Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 506/2018

Αριθμός 506/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη  και από τη Γραμματέα  Γ. Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Η κρινόμενη από 14-6-2016 (αρ. καταθ…. .) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 1110/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κατά της υπ΄ αρ 740/2015 εν μέρει μη οριστικής αποφάσεως του ιδίου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), που εκδόθηκαν κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ), με παρόντες τους διαδίκους και αντιμωλία των διαδίκων, αντίστοιχα, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως. εφόσον η προσβαλλόμενη (υπ΄ αρ 1110/2016απόφαση επιδόθηκε κατά νόμο στην εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, με επιμέλεια των εναγόντων, ήδη εφεσίβλητων, την 16-5-2016 [βλ. το προσκομιζόμενο από την εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, ακριβές αντίγραφο της εκκαλουμένης (υπ΄ αρ. 1110/2016) αποφάσεως που φέρει τη σημείωση του Δικαστικού Επιμελητή …. και παραγγελία του πληρεξούσιου Δικηγόρου των εναγόντων, ήδη εφεσίβλητων, για επίδοση προς αυτήν (εναγομένη, ήδη εκκαλούσα)], ενώ η ένδικη έφεση ασκήθηκε την 14-6-2016 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκαν η εκκαλούμενη απόφαση και η συμπροσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), των εργατικών διαφορών. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως, λόγω της φύσεως της προκειμένης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του Ν. 2688/1999 το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς», που ιδρύθηκε με το Ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον Α.Ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το Ν. 1630/1951‚ όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετετράπη σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………» και με το διακριτικό τίτλο «….», η οποία είναι ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από τον παρόντα νόμο και τον Κ.Ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Ν. 2414/1996 καθώς και τον Α.Ν. 1559/1950‚ όπως κάθε φορά ισχύουν. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών. Ως εκ τούτου, δεσμεύει και υποχρεώνει τον κοινό νομοθέτη, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας εξαιρέσεις ή κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι όμως υπόκεινται στον έλεγχο των Δικαστηρίων και δεν είναι αυθαίρετοι, ενόψει της κατά το άρθρο 93 παρ.4 του Συντάγματος εξουσίας των Δικαστηρίων να μην εφαρμόζουν νόμο, του οποίου το περιεχόμενο είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα. Συνεπώς, αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλεισθεί από τη ρύθμιση αυτή, κατ΄ αδικαιολόγητη, δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος, που επιβάλλει την ειδική εκείνη μεταχείριση, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή μεταχείριση πρέπει να παραμείνει ανεφάρμοστη, ως αντισυνταγματική. Στην περίπτωση αυτή, ως μόνος τρόπος αποκατάστασης της συνταγματικής αρχής της ισότητας απομένει το να επεκταθεί υπέρ εκείνων, σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση, ακόμη και αν αυτή αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικώς μισθωτό, όποτε στην περίπτωση κατά την οποία γίνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα Δικαστήρια επιδικάζουν την παροχή αυτή και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρούνται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι με την επέκταση αυτή παραβιάζεται από τη δικαστική εξουσία η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών που θεσπίζεται από τα άρθρα 1, 26, 73 επομ. και 87 επομ. του Συντάγματος (ΑΠ 1467/2014, ΑΠ 1170/2014, ΑΠ 816/2014), αφού τα Δικαστήρια στην περίπτωση αυτή υποχρεούνται, όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με τα άρθρα 87 παρ. 1 και 2, 93 παρ. 4 και 120 παρ. 2 του Συντάγματος να ασκήσουν έλεγχο στο έργο της νομοθετικής εξουσίας και να εφαρμόσουν σε όλη την έκταση την αρχή της ισότητας και με βάση την αρχή αυτή να καταλήξουν στην εφαρμογή του νόμου που περιέχει την ευμενή ρύθμιση (ΟλΑΠ 3/2013, ΟλΑΠ 12/1992, ΑΠ 933/2004). Εξάλλου, η αρχή της αναλογικότητας, στηριζομένη στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, κατατείνει στην εκλογίκευση των επαχθών παρεμβάσεων της κρατικής εξουσίας στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα του ανθρώπου και πολίτη, και παραβιάζεται όταν η συγκεκριμένη κρατική παρέμβαση δεν είναι (α) πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με αυτήν, (β) αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, με την έννοια ότι το αυτό αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί με ένα ανώδυνο ή ηπιότερο μέσο και (γ) αναλογική εν στενή έννοια, δηλαδή να τελεί σε εσωτερική αλληλουχία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναφερόμενη ωφέλεια να μην είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που προκαλείται (ΟλΑΠ 27/2008). Με βάση τα ανωτέρω, ο έλεγχος της αναλογικότητας υπό στενή έννοια απαιτεί συσχετισμό δύο

συγκρίσιμων μεγεθών, αφενός του περιοριστικού μέτρου και αφετέρου του επιδιωκόμενου σκοπού. Η εξειδίκευση των κρίσιμων μεγεθών πρέπει να γίνεται με βάση τα προστατευόμενα συμφέροντα, η διαδικασία δε ελέγχου της αναλογικότητας απαιτεί τον προσδιορισμό της προσβολής καθενός από τα αντίρροπα συμφέροντα, σε συνδυασμό με την ανάγκη της προστασίας τους στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 61/2013). Εξάλλου κατά το άρθρο 22 παρ. 1β του Συντάγματος, η οποία αποτελεί ειδικότερη μορφή της αρχής της ισότητας, που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας. Από τις διατάξεις δε των προαναφερόμενων άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 εδ. β΄ του Συντάγματος, επιβάλλεται στον νομοθέτη, όταν πρόκειται για παροχή που χορηγείται με διάταξη νόμου, να θεσπίζει ίση αμοιβή για τους εργαζόμενους, ανεξαρτήτως φύλου ή άλλης διακρίσεως, που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και παρέχουν κάτω από τις αυτές