας του ώστε να επιτρέψει στον πεζό να συνεχίσει με ασφάλεια την πορεία του, αλλά συνέχισε αυτήν με συνέπεια λόγω της εσφαλμένης εκτίμησής του να επιπέσει με το εμπρόσθιο δεξιό τμήμα της μοτοσικλέτας του στον πεζό, που την ώρα εκείνη βρισκόταν περίπου στο μέσο του ρεύματος κυκλοφορίας, ο οποίος παρασύρθηκε από τη δίκυκλη μοτοσικλέτα, έπεσε στο έδαφος, χτύπησε το κεφάλι του στο άκρο της νησίδας και υπέστη σωματικές βλάβες στο κεφάλι, στο θώρακα και στην κοιλιά εξαιτίας των οποίων ως μόνης γενεσιουργού αιτίας επήλθε ο θάνατός του.

Με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά η παράσυρση του ………. οφείλεται σε συνυπαιτιότητα, τόσο του ιδίου του τελευταίου, όσο και του εναγόμενου οδηγού, ………, η οποία κατανέμεται σε ποσοστό 30% για τον πεζό και σε ποσοστό 70% για τον εναγόμενο οδηγό της δίκυκλης μοτοσικλέτας, παρεμπιπτόντως εναγόμενο. Ειδικότερα η αμέλεια του εναγόμενου οδηγού της δίκυκλης μοτοσικλέτας συνίσταται στο ότι οδηγούσε χωρίς να καταβάλει την κατ’ αντικειμενική κρίση απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή του μέσου συνετού οδηγού, δεν συμμορφώθηκε προς τους κανόνες οδήγησης, δεν οδηγούσε με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, δεν επέδειξε ιδιαίτερη προσοχή στον πεζό αν και υπερήλικας και δεν ασκούσε τον έλεγχο και εποπτεία του οχήματός του, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς, αλλά συμπεριφέρθηκε με τρόπο που έθεσε σε κίνδυνο τον πεζό, κατά παράβαση των άρθρων 12 παρ. 1, 19 παρ. 1, και 39 παρ. 1 του ΚΟΚ, καθώς αν οδηγούσε με σύνεση και με προσοχή θα είχε αποφύγει το ατύχημα λαμβανομένων υπόψη των, σύμφωνα με την έκθεση αυτοψίας του τροχαίου ατυχήματος, συνθήκων της οδού την ώρα του ατυχήματος δηλ. ότι ο φωτισμός ήταν επαρκής και η ορατότητα απεριόριστη, αφού η οδός είναι ευθεία. Μάλιστα τη δυνατότητα αυτή του έδινε η χαμηλή ταχύτητα εντός των επιτρεπόμενων ορίων, που τόσο ο ίδιος όσο και το δεύτερο εναγόμενο ν.π.ι.δ. ισχυρίστηκαν ότι είχε κατά το χρόνο του ατυχήματος, η οποία σύμφωνα με τον ισχυρισμό αυτό δεν υπερέβαινε εκείνη των 50χλμ/ώρα. Η αμέλεια του εναγόμενου οδηγού δεν αίρεται ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί αληθής ο προβαλλόμενος με τις πρωτόδικες προτάσεις του ισχυρισμός, τον οποίο υιοθετεί και προβάλει και το εναγόμενο ν.π.ι.δ. τόσο ενώπιον του πρωτόδικου όσο και ενώπιον του παρόντος Εφετείου και συνιστά άρνηση της βάσης της αγωγής, ότι τον εναγόμενο οδηγό δεν βαρύνει υπαιτιότητα, διότι αμέσως αφού εξήλθε από ελαφρά αριστερή ως προς την πορεία του στροφή, κινούμενος στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας είδε τον πεζό να βρίσκεται στο μέσο του ρεύματος κυκλοφορίας της οδού όπου εκινείτο. Μάλιστα στην από 2/12/2011 προανακριτική έκθεση εξέτασης κατηγορουμένου ενώπιον των αρμόδιων οργάνων του Τ.Τ. Κορυδαλλού ο πρώτος εναγόμενος ανέφερε ότι αντιλήφθηκε τον πεζό ευρισκόμενος σε απόσταση περίπου 50 μέτρων από τον πεζό. Στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι, αν και στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας δεν εκινούντο την ώρα εκείνη οχήματα, προτίμησε, πλησιάζοντας τον πεζό χωρίς να μειώσει την ταχύτητά του, να συνεχίσει την πορεία του στην αριστερή λωρίδα και να διέλθει μεταξύ του πεζού και της νησίδας και ότι ενώ βρισκόταν σε πολύ μικρή απόσταση από τον πεζό, εκείνος ξαφνικά γύρισε προς τα πίσω, άρχισε να κινείται με κατεύθυνση προς τη διαχωριστική νησίδα και έτσι παρεμβλήθηκε απρόβλεπτα στην πορεία του με αποτέλεσμα μην έχοντας ευχέρεια ελιγμού να επιπέσει σε αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, πρωτίστως διότι από κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο αποδεικνύεται η αιφνίδια κίνηση του πεζού προς τη διαχωριστική νησίδα, καθόσον, ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι ο πεζός αιφνιδιάστηκε από την εμφάνιση της δίκυκλης μοτοσικλέτας, θα ήταν πιο φυσιολογική η ενστικτώδης συνέχιση