Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 439/2020

Αριθμός  439/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

             Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη,   η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα,  Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Η από 28.6.2018  (αριθμ.καταθ.δικογρ.ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/28.6.2018 και ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2018) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος κατά της με αριθμό 2368/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών   διαφορών (άρθρα 614 παρ.3 και  621-622 ΚΠολ έχει ασκηθεί  σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, ενώ για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η προκατάθεση παραβόλου, δεδομένου ότι η σχετική υποχρέωση   δεν ισχύει στις διαφορές του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠολΔ (άρθρο 495 παρ.3εδ.τελ.ΚΠολΔ), ως η προκείμενη.  Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 520 παρ. 2 ΚΠολΔ “Πρόσθετοι λόγοι έφεσης ως προς τα κεφάλαια της απόφασης, που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά, ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από το δικόγραφο αυτό, κοινοποιείται στον εφεσίβλητο τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης”, στην περίπτωση δε των ειδικών διαδικασιών, ως η προκείμενη, κατ άρθρο 591 παρ.1 στοιχ. ζ του ίδιου ως άνω κώδικα ασκούνται με ποινή απαραδέκτου με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνονται και επιδίδεται στον αντίδικο τουλάχιστον οκτώ ημέρες  πριν από τη συζήτηση, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της κύριας υπόθεσης. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει, ότι για να είναι παραδεκτοί οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει, εκτός άλλων, να αναφέρονται στα εκκληθέντα κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης ή στα αναγκαία με αυτά συνεχόμενα, άλλως απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και αυτεπαγγέλτως. Ως αναγκαία συνεχόμενα κεφάλαια είναι οι διατάξεις της εκκαλούμενης απόφασης που έχουν τέτοια συνάφεια με τις επικληθείσες διατάξεις είτε διότι αποτελούν προκριματικό για την παραδοχή τους ζήτημα είτε γιατί πηγάζουν από την ίδια ιστορική αιτία και διαμορφώνουν ή προσιδιάζουν το αντικείμενο εκείνων, ώστε τυχόν διαφορετική κρίση του Εφετείου σχετικά με την πρωτόδικη απόφαση να επηρεάζει και την κρίση επί των εκκληθέντων με την έφεση κεφαλαίων (ΑΠ 76/2015, ΑΠ 238/2001, δημοσιευμένες στη Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, το εκκαλούν  με το από 6.2.2020  ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου στις 6.2.2020 (αριθμ. καταθ. δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …../6.2.2020) και επιδόθηκε νομότυπα στους αντίκλητους-πληρεξουσίους δικηγόρους των εφεσιβλήτων, κατ άρθρο 143 παρ.1 ΚΠολΔ (βλ. την με αριθμό ………/7.2.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……., προς τον αναφερόμενο στην αρχή της παρούσας πληρεξούσιο δικηγόρο των εφεσιβλήτων-εναγόντων καθώς και την με αριθμό …../7.2.2020 έκθεση επίδοσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή προς την δικηγόρο, ……….., που είχε εκπροσωπήσει τους ενάγοντες-εφεσιβλήτους στα πλαίσια της δίκης στον πρώτο βαθμό) άσκησε νομότυπα και εμπρόθεσμα προσθέτους λόγους, οι οποίοι αφορούν σε κεφάλαια της απόφασης, που έχουν προσβληθεί με την ως άνω έφεση και συνέχονται αναγκαστικά με αυτά. Επομένως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι πρέπει, συνεκδικαζόμενοι λόγω συνάφειας με την έφεση (άρθρο 246 ΚΠολΔ), να γίνουν τυπικά δεκτοί και να εξεταστεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο αυτών, ως και κατά προαναφερόμενα, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κρινόμενης έφεσης, κατά την ίδια διαδικασία.

Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι άσκησαν σε βάρος του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος, μεταξύ άλλων εναγόντων, μη διαδίκων στην παρούσα δίκη, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 31.1.2017 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../31.1.2017 αγωγή τους, ως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε και διευκρινίσθηκε με τις προτάσεις τους, στην οποία εξέθεταν ότι είναι ιατροί, με τις αναφερόμενες στην αγωγή ειδικότητες, απασχολούμενοι στο παρελθόν στο ΙΚΑ με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.   Ότι κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 17 του ν. 4238/2014, μεταφέρθηκαν και εντάχθηκαν στο εναγόμενο νομικό πρόσωπο, την 31.12.2014, στο οποίο και έκτοτε απασχολούνται. Ότι μετά την πάροδο της προθεσμίας ένταξής τους στο εναγόμενο, το τελευταίο τους κατέβαλλε αποδοχές μικρότερες των προβλεπόμενων από τις διατάξεις του Ν. 3205/2003, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο υπό κρίση δικόγραφο και δη αποδοχές Επιμελητή Α, εφαρμόζοντας μάλιστα αντισυνταγματική περικοπή των αποδοχών τους και δη του βασικού μισθού, του νοσοκομειακού επιδόματος και του επιδόματος βιβλιοθήκης, τέλος δε εσφαλμένα τους κατέβαλλε επίδομα χρόνου υπηρεσίας, υπολογιζόμενο επί του βασικού μισθού του Επιμελητή Α’, αντί του βασικού μισθού του Πρωτοδίκη, κατ’ άρθρο 86 περ.6 β του ν. 4307/2014, μη συνυπολογίζοντας και τον χρόνο προϋπηρεσίας εκάστου εξ αυτών στο ΙΚΑ, σύμφωνα με το ν. 4254/2014 Κεφ ΙΖ υποπαράγραφος ΙΖ.1 περίπτωση Δ2 τελευταίο εδάφιο και το άρθρο 21 παρ. 2 του ν.4328/2014, με αποτέλεσμα να προκύπτουν διαφορές μεταξύ καταβληθεισών και καταβλητέων μηνιαίων αποδοχών. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό οι ενάγοντες ζητούσαν,  κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του κυρίου αιτήματος της αγωγής τους κυρίως, αναγνωριζομένης της αντισυνταγματικότητας των περικοπών του ν. 4093/2012, ως επίσης και του ότι το επίδομα χρόνου προϋπηρεσίας έπρεπε να υπολογίζεται επί του βασικού μισθού του Πρωτοδίκη, να αναγνωρισθεί ότι για τον υπολογισμό των αποδοχών και επιδομάτων εκάστου των εναγόντων μετά την 18.11.2014 πρέπει να εφαρμοσθούν στο σύνολό τους οι διατάξεις του Ν. 3205/2003 χωρίς τις  αντισυνταγματικές τροποποιήσεις και μειώσεις του Ν. 4093/2012 και ότι, επομένως, το εναγόμενο νομικό πρόσωπο οφείλει να καταβάλει, για διαφορές αποδοχών για το χρονικό διάστημα από 1.1.2015 έως και 31.12.2016 (στις οποίες περιλαμβάνεται και το επίδομα θέσης ευθύνης από 01.01.2015 έως 21.02.2016, με τον ισχυρισμό ότι από 21.02.2016 και εντεύθεν αυτό τους καταβαλλόταν από το εναγόμενο), το συνολικό ποσό των 30.088,80 ευρώ στην πρώτη, το συνολικό ποσό των 31.152,486  ευρώ στη δεύτερη, το συνολικό ποσό των 30.088,806 ευρώ  στην τρίτη, το συνολικό ποσό των 29.025,126 ευρώ στον τέταρτο, το συνολικό ποσό των 30.620,646 ευρώ στην πέμπτη, το συνολικό ποσό των 29.025,126 ευρώ στον έκτο, το συνολικό ποσό των 29.556,966 ευρώ  στον έβδομο, το συνολικό ποσό των 31.152,486 ευρώ  στην όγδοη, το συνολικό ποσό των 31.152,486 ευρώ  στον ένατο, το συνολικό ποσό των 29.025,126 ευρώ στον δέκατο, το συνολικό ποσό των 30.088,806 ευρώ στον ενδέκατο, το συνολικό ποσό των 30.620,646 ευρώ στη δωδέκατη, το συνολικό ποσό των 31.152,486 ευρώ στον δέκατο τρίτο, το συνολικό ποσό των 28.493,286 ευρώ στον δέκατο τέταρτο, το συνολικό ποσό των 30.088,806 ευρώ  στην δέκατη πέμπτη, το συνολικό ποσό των 26.897,766 ευρώ στην δέκατη έκτη,  το συνολικό ποσό των 29.025,126 ευρώ στον δέκατο όγδοο, , το συνολικό ποσό των 30.620,646 ευρώ  στη δέκατη ένατη, το συνολικό ποσό των 