Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 458/2020

Αριθμός    458 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου φέρονται προς κρίση: α) η από 26-11-2018 (γεν.αριθμ.καταθ…./2018) έφεση του ……… κατά του …….. και β) η από 28-11-2018 (γεν.αριθμ.καταθ…../ 2018) έφεση του ……… κατά του ……….

Οι υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αριθμ.4506/ 2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα  (άρθρ.495 παρ.2, 496, 499, 511, 513 παρ. 1β, 2, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.1, 520 παρ. 1, και 524 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους κατά την ίδια ως άνω διαδικασία  (άρθρ. 524 παρ. 1 και 2, 532 και 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), αφού συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας, επειδή  επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31,246,524 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρ.57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το άρθρ. 59 ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει (τον υπαίτιο) σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι με τα παραπάνω άρθρα η προσωπικότητα και κατ` επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2§1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Tα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρ. 281 ΑΚ και 25§3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1599/2000, 333/2010, 356/2010, 1007/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας (ΑΠ 167/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρ. 914, 919, 920 και 932 ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρ. 57§2 ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρ. 361- 363 ΠΚ,. Ειδικότερα, κατά τα άρθρα αυτά, εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός κατά τις παραπάνω διατάξεις νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ` αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμηση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη.

Ωστόσο ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ` αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του (ΑΠ 1662/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 367§1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρ. 361-367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 1030/2009, 333/2010, 179/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοια είναι και η περίπτωση της προσβολής που γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον (άρθρ. 367§1γ ΠΚ), το οποίο ως νομική έννοια ελέγχεται αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο. Κατ` εξαίρεση όμως, το αποτέλεσμα αυτό της άρσης του αδίκου της απλής δυσφήμησης δεν επέρχεται, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρ. 367 ΠΚ, όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, που υπάρχει όταν ο τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς δεν ήταν κατ` αντικειμενική κρίση αναγκαίος για την προστασία δικαιώματος ή άλλου δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, αλλά εν γνώσει του επιλέχθηκε και χρησιμοποιήθηκε για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου, δηλαδή όταν υπάρχει υπέρβαση του αντικειμενικά αναγκαίου μέτρου για την προστασία του δικαιώματος ή του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του (ΑΠ 167/2000, 1897/2006, 488/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, που αίρει κατά το άρθρ. 367§1 ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν αίρεται τελικώς ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμησής του από τον εναγόμενο, επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (ΑΠ 387/2005, ΑΠ 271/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών (στην υπο στοιχ. β΄έφεση) – εφεσίβλητος (στην υπο στοιχ.α΄ έφεση ) με την από 01- 09-2011 (αριθμ.