Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 453/2020

Περίληψη

Προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης (914 ΑΚ) είναι, η ανθρώπινη συμπεριφορά, ο παράνομος χαρακτήρας αυτής, η υπαιτιότητα, η επέλευση ζημίας και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Για την έννοια του παρανόμου δεν είναι αναγκαίο η ανθρώπινη συμπεριφορά να συνιστά παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα, αλλά αρκεί ότι αυτή αποδοκιμάζεται από το δίκαιο και τους σκοπούς του. Ειδικότερες μορφές της υποχρέωσης πρόνοιας, ασφάλειας και προστασίας των αγαθών των άλλων, η οποία θεμελιώνει το στοιχείο του παρανόμου, αποτελούν οι υποχρεώσεις διαφώτισης – ενημέρωσης και συμβουλευτικής καθοδήγησης προειδοποίησης του πελάτη εκ μέρους της Τράπεζας, οι οποίες στηρίζονται στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ τράπεζας-πελάτη. Η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των, ως άνω, υποχρεώσεων θεμελιώνει αδικοπρακτική της ευθύνη, εφόσον, όμως, συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις αυτής (ευθύνης), ήτοι η υπαιτιότητα και η επέλευση ζημίας αιτιωδώς συνδεόμενης με την παράνομη συμπεριφορά της τράπεζας, με την έννοια ότι η παράβαση των απορρεουσών από την καλή πίστη υποχρεώσεων της Τράπεζας αποτελεί όρο, κατ’ αντικειμενική πρόγνωση, πρόσφορο να οδηγήσει στο αποτέλεσμα της ζημίας.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

453/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά και Ελένη Σκριβάνου – Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ΄αρ. 664/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, όπως αυτή ισχύει μετά  την τροποποίηση των διατάξεών της με το Ν.4335/23-7-2015, που καταλαμβάνει τις αγωγές οι οποίες ασκήθηκαν μετά την 1η-1-2016, όπως εν προκειμένω, ασκήθηκε νομότυπα και εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών (άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ), καθώς η επίδοση της εκκαλουμένης στον ενάγοντα έλαβε χώρα στις 8-5-2019 (όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση επί του αντιγράφου της, του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ……..) και η ένδικη έφεση κατατέθηκε, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στις 6-6-2019, όπως προκύπτει από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης, έκθεση κατάθεσης. Έχει κατατεθεί δε από τον εκκαλούντα, το παράβολο του Δημοσίου (άρθρο 495 παρ.3εδ.α ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της γραμματέα κάτωθεν της προαναφερθείσας έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης.

Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, από το δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία της κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 297,298 και 914 ΑΚ, συνάγεται ότι οι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι: 1) η ανθρώπινη συμπεριφορά, 2) ο παράνομος χαρακτήρας αυτής, 3) η υπαιτιότητα, 4) η επέλευση ζημίας και 5) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, το συγκεκριμένο επιζήμιο αποτέλεσμα (Ολ.ΑΠ. 18/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου (ΑΠ 719/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε κυριαρχικώς, ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή η μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, η παράβαση των οποίων ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ. Αντιθέτως, η κρίση ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ή δεν υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος αφορά τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (Ολ.