Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 463/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

  

Αριθμός απόφασης  463/2020

 ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτούμενο από τους Δικαστές,  Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη-Εισηγήτρια, και με Γραμματέα την Ε.Τ.

 ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Οι κρινόμενες : α) από 17.7.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../18.7.2018 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………./25.7.2018 και β) από 27.9.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./28.9.2018 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../1.10.2018, εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός της εδρεύουσας στο … της Νορβηγίας νομίμως εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «…….” («………..») και αφετέρου του ……….., που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.2204/2018 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και έκανε εν μέρει δεκτή κατ’ουσίαν, την σε βάρος του από 24.2.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/24.2.2017 αγωγή της πρώτης, ασκήθηκαν  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό τους έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

ΙΙ. Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη εταιρεία με την προαναφερθείσα αγωγή της, εξέθεσε ότι, δυνάμει της από 1.7.2015 σύμβασης γυμνής ναυλώσεως, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής, ως πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Παναμά φορτηγού πλοίου «D» και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία «……….», ως ναυλώτριας, συμβαλλομένης επίσης της μη διαδίκου εταιρείας «………..», ως εγγυήτριας, ευθυνομένης ως πρωτοφειλέτιδας, οι οποίες τυπικά εδρεύουν η μεν πρώτη στις Νήσους …., η δε δεύτερη στον …., στην πραγματικότητα όμως στην …., όπου λαμβάνονται όλες οι αποφάσεις για την λειτουργία τους και ανήκουν στον εναγόμενο, που είναι πρόεδρος, διευθυντής και αποκλειστικός μέτοχος τους, εκναύλωσε στην πρώτη τούτων το παραπάνω πλοίο μέχρι τις 18.8.2020, αντί συμφωνημένου ναύλου ανερχομένου στο χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων εξήντα ενός και εξήντα επτά  (2.061,67) δολαρίων Η.Π.Α. ημερησίως, προκαταβλητέου κάθε μήνα, ενώ συμφωνήθηκε η σύμβαση να διέπεται από το Αγγλικό δίκαιο και η επίλυση κάθε διαφοράς, που θα προέκυπτε, ενώπιον διαιτητών στο Λονδίνο, καθώς και ότι, αν και παρέδωσε το πλοίο στην ναυλώτρια, αυτή από την αρχή κατέστη υπερήμερη στην εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων καθυστερώντας την καταβολή του ναύλου και παρά την μείωση τούτου στο ποσό των 500 ευρώ για έναν χρόνο, ουδέν κατέβαλε, με αποτέλεσμα με την από 27.5.2016 εξώδικη δήλωση της να προβεί στην απόσυρση του πλοίου της και σε καταγγελία της σύμβασης ναυλώσεως, ζητώντας την καταβολή των οφειλομένων ναύλων, εκδοθέντων των αντίστοιχων τιμολογίων, συνολικού ποσού 313.373,84 δολαρίων ΗΠΑ, επιπλέον δε, βάσει του αγγλικού δικαίου, δικαιούται αποζημίωσης, λόγω της καταγγελίας της σύμβασης από υπαιτιότητα της ναυλώτριας, που αντιστοιχεί στο ποσό του ναύλου μέχρι την συμφωνηθείσα λήξη της σύμβασης, εφόσον δεν μπόρεσε να συνάψει υποκατάσταση ναύλωση και ανέρχεται στο ποσό των 3.173.940,97 δολαρίων ΗΠΑ και συνολικά η οφειλή της ναυλώτριας και εγγυήτριας ανέρχεται σε 3.487.314,81 δολάρια ΗΠΑ, που παρά τις οχλήσεις της, αρνούνται να εξοφλήσουν. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι, εφόσον η ναυλώτρια και εγγυήτρια ανωτέρω αλλοδαπές τυπικά εταιρείες διατηρούν την πραγματική τους έδρα στην Ελλάδα, χωρίς όμως να έχουν εγκατασταθεί νόμιμα και επειδή δεν τήρησαν τις απαιτούμενες από το ελληνικό δίκαιο διατυπώσεις και λειτουργούν, ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμες εταιρείες, με ομόρρυθμο εταίρο, διαχειριστή και εκπρόσωπο τους τον εναγόμενο, ευθύνεται και ο ίδιος εις ολόκληρον και απεριόριστα μαζί τους για την επίδικη οφειλή, επικουρικά δε διότι αυτός  χρησιμοποιεί καταχρηστικά την νομική προσωπικότητα των εταιρειών αυτών για να αποφεύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του από την επιχειρηματική δραστηριότητά του και να αποκρύπτει την περιουσία του, όντας μοναδικός ουσιαστικά μέτοχος τους, τις ελέγχει πλήρως, λαμβάνει προσωπικά όλες τις κρίσιμες για την λειτουργία τους αποφάσεις και απολαμβάνει τα κέρδη από την εκμετάλλευση τους, κατά τρόπο ώστε η ατομική του περιουσία να ταυτίζεται με των εν λόγω εταιρειών. Με το ανωτέρω ιστορικό ζήτησε, με βάση την ευθύνη του εναγομένου, ως ομόρρυθμου εταίρου, μετά των ομόρρυθμων ανωτέρω εταιρειών και επικουρικά με βάση την κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας τους, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 3.487.314,81 δολαρίων ΗΠΑ, άλλως το ισόποσο σε ευρώ με βάση την ισοτιμία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά τον χρόνο σύνταξης της αγωγής, ήτοι το ποσό των 3.321.252,30 ευρώ (3.487.314,81/1,05).

Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε, ως μη νόμιμη, την ένσταση του εναγομένου περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του, λόγω υπαγωγής της διαφοράς στην δικαιοδοσία του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Λονδίνου με ρητό όρο του ναυλοσυμφώνου, με την αιτιολογία ότι δεν νοείται επέκταση της ισχύος της επικαλούμενης διαιτητικής συμφωνίας, αφού ο εναγόμενος δεν έχει συμβληθεί προσωπικά σ’αυτήν, έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ.1 και 4 ΚΠολΔ και 4 παρ.1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, τόσο αναφορικά με την κύρια βάση για την προσωπική ευθύνη του εναγομένου αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τις εν τοις πράγμασι ομόρρυθμες ανωτέρω αλλοδαπές εταιρείες, κατ’άρθρο 249 παρ.1 ν.4072/2012, όσο και την επικουρική για την κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας των εν λόγω εταιρειών, ως το δίκαιο του τόπου που βρίσκεται η πραγματική έδρα των εταιρειών αυτών, κατ’άρθρο 10 ΑΚ, ακολούθως, απέρριψε την επικουρική βάση της αγωγής, ως ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, λόγω αοριστίας και έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, ως προς την κύρια βάση της, μόνο αναφορικά με το πρώτο αίτημα, απορρίπτοντας το κονδύλι για αποζημίωση από τη μη εκτέλεση της σύμβασης, ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, κατά το αγγλικό δίκαιο, εν συνεχεία, αφού διέγνωσε την εις ολόκληρον ευθύνη του εναγομένου μετά των συμβληθέντων στην ένδικη σύμβαση ναυλώσεως με τις προαναφερθείσες ιδιότητες δύο ανωτέρων τύποις αλλοδαπών εταιρειών, κρίνοντας ότι πάσχουν ακυρότητας σαν ανώνυμες και λειτουργούν ως ομόρρυθμες εταιρείες, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στην ενάγουσα το αιτούμενο ποσό των οφειλομένων ναύλων ανερχόμενο σε 313.373,84 δολάρια ΗΠΑ, πλην όμως στο διατακτικό επιδικάστηκε το ποσό αυτό σε ευρώ.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι, για τους αναφερομένους λόγους, που στο σύνολο τους ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, όπως ειδικότερα εκτίθεται στα οικεία δικόγραφα και ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους αντίστοιχα, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή και απόρριψή της αντιστοίχως.

