Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 459/2020

Αριθμός     459/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 07-11-2018 ( γεν.αριθμ.καταθ……/ 2018) έφεση του ηττηθέντος Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, κατά της υπ΄.αριθμ.2989/2018 οριστικής απόφασης του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα  και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1και 2, 500,511,513 παρ.1 περ.β΄εδ.α΄, 516 παρ.1,517εδ.α, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ). Επομένως, και επειδή το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο κατ’ άρθρο 19 παρ. 1 ΚΔ από 26-06/10-07-1944 «Περί Κώδικος Νόμων περί δικών του Δημοσίου» απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής παραβόλου για την άσκηση έφεσης (495 παρ.3 του ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 524 παρ.1 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος με την από 29-7-2015 (γεν.αριθμ.καταθ. …../2015) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, συγκροτηθέντος από Κτηματολογικό Δικαστή, στρεφόμενος κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, ισχυρίσθηκε ότι δυνάμει του υπ΄αριθμ. ../1985 συμβολαίου της Συμβ/φου Αιγάλεω ……….. που μεταγράφηκε νόμιμα, απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα λόγω γονικής παροχής από τον πατέρα του που ήταν κύριος, ένα αγροτεμάχιο μετά της ισογείου οικίας κείμενο στη θέση ………. στη Σαλαμίνα, έκτασης 178,50 τ.μ., με τον αριθμό …….. και έκτοτε το χρησιδέσποζε ως μια ενιαία ιδιοκτησία με τα όμορα αγροτεμάχια με αριθμούς .. και …., όπως και ο πατέρας του και επιπλέον με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας απέκτησε την κυριότητα του ενιαίου ακινήτου που εντάχθηκε στο σχέδιο πόλης και εμφαίνεται στο από Δεκέμβριο του 2014 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …….. υπο στοιχεία Α.Β.Γ.Δ.Ε.Ζ.Η.Α. συνολικής επιφάνειας 529,12 τ.μ.. Ότι κατά την κτηματογράφηση της περιοχής το επίδικο έλαβε ΚΑΕΚ ……. με έκταση 504 τ.μ., πλην όμως καταχωρήθηκε με δικαιούχο άγνωστο ιδιοκτήτη.

Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος άμεσο έννομο συμφέρον από την προσβολή, λόγω της ανακριβούς εγγραφής του εμπραγμάτου δικαιώματός του που απέκτησε με παράγωγο τρόπο αλλά και δια τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας, ο ενάγων ζήτησε : α) να αναγνωριστεί αποκλειστικός κύριος του ανωτέρω ακινήτου με ΚΑΕΚ ………… και β) να διαταχθεί η αντίστοιχη με την αναγνώριση, διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο του παραπάνω ακινήτου, ώστε να καταχωρηθεί αυτός (ενάγων) δικαιούχος κυριότητας σε ποσοστό 100% δυνάμει του προαναφερόμενου συμβολαίου σε συνδυασμό με την τακτική άλλως την έκτακτη χρησικτησία.

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, συγκροτηθέν από Κτηματολογικό Δικαστή, συζήτησε την αγωγή την 27-11-2017, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων και εξέδωσε την υπ΄αριθμ. 2989/2018 οριστική απόφαση, με την οποία, αφού απέρριψε τους ισχυρισμούς του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου περί απαραδέκτου και αοριστίας, έκρινε αυτήν (αγωγή) ορισμένη και νόμιμη, (με τη διάκριση ότι το αναγνωριστικό περί κυριότητας αίτημα με νομική βάση την τακτική χρησικτησία, κατά το μέρος που αφορά στο τμήμα του ακινήτου που δεν περιεχόταν στο συμβόλαιο γονικής παροχής, ήτοι κατά τα τεμάχια 20 και 21, είναι μη νόμιμο και ως εκ τούτου απορριπτέο, εφόσον ελλείπει ο νόμιμος τίτλος κατ΄άρθρο 1041 του ΑΚ ),στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 και 3 του Ν. 2664/1998,513,1033,1045,1192,1194,1198  του ΑΚ, 68 και 70 του ΚΠολΔ και στη συνέχεια, αφού απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την ένσταση ιδίας κυριότητας του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, δέχθηκε κατά τα λοιπά την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνώρισε κατά την έναρξη του κτηματολογίου στη Σαλαμίνα, τον ενάγοντα αποκλειστικό κύριο σε ποσοστό 100% επί του επιδίκου ακινήτου με ΚΑΕΚ ……………. και διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας στο ανωτέρω ΚΑΕΚ με την καταχώριση του ενάγοντα αποκλειστικού κυρίου σε ποσοστό 100%, δυνάμει του υπ΄αριθμ………/ 1985 ως άνω συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβ/φου Αιγάλεω, …………. νομίμως μεταγραφέντος σε τόμο μεταγραφών με αριθμό … και με α.α…… και δια εκτάκτου χρησικτησίας.