ΑΠ 2/2019, ΑΠ 813/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, για την έννοια του παρανόμου δεν είναι αναγκαίο η ανθρώπινη συμπεριφορά να συνιστά παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα, αλλά αρκεί ότι αυτή αποδοκιμάζεται από το δίκαιο και τους σκοπούς του. Ειδικότερα, το στοιχείο του παρανόμου θεμελιώνεται και σε περίπτωση αντίθεσης της πράξης στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Ειδικότερες μορφές της υποχρέωσης πρόνοιας, ασφάλειας και προστασίας των αγαθών των άλλων, η οποία θεμελιώνει το στοιχείο του παρανόμου κατά τα ανωτέρω, αποτελούν οι υποχρεώσεις διαφώτισης – ενημέρωσης και συμβουλευτικής καθοδήγησης- προειδοποίησης του πελάτη εκ μέρους της Τράπεζας, οι οποίες στηρίζονται στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ Τράπεζας-πελάτη. Η εκ μέρους της Τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των, ως άνω, υποχρεώσεων θεμελιώνει αδικοπρακτική της ευθύνη, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις αυτής (ευθύνης), ήτοι η υπαιτιότητα και η επέλευση ζημίας αιτιωδώς συνδεόμενης με την παράνομη συμπεριφορά της Τράπεζας, με την έννοια ότι η παράβαση των απορρεουσών από την καλή πίστη υποχρεώσεων της Τράπεζας αποτελεί όρο, κατ’ αντικειμενική πρόγνωση, πρόσφορο να οδηγήσει στο αποτέλεσμα της ζημίας. Υπό την έννοια αυτή, οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, να αξιολογήσει ακολούθως ιδίως τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας την σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού Τράπεζα. Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε μια υπηρεσία ευθύνεται, για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτο παράνομα, κατά την υπηρεσία του. Η εφαρμογή της πιο πάνω διάταξης προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει, όταν ο προστήσας, που μπορεί να είναι και αντιπροσωπευόμενος σε υλικές ενέργειες, διατηρεί το δικαίωμα να δίνει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα αντιπρόσωπο του, κατά τη διενέργεια υλικών, κυρίως, ενεργειών σε σχέση με τον τρόπο, εκπλήρωσης της υπηρεσίας του ή ο τελευταίος υπόκειται σε συγκεκριμένες υποχρεώσεις, β) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ και γ) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί, ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής, η οποία υφίσταται, όταν η ζημιογόνος πράξη τελέστηκε εντός των ορίων καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ’ ευκαιρία η με αφορμή την υπηρεσία, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών, οι οποίες δόθηκαν σε αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, που διέπουν τη μεταξύ τους σχέση, εφόσον, μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας, η οποία ανατέθηκε σε αυτόν, υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια, ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την ιδιαίτερη σχέση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας που κατέστη δυνατή (η τέλεση), εξαιτίας, ακριβώς, της σχέσης, των μέσων και των ευκαιριών που ανέθεσε ο αντιπρόσωπος, στο πλαίσιο της ειδικής σχέσης προς τον αντιπροσωπευόμενο, με τη χρησιμοποίηση τους για άλλο σκοπό από εκείνο για τον οποίο του ανατέθηκαν (ΑΠ 290/2011, ΑΠ 1198/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 10 παρ. 3 Ν. 3587/2007, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι και τράπεζα έναντι του πελάτη της ή άλλου με αυτή συμβεβλημένου προσώπου μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος (ΑΠ 1028/2015, Εφ.Αθ. 4786/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Υπό την συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω, ότι με αυτές θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεσαι ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 2251/1994. Ο νόμος αυτός έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε ‘’προμηθευτή’’(και στις τράπεζες) την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου ‘’καταναλωτή’’ (και του ιδιώτη επενδυτή), ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα την σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του ‘’προμηθευτή’’ προβλέπονται ιδίως στα άρθρα 9γ, 9ε του νόμου, που αναφέρονται στην ‘’απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών’’. Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε «εμπορία υπηρεσιών από απόσταση», αφορούν, όμως με τελολογική ερμηνεία τους- αυτονόητα, κάθε συναλλαγή με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσόμενων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση για την περίπτωση παράβασης της, εν λόγω, υποχρέωσης εκ μέρους του ‘’προμηθευτή’’, συνίσταται κυρίως σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9θ του ανωτέρω νόμου). Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι πέρα από τη θεμελίωση των υποχρεώσεων συμβουλευτικής καθοδήγησης και ενημέρωσης στη γενική υποχρέωση πρόνοιας που απορρέει από την καλή πίστη καθώς επίσης και στον, κοινοτικής προέλευσης, νόμο για την προστασία του καταναλωτή, το καθήκον παροχής συμβουλών στον καταναλωτή απαντάται και στο κοινοτικό δίκαιο των επενδυτικών υπηρεσιών και, ειδικότερα, στο, κατωτέρω εκτιθέμενο, άρθρο 19 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, όπου γίνεται δεκτό ότι για την παροχή εύλογων συμβουλών λαμβάνεται υπόψη η καλύτερη εξυπηρέτηση του συμφέροντος του πελάτη. Η παραπάνω οδηγία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το Ν.3606/2007, όπου εξειδικεύονται και διευκρινίζονται οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται προς προστασία των επενδυτών. Προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του άρθρου 8 του, ως άνω, νόμου είναι η περιουσία του αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών και η εμπιστοσύνη στην ορθή λειτουργία του συστήματος παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Οι αποδέκτες των επενδυτικών υπηρεσιών είναι, επομένως, αμέσως ζημιωθέντες από την παράβαση της, εν λόγω, διάταξης (ΑΠ 865/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 4786/2019,ο.π).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων – ήδη εκκαλών, εξέθετε στην από 10-11-2016 και με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ) ……./2016 αγωγή του, την οποία άσκησε αρχικά ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και με την οποία παραιτήθηκε του δικογράφου της προγενέστερης από 2-3-2014 και με αριθμό κατάθεσης …../2014 αγωγής του, ότι το Μάρτιο του 2010 επισκέφθηκε το υποκατάστημα του εναγόμενου πιστωτικού συνεταιρισμού με την επωνυμία ‘……………’’ στον Πειραιά, με σκοπό να μεταφέρει σε λογαριασμό προθεσμιακής κατάθεσης στην ως άνω τράπεζα, τις αποταμιεύσεις του, καθώς είχε πληροφορηθεί ότι οι όροι κι οι αποδόσεις των καταθέσεων αυτών στον εναγόμενο είναι ιδιαίτερα ευνοϊκοί. Ότι, κατά την επίσκεψή του, συναντήθηκε με τον προστηθέντα υπάλληλο της τράπεζας ………., ο οποίος τον πληροφόρησε και του έδωσε συμβουλές για την τοποθέτηση των χρημάτων του. Ότι, εκτός από τις πληροφορίες σχετικά με τις προθεσμιακές καταθέσεις, ο ως άνω υπάλληλος του πρότεινε, με φορτικότητα, να προβεί με ένα μέρος του κεφαλαίου του σε αγορά μεριδίων του συνεταιρισμού. Ότι, προκειμένου να τον πείσει προς τούτο, τον διαβεβαίωσε ότι οι μερίδες αυτές ήταν μια μορφή αποταμίευσης, χωρίς κίνδυνο και με υψηλές αποδόσεις, ο δε κάτοχός τους απολάμβανε ετησίως μέρισμα, με αποτέλεσμα να πεισθεί αυτός στις εν λόγω διαβεβαιώσεις και να προβεί στη συγκεκριμένη κίνηση αγοράς των μεριδίων, ενώ στην πραγματικότητα η κατάθεσή αυτή αφορούσε την επένδυση σε συνεταιριστικές μερίδες του εναγόμενου, με υψηλό ρίσκο, η αξία των οποίων μετά το έτος 2013 μειώθηκε κατά 40%,ενώ πρακτικά δεν υπάρχει δυνατότητα ρευστοποίησής τους, ελλείψει αγοραστικού ενδιαφέροντος, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι, ο εναγόμενος, με τις παραπλανητικές διαφημιστικές του καταχωρήσεις, έντυπες και ηλεκτρονικές για το τραπεζικό προϊόν των συνεταιριστικών μεριδίων, το οποίο παρουσίαζε ως μια επένδυση σίγουρη και κερδοφόρα, αντίστοιχη με καταθετικό προϊόν, ενώ στην πραγματικότητα ήταν υψηλού κινδύνου, αλλά και λόγω των συγκεκριμένων και αναφερόμενων ως καταχρηστικών όρων του καταστατικού του  (άρθρα 22 παρ.5 και 40 παρ.2 ), σύμφωνα με τους οποίους, αφενός μεν η συνεταιριστική μερίδα μεταβιβάζεται μόνο σε συνεταίρο, αφετέρου δε η αξία αυτής καθορίζεται από το Δ.