30.620,646 ευρώ στον εικοστό  δεύτερο, το συνολικό ποσό των 30.620,646 ευρώ στην εικοστή τέταρτη, το συνολικό ποσό των 30.620,646 ευρώ  στον εικοστό πέμπτο, το συνολικό ποσό των 30.088,806 ευρώ στον εικοστό έκτο, το συνολικό ποσό των 31.152,486 ευρώ στον εικοστό έβδομο, το συνολικό ποσό των 31.152,486 ευρώ  στον εικοστό όγδοο, το συνολικό ποσό των 29.556,966 ευρώ στον τριακοστό, το συνολικό ποσό των 27.961,44 ευρώ στην τριακοστή δεύτερη , το συνολικό ποσό των 25.834,08 ευρώ στην  τριακοστή τρίτη, το συνολικό ποσό των 28.493,28 ευρώ  στην τριακοστή τέταρτη, το συνολικό ποσό των 30.088,80 ευρώ στον τριακοστό έκτο, το συνολικό ποσό των 27.961,44 ευρώ  στον τριακοστό όγδοο, το συνολικό ποσό των 30.088,80 ευρώ στον τριακοστό ένατο, το συνολικό ποσό των 30.620,64 ευρώ στον τεσσαρακοστό, το συνολικό ποσό των 31.152,48 ευρώ  στην τεσσαρακοστή πρώτη και το συνολικό ποσό των 26.365,920 ευρώ στον τεσσαρακοστό τρίτο. Επικουρικά δε, ήτοι για την περίπτωση που ήθελε κριθούν συνταγματικές οι πιο πάνω περικοπές, αναγνωριζομένου ομοίως ότι το επίδομα χρόνου προϋπηρεσίας έπρεπε να υπολογίζεται επί του βασικού μισθού του Πρωτοδίκη, να αναγνωρισθεί ότι τους οφείλονται διαφορές αποδοχών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3205/2003, όπως ίσχυαν μετά τις περικοπές που επέφερε ο Ν. 4093/2012, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής, όλα δε τα ανωτέρω ποσά νομιμότοκα έως την πλήρη εξόφληση. Επί της αγωγής αυτής, συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των ως άνω διαδίκων, εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 2368/2018 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο δέχτηκε εν μέρει την αγωγή ως προς τους ενάγοντες, ως προς την κύρια βάση της, αναγνώρισε ότι προς υπολογισμό των  αποδοχών και επιδομάτων των εναγόντων που αναφέρονται στην αμέσως επόμενη διάταξή της, για το επίδικο στην αγωγή χρονικό διάστημα,  έπρεπε να έχουν εφαρμοστεί  οι διατάξεις του ν. 3205/2003 χωρίς τις επιβληθείσες  περικοπές του ν. 4093/2012 και ότι το επίδομα χρόνου προϋπηρεσίας έπρεπε να υπολογίζεται επί του βασικού μισθού του Πρωτοδίκη και αναγνώρισε ότι το εναγόμενο οφείλει να καταβάλει :  1. Στην πρώτη ενάγουσα (………) το συνολικό ποσό των 29.025,12 ευρώ , 2. Στη δεύτερη ενάγουσα (…………) το συνολικό ποσό των 30.088,80 ευρώ , 3. Στην τρίτη ενάγουσα (………..) το συνολικό ποσό των 29.556,96 ευρώ, 4. Στον τέταρτο ενάγοντα (……….) το συνολικό ποσό των 27.961,44 ευρώ , 5. Στην πέμπτη ενάγουσα (…………) το συνολικό ποσό των 30.088,80 ευρώ, 6. Στον έκτο ενάγοντα (…………) το συνολικό ποσό των 27.961,44 ευρώ , 7. Στον έβδομο ενάγοντα (…………) το συνολικό ποσό των 29.025,12 ευρώ, 8. Στην όγδοη ενάγουσα (……………) το συνολικό ποσό των 30.088,80 ευρώ, 9. Στον ένατο ενάγοντα (………….) το συνολικό ποσό των 30.088,80 ευρώ, 10. Στον δέκατο ενάγοντα (………) το συνολικό ποσό των 27.961,44 ευρώ, 11. Στον ενδέκατο ενάγοντα (…………) το συνολικό ποσό των 29.025,12 ευρώ, 12. Στη δωδέκατη ενάγουσα (………….) το συνολικό ποσό των 30,088,80 ευρώ, 13. Στον δέκατο τρίτο ενάγοντα  (…………….) το συνολικό ποσό των 31.152,48 ευρώ, . 14. Στον δέκατο τέταρτο ενάγοντα (…………..) το συνολικό ποσό των 27.961,44 ευρώ, 15. Στην δέκατη πέμπτη ενάγουσα (…………) το συνολικό ποσό των 29.556,96 ευρώ, 16. Στην δέκατη έκτη ενάγουσα (…………) το συνολικό ποσό των 15.331,20 ευρώ, 17. Στον δέκατο όγδοο ενάγοντα (………….) το συνολικό ποσό των 27.961,44 ευρώ, 18. Στη δέκατη ένατη ενάγουσα (………….) το συνολικό ποσό των 29.556,96 ευρώ, 19. Στον εικοστό δεύτερο ενάγοντα (………..) το συνολικό ποσό των 29.556,96 ευρώ, 20. Στην εικοστή τέταρτη ενάγουσα (………….) το συνολικό ποσό των 30.088,80 ευρώ, 21. Στον εικοστό πέμπτο