Κατά της απόφασης αυτής το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ως ηττηθείς διάδικος άσκησε την υπό κρίση έφεση με την οποία παραπονείται για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την παραδοχή της έφεσής του και την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2-3, 4 παρ.1, 6 παρ. 1-2-3, 7, 9 παρ. 1, 11, 17 παρ. 4 και 18 παρ. 1 του Ν. 2664/1998 (όπως ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης κατ’ άρθρο 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ) προκύπτουν τα ακόλουθα: Στο Εθνικό Κτηματολόγιο καταχωρούνται νομικές και τεχνικές πληροφορίες που αποσκοπούν στον ακριβή καθορισμό των ορίων των ακινήτων και στη δημοσιότητα των εγγραπτέων στα Κτηματολογικά Βιβλία δικαιωμάτων και βαρών, με τρόπο που διασφαλίζει τη δημόσια πίστη, προστατεύοντας κάθε καλόπιστο συναλλασσόμενο που στηρίζεται στις κτηματολογικές εγγραφές. Υπό τον όρο «πρώτες εγγραφές» νοούνται εκείνες που καταχωρούνται ως αρχικές εγγραφές στο Κτηματολογικό Βιβλίο, κατά μεταφορά από τους Κτηματολογικούς Πίνακες, που καταρτίσθηκαν με το πέρας της κτηματογράφησης. Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, αποτελούν πράξη δημόσιας αρχής με διαπιστωτικό χαρακτήρα των υφισταμένων κατά την έναρξη του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή εμπράγματων δικαιωμάτων, που μετά την οριστικοποίησή τους κατά το άρθρο 7 του ιδίου Νόμου παράγουν αμάχητο τεκμήριο ακριβείας. (Λ. Κιτσαράς, Οι πρώτες εγγραφές στο Εθνικό Κτηματολόγιο, σελ. 25 επ., Δ. Παπαστερίου, Κτηματολογικό Δίκαιο [2013], σελ. 724-725, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 1500/2013, EφΑθ 618/2015 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΕφΘεσ 1067/2010, Αρμ 2011/600). Ακίνητα, που δεν έχουν εγγραφεί στις αρχικές εγγραφές ότι ανήκουν σε ορισμένο πρόσωπο, ιδίως όταν ο δικαιούχος κυριότητας δεν υπέβαλε δήλωση ιδιοκτησίας κατά την κτηματογράφηση της περιοχής, φέρονται στα Κτηματολογικά Βιβλία και στα λοιπά στοιχεία του Κτηματολογίου στις πρώτες εγγραφές ως ακίνητα «αγνώστου ιδιοκτήτη». Εφόσον δεν διορθωθεί η εν λόγω πρώτη εγγραφή, μετά την οριστικοποίησή της κατά τα άρθρα 7 και 9 του ιδίου νόμου, θεωρείται ότι το ακίνητο ανήκει στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, δημιουργώντας υπέρ του τελευταίου αμάχητο τεκμήριο ακριβείας. Στην περίπτωση που στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας του ακινήτου «άγνωστος», ο ισχυριζόμενος ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα και δη ότι είναι δικαιούχος κυριότητας αυτού και ανεξάρτητα από τον επικαλούμενο τρόπο κτήσης κυριότητας (πρωτότυπο ή παράγωγο), μπορεί να ζητήσει τη διόρθωση, μεταξύ των διαζευκτικά αναφερομένων τρόπων, με αγωγή κατά την Τακτική Διαδικασία κατά το άρθρο 6 παρ. 2 του ανωτέρω Νόμου, ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλη και κατά τόπο Πρωτοδικείου, συγκροτούμενο από Κτηματολογικό Δικαστή (άρθρο 17 παρ. 4 του Ν. 2664/1998), στρεφόμενος κατά του Ελληνικού Δημοσίου, καθόσον το τελευταίο είναι αυτό που θα καταχωρισθεί ως δικαιούχος μετά τη οριστικοποίηση των πρώτων εγγραφών αν δεν διορθωθεί η ένδειξη «άγνωστος» (ΕφΠατρ 226/2012 και 227/2012, ΕφΔωδ 171/2012 Τ.Ν.Π. Νόμος, Διαμαντόπουλος-Εμμανουηλίδου, Ζητήματα Κτηματολογικού Δικονομικού Δικαίου [2014], σελ. 22, Τσιλιγγερίδου, Ένδικη Προστασία για ακίνητο φερόμενο ως «αγνώστου» ιδιοκτήτη» [2015], σελ. 86 επ.). Στην περίπτωση αυτή η διόρθωση γίνεται κατόπιν αμετάκλητης απόφασης, που παράγει δεδικασμένο έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, καθίσταται οριστική η πρώτη εγγραφή άμεσα και παράγει το αμάχητο τεκμήριο ακριβείας, χωρίς να χρειάζεται να παρέλθει η αποσβεστική αποκλειστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ.2 του ιδίου νόμου. Αφού διορθωθεί ως άνω η πρώτη εγγραφή, κάθε τρίτος, που αμφισβητεί την ακρίβεια της διορθωμένης εγγραφής, μπορεί να ζητήσει τη διόρθωση της εγγραφής αυτής με αγωγή κατά του υπέρ ου η διόρθωση, υπό τις προϋποθέσεις και εντός της αποσβεστικής προθεσμίας της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ιδίου Νόμου (ΕφΑθ 2991/2017, ΕφΑθ 600/2016 Τ.Ν.Π. Νόμος).

Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1 περ. α` και β’ του ΚΠολΔ, 974, 1045 και 1046 του ΑΚ 1, 3, 4 παρ. 1, 6 παρ.1-2-3, 9,10 και 11 του Ν. 2664/1998, που ρυθμίζει τη λειτουργία του Εθνικού Κτηματολογίου, όπως ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης (άρθρο 533 παρ.2 του ΚΠολΔ), προκύπτει ότι για το ορισμένο αγωγής διόρθωσης ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο αναφορικά με την ένδειξη «άγνωστος» ως δικαιούχου κυριότητας γεωτεμαχίου, με επικαλούμενη αιτία κτήσης από τον ενάγοντα-πραγματικό δικαιούχο κυριότητας την έκτακτη χρησικτησία, η οποία (αγωγή) είναι πρωτίστως αναγνωριστική κυριότητας με παρεπόμενο το διαπλαστικό αίτημα περί διόρθωσης των κτηματολογικών εγγραφών, απαιτείται να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο: Α) Ότι ο πραγματικός δικαιούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη χρησικτησία κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή και είχε ταύτη (κυριότητα) στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο (έναρξη λειτουργίας του Ε.Κ.), καθόσον κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπράγματου δικαιώματος, που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές, είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή όπως καθορίσθηκε με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ (για τις παλιές κτηματογραφήσεις) και μετέπειτα με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ήδη με το Ν. 4512/2018 για τις νέες κτηματογραφήσεις με απόφαση του ΔΣ του ΝΠΔΔ «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ») και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ.2 του Ν. 2664/1998 (ΑΠ 148/2016, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 721/2015, ΑΠ 1500/2013, ΕφΑθ 2991/2017, ΕφΑθ 600/2016, ΕφΑθ 618/2015, ΕφΠατρ 226/2012  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ η διάταξη του άρθρου 37 παρ. 2 του Ν. 4315/24- 12-2014, με την οποία προστέθηκε στην παρ. 3 του άρθρου 6 του Ν. 2664/1998 η περίπτωση στ΄, σύμφωνα με την οποία «Όταν ο τίτλος κτήσης του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και για το οποίο ζητείται η διόρθωση είναι χρησικτησία, η συμπλήρωση της νομής υπολογίζεται κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ……» , χωρίς ουδεμία μνεία στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, ελέγχεται ως αντισυνταγματική ένεκα της αντίθεσής της με την αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Σ) και της προστασίας της ιδιοκτησίας (άρθρο 17 παρ. 1 του Σ), καθόσον προσδίδει περισσότερα δικαιώματα σε αυτόν που ουδέν δικαίωμα είχε κατά την κτηματογράφηση και γι’ αυτό δεν το δήλωσε έναντι αυτού που είχε δικαίωμα και προέβη σε υποβολή δήλωσης και επιπλέον ανατρέπει την έννοια των «πρώτων εγγραφών» (βλ. ΕφΔυτΜακ 96/2019 αδημ., Δ. Παπαστερίου Κτηματολογικό Δίκαιο Β` εκδ. 2019 σελ. 865 σε υποσημείωση 318, Κων. Πλιάτσιακας Η διόρθωση ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής εκδ. 2019 σελ.137- 140 και Κων. Εμμανουηλίδου σε συλλ. έργο “ΕΘΝΙΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Ισχύον Δίκαιο, στρεβλώσεις και θετέον δίκαιο εκδ. 2018 σελ. 498 επ). Για την επίκληση της κυριότητας κτηθείσας με έκτακτη χρησικτησία αρκεί να αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο ότι ο ενάγων επί εικοσαετία και μέχρι την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή όπου κείται το επίδικο ακίνητο συνεχώς ασκεί τη φυσική εξουσίαση επί του γεωτεμαχίου με διάνοια κυρίου (νομή), δηλ. να αναφέρει εμφανείς υλικές πράξεις επί του γεωτεμαχίου, που είναι δηλωτικές της βούλησης του να εξουσιάζει τούτο και οι οποίες ποικίλουν ανάλογα με τον κατά τη βούλησή του προορισμό του γεωτεμαχίου, δηλ. εποπτεία, επίβλεψη, επίσκεψη, καλλιέργεια, οριοθέτηση, καθαρισμός, παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, κ.α., χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επιμέρους πράξεων, μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 911/2019, ΑΠ 336/2019, ΑΠ 92/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ) , Β) Περιγραφή του επιδίκου γεωτεμαχίου και δη αναφορά του ΚΑΕΚ (Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου) (ΕφΑθ 2375/2016 δημ. στη ΝΟΜΟΣ) και Γ) Την ανακριβή εγγραφή που περιέχεται στο οικείο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου γεωτεμαχίου και συγκεκριμένα ότι στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας «άγνωστος» (βλ. Κωνστ. Εμμανουηλίδου Η δίκη της χρησικτησίας Δικονομικό πλαίσιο και διαδικαστικά ζητήματα σε συλλογικό έργο Χρησικτησία και Εθνικό Κτηματολόγιο εκδ. 2017 σελ. 279 επ ). Στην προκειμένη περίπτωση ο ισχυρισμός του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου που αποτελεί και σχετικό λόγο έφεσης περί αοριστίας της αγωγής, απορριπτέος τυγχάνει ως ουσιαστικά αβάσιμος και τούτο διότι όπως προκύπτει από την επισκόπηση του προσκομιζόμενου αντιγράφου της ανωτέρω αγωγής, της οποίας το περιεχόμενο εκτέθηκε περιληπτικά ανωτέρω, ο ενάγων επικαλείται όλα τα αναγκαία – σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη – πραγματικά περιστατικά για τη θεμελίωση του δικαιώματος κυριότητάς του με τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία και τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, δηλ. επικαλείται την άσκηση συγκεκριμένων εμφανών υλικών πράξεων φυσικής εξουσίασης επί του επιδίκου με διάνοια κυρίου επί εικοσαετία ήδη μέχρι την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή της  Σαλαμίνας, τον ΚΑΕΚ του επιδίκου ακινήτου και την ανακρίβεια της πρώτης εγγραφής.

Με το Ν. 4223/2013 προβλέφθηκε η επιβολή του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.), στο άρθρο 1 δε αυτού ορίζεται ότι: «1. Από το έτος 2014 και για κάθε επόμενο έτος επιβάλλεται Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) στα δικαιώματα της παραγράφου 2 του παρόντος, σε ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα και ανήκουν σε Φυσικά ή Νομικά Πρόσωπα ή κάθε είδους νομικές οντότητες την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους. 2. Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. επιβάλλεται στα εμπράγματα δικαιώματα της πλήρους κυριότητας, της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της οίκησης και της επιφανείας επί του ακινήτου ……….. Εξαιρετικά, επιβάλλεται και στο δικαίωμα της νομής ή οιονεί νομής, της κατοχής, ……….» , στο άρθρο 2 αυτού ορίζεται ότι «1. Υποκείμενο του ΕΝ.Φ.Ι.Α. είναι κάθε πρόσωπο ή οντότητα του άρθρου 1, ανάλογα με το δικαίωμα και το ποσοστό του, και ειδικότερα: α) Αυτός που αποκτά δικαίωμα σε ακίνητο από οποιαδήποτε αιτία, από την ημερομηνία σύνταξης του οριστικού συμβολαίου κτήσης ή από την ημερομηνία τελεσιδικίας της δικαστικής απόφασης με την οποία αναγνωρίζεται δικαίωμα ή καταδικάζεται ο δικαιοπάροχος σε δήλωση βουλήσεως ………. γ) Ο κληρονόμος και ειδικότερα: αα) …….. ββ) Ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος, εφόσον δεν έχει δημοσιευθεί διαθήκη μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της φορολογίας έτους …….. ζ) Ο νομέας επιδίκου ακινήτου. Αν το ακίνητο εκνικηθεί με τελεσίδικη απόφαση, ο ΕΝ.Φ.Ι.Α., που καταβλήθηκε, δεν επιστρέφεται ……… 3. Ο πλήρης κύριος υποχρεούται στην καταβολή του συνολικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. που βαρύνει το ακίνητο κατά το ποσοστό συνιδιοκτησίας του ………. 8. Για την εφαρμογή του ΕΝ.ΦΙ.Α ακίνητα που δεν ιδιοχρησιμοποιούνται από το υποκείμενο του ΕΝ.Φ.Ι.