Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 614/2018

Αριθμός    614/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 23-05-2017 (γεν. αριθμ.κατάθ. ……….) υπό κρίση έφεση της εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ` αριθμ. 1018/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τη μελέτη της δικογραφίας  δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε ότι παρήλθε τριετία από την δημοσίευσή της (10-03-2017) μέχρι την άσκηση της κρινόμενης έφεσης (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 516 παρ. 1 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρ. 532 του ΚπολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια, όπως και πρωτόδικα, τακτική διαδικασία (άρθρ. 533 παρ. 1 του ΚπολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ όπως ισχύει σήμερα. Σύμφωνα με το άρθρο 57 ΑΚ όποιος προσβάλλεται στην προσωπικότητα του παράνομα, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται. Από την διάταξη αυτή και του άρθρου 58, σε συνδυασμό με το άρθρο 914 ΑΚ προκύπτει ότι επί της προσβολής αυτής, ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνο ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημιώσεως απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας. Από αυτό ακολουθεί ότι με την εν συνεχεία διάταξη του άρθρου 59 ΑΚ κατά την οποία στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων το δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση για την ηθική βλάβη παρέχεται μόνον όταν συντρέχει το στοιχείο της υπαιτιότητας, το οποίο και ρητώς μνημονεύεται στην προαναφερθείσα διάταξη. Στην έννοια της υπαιτιότητας περιλαμβάνεται ο δόλος και η αμέλεια με τις διάφορες μορφές της. Έτσι, οι όροι της ως άνω παροχής εξομοιούνται προς εκείνους της αποζημίωσης (ΑΠ 167/2000 Δνη 41,773). Προϋποθέσεις, ως εκ τούτου, για την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 57, 59 ΑΚ είναι α) η προσβολή του πιο πάνω δικαιώματος, β) η προσβολή να είναι παράνομη και τέτοια είναι όταν υπάρχει διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, αδιάφορα αν η απαγόρευση βρίσκεται στο αστικό ή το ποινικό δίκαιο ή σε άλλους κανόνες δημοσίου δικαίου ή και ειδικούς νόμους. Για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως απαιτείται και πταίσμα εκείνου από τον οποίο προέρχεται η προσβολή και ειδικότερα για την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποιήσεως κατά το άρθρο 59 ΑΚ απαιτείται η προκαλούμενη από την προσβολή ηθική βλάβη να είναι σημαντική (Α. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου ΑΚ αρθ. 59 -Κ παρ. 8). Κατά συνέπεια από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 299,914 και 932 ΑΚ προκύπτει κατά τρόπο σαφή ότι τότε μόνο μπορεί να ζητηθεί από κάποιον χρηματική ικανοποίηση λόγω προσβολής της προσωπικότητας του, όταν αυτός προσβάλλεται στην προσωπικότητα του με παράνομη και υπαίτια πράξη, που συνιστά δηλαδή αδικοπραξία και προξενεί ηθική βλάβη (ΑΠ 756/2011, ΑΠ 167/2000, ΕφΠειρ. 756/2014, ΕφΔυτ. Μακ 50/2012 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1α του ΠΚ, όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απλής σωματικής βλάβης (άρθρ. 308) απαιτείται πρόκληση σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας άλλου και δόλος του δράστη κατευθυνόμενος στην παραγωγή αυτών των αποτελεσμάτων.Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 περ. α` του ΚΠολΔ, η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Κατά δε το άρθρο 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι στοιχεία της αγωγής, με την οποία ζητείται αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας είναι η ζημία του ενάγοντος, η ζημιογόνος συμπεριφορά του δράστη, δηλαδή πράξη ή παράλειψη αυτού παράνομη και υπαίτια, και ο αιτιώδης σύνδεσμος της με τη ζημία (ΑΠ 1190/2003 ΕλλΔνη 46, 391, ΑΠ 1676/2001 ΕλλΔνη 45, 83).Με την από 8-7-2016 ( γενικ. αριθμ.καταθ. ……….) αγωγή, που απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εξέθεσε ότι στις 5-1-2013 και περί ώρα 22: 10 δέχθηκε επίθεση από τον εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο ο οποίος την γρονθοκόπησε στο πρόσωπο, προκαλώντας της τις αναλυτικά περιγραφόμενες στην ένδικη αγωγή σωματικές βλάβες. Με βάση τα περιστατικά αυτά η ενάγουσα, επικαλούμενη εξαιτίας της αδικοπρακτικής ως άνω συμπεριφοράς του εναγομένου, παράνομη και υπαίτια προσβολή της υγείας και της προσωπικότητας της, ζήτησε να υποχρεωθεί αυτός  να της καταβάλει, ως αποζημίωση, προς αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, το ποσό των 29.956,00 ευρώ , με το νόμιμο τόκο από την ως άνω ημερομηνία τέλεσης της εν λόγω αδικοπραξίας, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την καταψηφιστική της διάταξη, να απαγγελθεί σε βάρος του εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους λόγω της αδικοπραξίας και να καταδικασθεί ο τελευταίος στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη  υπ΄αριθμ. 