Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 438/2020

 Αριθμός     438/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

              Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη,   η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα,  Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

    Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ «αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση». Κατά δε τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 581 του ίδιου Κώδικα «στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται με κλήση. Η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι με την αναίρεση της αποφάσεως οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή). Η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αιτήσεως αναιρέσεως, ήτοι κατά τα πληγέντα κεφάλαιά της (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο λόγος αναιρέσεως που έγινε δεκτός και όχι ως προς άλλα εκτός αν τα τελευταία συνδέονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα, οπότε και αυτά συναναιρούνται (ΑΠ 808/2017,  ΑΠ 479/2009, δημοσιευμένες στη Νόμος,  ΑΠ 707/2008 ΝοΒ 56.2190, ΑΠ 1717/2002 ΕλλΔνη 44.1563). Έτσι, αν η αναιρεθείσα απόφαση είναι του δευτέρου βαθμού και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ,  ήτοι για υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση των σχετικών με την αρμοδιότητα διατάξεων, τότε αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ αυτής έφεση που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο (ΑΠ 129/2004 Δ.2004.804, ΑΠ 88/1996 ΕλλΔνη 1996. 1554, ΕφΑθ 6795/2006 ΕλλΔνη 2006.1686), το οποίο, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως ως προϋποθέσεως του παραδεκτού της, ερευνά και πάλι, ως Δικαστήριο της παραπομπής, την συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης και το παραδεκτό της εφέσεως (ΟλΑΠ 4/1996 ΕλλΔνη 1996.1041, ΑΠ 1276/1992 ΕλλΔνη 1994.1554, ΕφΑθ 745/2018, ΕφΠειρ 339/2015, ΕφΔωδ 171/2013, ΕφΝαυπλ 66/2008, δημοσιευμένες στη Νόμος).

Στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, τα όρια δε αυτά δεν προσδιορίζονται μόνον από το διατακτικό της αναιρετικής αποφάσεως, αλλά, κυρίως, από το αιτιολογικό της (ΑΠ 570/2005,ΑΠ 129/2004,  ΤΝΠ-ΔΣΑ). Με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, δεν παράγει δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε και οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε. Η επάνοδος των διαδίκων στην κατάσταση πριν από την αναιρεθείσα απόφαση, περιορίζεται, κατ` αρχήν, μεταξύ εκείνων των διαδίκων που μετείχαν στην αναιρετική δίκη, ως προς τους οποίους αναιρέθηκε η απόφαση, και μεταξύ των οποίων διεξάγεται κατά παραπομπή η νέα δίκη ενώπιον του Εφετείου, και, συνεπώς, δεν θίγεται η ισχύς της αποφάσεως για εκείνους του διαδίκους που δεν μετείχαν στην αναιρετική δίκη, ως προς τους οποίους δεν αναιρέθηκε, εκτός αν πρόκειται για αδιαίρετα δίκαια (ΕΑ 745/2018, όπ.α).  Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται η απόφαση όταν η αναιρετική, κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς μόνον από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007 ΕλλΔνη 48.1012, ΑΠ 1145/2005, δημοσιευμένη στη Νόμος, ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 2005.1402, ΑΠ1308/2004, δημοσιευμένη στη Νόμος,  ΑΠ 380/1999 ΝοΒ 2000.949), ή, ακόμη, όταν ο γενόμενος δεκτός λόγος αναιρέσεως πλήττει -κατά νομική ακολουθία- το κύρος της όλης αποφάσεως, κατά το διατακτικό της αναιρετικής, σε συνδυασμό όμως και με το αιτιολογικό της (ΑΠ 129/2004, όπ.α). Αν, αντιθέτως, η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε μόνον ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του Δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της αποφάσεως, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΑΠ 524/2010, ΑΠ 721/2009, ΑΠ 404/ 2007, ΑΠ 443/2006, ΑΠ 1145/2005, ΑΠ 975/2000, δημοσιευμένες στη Νόμος, ΑΠ 659/1988 ΕλλΔνη 30.310). Έτσι, αν η αναιρεθείσα απόφαση είναι του δευτέ­ρου βαθμού και αναιρέθηκε εν μέρει, κατά το αυτό αναιρεθέν κεφάλαιο χωρεί η επανεξέταση της εφέσεως από το Δικαστήριο της παραπομπής. Κατά την επανεκδίκαση, δηλαδή, της εφέσεως οι μη αναιρεθείσες διατάξεις διατηρούν την ισχύ τους και δεσμεύουν το Δικαστήριο της παραπομπής, λόγω του υπάρχοντος και μη ανατραπέντος με την αναίρεση δεδικασμένου από την μερι­κώς οριστική και αμετάκλητη ήδη απόφαση του δευτέρου βαθμού και συνεπώς δεν ερευνώνται εκ νέου ούτε θίγονται τα κεφάλαια της διαφοράς, τα οποία αντιστοιχούν στις μη αναιρεθείσες διατάξεις, ως προς τα οποία πλέον η απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη (ΑΠ 629/2010, ΑΠ 1145/2005, ΑΠ 1447/2002, ΑΠ 975/2000, δημοσιευμένες στη Νόμος).  Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 579 παρ. 1, 580 παρ. 3 και 581 παρ. 2 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 580 παρ. 4 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία «οι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν», προκύπτει ότι το Εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση και δεσμεύεται μόνον ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση,  όχι όμως και από τις διαπιστώσεις της αποφάσεως που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα. Ερευνώντας όμως τις διαταχθείσες αποδείξεις δύναται, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, να τις εκτιμήσει και διαφορετικά από ότι η αναιρεθείσα απόφαση και δεν δεσμεύεται ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη, αφού η υποχρέωση του Δικαστηρίου της παραπομπής να συμμορφωθεί προς την αναιρετική απόφαση περιορίζεται μόνο στο νομικό ζήτημα που έλυσε ο Άρειος Πάγος με τον λόγο της αναιρέσεως που έκανε δεκτό, ενώ, αντιθέτως, τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται σε σχέση με την ουσία της διαφοράς, η περί της οποίας κρίση, άλλωστε είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 906/ 2009, ΑΠ 137/2004, δημοσιευμένες στη Νόμος).  Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (Εφετείου) δεν ακυρώνεται και η απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ακόμη και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα, και τούτο διότι με την αναίρεση της αποφάσεως του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της εφέσεως κατά της αποφάσεως του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλλΔνη 41.51), ως προς την οποία θα αποφανθεί το Δικαστήριο της παρα­πομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα την απορρίψει επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση ( ΑΠ 1421/2002, δημοσιευμένη στη Νόμος, ΕΑ 745/2018, όπ.α).