συνθήκες και με τα ίδια προσόντα την ίδια ποιοτικώς και ποσοτικώς εργασία. Έτσι είναι ανεπίτρεπτη κάθε αδικαιολόγητη και αυθαίρετη μισθολογική διάκριση σε βάρος ορισμένων από αυτούς. Από τις συνταγματικές αυτές διατάξεις δεν δεσμεύεται μόνο ο νομοθέτης, αλλά θεσπίζεται συγχρόνως και κανόνας δημοσίας τάξεως, που παρέχει ευθέως το δικαίωμα στον εργαζόμενο, ο οποίος δικαιούται, σύμφωνα με τα πιο πάνω κριτήρια, την ίδια παροχή αλλά δεν την λαμβάνει, να την αξιώσει από τον εργοδότη του και μάλιστα, όταν εργοδότης είναι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και χωρίς τη ρητή πρόβλεψη οργανικού ή άλλου ειδικού νόμου (ΟλΑΠ 12/1992 ΕλλΔνη 33.762, ΟλΑΠ 13/1991 ΝοΒ 40.266, ΟλΑΠ 3/1990 ΝοΒ 38.1313, ΟλΑΠ 19/1989 ΕλλΔνη 31.807). Η αρχή, πάντως, να μη γίνονται διακρίσεις, που έχουν ως συνέπεια την άνιση μισθολογική μεταχείριση των εργαζομένων κάμπτεται όταν η διαφοροποίηση της αμοιβής για ίσης αξίας εργασία επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος (ΟλΑΠ 22/1992 ο.π., ΑΠ 1705/1990 ΕΕργΔ 50.742, ΑΠ 754/1989 ΝοΒ 38.724). Επιπλέον, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν επιβάλλει την εξίσωση όλων των περιπτώσεων. Αντιθέτως επιτρέπονται αποκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχείρισης όταν γενικότερα συντρέχουν, σε κάθε περίπτωση, ειδικοί κατ` αντικειμενική κρίση, λόγοι, οι οποίοι καθιστούν τη διαφορετική μεταχείριση εύλογη και δίκαιη (ΑΠ 192/1990 ΕΕργΔ 50.143, ΑΠ 786/1989 ΔΕΝ 46.471, ΑΠ 455/1989 ΔΕΝ 46.771). Τέτοιοι διαφορετικοί λόγοι είναι, μεταξύ άλλων, τα διαφορετικά προσόντα και οι ευθύνες των εργαζομένων (ΑΠ 788/1989 ΝοΒ 38.1167, ΑΠ 433/1988 ΔΕΝ 45.38, ΑΠ 1270/1987 ΕΕργΔ 48.323), η διαφορετική απόδοσή τους στην εργασία (ΑΠ 1222/1988 ΔΕΝ 45.666), το διαφορετικό σύστημα αμοιβής τους (ΑΠ 797/1986 ΔΕΝ 43.164), οι διαφορετικές συνθήκες εργασίας (ΟλΑΠ 446/1984 ΕλλΔνη 25.1169), ο διαφορετικός χρόνος προσλήψεως (ΑΠ 1023/1989 ΕΕργΔ 49.743, ΑΠ 1288/1985 ΔΕΝ 43.61, ΕφΘεσσαλ 3001/1998, ΕφΠειρ 133-4/1997, ΕφΠειρ 646/1996), η διαφορετική αρχαιότητα στο βαθμό (ΟλΑΠ 1752/1984 ΔΕΝ 42.1033), η ανάγκη αναδιοργανώσεως της επιχειρήσεως (ΑΠ 642/1988 ΔΕΝ 45.65). Αυτό δηλαδή που απαγορεύεται, βάσει της παραπάνω αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, είναι, κατά τα προαναφερόμενα η αδικαιολόγητη εξαίρεση ενός ατόμου ή μίας κατηγορίας ατόμων από μία παροχή (ΟλΑΠ  53/1993 ΔΕΝ 39.596, ΟλΑΠ 1808/1986 ΔΕΝ 43.937, ΟλΑΠ  1104/1986). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν. 3429/2005 «…….», το Κεφάλαιο Β΄ του νόμου αυτού εφαρμόζεται: α) στις ανώνυμες εταιρείες των οποίων μετοχές έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά (χρηματιστήριο), εφόσον το Δημόσιο ή τα νομικά πρόσωπα της παρ. 2 του παρόντος άρθρου εξακολουθούν να συμμετέχουν στο μετοχικό τους κεφάλαιο με οποιοδήποτε ποσοστό συμμετοχής». Στο άρθρο 17 του Ν. 3429/2005 ορίζεται ότι: Παρ. 1. Οι ανώνυμες εταιρείες του παρόντος κεφαλαίου μπορούν να προσλαμβάνουν το πάσης φύσεως προσωπικό με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου ή αορίστου χρόνου, μετά από δοκιμαστική περίοδο ή μη. Οι συμβάσεις αυτές διέπονται αποκλειστικά από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που ρυθμίζουν τις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Παρ. 2. Οι συμβάσεις αυτές μπορούν να καταγγέλλονται σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της εκάστοτε ισχύουσας εργατικής νομοθεσίας. Παρ 3. Για όσες των εταιρειών του Κεφαλαίου Β΄ του παρόντος νόμου το Δημόσιο εξακολουθεί να κατέχει την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου και αντ’ αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 13 του παρόντος νόμου. Περαιτέρω, στο άρθρο 13 του Ν. 3429/2005, και ειδικότερα της παρ. 1 αυτού, ως ίσχυε προ της αντικαταστάσεως του τελευταίου εδαφίου της εν λόγω παραγράφου με το άρθρο 56 παρ. 1 του Ν. 3691/2008 (ΦΕΚ A 166/5-8-2008), οριζόταν στην παράγραφο 1 ότι «οι δημόσιες επιχειρήσεις μπορούν στο εξής, για λόγους γενικού συμφέροντος που συνδέονται με τη λειτουργία τους, κατά παρέκκλιση των διατάξεων των εσωτερικών κανονισμών ή οργανισμών τους που έχουν ισχύ νόμου ή ισχύ κανονιστική ή οποιαδήποτε άλλη ισχύ, καθώς και κατά παρέκκλιση οποιωνδήποτε διατάξεων ή συμφωνιών, να προσλαμβάνουν το πάσης φύσεως προσωπικό τους με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για δοκιμαστική περίοδο διάρκειας μέχρι επτά (7) μηνών, ύστερα από προκήρυξη στην οποία καθορίζονται, από την ίδια τη δημόσια επιχείρηση, τα κριτήρια πρόσληψης. Η διαδικασία πρόσληψης του προσωπικού των δημοσίων επιχειρήσεων, καθώς και της μετέπειτα σύναψης της σχετικής σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, ύστερα από αξιολόγηση της δοκιμαστικής περιόδου από την οικεία δημόσια επιχείρηση, ελέγχεται από το Α.Σ.Ε.Π., σύμφωνα με τις κείμενες κάθε φορά διατάξεις που διέπουν τις αρμοδιότητές του και τις ειδικότερες ρυθμίσεις της κοινής υπουργικής απόφασης της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού. Η σύμβαση του προηγούμενου εδαφίου διέπεται αποκλειστικά από τις κείμενες κάθε φορά διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, που ρυθμίζουν τις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στον ιδιωτικό τομέα»,  ενώ στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου 13 του ίδιου νόμου, προ της αντικαταστάσεώς της από το άρθρο 56 παρ. 2 του Ν. 3691/2008, αναφερόταν ότι «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και του εποπτεύοντος την οικεία δημόσια επιχείρηση Υπουργού ρυθμίζονται τα κάθε είδους ειδικότερα θέματα, τα οποία αφορούν στην εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων κατά παρέκκλιση των τυχόν αντίθετων διατάξεων εσωτερικών κανονισμών ή οργανισμών ή συλλογικών συμβάσεων ή οποιωνδήποτε άλλων διατάξεων ή συμφωνιών που ισχύουν στις επιχειρήσεις αυτές». Η αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου «Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (Δ.Ε.Κ.