III. Κατά τη διάταξη του άρθρου 264 ΚΠολΔ : “Αν η διαφορά υπάγεται σε διαιτησία, το δικαστήριο παραπέμπει την υπόθεση στη διαιτησία, διατηρούνται όμως οι συνέπειες της άσκησης της αγωγής. Αν πάψει να ισχύει η συμφωνία της διαιτησίας, η υπόθεση επαναφέρεται με κλήση”. Από την διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι η έννομη συνέπειά της, κατόπιν εγκαίρου προτάσεως της σχετικής ενστάσεως υπό του εναγομένου, υπαγωγής της διαφοράς στην διαιτησία (263 ΚΠολΔ), είναι η παραπομπή της υποθέσεως στην  διαιτησία και όχι η απόρριψη της αγωγής ως απαραδέκτου λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, ως όντως θα συνέβαινε εάν δεν υπήρχε η δια της αμέσως ανωτέρω διατάξεως ειδική νομοθετική πρόβλεψη. Τούτο ισχύει ανεξαρτήτως αν πρόκειται για ημεδαπή ή αλλοδαπή ή διεθνή διαιτησία, διότι η διάταξη δεν διακρίνει. Επειδή η διαιτητική συμφωνία, αποτελεί ιδιαίτερη δικονομικού δικαίου συμφωνία, η οποία σαφώς διακρίνεται από την ουσιαστική κυρία σύμβαση και είναι ανεξάρτητη και αυτοτελής, χωρίς να επηρεάζεται από την πρώτη. Επίσης,  κατά τις εφαρμοστέες εν προκειμένω δικονομικές διατάξεις των άρθρων 263 περ. β`, 264, και 870 §1 του ΚΠολΔ, οι οποίες εφαρμόζονται ως lex fori του δικάζοντος Δικαστηρίου, για να κριθεί η δεκτικότητα της υποβολής της διαφοράς σε διαιτησία κατά τη συζήτηση,  πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να προτείνεται κατ` ένσταση η υπαγωγή της διαφοράς σε  διαιτησία (αρθρ. 263 περ. β` ΚΠολΔ). Η παραδοχή της αναβλητικής αυτής ενστάσεως και η παραπομπή της υποθέσεως σε διαιτησία προϋποθέτει, αφενός μεν την έγκαιρη προβολή της ενστάσεως και αφετέρου την εγκυρότητα της συμφωνίας υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία, της οποίας το κύρος κρίνει παρεμπιπτόντως το πολιτικό Δικαστήριο, στο οποίο προτάθηκε εγκαίρως η σχετική ένσταση, εφόσον ο ενάγων αμφισβητεί το κύρος της συμφωνίας (ΑΠ 1400/2008, ΑΠ 950/86). Το τελευταίο θα κριθεί από το δίκαιο, το οποίο διέπει τον τύπο και το περιεχόμενό της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 ΑΚ, ως προς τον τύπο και του άρθρου 25 ΑΚ, ως προς το περιεχόμενο της, επειδή το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο δεν περιέχει ειδικό κανόνα, ο οποίος να καθορίζει το εφαρμοστέο επί της συμβάσεως της διαιτησίας δίκαιο, ενώ οι συμφωνίες διαιτησίας εξαιρούνται των ρυθμίσεων τόσον της Κοινοτικής Συμβάσεως της Ρώμης του 1980 περί του εφαρμοστέου δικαίου στις συμβατικές ενοχές (άρθρο 1 παρ. 2 περ. δ` Συμβάσεως) που κυρώθηκε  διά του Ν 1792/1988, ήδη Κανονισμού 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 17-6-2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές Ενοχές (Ρώμη I), όσο και του υπ` αριθ. 44/2001 Κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου (άρθρο 1 παρ. 3 περ. δ` Κανονισμού) και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ.1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης-12-2012, για την διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (άρθρο 1 § 2 στ. δ`). Το δίκαιο, που διέπει τη διαιτησία και το δίκαιο, που διέπει την ουσία της διαφοράς, συμπίπτουν κυρίως επί ενοχικών συμβάσεων και συνεπώς το δίκαιο, που διέπει τη διαιτησία είναι πρωταρχικά το δίκαιο, στο οποίο τα μέρη υπέβαλαν αυτή. Κατά το δίκαιο αυτό κρίνεται το κύρος της διαιτητικής συμφωνίας και το πότε επέρχεται εγκύρως η κατάργησή της.  Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 11 ΑΚ προκύπτει ότι η δικαιοπραξία είναι έγκυρη, ως προς τον τύπο, αν είναι σύμφωνη, είτε με το δίκαιο, που διέπει το περιεχόμενό της, είτε με το δίκαιο του τόπου, όπου επιχειρείται αυτή, είτε με το δίκαιο της ιθαγένειας όλων των μερών. Αν συνεπώς τηρηθεί ο τύπος, που θεσπίζει ένα από τα δίκαια αυτά, τότε η δικαιοπραξία θα θεωρηθεί έγκυρη κατά τύπο και το Δικαστήριο, αν κρίνει βάσιμη την ένσταση, υποχρεούται να παραπέμψει την υπόθεση στη διαιτησία (ΑΠ 1932/2006 ΑΡΧΝ 2007, 586, ΕφΑθ 1944/2006 ΔΕΕ 2006, 1298 ,  ΕφΠειρ 475/2005 ΕΝΔ 2005, 323, ΕφΠειρ 923/2003, ΕφΠειρ 702/2003 δημ. “Νόμος” Σ.Bρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο έκδ. 1988 σελ. 141, Ελλη Kρίσπη-Νικολετοπούλου, Η διαιτησία κατά το ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον ΕΕΝ 25,508) .