ενάγοντα (………..) το συνολικό ποσό των 29.556,96 ευρώ, 22. Στον εικοστό έκτο ενάγοντα (…………) το συνολικό ποσό των 29.025,12 ευρώ,23. Στον εικοστό έβδομο ενάγοντα (………….) το συνολικό ποσό των 31.152,48 ευρώ, 24. Στον εικοστό όγδοο ενάγοντα (………..) το συνολικό ποσό των 31.152,48 ευρώ, 25. Στον τριακοστό ενάγοντα (…………) το συνολικό ποσό των 28.493,28 ευρώ,26. Στην τριακοστή δεύτερη ενάγουσα (……….) το συνολικό ποσό των 27.961,44 ευρώ, 27. Στην τριακοστή τρίτη ενάγουσα (……….) το συνολικό ποσό των 14.267,52 ευρώ, 28. Στην τριακοστή τέταρτη ενάγουσα (……….) το συνολικό ποσό των 27.961,44 ευρώ, 29. Στον τριακοστό έκτο ενάγοντα (…………) το συνολικό ποσό των 29.025,12 ευρώ, 30. Στον τριακοστό όγδοο ενάγοντα (. ….) το συνολικό ποσό των 27.429,60 ευρώ, 31. Στον τριακοστό ένατο ενάγοντα (. ……) το συνολικό ποσό των 29.025,12 ευρώ, 32. Στον τεσσαρακοστό ενάγοντα (…………) το συνολικό ποσό των 29.556,96 ευρώ, 33. Στην τεσσαρακοστή πρώτη ενάγουσα (………..) το συνολικό ποσό των 30.088,80 ευρώ και 34. Στον τεσσαρακοστό τρίτο ενάγοντα (…………) το συνολικό ποσό των 15.331,20 ευρώ, όλα δε τα ανωτέρω νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής, με τόκο υπερημερίας εκ ποσοστού 6% ετησίως, έως την πλήρη εξόφληση.  Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την υπό κρίση έφεσή του καθώς και τους προσθέτους λόγους αυτής, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί η ως άνω αγωγή.

Με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν από 18-4-2001, μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1) και ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2). Με τη διάταξη του άρθρου 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν α) οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, β)…, γ)… Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 95 παρ.1 1 του Συντάγματος, που αφορά τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκύπτει ότι διοικητικές διαφορές ουσίας, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, είναι οι διαφορές που πηγάζουν από διοικητικές συμβάσεις ή από ενέργειες διοικητικών οργάνων, οι οποίες δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εφόσον, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ο νόμος οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη δικαστική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημά του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, που αναφέρονται στο δημόσιο δίκαιο (ΑΕΔ 2/1993). Περαιτέρω σε εφαρμογή των αντίστοιχων συνταγματικών ρυθμίσεων του άρθρου 94 παρ.1 και 3, όπως ίσχυαν πριν την πιο πάνω αναθεώρηση, εκδόθηκε ο Ν. 1406/1983, με τα άρθρα 1 και 9 του οποίου όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπήχθησαν από 11-6-1985 στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 εδ. θ’ του Ν. 1406/1983, όπως στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 παρ. 3 του Ν. 2721/1999, ορίσθηκε ότι στις διοικητικές διαφορές ουσίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων περιλαμβάνονται ιδίως και οι διαφορές που αφορούν τις κάθε είδους αποδοχές (δεδουλευμένες ή μη) του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες ρυθμίζονται από διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου. Απ’ αυτό γίνεται φανερό ότι οι διαφορές που αφορούν τις αποδοχές των μισθωτών που συνδέονται με το Δημόσιο με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας, ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (βλ. AΠ 533/2018, ΑΠ 22/2016, ΑΠ 1341/2014, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1607/2012, βλ. επίσης ΑΕΔ 3/2004, ΑΕΔ 11/1992, ΑΕΔ 42/1990, πρβλ. και ΣτΕ 1697/2009, ΣτΕ 3028/2007, ΣτΕ 