Ο.)» για το άρθρο 13 (του Ν. 3429/2005) έχει ως εξής: «Με το άρθρο 13, και όσον αφορά το νεοπροσλαμβανόμενο προσωπικό, ορίζεται ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις δύνανται να προσλαμβάνουν το προσωπικό τους μετά από δοκιμαστική περίοδο επτά μηνών και κατόπιν να μετατρέπουν τη σύμβαση αυτή σε αορίστου χρόνου σύμφωνα με τις διατάξεις τους Α.Σ.Ε.Π. Οι συμβάσεις αυτές θα διέπονται από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Διευκρινίζεται ότι το δικαίωμα της καταγγελίας των συμβάσεων εκ μέρους των διοικήσεων δεν θα μπορεί να γίνεται καταχρηστικά. Δίδεται εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης. Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και στον εποπτεύοντα κατά περίπτωση Υπουργό, να καθορίσουν με κοινή υπουργική απόφαση τις λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου. Με το άρθρο αυτό διαφοροποιούνται οι εργασιακές σχέσεις για το νεοπροσλαμβανόμενο προσωπικό με στόχο τη σύγκλιση προς τα ισχύοντα στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας». Από τα παραπάνω προκύπτει ότι σκοπός ψήφισης του ανωτέρω νόμου είναι κυρίως η επίτευξη του εξορθολογισμού της οργάνωσης και της λειτουργίας των δημοσίων επιχειρήσεων και όσων εξομοιώνονται με αυτές και η προώθηση βασικών διαρθρωτικών αλλαγών με σκοπό την παροχή προϊόντων και υπηρεσιών εκ μέρους των δημόσιων επιχειρήσεων στη μέγιστη δυνατή ποιότητα ώστε να καταστούν αποτελεσματικές για τον πολίτη και να έχουν θετική συνεισφορά στην οικονομία. Τρόπος επίτευξης του ανωτέρω σκοπού, κατά τη ρητή αναφορά της αιτιολογικής έκθεσης του σχεδίου νόμου είναι η αποκατάσταση στρεβλώσεων στους όρους εργασίας ώστε πλέον αυτοί να ανταποκρίνονται στους όρους της γενικότερης αγοράς εργασίας. Ως εκ τούτου δια του παρόντος νόμου σκοπείται σταδιακά η εξομάλυνση των μισθολογικών διαφορών του προσωπικού των ΔΕΚΟ με του προσωπικού του ιδιωτικού τομέα, που θα δρομολογηθεί με τη θέσπιση νέων όρων εργασίας και ειδικότερα τρόπου αμοιβής του – στην οποία εντάσσονται και οι κάθε είδους παροχές – για τους νεοπροσλαμβανόμενους υπό το νέο καθεστώς του ΑΣΕΠ υπαλλήλους, ώστε με τη συνταξιοδότηση ή την κατ΄ άλλον τρόπο αποχώρηση των αρχαιότερων υπαλλήλων, που μισθοδοτούνται υπό το προ του νόμου αυτού καθεστώς, να επέλθει σταδιακά και πλήρως, με την πάροδο του χρόνου, εξομοίωση με τους μισθούς της γενικότερης αγοράς εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Μάλιστα στην αιτιολογική έκθεση προβλέπεται εξαίρεση στη διατήρηση του προηγούμενου μισθολογικού καθεστώτος ακόμη και για τους αρχαιότερους υπαλλήλους, οι οποίοι εργάζονται σε δημόσιες επιχειρήσεις που παρουσιάζουν ζημίες ή χρειάζονται επιχορήγηση για την εξυγίανσή τους και εισάγεται συναινετική διαδικασία εξορθολογισμού των κανονισμών εργασίας για το σύνολο του προσωπικού. Κατ΄ εξουσιοδότηση του ανωτέρω νόμου εκδόθηκε η υπ` αρ. 1760/2006 (ΦΕΚ Β 416/5-4-2006) απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, Εμπορικής Ναυτιλίας «Καθορισμός της διαδικασίας πρόσληψης προσωπικού στην ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ «……..»», συμπληρωματικά δε αυτής η ΥΑ 5111/2007 (ΦΕΚ Β 1206/13-7-2007) «Συμπλήρωση της υπ΄ αριθμ. 1760/01/2006 (ΦΕΚ 416 Β’) απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και Εμπορικής Ναυτιλίας», δια της οποίας προστέθηκε άρθρο 3 στην ανωτέρω υπουργική απόφαση 1760/2006, στο οποίο ορίζονται τα ακόλουθα:«Άρθρο 3 ΑΜΟΙΒΕΣ α) Ο καθορισμός της αμοιβής και των αποδοχών του προσωπικού που προσλαμβάνεται με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 της παρούσας, γίνεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας ……, εντός των ορίων των επιμέρους κλαδικών ή και ομοιοεπαγγελματικών συλλογικών συμβάσεων ανά ειδικότητα και όπου δεν υπάρχουν σχετικές κλαδικές, ή και ομοιοεπαγγελματικές εντός των ορίων της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας τόσο για τη δοκιμαστική περίοδο των 7 μηνών όσο και κατά τη σύναψη εργασίας αορίστου χρόνου. β) Ο καθορισμός αυτός γίνεται για την ορθολογική ρύθμιση των όρων αμοιβής και εργασίας των νεοπροσλαμβανομένων στην εταιρεία ….., κατά παρέκκλιση των διατάξεων του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της Ανώνυμης εταιρείας …., της υπ` αριθμ. 61/13.12.2005 διαιτητικής απόφασης του ΟΜΕΔ “Για τους όρους αμοιβής και εργασίας Λιμενεργατικού Προσωπικού της Ανώνυμης Εταιρείας ………..” και του κανονισμού εργασίας λιμενεργατών (κωδικοποίηση μέχρι του έτους 1977 με ειδικότερες παραπομπές σε Σ.Σ.Ε., νόμους αποφάσεις Δ.Σ. – μετά το έτος 1977 και μέχρι το 1997 με ειδικές Σ.Σ.Ε.), της από 14.10.2006 συλλογικής σύμβασης εργασίας για το υπαλληλικό προσωπικό της ανώνυμης εταιρείας ….., της υπ` αριθμ. 3 από 17.5.2005 συλλογικής σύμβασης εργασίας του Συνδέσμου Εποπτών και Αρχιεργατών της ανώνυμης εταιρείας ….., όπως αυτή τροποποιήθηκε με την υπ` αριθμ. 2/1119 από 19.4.2006 συλλογική σύμβαση καθώς και κάθε άλλης σχετικής ισχύουσας Ειδικής, Επιχειρησιακής, ή άλλης φύσεως και έκτασης Συλλογικής Σύμβασης ή Διαιτητικής Απόφασης, Κανονισμού Εργασίας, Πρωτοκόλλων ή Πρακτικών Συμφωνίας, Κανονισμών Λειτουργίας Διευθύνσεων ή άλλου οποιουδήποτε αντικειμένου, Αποφάσεων ή Εγκυκλίων της Διοίκησης Εργασιακού χαρακτήρα, ή άλλες πάσης μορφής και είδους Συλλογικών Συμφωνιών εργασιακού ενδιαφέροντος που αναφέρονται και ρυθμίζουν τις εργασιακές σχέσεις του Προσωπικού της εταιρείας ……….. Η παρέκκλιση αυτή είναι αναγκαία για λόγους δημοσίου συμφέροντος, για την καταπολέμηση των στρεβλώσεων που έχουν δημιουργηθεί με τους προνομιακούς όρους εργασίας που ισχύουν σήμερα, οι οποίοι αποσυνδέουν την πορεία και εξέλιξη της εργασιακής σχέσης από την κατάσταση, την ανταγωνιστικότητα και την οικονομική πορεία της εταιρείας και δεν ανταποκρίνονται πλέον στις σύγχρονες δημιουργηθείσες συνθήκες και τις εξ  αυτών ανάγκες, και επειδή είναι αναγκαία η αντικατάσταση του μέχρι τώρα ισχύοντος εργασιακού καθεστώτος του προσωπικού στην ….. με ένα νέο ενιαίο, σαφές, ευέλικτο, λειτουργικό, προσαρμοσμένο στις σύγχρονες συνθήκες, το οποίο θα αποτελέσει πρόσφορο και αποτελεσματικό εργαλείο για την πρόοδο και ευημερία του …… αλλά και του προσωπικού του. γ) Κάθε πρόσθετη παροχή που τυχόν αποφασίσει το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας ……. να χορηγήσει στο προσωπικό που προσλαμβάνεται με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 της παρούσας και εκφεύγει των ανωτέρω ορίων της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, αποτελεί οικειοθελή παροχή του εργοδότη προς τον εργαζόμενο, παρέχονται δε μονομερώς από αυτόν και μπορούν να τροποποιηθούν ή να ανακληθούν ελευθέρως οποτεδήποτε». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 1 του Συντάγματος η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατά δε το άρθρο 43 παρ. 2 εδ. α΄ αυτού επιτρέπεται, ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού, η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όρια αυτής, παρέχεται δηλαδή στον κοινό νομοθέτη το δικαίωμα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου καταρχήν προς τον επικεφαλή της εκτελεστικής εξουσίας Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος ασκεί την μεταβιβαζομένη αρμοδιότητα με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης η νομοθετική εξουσιοδότηση για να είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, υπό την έννοια ότι πρέπει να προσδιορίζει καθ΄ ύλην το αντικείμενό της και επομένως η εξουσιοδοτική διάταξη πρέπει να μην είναι γενική και αόριστη, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, αν δηλαδή περιλαμβάνει μεγάλο ή μικρό περιπτώσεων, τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει κανονιστικά με βάση την συγκεκριμένη νομοθετική εξουσιοδότηση. Η ευρύτητα της εξουσιοδότησης, εφόσον το περιεχόμενό της είναι ορισμένο, δεν επηρεάζει το κύρος της από συνταγματική άποψη (ΑΠ 293/2012 ΧρΙΔ 2012.625, ΑΠ 648/2011, ΟλΣτΕ 1210/2010 ΧρΙΔ 2010.545, ΣτΕ 2266, ΣτΕ 2267/2013, ΣτΕ 846/2013). Περαιτέρω, για το συνταγματικό κύρος της νομοθετικής εξουσιοδότησης δεν απαιτείται οπωσδήποτε να διαγράφει η ίδια ή με παραπομπή σε άλλη διάταξη νόμου βασικές αρχές, στο πλαίσιο των οποίων οφείλει να κινηθεί η Διοίκηση κατά την κανονιστική ρύθμιση των θεμάτων αυτών (ΑΠ 293/2012, ΟλΣτΕ 2304/1995). Κατά το εδ. β΄ της ίδιας ως άνω συνταγματικής διάταξης προβλέπεται, ότι κατ΄ εξαίρεση επιτρέπεται να ορισθούν ως φορείς της κατ΄ εξουσιοδότηση ασκούμενης νομοθετικής αρμοδιότητας και άλλα, εκτός από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όργανα της Διοίκησης, εφόσον πρόκειται να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό. Ως «ειδικότερα θέματα», κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, για την ρύθμιση των οποίων επιτρέπεται η παροχή νομοθετικής εξουσιοδότησης σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοίκησης, νοούνται εκείνα, τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης, που ρυθμίζεται δηλαδή ήδη στον τυπικό νόμο σε γενικό έστω, αλλά πάντως ορισμένο πλαίσιο (ΟλΣτΕ 235/2012, ΟλΣτΕ 1297/2011, ΟλΣτΕ 1892/2010). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η εκτός των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης εκδιδομένη κανονιστική πράξη στερείται οποιασδήποτε ισχύος και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί από τα Δικαστήρια ως προερχομένη από όργανο που δεν έχει κατά το Σύνταγμα εξουσία για την θέσπιση κανόνων δικαίου (ΑΠ 360/2009). Τέλος, ο δικαστικός έλεγχος της θέσπισης κανονιστικής ρύθμισης καθ΄ υπέρβαση ή μη των ορίων της συναφούς νομοθετικής εξουσιοδότησης, που αποτελεί ειδικότερη μορφή του ελέγχου της συνταγματικότητας του νόμου, γίνεται στο στάδιο της εφαρμογής της επίμαχης κανονιστικής ρύθμισης σε κάθε δικαζομένη υπόθεση και αναφέρεται στη διάταξη του νόμου που αποτελεί την συγκεκριμένη εξουσιοδότηση, επί της οποίας στηρίζεται η συγκεκριμένη κανονιστική ρύθμιση (ΑΠ 293/2012). Στην προκειμένη περίπτωση με την ένδικη από 19-9-2013 (αρ. καταθ. ……..) αγωγή τους, οι ενάγοντες, ήδη εφεσίβλητοι, ισχυρίστηκαν ότι προσελήφθησαν από την εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, το έτος 2007, για να εργασθούν ως λιμενεργάτες, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, αρχικά ορισμένου χρόνου, που κατόπιν 7μηνης δοκιμαστικής περιόδου και αξιολογήσεως από τον Α.Σ.Ε.Π. προ της λήξεως αυτής, ετράπησαν σε αορίστου χρόνου, δυνάμει σχετικής ρύθμισης της ΚΥΑ 1760/2006 που εξεδόθη κατ΄ εφαρμογή της διατάξεως της παρ. 4 του άρθρου 13 του Ν. 3429/2005. Επίσης, ισχυρίστηκαν ότι μολονότι παρείχαν την ίδια εργασία με τους υπόλοιπους λιμενεργάτες, υπό τις ίδιες συνθήκες και στον ίδιο χώρο εργασίας, αμείβονταν με το ημερομίσθιο που όριζε η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, ενώ στους υπόλοιπους λιμενεργάτες που είχαν προσληφθεί πριν την ισχύ του Ν. 3429/2005 καταβάλλονταν το γενικό επίδομα ειδικών καθηκόντων και πρόσθετα επιδόματα αναλόγως με τα χρησιμοποιούμενα τεχνικά μέσα και τον τόπο απασχόλησής τους ως ποσοστιαία αύξηση επί του ημερομισθίου τους, επιδόματα που η εναγομένη αρνείται να καταβάλλει και σ΄ αυτούς, για το επίδικο χρονικό διάστημα, επικαλούμενη για τη διαφορετική μισθολογική τους μεταχείριση τις διατάξεις της ΚΥΑ 1760/2006 που εξεδόθη κατ΄ εξουσιοδότηση του Ν. 3429/2005 και την ΚΥΑ 5111/9-7-2007 που συμπλήρωσε την ανωτέρω πρώτη αναφερθείσα ΚΥΑ και προβλέπει την καταβολή στους νεοπροσληφθέντες υπαλλήλους του ……….μόνο των επιδομάτων γάμου και προϋπηρεσίας που προβλέπονται από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και όχι των λοιπών επιδομάτων που προβλέπονται από τη Δ.Α. 61/2005, τις ΣΣΕ της 28ης-9-2006 και της 10ης-12-2007 που καταρτίσθηκαν μεταξύ της Ένωσης Λιμενεργατών και της ……….. και την από η 5-8-2009 ΣΣΕ του Λιμενεργατικού Προσωπικού. Ακολούθως δε ισχυρίσθηκαν αφενός ότι η ανωτέρω ΚΥΑ ……. εξεδόθη καθ΄ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 13 του Ν. 3429/2005, αφετέρου δε ότι αντίκειται στην αρχή της ισότητας που θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 β΄ του Συντάγματος καθώς και στην αρχή της ίσης μεταχείρισης που απορρέει από τις διατάξεις του άρθρου 288 του ΑΚ, του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 1414/1984, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν. 3488/2006 και του άρθρου 119 εδ. α΄, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 141 παρ. 2 της ιδρυτικής συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς εισάγει άνιση εις βάρος τους μισθολογική μεταχείριση. Επίσης επικαλούμενοι ότι η συμπεριφορά της εναγομένης ήταν παράνομη και καταχρηστική, προσβάλλουσα την προσωπικότητά τους, ζήτησαν α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να εντάξει τον καθένα από αυτούς (ενάγοντες), αφότου προσελήφθη ως δόκιμος με σύμβαση ορισμένου χρόνου, στο σύστημα αμοιβών των λιμενεργατών που απασχολούσε κατά την πρόσληψή τους, με βάση τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα τους περιλαμβανομένης της προϋπηρεσίας τους, β)

