Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 444 /2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης 444 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την από 2.5.2019 κλήση του εφεσίβλητου ν.π.δ.δ. – Ε.Φ.Κ.Α., νόμιμα φέρεται για συζήτηση, η από 3.7.2012 έφεση των εκκαλούντων ………. και ………., η οποία στρέφεται κατά της απόφασης 2837/2012 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, μετά τον ορισμό νέας δικασίμου, ύστερα από την απόφαση 470/2016 του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η απόφαση 813/2013 του Δικαστηρίου τούτου, που είχε κάνει δεκτή την ως άνω έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την από 20.3.2007 αγωγή, και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αποτελούμενο από άλλο δικαστή (άρθρο 580 §3 του Κ.Πολ.Δ.).

ΙΙ. Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 579 §1 του Κ.Πολ.Δ., αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται, μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 581 §2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής, η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 §3 του Κ.Πολ.Δ., αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο, ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση, που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές. Από τις παραπάνω διατάξεις, προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της, μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο λόγος της αναίρεσης, που έγινε δεκτός, καθώς και εκείνα που συνάπτονται άρρηκτα προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, κατισχύει δε, από κάθε αντίθετη γενική διατύπωση αυτής και μάλιστα, του τυχόν χαρακτηρισμού της από την ίδια της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλομένης απόφασης ως ολικής. Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε, μόνο ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, εκτός από τα κεφάλαια που συνδέονται άρρηκτα με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται. Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της, αποβάλλει την ισχύ της, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση. Στο σύνολο της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση, όταν η αναιρούσα αυτήν (απόφαση) δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (Ολ.Α.Π. 27/2007 Νο.Β. 2007, σελ. 1830). Περίπτωση εν όλω αναίρεσης συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος, που έγινε δεκτός, πλήττει κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής, αλλά σε συνδυασμό και με το αιτιολογικό της (Α.Π. 1282/2018, Α.Π. 711/2018, Α.Π. 1150/2017 και Α.Π. 304/2016 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Εξάλλου, εάν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, μετά την κατά ανωτέρω, αποβολή της ισχύος της, αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (Ολ.Α.Π. 27/2007 ό.π. και Α.Π. 886/2017 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Έτσι, εάν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 §§1 και 2 του Κ.Πολ.Δ., δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Το τελευταίο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 §3, 581 §§2 και 3, 579 §1 του Κ.Πολ.Δ. επανεκδικάζει την έφεση, ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση, για την οποία η αναίρεση και τα αρρήκτως με αυτό συνδεόμενα κεφάλαια και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναίρεσης, αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται, κατά το εκκληθέν μέρος, επί του οποίου με την απόφασή του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 §4 του Κ.Πολ.Δ., μόνο ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση του Αρείου Πάγου, το οποίο μπορεί να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο, όχι όμως και από τις διαπιστώσεις της απόφασης, που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις απ’ ότι η αναιρεθείσα, χωρίς να δεσμεύεται ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (Α.