της πορείας του προς το αντίθετο πεζοδρόμιο, δοθέντος ότι δεν εκινείτο άλλο όχημα, προκειμένου να απομακρυνθεί από την μοτοσικλέτα και όχι να επιστρέψει στη νησίδα ώστε να παρεμβληθεί στην πορεία της. Εκτός τούτου, η απόσταση των πενήντα μέτρων ήταν αρκετή για τον εναγόμενο οδηγό, δεδομένης της ταχύτητας της μοτοσικλέτας, για να αντιδράσει εγκαίρως και να μειώσει στο ελάχιστο την ταχύτητα του οχήματός του, καθώς όφειλε, ενεργώντας ως μέσος συνετός οδηγός, αντί να συνεχίσει κανονικά την πορεία του, να εκτιμήσει ως πιθανή την οποιαδήποτε κίνηση του πεζού, ώστε να αντιδράσει έγκαιρα και να αποφύγει ενδεχόμενη παράσυρσή του. Συνυπαίτιος όμως, κατά το προαναφερόμενο ποσοστό 30% είναι και ο πεζός, γιατί από έλλειψη της προσοχής που θα επεδείκνυε κάθε μέσος συνετός πεζός κατά τις ανωτέρω περιστάσεις κατήλθε στο οδόστρωμα της ως άνω οδού και προσπάθησε να διασχίσει κάθετα αυτή, μολονότι στο σημείο εκείνο δεν υπήρχε διάβαση πεζών, θέτοντας τον εαυτό του αλλά και τα κινούμενα σε αυτήν οχήματα σε μεγάλο κίνδυνο, κατά παράβαση των άρθρων 12 και 38 του ΚΟΚ. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, η παραδεκτώς προβληθείσα από το δεύτερο εναγόμενο – δεύτερο εφεσίβλητο ν.π.ι.δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», νόμιμη ένσταση συνυπαιτιότητας του πεζού στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος (άρθρο 300 του ΑΚ), την οποία πρόβαλε με τις πρωτόδικες προτάσεις του και παραδεκτά επανέφερε, ενώπιον του παρόντος Εφετείου, κατ’ άρθρο 240 του ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι από την ένσταση αυτή ωφελείται μόνο το ανωτέρω ν.π.ι.δ. και όχι και ο πρώτος εναγόμενος, οδηγός της δίκυκλης μοτοσικλέτας, ο οποίος λόγω της ερημοδικίας του δεν επανέφερε την εν λόγω ένσταση και στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, η οποία δεν λαμβάνεται υπόψιν αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 1382/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1728/2007 ΝοΒ 2008, 315) και δοθέντος ότι οι εναγόμενοι συνδέονται με το δεσμό της απλής ομοδικίας η εκ μέρους του ν.π.ι.δ. προβολή της προαναφερομένης ενστάσεως δεν τον ωφελεί (άρθρο 75 παρ. 1 του ΚΠολΔικ) (ΑΠ 2081/2017 ΝΟΜΟΣ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφαση του έκρινε τον πεζό …….. ως αποκλειστικά υπαίτιο του επίδικου τροχαίου ατυχήματος εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι της έφεσης, οι οποίοι στην ουσία αποτελούν έναν ενιαίο λόγο έφεσης, με τους οποίους οι εκκαλούντες – ενάγοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεχόμενο ότι καμία υπαιτιότητα βαρύνει τον εναγόμενο οδηγό στην πρόκληση του επίδικου ατυχήματος και ότι ο πεζός ευθύνεται αποκλειστικά για το θανάσιμο τραυματισμό του έσφαλε, διότι αποκλειστικά υπαίτιος της πρόκλησης του επίδικου ατυχήματος είναι ο εναγόμενος οδηγός, να γίνουν εν μέρει δεκτοί και ως ουσιαστικά βάσιμοι. Ακολούθως πρέπει να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση, να ερευνηθεί η αγωγή ως προς όλα τα πρωτοδίκως υποβληθέντα προς οριστική διάγνωση της διαφοράς ζητήματα, για την εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητας των οποίων το παρόν Δικαστήριο, εξαφανίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, καθίσταται αρμόδιο κατά τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 και 536 παρ. 2 του ΚΠολΔ (ΕφΘρακ 321/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 181/2015 ΝΟΜΟΣ). Ομοίως το πρωτόδικο Δικαστήριο που απέρριψε και την παρεμπίπτουσα αγωγή του ν.π.ι.δ με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ» εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει, δεκτής γενομένης της επικουρικής έφεσής του ως ουσιαστικά βάσιμης, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και ως προς το κεφάλαιο αυτό και να ερευνηθεί η παρεμπίπτουσα αγωγή του συνεκδικαζόμενη με την κύρια αγωγή, επειδή υπάρχει πρόδηλη μεταξύ τους συνάφεια, υπάγονται στην αυτή διαδικασία και διευκολύνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