καταθ……./ 2011) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εξέθεσε τα ακόλουθα: Ότι ο εναγόμενος κοινοποίησε στο Δικηγορικό Σύλλογο …., του οποίου αυτός (ενάγων) είναι μέλος από το έτος 1970, την υπ΄αριθμ……/22-7-2011 καταγγελία του στην οποία ανέφερε ότι η οικογένεια του (του εναγομένου) ανέθεσε σ΄αυτόν (ενάγοντα) νομική υπόθεση σχετική με τη διανομή της κληρονομίας της ……… και ότι κατόπιν εντολής που του δόθηκε, ο ενάγων άσκησε κύρια παρέμβαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Εκούσια Δικαιοδοσία) σε εκκρεμή δίκη των υπολοίπων κληρονόμων της ………. αλλά η κύρια παρέμβαση απορρίφθηκε δυνάμει της υπ΄αριθμ.2997/ 1984 απόφασης του ίδιου ως άνω δικαστηρίου. Ότι στην καταγγελία αυτή ο εναγόμενος εξέθεσε ότι ο ενάγων κατέθεσε εκπρόθεσμη έφεση κατά της ως άνω απόφασης, η οποία απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη δυνάμει της υπ΄αριθμ.7265/1986 απόφασης του Εφετείου Αθηνών και ότι στην πρωτόδικη δίκη δεν παραστάθηκε ο ενάγων αλλά η δικηγόρος ……… ., συνεργάτης του ενάγοντα, την οποία ουδέποτε είχαν γνωρίσει, γεγονός που πληροφορήθηκε ο εναγόμενος και η οικογένειά του την 6-5-2011 όταν παρέλαβαν την υπ΄αριθμ.2997/1984 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Εκούσια Δικαιοδοσία) από το αρχείο. Στη συνέχεια ο ενάγων εξέθετε ότι ο εναγόμενος στην επίδικη καταγγελία ανέφερε ότι έθεσε τα προαναφερόμενα γεγονότα υπόψιν του Δικηγορικού Συλλόγου  Πειραιά προκειμένου να κρίνει εάν υφίσταται οποιαδήποτε πλημμέλεια ως προς τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης της οικογένειας του από τον ενάγοντα ενώ με την ανωτέρω καταγγελία υπέβαλε συνημμένα την υπ΄αριθμ.2997/1984 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Εκούσια Δικαιοδοσία) με τα ταυτάριθμα πρακτικά της και την υπ΄αριθμ.7265/1986 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Ότι από το περιεχόμενο της ανωτέρω καταγγελίας, από το γεγονός ότι στις 6-5-2011 αναζήτησε ο ίδιος ο εναγόμενος την υπ΄αριθμ. 2997/1984 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου και τα ταυτάριθμα αυτής πρακτικά αν και ο ίδιος (ο ενάγων) του είχε παραδώσει αντίγραφο αυτής και από το γεγονός ότι ο εναγόμενος υπογράμμισε στην ανωτέρω απόφαση και στα πρακτικά αυτής την φράση « παράσταση, δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου», το όνομα της συνεργάτη του …………., την φράση «ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ……….» και στην υπ΄αριθμ.7265/1986 απόφαση του Εφετείου Αθηνών υπογράμμισε τις φράσεις «απόφαση υπόκειται στο ένδικο μέσο της εφέσεως, εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από της δημοσιεύσεώς της», «η έφεση δεν ασκήθηκε εμπροθέσμως και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, το δικαστήριο απορρίπτει αυτήν και αυτεπαγγέλτως», προκύπτει ότι ο εναγόμενος επιθυμούσε δολίως να τον κατηγορήσει, 27 έτη μετά το χειρισμό της ανωτέρω υπόθεσης, αφενός για αθέτηση εντολών της εντολέα του καθότι αντι για τον ίδιο παρέστη στο ακροατήριο μία συνεργάτης του άγνωστη προς τον εναγόμενο και την οικογένειά του, ενώ στην πραγματικότητα ο εναγόμενος γνώριζε ότι στο ακροατήριο θα παρίστατο η συνεργάτης του ενάγοντα, την οποία μάλιστα, ο ίδιος γνώριζε λόγω της φιλικής του σχέσης με τον ενάγοντα, ότι ο ενάγων είχε επιμεληθεί τη σύνταξη των δικογράφων της κύριας παρέμβασης και των προτάσεων και ότι στο ακροατήριο δε χρειαζόταν καμία ουσιαστική συμμετοχή του δικηγόρου αφού το Δικαστήριο θα στήριζε την κρίση του στα προσκομιζόμενα έγγραφα σχετικά με την ερμηνεία των όρων της διαθήκης, αφετέρου για έλλειψη νομικών γνώσεων αφού κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου ο ενάγων αγνοούσε την προθεσμία άσκησης έφεσης με αποτέλεσμα η ασκηθείσα έφεση να απορριφθεί, ενώ η πραγματικότητα είναι ότι η έφεση ασκήθηκε εκπρόθεσμα λόγω καθυστερημένης εντολής της …….. προς τον ενάγοντα να ασκήσει την έφεση, όπως πολύ καλά γνώριζε ο εναγόμενος. Περαιτέρω ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι ο εναγόμενος δεν περιορίστηκε μόνο στην προαναφερόμενη καταγγελία του στον Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιά, αλλά θέλοντας να τον βλάψει ηθικά και επαγγελματικά, μετά από 40 χρόνια που ασκεί ενόρκως το δικηγορικό λειτούργημα, άρχισε να τον κατηγορεί στην τοπική κοινωνία του Πειραιά για την ανωτέρω υπόθεση, περιφέροντας τις εν λόγω αποφάσεις και, μεταξύ άλλων, στις 27-7-2011 τον εξέθεσε και ενώπιον του κοινού φίλου τους …….. πλήττοντας την επαγγελματική του επάρκεια. Ότι το περιεχόμενο της επίδικης καταγγελίας και τα όσα υποστήριξε ο εναγόμενος ενώπιον του ……….. είναι εν γνώσει του εναγομένου ψευδή και δυσφημιστικά και θίγουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντα καθώς και την επαγγελματική και κοινωνική του υπόσταση και, κατ΄επέκταση την προσωπικότητά του ως δικηγόρο ……. Ότι εξαιτίας της παραπάνω αδικοπρακτικής σε βάρος του συμπεριφοράς του εναγομένου προσβλήθηκε παράνομα και υπαίτια η προσωπικότητά του και υπέστη ηθική βλάβη.

Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων , επικαλούμενος την ευθύνη του εναγομένου από την αδικοπραξία που τέλεσε σε βάρος του, ζήτησε μ΄αυτήν (αγωγή) όπως το αίτημά της παραδεκτά περιορίστηκε με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα πρακτικά αλλά και με τις προτάσεις που κατέθεσε  (άρθρ.223, 224, 295 παρ.1  ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος είναι υποχρεωμένος να του καταβάλει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, νομιμοτόκως το ανωτέρω ποσό από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή  και να καταδικασθεί αυτός στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.  Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία, αφου κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη η αγωγή όπως κατά τα ανωτέρω παραδεκτά περιορίστηκε, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57,59, 299, 346, 914, 932 ΑΚ, 361, 362, 363 ΠΚ, 70 και 176 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αγωγικού αιτήματος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, καθόσον μετά από τον ανωτέρω περιορισμό του αγωγικού αιτήματος, από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό, τούτο (άνω αίτημα) για να γίνει δεκτό προϋποθέτει καταψηφιστική αγωγή, κατόπιν έγινε δεκτή αυτή (αγωγή) εν μέρει ως και κατ`ουσίαν βάσιμη και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και τέλος καταδικάστηκε ο εναγόμενος στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη τόσο ο ενάγων όσο και ο εναγόμενος με τις υπό κρίση εφέσεις τους για τους λόγους που αναφέρονται σ`αυτές, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια, ο μεν ενάγων να γίνει καθ΄ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του, ο δε εναγόμενος να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης εκείνου του Δικαστηρίου, από την υπ΄αριθμ. ………./ 2015 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, ληφθείσα νόμιμα κατόπιν κλήτευσης του αντιδίκου του ενάγοντος (βλ. σχετ. την υ΄αριθμ………. Γ΄/3-12-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……. που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, μεταξύ των οποίων και αυτά της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, από τις τυχόν ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι δικηγόρος παρ΄Αρείω Πάγω, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Ναυτικό Δίκαιο στο Λονδίνο, διατηρεί πολυπρόσωπο δικηγορικό γραφείο στον Πειραιά όπου χειρίζεται υποθέσεις διαφόρων αντικειμένων, Αστικού, Εμπορικού και Ποινικού Δικαίου και επίσης είναι μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά από το έτος 1970. Οι διάδικοι από το έτος 1970 διατηρούν φιλικές σχέσεις και μάλιστα το έτος 2001 ο εναγόμενος είχε αναθέσει στον ενάγοντα προσωπική του υπόθεση καταθέτοντας σχετική  εργατική αγωγή του κατά της εταιρείας «……………» στην οποία ο εναγόμενος εργαζόταν, με την οποία διεκδικούσε για υπερωριακή εργασία κλπ από την 1-7-1988 έως την συνταξιοδότησή του στις 30-06-2000, το συνολικό ποσό των 146.931,94 ευρώ, ενώ και οι δύο ήταν μέλη του φιλοσοφικού και φιλανθρωπικού Συλλόγου «………..», χωρίς ποτέ να έχει δημιουργηθεί μεταξύ τους κάποιο σοβαρό πρόβλημα. Το έτος 1984 η ………., συγγενής του εναγόμενου, κατόπιν προτροπής του τελευταίου, επισκέφτηκε τον ενάγοντα και του ανέθεσε μία αστική υπόθεσή της σχετικά με την κληρονομία της αδελφής της …………… Στην εκκρεμούσα δε δίκη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατόπιν αίτησης των: ……….. για την έκδοση κληρονομητηρίου