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 17.3.2019 και με αριθμό κατάθεσης ……../2019 κλήση του καλούντος-εκκαλούντος νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΞ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ»,  ως ειδικού διαδόχου της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……….. Α.Ε.Ε.ΓΑ», φέρεται προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η υπόθεση μετά την έκδοση της με αριθμό 1673/2017 αποφάσεως του Αρείου Πάγου ( Δ Πολιτικό Τμήμα) ως κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Με την από 9.10.2008  (αριθμ.καταθ……../2008) αγωγή τους οι ενάγοντες, ………….. ( 2ος έως και 10η των καθ ων η ως άνω κλήση)  εξέθεταν ότι ο ………, δεύτερος εναγόμενος στην ως άνω αγωγή και μη διάδικος στην παρούσα δίκη, στις 19.4.2008 και περί ώρα 11.30 περίπου, στο …. του δήμου …. Ν.Ροδόπης, οδηγώντας το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ……… Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, κυριότητας του πρώτου εναγόμενου στην ως άνω αγωγή, ………-πρώτου των καθ  ων η κλήση , το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην τρίτη εναγομένη στην ως άνω αγωγή ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «……….», στη δικονομική θέση της οποίας υπεισήλθε το ήδη καλούν-εκκαλούν νπιδ  με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ» και ενώ βρισκόταν σε ανώνυμη οδό, προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητά του,  αυτοκινητικό ατύχημα, με συνέπεια το θάνατο της …………, θυγατέρας της πρώτης των εναγόντων-δεύτερης των καθ ων η κλήση, εν ζωή συζύγου του δεύτερου ενάγοντος-τρίτου των καθ ων η κλήση, μητέρας  του τρίτου και τετάρτου των εναγόντων,  τέταρτου και πέμπτου των καθ ων η κλήση αντίστοιχα, πεθεράς της πέμπτης και έκτης των εναγόντων,  έκτης και έβδομης των καθ ων η κλήση αντίστοιχα, γιαγιάς  του εβδόμου και όγδοης των εναγόντων, όγδοου και ένατου καθ ων η κλήση αντίστοιχα και αδελφή της ενάτης εξ αυτών-δέκατης των καθ ων η κλήση.. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου,  ζήτησαν την επιδίκαση υπέρ αυτών και σε βάρος των εναγομένων εις ολόκληρον ενεχομένων λόγω της ψυχικής οδύνης που δοκίμασαν εξαιτίας του θανάτου του συγγενικού τους προσώπου, ποσού 60.000 ευρώ υπέρ της πρώτης ενάγουσας και την αναγνώριση της ομοειδούς επιπλέον αξιώσεως της ποσού 40.000 ευρώ, ποσού 70.000 ευρώ υπέρ ενός εκάστου των δευτέρου, τρίτου και τετάρτου τούτων και την αναγνώριση της ομοειδούς επιπλέον αξιώσεως τους ποσού 30.000 ευρώ, ποσού 20.000 ευρώ υπέρ εκάστης των πέμπτης και έκτης στην αγωγή και την  αναγνώριση της ομοειδούς επιπλέον αξιώσεώς τους ποσού 10.000 ευρώ, ποσού 30.000 ευρώ υπέρ ενός εκάστου των εβδόμου και ογδόης τούτων και την αναγνώριση της ομοειδούς επιπλέον αξιώσεώς τους ποσού 10.000 ευρώ, ποσού δε 40.000 ευρώ, υπέρ της ένατης ενάγουσας και την αναγνώριση της ομοειδούς επιπλέον αξιώσεώς της ποσού 30.000 ευρώ. Επιπλέον ο δεύτερος ενάγων-επιζών σύζυγος  της εκλιπούσας ζήτησε και την επιδίκαση υπέρ αυτού της δαπάνης για την κηδεία και το μνημόσυνο της αποβιωσάσης και 981,50 ευρώ για την τέλεση του ετήσιου μνημόσυνου της θανούσας, ως απαραίτητο έθιμο τιμής της νεκρής.

