Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 450/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΟ

Αριθμός     450/2020

ΤΟ MONOΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

           Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Η κρινόμενη από 1-10-2019 και με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. …./4-10-2019 έφεση των ηττηθέντων μερικά στον πρώτο βαθμό εναγομένων κατά της με αριθ. 715/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικό – τακτική διαδικασία), η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων επί της από 20-4-2010 και με Γ.Α.Κ. … και Ε.Α.Κ. ….. /17-5-2010 αγωγής της  εφεσίβλητης εναντίον τους και δέχθηκε εν μέρει αυτήν (αγωγή), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), με την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 4-10-2019, προ πάσης επιδόσεως της πρωτόδικης απόφασης (αφού τέτοια επίδοση δεν προκύπτει από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα) και εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 87) και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα ένδικα μέσα που ασκούνται μετά την 1-1-2016] προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης που έλαβε χώρα στις 28-2-2019, αρμόδια δε καθ’ ύλη και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ενώ για το παραδεκτό της καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. παράβολο. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.).

Με την ανωτέρω αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εξέθεσε ότι, δυνάμει σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς επιβατών που κατήρτισε με την πρώτη εναγομένη, νομίμως εκπροσωπούμενη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία ΕΓ/ΟΓ πλοίου «ΕΣ», Ν.Π. ….., επιβιβάστηκε την 9-3-2008, περί ώρα 08.00 στο ως άνω πλοίο, το οποίο ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι της Ραφήνας, προκειμένου να ταξιδέψει για το Μαρμάρι Ευβοίας. Ότι συνεπεία της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του δευτέρου εναγομένου, πλοιάρχου του άνω πλοίου, ο οποίος δεν επέδειξε την απαιτούμενη προσοχή και επιμέλεια κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του περί της ασφαλούς επιβίβασης των επιβατών, ειδικότερα δε, δεν είχε μεριμνήσει για τον καθαρισμό από νερά του σημείου του καταστρώματος όπου καταλήγει η σκάλα των επιβατών (τα οποία προέρχονταν προφανώς από καθαρισμό αυτού) και για την τοποθέτηση στο σημείο αυτό αντιολισθητικού διαδρόμου για την ασφαλή διέλευση των επιβατών, υπέστη αυτή σωματικές βλάβες από την πτώση της προς τα πίσω με τη μέση και τα πλευρά πάνω στο κατάστρωμα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενη ευθύνη των εναγομένων με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών και ειδικότερα της πρώτης εναγομένης λόγω της αδικοπραξίας του προστηθέντος υπαλλήλου της δεύτερου εναγομένου κατά την εκτέλεση της εργασίας για την οποία τον είχε προσλάβει και του τελευταίου ως προστηθέντος της στην εκτέλεση της εργασίας αυτής, ζήτησε – κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και επαναλήφθηκε στις προτάσεις της που κατέθεσε νόμιμα στο ακροατήριο – να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, υποχρεούνται να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 62.814,80 ευρώ και συγκεκριμένα α) ποσό 380,38 ευρώ για αγορά κηδεμόνα από ντουραλουμίνιο για τη μέση της, β) ποσό 340,00 ευρώ για δαπάνες χρησιμοποίησης ταξί για τη μετάβασή της από την οικία της προς τα Νοσοκομεία και τον Ο.Α.Ε.Ε, γ) ποσό 22.094,80 ευρώ (ήτοι 849,80 ευρώ μηνιαίως X 26 μήνες) για διαφυγόντα εισοδήματα, τα οποία εάν δεν είχε επέλθει ο τραυματισμός της θα κέρδιζε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από τη λειτουργία της επιχείρησής της (κατάστημα πώλησης υφασμάτων το οποίο λειτουργούσε η ίδια από το έτος 2006 χωρίς να απασχολεί υπαλλήλους, τα καθαρά κέρδη της από το οποίο, κατά το προηγούμενο του τραυματισμού της έτος, ανέρχονταν, σύμφωνα με τις σχετικές φορολογικές της δηλώσεις, σε 10.990,88 ευρώ, ήτοι 915,00 ευρώ μηνιαίως, ενώ, μετά τον τραυματισμό της, τα αντίστοιχα καθαρά κέρδη της περιορίστηκαν σε 65,20 ευρώ μηνιαίως) και δ) ποσό 40.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη συνεπεία του τραυματισμού της από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγόμενων, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Ακόμη, ζήτησε να απαγγελθεί προσωπική κράτηση διάρκειας έξι μηνών σε βάρος του δευτέρου εναγομένου ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί και να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή. Ακολούθως, αφού εκδόθηκαν επί της άνω αγωγής οι μνημονευθείσες ανωτέρω με αριθ. 1819/2016 παραπεμπτική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και με αριθ. 741/2017 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αποφαινόμενο οριστικά επί της άνω αγωγής, απέρριψε ως μη νόμιμα τα αιτήματα απαγγελίας προσωπικής κράτησης και κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, στη συνέχεια έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 84, 107 επ. Κ.Ι.Ν.Δ, 44, 104, 235 Κ.Δ.Ν.Δ, 5, 15  Π.Δ. 44/2011, 281, 288, 914, 922, 929, 932, 297, 298, 299, 330 εδ. β’, 481 επ, 293, 340, 345, 346 Α.Κ, 176 Κ.Πολ.Δ. και τη δέχθηκε εν μέρει ως βάσιμη και κατ’ ουσία [ειδικότερα, καθ’ ολοκληρίαν όσον αφορά το κονδύλι 380,38 ευρώ για αγορά κηδεμόνα από ντουραλουμίνιο και εν μέρει (για ποσό 4.000,00 ευρώ) όσον αφορά το κονδύλι 40.000,00 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ενώ την απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσία όσον αφορά τα κονδύλια για δαπάνη μίσθωσης ταξί και για διαφυγόντα εισοδήματα] και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στην ενάγουσα, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των 4.380,38 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επίσης, καταδίκασε τους εναγόμενους να καταβάλουν στην ενάγουσα μέρος των δικαστικών της εξόδων, ποσού 300,00 ευρώ. Κατά της άνω απόφασης παραπονούνται οι εναγόμενοι με την κρινόμενη έφεσή τους, έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον, ως ηττηθέντες εν μέρει διάδικοι, ζητώντας, για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφό της και συνιστούν αιτιάσεις οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραδοχή της έφεσής τους και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτως ώστε ακολούθως, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να απορριφθεί η άνω αγωγή στο σύνολό της.

