Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 447/2020

Αριθμός    447/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Το άρθρο 528 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, ορίζει ότι «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της εφέσεως κατά της αποφάσεως, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, πλην, όμως, ερευνήθηκαν οι λόγοι, σαν αυτός να ήταν παρών, προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να ακουσθεί και να προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που, ενδεχομένως, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της. Μετά την εξαφάνιση της αποφάσεως χωρεί νέα συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την οποίαν ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε δικαίωμα να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ. Αντιθέτως, αν με το εφετήριο προβάλλει ως εναγόμενος μόνον ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξοφλήσεως, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ.). Για να επέλθει, όμως, το αποτέλεσμα της εξαφανίσεως της αποφάσεως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, αλλά μόνον αν είναι νόμιμος, έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (Α.Π. 394/2011 ΝοΒ 2011. 2.171, Α.Π. 251/2009 Δίκη 2009.996, Α.Π. 1.906/2008 ΝοΒ 2009.927, Α.Π. 1.140/2008 Δίκη 2009.187, Σαμουήλ, ο.π., σελ. 99, Βαθρακοκοίλης, Κ.Πολ.Δ., οι τροποποιήσεις έως το Ν. 2915/2001, έκδ. 2001, άρθρ. 528, σελ. 498, αριθμ. 1, Κεραμέας – Kονδύλης – Nίκας, Κ.Πολ.Δ., Συμπλήρωμα, έκδ. 2003, άρθρ. 528, σελ. 68). Τέλος, η αντιμετώπιση αυτή ισχύει αδιαφόρως αν η ερήμην απόφαση στον πρώτο βαθμό εκδόθηκε κατά την τακτική ή την ειδική διαδικασία (Α.Π. 884/2007 ΧρΙΔ 2008.52, Α.Π. 446/2007 ΝοΒ 2008.138). Από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489 και 1493 του Α.Κ., όπως ισχύουν, προκύπτει ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν, είτε έχει διακοπεί η συμβίωση, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή και ανάλογη με τις δυνάμεις τους υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμη και εάν τούτο έχει περιουσία, της οποίας όμως τα εισοδήματα ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματά του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Περαιτέρω, οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν και το ενήλικο τέκνο τους, η δε αντίστοιχη έναντι αυτού υποχρέωση αυτών, η οποία προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390, 1485, 1486, 1489 εδ. β΄ και 1493 του Α.Κ., υφίσταται με την συνδρομή των προϋποθέσεων της Α.Κ. 1486 παρ. 1, η οποία προβλέπει ότι «δικαίωμα διατροφής έχει μόνο όποιος δεν μπορεί να διατρέφει τον εαυτό του από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες ενόψει και των τυχών αναγκών της εκπαίδευσής του» (Β. Βαθρακοκοίλης, ΕΡΜΝΟΜΑΚ, άρθρο 1486 Α.