αναφορικά με την κληρονομιά της ………, η …….., δια του ενάγοντος πληρεξουσίου δικηγόρου της, άσκησε κύρια παρέμβαση, όπως ομοίως και οι ……… και ………. Κατά τη δικάσιμο της 6-6-1984, όταν συνεκδικάστηκαν και συζητήθηκαν η αίτηση για την έκδοση κληρονομητηρίου των: ………… και οι ασκηθείσες κύριες παρεμβάσεις των : …………, παρέστη στο Δικαστήριο για λογαριασμό της ……….. η δικηγόρος ……….. συνεργάτης του ενάγοντος. Επί της ανωτέρω αίτησης και των κύριων παρεμβάσεων, εκδόθηκε η υπ΄αριθμ.2997/ 1984 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Εκούσια Δικαιοδοσία) με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση έκδοσης κληρονομητηρίου και απορρίφθηκαν οι κύριες παρεμβάσεις. Στη συνέχεια, ο εναγόμενος ενεργώντας για λογαριασμό της ……… και λόγω της φιλικής του σχέσης με τον ενάγοντα, του έδωσε εντολή να ασκήσει έφεση κατά της ανωτέρω απόφασης. Πράγματι ο ενάγων άσκησε την υπ΄.αριθμ.καταθ……./7-1-1985 έφεση η οποία απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη με την υπ΄αριθμ. 7265/1986 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Περαιτέρω, ο εναγόμενος (μετά από την πάροδο 25 ετών από την έκδοση της παραπάνω εφετειακής απόφασης) κατέθεσε στο Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς στο Πειθαρχικό Τμήμα αυτού την από 21-7-2011 (με αριθμ.πρωτ……./22-7-2011) έγγραφη καταγγελία κατά του εναγομένου με το εξής περιεχόμενο « Η οικογένεια μου και εγώ αναθέσαμε στον κ. …………., την υπόθεση που αφορά στην διανομή κληρονομία της αποβιωσάσης …………… Κατόπιν τούτου, ο καθ΄ου η καταγγελία, άσκησε κύρια παρέμβαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Εκουσίας Δικαιοδοσίας) στην ήδη ανοιγείσα δίκη από τους έτερους κληρονόμους της αποβιωσάσης ……………. Η κύρια παρέμβαση που ασκήσαμε στην εν λόγω δίκη, απορρίφθηκε με την υπ΄αριθμ.2997/1984 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Εκουσίας Δικαιοδοσίας. Ακολούθως, ο καθ΄ου η καταγγελία άσκησε εκπρόθεσμη έφεση κατά της ως ανω αποφάσεως και εξ αυτού του λόγου απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η ασκηθείσα έφεσή μας κατά της υπ΄αριθμ.2997/1984 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Εκουσίας Δικαιοδοσίας), με την υπ΄αριθμ.7265/1986 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην πρωτόδικη δίκη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δεν παραστάθη ο ίδιος ο καθ΄ου η καταγγελία, αλλά η δικηγόρος …… ., την οποία ουδέποτε έχουμε γνωρίσει. Το γεγονός αυτό το πληροφορηθήκαμε στις 6-5-2011,όταν εγώ ο ίδιος πήρα από το αρχείο την υπ΄αριθμ.2997/1984 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Εκουσίας Δικαιοδοσίας). Θέτω υπ΄οψιν σας τα ανωτέρω γεγονότα και επαφίεμαι στην κρίση σας, προκειμένου να διαπιστώσετε εάν υφίσταται οποιαδήποτε πλημμέλεια ως προς τον τρόπο χειρισμού της υποθέσεως της οικογενείας μου. Συνημμένα υποβάλλονται τα κάτωθι έγγραφα: 1) Η υπ΄αριθμ.2997/ 1984 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Εκουσίας Δικαιοδοσίας) καθώς και τα ταυτάριθμα πρακτικά αυτής. 2) Η υπ΄αριθμ.7265/ 1986 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Πειραιάς 21/7/2011. Ο καταγγέλων ……….». Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι πράγματι η …….. στη δίκη της 6-6-1984 εκπροσωπήθηκε από τη δικηγόρο ………. συνεργάτη του ενάγοντα και ότι η ασκηθείσα έφεση κατά της υπ΄αριθμ.2997/1984 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε κατά την εκούσια δικαιοδοσία, απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη με την υπ΄αριθμ.7265/1986 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (Τμήμα Εκούσιας Δικαιοδοσίας). Σε κανένα δε σημείο της επίδικης καταγγελίας δεν αναφέρεται ότι ο ενάγων καθυστέρησε να ασκήσει έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 2997/1984 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου (Εκούσια Δικαιοδοσία) παρά την αντίθετη εντολή της ……… Επίσης δεν προέκυψε ότι ο εναγόμενος και η οικογένειά του είχαν πράγματι πληροφορηθεί από τον ενάγοντα ότι την ……… θα εκπροσωπούσε στο ανωτέρω Δικαστήριο η συνεργάτης του ενάγοντα, δικηγόρος ………….. και όχι ο ίδιος ο ενάγων, χωρίς να αποδεικνύεται από κάποιο πειστικό αποδεικτικό μέσο ότι ο εναγόμενος και η οικογένειά του πράγματι γνώριζαν την ανωτέρω δικηγόρο. Από την ίδια ως άνω αποδεικτική διαδικασία επίσης δεν προέκυψε ότι ο εναγόμενος και η οικογένειά του είχαν ήδη λάβει αντίγραφο της υπ΄αριθμ.2997/1984 ως άνω απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, γεγονός που ενισχύεται και από τη σύνταξη και κοινοποίηση της επίδικης καταγγελίας τόσα χρόνια μετά από τις προαναφερόμενες δίκες της ………. εξ αφορμής της κληρονομίας της αδελφής της ……… και ενώ το έτος 2001 όπως αναφέρθηκε, ο ενάγων κατ΄εντολή του εναγομένου ανέλαβε τη σύνταξη εργατικής αγωγής για λογαριασμό του τελευταίου, που αποδεικνύει ότι μέχρι τότε οι σχέσεις των διαδίκων ήταν αρμονικές και ότι αυτές διαταράχθηκαν εξαιτίας κάποιου μεταγενέστερου γεγονότος. Επομένως από τα ανωτέρω αποδειχθέντα προέκυψε ότι το περιεχόμενο της καταγγελίας του εναγομένου στο Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιά σε βάρος του ενάγοντος είναι αληθές και σε καμία περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι αυτός με την εν λόγω καταγγελία επεδίωκε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος και ως εκ τούτου δεν τέλεσε σε βάρος του την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης με τον προαναφερόμενο τρόπο. Επίσης δεν αποδείχθηκε ότι η επίδικη καταγγελία περιέχει εκφράσεις ή λέξεις που συνιστούν αξιολογική κρίση του εναγομένου με περιφρονητικό χαρακτήρα, εν γνώσει, δε του εναγομένου ότι αυτή μπορεί να προσβάλει την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντα και, ότι επομένως ο εναγόμενος είχε σκοπό να συκοφαντήσει ή να εξυβρίσει τον ενάγοντα. Το αντίθετο δεν συνάγεται ούτε από το γεγονός ότι ο εναγόμενος υπογράμμισε στην ως άνω υπ΄αριθμ.2997/1984 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και στα πρακτικά αυτής την φράση «παράσταση, δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου», το όνομα της συνεργάτη του ενάγοντα, ………., την φράση «ο πληρεξούσιος δικηγόρος της …….» και στην υπ΄αριθμ.7265/1986 απόφαση του Εφετείου Αθηνών τις φράσεις «απόφαση υπόκειται στο ένδικο μέσο της εφέσεως, εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από της δημοσιεύσεώς της», «η έφεση δεν ασκήθηκε εμπροθέσμως και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, το δικαστήριο απορρίπτει αυτήν και αυτεπαγγέλτως». Αντιθέτως, η καταγγελία του εναγομένου και η κοινοποίηση αυτής στο Πειθαρχικό Τμήμα του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά που ήταν το αρμόδιο όργανο προς διερεύνηση του τρόπου χειρισμού της υπόθεσης που ανέθεσε η ………. στον ενάγοντα ως δικηγόρο, έγινε από αυτόν (εναγόμενο) για τη διαφύλαξη δικαιώματος και δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, επιδιώκοντας τη διερεύνηση τυχόν ευθυνών και πλημμελειών του ενάγοντα ως δικηγόρου, χωρίς από το περιεχόμενο της καταγγελίας και από τον τρόπο που ενήργησε ο εναγόμενος, να προκύπτει σκοπός εξύβρισης