Από το άρθρο 932 Α.Κ. προκύπτει ότι, όταν ο αδικηθείς επιδιώκει την επιδίκαση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης την οποία υπέστη από τον αδικοπραγήσαντα, ενόψει του ότι η χρηματική ικανοποίηση επιδικάζεται με αίτηση του δικαιούχου και με βάση τα υποβαλλόμενα στην κρίση του δικαστηρίου περιστατικά, χωρίς να διατάσσεται απόδειξη για την επέλευση ή μη της ηθικής βλάβης, ούτε για το ποσόν αυτής, οφείλει, για να είναι ορισμένη η αγωγή του, να εκθέτει και τους όρους αναγνωρίσεως χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, όπως τις συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, το είδος της προσβολής του, την βαρύτητα και την έκταση της βλάβης, τον βαθμό του πταίσματος του υπαιτίου και την περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών, χωρίς ν’ αναφέρεται αναγκαίως και σε τι συνίσταται η κατάσταση αυτή (Α.Π. 59/2017, Α.Π. 1876/2013, Α.Π. 1325/1996, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της έφεσης των εναγομένων, προβάλλεται από τους τελευταίους η αιτίαση ότι η προσβαλλομένη απόφαση παρά το νόμο έκρινε ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής ως προς το κονδύλι της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής της βλάβης εξαιτίας της αποδιδόμενης σ’ αυτούς αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, απορρίπτοντας την περί του αντιθέτου ένσταση που  υπέβαλαν πρωτόδικα για το λόγο ότι δεν γίνεται μνεία στην αγωγή για την προσωπική, κοινωνική και περιουσιακή κατάσταση της ενάγουσας – εφεσίβλητης. Από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι η ενάγουσα, προς θεμελίωση της επικαλουμένης ως προκληθείσας σε βάρος της ηθικής βλάβης από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, εκθέτει σ’ αυτό (δικόγραφο), εκτός από τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, το είδος της προσβολής της, τη βαρύτητα και την έκταση της βλάβης της και το βαθμό του πταίσματος των υπαιτίων (ως δεν αμφισβητείται από τους εναγόμενους), αναφορικά με την προσωπική, κοινωνική και περιουσιακή της κατάσταση πριν τον τραυματισμό της, ότι έχαιρε άκρας υγείας, ότι ήταν υπερδραστήριος άνθρωπος, λάτρης της εξοχής και των δραστηριοτήτων σ’ αυτή, λάτρης της θάλασσας και της ερασιτεχνικής αλιείας με την οποία ασχολείτο με το σύζυγό της, ότι λειτουργούσε μόνη, χωρίς υπαλλήλους, από το 2006 την επιχείρησή της πώλησης υφασμάτων, ότι απολάμβανε τις απλές χαρές της ζωής, όπως να παίρνει αγκαλιά το νεογέννητο εγγόνι από την κόρη της, ενώ μετά τον τραυματισμό της έχει αφόρητους πόνους, δεν μπορεί να σηκώσει βάρος, μερικές φορές αδυνατεί να κινηθεί και όταν εξέρχεται από το σπίτι ή κάνει οποιαδήποτε δουλειά χρειάζεται τη στήριξη κηδεμόνα, ήτοι ένα είδος θώρακα από ντουραλουμίνιο που αγκαλιάζει όλον της τον κορμό, ότι ακόμη αδυνατεί να κάνει οποιαδήποτε εργασία που χρειάζεται και την παραμικρή προσπάθεια, ότι χρειάζεται επαναλαμβανόμενες φυσικοθεραπείες, ότι αναγκάσθηκε να υπολειτουργεί και εν τέλει να κλείσει την άνω επιχείρησή της, που απαιτούσε να σηκώνει τα τόπια με τα υφάσματα και να στέκεται όρθια για μεγάλο χρονικό διάστημα και στερείται τις άνω καθημερινές της δραστηριότητες και τις απλές χαρές της ζωής, γεγονός που της δημιούργησε μεγάλη θλίψη και ιδιαίτερο ψυχολογικό πρόβλημα, χωρίς να απαιτείται για το ορισμένο του άνω κονδυλίου χρηματικής ικανοποίησης ειδικότερος προσδιορισμός της περιουσιακής και κοινωνικής της κατάστασης, όπως επικαλούνται οι εκκαλούντες – εναγόμενοι, αφού αυτός μπορεί να γίνει από τις αποδείξεις. Η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την προβληθείσα από τους εναγόμενους ένστασης αοριστίας του παραπάνω κονδυλίου της αγωγής, το οποίο, ακολούθως, δέχτηκε κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμο, δεν παρέλειψε παρά το νόμο, να κηρύξει απαράδεκτο. Συνεπώς, ο άνω λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 300, 330 εδ. γ’, 914 και 932 του Α.Κ. συνάγεται ότι, προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου ή η συνδρομή λόγου θεμελιούντος αντικειμενική ευθύνη, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της επιζήμιας συμπεριφοράς του ενός και της ζημίας του άλλου. Από τις διατάξεις αυτές, ενόψει και των ορισμών των άρθρων 330 Α.Κ. και 15 Π.Κ, συνάγεται ότι, παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος (Α.Π. 889/2008, Α.Π. 995/2008, Α.Π. 422/2008, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Κατά την κρατούσα γνώμη, το παράνομο κρίνεται από το αποτέλεσμα, με την έννοια ότι, για την κατάφαση της παρανομίας ερευνάται αν προκλήθηκε παράνομη ζημία, αν δηλαδή προσβλήθηκε δικαίωμα ή έννομο συμφέρον του ζημιωθέντος. Η εν λόγω παράνομη συμπεριφορά έναντι του άλλου, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται, όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας, εφόσον, στη τελευταία περίπτωση, εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφυλάξεως του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος, ήτοι ήταν υποχρεωμένος σε θετική πράξη αντίστοιχης παρεμποδίσεως, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από δικαιοπραξία ή από την αρχή που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 του Α.Κ, ήτοι την αρχή της καλής πίστεως, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, ιδιαίτερα σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, από την οποία μπορούσε να προέλθει ζημία, που επιβάλλει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προστασίας προς αποτροπή της ζημίας (Α.