Α θεωρούνται αυτά τα οποία εκμισθώνονται ή παραχωρούνται καθ` οιονδήποτε τρόπο σε τρίτο. Τα ακίνητα που δεν εμπίπτουν στο προηγούμενο εδάφιο θεωρούνται ιδιοχρησιμοποιούμενα ………», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 4223/2013, όπως αυτή ήδη τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. γ` αριθ. 5 του Ν. 4254/2014: «Μετά το άρθρο 54 του Ν. 4174/2013 προστίθεται νέο άρθρο 54Α που έχει ως εξής: «Αρθρο 54Α Υποχρεώσεις τρίτων για τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων. 1. Είναι αυτοδικαίως άκυρη κάθε υποσχετική ή εκποιητική δικαιοπραξία με την οποία συστήνονται, μεταβάλλονται, αλλοιώνονται ή μεταβιβάζονται, από οποιαδήποτε αιτία δικαιώματα επί ακινήτου ή παρέχεται δικαίωμα προσημείωσης ή υποθήκης σε αυτό, αν δεν μνημονεύεται και δεν επισυνάπτεται από το Συμβολαιογράφο στο συμβόλαιο που συντάσσει, πιστοποιητικό της Φορολογικής Διοίκησης, με το οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με τα ίδια στοιχεία, περιλαμβάνεται στη δήλωση Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων, καθώς και ότι ο φορολογούμενος έχει καταβάλει, ή νόμιμα απαλλαγεί από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για το συγκεκριμένο ακίνητο και έχει καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις, έχει ρυθμίσει ή έχει νόμιμα απαλλαγεί από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για τα υπόλοιπα ακίνητα, για τα οποία είναι υπόχρεος για τα πέντε (5) προηγούμενα έτη. Αυτοδικαίως άκυρος είναι ο συμβολαιογραφικός τίτλος και για τη σύνταξη κατακυρωτικής έκθεσης επί εκούσιου πλειστηριασμού ……… 3. Εάν δεν είναι δυνατή η επισύναψη στο συμβολαιογραφικό έγγραφο του πιστοποιητικού του ΕΝ.Φ.Ι.Α. της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού για τα πέντε (5) προηγούμενα της μεταβίβασης έτη, επισυνάπτεται για τα υπόλοιπα έτη το πιστοποιητικό του άρθρου 48 του Ν. 3842/2010 (Α` 58) με το οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με τα ίδια στοιχεία, περιλαμβάνεται στη δήλωση φόρου ακίνητης περιουσίας (Φ.Α.Π.), καθώς και ότι ο φορολογούμενος έχει καταβάλει το Φ.Α.Π. για το συγκεκριμένο ακίνητο και ότι έχει καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις του Φ.Α.Π. ή έχει ρυθμίσει το Φ.Α.Π. για τα υπόλοιπα ακίνητα, για τα οποία είναι υπόχρεος για τα προηγούμενα έτη ………… 5. Είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον Δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης ή της άρσης κατάσχεσης, αν δεν προσκομισθεί από τον υπόχρεο σε ΕΝ.Φ.Ι.Α., το πιστοποιητικό των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου αυτού». Η τελευταία αυτή διάταξη, περί απαραδέκτου της συζητήσεως εμπράγματης αγωγής, που είναι προφανές ότι είναι φορολογικής φύσης, θίγει, παραβιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας). Ειδικότερα, στο άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος, το οποίο συμφωνεί και με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ, κατοχυρώνεται το θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα Δικαστήρια, αποτελεί δε θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Οι δικονομικές λεπτομέρειες που είναι επιτρεπτό να καθορίζει κάθε κράτος μέλος της Ένωσης δεν επιτρέπεται να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Εξάλλου, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ΝΔ 53/1974 (ΦΕΚ Α` 256) ορίζεται ότι «Παν Φυσικόν ή Νομικόν Πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ει μη δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του Νόμου και των γενικών αρχών του Διεθνούς Δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές με τις οποίες κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Τα Κράτη διαθέτουν ευρύτατη εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φόρων και τους τρόπους εισπράξεως τους κατ` εκτίμηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους. Όμως, εφόσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να αποτελεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια της ύπαρξης