να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον καθένα από αυτούς τις διαφορές αποδοχών του έτους 2007, όπως αυτά προσδιορίζονται επακριβώς σ΄ αυτή (αγωγή) για καθένα από  αυτούς (ενάγοντες), μετά το συνυπολογισμό των αναφερόμενων επιδομάτων που δεν έχουν λάβει, με το νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα που κάθε μηνιαία μισθολογική διαφορά είναι απαιτητή άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση και γ) να αναγνωρισθεί – μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος αυτής (αγωγής), με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου τους στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει σε καθένα από αυτούς (ενάγοντες) το χρηματικό ποσό των 15.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που ο καθένας από αυτούς υπέστη από την επικαλούμενη άνιση μεταχείρισή τους, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική τους δαπάνη. Με την από 11-12-2013 (αρ. καταθ. ……..) παρεμπίπτουσα αγωγή τους οι ενάγοντες, ήδη εφεσίβλητοι, ισχυρίστηκαν τα ίδια ως άνω πραγματικά περιστατικά, αναφέροντας τα ονόματα των συγκρίσιμων εργαζομένων, και ζήτησαν τα ανωτέρω. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 740/2015 εν μέρει μη οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, αφού συνεκδίκασε την ένδικη αγωγή με την ένδικη παρεμπίπτουσα αγωγή, (και) αφού έκρινε ότι η αγωγή και η παρεμπίπτουσα αγωγή είναι πλήρως ορισμένες και νόμιμες, ότι μετά το μερικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, μη νόμιμη είναι η αγωγή ως προς το αίτημα όπως κηρυχθεί αυτή προσωρινά εκτελεστή αναφορικά με το αναγνωριστικό αίτημά της (αγωγής), καθώς επίσης αφού απέρριψε την ένσταση παραγραφής που προέβαλε η εναγομένη ως προς τις αναφερόμενες αξιώσεις, όπως και το αίτημα των εναγόντων για επιδίκαση σε αυτούς ποσού 15.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ως ουσία αβάσιμο λόγω παραγραφής δεκτής εν μέρει γενομένης της ενστάσεως παραγραφής της ήδη εκκαλούσας, [που προέβαλε μετά το αίτημά της για απόρριψη της αγωγής και την άρνηση αυτής (αγωγή)], ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου να προσκομιστούν από την ήδη εκκαλούσα τα Δελτία Διάθεσης Εργατικής Ομάδας που αφορούν τους ενάγοντες, και από τα οποία προκύπτει πού ακριβώς εργάσθηκε ο καθένας το επίδικο χρονικό διάστημα (έτος 2007), καθώς και λίστα με τον αριθμό μητρώου καθενός, προκειμένου να μπορεί να ταυτοποιηθεί έκαστος αυτών στα ανωτέρω Δελτία. Μετά την έκδοση της ως άνω εν μέρει μη οριστικής αποφάσεως νομίμως επαναφέρθηκαν η ως άνω αγωγή και η παρεμπίπτουσα αγωγή  προς περαιτέρω συζήτηση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 1110/2016 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, με παρόντες τους διαδίκους, αφού συνεκδίκασε την ένδικη αγωγή και την ένδικη παρεμπίπτουσα αγωγή, απέρριψε ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο, δέχθηκε αυτές εν μέρει νομικά και ουσιαστικά βάσιμες, υποχρέωσε την εναγομένη να εντάξει τους ενάγοντες, από το χρόνο πρόσληψης ενός εκάστου ως δοκίμου με σύμβαση ορισμένου χρόνου, στο σύστημα αμοιβών των λιμενεργατών που απασχολούσε κατά την πρόσληψή τους, με βάση τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα τους, περιλαμβανομένης και της μισθολογικής τους προϋπηρεσίας, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την παραπάνω καταψηφιστική της διάταξη, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει σε ένα έκαστο των εναγόντων τα αναλυτικώς αναφερόμενα ποσά, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την αμέσως παραπάνω καταψηφιστική της διάταξη εν μέρει και δη μέχρι το ήμισυ του επιδικασθέντος σε κάθε ενάγοντα ποσού και επέβαλε σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων το ύψος των οποίων προσδιόρισε σε έξι χιλιάδες επτακόσια είκοσι (6.720) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την προαναφερόμενη έφεση με την οποία ρητά συμπροσβάλλεται και η υπ΄ αρ. 740/2015 εν μέρει μη οριστική απόφαση, η εν μέρει ηττηθείσα εναγομένη και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί, κατ΄ εκτίμηση αυτής (εφέσεως), να γίνει δεκτή η έφεσή της, να εξαφανιστούν η προσβαλλόμενη οριστική απόφαση (και η συμπροσβαλλόμενη εν μέρει μη οριστική απόφαση) ως προς τα εκκληθέντα κεφάλαια και να απορριφθεί (στο σύνολό της) η (κύρια και η παρεμπίπτουσα) αγωγή των εφεσίβλητων.

Σύμφωνα με αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας προκύπτουν τα ακόλουθα: Α) Με τις εξουσιοδοτικές διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 13 του Ν. 3429/2005, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση αυτής με το άρθρο 56 παρ. 2 του Ν. 3691/2008 και του εδ. α΄ της παρ. 1 του ίδιου Νόμου, για τη θέσπιση της διαδικασίας πρόσληψης του προσωπικού των δημοσίων επιχειρήσεων και της μετέπειτα σύναψης της σχετικής σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, ορίζεται ειδικότερα ότι με κοινή υπουργική απόφαση θα προβλεφθούν οι αναγκαίες ρυθμίσεις για την διαδικασία πρόσληψης του προσωπικού των δημοσίων επιχειρήσεων καθώς και για τη σύναψη της σχετικής σύμβασης αορίστου χρόνου με αυτό μετά από αξιολόγηση της δοκιμαστικής περιόδου. Η παρασχεθείσα με τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 13 του Ν. 3429/2005 νομοθετική εξουσιοδότηση είναι ειδική και ορισμένη, αφού προσδιορίζει το καθ΄ ύλην αντικείμενό της (διαδικασία πρόσληψης προσωπικού και σύναψης συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου), συγχρόνως