Π. 5/2001, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Εξάλλου, για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης προς αποζημίωση, δεν αρκεί μόνον ο χαρακτηρισμός της συμπεριφοράς του ζημιώσαντος ως παράνομης. Περαιτέρω, αυτοτελής προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του ζημιώσαντος, δηλαδή απαιτείται να μπορεί η συμπεριφορά του αυτή να αποδοθεί σε μια ιδιαίτερη ψυχική στάση που θεωρείται επιλήψιμη και αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, κατά την έννοια του άρθρου 330 του Α.Κ, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή, δηλαδή, που πρέπει να καταβάλλεται, κατά τη συναλλακτική πίστη, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, είτε υπάρχει προς τούτο σαφώς νομικό καθήκον είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνον που επιβάλλεται από τις περιστάσεις και η οποία, αν καταβαλλόταν, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος (Α.Π. 1048/2017, Α.Π. 52/2016, Α.Π. 848/2015, Α.Π. 869/2013, Α.Π. 686/2011, Α.Π. 1084/2008, Α.Π. 708/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Με τον όρο πταίσμα ή υπαιτιότητα, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη θεμελίωση της ευθύνης, κατά το σύστημα του Α.Κ. (άρθρο 300), εννοείται ο ψυχικός δεσμός του προσώπου προς μια ενέργειά του ή προς το αποτέλεσμά της, ο οποίος (δεσμός) δικαιολογεί τη σε βάρος του μομφή από την έννομη τάξη, με τη γένεση στο πρόσωπό του ευθύνης προς αποζημίωση. Ο ψυχικός αυτός δεσμός του προσώπου προς μια ενέργειά του συνίσταται, είτε στο ότι επιδίωξε την ενέργεια αυτή (δόλος), είτε στο ότι δεν έλαβε τα επιβαλλόμενα μέτρα έτσι ώστε να την αποφύγει. Η προϋπόθεση της υπαιτιότητας πληρούται αν στο πρόσωπο του ζημιώσαντος υπάρχει οποιαδήποτε μορφή δόλου ή αμέλειας (βαριά ή ελαφρά). Η υπαιτιότητα προϋποθέτει ικανότητα προς καταλογισμό (ή ικανότητα προς αδικοπραξία ή ικανότητα προς πταίσμα). Η ικανότητα προς καταλογισμό είναι απαραίτητη για την κατάφαση της υπαιτιότητας και περαιτέρω της αδικοπρακτικής ευθύνης. Απαιτείται, δηλαδή, η παράνομη συμπεριφορά να μπορεί να καταλογιστεί προσωπικά στο δράστη. Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος δεν οφείλεται αποζημίωση ενώ, εάν διαπιστωθεί συντρέχον πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 του Α.Κ, να μη επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό αυτής. Ζημία είναι κάθε δυσμενής μεταβολή στα έννομα αγαθά του προσώπου, είτε αυτά είναι περιουσιακά, είτε μη περιουσιακά, ως συνέπεια της παράνομης πράξης. Η ζημία που προξενείται στα περιουσιακής φύσεως αγαθά του προσώπου, δηλαδή στα αποτιμητά σε χρήμα αγαθά, αποτελεί την περιουσιακή ζημία, ενώ αυτή που προξενείται στα ηθικά αγαθά του ατόμου, δηλαδή σε εκείνα που συνδέονται στενά με την προσωπικότητά του (προσβολή της τιμής, της ελευθερίας, της σωματικής και ψυχικής υγείας, κ.λ.π. του ατόμου), αποτελεί την ηθική βλάβη. Ειδικότερα, η ηθική βλάβη αποκαθίσταται με τη μορφή της χρηματικής ικανοποίησης, στις περιπτώσεις των Α.Κ. 57-59 (προσβολή του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και δη επί του ονόματος προσώπου) και Α.Κ. 932 (αδικοπραξία). Προϋπόθεση για τη γένεση της ευθύνης, κατ’ άρθρο 914 Α.Κ, είναι και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Ως αιτιώδης συνάφεια, δηλαδή, εννοείται η σχέση μεταξύ του νομίμου λόγου ευθύνης (παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του δράστη) και του αποτελέσματος (ζημίας). Η ύπαρξη δε αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ορισμένης πράξης ή παράλειψης και ορισμένου επιζήμιου αποτελέσματος, που κρίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 Α.Κ, εξαρτάται από το αν η πράξη ή παράλειψη, αφενός μεν αποτέλεσε έναν από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος, που αν αυτός έλειπε, αυτό δεν θα επερχόταν, αφετέρου δε μόνη της και αντικειμενικά λαμβανομένη, αν ήταν ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και με τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση (Ολ.Α.Π. 18/2004, Α.Π. 923/2015, Α.Π. 526/2011, Α.Π. 1854/2011, Α.Π. 2/2009, Α.Π. 2104/2009, Α.Π. 177/2008, Α.Π. 427/2008, Α.Π. 579/2008, Α.Π. 889/2000, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η αναγκαιότητα της ύπαρξης αυτής της προϋπόθεσης για τη θεμελίωση της ευθύνης προς αποζημίωση δεν ορίζεται μεν ρητά στο νόμο, προκύπτει όμως από τη γενική θεώρηση των διατάξεων που καθιερώνουν αυτή την ευθύνη (Α.Π. 1284/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Προϋπόθεση για την εφαρμογή της Α.Κ. 932 αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, η τέλεση αδικοπραξίας, δηλαδή η τέλεση είτε παράνομης και υπαίτιας πράξης, κατά την Α.Κ. 914, είτε και απλώς παράνομης πράξης, εφόσον δημιουργείται υποχρέωση αποζημίωσης (π.χ. περιπτώσεις αντικειμενικής ευθύνης), χωρίς να είναι αναγκαστικά και ποινικά κολάσιμη (Εφ.Αθ. 15/2019, Εφ.Αθ. 29/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση: α) της ένορκης κατάθεσης στο ακροατήριο του μάρτυρος απόδειξης ………, που περιέχεται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης που είναι ταυτάριθμα α) με την υπ’ αριθ. 1819/2016 παραπεμπτική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και β) με τη με αριθ. 741/2017 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, β) των υπ’ αριθ. …./30-9-2016 και …./30-9-2016 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ανταπόδειξης …………. και ……….. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά …………., τις οποίες προσκομίζουν με επίκληση οι  εναγόμενοι – εκκαλούντες, οι οποίες δόθηκαν με επιμέλεια αυτών μετά από νομότυπη κλήτευση της ενάγουσας – εφεσίβλητης (βλ. σχετ. τις υπ’ αριθμ. ……/27-9-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………) και των προγενέστερων υπ’ αριθ. …../25-9-2012 και …./25-9-2012 ένορκων βεβαιώσεων των ίδιων μαρτύρων ενώπιον της προαναφερόμενης συμβολαιογράφου, οι οποίες δόθηκαν, ομοίως με επιμέλεια των εναγομένων – εκκαλούντων, μετά από νομότυπη κλήτευση της ενάγουσας – εφεσίβλητης (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. … Δ’/18-9-2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……………) και γ) όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που προσκομίζουν νόμιμα με επίκληση οι διάδικοι (στα οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η υπ’ αριθ. …./13-2-2018 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της νευροχειρουργού ………….. που ορίσθηκε με την υπ’ αριθμ. 741/2017 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η από 27-4-2018 ιατρική έκθεση του νευροχειρουργού ………… που ορίστηκε τεχνικός σύμβουλος από τους εναγόμενους, οι μαρτυρικές καταθέσεις και τα λοιπά έγγραφα που αποτέλεσαν περιεχόμενο της με στοιχεία ……… ποινικής δικογραφίας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών και η υπ’αριθμόν 65780/2012 από 29-6-2012 απόφαση του Α’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών), τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 9-3-2008 και περί ώρα 08.00 η ενάγουσα ……….., ετών 54, επιβιβάστηκε στο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «ΕΣ», Ν.Π….., πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης εταιρίας «……………..», το οποίο βρισκόταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι της Ραφήνας, προκειμένου να ταξιδέψει για το Μαρμάρι Ευβοίας. Αφού εισήλθε στο πλοίο – στο οποίο ο δεύτερος εναγόμενος …………… εκτελούσε καθήκοντα πλοιάρχου – η ενάγουσα ανέβηκε την κλίμακα που οδηγεί στο δεύτερο επίπεδο του καταστρώματος των επιβατών και – καθώς βάδιζε σε σημείο του καταστρώματος όπου υπήρχαν νερά (προφανώς από προηγούμενο καθαρισμό αυτού), χωρίς να υπάρχει αντιολισθητικός διάδρομος, προειδοποιητική σήμανση ή άλλα μέτρα ασφαλείας προς αποφυγή ατυχήματος – γλίστρησε και έχασε την ισορροπία της, με αποτέλεσμα να πέσει προς τα πίσω και να τραυματιστεί στο πίσω μέρος του σώματός της και συγκεκριμένα υπέστη συμπιεστικό κάταγμα στην κατώτερη θωρακική μοίρα (Θ11 σπόνδυλο), κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στη συνέχεια. Οι ανωτέρω συνθήκες επέλευσης του ένδικου τραυματισμού της ενάγουσας, αποδεικνύονται από την από 28-3-2008 ένορκη κατάθεση της ίδιας ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ραφήνας που διερεύνησαν το ένδικο συμβάν και αποτελεί μέρος της σχετικής ποινικής δικογραφίας που προσκομίζεται με επίκληση από αμφότερα τα διάδικα μέρη, σε συνδυασμό α) με την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……. . (συντρόφου της ενάγουσας), ο οποίος επιβιβάστηκε στο πλοίο μαζί με αυτήν, πλην όμως αμέσως μετά ασχολήθηκε με τη στάθμευση του αυτοκινήτου του στο γκαράζ του πλοίου και στη συνέχεια, καθώς ανέβαινε τη σκάλα για το δεύτερο επίπεδο του καταστρώματος, την είδε που την κατέβαζαν 2-3 επιβάτες στο πρώτο επίπεδο του καταστρώματος (βλ. σελ. 26 των με αριθ. 741/2017 πρακτικών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά) και β) με την από 14-5-2008 κατάθεση του δευτέρου εναγομένου – πλοιάρχου του πλοίου ενώπιον των αρμοδίων προανακριτικών υπαλλήλων, κατά την οποία υπήρχε υγρασία στο κατάστρωμα κατά το χρόνο του ατυχήματος, γιατί ήταν το πρώτο δρομολόγιο του πλοίου και δεν είχε στεγνώσει ακόμα. Σημειωτέον ότι κατά το χρόνο του άνω ατυχήματος της ενάγουσας δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας κάποιος εκ των εξετασθέντων μαρτύρων απόδειξης ή ανταπόδειξης, ούτε κάποιο μέλος του πληρώματος, ενώ δεν προτάθηκαν ούτε κατονομάστηκαν ως μάρτυρες τα πρόσωπα που τη σήκωσαν μετά την πτώση της και την κατέβαζαν υποβασταζόμενη στο πρώτο επίπεδο του καταστρώματος όταν την είδε ο άνω σύντροφός της και μάρτυρας απόδειξης, διότι δεν καταγράφηκαν τα στοιχεία αυτών από τον πλοίαρχο ή από άλλο μέλος του πληρώματος. Σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα το ατύχημα και ο τραυματισμός της ενάγουσας οφείλεται αποκλειστικά στην αμελή συμπεριφορά του υπό της πλοιοκτήτριας του πλοίου (πρώτης εναγόμενης) προστηθέντος πλοιάρχου (δευτέρου εναγομένου), ο οποίος βρισκόταν στην υπηρεσία της (πρώτης εναγόμενης), καθώς η αδικοπραξία του δεν ήταν άσχετη ή ξένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί από εκείνη, αλλά τελούσε σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με αυτήν, υπό την έννοια ότι δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει αυτή (η αδικοπραξία του) χωρίς την πρόστησή του από την πρώτη εναγόμενη. Ειδικότερα, ενώ αυτός όφειλε και μπορούσε υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις – με βάση την επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο Α.Κ. 330), την καλή πίστη (άρθρο Α.Κ. 288) και τους κανόνες της ναυτιλίας (άρθρα 104 Κ.Δ.Ν.Δ, 5 παρ.2 Π.Δ. 44/2011, 15 παρ.4 Ν.3709/2008), ως πλοίαρχος του άνω πλοίου και υπεύθυνος για την ασφάλεια όλων των επιβαινόντων σ’ αυτό – να λάβει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς διατήρηση της ασφάλειας αυτών στο πλοίο, εντούτοις δεν μερίμνησε να είναι αποστραγγισμένοι από ύδατα και στεγνοί οι κοινόχρηστοι για τους επιβάτες χώροι, ούτε για την τοποθέτηση στο κατάστρωμα και στην κλίμακα αντιολισθητικών διαδρόμων, ούτε για την ενημέρωση των επιβατών κατά την επιβίβασή τους για την ολισθηρότητα του καταστρώματος και της κλίμακας λόγω των υδάτων, ούτε για την τοποθέτηση, πριν από τα σημεία όπου υπήρχαν ύδατα, ειδικών προειδοποιητικών πινακίδων δαπέδου περί του κινδύνου γλιστρήματος και περί του τρόπου αποφυγής του, ώστε οι επιβάτες να έχουν ιδιαιτέρως τεταμένη την προσοχή τους προς αντιμετώπιση του σχετικού κινδύνου για την ασφάλειά τους. Αυτές δε οι παραλείψεις του, οι οποίες έθεσαν σε κίνδυνο την ασφάλεια των επιβατών, κρίνονται υπαίτιες, δεδομένου ότι, ως προστηθείς της πρώτης εναγομένης, δεν επέδειξε την επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές και ευλόγως αναμένουν τα πρόσωπα που επιβιβάζονται σε πλοίο ότι πρέπει να επιδεικνύει ο πλοίαρχος του πλοίου μέσα στον κύκλο των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων του, επιπρόσθετα, δε, συνδέονται αιτιωδώς με την πτώση της ενάγουσας επί του ολισθηρού από τα ύδατα δαπέδου του πλοίου και τον επακολουθήσαντα τραυματισμό αυτής. Η κρίση του Δικαστηρίου περί των ανωτέρω ενισχύεται εκ του ότι ο μάρτυρας απόδειξης ……….. επιβεβαιώνει τα περί ολισθηρότητας του δαπέδου τόσο στην αρχική του κατάθεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (βλ. σελ. 25 των με αριθμ. 