Π. 886/2017 ό.π., Α.Π. 921/2015, Α.Π. 682/2014 και Α.Π. 15/2014 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (Εφετείου), δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ακόμη και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα και τούτο, διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Α.Π. 758/2018 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 1421/2002 Χρ.Ι.Δ. 2003, σελ. 145 και ΑΠ 963/1999 Ελλ.Δ/νη 2000, σελ. 52). Ως προς την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου θα αποφανθεί το Δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα την απορρίψει, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (Α.Π. 758/2018 ό.π. και Α.Π. 1421/2002 ό.π.). Κατά την έννοια, της διάταξης του άρθρου 579 του Κ.Πολ.Δ., μετά την αναίρεση της απόφασης, καταργείται κατά την αυτή έκταση και η συζήτηση, κατά την οποία είχε εκδοθεί η αναιρεθείσα απόφαση και ως εκ τούτου, οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατ’ αυτήν, όταν ανάγονται σε διατάξεις για τις οποίες εχώρησε η αναίρεση, δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικάζον την έφεση δικαστήριο και αν ακόμη έγινε νόμιμη επίκληση αυτών κατά το άρθρο 240 του Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 1708/2014 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 1070/2008 Ελλ.Δ/νη 2008, σελ. 731 και Α.Π. 1606/2007 Χρ.Ι.Δ. 2008, σελ. 543). Εξάλλου, η προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση αναιρείται μερικώς, ακόμη και αν στην απόφαση του Αρείου Πάγου δεν αναφέρεται τούτο, διότι η κρίση της για το ορισμένο της αγωγής, η οποία δεν προσβλήθηκε, από τον εκκαλούντα με αίτηση αναίρεσης, κατέστη αμετάκλητη και αποτελεί δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων (Α.Π. 304/2016 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Κατά τη νέα εκδίκαση της έφεσης, οι μη αναιρεθείσες διατάξεις διατηρούν την ισχύ τους και δεσμεύουν το τμήμα της παραπομπής, λόγω του υπάρχοντος και μη ανατραπέντος με την αναιρετική απόφαση δεδικασμένου, από την ήδη αμετάκλητη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (Α.Π. 1282/2018, Α.Π. 711/2018 και Α.Π. 404/2018 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 34 §2 και 60 §3 του α.ν. 1846/1951 “περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων”, συνδυαζόμενες και με εκείνες του άρθρου 16 §§1 και 3 του κωδικοποιημένου ν. 551/1915, συνάγεται ότι, όταν ο παθών από εργατικό ατύχημα υπάγεται στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α., τότε ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση του παθόντος αυτού, τόσο της κατά το κοινό δίκαιο ευθύνης για αποζημίωση, όσο και της προβλεπόμενης από το ν. 551/1915 ειδικής αποζημίωσης και μόνον εάν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο αυτού (εργοδότη) ή του προσωπικού, που προστήθηκε από αυτόν, υποχρεούται αυτός να καταβάλει στον παθόντα την από το παραπάνω άρθρο 34 §2 προβλεπόμενη διαφορά, μεταξύ του ποσού της κατά το κοινό δίκαιο αποζημίωσης και του ολικού ποσού των υπό του Ι.Κ.Α. χορηγουμένων παροχών. Το δε Ι.Κ.Α. επιβαρύνεται αποκλειστικά αυτό να αποζημιώσει τον παθόντα ή τα μέλη της οικογένειας του και δεν υποκαθίσταται στα δικαιώματα του ασφαλισμένου έναντι του εργοδότη, παρά μόνο όταν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων. Εξάλλου, κατά το άρθρο 10 §5 του ν.δ/τος 4104/1960, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 §1 του ν. 4476/1965, επιφυλασσομένης της εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 34 §2 και 60 §3 του α.ν. 1846/1951, εφόσον ο ασφαλισμένος ή τα μέλη της οικογένειάς του μπορούν να αξιώσουν αποζημίωση για ζημιά που τους έγινε με αφορμή ασθένεια, αναπηρία ή θάνατο του υπόχρεου σε διατροφή τους, η αξίωση αυτή μεταβιβάζεται στο Ι.Κ.Α., κατά το ποσό που αυτό οφείλει ως ασφαλιστικές παροχές στον δικαιούχο της αποζημίωσης, όπως ειδικότερα θα ρυθμισθεί με διάταγμα, που θα εκδοθεί με πρόταση του Υπουργού Εργασίας, μετά από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του Ι.