Αποδεικνύεται περαιτέρω, ότι ο πεζός ……… την ίδια ημέρα μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ και εισήχθη στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) «ως πολυτραυματίας κατόπιν αυτοκινητικού δυστυχήματος» όπου υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία (CT) εγκεφάλου, θώρακος και κοιλίας, που ανέδειξαν μόλις υποσημαινόμενη υπαραχνοειδή αιμορραγία στην περιοχή του δρέπανου, θολερότητα ως επί θλάσης του αριστερού άνω πνευμονικού  λοβού και πάχυνση της περινεφρικής περιτονίας αριστερά. Ο έλεγχος συμπληρώθηκε με αξονική τομογραφία αυχενικής μοίρας που δεν ανέδειξε εικόνα κατάγματος σπονδυλικής στήλης (ΣΣ). Επίσης εξετάστηκε από νευροχειρουργούς, οι οποίοι δεν διαπίστωσαν κάτι το οξύ νευροχειρουργικό. Την επόμενη ημέρα, 23/9/2011, ο ανωτέρω εισήχθη στην Δ΄ Χειρουργική Κλινική του ανωτέρω νοσοκομείου για παρακολούθηση, παρά το γεγονός ότι δεν είχε κάποια κάκωση που να αφορά τη γενική χειρουργική. Από το πρώτο 24ωρο της εκεί νοσηλείας του ο …….., αν και ήταν αιμοδυναμικά εντός των φυσιολογικών ορίων, ήταν βύθιος και παρουσίασε δυσαρθρία και ήπια δεξιά πυραμιδική συνδρομή, η οποία την πέμπτη ημέρα βελτιώθηκε και από την επομένη επανεμφανίστηκε, αν και παρέμενε αιμοδυναμικά σταθερός και ο εργαστηριακός του έλεγχος δεν έδειχνε κάποια παθολογία. Για το λόγο αυτό την 27/9/2011 υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία (MRI) εγκεφάλου που ανέδειξε αρκετά παλαιά ισχαιμικά στη λευκή ουσία άμφω, μετωπιαία αμφοτερόπλευρα υγρώματα και ευρήματα προηγηθέντος διάχυτου εγκεφαλικού οιδήματος. Παράλληλα υποβλήθηκε και σε triplex αρτηριών τραχήλου που δεν ανέδειξε σημαντικού βαθμού αθηρωματική νόσο ή ευρήματα διαχωρισμού της εξωκρανιακής μοίρας των καρωτίδων και σπονδυλικών αρτηριών. Από την πέμπτη ημέρα της νοσηλείας του ο ασθενής παρουσίασε δύσπνοια που αποδόθηκε σε υπερφόρτωση και αντιμετωπίστηκε με διούρηση. Λόγω της επανεμφάνισης της δύσπνοιας και ανόδου της θερμοκρασίας του την 2/10/2011 μεταφέρθηκε στο Α΄ Παθολογικό Τμήμα του νοσοκομείου για περαιτέρω αντιμετώπιση. Κατά την εισαγωγή του στο Τμήμα αυτό ο ………… ήταν πλήρως αποπροσανατολισμένος με κλινική εικόνα αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου (ΑΕΕ) (ανώμαλη αναπνοή κυμαινόμενη μεταξύ της άπνοιας και της υπέρπνειας (Cheynes Stokes), ημιπάρεση δεξιά με παθολογικό πελματιαίο αντανακλαστικό) και πνευμονικής λοίμωξης με υψηλό πυρετό και παραγωγή πολλαπλών πυωδών πτυέλων. Μετά από 6 ημέρες παραμονής στο ανωτέρω Τμήμα κατέληξε, με φαινόμενα πολυοργανικής ανεπάρκειας στα πλαίσια σηπτικής καταπληξίας και με διάγνωση θανάτου «πολυοργανική ανεπάρκεια, σηπτική καταπληξία, πνευμονία και εισρόφηση, ισχαιμική λευκοεγκεφαλοπάθεια, πολλαπλά ισχαιμικά αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, πολυτραυματίας κατόπιν αυτοκινητιστικού δυστυχήματος». Αποδεικνύεται επομένως ότι ο θάνατος του ………….. συνδέεται αιτιωδώς με τις σωματικές κακώσεις που προξενήθηκαν σε αυτόν από το επίδικο τροχαίο ατύχημα και την πρόσκρουσή του στο έδαφος. Και ναι μεν με βάση τις ιατρικές γνωματεύσεις δεν επλήγη κάποιο ζωτικό όργανο του σώματος του, όμως η κατάρρευση του οργανισμού του, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι από την αρχή της νοσηλείας του ήταν βύθιος, παρουσίασε δυσαρθρία και ήπια δεξιά πυραμιδική συνδρομή, ουδέποτε ανέκτησε πλήρως την επικοινωνία του με το περιβάλλον και από την εν τέλει πολυοργανική ανεπάρκεια, συνδέεται άμεσα αιτιωδώς με το επίδικο τροχαίο ατύχημα, από το οποίο προήλθε ως μόνης γενεσιουργού αιτίας ο θάνατός του, ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι η ηλικία του και η φυσιολογική φθορά του οργανισμού του συνετέλεσαν στην αδυναμία του να ανταποκριθεί στη φαρμακευτική αγωγή και να επανέλθει, απορριπτομένου του περί αντιθέτου ισχυρισμού του εναγόμενου ν.π.ι.δ.