Περαιτέρω,  με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 4220/1961 κυρώθηκε η από 10.6.1958 Διεθνής Σύμβαση της Ν. Υόρκης, που αφορά την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, ενώ με το άρθρο δεύτερο του ως άνω ν.δ., η κύρωση της Σύμβασης έγινε υπό αμφότερους τους περιορισμούς της § 3 του άρθρου 1 της Σύμβασης αυτής, ήτοι της αμοιβαιότητας και της εμπορικότητας της έννομης σχέσης που άγεται προς διαιτητική επίλυση. Ειδικότερα, στο άρθρο 1 § 1 της Σύμβασης αυτής, που από 14.10.1961 έχει ισχύ νόμου (η ισχύς της οποίας διατηρήθηκε και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ΕισΝΚΠολΔ) και υπερέχει κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος και των άρθρων 903, 905 και 906 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 8/1997), ορίζεται ότι: “Η παρούσα Σύμβασις εφαρμόζεται επί της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των διαιτητικών αποφάσεων των εκδοθεισών επί του εδάφους Κράτους διαφόρου εκείνου εν τω οποίω επιζητείται η αναγνώρισις και εκτέλεσις των αποφάσεων και προερχομένων εκ διαφορών μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων…”. Σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο δεύτερο του ως άνω ν.δ/τος, στην αυξημένη τυπική ισχύ της Σύμβασης αυτής εμπίπτουν μόνον οι διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί σε χώρα που επίσης έχει κυρώσει τη Σύμβαση (όρος της αμοιβαιότητας) και εφόσον πρόκειται περί διαφοράς, η οποία κατά το ελληνικό δίκαιο είναι εμπορική (όρος εμπορικότητας, ΑΠ 65/1997 ΕλλΔνη 39, 101, Σ.Κουσούλης, “Διαιτησία”, Ερμηνεία κατ’άρθ. εκδ. 2004, σελ. 284). Η Ελλάδα έχει επικυρώσει τη Σύμβαση της Νέας Υόρκης στις 19-9-1961, ενώ το Ηνωμένο Βασί­λειο, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, από το έτος 1975 (υπ’αριθμ. Φ.6546/63/ ΑΣ 225/Μ.1701/26 Απριλίου 1993 έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών – Τμήμα Συμβάσεων). Στο άρθρο 3 της εν λόγω Σύμβασης ορίζεται ότι: “Κάθε συμβαλλόμενο κρά­τος θα αναγνωρίζει το κύρος της διαιτητικής αποφάσεως και θα επιτρέπει την εκτέλεση σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες οι οποίοι ακολουθούνται στο έδαφος όπου γίνεται η επίκληση της απόφασης και με τις προϋποθέσεις που αναγράφονται στα επόμενα άρθρα. Δεν θα επιβάλλονται, για την αναγνώριση ή εκτέλεση των διαι­τητικών αποφάσεων στις οποίες εφαρμόζεται η παρούσα Σύμβαση, προϋποθέσεις που είναι αισθητώς αυστηρότερες, ούτε δικαστικά έξοδα που είναι αισθητώς ανώτερα από εκείνα που επιβάλλονται για την αναγνώριση ή εκτέλεση ημεδαπών διαιτητι­κών αποφάσεων».  Το άρθρο αυτό αναφέρεται αποκλειστικά στους τυπικούς δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι ρυθμίζουν τη διαδικασία αναγνώρισης και κήρυξης εκτελεστής αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης και παραπέμπει για την επίλυση των διαδικαστικών ζητημάτων στους δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι ακολουθούνται στο έδαφος της χώρας όπου γίνεται η επίκληση της απόφασης. Στους δικονομικούς αυτούς κανόνες περιλαμβάνονται, όσον αφορά το Ελληνικό δίκαιο, το άρθρο 903 του ΚΠολΔ, κατά το μέρος που για την αναγνώριση στην Ελλάδα του δεδικασμένου αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης δεν απαιτεί την τήρηση οποιασδήποτε διαδικασίας (ΕφΠειρ 28/2017 δημ. ΤΝΠ «Νόμος», ΕφΘεσ 1157/2008 ΕΠολΔ 2008, 689, ΕφΘεσ 451/2000 Αρμ.2000, 829). Ειδικότερα, στο άρθρο 2 της διεθνούς αυτής σύμβασης ορίζεται ότι: «1.Εκαστον των συμβαλλομένων Κρατών αναγνωρίζει τηv συμφωνίαν διά της οποίας τα μέρη υποχρεούνται να υποβάλλωσιν εις διαιτησίαν απάσας τας διαφοράς ή ωρισμένας εκ των διαφορών, αίτινες ανεφύησαν ή θα ηδύναντο να αναφυώσι μεταξύ των, αναφορικώς προς συγκεκριμένην έννομην σχέσιν, συμβατικήν ή εξωσυμβατικήν, αναφερομένην εις θέμα επιδεκτικόν ρυθμίσεως διά διαιτησίας. 2. Νοείται διά του όρου “έγγραφος συμφωνία” διαιτητική ρήτρα περιληφθείσα εν συμβάσει ή συνυποσχετικόν, άτινα υπεγράφησαν υπό των μερών ή περιέχονται εις ανταλλαγήν επιστολών ή τηλεγραφημάτων. 3. Το Δικαστήριον ενός των συμβαλλομένων κρατών, επιλαμβανόμενον αγωγής επί θέματος ως προς το οποίον τα μέρη έχουν συνάψει συμφωνίαν εν τη εννοία του παρόντος άρθρου, θα παραπέμπη τα μέρη εις διαιτησίαν, τη αιτήσει ενός εξ αυτών, εκτός εάν διαπιστώνη ότι η εν λόγω συμφωνία είναι άκυρος, ανενεργής ή μη επιδεκτική εφαρμογής.» Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι δια συμφωνίας των συμβαλλομένων μερών δύνανται τα μέρη να υπαγάγουν σε  διαιτησία όλες τις υφιστάμενες και μελλοντικές τους διαφορές ιδιωτικού δικαίου, οι οποίες θα προκύψουν από  ορισμένη έννομη σχέση, εάν οι συμβαλλόμενοι έχουν την εξουσία ελεύθερης διάθεσης  του αντικειμένου της διαφοράς, εφ` όσον δηλαδή το αντικείμενο της διαφοράς είναι απαλλοτριωτό, ως κατ` εξοχήν είναι και, το αντικείμενο διαφοράς εξ ενοχικών δικαιωμάτων, αποκλειομένων της διαιτησίας των εννόμων σχέσεων, οι οποίες ενδιαφέρουν αμέσως τη δημοσία τάξη. (AΠ 45/2013 ΕΦΑΔ 2013, 463). Συνεπώς, σε συμφωνία διαιτησίας, υπάγονται όλες οι υφιστάμενες ή μελλοντικές διαφορές σε σχέση προς την ερμηνεία ή την εκτέλεση της σύμβασης στην οποία αναφέρεται η διαιτητική συμφωνία, οι απαιτήσεις που απορρέουν από αυτήν, το κύρος ή η ακυρότητα της σύμβασης και οι συνέπειες της ακυρότητας, η λύση και οι συνέπειες αυτής και γενικώς πάσα διαφορά η οποία αφορά απαιτήσεις ή υποχρεώσεις, οι οποίες έχουν σχέση με τη σύμβαση ή σχέσεις που αναφέρονται σε αυτήν σε οποιαδήποτε  διάταξη νόμου και αν στηρίζoνται (ΑΠ 825/77 ΝοΒ 26, 673, ΑΠ 441/82 ΝοΒ 31, 46) όπως και απαιτήσεις αποζημιώσεως εξ αδικοπραξίας, οι οποίες συρρέουν με απαιτήσεις αποζημιώσεως από την σύμβαση, καθ` όσον και αυτές συνάπτονται με την σύμβαση. Ειδικότερα, στην περίπτωση συρροής αξιώσεων, οι οποίες στηρίζονται στην σύμβαση,  αλλά και στην  αδικοπραξία ή τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και οι εξωσυμβατικές αυτές αξιώσεις υπάγονται στην  διαιτησία, εφ` όσον αυτές, ανεξαρτήτως της νομικής τους θεμελιώσεως, συνδέονται με τις αξιώσεις από την σύμβαση για τις οποίες υπάρχει διαιτητική ρήτρα (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22, 505, ΑΠ 2004/2007 ΧρΙΔ 2008, 730, EφΑθ 1213/2006 ΕλΔνη 2006/1105, ΕφΑΘ 2471/2006 ΔΕΕ 2006, 1294, ΕφΑΘ 5522/2002 Αρμ 2003, 1658, ΕφΠειρ 418/1998 ΠειρΝ1998, 212, Γ. Οικονομόπουλο, Η αυτοτέλεια της συμφωνίας περί διαιτησίας και η έννοια της συμφωνίας «αι διαφοραί εκ της συμβάσεως υπάγονται εις διαιτησίαν», Δ 5,691 και ιδίως 707 -ΕφΑθ. 1105/2009 – “Νόμος”).  Επίσης δια του άρθρου 2 §2 της Συμβάσεως αυτής, καθιερούται ο έγγραφος τύπος. Ως έγγραφη συμφωνία νοείται η διαιτητική ρήτρα η περιληφθείσα σε σύμβαση ή συνυποσχετικό, τα οποία υπεγράφησαν από τα μέρη ή περιέχονται σε επιστολές ή τηλεγραφήματα, τα οποία αντηλλάγησαν μεταξύ των μερών. Η διάταξη αυτή περιέχει αυτοτελή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος έχει ισχύ για τα κράτη, τα οποία δεσμεύονται από την διεθνή αυτή Σύμβαση και δεν καταλείπει στο πεδίο εφαρμογής της περιθώριο προσφυγής του Δικαστηρίου σε έτερο κανόνα ουσιαστικού ή ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, προκειμένου να εξακριβωθεί το έγκυρο της συμφωνίας περί διαιτησίας, από την άποψη του τύπου της συνομολογήσεως αυτής. Με την καθιέρωση του εγγράφου τύπου διώκεται η αυξημένη προστασία των μερών, χωρίς όμως να παραβλάπτεται η πρακτική του διεθνούς εμπορίου και της διεθνούς συναλλαγής. Έτσι, ικανοποιείται η προϋπόθεση της υποβολής σε έγγραφο τύπο, όταν στην  σύμβαση,  η οποία υπεγράφη από τα μέρη, γίνεται παραπομπή στους  τυποποιημένους όρους ορισμένου είδους συναλλαγής του διεθνούς εμπορίου, στους οποίους περιέχεται η ρήτρα διαιτησίας, έστω και αν οι συμβαλλόμενοι δεν υπέγραψαν και το κείμενο, το οποίο περιέχει αυτούς τους όρους και την διαιτητική ρήτρα, αφού η παραπομπή στο κείμενο των τυποποιημένων αυτών όρων, αποτελεί προσχώρηση στους όρους αυτούς και αποδοχή τους και αρκεί η υπογραφή των συμβαλλομένων στο κείμενο της σύμβασης στο οποίο γίνεται η ανεπιφύλακτη προσχώρηση τους στους οποίους περιλαμβάνεται και η διαιτητική ρήτρα. Επίσης, η  προπαρατεθείσα ρύθμιση της διεθνούς αυτής Συμβάσεως, προκειμένου να εξυπηρετήσει την ανάγκη του διεθνούς εμπορίου για την ευχερέστερη και ταχύτερη διεξαγωγή των διεθνών συναλλαγών, καθιέρωσε ρητώς την δυνατότητα συνομολογήσεως της συμφωνίας περί διαιτησίας και με ανταλλαγή επιστολών ή τηλεγραφημάτων. Συνεπώς, εφ` όσον πρόκειται περί διαφοράς από διεθνή εμπορική συναλλαγή, όπως είναι και εκείνη η οποία προκύπτει από σύμβαση πωλήσεως, η οποία καταρτίστηκε  μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων, τα οποία είχαν, κατά τον χρόνο της καταρτίσεως της, το κέντρο της επιχειρηματικής των δραστηριότητας τους σε διαφορετικές χώρες, η συμφωνία περί διαιτησίας και υπό το ως άνω νομικό καθεστώς, δύναται να καταρτισθεί εγκύρως και με ανταλλαγή ενυπόγραφων επιστολών, τηλεγραφημάτων ή τηλετυπημάτων, πράγμα το οποίον άλλωστε ισχύει και στο το εσωτερικό δίκαιο (ΟλΑΠ 8/1997 ΝοΒ 46, 35). Εξάλλου,  από τη θέση σε ισχύ της ως άνω Σύμβασης και λόγω εισαγωγής νέων τρόπων κατάρτισης συμβάσεως και δη ανταλλαγής δηλώσεων βουλήσεως (internet, email, sms μέσω κινητών τηλεφώνων, τηλεμοιοτυπία κλπ), η Επιτροπή του Ο.Η.Ε. για το Δίκαιο του Διεθνούς Εμπορίου (UNCITRAL) εξέδωσε μια σύσταση, ώστε η μνεία των τρόπων δια των οποίων καταρτίζεται μια διαιτητική συμφωνία να μην θεωρηθεί εξαντλητική (ΟλΑΠ 8/1997 ο.π.). Περαιτέρω, η διαιτητική ρήτρα, η οποία περιέχεται σε  άλλο κείμενο, στο οποίο γενικώς παραπέμπουν οι συμβαλλόμενοι, είναι έγκυρη, αφού με τη γενική αυτή παραπομπή τεκμαίρεται η γνώση και η αποδοχή από τους συμβαλλομένους όλων των όρων, στους οποίους χάριν συντομίας παραπέμπουν. Αυτό ισχύει στο πεδίο των διεθνών συναλλαγών, όπου η διαιτησία έχει καταστεί η συνήθης μέθοδος επιλύσεως διαφορών και όπου οι συναλλασσόμενοι εκ των πραγμάτων οφείλουν αυξημένη επαγρύπνηση κατά την επιχειρηματική τους δραστηριότητα. Δεν απαιτείται λοιπόν ρητή και ειδική μνεία των όρων της διαιτησίας, όταν πρόκειται για όρο συνήθη και γνωστό σε όσους συναλλάσσονται στον συγκεκριμένο εμπορικό τομέα, οι οποίοι θεωρούν σταθερή πρακτική την διαιτητική επίλυση των διαφορών, οι οποίες πιθανόν θα προκύψουν, παραλείπουν δε να διατυπώσουν συναφώς οποιαδήποτε  επιφύλαξη  (ΕφΑΘ 967/1995 ΕλλΔνη 37, 1399). Η έγγραφη συμφωνία δεν απαιτείται να είναι ξεχωριστή και αυτοτελής, αλλά δύναται να περιέχεται στο  κείμενο άλλου εγγράφου, το οποίο ρυθμίζει τις σχέσεις συνήθως των συμβαλλομένων υπό τον τύπον του όρου ή ρήτρας. Επίσης, ικανοποιείται, η ανάγκη τηρήσεως του εγγράφου τύπου, όταν η συμφωνία διαιτησίας περιλαμβάνεται εις γενικούς όρους πωλήσεως και παραδόσεως του εμπορεύματος, οι οποίοι επισυνάφθηκαν  ως ανυπόγραφο παράρτημα σε σύμβαση, η οποία έχει υπογραφές από τα μέρη και παραπέμπει στο περιεχόμενο τους. (ΕφΠειρ 525/2014, ΕφΑθ 7195/2007 ΝοΒ 2008, 650 ).