1771/2004, δημοσιευμένες στη  ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση το περιεχόμενο και τα  αιτήματα της κρινόμενης αγωγής, ως αυτά εκτέθηκαν ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εισήχθη η υπόθεση, είχε δικαιοδοσία προς εκδίκαση της αγωγής, εφόσον οι διαφορές που αφορούν τις αποδοχές μισθωτών, που συνδέονται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή τα ΝΠΔΔ με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση οι ενάγοντες, υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε και συνεπώς, ο πρώτος λόγος της έφεσης και ο πρώτος πρόσθετος λόγος αυτής, κατ ορθή εκτίμηση αυτών, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα,  τυγχάνουν αβάσιμοι και συνεπώς απορριπτέοι ( βλ. και ad hoc  EA 5898/2018, EA 6086/2019,  προσκομιζόμενες).  Περαιτέρω, με το ανωτέρω περιεχόμενο η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τα άρθρα 118 και 216 ΚΠολΔ στοιχεία, ειδικότερα δε αναφέρονται σ’ αυτήν αναλυτικά το είδος της σύμβασης εργασίας, η προϋπηρεσία, θέση και ειδικότητα κάθε ενάγοντος, με παράθεση των καταβαλλόμενων και καταβλητέων αποδοχών για καθέναν από αυτούς καθώς και η οικογενειακή τους κατάσταση, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται στην αγωγή ο τρόπος υπολογισμού των αιτούμενων με αυτήν ποσών. Επομένως, κρίνοντας ότι η αγωγή τυγχάνει ορισμένη, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εφάρμοσε το νόμο και ο σχετικός περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

II. Kατ άρθρο 527 ΚΠολΔ, ως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 και ισχύει στην προκείμενη περίπτωση,  σύμφωνα με το οποίο «Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη εκτός αν…………………..5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως», συνάγεται ότι ο εναγόμενος, ως εκκαλών, μπορεί να προτείνει παραδεκτώς  με την έφεση ή με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, οσάκις οι πρόσθετοι λόγοι ασκούνται παραδεκτά μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο, για πρώτη φορά στην κατ έφεση δίκη οψιγενή ισχυρισμό (ένσταση), εφόσον τα θεμελιούντα αυτήν πραγματικά περιστατικά έλαβαν χώρα μετά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (ΑΠ 1483/2018, ΑΠ1453/2019, δημοσιευμένες στη Νόμος). ΙΙΙ. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 532 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου έρευνα, διέρχεται τρία στάδια, κατά τα οποία εξετάζονται: πρώτα το παραδεκτό της ασκηθείσας εφέσεως (άρθρο 532 παρ. 1), δεύτερο το παραδεκτό ενός εκάστου των λόγων αυτής και τρίτο το κατ` ουσίαν βάσιμο αυτών (άρθρο 533 παρ. 1). Το βάσιμο ή μη των λόγων της εφέσεως κρίνεται από το Εφετείο από την εκτίμηση του σε αυτό και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συγκεντρωθέντος εν γένει αποδεικτικού υλικού, συμπεριλαμβανόμενου και του προσκομισθέντος  το πρώτον στην κατ` έφεση δίκη κατά τις προϋποθέσεις και τους ορισμούς του άρθρου 529 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ. Το Εφετείο, όμως, του νόμου μη ορίζοντος το αντίθετο, κατά την ορθή έννοια των ως άνω διατάξεων, δεν κωλύεται για την κατά την κρίση του ολοκλήρωση της έρευνας περί της βασιμότητας των λόγων της εφέσεως και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, α) να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις δια των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 339 ΚΠολΔ, β) να διατάξει επανάληψη της συζήτησης,  όταν κατά τη μελέτη και διάσκεψη της υπόθεσης παρουσιάστηκαν κενά, που χρειάζονται συμπλήρωση (άρθρο 254 ΚΠολΔ), ώστε μετά την εκτίμηση των διεξαχθησομένων τούτων αποδείξεων καθώς και αυτών που εκτιμήθηκαν