Σ, σε συνδυασμό με την συμπεριφορά του προστηθέντος υπαλλήλου του εναγόμενου, ο οποίος εκμεταλλευόμενος τη σχέση εμπιστοσύνης και την απειρία του (ενάγοντος), προέβη στις αναφερόμενες ψευδείς παραστάσεις προς αυτόν, προκειμένου να τον πείσει να προβεί στην εν λόγω αγορά, καθώς και σε παράλειψη παροχής της απαιτούμενης για την προστασία του, ως καταναλωτή, ενημέρωση ως προς τους αναφερόμενους γενικούς όρους των συναλλαγών, προκάλεσε, παράνομα και υπαίτια, ζημία στον ενάγοντα, η οποία ανέρχεται στο ισόποσο της επένδυσης του σε συνεταιριστικά μερίδια, ήτοι σε 30.384 ευρώ και την ηθική του βλάβη, κατά τα ειδικότερα, επίσης, εκτιθέμενα στην αγωγή. Ζητούσε δε, ακολούθως, ο ενάγων, όπως παραδεκτά, με τις πρωτόδικες προτάσεις του, μετέτρεψε τα καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής του σε έντοκο αναγνωριστικό (άρθρα 293 και 295 ΚΠολΔ), α)να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των όρων 22 παρ. 5 και 40 παρ. 2 του καταστατικού του εναγόμενου, λόγω καταχρηστικότητας αυτών ως αντίθετων με τις αναφερόμενες στην αγωγή διατάξεις των νόμων και κοινοτικών οδηγιών για την προστασία του καταναλωτή καιβ) να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας του, που προήλθε από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά των προστηθέντων του, το ποσό των 30.384 ευρώ, καθώς επίσης και το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από αυτήν, ήτοι συνολικά το ποσό των 40.384 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την υπ΄αρ. 4024/2017 οριστική απόφασή του, κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο και παρέπεμψε την ως άνω αγωγή προς εκδίκαση, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιου δικαστηρίου. Το τελευταίο δικαστήριο, στο οποίο επαναφέρθηκε η συζήτηση της αγωγής με την από 28-2-2018 και με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ) ………../2018, κλήση, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε την υπ΄αρ. 664/2019 οριστική απόφαση (εκκαλουμένη), με την οποία, έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, πλην του αιτήματός της περί αναγνώρισης της ακυρότητας των προαναφερθέντων όρων του καταστατικού του εναγόμενου, το οποίο ορθά απέρριψε ως μη νόμιμο. Κι αυτό διότι, το καταστατικό του εναγόμενου, ο οποίος λειτουργεί ως πιστωτικός συνεταιρισμός, κατά την έννοια του Ν.1667/1986, από τις διατάξεις του οποίου διέπεται, καταχωρημένο στα βιβλία μητρώου Συνεταιρισμών του αρμοδίου Ειρηνοδικείου, με Πράξη του Ειρηνοδίκη, υπόκειται σε έλεγχο μόνο από την αρμόδια ελεγκτική αρχή, δηλαδή την ‘’Τράπεζα της Ελλάδος’’ και τροποποιείται μόνο από τη Γενική Συνέλευση κατόπιν έγκρισης από την τράπεζα αυτή. Το δε αίτημα, που για πρώτη φορά πρόβαλε με τις προτάσεις του ο ενάγων, περί αναγνώρισης της ακυρότητας της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης, ορθά, επίσης, απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση ως απαράδεκτο, καθώς συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή του αιτήματος της αγωγής (άρθρο 223 ΚΠολΔ). Στη συνέχεια, (το πρωτοβάθμιο δικαστήριο) απέρριψε την αγωγή, στο βαθμό που κρίθηκε νόμιμη, ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Ο ενάγων – ήδη εκκαλών προσβάλλει την εκκαλουμένη απόφαση, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του.