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 896 ΚΠολΔ, η διαιτητική απόφαση, αν με τη συμφωνία διαιτησίας δεν ορίζεται προσφυγή κατά το άρθρο 895 παρ. 2 ή πέρασε η ορισμένη για την προσφυγή προθεσμία, αποτελεί δεδικασμένο και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 322, 324 έως 330, 332 έως 334. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 329 ΚΠολΔ η απόφαση που εκδόθηκε μεταξύ νομικού προσώπου και τρίτου και αφορά δικαιώματα ή υποχρεώσεις του νομικού προσώπου αποτελεί δεδικασμένο και απέναντι στα μέλη του, ως προς τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου, ενώ κατά το άρθρο 919 αρ.1 του ιδίου Κώδικα η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται όταν πρόκειται για δικαστικές και διαιτητικές αποφάσεις υπέρ και κατά των προσώπων έναντι των οποίων ισχύει δεδικασμένο και κατά των προσώπων που απέκτησαν τη νομή ή κατοχή του επιδίκου πράγματος κατά τη διάρκεια της δίκης ή μετά το τέλος της.  Από την αδιάστικτη διατύπωση του νόμου προκύπτει ότι η κατ’ άρθρο 329 ΚΠολΔ επέκταση του δεδικασμένου, που παρήχθη στη δίκη μεταξύ ενός νομικού προσώπου και ενός τρίτου αφορά αδιακρίτως σε όλα τα νομικά πρόσωπα που έχουν μέλη, περιλαμβάνοντας αυτονόητα και τις προσωπικές εταιρίες, άρα και τις de facto ομόρρυθμες (Π. Γέσιου – Φαλτσή, Η έδρα των νομικών προσώπων κατά τα άρθρα 60 § 1 Καν. 44/2001, 10 ΑΚ και 25 ΚΠολΔ – Υποκειμενικά όρια δεδικασμένου και εκτελεστότητας ενδοκοινοτικής αποφάσεως κατά «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμης εταιρίας με πραγματική έδρα στην Ελλάδα, γνμδ σε ΕΠολΔ 2012/36 επομ. [43], η ίδια, Υποκειμενικά όρια της εκτελεστότητας των αλλοδαπών αποφάσεων κατά εταιριών που στο ελληνικό δίκαιο εξομοιώνονται με ομόρρυθμες, σε ΕφΑΔ 2012/1035 επομ. [1047]). Η δέσμευση αυτή προϋποθέτει είτε ταυτότητα αντικειμένου είτε σχέση προδικαστικότητας και υφίσταται εφόσον, αντιστοίχως, είτε και το μέλος είναι φορέας του ιδίου δικαιώματος ή της αυτής υποχρεώσεως, που κρίθηκε κατά την αντιδικία, είτε το κριθέν δικαίωμα ή η υποχρέωση αποτελεί προδικαστικό ζήτημα της έννομης σχέσης του μέλους προς τον τρίτο (Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2007, § 29, αρ. 4, σελ. 570, Κ. Καλαβρός, Ζητήματα δεδικασμένου, διαπλαστικής ενέργειας και τριτανακοπής, σε Δνη 1987/1185 επομ. [1195], Π. Κολοτούρος, Υπερχειλείς εκφάνσεις του δεδικασμένου, σε Δνη 2005/975 επομ. [976]). Η διεύρυνση αυτή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου και η δέσμευση των μελών του νομικού προσώπου από αυτό, έστω και αν δεν μετείχαν στο δικαστικό αγώνα, ισχύει ανεξάρτητα από τη δυνατότητα εκτελέσεως της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης και στα μέλη του, υπό την έννοια ότι το μέλος του νομικού προσώπου στη νέα δίκη, αφενός δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου και αφετέρου ότι μπορεί να επικαλείται τα δικαιώματα του νομικού προσώπου, όπως αυτά διαγνώσθηκαν στην τελεσίδικη απόφαση (ΕφΠειρ 752/2018, ΕφΠειρ 623/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 97, αρ. 24, σελ. 713, Γ. Διαμαντόπουλος, Υποκειμενικά όρια δεδικασμένου και εκτελεστότητας. Έκταση ευθύνης των μελών ομόρρυθμης εταιρίας. Πλήρωση αιρέσεως πίνακα κατατάξεως, γνμδ σε Δ 2007, 951 επομ. [953], Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, 1971, άρθρο 329, σελ. 1338).