Σύμφωνα με το άρθρο 928 εδ. α΄ του ΑΚ σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, ο υπόχρεος οφείλει να καταβάλει τα έξοδα κηδείας σε εκείνον που κατά νόμο βαρύνεται με αυτά. Κρίθηκε νομολογιακά και υποστηρίζεται στη θεωρία ότι στα έξοδα κηδείας περιλαμβάνονται οι παρακάτω δαπάνες: η δαπάνη για την παραμονή του νεκρού σε ψυκτικό θάλαμο, η δαπάνη για την αγορά φέρετρου και λουλουδιών για τη διακόσμηση του φέρετρου και της εκκλησίας, η δημοσίευση νεκρώσιμων αγγελιών, τα έξοδα τέλεσης της νεκρώσιμης ιεροπραξίας, όπως τα δικαιώματα του ναού, οι αμοιβές των θρησκευτικών λειτουργιών και ψαλτών και τέλος τα απαιτούμενα για την ταφή έξοδα, όπως η μεταφορά του νεκρού στο νεκροταφείο, τα δικαιώματα του νεκροταφείου για την ταφή, τα δικαιώματα του γραφείου κηδειών, οι δαπάνες συνεστίασης των προσκεκλημένων, εφόσον αυτές συνηθίζονται, καθώς και η δαπάνη για την εκτύπωση και τοιχοκόλληση αγγελτηρίων. Αντίθετα δεν περιλαμβάνονται στα έξοδα κηδείας, οι καταθέσεις, κατά την κηδεία, στεφάνων ή σταυρών από λουλούδια, ο ανθοστολισμός της εκκλησίας με την αιτιολογία ότι τα έξοδα αυτά γίνονται είτε σε εκπλήρωση ηθικού καθήκοντος και σεβασμού στη μνήμη του νεκρού, είτε από ελευθεριότητα και προς κατάδειξη της ιδιαίτερης στοργής και αγάπης του δαπανώντος προς τον νεκρό (ΑΠ 119/1999 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 34/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 19/2014 ΝΟΜΟΣ, Αθ. Κρητικός Αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα, 2008 παρ. 19 αρ. 22 επ.).

Εν προκειμένω όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. ………. διπλότυπη απόδειξη παροχής υπηρεσιών του ………. (Γραφείο Κοινωνικών Υπηρεσιών) η πρώτη των εναγόντων κατέβαλε ως έξοδα κηδείας του αποβιώσαντος στο ένδικο ατύχημα το ποσό των 180 ευρώ για την αγορά φέρετρου, το ποσό των 40 ευρώ για μαξιλάρι, κορδέλες, υποδήματα, σάβανο, το ποσό των 50 ευρώ για βάθρα, κηροπήγια, ταινίες, το ποσό των 90 ευρώ για τη μεταφορά του νεκρού με νεκροφόρο αυτοκίνητο, το ποσό των 90 ευρώ για αμοιβή του γραφείου και συνολικά το ποσό, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 13%, των 508,50 ευρώ και επιπλέον το ποσό των 80 ευρώ για δικαιώματα του Ναού, το ποσό των 20 ευρώ για την αμοιβή ιερέων και ψαλτών, το ποσό των 110 ευρώ για άνθη του φέρετρου, το ποσό των 250 ευρώ για τα δικαιώματα του Νεκροταφείου, το ποσό των 20 ευρώ για την παραμονή του νεκρού στο νεκροθάλαμο, το ποσό των 280 ευρώ για την αμοιβή των νεκροφορέων και των στεφανοφορέων, το ποσό των 80 ευρώ για την περιποίηση του νεκρού και το ποσό των 40 ευρώ για την εκτύπωση και την τοιχοκόλληση των αγγελτηρίων θανάτου. Δεν περιλαμβάνονται όμως στα έξοδα κηδείας το ποσό των 160 ευρώ για τη διακόσμηση του ναού με άνθη και το ποσό των 50 ευρώ για τα στέφανα και τους σταυρούς από άνθη, τα οποία είναι απορριπτέα ως οφειλόμενα σε λόγους ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος των εναγόντων προς τον απωλεσθέντα συγγενή τους και δεν βαρύνουν τους εναγόμενους. Το αίτημα για την καταβολή των εξόδων κηδείας είναι παραδεκτό και ορισμένο, καθώς τα ανωτέρω έξοδα αναφέρονται ένα προς ένα στο δικόγραφο της αγωγής, απορριπτομένης της σχετικής ένστασης του εναγόμενου ν.π.ι.δ. Από το πιο πάνω συνολικό ποσό των 1.388,50 ευρώ, λαμβανομένου υπόψη του ποσοστού συνυπαιτιότητας του αποβιώσαντος πατέρα της, καταβλητέο, μόνο ως προς το δεύτερο εναγόμενο ν.π.ι.δ., είναι το ποσό των 971,95 ευρώ (1.388,50 ευρώ – 30%). Από το ποσό αυτό πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 759,52 ευρώ, που ήδη της έχει καταβληθεί από το ΙΚΑ, κατά τις διατάξεις του α.ν. 1846/1951 και του Κανονισμού Ασθενείας του ΙΚΑ (υπ’ αριθμ. ……….. απόφαση του Διευθυντή του Υποκαταστήματος του ΙΚΑ Περάματος), όπως και η ίδια η πρώτη ενάγουσα ομολογεί, εναπομένοντος ως υπολοίπου του ποσού των 212,43 ευρώ. Σημειωτέον ότι από τον ανωτέρω περιορισμό λόγω της συνυπαιτιότητας του αποβιώσαντος δεν ωφελείται και ο πρώτος εναγόμενος στον οποίο πρέπει να καταλογιστεί το επιπλέον ποσό των 628,98 ευρώ (1.388,50 ευρώ – 759,52 ευρώ), από το οποίο το ποσό των 212,43 ευρώ ευθύνεται εις ολόκληρον με το εναγόμενο ν.π.ι.δ.  