1.819/21-3-2016 πρακτικών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπου οι αναφορές «…Αυτή τη διαδρομή την κάνουμε περίπου 20 χρόνια, …., ναι ήμουν στο μπαρ εκείνη την ώρα ανέβαινα. Ταυτόχρονα όμως, όταν ανέβηκα τις σκάλες, είδα ότι το κατάστρωμα κάτω ακόμα και τα σκεπαστά είχαν πολύ νερό κάτω … Όντως όταν ανέβηκα τις σκάλες για το πρώτο κατάστρωμα διαπίστωσα και εγώ ότι γλιστράει εκεί και ήμουν προσεκτικός μέχρι που μπήκα μέσα στο μπαρ… δεν υπήρχε τίποτα για να προσέχει ο κόσμος»), όσο και στην επακολουθήσασα κατάθεσή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στο οποίο, ως τοπικά και λειτουργικά αρμόδιο, παραπέμφθηκε η εκδίκαση της υπόθεσης (βλ. σελ. 26, 27 των με αριθ. 741/2017 πρακτικών του άνω Δικαστηρίου, όπου οι σαφείς αναφορές «…Πρόσεξα λοιπόν όπως ανέβαινα από την πρώτη σκάλα στο πρώτο επίπεδο υπήρχαν πολλά νερά και στους διαδρόμους και στα σκεπαστά, πολλά νερά όμως, προσεκτικά πέρασα από εκεί και ανεβαίνω για τις σκάλες του δεύτερου επιπέδου, στο σημείο αυτό βλέπω δύο τρεις ανθρώπους να κουβαλάνε την κυρία ……. Είχε πέσει και είχε χτυπήσει την μέση της… Εγώ ανέβαινα και όπως ανέβαινα κάτω ήταν μούσκεμα, και όταν λέω μούσκεμα δεν εξηγείται, γιατί σας λέω ταξιδεύουμε πολλές φορές, ήταν πολλά τα νερά, εγώ προφανώς νομίζω ότι το είχαν πλύνει…, τα νερά τη συγκεκριμένη ημέρα ήταν περισσότερα από άλλες φορές που είχαμε ταξιδέψει»). Αντίθετη κρίση περί των ανωτέρω δε δύναται να συναχθεί από τις καταθέσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης ……….. και …………. στις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις τους, οι οποίοι υπηρετούσαν αντίστοιχα ως οικονομικός αξιωματικός και υποπλοίαρχος στο ως άνω πλοίο αντίστοιχα και επιβεβαίωσαν ότι παρασχέθηκε βοήθεια στην ενάγουσα μετά την πτώση της στο κατάστρωμα και ότι ειδοποιήθηκε το Λιμεναρχείο και ασθενοφόρο, πλην όμως ουδέν έτερο εισέφεραν με τις καταθέσεις τους περί το ένδικο ατύχημα, ενώ επιβεβαίωσαν και ότι κανένα μέλος του πληρώματος δεν ήταν παρόν όταν συνέβη αυτό. Επισημαίνεται δε ότι και ο δεύτερος εναγόμενος, στην από 14-5-2008 κατάθεσή του ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων, δεν διαψεύδει την ύπαρξη ολισθηρότητας στο δάπεδο του καταστρώματος, αντιθέτως αναφέρει, μεταξύ άλλων «… Στο κατάστρωμα υπήρχε υγρασία γιατί ήταν το πρώτο δρομολόγιο και δεν είχε στεγνώσει ακόμα». Ακόμη, είναι αξιοπρόσεκτο ότι ουδείς εκ των άνω μαρτύρων ανταπόδειξης δεν επικαλέστηκε την ύπαρξη τοποθετημένων προειδοποιητικών σημάνσεων ασφαλείας ή αντιολισθητικού δαπέδου στο σημείο όπου συνέβη το ατύχημα. Εξάλλου, οι εναγόμενοι αλυσιτελώς προβάλλουν, με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους, το γεγονός ότι το πλοίο διέθετε ισχύον και χωρίς παρατηρήσεις πιστοποιητικά (διαχείρισης ασφαλείας, ασφαλείας επιβατικού πλοίου, ασφαλούς διαχείρισης, κλάσης σκάφους και μηχανών), καθώς και το ότι ουδείς άλλος επιβάτης τραυματίστηκε από τους 50 που επιβιβάστηκαν μαζί με την ενάγουσα, σύμφωνα και με το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου, αφού και υπό τα δεδομένα αυτά δεν αποκλείεται η ευθύνη του δευτέρου εναγομένου – πλοιάρχου του πλοίου για τη μη τήρηση των άνω κανόνων ασφαλείας που θα απέτρεπαν το ένδικο ατύχημα. Συνεπώς, εξαιτίας των ανωτέρω παράνομων και υπαίτιων παραλείψεών του, οι οποίες έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια των ανατεθειμένων σε αυτόν καθηκόντων και αποτελούν την αποκλειστική αιτία του ανωτέρω ατυχήματος, η πρώτη εναγόμενη πλοιοκτήτρια κατέστη υπαίτια για την επέλευση αυτού και για τον τραυματισμό της ενάγουσας (άρθρα 914, 922 Α.Κ, σε συνδ. με άρθρο 84 εδ. β’ Κ.Ι.Ν.Δ.), απορριπτομένων ως αβάσιμων κατ’ ουσία των ισχυρισμών τους περί αποκλειστικής υπαιτιότητας, άλλως περί συνυπαιτιότητας της τελευταίας κατά ποσοστό 95% στο ένδικο ατύχημα και στον τραυματισμό της (άρθρο 300 Α.Κ.), τους οποίους οι εναγόμενοι προέβαλαν πρωτόδικα και επαναφέρουν με το σχετικό σκέλος του δεύτερου λόγου της έφεσής τους. Ειδικότερα, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε συμπεριφορά από μέρους της ενάγουσας, κατά τη διάρκεια διέλευσής της από το χώρο του καταστρώματος του πλοίου, υπερβαίνουσα το κοινωνικώς επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, ώστε να δύναται να συναχθεί ότι η ίδια συντέλεσε με τη συμπεριφορά της στην επέλευση του τραυματισμού της. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι αμέσως μετά το άνω ατύχημα η ενάγουσα μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο νοσοκομείο «Γ.Ν.Α. ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», όπου, αφού εξετάστηκε στα επείγοντα περιστατικά της Β’ Ορθοπαιδικής Κλινικής (όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο απ’ αυτήν από 21-3-2008 και με αριθ. πρωτ. …………… πιστοποιητικό νοσηλείας), διαγνώστηκε «αναφερόμενη πτώση εξ ιδίου ύψους, κάκωση Ο.