Από την εκτίμηση της υπ΄αρ. …./16-2-2017 ένορκης βεβαίωσης του µάρτυρα ………….., που προσκοµίζει και επικαλείται ο ενάγων, η οποία λήφθηκε ενώπιον της συµβολαιογράφου Πειραιώς …………., κατόπιν νομότυπης και εµπρόθεσµης κλήτευσης του εναγόμενου (βλ. υπ’αρ. ………../13-2-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή με έδρα το Πρωτοδικείο Ηρακλείου Κρήτης ……….), των υπ’αρ. …./17-2-2017 και …../17-2-2017 ένορκων βεβαιώσεων των µαρτύρων ……….και ………., αντίστοιχα, που προσκομίζει κι επικαλείται ο εναγόμενος και λήφθηκαν ενώπιον των συμβολαιογράφων Αθηνών ……….. και Πειραιώς …….., αντίστοιχα, κατόπιν επίσης νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου του, (όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ……/14-2-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς µε έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………), καθώς και όλων των εγγράφων που νοµίµως προσκοµίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Ο ενάγων, ο οποίος ήταν οικονοµικός αξιωµατικός του Εµπορικού Ναυτικού, επισκέφθηκε το Μάρτιο του 2010, το υποκατάστημα (στον Πειραιά)  του εναγόμενου – συνεταιρισµού περιορισµένης ευθύνης µε την επωνυµία ‘…………..’’,  που λειτουργεί ως πιστωτικό ίδρυµα από τις 18-9-1995 (κατόπιν σχετικής άδειας από την ‘’Τράπεζα της Ελλάδος’’), προκειμένου να ενημερωθεί, αναφορικά με τις προθεσμιακές καταθέσεις, αλλά και τα επενδυτικά προϊόντα, που ο εναγόμενος παρείχε, μετά από πληροφορίες που είχε περί προσφερόμενων από τον τελευταίο πιο συμφερουσών αποδόσεων, σχετικά με άλλες τράπεζες, ώστε να επενδύσει τις αποταμιεύσεις του. Η ενημέρωση του ενάγοντος έλαβε χώρα από τον υπάλληλο του εναγόμενου ……….., ο οποίος του παρουσίασε τις προθεσµιακές καταθέσεις που διέθετε ο συνεταιρισµός και τα σχετικά επιτόκια που οι τελευταίες προσέφεραν, ενώ παράλληλα τον πληροφόρησε για την επενδυτική δυνατότητα να αγοράσει συνεταιριστικές μερίδες του (εναγόμενου), οι οποίες απέδιδαν ετησίως μέρισμα, που ήταν μεγαλύτερο από τις αποδόσεις των καταθέσεων. Πράγματι, ο ενάγων ενδιαφέρθηκε για την αγορά των μερίδων αυτών. Μετά δε κι από άλλες συναντήσεις με τον ως άνω υπάλληλο του εναγόμενου, αλλά και τον Προϊστάμενο του εν λόγω υποκαταστήματος …………, κατά τις οποίες του εξηγήθηκε, πιο λεπτομερώς, η φύση και ο τρόπος απόκτησης και λειτουργίας των συνεταιριστικών μερίδων, καθώς επίσης και οι επιλογές των προθεσμιακών καταθέσεων, αυτός (ενάγων) προχώρησε στις εξής ενέργειες στη συνεταιριστική τράπεζα του εναγόμενου: Αρχικά προέβη στο άνοιγµα του υπ’αρ. ………. λογαριασµού ταµιευτηρίου, στον οποίο κατέθεσε το ποσό των 162 ευρώ. Στη συνέχεια, υπέβαλε την από 22-3-2010 αίτηση, προκειµένου να εγγραφεί ως µέλος του συνεταιρισµού, καταβάλλοντας 1 ευρώ για το δικαίωµα εγγραφής και αποκτώντας έτσι από την τράπεζα, µια υποχρεωτική συνεταιριστική µερίδα, αντί ποσού 162 ευρώ. Ακολούθως, κατέθεσε στον ως άνω λογαριασµό ταµιευτηρίου, το ποσό των 78.274,75 ευρώ, µε κατάθεση της υπ’αρ. .