αναλογίας μεταξύ χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών, ενόψει μάλιστα και της, κατά το χρόνο θέσπισης της ως άνω φορολογικής διάταξης, ιδιαιτέρως δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας (συνεχούς μείωσης μισθών και συντάξεων και επιβολής αλλεπαλλήλων φορολογικών βαρών επί εισοδημάτων και περιουσιών). Ο δικονομικός φραγμός, που τίθεται από τις παραπάνω διατάξεις, ήδη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας υπό το φως των σημερινών δυσχερών οικονομικών συνθηκών, που βιώνουν οι πολίτες που φέρουν το βάρος αυτών, ουσιαστικά στερεί αυτούς της απλής δυνατότητας προσφυγής στο δικαστήριο. Το απλό ταμειακό συμφέρον, που προκύπτει, δεν συνιστά λόγο γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, για τον οποίο θεσπίζεται η παραπάνω διάταξη ως αναγκαία προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε εμπράγματης αγωγής. Ενώ, δεν φαίνεται να υπάρχει καμία αναλογία, που επιβάλλεται να τηρείται, μεταξύ του νομοθετικά προστατευόμενου δικαιώματος του ατόμου και του σκοπού που το νομοθέτημα εξυπηρετεί. Επομένως, η παραπάνω ρύθμιση συντελεί απλά σε άνιση μεταχείριση των πολιτών του, από το ίδιο το κράτος, που τίθεται σε πλεονεκτική θέση έναντι αυτών, εξασφαλίζοντας πρωταρχικά και κύρια το δικό του δημοσιονομικό οικονομικό συμφέρον, συρρικνώνοντας το ατομικό δικαίωμα των πολιτών του σε εύκολη πρόσβαση στα δικαστήρια, την οποία θα έπρεπε να εγγυάται και όχι να χρησιμοποιεί τη Δικαιοσύνη και την ευχέρεια προσφυγής σε αυτήν ως μέσο πίεσης για την τακτοποίηση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών. Επιπλέον, η επιβολή φόρου ακίνητης περιουσίας, παράλληλα προς υφιστάμενους άλλους φόρους, δεν πρέπει να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και δεν πρέπει να εξαρτά το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη να προσφύγει στη Δικαιοσύνη από τις συγκεκριμένες φορολογικές του υποχρεώσεις. Διαφορετικά θα ελλοχεύει ο κίνδυνος ο υπερχρεωμένος ιδιοκτήτης να μην είναι σε θέση να προσκομίσει το ως άνω πιστοποιητικό και η εμπράγματη αγωγή του με την οποία ζητεί να προστατεύσει το δικαίωμα της κυριότητάς του, που του παρέχει άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω στο ακίνητο (άρθρα 973 και 1000 του ΑΚ), θα πρέπει να μην εκδικασθεί για λόγους μη ουσιαστικούς, αφού το δικαστήριο δεν θα υπεισέρχεται στην ουσία της ένδικης διαφοράς και έτσι ο πολίτης θα στερείται ουσιαστικά της εξουσίας να απαγορεύει απόλυτα κάθε επέμβαση τρίτου στο ακίνητό του χωρίς την άδεια του και θα βρίσκεται εκτεθειμένος και απροστάτευτος απέναντι στην αυθαιρεσία του οποιουδήποτε καταπατητή. Εν κατακλείδι, δεν θα μπορούσε μια καθαρά φορολογικού χαρακτήρα διάταξη, που δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσομένων σε σχέση με τα ακίνητα ή δεν επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, να αποτελεί ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και προαπαιτούμενο προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας. Άλλωστε, στόχος της δίκης πρέπει να είναι πάντοτε η έκδοση απόφασης επί της ουσίας και οι διαδικαστικές προϋποθέσεις πρέπει να έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν την ομαλή και απρόσκοπτη ροή της διαδικασίας και να αποτελούν εγγυήσεις ορθής δικαστικής απόφασης (Ολ. ΣτΕ 601/2012, NοB 2012/376, Ολ. ΣτΕ 3087/2011, Ολ. ΕλΣυν 2006/2008, ΑΠ 293/2014, ΑΠ 1164/2009, ΑΠ 205/2006 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΜΕφΚρ 19/2016, ΕλλΔ/νη 2016/503, ΕΔΔΑ απόφαση της 02-12-1985, … κατά Σουηδίας, αριθ. 11036/84, απόφαση της 14-12-1988, …. κατά Σουηδίας, αριθ. 13013/87, απόφαση της 16-01-1995, ……… κατά Ιταλίας, αριθ. 15117/89, Νίκα, Πολιτική Δικονομία Ι, σελ. 415). Με τον πρώτο λόγο της έφεσης του το εκκαλούν ελληνικό Δημόσιο παραπονείται ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 54Α παρ. 5 του Ν. 4174/2013, επειδή δεν προσκομίστηκε από τον ενάγοντα το πιστοποιητικό καταβολής ΕΝΦΙΑ, για το παραδεκτό της συζήτησης. Η διάταξη του προαναφερόμενου άρθρου, σύμφωνα με όσα στη μείζονα σκέψη αναφέρθηκαν, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα άρθρα 17, 20 και 25 του Συντάγματος, καθώς και με το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ και επομένως δεν πρέπει κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου να εφαρμοστεί. Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ως αντισυνταγματική την ως άνω διάταξη και δεν απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, δεν έσφαλε, και ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, το εναγόμενο αρνούμενο την αγωγή και των θεμελιούντων χρησικτησία πραγματικών ισχυρισμών του ενάγοντα, ισχυρίζεται ότι το επίδικο ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα και ότι έχει περιέλθει σ΄αυτό με τους εξής τρόπους: α) δυνάμει της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και των από 3-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/ 107-1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, με τις οποίες περιήλθαν στο ελληνικό δημόσιο ως διάδοχο του τουρκικού δημοσίου τα κτήματα που κατέλαβε και δήμευσε, άλλως β) δυνάμει της ανωτέρω συνθήκης και των Πρωτοκόλλων τα κτήματα που εγκαταλείφθηκαν από τους οθωμανούς πρώην κυρίους τους, και δεν καταλήφθηκαν από τρίτους, άλλως γ) βάσει των άρθρων 1, 2 και 3 του από 17/29-11-1836 β.δ/τος «περί ιδιωτικών δασών» ως δάσος για το οποίο οι τυχόν πρώην ιδιοκτήτες του δεν προσκόμισαν εντός της εκ του νόμου ορισθείσας προθεσμίας νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας, άλλως δ) βάσει των διατάξεων του β.δ. της 3/15-12-1833,ως λιβάδι ή βοσκότοπος, για την επικαρπία του οποίου κανείς δεν έχει παρουσιάσει έγγραφο (ταπί), άλλως ε) με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία διότι το νεμόταν και το νέμεται με τις ως άνω πράξεις νομής, άλλως στ) με την κατάληψή του ως αδέσποτου κατά την απελευθέρωση δυνάμει του άρθρου 16 του από 21-6/10-7-1837 Νόμου «περί διακρίσεως κτημάτων». Οι ανωτέρω ισχυρισμοί περί ιδίας κυριότητας που επαναφέρει το εναγόμενο με σχετικούς λόγους έφεσης είναι νόμιμοι στηριζόμενοι στις προδιαληφθείσες διατάξεις και πρέπει να ερευνηθούν και ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος ο οποίος εξετάσθηκε ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης εκείνου του Δικαστηρίου, (το εναγόμενο δεν εξέτασε μάρτυρες), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις τυχόν ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το υπ΄αριθμ. …/1967 συμβόλαιο του Συμβ/φου Σαλαμίνας …….. που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Σαλαμίνας (τομ…. και με α.α…..) σε συνδυασμό με την με αριθμό ……/ 1971 συμβολαιογραφική πράξη εξόφλησης του τιμήματος του ίδιου συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα (τομ…. και με α.α……), ο πατέρας του ενάγοντος ……… του Δημητρίου αγόρασε ένα αγροτεμάχιο με τον αριθμό ….. που βρίσκεται στη θέση ………. της Σαλαμίνας, εμφαινόμενο στο από Ιούλιο του 1967 ρυμοτομικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……….., εκτάσεως 178,50 τ.μ. και δυνάμει της υπ΄αριθμ…../ 1.3.1973 οικοδομικής άδειας της Πολεοδομίας Πειραιά, του επιτράπηκε να αναγείρει λυόμενη ξύλινη οικία 25 τ.μ.. Έκτοτε ξεκίνησε να ασκεί πράξεις νομής στο εν λόγω ακίνητο με διάνοια κυρίου, αξιοποιώντας το ως ενιαίο σύνολο με τα με αριθμούς …. και … όμορα γεωτεμάχια όπως αυτά αποτυπώνονται στο από Ιούλιο του 1967 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …… Στη συνέχεια, με το υπ΄αριθμ. …./ 1985 συμβόλαιο της Συμβ/φου Αιγάλεω, …………. που μεταγράφηκε νόμιμα (τομ…. και με α.