Μ.Σ.Σ. χωρίς εικόνα κατάγματος ή νευρολογική συμπτωματολογία», της χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή, της δόθηκαν οδηγίες και απεχώρησε χωρίς να νοσηλευθεί. Στο σημείο αυτό πρέπει όμως να επισημανθεί ότι τα κατάγματα των σπονδυλικών σωμάτων συχνά δεν αποκαλύπτονται με την απλή ακτινογραφία, αν η εξέταση αυτή γίνει σε πρώιμη φάση και ο σπόνδυλος δεν έχει ακόμη παραμορφωθεί σημαντικά, γι’ αυτό ακόμη και σε υποψία κατάγματος πρέπει να διενεργείται άμεσα αξονική και μαγνητική τομογραφία σπονδυλικής στήλης, που εν προκειμένω παραλείφθηκαν (βλ. χαρακτηριστικά περί τούτου την υπ’ αριθ. …./13-2-2018 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης της ιατρού – νευροχειρουργού ……….., η οποία διορίστηκε με την προαναφερθείσα με αριθ. 741/2017 μη οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου). Επειδή όμως, παρά τη φαρμακευτική αγωγή που έλαβε η ενάγουσα, ένιωθε άλγος στον Ο.Μ.Σ.Σ, μετά από μαγνητική τομογραφία Θ.Μ.Σ.Σ. που υπεβλήθη το πρώτον στις 14-4-2008 στο ιδιωτικό διαγνωστικό εργαστήριο ΙΔΕ, διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί συμπιεστικό κάταγμα Θ11 σπονδύλου (συμπιεστικού)  με παρεκτόπιση εντός του νωτιαίου σωλήνα και της τοποθετήθηκε θωρακοοσφυϊκος κηδεμόνας. Η ύπαρξη του κατάγματος διαγνώσθηκε και με την από 9-4-2008 αξονική τομογραφία Θ-Ο.Μ.Σ.Σ. που υπογράφει ο ιατρός ακτινοδιαγνώστης ………., ακολούθως με την από 11-4-2008 μαγνητική τομογραφία που υπογράφει ο ιατρός – ακτινολόγος ……….., αναφέροντας μάλιστα συγκεκριμένα σε «σχετικά πρόσφατο συμπιεστικό κάταγμα του σώματος του Θ11 σπονδύλου…» αλλά αναφέρεται και στις από 14-4-2008 ιατρικές γνωματεύσεις των νοσοκομείων «417 ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ Μ.Τ.Σ.» και «ΚΟΡΓΙΑΛΕΝΕΙΟ – ΜΠΕΝΑΚΕΙΟ Ε.Ε.Σ.». Επίσης, επιβεβαιώθηκε και με το από 2-5-2008 με αριθ. πρωτ. ………./6-5-2008 πιστοποιητικό νοσηλείας του νοσοκομείου «Γ.Ν.Α. ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ»,  στο οποίο η ενάγουσα μετέβη για επανέλεγχο, με το οποίο (πιστοποιητικό) βεβαιώθηκε ότι η ενάγουσα βρίσκεται υπό συντηρητική αγωγή (κηδεμόνας) και ότι συνίσταται παράταση αποχής από την εργασία της επί ένα μήνα εισέτι. Όπως προκύπτει δε από τα ιατρικά έγγραφα του ίδιου Νοσοκομείου που προσκόμισε η ενάγουσα, η τελευταία μετέβη σ’ αυτό στις 19-6-2009 και στις 12-2-2010, όπου έγινε επανέλεγχος και δόθηκαν ιατρικές οδηγίες. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι, με σχετικά σκέλη του πρώτου και του τρίτου λόγου της έφεσής τους, επαναφέρουν τον ισχυρισμό που υπέβαλαν και πρωτόδικα περί μη ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της πτώσης της ενάγουσας στις 9-3-2008 και της εξαιτίας αυτής πρόκλησης του κατάγματος που υπέστη (το οποίο, κατά τα παρακάτω ειδικότερα εκτιθέμενα, διεγνώσθη στις 14-4-2008, ήτοι ένα περίπου μήνα μετά το από 9-3-2008 ένδικο συμβάν), επικαλούμενοι κυρίως ότι αυτό δεν διαπιστώθηκε στις 9-3-2008, ενώ προς απόδειξη προσκομίζουν μεταξύ άλλων τις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης, σύμφωνα με τους οποίους η ενάγουσα, μετά την πτώση της στις 9-3-2008, δεν έφερε εξωτερικά τραύματα. Ο αρνητικός αυτός ισχυρισμός τους αντικρούεται από το πόρισμα της προαναφερθείσας υπ’ αριθ. …./13-2-2018 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης της ιατρού  – νευροχειρουργού …………, η οποία εξέτασε την ενάγουσα στις 17-1-2018 και κατέληξε στις εξής διαπιστώσεις «από τις ακτινογραφίες, την μαγνητική και αξονική τομογραφία της θωρακικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης που μου προσκομίστηκαν αναδεικνύονται το συμπιεστικό κάταγμα του Θ11 σπονδύλου με την σφηνοειδή παραμόρφωση αυτού….ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ Από τη σημερινή (17-01-2018) κλινική εικόνα της ασθενούς, το ιστορικό του τραυματισμού της και τις απεικονιστικές εξετάσεις που μου προσκομίστηκαν προκύπτουν τα ακόλουθα: Η ασθενής κατά την πτώση της στο κατάστρωμα του πλοίου  «ΕΣ» υπέστη συμπιεστικό κάταγμα του σώματος του Θ11 σπονδύλου….Στο νοσοκομείο που διακομίστηκε ο διενεργηθείς έλεγχος με ακτινογραφίες στην οσφυϊκή μοίρα ήταν αρνητικός, ενώ οι διενεργηθείσες ακτινογραφίες θωρακικής μοίρας δεν ανέδειξαν το κάταγμα του Θ11 σπονδύλου διότι :α)  Ήταν πολύ νωρίς και δεν είχε επέλθει ακόμα παραμόρφωση του σώματος του σπονδύλου, ώστε να διαφανεί με σαφήνεια το κάταγμα, γεγονός που είναι σύνηθες στην ιατρική πρακτική, 2)  Οι ακτινογραφίες της θωρακικής μοίρας ήταν κακής ποιότητας και πάνω στον επίμαχο σπόνδυλο απεικονίζεται το κούμπωμα του στηθόδεσμου, γεγονός που δυσκολεύει τη διάγνωση. Παρ’ όλα αυτά, η κλινική εικόνα της ασθενούς δεν απέκλειε την ύπαρξη του κατάγματος. Και ενώ η κλινική της εικόνα επιδεινωνόταν σταδιακά, ένα (1) μήνα μετά στην διενεργηθείσα αξονική τομογραφία ανευρίσκεται το κάταγμα του Θ11 σπονδύλου, ενώ η μαγνητική τομογραφία που διενεργήθηκε δύο (2) ημέρες μετά την αξονική τομογραφία, κάνει λόγο για σχετικά πρόσφατο συμπιεστικό κάταγμα του σώματος του Θ11 σπονδύλου, με λίαν περιορισμένης έκτασης αιμορραγικών στοιχείων στον παρασπονδύλιο χώρο και μόλις υποσημαινόμενη περιοχή οστικού οιδήματος στην πρόσθια κάτω γωνία του σώματός του Θ11 σπονδύλου. Η  όλη  διατύπωση του πορίσματος μαγνητικής τομογραφίας καθιστά σαφές ότι πρόκειται για κάταγμα τουλάχιστον τριών (3) εβδομάδων, αφού η εικόνα του πρόσφατου κατάγματος στην μαγνητική τομογραφία αναδεικνύει την ύπαρξη μεγάλης έκτασης αιμορραγικών στοιχείων και οστικού οιδήματος στην περιοχή του κατάγματος. Το ότι η αιμορραγία και το οίδημα είναι λίαν περιορισμένα σημαίνει ότι αυτά πρόλαβαν να απορροφηθούν κατά το χρόνο που μεσολάβησε από τον τραυματισμό της μέχρι τη διενέργεια