-.. επιταγής έκδοσης της ….., ενώ παράλληλα, υπέβαλε και την από 22-3-2010 αίτηση αγοράς από άλλα µέλη της τράπεζας, 209 παλαιών µεριδίων, συνολικής αξίας 30.096 ευρώ, καταβάλλοντας το ποσό των 144 ευρώ για το κάθε ένα από αυτά. Τέλος, στις 23-3-2010, κατέθεσε 4.822 ευρώ στο λογαριασµό ταµιευτηρίου και υπέβαλε αίτηση ανοίγµατος του υπ’αρ. …… προθεσµιακού λογαριασµού, στον οποίο κατέθεσε ποσό 53.000 ευρώ, µε επιτόκιο 3,6% και λήξη στις 4-7-2010. Η εγγραφή του ενάγοντα ως συνεταίρου της εν λόγω τράπεζας εγκρίθηκε οµόφωνα από τη Γενική Συνέλευση αυτής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο καταστατικό της, στις 20-6-2010. Ο ενάγων, μάλιστα, έλαβε, στις 21-6-2010, μέρισμα από τις ως άνω αγορασθείσες από αυτόν μερίδες, ποσού 1.122,33 ευρώ, από το οποίο του παρακρατήθηκε φόρος 253,69 ευρώ, ενώ στις 5-7-2010, που έληξε η ως άνω προθεσµιακή κατάθεσή του, του απέδωσε το συμφωνηθέν ποσοστό τόκου ύψους 484,68 ευρώ. Ο ενάγων, δεν ανανέωσε την προθεσµιακή κατάθεση, αλλά, αφού κατέθεσε στις 5-7-2010 επιπλέον 13.900 ευρώ στον ανωτέρω λογαριασµό ταµιευτηρίου, στις 6-7-2010 ανέλαβε το συνολικό ποσό από αυτόν. Οι παραπάνω κινήσεις του ενάγοντος δεικνύουν ότι, αυτός είχε σαφή αντίληψη της διαφοράς μεταξύ του απλού λογαριασμού ταμιευτηρίου, των τόκων από προθεσμιακή κατάθεση και του μερίσματος, το οποίο προέρχεται από συνεταιριστικές μερίδες, καθώς επίσης και ότι η αξία των τελευταίων δεν είναι σταθερή, αλλά διαμορφώνεται από την αγοραστική της ζήτηση. Ο διαχωρισμός αυτός δεν είναι δύσκολος για το μέσο συνετό καταναλωτή -επενδυτή, καθώς δεν πρόκειται για περίπλοκα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, πολλώ δε μάλλον για τον ενάγοντα, ο οποίος λόγω της ιδιότητάς του ως οικονομικού αξιωματικού του Εμπορικού Ναυτικού, είχε περαιτέρω οικονομικές γνώσεις. Στο συμπέρασμα ότι ο ενάγων αντιλήφθηκε τη διαφορά μεταξύ των εν λόγω προϊόντων, συντείνει και το γεγονός ότι αυτός διαμοίρασε τα χρήματά του τόσο σε λογαριασμό ταμιευτηρίου, όσο και σε προθεσμιακό λογαριασμό, αλλά και στην αγορά μεριδίων, στην οποία επένδυσε το μικρότερο ποσό σε σχέση με τους καταθετικούς λογαριασμούς, αν και αυτή υποσχόταν, καλώς εχόντων των πραγμάτων, μεγαλύτερες αποδόσεις, κατανοώντας ότι δεν πρόκειται βέβαια για προθεσμιακή κατάθεση, αλλά για επένδυση που ενέχει κάποιο κίνδυνο. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του ενάγοντος, ότι δεν ενημερώθηκε από τους προστηθέντες της τράπεζας για τις διατάξεις των άρθρων 22 παρ.5 και 40 παρ.2 του Καταστατικού της (με τις οποίες ορίζονταν, αντίστοιχα, ότι ‘’η συνεταιριστική μερίδα μεταβιβάζεται μόνο σε συνεταίρο. Η μεταβίβαση σε τρίτο γίνεται μόνο ύστερα από συναίνεση του Δ.Σ …Η μεταβίβαση γίνεται με γραπτή συμφωνία και συντελείται με την καταχώρησή της στο μητρώο…’’, καθώς επίσης ότι ‘’ως αξία που αποδίδεται (ενν. στον συνεταίρο που αποχωρεί) νοείται η αξία της συνεταιριστικής μερίδας που αναλογεί στην καθαρή περιουσία του συνεταιρισμού, όπως αυτή προκύπτει από τον ελεγμένο από νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο, ισολογισμό της τελευταίας χρήσης’’), δεν κρίνεται βάσιμος. Αντίθετα, προέκυψε ότι, όπως αναλυτικά αναφέρουν οι ως άνω υπάλληλοι της τράπεζας στις ένορκες βεβαιώσεις τους, αυτοί τον ενημέρωσαν σχετικά, κατά τις συζητήσεις που είχαν μαζί του, οι οποίες έγιναν, όλες, σε κλίμα εμπιστοσύνης, του εγχείρησαν δε το σχετικό πληροφοριακό υλικό της