Κ.Α. Τέλος, με το άρθρο 18 του ν. 1645/1986, προστέθηκε στο τέλος της §5 του ως άνω άρθρου διάταξη, κατά την οποία “η παραπάνω μεταβίβαση επέρχεται αυτοδικαίως από τότε που γεννήθηκε η αξίωση…. Συμβιβασμός του δικαιούχου, παραίτηση, εκχώρηση ή με οποιοδήποτε τρόπο αλλοίωση της παραπάνω αξιώσεως του Ι.Κ.Α., είναι άκυρη, κατά το μέρος που αφορά στις παραπάνω αξιώσεις του Ι.Κ.Α. από παροχές”. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις συνάγεται ότι, μετά την ισχύ του ν. 1645/1986, το Ι.Κ.Α. για τις καταβαλλόμενες παροχές προς τους ασφαλισμένους του, οι οποίοι δικαιούνται αποζημίωση για ζημία, που προξενήθηκε σ’ αυτούς από τρίτο, υποκαθίσταται αυτοδικαίως από το νόμο, κατά το ποσό των καταβληθέντων ή οφειλομένων στο ζημιωθέντα ασφαλιστικών παροχών, στην ποσοτικά και ποιοτικά αντίστοιχη αξίωση αποζημίωσης του τελευταίου κατά του υπόχρεου. Η υποκατάσταση δε αυτή ανατρέχει στο χρόνο, που γεννήθηκε η αξίωση αποζημίωσης στον αρχικό δικαιούχο, δηλαδή στο χρόνο του ατυχήματος, η δε μεταγενέστερη αυτής έκδοση της απόφασης του Διοικητή του Ι.Κ.Α. έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα, καθορίζουσα απλώς το ποσό μέχρι του οποίου έχει επέλθει αυτοδικαίως η μεταβίβαση (Α.Π. 470/2016 στην ιστοσελίδα www.areiospagos.gr).

ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, το ενάγον – ν.π.δ.δ., με την από 20.3.2007 αγωγή του, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ισχυρίστηκε ότι ο ασφαλισμένος του …………. είχε προσληφθεί από την πρώτη εναγόμενη εταιρεία με την επωνυμία “…………………..”, της οποίας ομόρρυθμοι εταίροι είναι οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος εναγόμενοι, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, για να εργαστεί ως αμμοβολιστής πλοίων, με ημερομίσθιο 53,98 ευρώ. Ότι ο ασφαλισμένος του αυτός, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, στις 12.5.2002, υπέστη, υπό τις ειδικότερα περιγραφόμενες συνθήκες, εργατικό ατύχημα, το οποίο οφείλεται σε δόλο των τριών τελευταίων ανωτέρω εναγομένων, νομίμων εκπροσώπων της πρώτης, καθώς και του πέμπτου, εναγόμενου, τον οποίο είχε προστήσει η πρώτη στην υπηρεσία της. Ότι, λόγω του τραυματισμού του από το πιο πάνω εργατικό ατύχημα, ο παθών απώλεσε τα ημερομίσθια, που με πιθανότητα και, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα λάμβανε το χρονικό διάστημα έως τις 30.6.2007. Ότι, εξαιτίας της ανικανότητας της εργασίας του, που προήλθε από το εργατικό αυτό ατύχημα, κατέβαλε στον ασφαλισμένο του αυτόν, για το ως άνω χρονικό διάστημα, τα αναλυτικά αναφερόμενα ποσά και συνολικά 57.753,25 ευρώ, οπότε, κατά το νόμο, η απαίτηση του τελευταίου μεταβιβάστηκε σ’ αυτό. Κατόπιν τούτων, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό αυτό, με το νόμιμο τόκο. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά η παρεμπίπτουσα απόφαση 3700/2009 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία διατάχθηκε, κατ’ άρθρο 249 του Κ.Πολ.Δ., η αναστολή της συζήτησής της, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 11.4.2005 αγωγής, που είχε ασκήσει ο ως άνω παθών – ασφαλισμένος του, κατά των ίδιων εναγομένων, στη συνέχεια δε (εκδόθηκε), η εκκαλουμένη οριστική απόφαση 2837/2012 του ίδιου ως άνω δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή, αφού κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 10 §5 του ν.δ/τος 4104/1961, 1 του β.δ/τος 226/1973, 914, 926, 929, 930, 297, 298, 330, 346, 477 και 481 του Α.Κ., έγινε δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη. Την πρωτόδικη αυτή απόφαση προσέβαλαν οι τρίτος και πέμπτος εναγόμενοι με την από 3.7.2012 έφεση, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της πιο πάνω αγωγής. Επί της έφεσης αυτής, εκδόθηκε η απόφαση 813/2013 του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία, η έφεση έγινε δεκτή τυπικά και κατ’ ουσία και, αφού εξαφανίστηκε η πρωτόδικη απόφαση, δικάστηκε η αγωγή και απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Στη συνέχεια, μετά την άσκηση της από 5.3.2014 αίτησης αναίρεσης από το ενάγον, εκδόθηκε η απόφαση 470/2016 του Αρείου Πάγου (Α2´ Τμήμα), με την οποία, αναιρέθηκε η τελευταία απόφαση (του Εφετείου αυτού) και παραπέμφθηκε η υπόθεση, κατ’ άρθρο 580 §3 του Κ.