Εξ άλλου αναφερόμενη στην ως άνω κατ αυτής στρεφόμενη από 9.10.2008 (αριθμ.καταθ……/14.10.2008) κύρια αγωγή, η τρίτη ως άνω εναγόμενη σ αυτή ασφαλιστική εταιρία, στη δικονομική θέση της οποίας υπεισήλθε, κατά τα προαναφερόμενα το ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ, εξέθετε με την παρεμπίπτουσα από 27.4.2009 (υπ.αριθμ.εκθ.καταθ ………./28.4.2009) αγωγή της κατά του πρώτου εναγόμενου, ……………, ιδιοκτήτη του κατωτέρω  με αριθμό κυκλοφορίας αυτοκινήτου  και προστήσαντος στην οδήγηση αυτού τον δεύτερο παρεμπιπτόντως εναγόμενο, ……….,   ότι με το υπ’ αριθμ. ….. ασφαλιστήριο συμβόλαιό της είχε αναλάβει την ασφαλιστική κάλυψη του υπ’ αριθμ. ………… Ι.Χ.Φ. του πρώτου ως άνω εναγόμενου στην  κύρια αγωγή για  υλικές ζημιές και σωματικές βλάβες. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος, οδηγούσε το ζημιογόνο αυτοκίνητο όχημα, στερούμενος της νομίμου αδείας οδηγήσεως αυτού, καίτοι υπήρχε όρος στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ότι θα αποκλείονται ζημίες που προκλήθηκαν από οδηγό που δεν κατέχει νόμιμη άδεια ικανότητας οδήγησης. Εκθέτοντας τα παραπάνω ζήτησε, μετά τον παραδεκτό με δήλωση στο ακροατήριο του Πρωτοδικείου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά πριν από την έναρξη της συζήτησης, περιορισμό του αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό  να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των παρεμπιπτόντως εναγομένων, εις ολόκληρον, να της καταβάλουν οποιοδήποτε ποσόν ήθελε αυτή υποχρεωθεί να καταβάλει στους κυρίως ενάγοντες μετά παραδοχή της κυρίας άνω από 9.10.2008 αγωγής νομιμοτόκως από της καταβολής των αξιουμένων με αυτήν ποσών μέχρι την εξόφληση και να απαγγελθεί εναντίον των εναγομένων προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως της απόφασης λόγω του αδικήματος.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την με αριθμό 3772/2012 απόφαση του, αφού συνεκδίκασε τις  ως άνω αγωγές (κύρια και παρεμπίπτουσα) και έκρινε αυτές ορισμένες και νόμιμες, απέρριψε την παρεμπίπτουσα αγωγή ως προς τον πρώτο παρεμπιπτόντως εναγόμενο, ………….,  ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, έκρινε ότι αποκλειστικός υπαίτιος του θανάσιμου τραυματισμού της θανούσας είναι ο δεύτερος κυρίως εναγόμενος και ακολούθως δέχθηκε αυτές ως βάσιμες κατ’ ουσίαν, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της απόφασης. Κατά της απόφασης αυτής το καλούν-εκκαλούν Επικουρικό Κεφάλαιο  άσκησε την από 3.9.2012 και με αριθμό καταθέσεως …../2012 έφεσή του με την οποία ζήτησε, για τους διαλαμβανόμενους σ αυτή λόγους,  που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνισή της  ώστε ν’ απορριφθεί η κυρία αγωγή στο σύνολο της, σε περίπτωση δε που γίνει δεκτή η κυρία αγωγή, να γίνει δεκτή και η παρεμπίπτουσα αγωγή στο σύνολό της και να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.   Επί της παραπάνω εφέσεως, εκδόθηκε η με αριθμό 818/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο δικάζοντας αντιμωλία του εκκαλούντος και των εναγόντων της κύριας αγωγής-εφεσιβλήτων και ερήμην του πρώτου και δεύτερου των εναγομένων της κύριας αγωγής-παρεμπιπτόντως εναγόμενων, δέχτηκε την έφεση τύποις και κατ ουσίαν και  εξαφάνισε την εκκαλουμένη ως προς τα σημεία που το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο α) απέρριψε την παρεμπίπτουσα αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο, ………..  και β) ως προς το ύψος των επιδικασθέντων ποσών για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης και έκανε δεκτή την παρεμπίπουσα αγωγή και ως προς τον πρώτο ως άνω εναγόμενο, επιδικάζοντας μικρότερα ποσά για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Συγκεκριμένα,  δέχτηκε εν μέρει την κύρια αγωγή καθ ο μέρος στρέφεται κατά του νπιδ με την Επωνυμία επικουρικό Κεφάλαιο, ως ειδικού διαδόχου της τρίτης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας και υποχρέωσε αυτό να καταβάλει α)  στην πρώτη ενάγουσα το ποσόν των εξήντα χιλιάδων ευρώ  (60.000 €), β) στο δεύτερο ενάγοντα το ποσόν των εβδομήντα τεσσάρων χιλιάδων(74.276 €), ήτοι 70.000 ευρώ ως χρηματική του ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από το θάνατο της ως άνω συζύγου του,  πλέον 4.276 ευρώ για έξοδα  κηδείας  γ) σε καθένα από τους τρίτο και τέταρτο των εναγόντων το ποσόν των εβδομήντα χιλιάδων (70.000 €), δ) σε κάθε μία από την πέμπτη και έκτη των εναγουσών το ποσόν των είκοσι χιλιάδων (20.000 €), ε) σε καθένα από τον έβδομο και όγδοη των εναγόντων, το ποσόν των τριάντα χιλιάδων ευρώ (30.000 €), και στ) στην ένατη των εναγόντων το ποσόν των σαράντα χιλιάδων ευρώ (40.000 €), όλα δε τα ποσά αυτά νομιμότοκα από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση, αναγνώρισε επίσης ότι το ν.π.ι.δ με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ», οφείλει να καταβάλει στο δεύτερο ενάγοντα το ποσόν των χιλίων εξακοσίων τριάντα δύο ευρώ (1.632 €),  για την ίδια αιτία (ήτοι ως χρηματική του ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη) με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, δέχτηκε δε και την από  από 27.4.2009 (αριθμ. κατ. ……./28.4.2009) παρεμπίπτουσα αγωγή, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση των παρεμπιπτόντως εναγόμενων, εις ολόκληρον, να καταβάλουν στο επικουρικό κεφάλαιο, ως ειδικό διάδοχο της ως άνω ασφαλιστικής εταιρίας, ό, τι πόσο ήθελε αυτό, κατά παραδοχή της κύριας ως άνω από 9.10.2008 αγωγής υποχρεωθεί να καταβάλει στους κυρίως ενάγοντες, νομιμοτόκως από της καταβολής των αξιούμενων ποσών.   Κατά της τελεσίδικης αυτής αποφάσεως ο πρώτος εναγόμενος της κύριας αγωγής-πρώτος παρεμπιπτόντως εναγόμενος-10ος των εφεσιβλήτων-πρώτος των καθ ων η κλήση, …………….   