Αποδείχθηκε εξάλλου ότι οι ενάγοντες συνδέονταν με τον αποβιώσαντα οικείο τους με αμοιβαίους, στενούς οικογενειακούς δεσμούς στοργής και αγάπης. Ο βίαιος, απροσδόκητος και αιφνίδιος θάνατός του, ο οποίος επήλθε εξ αιτίας του ενδίκου ατυχήματος, προξένησε σε αυτούς πόνο και θλίψη και δημιούργησε έντονα αισθήματα λύπης και απογοήτευσης, τα οποία είναι δύσκολο να εξαλειφθούν στο μέλλον και προξένησε ψυχική οδύνη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται, εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Ενόψει όλων των προαναφερθέντων περιστάσεων και αφού ληφθούν υπ’ όψιν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η βίαιη και αιφνίδια θανάτωση του συγγενούς των εναγόντων, ο βαθμός πταίσματος του εναγόμενου οδηγού, η ηλικία του κατά το χρόνο του θανάτου του (80 ετών), η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η περιουσιακή κατάσταση του εναγόμενου Επικουρικού Κεφαλαίου, του οποίου η ευθύνη είναι εγγυητική (ΑΠ 436/2017 ΝΟΜΟΣ), πρέπει να επιδικασθεί σ’ αυτούς χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, το ύψος της οποίας, να καθοριστεί, όσο αφορά το δεύτερο εναγόμενο ν.π.ι.δ, ως προς το οποίο και μόνο συνεκτιμάται η συνυπαιτιότητα του αποβιώσαντος στο ποσό των 15.000 ευρώ για κάθε ένα από τα τέκνα του (πρώτη, δεύτερη και τρίτο των εναγόντων), στο ποσό των 4.000 ευρώ για κάθε ένα των εγγονών του (τέταρτο, πέμπτο, έκτο και έβδομο) στο ποσό των 2.000 ευρώ για το γαμπρό (όγδοο των εναγόντων) και στο ποσό των 2.000 ευρώ για τη νύφη του (ένατη των εναγόντων). Τα ανωτέρω ποσά είναι εύλογα (άρθρο 932 του ΑΚ), δηλ. ανάλογα με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (ΑΠ 944/2017 ΝΟΜΟΣ). Όσον αφορά τον πρώτο εναγόμενο, ως προς τον οποίο δεν συνεκτιμάται η συνυπαιτιότητα του αποβιώσαντος, η ως άνω χρηματική ικανοποίηση πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 16.000 ευρώ για κάθε ένα από τα τέκνα του (πρώτη, δεύτερη και τρίτο των εναγόντων), στο ποσό των 5.000 ευρώ για κάθε ένα των εγγονών του (τέταρτο, πέμπτο, έκτο και έβδομο) στο ποσό των 3.000 ευρώ για το γαμπρό του (όγδοο των εναγόντων) και στο ποσό των 3.000 ευρώ για τη νύφη του (ένατη των εναγόντων), από τα οποία για την καταβολή των ποσών των 15.000 ευρώ, 4.000 ευρώ και 2.000 ευρώ αντίστοιχα ευθύνεται εις ολόκληρον με το δεύτερο εναγόμενο.

Το δεύτερο εναγόμενο ν.π.ι.δ. «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ» αρνούμενο την υποχρέωσή του καταβολής των ανωτέρω ποσών ισχυρίζεται, ότι η αστική ευθύνη του ζημιογόνου οχήματος για τις έναντι τρίτων ζημιές είχε ασφαλιστεί στην ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………….» με βάση το υπ’ αριθμ. ……….. ασφαλιστήριο συμβόλαιο για το χρονικό διάστημα από την 29/3/2007 έως την 29/9/2008 και δοθέντος ότι το ασφαλιστήριο συμβόλαιο ανανεώνεται αυτοδικαίως για ίσο χρονικό διάστημα έως την ακύρωση του, κατά τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 2 του ν. 489/1976 και ότι οι ενάγοντες δεν επικαλούνται ότι αυτό έχει ακυρωθεί με τη νόμιμη διαδικασία και ότι παρήλθε έως το επίδικο ατύχημα χρονικό διάστημα 16 ημερών από τη γνωστοποίηση της ακύρωσης, η ασφαλιστική σύμβαση εξακολουθούσε να ήταν σε ισχύ κατά το χρόνο του ατυχήματος και επομένως εν προκειμένω δεν θεμελιώνεται ευθύνη του από τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1β του ν. 489/1976. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος διότι: Πράγματι, σύμφωνα με όσα ορίζονταν στο άρθρο 11α του π.δ. 237/1986 «Κωδικοποίηση  των διατάξεων του ν. 489/1976 (ΦΕΚ Α΄ 331/76) περί υποχρεωτικής Ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης», όπως προστέθηκε με το άρθρο 9 του ν. 3557/2007 (ΦΕΚ Α 100/14.5.2007) και ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 169 παρ. 15 του ν. 4261/2014 (ΦΕΚ Α΄ 107/5.5.2014) και στο άρθρο 11 παρ. 2 του ίδιου προεδρικού διατάγματος, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 169 παρ. 14 του ν. 4261/2014, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 περ. β΄ του ν. 489/1976 σύμφωνα με την οποία το Επικουρικό Κεφάλαιο ευθύνεται για αποζημίωση όταν το ατύχημα προκαλείται από αυτοκίνητο που δεν είναι ασφαλισμένο, η παρέλευση του συμφωνημένου χρόνου διάρκειας της συμβάσεως ασφαλίσεως δεν καθιστούσε το όχημα ανασφάλιστο, διότι επερχόταν αυτόματη και ισόχρονη ανανέωση της συμβάσεως ασφαλίσεως και επομένως υπήρχε ασφαλιστική κάλυψη και δεν τίθετο θέμα ευθύνης του ΕΚ. Για να θεμελιωθεί ευθύνη του έπρεπε ο ενάγων να ισχυριστεί και να αποδείξει, αν αμφισβητηθεί, ότι οποιοδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη 30 ημέρες πριν από το τέλος της ασφαλιστικής περιόδου ειδοποίησε το άλλο μέρος περί του αντιθέτου και το ατύχημα συνέβη μετά την παρέλευση 16 ημερών από τη γνωστοποίηση της λήξεως της συμβάσεως ασφάλισης στο Κέντρο Πληροφοριών (μεταξύ άλλων Αθ. Κρητικός, Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα, 2008, σελ. 737). Ήδη όμως μετά την κατάργηση του άρθρου 11 παρ. 2 και την αντικατάσταση του άρθρου 11α του π.