Πολ.Δ., για περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, συγκείμενου από άλλο δικαστή. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή του Αρείου Πάγου, έγινε δεκτός ο μοναδικός λόγος της αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., επειδή το Δικαστήριο τούτο, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε ότι υπήρχε δεδικασμένο, που δέσμευε και το ίδιο, από την τελεσίδικη απόφαση 184/2009 του Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε στη δίκη μεταξύ των υπόχρεων προς αποζημίωση και του παθόντος – ασφαλισμένου του εφεσίβλητου, ν.π.δ.δ. Επομένως, ο Άρειος Πάγος έκρινε δεσμευτικά για το παρόν Δικαστήριο ότι δεν συνέτρεχαν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι προϋποθέσεις ύπαρξης δεδικασμένου, λόγω διαφοράς προσώπων στην πρώτη αγωγή (επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω τελεσίδικη απόφαση) και στην ένδικη αγωγή και έλλειψης επέκτασης των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου. Με βάση τα ανωτέρω, παρά την αναφορά στην τελευταία (αρεοπαγιτική) απόφαση ότι με αυτήν αναιρούνταν η προσβαλλόμενη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και όχι ότι αυτή αναιρούνταν μερικώς, εν τούτοις η τελευταία δεν αναιρέθηκε στο σύνολό της, διότι η κρίση της για το ορισμένο της αγωγής, η οποία δεν προσβλήθηκε από το εφεσίβλητο με αίτηση αναίρεσης, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, κατέστη αμετάκλητη και αποτελεί δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων (ad hoc Α.Π. 304/2016 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Η παραδοχή αυτή, για το ορισμένο της ως άνω αγωγής (και κατ’ επέκταση και για το παραδεκτό της έφεσης) αποτελεί επίλυση «νομικού ζητήματος», όπως η έννοιά του εκτέθηκε στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, με συνέπεια να επέρχεται δέσμευση του παρόντος δικαστηρίου της παραπομπής ως προς το ζήτημα αυτό (άρθρο 580 §4 του Κ.Πολ.Δ.), το οποίο δεν υπόκειται σε επανεξέταση. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, οι διάδικοι επανέρχονται στη δικονομική κατάσταση, που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και πρέπει η υπόθεση να ερευνηθεί μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση (άρθρα 579 και 581 §2 του Κ.Πολ.Δ.), με συνέπεια η υπό κρίση – από 3.7.2012 έφεση να ερευνάται εκ νέου (να επαναδικάζεται), ως προς το αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 57.735,25 ευρώ, από το παρόν Δικαστήριο της παραπομπής, κατά την ίδια διαδικασία που ακολουθήθηκε πρωτοδίκως, δεσμευόμενο μόνο ως προς τα ανωτέρω νομικά ζητήματα, δηλαδή ότι η έφεση είναι παραδεκτή, η αγωγή ορισμένη (σημειωτέον είναι και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 34 § 2 και 60 § 3 του α.ν. 1846/1951, 16 §§1 και 3 του κωδικοποιημένου ν. 551/1915, 10 §5 του ν.δ/τος 4104/1961, 914, 926, 929, 930, 297, 298, 330 και 481 του Α.Κ.) και ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο, που δεσμεύει και το Δικαστήριο αυτό, από την τελεσίδικη απόφαση 184/2009 του Εφετείου Πειραιώς. Αντίθετα, δεν δεσμεύεται (το παρόν Δικαστήριο) από τις διαπιστώσεις της αναιρεθείσας εφετειακής απόφασης, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ως άνω νομική σκέψη. Σημειώνεται επίσης, ότι έχουν κατατεθεί από τους διαδίκους νέες προτάσεις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 581 §2 του Κ.Πολ.Δ.), αφού οι προτάσεις που κατατέθηκαν απ’ αυτούς κατά τη συζήτηση, ως προς την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, δεν λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτό, της παραπομπής, ακόμη και αν έγινε νόμιμη επίκλησή τους, κατά τα εκτιθέμενα στην ως άνω νομική σκέψη.