Περαιτέρω, η χωριστή προσωπικότητα και η περιουσιακή αυτοτέλεια αποτελεί δημιούργημα του δικαίου και απονέμεται στα νομικά πρόσωπα, επειδή εξυπηρετεί οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ’ αυτήν. Ωστόσο, η αρχή της περιουσιακής αυτοτέλειας του νομικού προσώπου κάμπτεται κατ’ εξαίρεση, όταν ο ως άνω διαχωρισμός δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη νόμου, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρα 281, 288 και 200 του Α.Κ. και υπερβαίνει τους οικονομικούς και κοινωνικούς σκοπούς, που ενόψει και των διατάξεων των άρθρων 5 § 1, 12 §§ 1, 3 και 25 § 1 γ του Συντάγματος, οφείλει κυρίως να υπηρετεί το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς υπάρξεως του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειας του. Οι περιπτώσεις καταχρήσεως της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου προσλαμβάνουν στο εταιρικό δίκαιο πολλές και ποικίλες μορφές, είναι δε δυνατό να εμφανίζονται τόσο κατά το στάδιο της ιδρύσεως, όσο και κατά το στάδιο λειτουργίας του νομικού προσώπου. Δεν συνιστά, υπό την ανωτέρω έννοια, καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανωνύμου εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΟλΑΠ 5/1996, ΟλΑΠ 17/1994, ΑΠ 309/2009 ΔΕΕ 2009/804, Αρμ. 2009/1529, ΕπισκΕΔ 2009/940, ΕφΑθ 4717/2004 ΔΕΕ 2004/1161). Επίσης δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητος από έναν οι περισσοτέρους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει, ως μηχανισμός απορροφήσεως των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητας τους, ούτε επίσης η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική από αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε και η εμφάνιση αυτών, ως των ουσιαστικών φορέων της ασκουμένης από την εταιρεία επιχειρήσεως, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή εκ μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντιστοίχως και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου. Όμως η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί, όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητας της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστεως, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της, που σκόπιμα παραλλάσσονται, ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή καταχρήσεως του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (παρακάμπτοντας υποχρεώσεις που τον δεσμεύουν ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεων του, που δημιουργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων, κριτήρια δε ενδεικτικά τοιαύτης καταχρήσεως αποτελούν κυρίως η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδοτήσεως ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθεμίτως και στην περίπτωση της συγχύσεως των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της καταχρήσεως προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντιστοίχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαιτέρως όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ’ αυτούς παραλλαγμένης καταστάσεως. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλεια της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρον για τις ζημιογόνες συνέπειες της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο, είτε αντιστρόφως. (ΟλΑΠ 2/2013, ΑΠ 537/2016 δημ.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1910/2009 ΕΝαυτΔ 2010/164, ΑΠ 11/2009 ΕΝαυτΔ 2009/1, ΑΠ 9/2009 ΕλΔνη 2009/767, ΕφΠειρ 111/2017, ΕφΠειρ 598/2014 ΔΕΕ 2015/537, ΕφΠειρ 238/2014 ΠειρΝ 2015/43, ΕφΠειρ 945/2013 ΔΕΕ 2014/138, ΕφΠειρ 473/2011 ΔΕΕ 2012/661, ΕφΠειρ 369/2010 ΕΝαυτΔ 2011/32, ΕΕμπΔ 2012/115).