δ. 237/1986, το οποίο πλέον ρυθμίζει την πρόωρη λύση της ασφαλιστικής σύμβασης, τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 5 παρ. 2, 2α, 2β και 2γ του ανωτέρω προεδρικού διατάγματος, όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 169 παρ. 1 του ν. 4261/2014 και οι παράγραφοι 2α, 2β και 2γ  προστέθηκαν με το άρθρο 169 παρ. 2 του ίδιου νόμου, σύμφωνα με το οποίο «2. Η κατά το άρθρο 2 ασφαλιστική κάλυψη: Α. Αρχίζει μόνον με την καταβολή ολόκληρου του οφειλόμενου ασφαλίστρου στον ασφαλιστή, πριν από την οποία απαγορεύεται η παράδοση του ασφαλιστηρίου στον ασφαλισμένο ή τον λήπτη της ασφάλισης, Β. ισχύει για όσο χρόνο ορίζεται στο ασφαλιστήριο, και Γ. αποδεικνύεται, έναντι των οργάνων που είναι αρμόδια για την επιβολή των κυρώσεων της παραγράφου 4 του παρόντος, από την κατοχή του ασφαλιστηρίου, το οποίο αποστέλλει ο ασφαλιστής στον ασφαλισμένο ή τον λήπτη της ασφάλισης εντός πέντε (5) ημερών από την είσπραξη του ασφαλίστρου. Δ. Σε περίπτωση ελέγχου από όργανα, που είναι αρμόδια για την επιβολή των κυρώσεων, εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος των πέντε (5) ημερολογιακών ημερών αρκεί η προσκόμιση της απόδειξης πληρωμής του απαιτούμενου ποσού ασφάλισης του οχήματος. 2.α. Η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να αντιτάξει τη λήξη της ασφαλιστικής σύμβασης έναντι του ζημιωθέντος τρίτου, μετά την πάροδο δεκαέξι (16) ημερών από την επομένη της ημερομηνίας που ορίζεται με το ασφαλιστήριο ότι λήγει η ισχύς της, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή ενημέρωση του λήπτη της ασφάλισης ή/και του ασφαλισμένου. 2.β. Ανανέωση της ασφαλιστικής σύμβασης επιτρέπεται μόνον μετά την εμπρόθεσμη καταβολή του ασφαλίστρου της επόμενης ασφαλιστικής περιόδου, το αργότερο έως την λήξη της ισχύουσας ασφαλιστικής σύμβασης. 2.γ. Η ασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει σε πραγματικό χρόνο το Κέντρο Πληροφοριών για την έναρξη και τη διάρκεια ισχύος κάθε νέας ασφαλιστικής σύμβασης και κάθε ανανέωση αυτής». Επομένως ήδη ισχύει νέα νομοθετική ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία η πάροδος του χρόνου διάρκειας της ασφαλιστικής σύμβασης δεν επιφέρει την αυτόματη και ισόχρονη ανανέωσή της, αλλά απαιτείται προηγούμενη καταβολή ολόκληρου του ασφάλιστρου, μετά την είσπραξη του οποίου ο ασφαλισμένος αποστέλλει στον ασφαλισμένο το συμβόλαιο από την κατοχή του οποίου και μόνο αποδεικνύεται ότι το όχημα είναι ασφαλισμένο. Συνεπώς εφόσον η ασφαλιστική σύμβαση δεν ανανεωθεί με τον ανωτέρω τρόπο, από τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου διάρκειας της ασφαλιστικής σύμβασης το όχημα είναι αυτομάτως ανασφάλιστο. Κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών οι οποίες δεν ίσχυαν μεν κατά το χρόνο έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης εφαρμόζονται όμως από το παρόν Εφετείο, το οποίο, επειδή εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, σύμφωνα με τα άρθρα 522 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, επιλαμβάνεται της εκδίκασης της αγωγής και της ουσίας της υπόθεσης εξ υπαρχής, οπότε και εφαρμόζει το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της δημοσίευσης της απόφασής του είτε έχει αναδρομική δύναμη είτε δεν έχει αναδρομική δύναμη, δοθέντος ότι καταλαμβάνει (χρονικά) την επίδικη έννομη σχέση (Ολ.ΑΠ 7/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 957/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1025/2015 ΝΟΜΟΣ), η υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ……. δίκυκλη μοτοσικλέτα κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν ανασφάλιστη και επομένως θεμελιώνεται εις ολόκληρον ευθύνη του εναγόμενου ν.π.ι.δ. Απορριπτέος επίσης τυγχάνει και η ένσταση περιορισμού της ευθύνης του στο ποσό των 6.000 ευρώ και του του τόκου υπερημερίας σε ποσοστό 6% κατ’ εφαρμογή του άρθρου τέταρτου παρ. γ΄ του π.δ. 4092/2012. Τούτο διότι: Με το τέταρτο άρθρο του ν. 4092/2012, ο οποίος, σύμφωνα με το έβδομο άρθρο αυτού, ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 220 τ. Α/8.11.2012), εισήχθησαν περιορισμοί στο ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο. Ειδικότερα, με το στοιχείο γ’ του άνω άρθρου, αντικαταστάθηκε η παρ. 2 του άρθρου 19 του π.