IV. Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα, που εξετάστηκε, με την επιμέλεια των εναγομένων, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (το ενάγον δεν ζήτησε την εξέταση κάποιου μάρτυρα) και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, καθώς και απ’ όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα ανωτέρω έγγραφα είναι ενδεικτική, χωρίς να παραλείπεται κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς – Α.Π. 386/2015 και Α.Π. 1001/2012 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο …………. προσλήφθηκε στις 12.5.2002 από την εταιρεία με την επωνυμία “.. ……”, ομόρρυθμοι εταίροι της οποίος είναι ο πρώτος εκκαλών και οι ….. . και . … – μη εκκαλούντες, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, για να απασχοληθεί ως εργάτης – αμμοβολιστής πλοίων, με ημερομίσθιο 53,98 ευρώ. Την ίδια ημέρα, κατόπιν εντολής της ως άνω εργοδότριας εταιρείας, ανέλαβε, ως μέλος συνεργείου αμμοβολιστών, να εκτελέσει εργασίες ψηγματοβολής στα καπάκια των αμπαριών του φορτηγού πλοίου με την ονομασία “P”. Για την εκτέλεση των ως άνω εργασιών είχε εκδοθεί η απαιτούμενη άδεια της λιμενικής αρχής, ενώ είχαν οριστεί ως εργοδηγός ο πρώτος εκκαλών, ως τεχνικός ασφαλείας ο δεύτερος (εκκαλών) και υπεύθυνος του συνεργείου ο μη εκκαλών – ………….. Σύμφωνα με την από Σεπτέμβριος 2002 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του χημικού μηχανικού . ……, που διορίστηκε στο πλαίσιο της αστυνομικής προανάκρισης για την ποινική δικογραφία που σχηματίστηκε, αμμοβολή ή ψηγματοβολή είναι η μέθοδος καθαρισμού και προετοιμασίας μεταλλικών επιφανειών, προκειμένου να γίνει εφαρμογή κάποιου χρώματος ή συστήματος χρωματισμού, που προστατεύει τις μεταλλικές επιφάνειες από την οξείδωση και τη διάβρωση. Για την εκτέλεση της εργασίας αυτής χρησιμοποιείται αεροσυμπιεστής (κομπρεσέρ), που παράγει πεπιεσμένο αέρα. Ο αέρας αυτός μεταφέρεται, μέσω ενός σωλήνα, σε άλλη συσκευή (δοχείο αμμοδοχής – αμμουδιέρα), η οποία περιέχει αποξεστικό υλικό (ρινίσματα), με αποτέλεσμα να ωθεί και να μεταφέρει το υλικό αυτό, μέσα από έναν άλλο σωλήνα, στο ακροφύσιο (μαρκούτσι) και από εκεί να το εκτοξεύει με μεγάλη ταχύτητα στην επιφάνεια που πρόκειται να καθαριστεί. Ο αεροσυμπιεστής, που χρησιμοποίησε ο εργαζόμενος ……….. ασφαλισμένος του εφεσίβλητου, είχε παρουσιάσει βλάβη, κατά τη λειτουργία του στην προηγούμενη βάρδια και δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Προς τούτο κλήθηκε από τα αρμόδια όργανα της εργοδότριας εταιρείας (πρώτο εκκαλούντα και τους άλλους δύο μη εκκαλούντες – ……….. και …………..) ο δεύτερος εκκαλών, προκειμένου να τον ελέγξει και να τον επισκευάσει. Περί ώρα 10.30 π.