άσκησε την από 30.12.2015 (με αριθμό καταθέσεως …../2015) αίτηση αναιρέσεως στρεφόμενη κατά του εκκαλούντος και όλων των λοιπών εφεσιβλήτων της κρινόμενης έφεσης επί της οποίας εκδόθηκε η υπ` αριθμόν 1673/2017 απόφαση του Δ’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία, αφού απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η αναίρεση, ως προς τον ενδέκατο αναιρεσίβλητο-11ο εφεσίβλητο, …………. και απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι της αναιρέσεως (1ος έως και 3ος)  που αφορούσαν το κεφάλαιο της εφετειακής απόφασης, κατά την οποία, κατά τα προαναφερόμενα, κρίθηκε  ουσία βάσιμη η παρεμπίπτουσα αγωγή και ως προς τον πρώτο παρεμπιπτόντως εναγόμενο, …………. και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση και αυτού να καταβάλει  (εις ολόκληρον με τον ………….) στους ενάγοντες της κύριας αγωγής τα καθορισθέντα, κατά τα ανωτέρω ποσά,  κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην εφετειακή απόφαση έγινε δεκτός μόνο ο 4ος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η εφετειακή απόφαση για παράβαση του άρθρου 559 αρ.1, αφού έγινε δεκτό με την ως άνω απόφαση του Αρείου Πάγου κατά τα επί λέξει αναφερόμενα σ αυτή ότι «το Εφετείο καθορίζοντας τη χρηματική ικανοποίηση των αναιρεσιβλήτων (ήτοι των εναγόντων της κυρίας αγωγής) στα προαναφερθέντα ποσά υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, αφού τα εν λόγω ποσά, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση υπερβαίνουν και μάλιστα καταφανώς τα συνήθως επιδικαζόμενα ποσά σε παρόμοιες περιπτώσεις» και ακολούθως ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την με αριθμό 813/2013 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, μόνο ως προς τους διαδίκους για τους οποίους ασκήθηκε παραδεκτά η αναίρεση (ήτοι όλους τους  διαδίκους της ως άνω εφετειακής δίκης πλην του ……….. ) και μόνο κατά το  κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης και δη το ύψος αυτών,  παράλληλα δε παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ. Κατόπιν των ανωτέρω και σύμφωνα με όσα στις προηγηθείσες σκέψεις αναφέρονται, νομίμως επαναφέρεται με την από 17.3.2019 και με αριθμό κατάθεσης …………./2019 κλήση του εκκαλούντος Επικουρικού Κεφαλαίου προς συζήτηση η έφεση μέσα στα διαγραφόμενα από την αναιρετική απόφαση (άρθρο 579 παρ.1 και 581 παρ.2 ΚΠολΔ) όρια με επαναφορά των ως άνω διαδίκων στην κατάσταση που υπήρχε  πριν από την αναιρεθείσα απόφαση. Ως εκ τούτου η από 3.9.2012 και με αριθμό καταθέσεως 812/2012 έφεση του εκκαλούντος κατά της με αριθμό 3772/2012 απόφασης  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που  επανεξετάζεται από το Δικαστήριο τούτο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, και ως προς το διαδικαστικό ζήτημα του παραδεκτού της, αφού η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το συγκεκριμένο ζήτημα, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους παριστάμενους των διαδίκων, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο. Πρέπει, επομένως, αφού για το παραδεκτό της κατατέθηκε το νόμιμο παράβολο, ποσού διακοσίων (200) ευρώ, όπως προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ (ως το εν λόγω άρθρο ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, που σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου ισχύει για τα κατατεθειμένα από 1.1.2016 ένδικα μέσα), να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί εκ νέου, κατά την ειδική διαδικασία  που ακολουθήθηκε πρωτοδίκως ( ήτοι των διαφορών για ζημίες που προκλήθηκαν από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφαλίσεως αυτού του άρθρου 681Α ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν.4335/2015)  μόνο, όμως,  ως  το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της  (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ)  που σχετίζονται με το προαναφερθέν κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης  και μόνο ως προς τους ως άνω διαδίκους για τους οποίους ασκήθηκε παραδεκτά η αναίρεση, καθότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, το σημείο ως προς το οποίο η αναιρεθείσα απόφαση είναι εντελώς άκυρη και καταλύονται οι έννομες συνέπειές της είναι μόνον αυτό, όπου η εφετειακή απόφαση  έκρινε το προαναφερθέν κεφάλαιο και δη μόνο ως προς το ύψος των επιδικασθέντων απ αυτήν  στους κυρίως ενάγοντες ποσών για χρηματική τους ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης και των σχετιζόμενων με αυτά διατάξεών της όσον αφορά την κύρια και συνακόλουθα και την παρεμπίπτουσα αγωγή και  ουδέν άλλο. Περαιτέρω, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά της από το οικείο πινάκιο δεν εμφανίσθηκαν και δεν έλαβαν μέρος στη συζήτηση οι 2η έως και 10η των καθ ων η κλήση- 1η έως και 9η των εφεσιβλήτων αντίστοιχα, ήτοι οι …………. Από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από το εκκαλούν Επικουρικό Κεφάλαιο με αριθμούς ………… εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ροδόπης, ……….., προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της παραπάνω από 17.3.2019 και με αριθμό κατάθεσης ……./2019 κλήσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, εκ των μη παρασταθέντων εφεσιβλήτων μόνο στους 2ο έως και 8η  εξ αυτών  (3ο έως και 9η των καθ ων η κλήση), ήτοι στους …………. αντίστοιχα, και πρέπει, επομένως, οι ως άνω μη παρασταθέντες αν και νομίμως κλητευθέντες από το εκκαλούν εφεσίβλητοι, να δικαστούν ερήμην, η διαδικασία, ωστόσο, θα προχωρήσει, ως προς αυτούς,   σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρο 524 παρ 4 ΚΠολΔ) και να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας,  για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας απ αυτούς κατά της παρούσας (άρθρο 505 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.  Αντίθετα, ως προς τους λοιπούς  μη παρασταθέντες εκ των ανωτέρω εφεσιβλήτων, ήτοι τους 1η και 9η εξ αυτών  (2η και 10η των καθ ων η κλήση), ……….. και ………… αντίστοιχα, στο φάκελο της δικογραφίας δεν υπάρχουν οι  σχετικές εκθέσεις επίδοσης  προς αυτές της ως άνω κλήσης με την οποία επαναφέρεται προς συζήτηση η κρινόμενη έφεση από το εκκαλούν, ούτε, εξάλλου, το τελευταίο επικαλείται και προσκομίζει τέτοιες εκθέσεις. Πρέπει, επομένως, ως προς αυτές, που συνδέονται με τους λοιπούς των εφεσιβλήτων με σχέση απλής ομοδικίας,  να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης εφέσεως (άρθρο 271 παρ.1 σε συνδ.με 524 παρ.1 ΚΠολΔ). .