δε ευρεία, αφού στη διαδικασία σύναψης της ατομικής συμβάσεως εργασίας εννοιολογικά εμπεριέχεται η ρύθμιση των όρων αυτής, εις εκ των οποίων και μάλιστα ο κυριότερος είναι και το θέμα αποδοχών του συνόλου του προσωπικού αυτού που προσλαμβάνεται μέσω της διαδικασίας του ΑΣΕΠ, κατά τρόπο που δεν επηρεάζει, από συνταγματική άποψη, το κύρος της, εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα, το περιεχόμενό της είναι ορισμένο και αφορά την κατάρτιση των συμβάσεων εργασίας του νεοπροσληφθέντος προσωπικού των δημόσιων επιχειρήσεων. Ενόψει ακριβώς της, σύμφωνης με το Σύνταγμα, ευρύτητας της εξουσιοδότησης αυτής, είναι προφανές ότι στην εξουσιοδότηση αυτή περιλαμβάνεται, μπορεί, άρα, να ρυθμισθεί με τη σχετική κοινή υπουργική απόφαση καθοιονδήποτε τρόπο και το θέμα της αμοιβής του προσωπικού, αφού το ζήτημα αυτό υπάγεται, ως ειδικότερο, στα θέματα της διαδικασίας σύναψης των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου. Ειδικότερο θέμα της διαδικασίας προσλήψεως και της μετέπειτα κατάρτισης των συμβάσεων εργασίας των νεοπροσληφθέντων, που ελέγχεται από τον ΑΣΕΠ είναι και ο καθορισμός του μισθού τους, ειδικότερα δε η ρύθμιση της αμοιβής της εργασίας, το είδος της, το ύψος της, ο τρόπος υπολογισμού της, η λήψη διαφόρων επιδομάτων, που αποτελούν συστατικό στοιχείο της εργασιακής σχέσεως και επομένως καθορίζονται κατά το πνεύμα του νόμου από τον ανωτέρω φορέα. Άλλωστε επιχείρημα υπέρ του ότι επιφυλάσσεται από τον εξουσιοδοτικό νόμο και η δυνατότητα ρύθμισης του μισθού δια υπουργικής αποφάσεως αντλείται και από την αντιπαραβολή που γίνεται στην παρ. 4 του άρθρου 13 για τη ρύθμιση δια υπουργικής αποφάσεως θεμάτων κατά τρόπο παρεκκλίνοντα από τις ήδη ισχύουσες διατάξεις εσωτερικών κανονισμών ή οργανισμών ή συλλογικών συμβάσεων ή οποιωνδήποτε άλλων διατάξεων ή συμφωνιών που ισχύουν σε αυτές τις επιχειρήσεις, που ρυθμίζουν κατά τρόπο υποχρεωτικό τους όρους εργασίας των προσώπων που δεσμεύονται από αυτές. Άλλωστε σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1, η σύμβαση του προηγούμενου εδαφίου διέπεται αποκλειστικά από τις κείμενες κάθε φορά διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, που ρυθμίζουν τις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στον ιδιωτικό τομέα. Η τελευταία αυτή διάταξη εμπεριέχει ρύθμιση σε γενικό πλαίσιο των όρων των ατομικών συμβάσεων εργασίας του νεοπροσλαμβανόμενου προσωπικού των ….. που το Δημόσιο κατέχει την πλειοψηφία των μετοχών τους, στους δε όρους αυτούς περιλαμβάνεται και ο όρος της αμοιβής του, για τον καθορισμό της οποίας ευθέως παραπέμπει στις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που ρυθμίζουν τις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα και όχι στις ισχύουσες διατάξεις που αφορούν το δημόσιο ή στο υπάρχον νομοθετικό καθεστώς που διέπει τις αμοιβές του προσωπικού των δημόσιων οργανισμών, των εταιρειών δημόσιου σκοπού ή κοινής ωφέλειας ή σε οποιοδήποτε εξαιρετικό νομοθετικό καθεστώς ευνοϊκό για το ύψος και το είδος των μισθών εν σχέσει με αυτό του εργασιακού περιβάλλοντος του ιδιωτικού τομέα. Επομένως, με την τελευταία αυτή διάταξη, η οποία εμπεριέχει ρύθμιση σε γενικό πλαίσιο των αμοιβών του νεοπροσλαμβανόμενου μέσω ΑΣΕΠ προσωπικού στις εν λόγω ……, καθίσταται σαφές ότι στην υπουργική απόφαση που θα εκδοθεί, παρέχεται εξουσιοδότηση για τον καθορισμό των αμοιβών του νεοπροσληφθέντος προσωπικού και ότι οι αμοιβές κατά την εξουσιοδοτική διάταξη πρέπει να συμβαδίζουν με τις διατάξεις για τις αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα, καθιστώντας και δια της διατάξεως αυτής σαφές ό,τι ακριβώς αναφέρεται και στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του εξουσιοδοτικού νόμου, ότι δηλαδή για το νεοπροσλαμβανόμενο μέσω ΑΣΕΠ προσωπικό δεν θα λαμβάνεται πλέον υπόψη οι αντίθετες διατάξεις εσωτερικών κανονισμών ή οργανισμών ή συλλογικών συμβάσεων ή οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις ή συμφωνίες που ισχύουν στις επιχειρήσεις αυτές. Ως εκ τούτου η με αρ. 5111/2007 Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, εμπίπτει στο καθ΄ ύλη αντικείμενο της παρασχεθείσας με τις διατάξεις του άρθρου 13 παρ. 4 και 1 του Ν. 3429/2005 σχετικής νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, που αναφέρεται γενικά στη σύναψη των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου του προσωπικού που προσλαμβάνεται με τις διατάξεις του άρθρου 13 του Ν. 3429/2005. Σημειώνεται, επίσης, ότι δια της συγκριτικής επισκόπησης του περιεχομένου της ανωτέρω ΚΥΑ προς το περιεχόμενο της ει σηγητικής εκθέσεως του Ν. 3429/2005, καθίσταται σαφές ότι ευρίσκεται σε πλήρη εναρμόνιση και προς το περιεχόμενο της τελευταίας. Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση, σκοπός ψήφισης του εν λόγω νόμου και ειδικότερα της διατάξεως του άρθρου 13 είναι μεταξύ άλλων να επιτευχθεί εναρμονισμός των μισθών των εργαζομένων του ρυθμιστικού του πεδίου με αυτούς τις γενικότερης αγοράς εργασίας και προς εξυγίανση των δημοσίων οργανισμών. Τούτο δε, δύναται να επιτευχθεί μόνο δια ειδικής ρύθμισης, που με τρόπο αναγκαστικό θα ρυθμίζει το ύψος των αμοιβών του νεοπροσλαμβανόμενου προσωπικού των δημοσίων οργανισμών από του χρονικού σημείου εφαρμογής του νόμου και εφεξής. Αυτή τη ρύθμιση ο νόμος δεν εμπεριέχει, δεδομένου ότι αποτελεί ειδικό θέμα που χρήζει τεχνικής και λεπτομερειακής αντιμετώπισης για κάθε δημόσιο οργανισμό που εμπίπτει στο ρυθμιστικό του πεδίο, ωστόσο με ρητή επιταγή του παρέχει κανονιστική αρμοδιότητα στα όργανα της διοίκησης και ειδικότερα στους αρμόδιους Υπουργούς που αναφέρει, δια κοινής αποφάσεώς τους, όπως θεσπίσουν κανονιστική διοικητική πράξη δια της οποίας θα ρυθμίζουν τα ειδικότερα θέματα που αφορούν την πρόσληψη του προσωπικού των …. μέσω της διαδικασίας του ΑΣΕΠ, εις τα οποία εντάσσεται και το θέμα της μισθολογικής τους μεταχείρισης, προς αποκατάσταση των ανισοτήτων με τους μισθούς της γενικότερης αγοράς εργασίας. Συνεπώς εάν η υπουργική απόφαση δεν κατελάμβανε το ειδικότερο θέμα του καθορισμού της αμοιβής των νεοπροσληφθέντων