τράπεζας, προτρέποντάς τον να επισκεφθεί και την ιστοσελίδα της. Πέραν τούτου, στην υπογεγραμμένη από τον ενάγοντα ως άνω αίτησή του προς το συνεταιρισμό για να λάβει μερίδες αυτού, ρητά αναφέρεται ότι ‘’δηλώνει ότι γνωρίζει το Καταστατικό, τις αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης και τους Κανονισµούς της Τράπεζας, τα οποία αποδέχεται ανεπιφύλακτα’’. Άλλωστε, το καταστατικό του εναγόμενου, όπως και όλα τα παραπάνω, είναι αναρτημένα στην ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο, η οποία είναι εύκολα προσβάσιμη στον καθένα. Ανεξάρτητα δε, αν ο ενάγων είχε επισκεφθεί τη σελίδα αυτή και ήταν ενήμερος πριν την επίσκεψή του στην τράπεζα, όπως δέχεται η εκκαλουμένη, πράγμα που ο ίδιος αμφισβητεί, ήταν λογικό και ευχερές να το πράξει μετά από αυτήν (επίσκεψη) και πριν την αγορά των μεριδίων. Σημειωτέον ότι, η εν λόγω συνεταιριστική τράπεζα, από το έτος 1994, που ξεκίνησε να λειτουργεί, έως και το έτος 2010, όπως αναφέρουν οι προαναφερθέντες μάρτυρες ………. και ………… στις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις τους, αλλά προκύπτει και από τους ισολογισμούς του εναγόμενου, απέδιδε στους κατόχους συνεταιριστικών μερίδων ετησίως μέρισμα το οποίο ήταν αισθητά υψηλότερο από τις αποδόσεις που είχαν οι προθεσμιακές καταθέσεις, η δε αξία των μερίδων αυτών ήταν μέχρι την ως άνω ημερομηνία ανοδική, ενώ υπήρχε αγοραστικό ενδιαφέρον γι αυτές και η μεταβίβασή τους επιτυγχάνονταν σε σύντομο χρόνο, με βάση τη διαδικασία που προβλεπόταν από τα σχετικά άρθρα του καταστατικού του εναγόμενου, που ήταν εναρμονισμένα με το Ν. 1667/1986 περί Συνεταιρισμών, που περιέχει διατάξεις αναγκαστικού δικαίου. Συνεπώς, όταν οι υπάλληλοι της τράπεζας του παρουσίασαν, όπως υποστηρίζει και όπως αναφέρεται στο σχετικό διαφημιστικό φυλλάδιό της, την αγορά συνεταιριστικών μερίδων ως μια σίγουρη και κερδοφόρα επένδυση, καθώς επίσης ότι η διαδικασία μεταβίβασής του θα διαρκούσε λίγους μήνες, δεν προσπαθούσαν να τον παραπλανήσουν, διότι πράγματι μέχρι τότε, πριν ξεσπάσει στη Χώρα, η σοβαρή και μακροχρόνια οικονομική κρίση, γεγονός που δεν μπορούσε να προβλεφθεί, έπληξε δε σημαντικά και τον τραπεζικό τομέα, οι συνεταιριστικές μερίδες πιστωτικών ιδρυμάτων γενικά, αλλά και ειδικότερα του εναγόμενου, ήταν μια επένδυση που διακρίνονταν από σταθερότητα, πράγμα, μάλιστα, που επιρρωνύεται από το ότι, για το έτος 2010, ο ενάγων έλαβε μέρισμα από τις μερίδες που κατείχε υπερδιπλάσιο από τον τόκο που του απέδωσε η προθεσμιακή κατάθεση, κατά τα προαναφερθέντα. Στις 6-4-2011, κι ενώ είχε ξεσπάσει, λίγους μήνες πριν, η οικονομική κρίση, ο ενάγων προσήλθε στο παραπάνω υποκατάστηµα της τράπεζας και υπέβαλε αίτηση διάθεσης πώλησης σε άλλα ενδιαφερόµενα πρόσωπα των συνεταιριστικών µεριδίων του, µέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρµας αυτής (τράπεζας), η οποία εξακολουθεί να παραµένει ενεργή, πλην, όµως, λόγω της  διαρκούσης κρίσης, δεν υπήρξε αγοραστικό ενδιαφέρον. Το Μάρτιο δε του 2013, η τιμή αγοράς των συνεταιριστικών μερίδων μειώθηκε κατά 40%, ήτοι από 144 ευρώ σε 87 ευρώ, με απόφαση του Δ.Σ του εναγόμενου, σύμφωνα με τα οριζόμενα από το καταστατικό του, λόγω των δυσμενών οικονομικών συνθηκών.