από την εκκαλούμενη απόφαση, να κρίνει εάν είναι εσφαλμένη ή μη η πληττόμενη με την έφεση απόφαση και, σε καταφατική περίπτωση, να αποφανθεί περί της βασιμότητας των λόγων της εφέσεως και, εκ τούτου, κατ` επιταγή πλέον του νόμου (άρθρο 535 παρ. 1), να εξαφανίσει τότε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, εφόσον κατά την έννοια της άνω διατάξεως, προϋπόθεση της εξαφανίσεως αυτής (αποφάσεως) είναι η προηγούμενη διάγνωση από το Εφετείο της βασιμότητας των λόγων εφέσεως, η οποία επιτυγχάνεται κυριαρχικά απ` αυτό, κατά τα προεκτεθέντα. Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, αλλά τουναντίον: α) από τη διάταξη του άρθρου 254 παρ. 1 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 524 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, και στην κατ` έφεση δίκη, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση και β) από την έχουσα επίσης εφαρμογή στη δευτεροβάθμια δίκη (άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ) διάταξη του άρθρου 245 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, η οποία ορίζει ότι το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει οτιδήποτε μπορεί να συντελέσει στη διάγνωση της διαφοράς, σαφώς προκύπτει ότι το Εφετείο δικαιούται να διατάξει επανάληψη της συζήτησης και να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις, που θα συντελούν στη διάγνωση της βασιμότητας του λόγου εφέσεως και της εν γένει διαφοράς, κατά τα δι` αυτού οριζόμενα όρια, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη (ΟλΑΠ  30/1997, ΑΠ 1844/2011, ΕΘ 149/2015, ΕφΠειρ 303/2015, δημοσιευμένες στη Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, το εκκαλούν ισχυρίζεται με σχετικό  πρόσθετο λόγο της έφεσής του (4ο), κατ ορθή εκτίμηση αυτού,  ότι αυτό  (εκκαλούν) μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης και δη στις 26.1.2019 κατέβαλε σε καθένα των εφεσιβλήτων-εναγόντων, προς εξόφληση των ένδικων αξιώσεών τους και δη  αυτών που αναγνωρίσθηκε ότι τους οφείλει με την ως άνω απόφαση, κατ εφαρμογή  του άρθρου  11 του Ν.4575/2018, σύμφωνα με το οποίο ορίσθηκε ότι « 1.  Στους Ιατρούς του Ε.Σ.Υ., Ιατρούς Δημόσιας Υγείας Ε.Σ.Υ., Επικουρικούς Ιατρούς και Ειδικευόμενους Ιατρούς και στο σύνολο των ιατρών του Γενικού Νοσοκομείου Παπαγεωργίου και για όσο χρόνο αυτοί ήταν εν ενεργεία κατά το χρονικό διάστημα από 13.11.2014 έως και 31.12.2016 καταβάλλεται, πλην της αποζημίωσης εφημεριών, εφάπαξ χρηματικό ποσό, που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των μηνιαίων αποδοχών που θα δικαιούνταν να λάβουν με βάση τις ισχύουσες κατά την 31.7.2012 μισθολογικές διατάξεις, και των μηνιαίων αποδοχών που πράγματι τους κατεβλήθησαν με βάση τις διατάξεις του ν. 4093/2012 (Α` 222).Το χρηματικό ποσό του προηγούμενου εδαφίου υπολογίζεται με αναφορά στο χρονικό διάστημα από 13.11.2014 έως και 31.12.2016» καθώς και σε εκτέλεση του άρθρου  3 της υπ.αριθμ. ΥΑ οικ/2/88420 (ΦΕΚ Β-5435/4.12.2018), σύμφωνα με το οποίο « Σε περίπτωση που τα πρόσωπα του άρθρου 1 έχουν λάβει σε εκτέλεση τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων ποσά που αντιστοιχούν σε αυτά που θα λάμβαναν εάν δεν είχαν μεσολαβήσει οι μισθολογικές διατάξεις του ν. 4093/2012  (Α` 222), τα ποσά αυτά συμψηφίζονται με το εφάπαξ χρηματικό ποσό του ίδιου άρθρου, κατά το μέρος που αναφέρονται στο ίδιο χρονικό διάστημα, εξαιρουμένων των σχετικών επιδικασθέντων τόκων. Ο εν λόγω συμψηφισμός θα λάβει χώρα και κατά την εκτέλεση σχετικών δικαστικών αποφάσεων που τυχόν θα εκδοθούν μετά την ημερομηνία εφάπαξ καταβολής του εν λόγω χρηματικού ποσού, εφόσον αυτές αναφέρονται (εν όλω ή εν μέρει) στο ίδιο χρονικό διάστημα»,  