Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 616/2018

Αριθμός    616/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από  2-5-2017 (γεν. αριθμ.κατάθ. ………) υπό κρίση έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος  κατά της υπ` αριθμ. 588/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τη μελέτη της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε ότι παρήλθε τριετία από την δημοσίευσή της (13-2-2017) μέχρι την άσκηση της κρινόμενης έφεσης (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 516 παρ. 1 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ).Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία  (άρθρ. 524 παρ. 1 και 2, 532 και 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) εφόσον για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ όπως ισχύει σήμερα.

Με την από 16-6-2015 (αριθμ.καταθ. ………) ένδικη αγωγή ο εκκαλών- ενάγων εξέθετε ότι στις 8-9-2003 στα …… Πειραιώς υπέστη περιουσιακή και ηθική βλάβη από πτώση του σε όρυγμα που είχε διανοιχθεί στα πλαίσια εργασιών τοποθέτησης καλωδίων ηλεκτροδότησης που εκτελούνταν με εντολή και επίβλεψη της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΔΕΗ ΑΕ», στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της οποίας έχει υπεισέλθει η εναγομένη ήδη εφεσίβλητη ως εκ του νόμου καθολική διάδοχός της, διότι η προστηθείσα από αυτήν εργολάβος του έργου από αμέλεια δεν έλαβε τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης (περίφραξη και σήμανση), με αποτέλεσμα λόγω της πτώσης του να υποστεί σωματικές βλάβες και να καταστραφούν αντικείμενα της κυριότητάς του κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα σ΄αυτήν (αγωγή).

Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 560 ευρώ ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που υπέστη και ποσό 22.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ήτοι συνολικά το ποσό των 22.560 ευρώ λόγω της σε βάρος του αδικοπραξίας από την προστηθείσα της εναγομένης, νομιμοτόκως το ως άνω ποσό από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Ακόμη ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ` αριθμ. 588/2017 οριστική απόφαση του, απέρριψε την ανωτέρω αγωγή ως αβάσιμη κατ` ουσίαν, λόγω παραγραφής των αξιώσεων του ενάγοντος, αφού έκανε δεκτή σχετική ένσταση, που πρότεινε η εναγομένη.Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εκκαλών – ενάγων με την κρινόμενη έφεση, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη προκειμένου εν συνεχεία να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή του. Κατά τη διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ, η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, σε κάθε, όμως, περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Από τη διάταξη αυτή του νόμου, σαφώς προκύπτει ότι προϋπόθεση για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής της αξιώσεως, που προήλθε από αδικοπραξία, είναι η γνώση από τον παθόντα, τόσο της ζημίας, όσο και του υπαιτίου προς αποζημίωση, δηλαδή όλων εκείνων των πραγματικών περιστατικών που παρέχουν σε αυτόν τη δυνατότητα να ασκήσει ορισμένη αγωγή εναντίον συγκεκριμένου προσώπου. Εάν ένα από τα στοιχεία αυτά δεν είναι γνωστό, η αξίωση παραγράφεται μετά είκοσι έτη από την τέλεση της αδικοπραξίας. Ως γνώση της ζημίας, για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής, νοείται η γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών της πράξεως, όχι δε η γνώση της ακριβούς εκτάσεως της ζημίας ή του ποσού της αποζημιώσεως (ΟλΑΠ 24/2003, ΑΠ 72/2013 ΤΝΠ Νόμος).