μ., όταν ολοκληρώθηκε το διάλειμμα, που είχαν πραγματοποιήσει οι εργαζόμενοι, τους δηλώθηκε, από τους ως άνω εκπρόσωπους της εργοδότριας εταιρείας, ότι είχε επισκευαστεί ο αεροσυμπιεστής που είχε το πρόβλημα λειτουργίας και δόθηκε εντολή στα μέλη του συνεργείου, να επαναλάβουν τις εργασίες ψηγματοβολής. Μετά όμως, από λίγα λεπτά και ενώ ο εργαζόμενος ………… και τρεις άλλοι συνάδελφοί του φορούσαν τις μάσκες τους και εκτελούσαν την εργασία της ψηγματοβολής, χειριζόμενοι το ακροφύσιο, που ήταν συνδεδεμένο με τον επισκευασθέντα αεροσυμπιεστή, ο οποίος τροφοδοτούσε με πεπιεσμένο αέρα, τόσο το ακροφύσιο, όσο και τη μάσκα των αμμοβολιστών, ξαφνικά ο τελευταίος εξερράγη, διοχετεύοντας στις μάσκες των εργαζομένων, μεγάλες ποσότητες αναθυμιάσεων, καπνών και σωματιδίων από καμένα λιπαντικά. Εξαιτίας της εισπνοής των αναθυμιάσεων και των καπνών, ο .. και ένας ακόμη συνάδελφός του έχασαν τις αισθήσεις τους και έπεσαν λιπόθυμοι στο κατάστρωμα της φορτηγίδας, ενώ οι άλλοι δύο εργαζόμενοι, που χρησιμοποιούσαν τον ίδιο αεροσυμπιεστή, πρόλαβαν να αφαιρέσουν τις μάσκες τους και να μην εισπνεύσουν μεγάλη ποσότητα από τα αέρια αυτά. O …………., του οποίου η κατάσταση ήταν σοβαρή, μεταφέρθηκε αρχικά με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο Θριάσιο Νοσοκομείο Ελευσίνας και στη συνέχεια, διακομίστηκε με συνοδεία ιατρού στο Νοσοκομείο Κ.Α.Τ., όπου και παρέμεινε νοσηλευόμενος, μέχρι τις 24.5.2002. Κατόπιν τούτων, σύμφωνα με την με αριθμό πρωτοκόλλου ……../15.11.2005 απόφαση του Διοικητή του εφεσίβλητου, έλαβε από το τελευταίο, λόγω του πιο πάνω εργατικού ατυχήματος : α) για το χρονικό διάστημα από 12.5.2002 έως 30.9.2002, επιδότηση 3.419,84 ευρώ και β) για το χρονικό διάστημα από 10.12.2002 έως 30.6.2007, ποσό 43.791,62 ευρώ για κύρια σύνταξη και ποσό 10.523,79 ευρώ, για επικουρική σύνταξη, ήτοι συνολικά 57.735,25 ευρώ. Περαιτέρω, ο ως άνω πραγματογνώμονας, που διορίστηκε στο πλαίσιο της ποινικής δικογραφίας, με την από 30.09.2002 έκθεσή του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι : α) το ατύχημα οφείλεται σε ξαφνική εσωτερική βλάβη του τμήματος παραγωγής πεπιεσμένου αέρα του αεροσυμπιεστή, ο οποίος παρείχε αέρα στις μάσκες των αμμοβολιστών, β) το δίκτυο παροχής αέρα στις μάσκες διέθετε τα απαραίτητα εξαρτήματα, φίλτρο, μάσκες – κράνη για την ασφαλή λειτουργία τους υπό κανονικές συνθήκες εργασίας, γ) το δίκτυο αυτό δεν ήταν δυνατόν να προστατεύσει τους αμμοβολιστές από τη μεγάλη ποσότητα καπνών και τοξικών αερίων, λόγω της ξαφνικής εσωτερικής βλάβης του αεροσυμπιεστή και δ) η βλάβη αυτή οφείλεται είτε στην παλαιότητα και τις πολλές ώρες λειτουργίας του αεροσυμπιεστή είτε σε τυχαίο γεγονός, όπως είναι η αστοχία υλικού. Με την ίδια έκθεση η κατάσταση του επιδίκου αεροσυμπιεστή, τον οποίο ο πραγματογνώμονας δεν αποσυναρμολόγησε, σύμφωνα και την κατάθεση του, που περιέχεται στην απόφαση και τα πρακτικά 1504/2007 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, χαρακτηρίζεται μέτρια και διευκρινίζεται ότι, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του αεροσυμπιεστή, μετά από 400 – 500 ώρες λειτουργίας, απαιτείται προληπτική συντήρηση και έλεγχός του. Δεν καθορίζονται όμως, στην εν λόγω έκθεση οι ώρες που είχε λειτουργήσει ο επίμαχος αεροσυμπιεστής πριν από το ατύχημα και αν και πότε είχε γίνει η προληπτική συντήρηση