Από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ  εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις) αλλά, κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ  και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος [άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος] με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων, τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του.(Ολ.ΑΠ 9/2015, ΑΠ 211/2017, Α.Π 90/2017, ΑΠ 705/2016, δημοσιευμένες στη Νόμος).  Με τη διάταξη δε του άρθρου 932 εδάφιο 3 ΑΚ ορίζεται ότι: “Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης,” Η επιδίκαση της άνω χρηματικής ικανοποίησης στα δικαιούμενα πρόσωπα, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, της ύπαρξης, κατ’ εκτίμηση του δικαστού της ουσίας, μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν ο τελευταίος ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό, είτε όλων των προσώπων αυτών, είτε κάποιων ή κάποιου από αυτούς, από την επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποίησης (Ολ ΑΠ 21/2000, ΑΠ 442/2017 δημ. Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του και απ όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση από τους παριστάμενους των διαδίκων,  είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς, όμως, η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 340/2011 ΔΕΕ 2012.161) αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά: : Στις 19-4- 2008, ημέρα της εβδομάδας Σάββατο και περί ώρα 11:30, ο μη διάδικος στην παρούσα δίκη,  …………, οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ……… Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, ασφαλισμένο κατά το χρόνο του ατυχήματος, στην τρίτη εναγόμενη στην κύρια αγωγή ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία …………-παρεμπιπτόντως ενάγουσα (της οποίας  ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της και ειδικός διάδοχος της κατέστη το ήδη εκκαλούν, Επικουρικό Κεφάλαιο), ιδιοκτησίας του ……….., πρώτου των εναγόμενων στην  κύρια από 9.10.2008  και με αριθμό καταθέσεως ……/14.10.2008 αγωγή-πρώτο παρεμπιπτόντως εναγόμενο στην από 27.4.2009 και με αριθμό καταθέσεως ………/28.4.2009 παρεμπίπτουσα αγωγή-10ο των εφεσιβλήτων, στο δικόγραφο της έφεσης -1ο των καθ ων η παρούσα κλήση, ο οποίος τον είχε προστήσει στην οδήγησή του,  στον οικισμό …. του Δήμου … του Ν. Ροδόπης, από αμέλεια και δη, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, όπως κάθε μέσος συνετός οδηγός υπό παρόμοιες συνθήκες, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και επέφερε τον θάνατο της ………., ηλικίας 66 ετών περίπου. Ειδικότερα, κατά τον παραπάνω τόπο και χρόνο, ο ανωτέρω οδηγός, ο οποίος κατείχε πλαστή άδεια ικανότητας οδηγήσεως, στάθμευσε το ως άνω αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής «MERCEDES 312 D», με το οποίο διενεργείται εμπόριο ψαριών, στη συμβολή, σχήματος «Τ», δύο ανωνύμων οδών του …….., μιας, μεγάλης ευθείας (τεμνόμενης), που οδηγεί προς …. και μιας (τέμνουσας) μικρότερης  παρόδου. Στάθμευσε δε στο δεξιό άκρο του οδοστρώματος της ευθείας οδού που οδηγεί προς ….., με το οπίσθιο μέρος του αυτοκινήτου προς την τέμνουσα αυτήν, μικρότερη πάροδο, με αποτέλεσμα να εμποδίζει την κίνηση προς αμφότερες τις οδούς αυτές. Αριστερά του παραπάνω αυτοκινήτου και στην τεμνόμενη οδό, βρισκόταν σταθμευμένο ένα άλλο μεγάλο φορτηγό, που πουλούσε κάρβουνα. Ο ως άνω οδηγός  είχε ανοίξει τις δύο οπίσθιες θύρες του αυτοκινήτου που οδηγούσε και η θανούσα, αφού εξήλθε της οικίας της στο ….. είχε ήδη προσεγγίσει σ’ αυτό προκειμένου ν’ αγοράσει ψάρια από τον ως άνω πλανόδιο ιχθυοπώλη. Αρξαμένης της διαπραγματεύσεως με τον ιχθυέμπορο και σε δεδομένη στιγμή, το άλλο παρακείμενο φορτηγό επεχείρησε να αποχωρήσει από την κατά τα ανωτέρω αποκλεισμένη διασταύρωση, οπότε ο εν λόγω οδηγός  διέκοψε τη συναλλαγή με τη ……… και προχώρησε το ………. Ι.Φ.Χ. αυτοκίνητο επί μιας των συμβαλλομένων οδών απελευθερώνοντας τη διασταύρωση. Ακολούθως δε και ενόσω απομακρύνονταν το προαναφερθέν μεγάλο φορτηγό, ο εν λόγω οδηγός, χωρίς να έχει διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, όπως είχε υποχρέωση και όπως θα έπραττε κάθε μέσος συνετός οδηγός υπό παρόμοιες συνθήκες, ενόψει του γεγονότος, μάλιστα, πως γνώριζε ότι όπισθεν του αυτοκινήτου του βρισκόταν η ως άνω πεζή ……….. και χωρίς να έχει πλήρη ορατότητα και εποπτεία της εν γένει κίνησης πεζών και οχημάτων όπισθεν του αυτοκινήτου του, λόγω της περιορισμένης οπίσθιας ορατότητας που οφείλεται τόσο στην κατασκευή του αυτοκινήτου (κλειστό φορτηγό χωρίς ορατότητα προς τα πίσω από τον εσωτερικό καθρέφτη του, παρά μόνον από τους εξωτερικούς πλαϊνούς), του οποίου, μάλιστα, οι οπίσθιες θύρες, όπως αποδείχθηκε ήταν ορθάνοιχτες και απέτρεπαν την ορατότητα μέσω των εξωτερικών πλαϊνών καθρεπτών του οχήματος, όσο και στο γεγονός της κινήσεως και του ως άνω, ετέρου Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου, ενήργησε ελιγμό οπισθοπορείας, προκειμένου να επανέλθει στην αρχική θέση σταθμεύσεως του, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί εγκαίρως την πεζή ……………. (η οποία, στο μεταξύ, ενόσω αυτός πραγματοποιούσε την κίνηση του προς τα εμπρός, θεωρώντας, προφανώς, ότι θα σταθμεύσει σε νέα θέση παρακάτω, τον ακολούθησε περπατώντας πίσω από το όχημα του) και να συγκρουστεί με αυτήν, ρίχνοντας την με τον όγκο του οχήματος του στο έδαφος και τραυματίζοντάς την. Στη συνέχεια δε ,αντιληφθείς ότι χτύπησε «κάτι» και ακούγοντας ταυτόχρονα και τις φωνές των τρίτων παριστάμενων, μετακίνησε αμέσως προς τα εμπρός το αυτοκίνητο που οδηγούσε, περνώντας εκ νέου, με τον οπίσθιο αριστερό τροχό του επάνω από το σώμα της ………. για δεύτερη φορά. Συνέπεια των παραπάνω κινήσεων του ήταν να προκληθούν σοβαρότατες και εκτεταμένες σωματικές βλάβες στη ………. . και συγκεκριμένα κάταγμα δεξιού βρεγματικού οστού μετά θλαστικού τραύματος στη δεξιά βρεγματική χώρα, κάταγμα δείκτη δεξιάς άκρας χειρός, πολλαπλά συντριπτικά παρασπονδυλικά κατάγματα όλων των πλευρών αριστερά,  πνευμοθώρακος στο αριστερό ημιθωράκιο, πολλαπλές θλάσεις – ρήξεις αριστερού πνεύμονα και θλάσεις του αριστερού λοβού του ήπατος, από τις οποίες σωματικές βλάβες επήλθε, ως μόνη ενεργή αιτία, ο θάνατος της. Μόλις ο ως άνω οδηγός αντιλήφθηκε τι συνέβη, εγκατέλειψε τον χώρο του συμβάντος και αναχώρησε προς άγνωστη κατεύθυνση. Το εγκληματικό αποτέλεσμα οφείλεται στην αμελή οδήγηση του εν λόγω ……….,  ο οποίος επιχείρησε απαγορευμένη οπισθοπορεία (παράβαση διατάξεως άρθρου 22 παρ. 1 ΚΟΚ), δίχως να έχει πλήρη και ασφαλή εποπτεία του δρόμου πίσω από το υπ’ αριθμ. ………. Ι.Χ.Φ. όχημα, ο όγκος του οποίου (κλειστό φορτηγό ψυγείο), απέκρυπτε μάλιστα το οπτικό πεδίο του οδηγού προς τα πίσω και δεν κατέστη έτσι αισθητή η παρουσία της …………., έριξε στο οδόστρωμα την πεζή και την καταπάτησε με τον πίσω αριστερό τροχό, ακολούθως δε έθεσε την προς τα εμπρός κίνηση του αυτοκινήτου και καταπάτησε εκ νέου αυτήν. Αντιθέτως στοιχεία που να θεμελιώνουν οποιαδήποτε αμελή συμπεριφορά της παθούσας στην πρόκληση του θανάτου της δεν αποδείχθηκαν. Όλα τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά που αφορούν τις συνθήκες του ατυχήματος, την συμπεριφορά του οδηγού και της παθούσας, την έλλειψη οιαδήποτε υπαιτιότητας της τελευταίας στην επέλευση του θανάσιμου τραυματισμού της, την  αποκλειστική υπαιτιότητα του προαναφερόμενου οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου στην πρόκληση του ατυχήματος και άρα και στη γένεση της εξ αυτού  ζημίας των εναγόντων της κυρίας αγωγής έχουν  κριθεί με δύναμη δεδικασμένου, δυνάμει της με αριθμό 818/2013 αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, αφού η ως άνω απόφαση  δεν αναιρέθηκε ως προς την κρίση και τις παραδοχές της σχετικά με τα ως άνω ζητήματα,  με αποτέλεσμα τα κεφάλαια αυτά να μην μεταβιβαστούν προς νέα κρίση σε τούτο το Δικαστήριο. Εξάλλου, ομοίως με δύναμη δεδικασμένου, κρίθηκε με την προαναφερθείσα απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, ότι ο μη διάδικος στην παρούσα δίκη, ………, δεύτερος εναγόμενος στην κύρια αγωγή-δεύτερος παρεμπιπτόντως εναγόμενος,  κατά τη διάπραξη του ενδίκου ατυχήματος στερούταν άδειας οδηγήσεως καθώς και ότι ο ….. ., πρώτος εναγόμενος στην κύρια αγωγή-πρώτος παρεμπιπτόντως εναγόμενος και προστήσας τον ως άνω  δεύτερο εξ αυτών στην οδήγηση του ………. Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου, γνώριζε ότι ο τελευταίος δεν κατείχε την σχετική νόμιμη άδεια οδηγήσεως τροχοφόρου οχήματος, αλλά πλαστή βουλγαρική άδεια ικανότητας οδηγήσεως και ως τούτου η εν λόγω παρεμπίπτουσα αγωγή της τρίτης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας , στη θέση της οποίας υπεισήλθε το εκκαλούν, Επικουρικό Κεφάλαιο, είναι ουσία βάσιμη και ως προς τον ………..,παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα απ αυτόν στις κατατεθείσες ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου προτάσεις του, καθόσον το Δικαστήριο αυτό με την με αριθμό 813/2013 ως άνω απόφασή του έκανε δεκτό ως βάσιμο και κατ ουσίαν τον σχετικό λόγο εφέσεως με τον οποίο το εκκαλούν μεμφόταν την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που απέρριψε την παρεμπίπτουσα αγωγή ως προς τον πρώτο παρεμπιπτόντως εναγόμενο, ………… και εξαφάνισε, κατά την ως άνω διάταξή της την εκκαλουμένη απόφαση, κάνοντας δεκτή και ως προς αυτόν την από 27.4.2009 παρεμπίπτουσα αγωγή, το δε σχετικό κεφάλαιο της ως άνω εφετειακής απόφασης, αναφορικά με την παραδοχή απ αυτήν του ως άνω λόγου έφεσης του εκκαλούντος, παρέμεινε άθικτο, καθόσον, κατά τα προαναφερόμενα απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι αναίρεσης του ως άνω παρεμπιπτόντως εναγόμενου, ως προς τις ως άνω παραδοχές της εφετειακής απόφασης σχετικά με την παρεμπίπτουσα αγωγή και αυτή (εφετειακή απόφαση) αναιρέθηκε μόνο ως προς τους διαδίκους  της παρούσας δίκης για τους οποίους ασκήθηκε παραδεκτά η αναίρεση ( ήτοι όχι για τον ………., ως προς τον οποίο η με αριθμό 818/2013 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου κατέστη αμετάκλητη) και μόνο κατά το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης και δη μόνο ως προς το ύψος των επιδικασθέντων απ αυτήν στους ενάγοντες της κύριας αγωγής ποσών, κατά τα προαναφερόμενα, και ως εκ τούτου  το ορισμένο και παραδεκτό της εν λόγω αγωγικής αξίωσης των κυρίων εναγόντων κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου από την ως άνω εφετειακή απόφαση, απορριπτομένου ως απαράδεκτου του σχετικού ισχυρισμού του ως άνω 10ου των εφεσιβλήτων-πρώτου των καθ ων η κλήση, ………….. περί αοριστίας της ένδικης αγωγής, ως προς το κεφάλαιό της περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης.