Κ., σελ. 742 – 743). Για την κάλυψη των δαπανών διατροφής του τέκνου με την ανωτέρω έννοια επιβαρύνονται και οι δύο γονείς του, κάθε ένας από τους οποίους είναι υποχρεωμένος να καλύψει ένα ποσοστό από τις ανάγκες του τέκνου του, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες του, που πηγάζουν από τα εισοδήματα ή τους πόρους του ή την περιουσία του υπόχρεου, που λαμβάνεται υπόψη, εφόσον οι πρόσοδοι απ` αυτήν είναι επαρκείς (ΑΠ 212/1999 ΝοΒ 48.640). Με σαφήνεια δηλαδή συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις ότι και το ενήλικο τέκνο έχει διατροφική αξίωση, εφόσον αδυνατεί να αυτοδιατραφεί από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες και τις ανάγκες της εκπαίδευσής του (ΑΠ 1060/93 ΕλλΔνη 35, σελ. 1292, ΕφΠειρ 267/98 ΕλλΔνη 39 σελ. 896, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, υπ` άρθρο 1486, αριθ. 94 επ.) Άλλωστε, ο νόμος δεν εξαρτά το δικαίωμα διατροφής του τέκνου από κάποιο όριο ηλικίας και δη αυτό της ενηλικίωσής του, με συνέπεια και το ενήλικο τέκνο να μπορεί να αξιώσει την παροχή διατροφής από τους γονείς του. Συνεπώς, καθιερώνεται υποχρέωση των γονέων για διατροφή του τέκνου τους, η οποία δεν διαρκεί μόνο μέχρι την ενηλικίωση του, αλλά αυτοί υποχρεούνται να διατρέφουν και το ενήλικο τέκνο τους, εάν αυτό δεν μπορεί να διατρέφει τον εαυτό του από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βασικές του συνθήκες, ενόψει και των τυχόν αναγκών της εκπαιδεύσεώς του (ΑΠ 1060/1993, Δνη 35/1251, ΕφΑθ 977/1986, Δνη 27/516, ΕφΑθ 6133/1983 Δνη 25/475, ΕφΘεσ 2510/2000/ Αρμ. 5548, ΕφΑθ 4299/ 1993/ Δνη 35, σ. 451). Αν ο ενήλικος επιθυμεί να συνεχίσει τις σπουδές του στην τριτοβάθμια ή την επαγγελματική εκπαίδευση τότε δικαιούται διατροφής από τα πρόσωπα που ορίζει το άρθρο 1485 Α.Κ., αν δεν έχει περιουσία, στην περίπτωση όμως αυτή συνεκτιμώνται οι μέχρι τώρα σπουδές του ενήλικου τέκνου σε σχέση με τη δυνατότητά του να εργασθεί. Η ιδιότητα του τέκνου ως σπουδαστού συνεπάγεται συνήθως ότι αυτό δεν είναι σε θέση να ασκήσει παραλλήλως οιονδήποτε επάγγελμα ή εργασία χωρίς βλάβη της υγείας του και της επιτυχούς αντιμετωπίσεως των σπουδών του (ΕφΘεσ 510/2000, ΕφΑθ 3689/1985, Δνη 261169). Η διατροφή του ενηλίκου περιλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 1493 του Α.Κ., όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του δικαιούχου και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή, καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευσή του. Ως εκπαίδευση νοείται όχι μόνο η κατώτερη, αλλά και η μέση γενικά εκπαίδευση, καθώς και η ανώτερη ή ανώτατη. Λαμβάνονται δε προς τούτο υπόψη οι επιδόσεις του δικαιούχου, δηλαδή η ικανότητα του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ορισμένου βαθμού και επιπέδου σπουδών. Μάλιστα, πρέπει να αναγνωριστεί διατροφική αξίωση του ενηλίκου τέκνου και μετά το πέρας των σπουδών του, εφόσον καθίσταται αδύνατη η εξεύρεση κατάλληλης εργασίας, γι’ αυτό και συνεχίζεται η περαιτέρω επιμόρφωσή του (π.