δ. 237/1986 και προβλέπεται πλέον, μεταξύ άλλων, α) ότι η αποζημίωση που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ για κάθε δικαιούχο. Με την ίδια δε αυτή διάταξη ορίστηκε περαιτέρω ότι η εν λόγω ρύθμιση «καταλαμβάνει και τις ήδη γεγενημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς πάντως να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση» και ότι «οι τόκοι που στις περιπτώσεις της προηγουμένης παραγράφου του παρόντος άρθρου υποχρεούται να καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο υπολογίζονται σε κάθε περίπτωση με επιτόκιο έξι τοις εκατό (6%) ετησίως». Οι προεκτεθείσες διατάξεις του ν. 4092/2012 είναι ανίσχυρες για τους ακόλουθους λόγους. Ο καθορισμός του ποσού των 6.000 ευρώ ως ανωτάτου ορίου για ψυχική οδύνη κάθε δικαιούχου προσκρούει ευθέως στην παρ. 4 του άρθρου 1 της δεύτερης Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ, κατά την οποία «κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποζημιώνει, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημιές ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από οχήματα αγνώστων στοιχείων ή για τα οποία δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης που προβλέπεται στην παρ. 1», διάταξη η οποία καλύπτει και την χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, κατά τα προεκτεθέντα. Επίσης, το επιβληθέν ανώτατο όριο των 6.000 ευρώ είναι αντίθετο και προς την αρχή της stricto sensu αναλογικότητας (άρθρο 25 § 1 εδάφ. δ’ του Συντάγματος), διότι η παρέμβαση αυτή του νομοθέτη δεν είναι πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Επικουρικού Κεφαλαίου, αλλά ούτε και αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού, αφού θα μπορούσε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό με ηπιότερο τρόπο, είτε με το να προβλεφθεί μία έκτακτη επιδότησή του από τον κρατικό προϋπολογισμό, είτε με το να υποχρεωθεί αυτό να εξυγιάνει τα οικονομικά του μέσω της αύξησης των εσόδων του και του περιορισμού των λειτουργικών του δαπανών. Εξ ετέρου, η εφαρμογή της ανωτέρω ρύθμισης, η οποία περιορίζει με το ως άνω όριο την ευθύνη του Επικουρικού Κεφαλαίου και επί των ήδη γεγενημένων αξιώσεων είναι ανίσχυρη, διότι είναι αντίθετη προς το προαναφερθέν άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε (μαζί με τη σύμβαση) με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των νόμων ισχύ. Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως» και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται έτσι τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεγενημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον έως την προσφυγή στο δικαστήριο δίκαιο ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (ΟλΑΠ 6/2007 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 40/1998 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, η ανωτέρω διάταξη του ν. 4092/2012 με το να περιορίσει δραστικά το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, καταργεί ουσιαστικά την αστική αυτή απαίτηση των δικαιούχων, που γεννήθηκε με το θάνατο συγγενικού προσώπου σε τροχαίο ατύχημα. Κατά συνέπεια, είναι ασυμβίβαστη προς τη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφού τείνει σε αδικαιολόγητη αποστέρηση περιουσιακού στοιχείου των ως άνω προσώπων, χωρίς να συντρέχουν λόγοι δημόσιας ωφέλειας. Και τέτοιο λόγο δεν συνιστά το ταμειακό απλώς συμφέρον του Επικουρικού Κεφαλαίου. Περαιτέρω η διάταξη με την οποία ορίζεται το ποσοστό τόκου υπερημερίας που καταβάλλεται από το Επικουρικό Κεφάλαιο σε 6% ετησίως, δηλαδή σε ποσοστό μικρότερο από εκείνο που υποχρεούνται να καταβάλουν οι οφειλέτες αυτού και το οποίο ισχύει για όλους τους διαδίκους, έρχεται σε αντίθεση 1) με τα άρθρα 4 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, αφού με τις διατάξεις αυτές αναγνωρίζεται υπέρ του Επικουρικού Κεφαλαίου ευνοϊκή μεταχείριση, ενώ τίθεται σε δυσμενέστερη θέση έναντι αυτού ο άλλος διάδικος και 2) με την διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι με την ανωτέρω ευνοϊκή υπέρ αυτού ρύθμιση επέρχεται βλάβη της περιουσίας του δανειστή του Επικουρικού Κεφαλαίου (στην προκειμένη περίπτωση των αναιρεσιβλήτων), χωρίς να δικαιολογείται τούτο από λόγους δημοσίου συμφέροντος, ενόψει του ότι το απλό ταμειακό συμφέρον του Επικουρικού Κεφαλαίου δεν ταυτίζεται με το δημόσιο ή το γενικό συμφέρον και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παραβίαση των δικαιωμάτων των παθόντων από τροχαία ατυχήματα να απαιτήσουν και να λάβουν τόκους για τις αξιώσεις τους σε ποσοστό ίδιο με εκείνο που καταβάλλουν οι ιδιώτες, ενώ δεν συνιστά τέτοιο λόγο δημοσίου συμφέροντος το γεγονός ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο, που είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, τελεί απλώς υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του κράτους (ΑΠ 1025/2015 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η ανωτέρω διάταξη έρχεται σε αντίθεση με την ήδη και συνταγματικώς κατοχυρωμένη (άρθρο 25 του Συντάγματος) αρχή της αναλογικότητας, κατά τα προεκτεθέντα. Η αρχή αυτή, η οποία υπαγορεύει την τήρηση της αναλογίας ανάμεσα στον επιδιωκόμενο σκοπό και τα μέσα που χρησιμοποιούνται προδήλως προσβάλλεται στην προκειμένη περίπτωση. Και τούτο, διότι και αν θεωρηθεί ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι η προστασία του ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, το καταβαλλόμενο ποσοστό 6% ως τόκος υπερημερίας, δηλαδή το 1/2 από εκείνο που υποχρεούται να καταβάλλει ο οφειλέτης ιδιώτης, δεν είναι αναλογικό (ΟλΑΠ 3, 4 και 5/2017 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 4/2012 ΝΟΜΟΣ).