α…..), μεταβίβασε ο ανωτέρω το αγορασθέν ακίνητο υπό στοιχεία …, κατά πλήρη κυριότητα λόγω γονικής παροχής στον ενάγοντα ………, ο οποίος εξακολούθησε να το νέμεται ως ενιαίο και συνενωμένο ακίνητο με τα συνεχόμενα υπό στοιχεία …. και …., αξιοποιώντας το με διάνοια κυρίου και συγκεκριμένα, όπως και ο πατέρας του, εξακολούθησε να συντηρεί την περίφραξη, να μένει στην ισόγεια οικία που είχε στέγη από ελλενίτ, να φροντίζει τα δέντρα που είχαν φυτευτεί, εποπτεύοντας το ακίνητο συνολικά με τη βούληση να είναι κύριος αυτού. Επίσης ο ίδιος επιμελήθηκε την αποτύπωσή του και το επίδικο εμφαίνεται, κατά νεώτερη καταμέτρηση στο από Δεκέμβριο του 2014 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……….., ως άρτιο και οικοδομήσιμο εντός του Ο.Τ. ….,  υπο στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΗΑ με έκταση 481,79 τ.μ. και με ρυμοτομούμενο τμήμα έκτασης 47,33 τ.μ. υπό στοιχεία …………. Έτσι, σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ο ενάγων, νεμόμενος το επίδικο ακίνητο και δη ασκώντας επ΄αυτούτις ως άνω εμφανείς υλικές πράξεις φυσικής εξουσίασης με διάνοια κυρίου συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι και σήμερα, απέκτησε την κυριότητα αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας ήδη από το έτος 2005. Πλην όμως, κατά την κτηματογράφηση και την έναρξη του κτηματολογίου στη Σαλαμίνα στις 13-11-2006, το επίδικο ακίνητο έλαβε ΚΑΕΚ ………….., με έκταση 504 τ.μ., αλλά καταχωρήθηκε ως αγνώστου ιδιοκτήτη. Συνεπώς, όπως αποδείχθηκε, η ως άνω πρώτη κτηματολογική εγγραφή ελέγχεται ως ανακριβής αφού κατά τον ανωτέρω χρόνο ο ενάγων ήταν ήδη κύριος του επιδίκου και το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ουδόλως απέδειξε την ιδιότητα του επιδίκου ως δημοσίου κτήματος, την εκ μέρους του, ως νόμιμα εκπροσωπείται, υποβολή δήλωσης εμπραγμάτου δικαιώματος γι΄αυτό κατά την κτηματογράφηση της περιοχής, αλλά αντιθέτως, στο υπ΄αριθμ.πρωτ……/ 2015 έγγραφο της Περιφερειακής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας Αττικής, βεβαιώνεται ότι το επίδικο ακίνητο δεν εμπίπτει σε καταγεγραμμένο μέχρι σήμερα δημόσιο κτήμα, τουλάχιστον αρμοδιότητας της εν λόγω υπηρεσίας.

Εξάλλου, αν το Ελληνικό Δημόσιο θεωρούσε ότι το επίδικο είναι δημόσιο κτήμα, θα το είχε καταχωρίσει ως τέτοιο στο Ειδικό Βιβλίο κατ’ άρθρο 25 του Ν. 1539/1938, θα είχε συντάξει σε βάρος του ενάγοντος πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής ή αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης και θα είχε υποβάλει δήλωση ιδιοκτησίας κατά την κτηματογράφηση, πλην όμως σε ουδεμία τοιαύτη ενέργεια προέβη. Κατά συνέπεια, κατά την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή της  Σαλαμίνας (13-11-2006) αποκλειστικός κύριος του επιδίκου ακινήτου ήταν ο ενάγων και συνακόλουθα χρήζει διόρθωσης η πρώτη εγγραφή περί «αγνώστου ιδιοκτήτη» στο οικείο κτηματολογικό φύλλο με ΚΑΕΚ ………………., ώστε να καταχωρηθεί αυτός ως δικαιούχος κυριότητας, απορριπτομένων ως ουσιαστικά αβάσιμων των περι ιδίας κυριότητας ισχυρισμών του εναγομένου.

Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εναγομένου που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι .

Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν και τέλος, λόγω της ήττας του εκκαλούντος κατ’ άρθρο 183 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 22 του Ν. 3693/1957, κατά παραδοχή εν μέρει ως βάσιμου του σχετικού νομίμου αιτήματος του εφεσίβλητου, να καταδικασθεί το εκκαλούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ  ΛΟΓΟΥΣ  ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ αριθμ. 2989/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία). ΚΑΙ

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  30 Ιουνίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του εκκαλούντος και του πληρεξουσίου δικηγόρου του εφεσιβλήτου.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