χ. μεταπτυχιακές σπουδές στην ημεδαπή ή την αλλοδαπή, απόκτηση διδακτορικού διπλώματος, απόκτηση δεύτερου πτυχίου), αν αυτή δικαιολογείται από τις προηγούμενες επιδόσεις του και τις κρατούσες συνθήκες και αντιλήψεις γενικότερα στον κλάδο της επιστήμης που ακολουθεί. Προϋπόθεση για να αξιώσει διατροφή από τους γονείς του το ενήλικο τέκνο είναι η απορία του και συγκεκριμένα η έλλειψη επαρκών περιουσιακών στοιχείων ή η αδυναμία του να μετέλθει κατάλληλης εργασίας. Η ευπορία του υποχρέου δεν αποτελεί προϋπόθεση της υποχρέωσης διατροφής. Συνεπώς, δεν λαμβάνεται υπόψη αν ο υπόχρεος είναι εύπορος ή άπορος, αφού και η απορία, συντρεχόντων των κρινόμενων όρων, γεννά υποχρέωση διατροφής. Δικαιούχος διατροφής είναι και εκείνος που, ενόψει των αναγκών της εκπαίδευσής του, δεν μπορεί να μετέλθει κατάλληλη εργασία, που να επιτρέπει την απρόσκοπτη συνέχιση των σπουδών του. Οι ανάγκες της εκπαίδευσης εξαρτώνται από τις λοιπές βιοτικές συνθήκες του δικαιούχου (ΑΠ 212/1999 ΕλλΔνη 40, σελ. 2043. ΕφΘεσ 2943/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του και περιλαμβάνει τα αναγκαία για την εν γένει συντήρηση του έξοδα. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβιώσεως, που ποικίλλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη εκπαιδεύσεως και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου. Το ζήτημα επίσης του αν το ενήλικο τέκνο πρέπει να εργαστεί ή αντιθέτως να σπουδάσει κρίνεται σε πρώτη φάση από τα πρόσωπα που ασκούν την επιμέλειά του, ενώ έχει κριθεί νομολογιακά ότι η προοπτική εκπαίδευσης του τέκνου προέχει προκειμένου αυτό να αποκτήσει τα αναγκαία τυπικά προσόντα που απαιτούνται για την διεκδίκηση μίας θέσης στην αγορά εργασίας, έστω και ανάλογης με την οικονομική και κοινωνική θέση των γονέων του, ώστε να μην είναι εν τέλει υποχρεωμένο να εργαστεί, στο μέτρο που η εργασία θα αποτελέσει πρόσκομμα στη συνέχιση των σπουδών του. Επομένως, υποχρέωση για εργασία δεν υπάρχει, εφόσον το ενήλικο τέκνο έχει την πρόθεση να σπουδάσει (Κωνσταντίνου Α. Παπαδόπουλου, «Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου», Θεωρία – Νομολογία – Πράξη, Τόμος Β’, 2003, σελ. 154). Η ιδιότητα του τέκνου ως σπουδαστή συνήθως αποκλείει τη δυνατότητα να ασκήσει τούτο παράλληλα εργασία, γιατί αυτό θα έχει δυσμενή επίδραση στις σπουδές του. Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορεί να αξιώσει το Δικαστήριο από τους μαθητευόμενους προς εκμάθηση τέχνης ή φοιτητές να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους, προκειμένου να εργαστούν (Κ. Παπαδόπουλος, ό.π., σελ. 154). Η διατροφή που δικαιούται να λαμβάνει το ενήλικο τέκνο που στερείται περιουσιακών στοιχείων, είναι εν προκειμένω, όπως και στην περίπτωση του ανηλίκου, ανάλογη, υπό την έννοια ότι οριοθετείται, όπως ελέχθη ανωτέρω, από τις ανάγκες του και συνίσταται στην παροχή όλων των απαραίτητων μέσων για τη συντήρησή του και των αναγκαίων δαπανών για την εκπαίδευσή του. Ειδικότερα, περιλαμβάνεται η δαπάνη για τροφή, στέγαση και εν γένει συντήρηση του, επιπλέον δε και η δαπάνη για