Περαιτέρω, o θάνατος της …………., συζύγου του δεύτερου ενάγοντος στην κύρια αγωγή,  μητέρας των τρίτου και τέταρτου των κυρίως εναγόντων, πεθεράς της πέμπτης και έκτης των εναγόντων της κύριας αγωγής και γιαγιάς του έβδομου και όγδοης εξ αυτών, που ήταν ηλικίας 66 ετών, κατά το χρόνο του θανάτου της και απόλυτα υγιής, βύθισε σε βαρύτατο πένθος τους ως άνω οικείους της και τους προκάλεσε έντονα συναισθήματα πόνου και θλίψης. Όλοι οι προαναφερόμενοι ενάγοντες ήταν μέλη της οικογένειας της,  κατά την έννοια του άρθρου 932 του ΑΚ, που, κατά τα παραπάνω, έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Ολοι οι ανωτέρω, ως εκ τούτου, υπέστησαν ψυχική οδύνη και πρέπει να τους επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη: α) τις συνθήκες του ατυχήματος, ως αυτές προεκτέθηκαν  β) την αποκλειστική υπαιτιότητα στην πρόκλησή του  μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, ………….., οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, προστηθέντος στην οδήγηση αυτού από το πρώτο εναγόμενο στην κύρια αγωγή-παρεμπιπτόντως εναγόμενο, ………….., βαρυνόμενου ως  προστήσαντος με το πταίσμα του τελευταίου  γ) το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα (θάνατος), δ) την ηλικία της θανούσης (66 ετών) και την έλλειψη οιασδήποτε υπαιτιότητάς της στον θανάσιμο τραυματισμό της  ε) το στενό εξ αίματος συγγενικό δεσμό και ιδιαίτερα στενό συναισθηματικό σύνδεσμο των ως άνω εναγόντων με τη θανούσα, και την αναλόγως με την ως άνω συγγένεια του καθενός, ένταση και τη διάρκεια του ψυχικού του άλγους, στ) την κοινωνική και οικονομική θέση και κατάσταση των διαδίκων φυσικών προσώπων ( μέτρια), ενώ η ευθύνη του εκκαλούντος – εφεσιβλήτου Επικουρικού Κεφαλαίου είναι μόνο εγγυητική και ζ) τις εν γένει, ως άνω, περιστάσεις, όπως εκτιμώνται με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί στους παραπάνω ενάγοντες, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης τους τα εξής  ποσά: α) των 35.000 ευρώ  σε καθένα των 2ου, 3ου και 4ου  των εναγόντων, συζύγου  του πρώτου  και τέκνων της θανούσας, των λοιπών,  αντίστοιχα  β) των 5.000 ευρώ  σε καθεμία των 5ης και 6ης των εναγουσών, νυμφών της θανούσας και γ) των 15.000 ευρώ σε καθένα των 7ου και 8ου των εναγόντων, εγγονών της θανούσας.  Τα ποσά αυτά είναι εύλογα,  δηλαδή ανάλογα με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης, ενώ  η καταβολή των ποσών αυτών είναι  σε θέση να αμβλύνει ως ένα βαθμό τα δυσάρεστα συναισθήματα που προκάλεσε στους ως άνω ενάγοντες ο θάνατος της θανούσας. Τυχόν μεγαλύτερα ποσά και δη τα ως άνω αιτούμενα από τους ως άνω ενάγοντες με την κύρια αγωγή τους   θα αποτελούσε ακραία εκτίμηση και θα κατέληγε σε οικονομική εξουθένωση των εναγόμενου-εκκαλούντος Επικουρικού Κεφαλαίου  με αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό των ως άνω εναγόντων  και σε παραβίαση ως εκ τούτου της συνταγματικώς κατοχυρωμένης δικαιϊκής αρχής της αναλογικότητας, που εξειδικεύεται στο ζήτημα του προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως  με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο για τον καθορισμό του ευλόγου ποσού, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη σχετική νομική σκέψη της παρούσας.   Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο για την παραπάνω αιτία επιδίκασε στους ως άνω ενάγοντες ποσά μεγαλύτερα των προαναφερομένων εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου ως βάσιμου και κατ ουσίαν του σχετικού λόγου εφέσεως. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ένσταση περιορισμού της ευθύνης του που πρότεινε πρωτοδίκως και επαναφέρει με λόγο εφέσεως το εκκαλούν Επικουρικό Κεφάλαιο μέχρι του ποσού του ασφαλιζομένου κινδύνου που ορίζεται στην  ασφαλιστική σύμβαση για σωματικές βλάβες, ήτοι μέχρι του ποσού των 500.000 ευρώ, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενη, αφού τα επιδικασθέντα ως άνω ποσά στους κυρίως ενάγοντες δεν υπερβαίνουν το ως άνω ασφαλιστικό ποσό.