και ο έλεγχος αυτού, ούτε προσδιορίζεται ειδικότερα η βλάβη που είχε υποστεί την ημέρα εκείνη. Ωστόσο, ο αεροσυμπιεστής δεν ήταν νέας τεχνολογίας, ούτε αποδείχθηκε εάν είχε συντηρηθεί σύμφωνα με τις προδιαγραφές και τις οδηγίες του κατασκευαστή, διότι ανήκε σε τρίτο πρόσωπο (……..), από τον οποίο είχε μισθωθεί. Εξάλλου, κατά την ημέρα του ατυχήματος δεν είχε τεθεί σε δοκιμαστική λειτουργία, μετά την επισκευή του από τον δεύτερο εκκαλούντα, όπως έπρεπε, προκειμένου να ελεγχθεί εάν ήταν λειτουργικό και αν είχε επισκευαστεί σωστά. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι το ατύχημα αυτό και το ζημιογόνο αποτέλεσμά του οφείλονται σε συγκλίνουσα αμέλεια τόσο των εφεσίβλητων, όσο και των μη εκκαλούντων ……….. και ………, σε έλλειψη δηλαδή της προσοχής που όφειλαν, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους και μπορούσαν με βάση τις ικανότητες και γνώσεις τους να καταβάλουν και την οποία (προσοχή) θα κατέβαλε, υπό τις ίδιες συνθήκες, κάθε μέσος συνετός άνθρωπος, που ασκεί τέτοιες δραστηριότητες. Το ως άνω δε, ατύχημα μπορούσε να αποφευχθεί : α) εάν ο πρώτος εκκαλών και οι ως άνω δύο μη εκκαλούντες είχαν λάβει τα μέτρα ασφαλείας που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 9 §2 του π.δ. 395/1994 και 64 §6 του π.δ. 70/1990, όπως όφειλαν, εάν δηλαδή είχαν εφοδιάσει τον παθόντα και τους άλλους αμμοβολιστές, με αεροσυμπιεστές, που θα διέθεταν διάταξη, η οποία θα εμπόδιζε την υπερθέρμανση αυτών και τη δημιουργία τοξικών αερίων, έτσι ώστε να μη μολύνεται με αυτά ο αέρας, που παρέχεται στους χειριζόμενους το ακροφύσιο εργάτες, σε περίπτωση δε, βλάβης του αεροσυμπιεστή, οφειλόμενης σε οποιοδήποτε γεγονός (ακόμη και τυχαίο), να κατακρατούνται και να διοχετεύονται αλλού τα αέρια αυτά, άλλως να διακόπτεται η λειτουργία του και β) εάν ο δεύτερος εκκαλών είχε επιδιορθώσει τη βλάβη του επίμαχου αεροσυμπιεστή και είχε θέσει αυτόν δοκιμαστικά σε λειτουργία, πριν από τη χρησιμοποίησή του από τα μέλη του συνεργείου (αμμοβολιστών). Αντίθετα, από καμία κατάθεση μάρτυρα, ούτε από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο αποδείχθηκε ότι οι εκκαλούντες και οι άλλοι δύο συνυπαίτιοι, βαρύνονται με δόλο, όπως ισχυρίζεται το εφεσίβλητο. Σημειωτέον ότι και με τις προσκομιζόμενες αποφάσεις : α) 1504/2007 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά (ποινική δικογραφία που σχηματίστηκε για το εργατικό ατύχημα, με το οποίο καταδικάστηκαν οι υπαίτιοι για σωματική βλάβη από αμέλεια από υπόχρεο, – ο αορίστως προβληθείς ισχυρισμός του δεύτερου εκκαλούντος ότι έχει απαλλαχθεί δεν αποδείχθηκε, αφού ούτε επικαλείται, ούτε προσκομίζει προς τούτο κάποια απόφαση ποινικού δικαστηρίου) και β) 813/2009 του Εφετείου Πειραιώς (αγωγή του ως άνω παθόντος, κατά της εργοδότριας εταιρείας, των ομόρρυθμων εταίρων της και του …………. για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση) κρίθηκε ότι το ως άνω εργατικό ατύχημα οφείλεται σε αμέλεια και όχι σε δόλο των υπαιτίων αυτού. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι, αν και το ως άνω ατύχημα οφείλεται σε αμέλεια και των εκκαλούντων, υποχρέωσε αυτούς να καταβάλουν στο εφεσίβλητο το ποσό των 57.735,25 ευρώ, που κατέβαλε ως παροχές στον ασφαλισμένο του), εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της από 3.7.2012 έφεσης.

V. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη 2837/2012 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά το μέρος που υποχρέωσε τους τρίτο και πέμπτο εναγομένους να καταβάλουν εις ολόκληρον στο ενάγον το ποσό των 57.735,25 ευρώ, γενομένης δεκτής ως και κατ’ ουσία βάσιμης της από 3.7.2012 έφεσης. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθεί η από 20.3.2007 αγωγή, ως προς τους ανωτέρω εναγόμενους και να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επίσης, εφόσον έγινε δεκτή η ως άνω έφεση και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες των παραβόλων, που κατέθεσαν με αριθμούς … και …../2012, κατ’ άρθρο 495 §4 του Κ.Πολ.Δ., όπως η §4 προστέθηκε με το άρθρο 12 §2 του 4055/2012. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί το εφεσίβλητο, λόγω της ήττας του, στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εκκαλούντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός τους (άρθρα 58, 69 §1, 68 §1, 66, 63 §1 στοιχ. i περ. δ του ν. 4194/2013, 176, 183 και 191 §2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Σημειωτέον ότι για τον υπολογισμό των δικαστικών εξόδων δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη δίκη το άρθρο 22 §§1 και 3 του ν. 3693/1957, που προβλέπει περιορισμένο ύψος αυτών, διότι η νομική υπηρεσία του εφεσίβλητου – ενάγοντος δεν διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Α.Π. 1203/2019, Α.Π. 1097/2019, Α.Π. 893/2018, Α.Π. 589/2015, Α.Π. 675/2015, Α.Π. 294/2014 και Α.Π. 1362/2013 όλες στην Τ.Ν.Π. “Νόμος”).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 3.7.2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2012 έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη οριστική απόφαση 2837/2012 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, κατά το μέρος που υποχρέωσε τους τρίτο και πέμπτο εναγομένους, ………… και ………. να καταβάλουν εις ολόκληρον στο ενάγον – ν.π.δ.δ. το ποσό των 57.735,25 ευρώ.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 20.3.2007 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2007 αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν.

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες των κατατεθέντων από αυτούς παραβόλων, που αναφέρονται στο σκεπτικό. Και

Καταδικάζει το ενάγον – εφεσίβλητο ν.π.δ.δ., με την επωνυμία “ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ”, στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των εκκαλούντων – τρίτου και πέμπτου εναγομένων – ……….. και ……… και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα πέντε (3.465) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 24 Ιουνίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