Εξάλλου κατά το άρθρο 263 ΑΚ “κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται σα να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξη μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή”. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 221 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ως επανέγερση της αγωγής νοείται η έγερση νέας αγωγής με τους ίδιους διαδίκους και με την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Ταυτότητα δε ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στην προηγούμενη δίκη, είναι τα ίδια με αυτά που συνθέτουν το πραγματικό της νομικής διάταξης που πρόκειται να εφαρμοσθεί στη νέα δίκη. Σε περίπτωση άσκησης αγωγής για μέρος μόνον της αξίωσης, η επίδοση αυτής διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται και αντιστοίχως εκκρεμοδικία. Ο ενάγων, δικαιούχος της απαίτησης μπορεί προς απόκρουση της ένστασης του εναγομένου περί παραγραφής, να προβάλει την αντένσταση περί διακοπής της παραγραφής με την άσκηση της αγωγής.Συνεπώς για την εφαρμογή του άρθρου 263 ΑΚ απαραίτητες προϋποθέσεις είναι η τελεσίδικη απόρριψη της προηγούμενης αγωγής για λόγους τυπικούς δηλαδή για λόγους που δεν ανάγονται στη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της διαγνωστέας απαίτησης ή η παραίτηση από την αγωγή και η άσκηση νέας μέσα σε αποκλειστική προθεσμία έξι μηνών, με τους αυτούς διαδίκους και την ίδια ιστορική και νομική αιτία (ΑΠ 1581/2017, ΑΠ 1025/2017, ΑΠ 2/2016, ΑΠ 898/2015 ΤΝΠ Νόμος).Από όλα δε τα ανωτέρω προκύπτουν τα ακόλουθα : Από την γενική αρχή του άρθρου 251 Α.Κ., κατά την οποία η παραγραφή αρχίζει από τη στιγμή που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής εισάγει εξαίρεση το άρθρο 937 παρ. 1 Α.Κ. Ενώ για την έναρξη της παραγραφής κατά τις γενικές διατάξεις είναι αδιάφορο αν ο δανειστής γνωρίζει την αξίωσή του ή όχι, η πενταετής παραγραφή της αξιώσεως από αδικοπραξία αρχίζει προς το συμφέρον του δικαιούχου από τη στιγμή που αυτός έλαβε γνώση τόσο της ζημίας όσο και του υπόχρεου για αποζημίωση. Πότε λαμβάνει γνώση ο παθών των δύο αυτών στοιχείων είναι ζήτημα πραγματικό. Πρέπει να θεωρηθεί ότι υπάρχει η γνώση αυτή από τη στιγμή που ο δικαιούχος γνωρίζει τόσα περιστατικά, ώστε να είναι δυνατή η από μέρους του δικαστική επιδίωξη της αξιώσεως. Παθών κατά την έννοια του άρθρου 937 είναι ο δικαιούχος, στο πρόσωπο του οποίου γεννιέται η αξίωση για αποζημίωση. Ως γνώση της ζημίας νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της άδικης πράξης, χωρίς να απαιτείται και γνώση της έκτασης και το ποσόν της ζημίας. Συνεπώς το γεγονός ότι ο παθών δεν μπορεί να προσδιορίσει ακριβώς το μέγεθος της ζημίας, δεν εμποδίζει την έναρξη της παραγραφής. Εκτός από τη γνώση της ζημίας απαιτείται περαιτέρω και γνώση των υπόχρεων για αποζημίωση προσώπων (Γεωργιάδης – Σταθόπουλος, Αστικός Κώδικας κάτω από το άρθρο 937 ΑΚ). Διακοπή της παραγραφής, που επήλθε μετά την έγερση της αγωγής κατά τη διάταξη του άρθρου 261 Α.Κ., θεωρείται σα να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορρίφθηκε για λόγους μη ουσιαστικούς. Ο νόμος εννοεί την απόρριψη της αγωγής ένεκα λόγων που δεν ανάγονται στο υποστατό της αξιώσεως αλλά δικονομικούς λόγους δηλ. για έλλειψη δικονομικών προϋποθέσεων που συνεπάγονται ακυρότητα ή απαράδεκτο της αγωγής. Η απόφαση περί απορρίψεως πρέπει να μην αποφαίνεται επί της ουσίας της αξιώσεως αλλά να απαγγέλλει την τυπική απόρριψη της αγωγής. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Το εξάμηνο διάστημα προς επανέγερση της αγωγής θεωρείται ως χρόνος παραγραφής της αξιώσεως και αρχίζει από της παραιτήσεως ή από της τελεσιδικίας της απορριπτικής αποφάσεως (AΠ 1137/2000, ΕφΑθ 10811/2004 ΤΝΠ Νόμος). Πρόκειται περί αναβιώσεως του διακοπτικού αποτελέσματος της παραγραφής που επήλθε με την πρώτη αγωγή (άρθρ. 263 παρ. 2 Α.Κ., Γεωργιάδης – Σταθόπουλος ό.π. π. κάτω από το αρθρ. 263 Α.Κ.). Στην ένδικη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης εκείνου του Δικαστηρίου καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Στις 8-9-2003 και περί ώρα 21: 30 ο ενάγων διέσχιζε πεζός την οδό ……. στα …….. Πειραιά  για να προσεγγίσει φαρμακείο που βρισκόταν στην απέναντι πλευρά της οδού. Η πορεία του απαιτούσε να ανέλθει πρώτα στο πεζοδρόμιο και στη συνέχεια θα προσέγγιζε τη βιτρίνα του φαρμακείου. Στο πεζοδρόμιο και παράλληλα με το οδόστρωμα είχε διανοιχθεί όρυγμα πλάτους 80 εκατοστών και βάθους ενός μέτρου από την εταιρία με την επωνυμία …………, στην οποία η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Α.Ε» είχε αναθέσει με σύμβαση την κατασκευή έργου όδευσης υπογείων καλωδίων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, έχοντας διατηρήσει η ίδια την αρμοδιότητα επίβλεψης του έργου, την οποία ασκούσε καθημερινά με τα αρμόδια και εντεταλμένα όργανά της. Από αμέλεια των υπαλλήλων της άνω προστηθείσας εργολάβου, η περίφραξη στο σημείο εκείνο ήταν ελλιπής αφού δεν είχαν τοποθετηθεί πλέγμα χρώματος πορτοκαλί και ύψους ενός μέτρου, ούτε ειδική σήμανση προειδοποίησης των πλησίον κινουμένων, ως όφειλαν και μπορούσαν καταβάλλοντας την απαιτούμενη προσοχή και επιμέλεια του μέσου συνετού εργολάβου- κατασκευαστή. Η ανωτέρω αμελής συμπεριφορά είχε ως αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί ο ενάγων την ύπαρξη του ορύγματος- ανοίγματος, που ως μόνο διακριτικό στοιχείο είχε τα μπάζα που είχαν εξαχθεί κατά την εκσκαφή και είχαν εναποτεθεί εκατέρωθεν, και να πέσει εντός του, με συνακόλουθη αιτιωδώς προκληθείσα σωματική βλάβη συνισταμένη σε θλαστικό τραύμα μέσης διαμέτρου 2 εκατοστών στη μεσότητα της προσθίας επιφάνειας της δεξιάς κνήμης, με συνοδούς μικροεκδορές πλησίον αλλά και στην πρόσθια πλαγία χώρα του δεξιού γόνατος. Από την πτώση δε, καταστράφηκαν προσωπικά είδη του ενάγοντος (ρουχισμός, ρολόι χειρός και κινητό τηλέφωνο) ενώ απώλεσε και μία χρυσή αλυσίδα που έφερε στο λαιμό του, συνολικής αξίας των ανωτέρω 560 ευρώ. Για τις προαναφερόμενες αξιώσεις του για αποζημίωση λόγω θετικής ζημίας και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής του βλάβης κατά της άνω προστήσασας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού ΑΕ», από την ως άνω αδικοπραξία των οργάνων της προστηθείσας από αυτή για την κατασκευή του έργου εργολάβου, ο ενάγων άσκησε την από 12-11-2007 (αριθμ. καταθ. ……….) αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών η οποία απορρίφθηκε ως αόριστη με την υπ΄αριθμ. 3301/2009 οριστική απόφαση του άνω Δικαστηρίου που εκδόθηκε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων και κατόπιν ασκηθείσας εφέσεως από τον ενάγοντα εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 701/6-3-2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η οποία απέρριψε την έφεση του ενάγοντος κατά της ως άνω απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με διάδικο εφεσίβλητη την εδώ εναγομένη που είχε υπεισέλθει στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της αρχικώς εναγομένης ως καθολική διάδοχός της.Επομένως η ως άνω αγωγή του ενάγοντος απορρίφθηκε τελεσίδικα για μη ουσιαστικούς λόγους, ήτοι λόγω αοριστίας. Η απόφαση αυτή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δημοσιεύθηκε στις 6-3-2015.