την επαγγελματική του εκπαίδευση, θεωρητική ή τεχνική, οποιασδήποτε εκπαιδευτικής βαθμίδος, περιλαμβανομένης και της πανεπιστημιακής και των μεταπτυχιακών σπουδών (βλ. ΑΠ 884/2003, ΕλλΔνη 45, σελ. 117, ΑΠ 212/1999, ΕλλΔνη 40 σελ. 1043). Περαιτέρω, για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής, αξιολογούνται κατ` αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου, καθοριστικό δε στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι όροι διαβιώσεώς του, χωρίς όμως να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις. Είναι χαρακτηριστικό, όπως έχει κριθεί νομολογιακά, ότι η διατροφή περιλαμβάνει ακόμη και τη δαπάνη εκμάθησης ξένης γλώσσας με σκοπό την εγγραφή και παρακολούθηση μαθημάτων σε αλλοδαπό πανεπιστήμιο από το τέκνο, το οποίο έλαβε μέρος σε πανελλαδικές εξετάσεις για την εισαγωγή σε ανώτατη πανεπιστημιακή σχολή στην Ελλάδα και απέτυχε, εκτός εάν η αποτυχία αυτή οφείλεται σε έλλειψη εργατικότητας και επιμέλειας του τέκνου ή σε πρόδηλη πνευματική ανικανότητά του (ΑΠ 1060/1993, Α’ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, Δνη 1994, σελ. 1292). Εκείνος από τους γονείς με τον οποίο διαμένει το ενήλικο τέκνο μπορεί να συνυπολογίσει οτιδήποτε συνδέεται με την πραγματική διάθεση χρημάτων για τις ανάγκες του, καθώς και την προσφορά προσωπικών υπηρεσιών για τη περιποίηση και φροντίδα του, που είναι αποτιμητές σε χρήμα και άλλες παροχές σε είδος, που συνδέονται με τη συνοίκηση, η αποτίμηση των οποίων μπορεί να συνυπολογισθεί στην υποχρέωση του για τη διατροφή του τέκνου. Αν το ενήλικο τέκνο που δικαιούται διατροφή στραφεί μόνον κατά του ενός γονέα, αφού δεν υποχρεούται να στραφεί και κατά των δύο γονέων του, δικαιούται ο εναγόμενος γονέας να επικαλεστεί, κατ` ένσταση, ότι και ο άλλος γονέας έχει την οικονομική δυνατότητα, σε σχέση με τη δική του και σε συνδυασμό με τις λοιπές υποχρεώσεις του, να καλύψει μέρος της ανάλογης διατροφής του ενηλίκου, οπότε με την απόδειξη της ένστασης αυτής περιορίζεται η υποχρέωση του εναγομένου γονέα για τη διατροφή του τέκνου του, κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα και στη με βάση αυτήν υποχρέωση συνεισφοράς του άλλου γονέα (βλ. ΑΠ 884/2003 οπ). Αν όμως το ενήλικο τέκνο ζητά όχι ολόκληρο το ποσό της απαιτούμενης διατροφής, αλλά μόνον το ποσό που αντιστοιχεί στην υποχρέωση συμμετοχής του εναγομένου γονέα στη διατροφή αυτή, τότε η ένσταση συνεισφοράς είναι μη νόμιμη και εκλαμβάνεται ως άρνηση της αγωγής. Επί αγωγής διατροφής ενηλίκου τέκνου, στρεφόμενης κατά του γονέα του, αρκεί, για τη νομική θεμελίωση της, να διαλαμβάνει τη συγγένεια του ενάγοντος ενηλίκου προς τον εναγόμενο, την αδυναμία του να αυτοδιατραφεί και το απαιτούμενο για την κάλυψη των εν γένει βιοτικών αναγκών του συνολικό χρηματικό ποσό, χωρίς να απαιτείται να προσδιορίζεται στο δικόγραφο με ακρίβεια και το απαραίτητο για την κάλυψη κάθε επιμέρους ανάγκης του ενάγοντος ενηλίκου δικαιούχου κονδύλιο (βλ. ΑΠ 67/1999 ΕλλΔνη 40.592).