Ενόψει τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και ως κατ ουσίαν βάσιμη,  να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση  όσον αφορά την κύρια αγωγή, ως προς το νπιδ με την επωνυμία Επικουρικό Κεφάλαιο, το οποίο υπεισήλθε στη θέση της τρίτης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας ως προς το παραπάνω κεφάλαιό της, που αφορά την επιδίκαση των προαναφερόμενων χρηματικών ποσών στους ως άνω ενάγοντες της κύριας αγωγής, ως χρηματική τους ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης  και συνακόλουθα κατά το αυτό κεφάλαιό της  όσον αφορά την παρεμπίπτουσα αγωγή, καθ ό μέρος αυτή στρέφεται κατά του πρώτου παρεμπιπτόντως εναγόμενου. Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό και συνεκδικασθούν  η ως άνω κύρια αγωγή και παρεμπίπτουσα αγωγή, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κύρια αγωγή,  κατά το παραπάνω κεφάλαιό της, ως και κατ ουσίαν βάσιμη, ως προς το εναγόμενο Επικουρικό κεφάλαιο  και να υποχρεωθεί αυτό να καταβάλει α)  σε καθένα των 2ου, 3ου και 4ου  των εναγόντων, ήτοι στους ………….. αντίστοιχα, το ποσό των 35.000 ευρώ β) σε καθεμία των 5ης και 6ης των εναγουσών, ήτοι στις ………… και ………., το ποσό των 5.000 ευρώ και γ) σε καθένα των 7ου και 8ου των εναγόντων, ήτοι στους ……… και ……….., το ποσό των 15.000 ευρώ, ως χρηματική τους ικανοποίηση,  λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν , όλα δε τα εν λόγω ποσά νομιμότοκα από την επομένη επιδόσεως της αγωγής μέχρι και την εξόφληση. Πρέπει, επίσης, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ ουσίαν η παρεμπίπτουσα αγωγή, καθ ό μέρος αυτή στρέφεται κατά του πρώτου παρεμπιπτόντως εναγομένου, …….. και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτού να καταβάλει στο παρεμπιπτόντως ενάγον Επικουρικό Κεφάλαιο ό, τι ποσό ήθελε αυτό καταβάλει στους ως άνω ενάγοντες της κύριας από 9.10.2008 αγωγής για την προαναφερόμενη αιτία (και δη κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα), νομιμοτόκως από της καταβολής των άνω ποσών. Εξάλλου, το αίτημα του εκκαλούντος Επικουρικού Κεφαλαίου,  κατ άρθρο 914 ΚΠολΔ,  για την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση της  πρωτόδικης απόφασης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο, αφού δεν αποδείχθηκε ό τι εκτελέσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Περαιτέρω, ενόψει του ότι η σχετική περί των δικαστικών εξόδων διάταξη της μερικώς αναιρεθείσας με αριθμό 818/2013 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου συναναιρέθηκε αναγκαίως με την με αριθμό 1673/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1069/2008, ΕφΠειρ 400/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος, Β.Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, Τόμος Γ, άρθρο 579, αρ.39, σελ.655),πρέπει μέρος των δικαστικών εξόδων  των ως άνω κυρίων εναγόντων  (2ου, 3ου, 4ου, 5ης, 6ης, 7ου και 8ης) , μόνο του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας ( δεδομένου ότι λόγω της ερημοδικίας τους στον παρόντα βαθμό δεν υποβλήθηκαν σε έξοδα)  να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους,  σε βάρος του εκκαλούντος-εναγόμενου Επικουρικού Κεφαλαίου, κατά την έκταση της αντίστοιχης νίκης και ήττας αμφοτέρων των μερών,  σύμφωνα με τα άρθρα  178 παρ.1,  183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ όπως, ειδικότερα, ορίζεται στο διατακτικό της  απόφασης, ενώ τα δικαστικά έξοδα  του Επικουρικού Κεφαλαίου, ως ειδικού διαδόχου της παρεμπιπτόντως ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρίας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, βαρύνουν τον πρώτο παρεμπιπτόντως εναγόμενο, λόγω της ήττας του (άρθρο 176, 183 και 191 παρ.2), ενώ  θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου για την άσκηση της έφεσης στο ως άνω εκκαλούν, (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 3.9.2012 και με αριθμό κατάθεσης  …../2012 έφεσης ως προς τους 1η και 9η των εφεσιβλήτων,  κατά το εφετήριο- 2η και 10η των καθ ων η κλήση, ήτοι τις  ……….. και …………. αντίστοιχα.