Σημειωτέον ότι ο μηχανισμός της άρσεως της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου για την επέκταση των εκ της συμβάσεως δεσμεύσεων του νομικού προσώπου και στα φυσικά πρόσωπα μέλη του, είναι διεθνώς αναγνωρισμένος και ευρέως εφαρμόζεται (για το γερμανικό δίκαιο Reuter στο Munchener – Kommentar zum BGB (1978) Vor παρ. 21 αριθ. 12 – 32. Heinrichs-Palandt – Kommentar (BGB) Einf. Vor παρ. 21 αριθ. 12 με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και νομολογία, Er Kubler, Gesellschaftsrecht, 3 εκδ. (1990) παρ. 23 σελ. 319 επ., ενώ για τη θέση της θεωρίας και νομολογίας στο δίκαιο των ΗΠΑ, στο αγγλικό και γαλλικό δίκαιο, αντιστοίχως, μελέτη Θ. Λιακόπουλου, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογία, 1988, σελ. 37, 43 και 53 και 51 επ.). Επομένως, στην περίπτωση αυτή και το φυσικό πρόσωπο, μέτοχος ή εταίρος, που καλύπτεται από το εταιρικό πέπλο, καταλαμβάνεται από τις ρυθμίσεις της συμβάσεως του νομικού προσώπου και δεσμεύεται από τη μεταξύ του νομικού προσώπου και τρίτου καταρτισθείσα διαιτητική συμφωνία, που αποτελεί περιεχόμενο της συμβάσεως, με συνέπεια την επέκταση των συνεπειών των δικαιοπραξιών, που συνάπτει το νομικό πρόσωπο, που παρεμβάλλεται καταχρηστικά από το φυσικό πρόσωπο στην συμβατική σχέση και σε βάρος αυτού του ίδιου, ώστε να μην αποφεύγει την διαιτητική διαδικασία (ΕφΑθ 6815/1994 δημ. «Νόμος», Σ. Κουσούλης, Διαιτησία, Ερμηνεία κατ’άρθρο, 2004, άρθρ.870 αρ.14, Κ. Καλαβρό, Μελέτες πολιτικής δικονομίας και διαιτησίας, 1989, σελ. 287 επ.). Σύμφωνα με την αγγλική νομολογία και πρακτική, η δέσμευση τρίτου από τη συμφωνία διαιτησίας προϋποθέτει τουλάχιστον μια εύλογη θεωρία, που να καταδεικνύει τον λόγο για τον οποίο ο μη υπογράφων θα μπορούσε να εφαρμόσει ή να δεσμευτεί από την σχετική διαιτητική συμφωνία, με βάση κυρίως τα στοιχεία που περιέχει η σύμβαση, στην οποία περιέχεται η συμφωνία διαιτησίας και με την προσκόμιση των ανάλογων αποδεικτικών μέσων (Leu/Mistellis/Kroll, Comparative International Commercial Arbitration, 2003, par.16, Bekroulakis, The Effect of an Arbitral Award and Third Parties in International Arbitration: Res Judicata Revisited, The American Review of International Arbitration 2005, 193, Jarvin, Objections to Jurisdiction, Newman/Hill, The Leading Arbitrators’ Guide to International Arbitration, 2004).

IV.Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο εφέσεως του εναγομένου-εκκαλούντος, πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, όσον αφορά την απόρριψη της ένστασής του περί υπαγωγής της διαφοράς στη Διαιτησία του Λονδίνου, ως μη νόμιμη, με το σκεπτικό ότι δεν έχει συμβληθεί προσωπικά στην διαιτητική συμφωνία, που περιέχεται στο επίδικο ναυλοσύμφωνο.

Η ένσταση αυτή παραδεκτά προτάθηκε δια των ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προτάσεων του εναγομένου, κατά τις δικονομικές διατάξεις των άρθρων 263 περ. β`, 264 και 870 §1  ΚΠολΔ, οι οποίες εφαρμόζονται ως lex fori του δικάζοντος Δικαστηρίου, πρέπει, συνεπώς, να ελεχθεί η εγκυρότητα της συμφωνίας υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία, της οποίας το κύρος κρίνεται με βάση το δίκαιο που ρυθμίζει το τύπο και το περιεχόμενο της, κατά τα άρθρα 11 και 25 ΑΚ, παρεμπιπτόντως από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προτάθηκε και από το παρόν Δικαστήριο, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης.