Ως εκ τούτου για να θεωρηθεί ότι η παραγραφή των αξιώσεων του ενάγοντος έχει διακοπεί με την άσκηση της πρώτης ως άνω αγωγής έπρεπε να ασκήσει την δεύτερη ένδικη αγωγή του μέσα σε έξι μήνες από την έκδοση της απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.Πλην όμως η ένδικη αγωγή η οποία στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με αυτά της απορριφθείσας (αγωγής) τελεσιδίκως, ασκήθηκε στις 22-9-2015 (κατάθεση στις 13-7-2015 και επίδοση στις 22-9-2015, όπως προκύπτει από τη σημείωση του επιδόντος δικαστικού επιμελητή …….. επί του επιδοθέντος στην εναγομένη αντιγράφου της που συμπίπτει με τα όσα παρατίθενται με ισχύ πλήρους απόδειξης την υπ΄αριθμ. ………. έκθεση επίδοσης που συνέταξε σχετικά ο ίδιος ως άνω δικαστικός επιμελητής) , ήτοι μετά την πάροδο των έξι μηνών από την τελεσιδικία της απόρριψης της πρώτης όμοιας κατά ιστορική και νομική αιτία  αγωγής του ενάγοντος κατά της εναγομένης (αφού ΔΕΗ και ΔΕΔΔΗΕ αποτελούν το ίδιο δικονομικά νομικό πρόσωπο, λόγω της καθολικής διαδοχής που μεσολάβησε ) που προβλέπει το άρθρο 263 ΑΚ.Πρέπει δε να σημειωθεί ότι το γεγονός ότι στο ιστορικό της πρώτης αγωγής ο ενάγων παρέθετε ως προστηθείσα – εργολάβο την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…..» και όχι τη «………» ουδεμία επιρροή ασκεί αφού ο ενάγων δεν στρεφόταν κατά της προστηθείσας, όπως εν προκειμένω, αλλά μόνο κατά της ιδίας κατά τα ανωτέρω προστήσασας, με αποτέλεσμα η εξακρίβωση της ταυτότητας της προστηθείσας να ανάγεται στο πεδίο των αποδείξεων. Σε κάθε δε περίπτωση όμως, η ταυτότητα της άνω προστηθείσας είχε καταστεί γνωστή στον ενάγοντα ήδη από τις 7-7-2008 (δηλαδή σε χρόνο προγενέστερο της πενταετίας σε σχέση με την άσκηση της ένδικης αγωγής), όταν η εναγομένη του είχε επιδώσει ακριβές αντίγραφο της ανακοίνωσης δίκης- προσεπίκλησης- παρεμπίπτουσας αγωγής που είχε ασκήσει κατά της άνω προστηθείσας στα πλαίσια της πορείας εκδίκασης της πρώτης αγωγής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών.Συνεπώς σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, η ένδικη  αξίωση του ενάγοντος έχει υποπέσει σε παραγραφή,  δοθέντος ότι από τις 7-7-2008 οπότε αυτός γνώριζε ήδη από τότε τον υπόχρεο προς αποζημίωση, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, δίχως η αρχικώς ασκηθείσα αγωγή να θεωρείται ότι διέκοψε την παραγραφή, αφού η μεταγενέστερη (2η αγωγή) ασκήθηκε μετά την πάροδο έξι μηνών από την τελεσίδικη απόρριψη για λόγους μη ουσιαστικούς της πρώτης αγωγής. Επομένως, η πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση της εναγομένης περί παραγραφής της επίδικης αξίωσης του ενάγοντος κατ΄άρθρ. 937 ΑΚ και 263 ΑΚ πρέπει να γίνει δεκτή και να απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή ως παραγεγραμμένη.Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή κάνοντας δεκτή την ίδια ένσταση παραγραφής που πρότεινε η εναγομένη  δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του ενάγοντος που αποτελεί και τον μοναδικό σχετικό λόγο έφεσης πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που ο εκκαλών κατέθεσε ,κατ` άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύειΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΔικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ αριθμ. 588/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ. ΚΑΙ Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των υπ΄αριθμ. ………… παραβόλων άσκησης έφεσης που κατέθεσε ο εκκαλών, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 9 Οκτωβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