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, δια των προστηθέντων υπαλλήλων του, παρέστησε στον ενάγοντα ψευδή γεγονότα ή ότι αποσιώπησε τα αληθή, δημιουργώντας του την πεπλανημένη αντίληψη ότι τα συνεταιριστικά μερίδια αποτελούσαν ασφαλές επενδυτικό προϊόν με ελκυστικό εγγυημένο επιτόκια, ενώ στην πραγματικότητα ήταν και παραμένει ένα επενδυτικό προϊόν υψηλότατου ρίσκου, όπως υποστηρίζει ο ενάγων -εκκαλών, καθώς, αφενός μεν κατέστη σαφές στον ενάγοντα, ο οποίος είχε οικονομικές γνώσεις να το κατανοήσει, αλλά και είναι και γνωστό από τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι τα συνεταιριστικά μερίδια που αποφέρουν μέρισμα δεν ταυτίζονται με τις προθεσμιακές καταθέσεις, που αποφέρουν τόκο, η αξία δε των πρώτων εξαρτάται από την αγοραστική ζήτηση και προβλέπεται συγκεκριμένη διαδικασία ρευστοποίησής τους. Τα όσα αναφέρει στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωσή του ο μάρτυρας ………….., ο οποίος επιβεβαιώνει τους παραπάνω ισχυρισμούς του ενάγοντος, δεν κρίνονται πειστικά, αφού ο μάρτυρας αυτός δεν ήταν παρών στις συναντήσεις που είχε ο ενάγων με τους προστηθέντες υπαλλήλους της τράπεζας, ώστε να έχει ιδία αντίληψη των πληροφοριών και της ενημέρωσης που αυτοί του παρείχαν. Εξάλλου, τα συνεταιριστικά μερίδια κατά τον ως άνω χρόνο ήταν πράγματι μία συγκριτικά ασφαλής επένδυση με σχετικά υψηλή απόδοση σε σχέση με τις καταθέσεις, χωρίς, βέβαια, να αναιρείται ο κίνδυνος, που ενέχει κάθε επενδυτικό προϊόν, ταίριαζε δε με το επενδυτικό προφίλ του ενάγοντος, όπως αυτό προβλήθηκε κατά τις συναντήσεις του με τους προστηθέντες της τράπεζας, ο οποίος ήθελε να έχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερες αποδόσεις, γι αυτό άλλωστε στις συζητήσεις με τους ως άνω υπαλλήλους του εναγόμενου, εκδήλωσε ενδιαφέρον και για την αγορά επενδυτικού χρυσού, γεγονός που επίσης δεικνύει ότι δεν ήταν αδαής περί των επενδυτικών δυνατοτήτων και των διαφοροποιήσεών τους. Δεν μπορούσαν δε οι υπάλληλοι του εναγόμενου, όταν παρείχαν πληροφορίες στον ενάγοντα, καθώς και συμβουλευτική καθοδήγηση, σχετικά με τα επενδυτικά προϊόντα της τράπεζας, να προβλέψουν τη μεγάλη οικονομική κρίση που έπληξε την Ελλάδα λίγο καιρό αργότερα και τις συνέπειες αυτής, που οδήγησαν, μεταξύ άλλων, στη μεγάλη πτώση της αξίας των συνεταιριστικών μερίδων της τράπεζας και την ακόλουθη ζημία του ενάγοντος και των λοιπών συνεταίρων της. Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει, ότι ο εναγόμενος δεν παραβίασε το καθήκον ενημέρωσης, σε κάθε δε περίπτωση δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς των προστηθέντων αυτού και της ζημίας που υπέστη ο ενάγων, καθώς μεσολάβησε το απρόβλεπτο και καταλυτικό γεγονός της οικονομικής κρίσης (βλ.σχετ. και ΑΠ 813/2019 ο.π).

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και απέρριψε την αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, ως ουσιαστικά αβάσιμη, σύμφωνα με τα παραπάνω εκτεθέντα, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση πρέπει ν΄ απορριφθεί κατ΄ ουσία. Τα δε δικαστικά έξοδα, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω του, κατά την κρίση του δικαστηρίου, δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179,183 ΚΠολΔ). Τέλος, θα διαταχθεί η εισαγωγή, στο δημόσιο ταμείο, του, αναφερόμενου στο διατακτικό, παραβόλου, που κατέθεσε ο εκκαλών (άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν στην ουσία.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, το παράβολο της έφεσης (e -παράβολο με κωδικό …………), που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στον Πειραιά  στις 18 Ιουνίου 2020 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 26 Ιουνίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

   Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