δηλαδή σκοπός που να κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του ενάγοντα με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής του αξίας, αφού τα αναφερόμενα σ΄αυτήν (καταγγελία) ήταν αναγκαία για να αποδοθεί αντικειμενικά το περιεχόμενο της σκέψης του και δεν υπερέβη το αναγκαίο μέτρο έκφρασης, ενώ από τον τρόπο και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες κοινοποιήθηκε η επίδικη καταγγελία στο Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιά προκύπτει ότι ο εναγόμενος απέβλεπε μόνο στη διαφύλαξη δικαιολογημένου ενδιαφέροντος. Συνεπώς η προτεινόμενη από τον εναγόμενο στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ένσταση περί άρσης του άδικου χαρακτήρα της συμπεριφοράς του ως προς την επίδικη καταγγελία αναφορικά με τις αξιόποινες πράξεις της απλής δυσφήμησης και της εξύβρισης πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που για όλα τα ανωτέρω έκρινε τα ίδια, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον ενάγοντα που αποτελούν τους σχετικούς λόγους της έφεσής του, απορριπτέα τυγχάνουν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Στη συνέχεια, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος  στις 27-7-20011 πράγματι κατηγόρησε τον ενάγοντα στον κοινό φίλο τους ………., ισχυριζόμενος ότι ο ενάγων δεν χειρίστηκε σωστά την προαναφερόμενη υπόθεση της ………… και τον χαρακτήρισε «χασοδίκη». Τούτο δε αποδείχθηκε από τη σαφή και κατηγορηματική κατάθεση του ίδιου (……….) που κατέθεσε ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η κατάθεση του οποίου δεν αναιρείται ουσιωδώς από την κατάθεση του εξετασθέντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρα του εναγομένου, καθώς και από την ένορκη βεβαίωση του …………… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, ενισχύεται δε και από το σκεπτικό της υπ΄αριθμ.7303/20-10-2015 απόφασης του Α΄Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά με την οποία, κατόπιν έγκλησης του ενάγοντα εναντίον του εναγομένου για τις παραπάνω πράξεις, καταδικάστηκε ο τελευταίος για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης σε φυλάκιση έξι (6) μηνών. Κατόπιν δε ασκηθείσας έφεσης κατά της ανωτέρω απόφασης, η υπόθεση κατ΄εφαρμογή του Ν.4411/2016  τέθηκε στο αρχείο. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η έκβαση της παραπάνω ποινικής υποθέσεως δεν δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, ενόψει του ότι οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν παράγουν οποιοδήποτε δεδικασμένο για την πολιτική δίκη και εκτιμώνται ελεύθερα  (ΑΠ 431/2000, Εφ.Θεσ. 1349/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και Δ. Κονδύλη. Το δεδικασμένο κατά τον Κ.Πολ.Δ., έκδ. 1983, σελ.71). Περαιτέρω, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο ενάγων υπήρξε επαγγελματικά ανεπαρκής αναφορικά με τη δίκη της ………… τόσο στον πρώτο όσο και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, σε σημείο μάλιστα ο εναγόμενος – στενός φίλος του ενάγοντα επι πολλά έτη – να τον χαρακτηρίζει σε τρίτα πρόσωπα ως «χασοδίκη», απαξιωτικό, για το λειτούργημα που ασκεί πολλά χρόνια, χαρακτηρισμό, για μία και μόνο υπόθεση που αφορούσε συγγενικό του πρόσωπο η εκδίκαση της οποίας ξεκίνησε το έτος 1984. Επομένως, αφού τα ανωτέρω που ισχυρίστηκε ο εναγόμενος για τον ενάγοντα δεν είναι αληθή και αυτός τελούσε εν γνώσει της αναλήθειάς τους και με σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του, αυτός διέπραξε σε βάρος του το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας.

Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι με την παραπάνω ενέργεια του εναγομένου προσβλήθηκε παράνομα η προσωπικότητα του ενάγοντος, μειώθηκε η τιμή και η υπόληψή του και προκλήθηκε σ΄αυτόν ηθική βλάβη. Προκειμένου δε να αποκατασταθεί η ηθική βλάβη του ενάγοντος πρέπει να επιδικαστεί υπέρ αυτού ανάλογη χρηματική ικανοποίηση.

Κατά το άρθρ. 932 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών.

Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη, με αξιολόγηση και στάθμιση όλων των διαμορφωτικών συνθηκών κατά τον κρίσιμο χρόνο του προσδιορισμού της, μεταξύ των άλλων, τις ως άνω συνθήκες της επίμαχης αδικοπραξίας, το είδος της προσβολής, του ψυχικού άλγους που δοκίμασε ο ενάγων, το βαθμό του πταίσματος του εναγομένου, την ιδιότητα του ενάγοντος ως δικηγόρου Πειραιά και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών  (ολΑΠ 13/02, ΑΠ 8/09, ΑΠ 298/09, ΑΠ 44/09  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κρίνει ότι πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση  του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το ποσό αυτό κρίνεται ως δίκαιο και εύλογο (βλ. και ΑΠ 716/08, ΑΠ 433/08, ΑΠ 1779/08, ΑΠ 635/07 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή, ανάλογο με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκείμενης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (αρθ. 25§1 του Συντάγματος και 2, 9§2 και 10§2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, εξειδικεύεται με την ανωτέρω διάταξη του αρθ. 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (βλ. και ολΑΠ 6/09, ΑΠ 79/10, ΑΠ 123/10 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το συγκεκριμένο ποσό χρηματικής ικανοποίησης αξιολογείται ως εύλογο και επαρκές να αποκαταστήσει πλήρως την επίδικη ηθική βλάβη του ενάγοντος.

Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή, δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί τόσο του εναγομένου που αποτελούν σχετικούς λόγους της έφεσής του, όσο  του ενάγοντος ως προς το ύψος του ποσού, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και ως εκ τούτου οι υπό κρίση εφέσεις πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες και να επιβληθούν στους εκκαλούντες λόγω της ήττας τους, τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κάθε έφεσης αντίστοιχα, κατόπιν σχετικού αιτήματος των τελευταίων (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των παραβόλων άσκησης έφεσης, που οι εκκαλούντες κατέθεσαν κατ΄αρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ αντιμωλίαν των διαδίκων : α) την από 26-11-2018 (γεν.αριθμ.καταθ……/2018) έφεση και β) την από 28-11-2018 (γεν.αριθμ.καταθ……../2018) έφεση κατά της υπ΄αριθμ.4506/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσία αυτές.

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, κάθε έφεσης ,για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων ( 500) ευρώ, για κάθε έφεση. ΚΑΙ

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των e-παραβόλων, με κωδικούς …/2018 και ……/ 2018, άσκησης των ως ανω εφέσεων, που κατέθεσαν οι εκκαλούντες, ποσού εκατό (100,00) ευρώ αντίστοιχα για κάθε έφεση.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις   29 Ιουνίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