Από τις υπ’αριθμ…………../31.5.2017 ένορκες βεβαιώσεις  ενώπιον του Προξενείου της Ελλάδος στο Όσλο, ως και την υπ’αριθμ…………/1.6.2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………….., που λήφθηκαν με την επιμέλεια της ενάγουσας-εκκαλούσας, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του εναγομένου, κατ’αρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθμ………..΄/18.5.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Θεσσαλονίκης ………..) και τις υπ’αριθμ……/1.6.2017 και …../2.6.2017  ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον των συμβολαιογράφων Θεσσαλονίκης, ………και Αθηνών, …….., αντίστοιχα, που λήφθηκαν με την επιμέλεια του εναγομένου-εκκαλούντος, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης, κατ’αρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, της ενάγουσας – εκκαλούσας – εφεσίβλητης (υπ’αριθμ…./29.5.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …………..), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλων δικών, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ.γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), ανεξάρτητα αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), για το κρινόμενο ζήτημα αποδεικνύονται τα εξής: Δυνάμει της από 1.7.2015 σύμβασης γυμνής ναυλώσεως (bareboat charter), που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας-εκκαλούσας-εφεσίβλητης εδρεύουσας στο Όσλο της Νορβηγίας εταιρείας, με την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Παναμά φορτηγού πλοίου «D”, νηολογίου Παναμά, κ.ο.χ.37457 και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία «………”, ως ναυλώτριας, συμβαλλομένης επίσης της μη διαδίκου εταιρείας «…………”, ως εγγυήτριας, ευθυνομένης ως πρωτοφειλέτιδας, οι οποίες κατά το καταστατικό τους εδρεύουν η μεν πρώτη στις Νήσους Μάρσαλ, η δε δεύτερη στον Παναμά, αμφότερες νομίμως εκπροσωπούμενες από τον εναγόμενο-εκκαλούντα-εφεσίβλητο, . ……, η ενάγουσα εκναύλωσε στην πρώτη τούτων το παραπάνω πλοίο μέχρι τις 18.8.2020, αντί συμφωνημένου ναύλου ανερχομένου στο χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων εξήντα ενός και εξήντα επτά  (2.061,67) δολαρίων Η.Π.Α. ημερησίως, προκαταβλητέου κάθε μήνα. Στο άνω ναυλοσύμφωνο περιλαμβάνεται η υπ’αριθ. 30 ρήτρα, που επιγράφεται «Επίλυση Διαφορών» και ορίζει τα ακόλουθα: «Η παρούσα σύμβαση και κάθε μη συμβατική ευθύνη, που προκύπτει ή σχετίζεται με την παρούσα, θα  διέπεται από το Αγγλικό δίκαιο και κάθε διαφορά που προκύπτει ή σχετίζεται με την σύμβαση, θα άγεται ενώπιον Διαιτησίας στο Λονδίνο, σύμφωνα με τον Νόμο περί Διαιτησίας του 1996 ή οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση ή τροποποίηση τούτου στο βαθμό που απαιτείται για την ισχύ της εν λόγω ρήτρας.». Κατά συνέπεια και με βάση τα άρθρα 11 και 25 ΑΚ, το αγγλικό δίκαιο ρυθμίζει τον τύπο και το περιεχόμενο της επίμαχης συμφωνίας περί διαιτησίας, αφού αυτό είναι το δίκαιο στο οποίο υποβλήθηκαν τα μέρη. Σύμφωνα δε με το αγγλικό δίκαιο και συγκεκριμένα με το άρθρο 6 του Νόμου περί Διαιτησίας του 1996 (Arbitration Act 1996), εφαρμοζομένου για διαιτησίες, οι οποίες λαμβάνουν χώρα μετά τον Ιανουάριο του 1997, ως συμφωνία περί διαιτησίας νοείται η συμφωνία να υπαχθούν σε διαιτησία παρούσες ή μέλλουσες διαφορές. Περαιτέρω, το άρθρο 5 παρ. 2 και 3 της Arbitration Act 1996 προβλέπει  : «… 2. Υφίσταται έγγραφη συμφωνία : α. εάν η συμφωνία συνάπτεται εγγράφως (είτε υπογράφεται είτε όχι από τα συμβαλλόμενα μέρη), β. εάν η συμφωνία συνάπτεται με ανταλλαγή εγγράφων ή γ. εάν η συμφωνία αποδεικνύεται εγγράφως. 3. εάν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν άλλως πως παρά εγγράφως, με παραπομπή σε όρους οι οποίοι είναι έγγραφοι, τότε καθιστούν τη συμφωνία έγγραφη». Επομένως, μεταξύ της ενάγουσας και των ανωτέρω φερόμενων αλλοδαπών εταιρειών με τις προαναφερθείσες ιδιότητες της ναυλώτριας και εγγυήτριας για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων από την επίδικη σύμβαση, αντίστοιχα, εκπροσωπούμενων από τον εναγόμενο νόμιμο εκπρόσωπό τους, ρητά συμφωνήθηκε με την ως άνω ρήτρα, η παραπομπή οποιασδήποτε διαφωνίας ή διαφοράς ήθελε προκύψει μεταξύ τους από την συναφθείσα σύμβαση ναυλώσεως, σε Διαιτησία στο Λονδίνο, η οποία θα υπόκειται στον αγγλικό νόμο περί διαιτησίας, η δε συμφωνία αυτή είναι έγκυρη και ισχυρή, κατά το εφαρμοστέο στην προκειμένη περίπτωση αγγλικό δίκαιο, το οποίο επέλεξαν τα συμβληθέντα μέρη. Περαιτέρω, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά, ενόψει των ρηθέντων στην μείζονα σκέψη, θεμελιώνεται επέκταση των υποκειμενικών ορίων της ανωτέρω διαιτητικής συμφωνίας στον εναγόμενο, μέσω του εφαρμοζομένου στο αγγλικό δίκαιο μηχανισμού της άρσεως της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας των συμβληθέντων εν λόγω εταιρειών και εντεύθεν, εφόσον αποδειχθεί ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, της προσωπικής ευθύνης του κρυπτόμενου πίσω από τα νομικά αυτά πρόσωπα εναγομένου, με σκοπό την απαλλαγή του από τις εκ του ναυλοσυμφώνου υποχρεώσεις, σε αντίθεση με την καλή πίστη, εκ της συμβάσεως ναυλώσεως και εγγυήσεως, που συνήψαν τούτα. Ενόψει των ανωτέρω, γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο επίκληση εύλογου νόμιμου λόγου, συνεπεία του οποίου ο εναγόμενος δεσμεύεται από την διαιτητική συμφωνία, που διαλαμβάνεται στην ένδικη σύμβαση, αν και φέρεται ότι δεν την υπέγραψε για δικό του λογαριασμό, αλλά στο όνομα και για λογαριασμό των συμβληθέντων εκπροσωπουμένων απ’αυτόν εταιρειών, η εξέταση δε της βασιμότητας του ισχυρισμού τούτου, εφόσον αφορά ζήτημα, που προκύπτει και συνδέεται άρρηκτα με την επίδικη σύμβαση, υπάγεται σε Διαιτησία στο Λονδίνο, σύμφωνα με την συναφή ρήτρα, που αποτελεί μέρος του περιεχομένου της. Σημειωτέον, ότι η ενάγουσα έχει εκκινήσει στο Λονδίνο τη διαδικασία για διαιτητική επίλυση της διαφοράς στρεφόμενη κατά των δύο ως άνω εταιρειών, οι οποίες αποδέχθηκαν την αρξαμένη διαδικασία ορίζοντας τον δικό τους Διαιτητή. Η εγειρόμενη παράλληλα υπό κρίση αγωγή στα Ελληνικά Δικαστήρια σε βάρος του εναγομένου, ως εκπροσώπου και αποκλειστικού μετόχου των εν λόγω εταιρειών, βάσει των αναφερομένων διατάξεων του ελληνικού δικαίου για την θεμελίωση της προσωπικής του ευθύνης, αφότου, όπως η ίδια η ενάγουσα παραδέχεται, η επιχειρηθείσα συντηρητική κατάσχεση σε βάρος των εν λόγω εταιρειών, στα πλαίσια της εκτέλεσης της συναφούς υπ’αριθμ.1098/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, απέβη ατελέσφορη και προς αποφυγή των σημαντικών εξόδων της Διαιτησίας, συνιστά καταστρατήγηση της συμφωνίας περί επίλυσης της αναφυόμενης επίδικης διαφοράς με Διαιτησία στο Λονδίνο και εφαρμογής του αγγλικού δικαίου και δεν δικαιολογείται υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις και, ως εκ τούτου πρέπει να αποκρουσθεί, ως ανεπίτρεπτη, ο δε ισχυρισμός της ενάγουσας – εκκαλούσας ότι ο εναγόμενος δεν θα μπορούσε να υπαχθεί στην Διαιτησία, ως τρίτο μη συμβαλλόμενο πρόσωπο, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, θεμελιώνεται το ακριβώς αντίθετο, ήτοι ότι αποτελούσε τον ουσιαστικό αντισυμβαλλόμενο της, που καλυπτόταν υπό το εταιρικό πέπλο, προς αποφυγή των εκ της συμβάσεως ναυλώσεως και εγγυήσεως υποχρεώσεων του, ζήτημα που έδει να αχθεί προς κρίση στην Διαιτησία. Εξάλλου, το δεδικασμένο εκ της εκδοθησομένης διαιτητικής απόφασης κατά των ανωτέρω εταιρειών, θα δεσμεύει και τον εναγόμενο, ως προς την οφειλή από την σύμβαση ναύλωσης των κεφαλαιουχικών νομικών αυτών προσώπων, που εκπροσωπεί (άρθρο 329 ΚΠολΔ). Ένεκα τούτου, η νέα ένδικη αγωγή της εκναυλώτριας ενάγουσας, με την πρόσθετη επίκληση ότι αυτές τυγχάνουν στην πραγματικότητα εν τοις πράγμασι προσωπικές (ομόρρυθμες) εταιρίες, διεπόμενες από το ελληνικό δίκαιο, άλλως συντελέστηκε κατάχρηση της νομικής προσωπικότητάς τους, στρεφόμενη εναντίον του εναγομένου προέδρου, διευθυντή, μοναδικού μετόχου και εκπροσώπου τους και με αίτημα την αναγνώριση της υποχρέωσης και αυτού στην καταβολή του ίδιου εταιρικού χρέους, θα προσκρούσει στην αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου, που θα παραχθεί από την έκδοση τελεσίδικης  διαιτητικής απόφασης σε βάρος των αλλοδαπών κεφαλαιουχικών εταιρειών, ναυλώτριας και εγγυήτριας και θα καλύπτει την οφειλή τους από ενδοσυμβατική ευθύνη, το οποίο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 332 ΚΠολΔ) και δεν μπορεί να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης η ύπαρξη και το μέγεθος της οφειλής τους αυτής, όπως θα διαγνωσθεί στην Διαιτησία, η δε αναγνώριση της προσωπικής ευθύνης του εταίρου εναγομένου εις ολόκληρον πληρωμής της, συναρτάται με το κρίσιμο ζήτημα του ακριβούς καθορισμού του προσώπου του ναυλωτή, που δεσμευόταν από την υπάρχουσα στο ναυλοσύμφωνο διαιτητική συμφωνία, εναντίον του οποίου η αιτούσα ναυλώτρια νομιμοποιούταν παθητικώς να στραφεί στη διαιτητική διαδικασία είτε μαζί με τις οφειλέτριες εταιρείες είτε ατομικά. Ενόψει των ανωτέρω, η εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς εκφεύγει της δικαιοδοσίας των Ελληνικών τακτικών Δικαστηρίων υπαγόμενη στη συμφωνηθείσα Διαιτησία στο Λονδίνο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι δεν νοείται επέκταση της συμφωνίας διαιτησίας στον εναγόμενο και ακολούθως, απέρριψε την προβαλλόμενη συναφή ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας τούτου, ως μη νόμιμη, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου του πρώτου λόγου της έφεσης του εναγομένου-εκκαλούντος, ως ουσιαστικά βασίμου.

V. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί η από 17.7.2018 έφεση της ενάγουσας – εκκαλούσας, ως άνευ αντικειμένου και να γίνει εν μέρει δεκτή η από 27.9.2018 έφεση του εναγομένου-εκκαλούντος, κατά τον ανωτέρω λόγο, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς όλα τα κεφάλαια της και να παραπεμφθεί η υπόθεση σε Διαιτησία στο Λονδίνο. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ως προς την έφεση, που απορρίφθηκε, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (176 ΚΠολΔ) και, όσον αφορά την έφεση, που έγινε εν μέρει δεκτή, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος – εναγομένου, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρο 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της ενάγουσας – εφεσίβλητης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, να διαταχθεί δε αφενός η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της απορριφθείσης έφεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και αφετέρου η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της γενομένης εν μέρει δεκτής έφεσης παραβόλου στον εκκαλούντα (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.

Απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 17.7.2018  έφεση της ενάγουσας-εκκαλούσας.

Επιβάλλει σε βάρος της ανωτέρω εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του καταβληθέντος από την ανωτέρω εκκαλούσα για την κατάθεση της έφεσης παραβόλου.

Δέχεται εν μέρει κατ’ ουσίαν την από 27.9.2018 έφεση του εναγομένου-εκκαλούντος.

Παραπέμπει την υπόθεση επί της από 24.2.2017 αγωγής σε Διαιτησία στο Λονδίνο.

Επιβάλλει στην ενάγουσα – εφεσίβλητη μέρος των δικαστικών εξόδων του εναγομένου – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της γενομένης εν μέρει δεκτής έφεσης παραβόλου στον εκκαλούντα.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 4.6.2020.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, 30.6.2020, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχώρησης του Εφέτη, Αθανασίου Θεοφάνη, αποτελούμενη από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτες και με τη Γραμματέα Ελένη Τσίτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