Τέλος, από τις ίδιες ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 1485 επ. ΑΚ και των άρθρων 223, 224, 269 παρ.2, 334, 525, 526 527 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις επιδίκασης διατροφής και ο καθορισμός της έκτασης και του ύψους αυτής κρίνονται από το χρόνο έγερσης της αγωγής ή επί αιτήματος για την επιδίκαση από την υπερημερία, από το χρόνο επέλευσής της, το σχετικό πάντως δικαίωμα πρέπει να έχει γεννηθεί κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 25-07-2016 (γεν. αριθμ. καταθ. …………/2016) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως αυτή παραδεκτά περιορίστηκε ως προς το αγωγικό της αίτημα (από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό), στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου ως άνω Δικαστηρίου με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του που περιέχεται στα πρακτικά του άνω Δικαστηρίου, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εξέθεσε ότι είναι τέκνο της ……………. και του εναγομένου ήδη εκκαλούντος που γεννήθηκε μετά από νόμιμο γάμο των γονέων του οι οποίοι είναι αρκετά χρόνια διαζευγμένοι, ότι είναι φοιτητής στη Σχολή Λογιστικής και Χρηματοοικονομικών του Τεχνολογικού – Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Τ.Ε.Ι) που βρίσκεται στη Χαλκίδα και για το λόγο αυτό αδυνατεί να εργαστεί και να εξασφαλίσει τη διατροφή του από δικούς του πόρους και ζητούσε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου πατέρα του να του καταβάλει ως συνεισφορά στη διατροφή του το ποσό των 257,13 ευρώ μηνιαίως και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος πατέρας του να του καταβάλει ως συνεισφορά στη διατροφή του το ποσό των 400,00 ευρώ, εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα για το χρονικό διάστημα τριών (3) ετών από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 2046/ 2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία οικογενειακών διαφορών, ερήμην του εναγομένου, αφού αυτός κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν παραστάθηκε με, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, με την οποία, αφού κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη η αγωγή, έγινε εν μέρει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα, ως διατροφή αυτού, το ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ μηνιαίως επι μία τριετία από την επίδοση της αγωγής, προκαταβολικά μέσα στις πρώτες 5 ημέρες εκάστου μηνός, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση καταβολής εκάστης δόσεως μέχρι την εξόφληση, κηρύχθηκε η απόφαση ως προς την καταψηφιστική της διάταξη προσωρινά εκτελεστή και καταδικάστηκε ο εναγόμενος στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450,00) ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής ο εναγόμενος, ως εν μέρει ηττηθείς διάδικος, άσκησε την από 20-09-2017 (γεν.αριθμ.καταθ. ……./2017) υπό κρίση  έφεσή του νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ.1και 2, 500, 511, 513 παρ.1 περ. β΄εδ. α΄, 516 παρ.1, 517 εδ.α , 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ). Εφόσον, λοιπόν, ασκήθηκε από διάδικο, ο οποίος κατά τα προεκτεθέντα, δικάσθηκε ερήμην, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής εφέσεως, με την οποία ο εναγόμενος, ήδη εκκαλών παραπονείται  για εσφαλμένη ερμηνεία και  εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της εναντίον του αγωγής, να εξαφανισθεί μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της, δικαιουμένου του εκκαλούντος να προβάλει  όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσε να προτείνει  πρωτοδίκως, περαιτέρω δε να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να δικασθεί η υπόθεση από την αρχή και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή ως προς το νόμω και κατ’ ουσίαν βάσιμό της (άρθρο 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).