τα κάτωθι χρηματικά ποσά και δη: στην πρώτη, … ..,  το ποσό των 15.297,28 ευρώ, στη δεύτερη, ……..,  το ποσό των 15.635, 86 ευρώ, στην τρίτη, ………..,  το ποσό των 15.297,28 ευρώ, στον τέταρτο, ………., το ποσό των 14.620,13 ευρώ, στην πέμπτη, ……….,  το ποσό των 15.974,44 ευρώ, στον έκτο, ………., το ποσό των 14.620,13 ευρώ, στον έβδομο, ………,  το ποσό των 14.958,71 ευρώ, στην όγδοη, ………..,  το ποσό των 15.635,86 ευρώ, στον ένατο, ………,  το ποσό των 15.974,44 ευρω, στον δέκατο, ……….., το ποσό των 14.281,56 ευρώ, στον 11ο, ……….,  το ποσό των 15.297,28 ευρώ, στην δωδέκατη, ……….,  το ποσό των 18.709,62 ευρώ, στον 13ο, ………..,  το ποσό των 21.493,68 ευρώ, στον δέκατο τέταρτο,  …………,  το ποσό των 10.405,20 ευρώ, στην δέκατη πέμπτη, ………..,  το ποσό των 15.297,28 ευρώ, στην 16η, . …, το ποσό των 9.696,72 ευρώ, στον δέκατο έβδομο,  . …,  το ποσό των 14.620,13 ευρώ, στην δέκατη όγδοη,  ………. , το ποσό των 15.635,86 ευρώ, στον δέκατο ένατο, ………..,  το ποσό των 15.635,86 ευρώ, στην εικοστή, ………., το ποσό των 15.297,28 ευρώ, στον εικοστό πρώτο, ………., το ποσό των  15.635,86 ευρώ, στον εικοστό δεύτερο, ……..,  το ποσό των 15.297,28 ευρώ, στον εικοστό τρίτο, ……….., το ποσό των 15.974,44 ευρώ, στον εικοστό τέταρτο, …………., το ποσό των 21.493,68 ευρώ, στον εικοστό πέμπτο, ……….., το ποσό των 14.958,71 ευρώ, στην εικοστή έκτη, …….., το ποσό των 10.405,20 ευρώ, στην εικοστή έβδομη, ………..,  το ποσό των 5.862,72 ευρώ, στην εικοστή όγδοη, ……………, το ποσό των 14.620,13 ευρώ, στον εικοστό ένατο, …………, το ποσό των 14.958,71 ευρώ, στον τριακοστό, ………..,  το ποσό των 10.169,04 ευρώ, στον τριακοστό πρώτο, ……….., το ποσό των 15.297,28 ευρώ, στον τριακοστό δεύτερο, ………., το ποσό των 15.635,86 ευρώ, στην τριακοστή τρίτη, …….., το ποσό των 15.974,44 ευρώ και στον τριακοστό τέταρτο, …………, το ποσό των 9.460,56 ευρώ. Ισχυρίζεται, ως εκ τούτου, ότι στην  περίπτωση, που κριθούν βάσιμες οι ένδικες αξιώσεις των εφεσιβλήτων, από το παρόν Δικαστήριο, τα εν λόγω ποσά που τους καταβλήθηκαν, που κατ αυτό, οδηγούν σε απόσβεση των απαιτήσεών τους,  πρέπει να ληφθούν υπόψη, ώστε να εξαφανισθεί η πρωτοβάθμια απόφαση. Προς επίρρωση δε του ως άνω ισχυρισμού τους (ένσταση εξόφλησης), η οποία, ενόψει των προαναφερομένων στην προηγηθείσα νομική σκέψη (υπό στοιχ.ΙΙ)  προτείνεται παραδεκτά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και είναι νόμιμη (άρθρο 416 ΑΚ) προσκομίζει το με αριθμό πρωτοκόλλου 7334/5.2.2020 έγγραφο της Διεύθυνσης Οικονομικής Οργάνωσης και Υποστήριξης του εκκαλούντος με τον επισυναπτόμενο σ αυτό πίνακα, στο οποίον  πράγματι  αναγράφονται οι ως άνω εφεσίβλητοι και τα καταβληθέντα  σ αυτούς ως άνω ποσά, αναγράφεται δε σ αυτό  (έγγραφο) ότι όλοι οι εφεσίβλητοι πληρώθηκαν στις 26.1.2019 αναδρομικά βάσει του Ν.4575/2018 άρθρο 11  και του ΦΕΚ 5435-4/12/2018 και το χρηματικό ποσό αφορούσε το χρονικό διάστημα από 1.1.2015 έως και 31.12.2016, ανερχόμενο, για καθένα απ αυτούς  (εφεσιβλήτους) στα επικαλούμενα από το εκκαλούν και αναφερόμενα ως άνω ποσά, γεγονός, που αρνούνται οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι,   σημειωτέον ισχυρίζονται ότι έχει κατατεθεί και ασκηθεί απ αυτούς αγωγή με αίτημα την χορήγηση σ αυτούς εγγράφου, σχετικά με την καταβολή από το εκκαλούν βάσει του ως άνω  Ν.4575/2018  των καταβληθέντων σ αυτούς ποσών, που αφορούν τις αξιώσεις της αγωγής τους, για  τα έτη 2015-2016 (βλ.σελ.8-9 προτάσεων των εφεσιβλήτων ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου). Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το ότι στο προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από το εκκαλούν ως άνω έγγραφο γίνεται αναφορά, ως επί λέξει αναγράφεται  σ αυτό « στην με αριθμό πρωτοκόλλου ………./5/19 έφεση  των ……….. και λοιπών 34» ενώ στην επικεφαλίδα του επισυναπτόμενου στο εν λόγω έγγραφο πίνακα αναγράφεται επί λέξει «ΑΡ.