1018/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατ΄αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού εκρινε ότι η αγωγή αυτή είναι ορισμένη και νόμιμη, πλην α)  του αιτήματος περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης, το οποίο απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, αφού το αγωγικό αίτημα είναι μικρότερο από 30.000 ευρώ (άρθρ. 1047 παρ.2 ΚΠολΔ) και β) του αιτήματος περί τοκοφορίας από την ημερομηνία της σε βάρος της ενάγουσας αδικοπραξίας, αφού σε περίπτωση αδικοπραξίας όπως εν προκειμένω οφείλονται τόκοι από την επίδοση της αγωγής,  την δέχθηκε εν μέρει ως κατ` ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα προς αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, το ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και τέλος καταδίκασε τον εναγόμενο στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των σαράντα (40) ευρώ.Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η ενάγουσα με την υπό κρίση έφεσή της για τους περιεχόμενους σ΄αυτήν  λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να γίνει καθ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή της.Στην προκειμένη περίπτωση, η με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα αγωγή, καθόσον αφορά τον εναγόμενο και τώρα εφεσίβλητο κατά τη βάση της από την αδικοπραξία περιέχει όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για το κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ ορισμένο αυτής, αφού υπό τα εκτιθέμενα σ` αυτήν πιο πάνω πραγματικά περιστατικά θεμελιώνεται επαρκώς τόσο η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου σε βάρος της ενάγουσας, όσο και ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της άδικης πράξεως και της προβαλλόμενης ζημίας.  Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή κατά τη βάση της από την αδικοπραξία, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις απορριπτομένων έτσι  των αντίθετων ισχυρισμών του εναγομένου ως αβάσιμων.Από την υπ΄αριθμ. ……….. εξέταση τριών μαρτύρων της ενάγουσας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, από τις υπ΄αριθμ. ……. και ……….. ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων της ενάγουσας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά ληφθείσες νομοτύπως κατόπιν εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου της εναγομένου, από τις υπ΄αριθμ. ……… ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων του εναγομένου ενώπιον της Συμβ/φου Πειραιά Κωνσταντίνας Τσιούρη, από τις υπ΄αριθμ. ……… ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων του εναγομένου ενώπιον της ίδιας ως ανω Συμβ/φου, ληφθείσες νομοτύπως κατόπιν εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου του ενάγουσας, από το σύνολο των προσκομιζόμενων και επικαλούμενων εγγράφουν, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και οι επικαλούμενες και προσκομιζόμενες φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, τα έγγραφα της σχηματισθείσης ποινικής δικογραφίας, που λαμβάνονται υπόψη στη πολιτική δίκη προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1286/03 ΧρΙΔ 2004 245, ΑΠ 283/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, μεταξύ των οποίων και αυτά της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, από τις τυχόν ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα διατηρούσε με τον εναγόμενο συναισθηματικό δεσμό, η συνύπαρξη των οποίων όμως ήταν αρκετά έντονη λόγω της ζήλειας που επεδείκνυε η ενάγουσα προς το πρόσωπο του εναγομένου σε συνδυασμό με τον οξύθυμο χαρακτήρα του τελευταίου. Ο εναγόμενος είναι επιχειρηματίας και δραστηριοποιείται στο χώρο της εν γένει εστίασης, διατηρεί δε σήμερα δύο καταστήματα στην ……… μαζί με τους συνεταίρους του, και συγκεκριμένα το ιταλικό εστιατόριο «…….» και το καφέ – εστιατόριο «……….». Η ενάγουσα εργαζόταν στο κατάστημα (καφετέρια- μπαρ) που διατηρούσε ο εναγόμενος στον Πειραιά και επί της οδού . … …. με την επωνυμία «……. » ως ταμίας.Στις 5-1-2013 και περί ώρα 22:00 οι διάδικοι που βρίσκονταν και οι δύο στο ως άνω κατάστημα διαπληκτίστηκαν μεταξύ τους εξαιτίας ενός γραπτού μηνύματος που είχε λάβει ο εναγόμενος στο κινητό του τηλέφωνο από μία πρώην σύντροφό του, το οποίο είχε υποπέσει στην αντίληψη της ενάγουσας. Ο διαπληκτισμός αυτός τον οποίο ξεκίνησε με εριστική διάθεση η ενάγουσα, στην αρχή είχε σφοδρό λεκτικό χαρακτήρα πλην όμως στη συνέχεια οδήγησε σε σωματική αντιπαράθεση. Στα πλαίσια αυτά ο εναγόμενος που είχε υπέρτερη σωματική διάπλαση και ρώμη από την ενάγουσα και προκειμένου να απεμπλακεί της αντιπαράθεσης, με πρόθεση έπληξε την ενάγουσα με τον αγκώνα του στο πρόσωπο (μύτη) και την απώθησε βίαια με τα χέρια του προκαλώντας την πτώση της στο έδαφος, εξαιτίας της οποίας τραυματίσθηκε ελαφρά στο κεφάλι. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα υπέστη οίδημα κάτω ρινικών κογχών, πρόσκαιρη ρινορραγία που έπαυσε αυτόματα και ελαφρύ θλαστικό τραύμα κεφαλής, όπως αυτά διαγνώσθηκαν στο Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «……» όπου μεταφέρθηκε η ενάγουσα (βλ.σχετ. υπ΄αριθμ. ………. προσκομιζόμενα πιστοποιητικά του ανωτέρω νοσοκομείου). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι εναντίον του εναγομένου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για το αδίκημα της απλής σωματικής βλάβης κατόπιν υποβολής σχετικής εγκλήσεως της ενάγουσας.Ο ισχυρισμός δε του εναγομένου ότι κατά το επίδικο συμβάν τελούσε σε άμυνα εξαιτίας της αναίτιας, επιθετικής, βίαιης και εξυβριστικής συμπεριφοράς της ενάγουσας και ως εκ τούτου η πράξη του δεν πρέπει να του καταλογισθεί, ο οποίος (ισχυρισμός)  αποτελεί ένσταση του άρθρου 284 ΑΚ, απορριπτέος τυγχάνει ως ουσιαστικά αβάσιμος καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι η συμπεριφορά που επέδειξε ήταν επιβεβλημένη για να αποτρέψει την άδικη ως ισχυρίζεται επίθεση της ενάγουσας.  Κατά το άρθρο 281 ΑΚ: “Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ. Α.Π. 7/2002, ΑΠ 536/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η ενάγουσα καταχρηστικά άσκησε την ένδικη αγωγή απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι αυτή με την συμπεριφορά της του είχε δημιουργήσει την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το εν λόγω δικαίωμά της και συνεπώς η ένσταση αυτή απορριπτέα τυγχάνει ως αβάσιμη.Επίσης η ένσταση περί συμψηφισμού χρηματικής ανταπαίτησής του εναντίον της ενάγουσας προερχόμενης εκ δανείου ως ισχυρίζεται ο εναγόμενος, απορριπτέα τυγχάνει ως απαράδεκτη, αφού προτείνεται σε απαίτηση της ενάγουσας εναντίον του που προέρχεται από αδίκημα που διαπράχθηκε με δόλο (άρθρο 450 ΑΚ).Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που για όλες τις ανωτέρω ενστάσεις έκρινε τα ίδια δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εναγομένου απορριπτέοι τυγχάνουν ως αβάσιμοι.Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι μετά το προαναφερόμενο περιστατικό οι σχέσεις των διαδίκων διερράγησαν πλην όμως δεν έπαυσαν να έχουν επαφές μεταξύ τους στα πλαίσια των οποίων ο εναγόμενος εξηύρε στην ενάγουσα άλλη εργασία, την ενίσχυε περιστασιακά με μικροποσά και της παρέσχε το όχημά του για τις καλοκαιρινές διακοπές της το έτος 2016, από τις οποίες του απέστειλε μία φωτογραφία.Κατά το άρθρ. 932 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη, με αξιολόγηση και στάθμιση όλων των διαμορφωτικών συνθηκών κατά τον κρίσιμο χρόνο του προσδιορισμού της, μεταξύ των άλλων, τις ως άνω συνθήκες της επίμαχης αδικοπραξίας, το είδος της προσβολής, του ψυχικού άλγους που δοκίμασε η ενάγουσα, το βαθμό του πταίσματος του εναγομένου, τις ιδιότητες και την οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών  (ολΑΠ 13/02, ΑΠ 8/09, ΑΠ 298/09, ΑΠ 44/09  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα το ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.  Το ποσό αυτό κρίνεται ως  δίκαιο και εύλογο (βλ. και ΑΠ 716/08, ΑΠ 433/08,  ΑΠ 1779/08, ΑΠ 635/07 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή, ανάλογο με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκείμενης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (αρθ. 25§1 του Συντάγματος και 2, 9§2 και 10§2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, εξειδικεύεται με την ανωτέρω διάταξη του αρθ. 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (βλ. και ολΑΠ 6/09, ΑΠ 79/10, ΑΠ 123/10 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Το συγκεκριμένο ποσό χρηματικής ικανοποίησης αξιολογείται ως εύλογο και επαρκές να αποκαταστήσει πλήρως την επίδικη ηθική βλάβη της ενάγουσας.Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε τα ίδια και ως προς το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης εξαιτίας της ηθικής βλάβης της ενάγουσας δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της ενάγουσας που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που η εκκαλούσα κατέθεσε, κατ` άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΔικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσία την έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 1018/ 2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ. ΚΑΙ Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e – παραβόλου  με αριθμό …………..άσκησης έφεσης που κατέθεσε η εκκαλούσα, ποσού εκατό (100,00) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 9 Οκτωβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