Με το προεκτεθέν ως άνω περιεχόμενο η αγωγή, είναι αρκούντως ορισμένη διότι περιέχει όλα τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη στοιχεία, τα οποία απαιτούνται κατ` άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προς θεμελίωση αυτής σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1389, 1390, 1485, 1486, 1489, 1490, 1492, 1493, 1496 παρ.1, 341, 345 και 346 ΑΚ και 176 του ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί στη συνέχεια και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα του ενάγοντος που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και διαλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του δικαστηρίου εκείνου, από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα του εναγομένου που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά  μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (αρθ. 395, 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), έστω και αν δεν πληρούν όλους τους όρους του νόμου (αρθ. 681Β΄, 671 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, βλ. ΟλΑΠ 15/2003 Δ 35-513), από τις τυχον ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η …………….., μητέρα του ενάγοντος και ο εναγόμενος, τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις 21-06-1992 από τον οποίο (γάμο) απέκτησαν ένα  ήδη ενήλικο τέκνο, τον ενάγοντα που γεννήθηκε την 4-3-1997, ηλικίας, κατά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, 19 ετών. Η έγγαμη συμβίωση των ανωτέρω έχει διασπαστεί και ο γάμος τους έχει ήδη λυθεί αμετάκλητα με την υπ΄αριθμ. 1664/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ο ενάγων, κατά τον κρίσιμο χρόνο, δηλαδή κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής (2-9-2016) φοιτά στο Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής στη Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας του Τ.Ε.Ι. Στερεάς Ελλάδας και παρακολουθεί τα μαθήματα του τρίτου εξαμήνου σπουδών, ενώ η φοίτηση στη Σχολή αυτή είναι υποχρεωτική και περιλαμβάνει οκτώ (8) εξάμηνα. Ο ενάγων μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης των γονέων του διαμένει μαζί με τη μητέρα του σε κατοικία ιδιοκτησίας της και δεν επιβαρύνεται έτσι με δαπάνες στεγάσεώς του. Οι λοιπές ανάγκες του ενάγοντος (ένδυσης, υπόδησης, ψυχαγωγίας κλπ) είναι αυτές που θεωρούνται ανάλογες για νέους της ηλικίας του. Λόγω δε των αναγκών της εκπαίδευσής του ο ενάγων αδυνατεί να εργασθεί προς το παρόν ώστε να αποκτήσει τα απαραίτητα έσοδα για τη διατροφή του, ενώ δεν έχει άλλα περιουσιακά στοιχεία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε άλλη πηγή. Επομένως, κατά το ανωτέρω χρονικό επίδικο διάστημα, αν και είναι και ήταν ενήλικος είχε και έχει διατροφική αξίωση έναντι των γονέων του, ανάλογη με τις οικονομικές δυνατότητες των τελευταίων. Ο εναγόμενος, ο οποίος εργαζόταν ως θαλαμηπόλος στην εταιρεία με την επωνυμία «…………..», από 1-7-2016 είναι συνταξιούχος, το μηνιαίο δε ποσό της προσωρινής σύνταξης ανέρχεται στο ποσό των 664,00 ευρώ και το μηνιαίο ποσό της οριστικής σύνταξης ανέρχεται σε 914,68 ευρώ, το δε ποσό των αναδρομικών συντάξεων ανέρχεται στο ποσό των 10.902,22 ευρώ. Σύμφωνα δε με το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο υπ΄αριθμ. πρωτ. …../30-10-2019 έγγραφο της Ε΄ΔΟΥ Πειραιά, ο εναγόμενος για το φορολογικό έτος 2018 έχει δηλώσει εισόδημα από μισθωτή εργασία ποσό 7.968,00 ευρώ και εισόδημα από μερίσματα τόκοι δικαιώματα ποσά 3,09 ευρώ, για το φορολογικό έτος 2017 έχει δηλώσει εισόδημα από μισθωτή εργασία ποσό 7.975,84 ευρώ και εισόδημα από μερίσματα τόκοι δικαιώματα ποσά 0,88 ευρώ και για το φορολογικό έτος 2016 έχει δηλώσει εισόδημα από μισθωτή εργασία ποσό 3.983,98 ευρώ, ναυτικό εισόδημα ποσό 8.062,99 ευρώ, εισόδημα από μερίσματα τόκοι δικαιώματα ποσά 0,88 ευρώ και εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα ποσό 1.422,01 ευρώ. Ο εναγόμενος έχει ήδη συνάψει δεύτερο γάμο και διαμένει μαζί με τη νέα του σύζυγο σε οικία, που όμως δεν προέκυψε εάν ο ίδιος επιβαρύνεται με τις δαπάνες στεγάσεώς του. Άλλα εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει ο εναγόμενος ούτε όμως βαρύνεται αυτός κατά νόμο με την υποχρέωση διατροφής άλλων προσώπων πλην του ως άνω ενηλίκου τέκνου του. Στη συνέχεια, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η μητέρα του ενάγοντος είναι συνταξιούχος του ΙΚΑ και λαμβάνει μηνιαία σύνταξη ποσού 770,00 ευρώ, ενώ για την αποπληρωμή στεγαστικού δανείου καταβάλει μηνιαίως το ποσό των 100,00 ευρώ, η καταβαλόμενη όμως από αυτήν δόση δεν αφαιρείται από το εισόδημά της, αλλά απλώς συνεκτιμάται ως επιπλέον βιοτική της ανάγκη  (ΑΠ 471/2005, Εφ Πειρ 158/  2008, ΕφΠειρ 399/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 1896/1999 Αρμ 1999-1062, ΕφΑθ 5077/1994 ΕλλΔνη 36.391, ΕφΘεσ. 