Δικάζει ερήμην του 2ου έως και 8ης των εφεσιβλήτων, κατά το εφετήριο-3ου έως και 9ης των καθ ων η κλήση, ήτοι των ………..αντίστοιχα και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό  μέρος  που παραπέμφθηκε δυνάμει της υπ` αριθμόν 1673/2017 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, Δ Πολιτικό Τμήμα, την ως άνω έφεση κατά της με αριθμό 3772/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Ορίζει παράβολο ερημοδικίας ποσού διακοσίων (200) ευρώ για καθένα από τους ως άνω απολιπόμενους εφεσιβλήτους.

Δέχεται τύποις  και κατ` ουσίαν την έφεση κατά το παραπάνω μέρος.

Εξαφανίζει  την εκκαλουμένη με αριθμό 3772/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τις διατάξεις της που αφορούν την κύρια  από 9.10.2008 και με αριθμό καταθέσεως …./2008 αγωγή και δη ως προς το αγωγικό αίτημα καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης στους παρακάτω αναφερόμενους ενάγοντες της κύριας αγωγής, ως προς το νπιδ  με την επωνυμία ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ, το οποίο υπεισήλθε στη θέση της τρίτης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, καθώς και όσον αφορά την από 27.4.2009 και με αριθμό καταθέσεως …../2009 παρεμπίπτουσα αγωγή καθ ό μέρος αυτή στρέφεται κατά του πρώτου παρεμπιπτόντως εναγόμενου, …………. (10ου των εφεσιβλήτων, κατά το εφετήριο, 1ου των καθ ων η κλήση),  κατά το παραπάνω μέρος της.

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει κατά το μέρος αυτό κατ` ουσίαν  τις προαναφερόμενες αγωγές (κύρια και παρεμπίπτουσα).

Συνεκδικάζει αυτές.

Δέχεται  εν μέρει την κύρια αγωγή, ως προς το άνω αγωγικό αίτημα καθ ό μέρος στρέφεται κατά του νπιδ με την επωνυμία Επικουρικό Κεφάλαιο, το οποίο υπεισήλθε στη θέση της τρίτης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας  με την επωνυμία ««………….Α.Ε.Ε.ΓΑ» και ως προς τους παρακάτω αναφερόμενους ενάγοντες καθώς και την παρεμπίπτουσα αγωγή, καθ ό μέρος στρέφεται κατά του ως άνω πρώτου παρεμπιπτόντως εναγομένου.

Υποχρεώνει το εναγόμενο  νπιδ με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ» να καταβάλει α)  σε καθένα των 2ου, 3ου και 4ου  των εναγόντων, ήτοι στους ………… αντίστοιχα, το ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων (35.000) ευρώ β) σε καθεμία των 5ης και 6ης των εναγουσών, ήτοι στις …………., το ποσό των πέντε χιλιάδων ( 5.000)  ευρώ και γ) σε καθένα των 7ου και 8ου των εναγόντων, ήτοι στους ……….., το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000)  ευρώ, όλα δε τα εν λόγω ποσά νομιμότοκα από την επομένη επιδόσεως της αγωγής μέχρι και την εξόφληση.

Επιβάλει στο ως άνω εναγόμενο  μέρος των δικαστικών εξόδων των ως άνω εναγόντων, του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων (4.500) ευρώ.

Δέχεται την ως άνω παρεμπίπτουσα αγωγή, καθ ό μέρος στρέφεται κατά του πρώτου παρεμπιπτόντως εναγόμενου, …………

Αναγνωρίζει την υποχρέωση του ως άνω εναγόμενου να καταβάλει στο Επικουρικό Κεφάλαιο, ως ειδικού  διαδόχου της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρίας «…………. Α.Ε.Ε.ΓΑ» ό, τι  ποσό ήθελε αυτό καταβάλει στους ως άνω ενάγοντες της κύριας από 9.10.2008 αγωγής για την αναφερόμενη στο σκεπτικό αιτία ( ήτοι ως χρηματική τους ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης και δη  κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα), νομιμοτόκως από της καταβολής των άνω ποσών.

Επιβάλλει σε βάρος του παρεμπιπτόντως εναγόμενου τα δικαστικά έξοδα του Επικουρικού Κεφαλαίου, ως ειδικού διαδόχου της παρεμπιπτόντως ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρίας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου με αριθμό ………./2012 στο εκκαλούν.

ΚΡΙΘΗΚΕ,  αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά, στις        23-6- 2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων των παρισταμένων εξ αυτών.

  Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