της μαγνητικής τομογραφίας. Εξάλλου, στο πιστοποιητικό νοσηλείας του Νοσοκομείου «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», το οποίο υπογράφει ο…………., αναπληρωτής διευθυντής της Β’ Ορθοπεδικής Κλινικής, αναφέρεται με σαφήνεια ότι έγινε επανέλεγχος του συμπιεστικού κατάγματος του Θ11 σπονδύλου, για το οποίο ευρίσκεται υπό συντηρητική αγωγή (κηδεμόνας) και συνιστάται παράταση της αποχής από την εργασία της από τη μέρα του ατυχήματος( 09-03-2008) επί ένα  (1)μήνα  εισέτι. Όπως αναφέρει η ασθενής, είχε μαγαζί με υφάσματα και έπρεπε να σηκώνει βάρη (τόπια υφάσματος). Σαφώς και δεν ήταν και δεν είναι μέχρι και σήμερα σε θέση να κάνει αυτή τη δουλειά, αφού αντενδείκνυται να σηκώνει βάρη. Η ασθενής αντιμετωπίστηκε για το κάταγμα συντηρητικά με τοποθέτηση θωρακοοσφυικού κηδεμόνα και φαρμακευτική αγωγή. Η συντηρητική αντιμετώπιση σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα ήταν λανθασμένη και τούτο διότι θα έπρεπε να έχει αντιμετωπιστεί χειρουργικά με τη μέθοδο της κυφοπλαστικής ή της σπονδυλοπλαστικής, οι οποίες και θα είχαν σαν αποτέλεσμα, αφενός μεν να εξαφανιστεί η συμπτωματολογία της ασθενούς (πόνος, δυσκινησία, κ.λ.π.) και αφετέρου να σταματήσουν τις δυσμενείς συνέπειες του κατάγματος στο μέλλον, όπως αυτές περιγράφηκαν ήδη λεπτομερώς στην προηγηθείσα ανάλυση των επιστημονικών δεδομένων…».Η ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης είναι πλήρης και επαρκώς αιτιολογημένη, απορριπτομένων των αντιθέτων ισχυρισμών των εναγομένων περί πλημμελειών σε αυτή, που εντοπίζονται στην από 27-4-2018 ιατρική έκθεση του τεχνικού συμβούλου – ιατρού νευροχειρουργού …………. τον οποίον όρισαν οι ίδιοι και συνίστανται (οι πλημμέλειες της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης) μεταξύ άλλων στο ότι: η έκθεση πραγματογνωμοσύνης δεν συνοδεύεται από τα ιατρικά έγγραφα που αναφέρει ότι προσκομίστηκαν από την ενάγουσα, δεν παραπέμπει σε βιβλιογραφία ως προς τα συμπεράσματά της, δεν εξηγεί γιατί οι διαφορετικοί ιατροί δημόσιων νοσοκομείων  δεν συνέστησαν στην ενάγουσα καμία χειρουργική επέμβαση αλλά συντηρητική αγωγή (κηδεμόνα) και παράταση της αποχής από την εργασία της από την ημέρα του ατυχήματος για ένα μήνα, δεν γίνεται βιβλιογραφική αναφορά γιατί η προταθείσα συντηρητική αντιμετώπιση του κατάγματος ήταν λανθασμένη, δεν αναφέρει αν προσκομίστηκαν ιατρικά έγγραφα που δείχνουν μία συνεχή παρακολούθηση της ενάγουσας από τον τραυματισμό της μέχρι σήμερα, δηλαδή για χρονικό διάστημα δέκα ετών και δεν αναφέρεται αν υπάρχουν ιατρικές γνωματεύσεις για την ικανότητα της ενάγουσας ή μη προς εργασία, ποιά φάρμακα λαμβάνει σε καθημερινή βάση και αν παίρνει φάρμακα και δη για την οστεοπόρωση. Οι εν λόγω μη αναφορές όμως δεν καθιστούν αναιτιολόγητη την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ούτε καθιστούν πλημμελές ή εσφαλμένο το πόρισμα της πραγματογνώμονα, το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να αποδυναμωθεί αποδεικτικά από τα όσα αναφέρει ο τεχνικός σύμβουλος στην δική του έκθεση, δεδομένου ότι,  όπως και ο ίδιος παραδέχεται, δεν εξέτασε την ενάγουσα, δεν είχε τη δυνατότητα μελέτης όλων των ακτινολογικών εξετάσεων και της κλινικής εξέτασής της, διότι δεν τέθηκαν υπόψη του η μαγνητική και η αξονική τομογραφία της ενάγουσας που διενεργήθηκαν το 2008, αλλά έκρινε βάσει μίας πρόσφατης ακτινογραφίας σπονδυλικής στήλης σε μορφή cd και επιστημονικών δεδομένων.  Ενόψει των ανωτέρω και λαμβάνοντας υπόψιν ότι η έκθεση της διαταχθείσας από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και διενεργηθείσας πραγματογνωμοσύνης κρίνεται επαρκής, συνεκτιμάται ελεύθερα με την έκθεση του τεχνικού συμβούλου, όπως και με το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, δεν δεσμεύει το παρόν δικαστήριο σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 340 και 387 Κ.Πολ.Δ, ενώ δεν συντρέχει λόγος για συμπλήρωσή της, πολλώ δε μάλλον για νέα πραγματογνωμοσύνη από την ίδια ή άλλο πραγματογνώμονα κατά το άρθρο 388 Κ.Πολ.Δ, είναι απορριπτέο ως αβάσιμο στην ουσία του το αίτημα των εναγομένων για διεξαγωγή νέας πραγματογνωμοσύνης, το οποίο με την ίδια αιτιολογία απορρίφθηκε πρωτόδικα και επαναφέρεται με το σχετικό σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσής τους. Επομένως, βάσει των ανωτέρων αποδεικτικών στοιχείων, ως συνεκτιμώνται, προκύπτει ότι το κάταγμα που εμφάνισε η ενάγουσα στις 14-4-2008, οφείλεται στο ένδικο από 9-3-2008 ατύχημα που υπέστη – για το οποίο υπεύθυνοι εις ολόκληρον κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών και ως εκ τούτου προς αποκατάσταση της περιουσιακής και μη περιουσιακής ζημίας της, είναι οι εναγόμενοι, χωρίς να ελλείπει ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς τους και της προκληθείσας σωματικής βλάβης της ενάγουσας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο εφήρμοσε και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός των εναγομένων, που απορρίφθηκε πρωτόδικα με την ίδια αιτιολογία και επαναφέρεται με το σχετικό σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσής τους. Να προστεθεί εδώ ότι για το κονδύλι αγοράς κηδεμόνα τύπου «NYRUP» από ντουραλουμίνιο, συνολικής αξίας 380,38 ευρώ, το οποίο πρωτόδικα έγινε δεκτό κατ’ ουσία, δεν υπάρχει λόγος έφεσης των εναγομένων και συνακόλουθα το Δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), να ασχοληθεί με αυτό. Περαιτέρω, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η ενάγουσα, κατά την πτώση της στο κατάστρωμα, τραυματίστηκε στην κατώτερη θωρακική μοίρα και συγκεκριμένα υπέστη συμπιεστικό κάταγμα του σώματος του Θ11 θωρακικού σπονδύλου, του οποίου (συμπιεστικού κατάγματος) ακολούθησε, προϊόντος του χρόνου, σφηνοειδής παραμόρφωση, με δυσμενείς συνέπειες στην υγεία της και την καθημερινότητά της μέχρι την άσκηση της αγωγής. Ειδικότερα, σύμφωνα με την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. …./13-2-2018 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ιατρού νευροχειρουργού ………….., η ενάγουσα «ακόμη και σήμερα (2018) υποφέρει από χρόνιο πόνο, που την δυσκολεύει κατά πολύ στην καθημερινότητά της, κάνει σχεδόν καθημερινά χρήση παυσίπονων φαρμάκων (δεν μπορεί να λάβει αντιφλεγμονώδη αγωγή, η οποία έχει καλύτερη ανταπόκριση στον πόνο, επειδή πάσχει από αρτηριακή υπέρταση υπό αγωγή).  