ΠΡΩΤ.ΑΓΩΓΗΣ Νο ………./9/19-…. ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ», που δεν έχουν σχέση με την ένδικη από 31.1.2017 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../31.1.2017 αγωγή και την  από 28.6.2018  (αριθμ.καταθ.δικογρ. .ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../28.6.2018 και ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2018) έφεση, το Δικαστήριο αδυνατεί να συναγάγει  με ασφάλεια αν πράγματι τα επικαλούμενα από το εκκαλούν ως άνω ποσά δόθηκαν, κατ εφαρμογή του ως άνω Ν.4575/2018 σε συνδυασμό με το άρθρο   3 της υπ.αριθμ. ΥΑ οικ/2/88420 (ΦΕΚ Β-5435/4.12.2018), προς εξόφληση των ένδικων αξιώσεων των εναγόντων, για τις οποίες εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, την εξαφάνιση της οποίας, κατά παραδοχή του ως άνω ισχυρισμού του, ζητεί το εκκαλούν.

Συνακόλουθα, ενόψει του ότι κατά τη μελέτη της κρινόμενης υπόθεσης παρουσιάστηκε το ως άνω αμφίβολο σημείο και κενό που χρειάζεται συμπλήρωση και διευκρίνιση, και που  αποτελεί κρίσιμο ζήτημα  για τη διάγνωση της ένδικης διαφοράς και τη βασιμότητα ή μη του ως άνω πρόσθετου λόγου της έφεσης, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο, χωρίς προηγουμένως να προβεί στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, εξουσία την οποία έχει, κατά τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχ.ΙΙΙ μείζονα σκέψη, για την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας του ως άνω πρόσθετου  λόγου της εφέσεως, ούτως ώστε να δυνηθεί το Δικαστήριο να σχηματίσει ασφαλή κρίση, να  διαταχθεί η επανάληψη της συζητήσεως της ένδικης υπόθεσης στο ακροατήριο, προκειμένου να προσκομισθεί επιμελεία του εκκαλούντος έγγραφο της Οικονομικής Υπηρεσίας του τελευταίου από το οποίο να προκύπτει με σαφήνεια τι ποσά καταβλήθηκαν σε έκαστο των εφεσιβλήτων-εναγόντων βάσει του Ν.4575/2018 άρθρο 11 σε συνδυασμό με το άρθρο   3 της ΥΑ οικ/2/88420 (ΦΕΚ Β-5435/4.12.2018),έναντι των αξιώσεών τους για τις οποίες άσκησαν την  από 31.1.2017 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./31.1.2017 ένδικη αγωγή, ως αυτή παραδεκτά περιορίσθηκε, επί της οποίας εκδόθηκε η  εκκαλουμένη  με αριθμό 2368/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της οποίας το εκκαλούν  άσκησε την από 28.6.2018  (αριθμ.καταθ.δικογρ. ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./28.6.2018 και ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2018) έφεση και τους από 6.2.2020  (αριθμ.καταθ.δικογράφου ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../6.2.2020) πρόσθετους λόγους έφεσης, με ξεχωριστή αναφορά για κάθε ενάγοντα-εφεσίβλητο του ποσού που καταβλήθηκε, κατ είδος-αιτία (πχ. τι ποσό για οφειλόμενες αποδοχές- αποτελούμενες από βασικό μισθό, νοσοκομειακό επίδομα και επίδομα βιβλιοθήκης-  για χρονοεπίδομα και  επίδομα θέσης) και το  χρόνο της καταβολής του, για το επίδικο χρονικό διάστημα από 1.1.2015 έως 31.12.2016.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.-Δέχεται τυπικά την έφεση.-Αναβάλλει την έκδοση της οριστικής του απόφασης

-Διατάσσει την επανάληψη της συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο  προκειμένου να προσκομισθεί,  με επιμέλεια του εκκαλούντος, το αναφερόμενο  στο σκεπτικό της παρούσας έγγραφο της Οικονομικής Υπηρεσίας του.

– Κρίθηκε,  αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά, στις        23-6- 2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

  Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