873/1989 ΕλΔ/νη 1989-1016, Σταθόπουλος – Γεωργιάδης, Αστ. Κωδ., άρθρ. 1487, αριθμ. 40-44). Διαμένει δε, όπως προαναφέρθηκε, μαζί με τον ενάγοντα ενήλικο υιό της στην ανωτέρω οικία και ως εκ τούτου δεν επιβαρύνεται με δαπάνες στεγάσεως. Άλλα περιουσιακά στοιχεία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει η μητέρα του ενάγοντος, ούτε βαρύνεται αυτή με την υποχρέωση διατροφής άλλων προσώπων πλην του ενήλικου ως άνω υιού της. Από όλα τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι με βάση τις ανάγκες του ενάγοντος, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του, όπως προαναφέρθηκαν, στις οποίες συνεκτιμώνται και οι οικονομικές δυνατότητες των γονέων του, το σύνολο της ανάλογης με αυτές τις ανάγκες διατροφής του, στην οποία περιλαμβάνονται όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και την εκπαίδευσή του, ανέρχεται, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, στο ποσό των 400,00 ευρώ μηνιαίως. Ακολούθως, για τον προσδιορισμό της συνεισφοράς που βαρύνει τη μητέρα του ενάγοντος και τον εναγόμενο πρέπει να γίνει αναγωγή της οικονομικής δυνατότητας του εναγομένου στο σύνολο των οικονομικών δυνάμεων αμφοτέρων των συζύγων, που προαναφέρθηκαν. Ο δε ως άνω συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν εκατέρωθεν, γίνεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, αφού με την αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες του δικαιούχου ενηλίκου τέκνου, αλλά μόνο το μέρος το οποίο, κατά την άποψη του ενάγοντος, πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο πατέρα του, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις αυτού (εναγομένου) και της μητέρας του, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν.

Με τα δεδομένα αυτά, ο εναγόμενος πρέπει να μετέχει στην ανάλογη διατροφή του ενάγοντος με το ποσό των 250,00 ευρώ. Το ποσό αυτό που αντιστοιχεί στην προς συνεισφορά υποχρέωση του εναγομένου, πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει ο τελευταίος, ως ανάλογη διατροφή του ενάγοντος ενήλικου υιού του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ενώ κατά το υπόλοιπο ποσό των 150,00 ευρώ, συμμετέχει η μητέρα του ενάγοντος με τα ως άνω εισοδήματά της και με την παροχή των προσωπικών της υπηρεσιών στη φροντίδα του, οι οποίες είναι αποτιμητές σε χρήμα και συνδέονται, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής με τη συνοίκηση.

Συνακόλουθα των όσων αναφέρθηκαν, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει στον ενάγοντα ενήλικο υιό του  ως συμμετοχή του στην τακτική σε χρήμα διατροφή του, το ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα τριών (3) ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέσα στις πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την εξόφληση.

Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν ολικά μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας λόγω της συγγενικής τους σχέσης (άρθρ.179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη  υπ΄αριθμ. 2046/2017 οριστική απόφαση του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία οικογενειακών διαφορών).

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 25-07-2016 (γεν. αριθμ. καταθ. …../2016) αγωγής.

Δέχεται εν μέρει αυτήν (αγωγή).

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλλει στον ενάγοντα ενήλικο υιό του ως συμμετοχή του στην τακτική σε χρήμα διατροφή του, το ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα τριών (3) ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέσα στις πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την ολοσχερή εξόφληση τους. ΚΑΙ

Συμψηφίζει ολικά μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  26 Ιουνίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