Ο πόνος κάνει αδύνατη και ιδιαίτερα επώδυνη την ορθοστασία αλλά και τη βάδιση και φυσικά η ασθενής αδυνατεί να ασχοληθεί με οποιοδήποτε σπόρ ή χόμπυ. Ο χρόνιος πόνος έχει επίπτωση και στην ψυχική υγεία, αφού, όπως αναφέρει η ίδια, νιώθει άχρηστη και ανεπαρκής να τελέσει απλές καθημερινές δουλειές του σπιτιού της και χρειάζεται τη βοήθεια άλλου προσώπου για να τις διεκπεραιώσει. Στις ακτινογραφίες της σπονδυλικής στήλης που μου προσκομίστηκαν (01-10-2008 και 17-01-2018) εμφανίζει κύφωση της θωρακικής μοίρας εξαιτίας του κατάγματος με αποτέλεσμα την δεξιόστροφη σκολίωση της θωρακικής μοίρας και αντανακλαστικά αριστερόστροφη σκολίωση της οσφυϊκής μοίρας. Με αυτά τα δεδομένα είναι σχεδόν βέβαιο ότι στο μέλλον η ασθενής θα χρειαστεί να αντιμετωπιστεί χειρουργικά, να γίνει δηλαδή σπονδυλοδεσία με βίδες και ράβδους τιτανίου εκατέρωθεν του κατάγματος, προκειμένου να σταματήσει η εξέλιξη της κύφωσης της θωρακικής μοίρας αλλά και της αντιρροπιστικής  σκολίωσης της οσφυϊκής μοίρας για να περιοριστεί ο πόνος, επέμβαση, η οποία θεωρείται εξαιρετικά βαριά και ιδιαίτερα κοστοβόρα, αφού τα υλικά σπονδυλοδεσίας που θα  απαιτηθούν είναι πάρα πολύ ακριβά. Τέλος η ασθενής πρέπει να βρίσκεται συνεχώς υπό ειδική κινησιοθεραπεία- φυσικοθεραπεία, προκειμένου να διατηρήσει όσον το δυνατόν καλή μυϊκή κατάσταση, για να βοηθηθεί στην ένταση του πόνου αλλά και να επιβραδυνθεί η εξέλιξη της κύφωσης». Επίσης, όπως κατέθεσε ο σύντροφός της και μάρτυρας απόδειξης ……….., το ένδικο ατύχημα δυσκόλεψε την καθημερινότητά της, καθώς, όπως επί λέξει κατέθεσε (βλ. υπ’ αριθμ. 1819/2016 πρακτικά Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών) «δεν μπορεί να πάρει αγκαλιά ούτε το εγγονάκι της 8 μηνών…σηκώναμε οι 2 μας μια βάρκα, της άρεσε το ψάρεμα… πονάει λίγο αν κουραστεί». Ενόψει αυτών και επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε το ατύχημα, το βαθμό της υπαιτιότητας του δευτέρου εναγομένου στην πρόκληση του ατυχήματος και του τραυματισμού της ενάγουσας, το είδος, τη φύση και την έκταση του τραυματισμού της, του σωματικού πόνου και της ψυχικής ταλαιπωρίας που δοκίμασε κατά τις επισκέψεις της στο Νοσοκομείο, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων – όπως επαρκώς αναφέρεται στην αγωγή, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν – η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να της επιδικαστεί ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 4.000,00 ευρώ, το οποίο κρίνεται ως εύλογο κατ’ άρθρο 932 Α.Κ, σταθμίζοντας το είδος της προσβολής και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση επίσης έκρινε ότι το εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποίησης που δικαιούται η ενάγουσα για την ηθική βλάβη που υπέστη ανέρχεται στο ίδιο άνω ποσό (4.000,00 ευρώ) και ακολούθως δέχτηκε εν μέρει ως βάσιμη και κατ’ ουσία την από 20-4-2010 και με Γ.Α.Κ. ….. και Α.Κ.Δ. …….  /17-5-2010 αγωγή και δη ως προς τα κονδύλια αγοράς κηδεμόνα και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα για τις ως άνω αιτίες το συνολικό ποσό των (380,38 + 4.000,00) 4.380,38 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, για τους ίδιους λόγους με τους αναφερόμενους στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προμνημονευόμενες διατάξεις, συνεκτιμώντας και αξιολογώντας επιμελώς όλα ανεξαιρέτως τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους με τις έγγραφες προτάσεις τους αποδεικτικά μέσα, μη υποπίπτοντας σε καμία πλημμέλεια σχετικά με τις αποδείξεις και, κατά συνέπεια, όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εναγόμενοι με τους σχετικούς λόγους της έφεσής τους, με τους οποίους αποδίδουν στην πρωτόδικη απόφαση τις προαναφερθείσες πλημμέλειες σε σχέση με τα ως άνω γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, κρίνονται απορριπτέα στο σύνολό τους ως ουσιαστικά αβάσιμα. Να προστεθεί ότι οι αιτιάσεις των εναγομένων (βλ. σελ. 20 της έφεσής τους) ότι καταδικάστηκαν εσφαλμένα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, ποσού 300,00 ευρώ, πρέπει να απορριφθούν ως αόριστες, διότι δεν αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης το αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα σε σχέση με τις παραδοχές της με τις οποίες έγινε εν μέρει δεκτό το ως άνω αγωγικό αίτημα περί δικαστικής δαπάνης, δηλαδή αν ο καθορισμός του ως άνω ποσού (των 300,00 ευρώ) οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος (Εφ.Πατρ. 32/2019, Εφ.Πατρ. 43/2018, Εφ.Πειρ. 24/2016, Εφ.Πειρ. 812/2014, Εφ.Αθ. 3808/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσία και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του e-παραβόλου …….. άσκησης έφεσης, ποσού εκατό (100,00) ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσία.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.

Διατάζει την εισαγωγή  του κατατεθέντος e- παραβόλου άσκησης έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  26 Ιουνίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

          Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