Πρέπει επομένως η κύρια αγωγή των εναγόντων να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγόμενων να τους καταβάλουν τα πιο πάνω ποσά κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση και να επιβληθεί ένα μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος των εναγόμενων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178, 183 του ΚΠολΔ). Περαιτέρω, επειδή ως άνω αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο του ατυχήματος ο παρεμπίπτων εναγόμενος δεν είχε ασφαλίσει την αστική ευθύνη του ανωτέρω οχήματός του για τις έναντι τρίτων ζημίες, πρέπει η παρεμπίπτουσα αγωγή του ν.π.ι.δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ» να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του παρεμπιπτόντως εναγόμενου ………. να καταβάλει στο παρεμπιπτόντως ενάγον τα ποσά που αυτό θα καταβάλει στους ενάγοντες της κύριας αγωγής, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της καταβολής τους και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα του παρεμπιπτόντως ενάγοντος και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). Πρέπει τέλος να οριστεί το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τον εφεσίβλητο ……….. (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) και να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες των παράβολων που κατέθεσαν για την άσκηση των εφέσεων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 1/4/2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………. έφεση και την από 30/9/2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………… έφεση ερήμην του εφεσίβλητου (και στις δυο εφέσεις) ……….. και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν τις εφέσεις.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 4733/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία για ζημίες από αυτοκίνητο (άρθρο 681Α του ΚΠολΔ).

ΚΡΑΤΕΙ και συνεκδικάζει την από 15/3/2012 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …….. κύρια αγωγή και την από 26/4/2012 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……… παρεμπίπτουσα αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την κύρια αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων διακοσίων δώδεκα ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (15.212,43), σε κάθε ένα των δεύτερης και τρίτου των εναγόντων το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, σε κάθε ένα των τέταρτου, πέμπτου, έκτου και έβδομης των εναγόντων το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ και σε κάθε ένα του όγδοου και ένατης των εναγόντων το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση του δεύτερου εναγόμενου, ………. να καταβάλει, πλέον των πιο πάνω ποσών, στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των χιλίων τετρακοσίων δέκα έξι ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (1.416,55) και σε κάθε ένα των λοιπών το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΕΙ σε βάρος των εναγόμενων ένα μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ για το πρώτο εναγόμενο και στο ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων (3.200) ευρώ για το δεύτερο εναγόμενο.

ΔΕΧΕΤΑΙ την παρεμπίπτουσα αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση του παρεμπιπτόντως εναγόμενου …………. να καταβάλει στο παρεμπιπτόντως ενάγον ν.π.ι.δ. τα ανωτέρω ποσά που θα υποχρεωθεί να καταβάλει στους ενάγοντες της κύριας αγωγής πλέον δικαστικών εξόδων και τόκων με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της καταβολής έως την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΕΙ σε βάρος του παρεμπιπτόντως εναγόμενου τα δικαστικά έξοδα του παρεμπιπτόντως ενάγοντος και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες των παράβολων που κατέθεσαν για την άσκηση των εφέσεων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 2 Οκτωβρίου 2018.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