υπαλλήλων, όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες, ο νόμος 3429/2005 θα αποτελούσε κενό γράμμα, αφού μόνο δια της νομοθετικής επεμβάσεως στο μισθολογικό πεδίο δύναται να επιτευχθεί ο σκοπός του νόμου, όπως διατυπώνεται στην αιτιολογική του έκθεση, που είναι η υιοθέτηση περιβάλλοντος όρων εργασίας ανάλογο με αυτό της γενικότερης αγοράς εργασίας, στο οποίο θα επιτυγχάνεται εξισορρόπηση των αμοιβών στις ….. προς αυτές των ιδιωτικών επιχειρήσεων, σε αντίθεση με τους ισχύοντες κανονισμούς και συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες επιφυλάσσουν μισθολογικά προνόμια και ιδιαίτερα υψηλές αμοιβές στους εργαζόμενους στους οποίους έχουν εφαρμογή, εν σχέσει με τις υπάρχουσες αμοιβές της γενικότερης αγοράς εργασίας. Άλλωστε τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση αποτυπώνονται και στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 13 που αναφέρεται ότι οι συμβάσεις του νεοπροσλαμβανόμενου προσωπικού πρέπει να συμφωνούν με τις διατάξεις που ρυθμίζουν τις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στον ιδιωτικό τομέα καθώς και στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του ίδιου άρθρου που αναφέρεται ότι η ρύθμιση των ειδικότερων θεμάτων σχετικά με την κατάρτιση των συμβάσεων του νεοπροσλαμβανόμενου προσωπικού δια της κοινής υπουργικής αποφάσεως θα παρεκκλίνει των τυχόν αντίθετων διατάξεων εσωτερικών κανονισμών ή οργανισμών ή συλλογικών συμβάσεων ή οποιωνδήποτε άλλων διατάξεων ή συμφωνιών που ισχύουν στις επιχειρήσεις αυτές. Ως εκ τούτου τα όσα αναφέρονται στην υπ΄ αρ……. ΚΥΑ, που συμπλήρωσε ως προς τους όρους της αμοιβής του προσωπικού που προσλαμβάνεται με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 της ΚΥΑ 1760/01/2006, την τελευταία αυτή κοινή υπουργική απόφαση, συνιστούν ρύθμιση ειδικότερου θέματος για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν. 3429/2005, κατά τον ορισμό της παρ. 4 του ίδιου άρθρου, κατά παρέκκλιση τυχόν αντίθετων διατάξεων εσωτερικών κανονισμών ή οργανισμών ή συλλογικών συμβάσεων ή οποιωνδήποτε άλλων διατάξεων ή συμφωνιών που ισχύουν στην επιχείρηση αυτή και επομένως εγκύρως εκδόθηκε η ως άνω ΚΥΑ κατ΄ εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 13 του Ν. 3429/2005 σε συνδυασμό με την υπ΄ αρ. ….. ΚΥΑ, ούσα εντός νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, με συνέπεια εγκύρως να προβλέπεται η λήψη από τους νεοπροσληφθέντες υπαλλήλους των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών αλλά και των εταιρειών του Κεφαλαίου Β΄ του Ν. 3429/2005, στις οποίες το Δημόσιο συμμετέχει πλειοψηφικά στο μετοχικό κεφάλαιό τους, μεταξύ των οποίων κατατάσσεται και η εναγομένη, μόνο των επιδομάτων που προβλέπουν οι ΕΓΣΣΕ και όχι η ειδικότερη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας του …..και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός των εναγόντων πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος· β) Βάσει του περιεχομένου της αιτιολογικής εκθέσεως του Ν. 3429/2005, η ανάγκη θεσμοθέτησης του ανωτέρω νόμου υπαγορεύθηκε από την ανάγκη μεταρρύθμισης των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών ………. προς το σκοπό εξυγίανσής τους ώστε να αποκτήσουν καλύτερα λειτουργικά αποτελέσματα, να έχουν θετική συνεισφορά στην οικονομία και να υπηρετούν τους πολίτες, ειδικότερα δε με το άρθρο 13 του νόμου αυτού επιχειρήθηκε η αποκατάσταση στρεβλώσεων σε θέματα προσωπικού, ώστε οι υπάλληλοι των εν λόγω επιχειρήσεων και οργανισμών σταδιακά και σε βάθος χρόνου να εξομοιωθούν μισθολογικά με όσους εργάζονται στην ιδιωτική οικονομία. Προς τούτο δε αποφασίσθηκε η δυνατότητα ρύθμισης από τους Υπουργούς Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και στον εποπτεύοντα κατά περίπτωση Υπουργό, με κοινή απόφασή τους, των όρων εργασίας των νεοπροσλαμβανόμενων υπαλλήλων, μεταξύ των οποίων, κατά τα ως άνω διαληφθέντα, περιλαμβάνεται και ο μισθός τους, κατά παρέκκλιση από τις ήδη υπάρχουσες ρυθμίσεις, συλλογικές συμβάσεις. Τούτο δε υπαγορεύεται από το δημόσιο και κοινωνικό συμφέρον αφού με αυτόν τον τρόπο εξυπηρετείται η ανάγκη διασφάλισης της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής Οικονομίας καθώς και η ανάγκη περιορισμού των δημοσιονομικών ελλειμμάτων μέσω της περιστολής των δαπανών λειτουργίας των δημόσιων οργανισμών, η λειτουργία των οποίων βαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, τον εξορθολογισμό της οργάνωσης και της λειτουργίας των δημοσίων επιχειρήσεων, την προώθηση βασικών διαρθρωτικών αλλαγών με κύριο σκοπό την παροχή προϊόντων και υπηρεσιών που να ωφελούν τους πολίτες. Αναφορικά με τον ……….επακολούθησαν οι υπ΄ αρ. 1760/2006 και 5111/2007 Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις δια των οποίων ρυθμίσθηκε αναλυτικά η διαδικασία πρόσληψης του νεοπροσλαμβανόμενου προσωπικού καθώς και ο τρόπος καθορισμού της αμοιβής τους. Ως εκδοθείσες, κατά τα ανωτέρω, εντός νομοθετικής εξουσιοδότησης, θεσπίζουν, προδήλως, αναγκαστικό δίκαιο, που δεσμεύει τόσον τους εργοδότες όσο και τους μισθωτούς. Δια της νέας μισθολογικής ρύθμισης σκοπείται η επίτευξη των ανωτέρων στόχων δημοσίου συμφέροντος, καθ΄ ότι επιχειρείται, μέσω της σταδιακής σύγκλισης, καθ΄ όν χρόνο οι αρχαιότεροι, προ της θεσπίσεως του Ν. 3429/2005 υπάλληλοι, που μισθοδοτούνται υπό άλλο καθεστώς, συνταξιοδοτηθούν ή αποχωρήσουν κατ΄ άλλον τρόπο από την υπηρεσία, να επέλθει πλήρης εναρμόνιση των αποδοχών των συγκεκριμένων δημοσίων οργανισμών με τους ισχύοντες στην ιδιωτική οικονομία. Όπως αναφέρεται στη νομική σκέψη της παρούσας, η απόφαση του εργοδότη για μη απονομή συγκεκριμένης χρηματικής παροχής, για λόγους συναφείς με την επιχείρησή του (εν προκειμένω για λόγους εξυγίανσης αυτής λόγω σημαντικών οικονομικών προβλημάτων και υπέρογκης λειτουργικής δαπάνης του …….), προς εργαζόμενους νεοπροσλαμβανόμενους, από κάποιο συγκεκριμένο χρονικό σημείο και εφεξής, δεν προσκρούει στις αρχές της ισότητας και της ίσης μεταχειρίσεως, έστω και αν προσφέρουν υπό τις ίδιες συνθήκες την ίδια εργασία με όσους προσελήφθησαν προ του καθορισθέντος από τον εργοδότη χρονικού σημείου, καθ΄ όσον δεν ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τους τελευταίους, προς την οποία ο εργοδότης προέβη στην εκούσια παροχή στο παρελθόν και υπό άλλες συνθήκες. Επομένως, η κατ΄ εξουσιοδότηση της διάταξης του άρθρου 13 του Ν. 3429/2005 εκδοθείσα υπ΄  αρ. 5111/20-3-2007 (ΦΕΚ Β  1206/2007) απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, Εμπορικής Ναυτιλίας «Καθορισμός της διαδικασίας πρόσληψης προσωπικού στην ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ «………..»», κατά το μέρος αυτής με το οποίο, ο υπολογισμός της αμοιβής των νεοπροσλαμβανομένων γίνεται σύμφωνα με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και κατά παρέκκλιση των διατάξεων του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της Ανώνυμης εταιρείας ……….., της υπ΄ αρ. 61/13-12-2005 διαιτητικής απόφασης του ΟΜΕΔ, της από 14-10-2006 συλλογικής σύμβασης εργασίας για το υπαλληλικό προσωπικό της ανώνυμης εταιρείας ……….., της υπ΄ αρ. 3 από 17-5-2005 συλλογικής σύμβασης εργασίας του Συνδέσμου Εποπτών και Αρχιεργατών της ανώνυμης εταιρείας ……….., καθώς και κάθε άλλης σχετικής ισχύουσας Ειδικής, Επιχειρησιακής, ή άλλης φύσεως και έκτασης Συλλογικής Σύμβασης ή Διαιτητικής Απόφασης, Κανονισμού Εργασίας, Πρωτοκόλλων ή Πρακτικών Συμφωνίας, Κανονισμών Λειτουργίας Διευθύνσεων ή άλλου οποιουδήποτε αντικειμένου, Αποφάσεων ή Εγκυκλίων της Διοίκησης Εργασιακού χαρακτήρα, ή άλλες πάσης μορφής και είδους Συλλογικών Συμφωνιών εργασιακού ενδιαφέροντος που αναφέρονται και ρυθμίζουν τις εργασιακές σχέσεις του Προσωπικού της εταιρείας ……….., δεν παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας, διότι αν και για παροχή ίδιας εργασίας υπό τις αυτές συνθήκες, οι λιμενεργάτες αμείβονται με διαφορετικά ποσά, εντούτοις κριτήριο για τη διαφοροποίηση αυτή αποτελεί ο χρόνος πρόσληψής τους στην ………… Εξάλλου σύμφωνα με την ανωτέρω Υπουργική Απόφαση, λόγοι δημοσίου συμφέροντος επιβάλλουν αυτή τη διαφοροποίηση, καθόσον επιχειρείται με τον τρόπο αυτό ορθολογική ρύθμιση των όρων αμοιβής και εργασίας των νεοπροσλαμβανομένων στην εταιρεία ……….., αλλά και καταπολέμηση των στρεβλώσεων που έχουν δημιουργηθεί με τους προνομιακούς όρους εργασίας που ήδη ισχύουν, λόγοι επαρκείς. Επομένως, ως προς την αμοιβή των λιμενεργατών που προσελήφθησαν μετά την ισχύ του Ν. 3429/2005, δεν εφαρμόζονται  οι διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της Ανώνυμης εταιρείας ……….., της υπ΄ αρ. 61/13-12-2005 διαιτητικής απόφασης του ΟΜΕΔ, της από 14-10-2006 συλλογικής σύμβασης εργασίας για το υπαλληλικό προσωπικό της ανώνυμης εταιρείας ……….., της υπ΄ αρ. 3 από 17-5-2005 συλλογικής σύμβασης εργασίας του Συνδέσμου Εποπτών και Αρχιεργατών της ανώνυμης εταιρείας ……….., καθώς και κάθε άλλης σχετικής ισχύουσας Ειδικής, Επιχειρησιακής, ή άλλης φύσεως και έκτασης Συλλογικής Σύμβασης ή Διαιτητικής Απόφασης, Κανονισμού Εργασίας, Πρωτοκόλλων ή Πρακτικών Συμφωνίας, Κανονισμών Λειτουργίας Διευθύνσεων ή άλλου οποιουδήποτε αντικειμένου, Αποφάσεων ή Εγκυκλίων της Διοίκησης Εργασιακού χαρακτήρα, ή άλλες πάσης μορφής και είδους Συλλογικών Συμφωνιών εργασιακού ενδιαφέροντος που αναφέρονται και ρυθμίζουν τις εργασιακές σχέσεις του Προσωπικού της εταιρείας ……….., τόσο για το χρονικό διάστημα από την πρόσληψή τους με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου δοκιμαστικής περιόδου επτά μηνών έως την εφαρμογή της υπ΄ αρ. 5111/20-3-2007 (ΦΕΚ Β 1206/13-7-2007) Κοινής Υπουργικής Απόφασης, όσο και για το μετέπειτα χρονικό διάστημα. Κατ΄ ακολουθία με βάση τα ως άνω αναφερθέντα δεν εφαρμόζεται για τον καθορισμό της αμοιβής των προσληφθέντων μετά το Ν. 3429/2005 εργαζομένων η υπ΄ αρ. 61/13-12-2005 Διαιτητική Απόφαση και οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας μεταξύ της Ένωσης Λιμενεργατών και ΟΛΠ, καθώς και η ΣΣΕ του Λιμενεργατικού Προσωπικού, που επικαλούνται οι ενάγοντες και επομένως δεν οφείλει η εναγομένη να τους καταβάλει τις προβλεπόμενες από αυτές αμοιβές, καθ΄ ότι η μη παροχή των αμοιβών που προβλέπονται από τις ανωτέρω συμβάσεις, όπως εισάγεται, με βάση το περιεχόμενο και την αιτιολογική έκθεση του εξουσιοδοτικού νόμου και αφορώσα ανεξαιρέτως όλο το νεοπροσλαμβανόμενο προσωπικό μετά την έκδοση του νόμου είναι δίκαιη και εύλογη κατ΄ αντικειμενική κρίση. Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη (υπ΄ αρ. 1110/2016) οριστική απόφασή του και με την συμπροσβαλλομένη (υπ΄ αρ. 740/2015) εν μέρει μη οριστική απόφασή του, έκρινε νόμω βάσιμη την αγωγή και την παρεμπίπτουσα αγωγή, δέχθηκε με την εκκαλούμενη (υπ΄ αρ. 1110/2016) οριστική απόφασή του εν μέρει αυτές, αγωγή και παρεμπίπτουσα αγωγή, ως κατ΄ ουσίαν βάσιμες κατά τα ανωτέρω, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και συνεπώς ο σχετικός λόγος της ένδικης εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων της εφέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη έφεση ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστούν η εκκαλουμένη (υπ΄ αρ. 1110/2016) οριστική απόφαση, καθώς και η συμπροσβαλλομένη (υπ΄ αρ. 740/2015) εν μέρει μη οριστική απόφαση, η τελευταία και ως προς το κεφάλαιο και τη διάταξη που αφορούν το αίτημα των εναγόντων για επιδίκαση σε αυτούς ποσού 15.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, [με την οποία (διάταξη) απορρίφθηκε, κατά τα ανωτέρω, ως ουσία αβάσιμο λόγω παραγραφής], τα οποία δεν προσβλήθηκαν, αλλά θα περιληφθούν στην ενιαία απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, και τούτο χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ήτοι για να υπάρχει ένας μόνο τίτλος εκτελέσεως  (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αναγκαίως δε και κατά τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων που θα καθορισθεί εξ αρχής, και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθούν εκ νέου η από ένδικη από 19-9-2013 (αρ. καταθ. ……….) αγωγή και η από 11-12-2013 (αρ. καταθ. ……..) παρεμπίπτουσα αγωγή, ως προς τα εκκληθέντα κεφάλαια (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και να απορριφθούν αυτές (αγωγή και παρεμπίπτουσα αγωγή) ως νόμω αβάσιμες. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσχερούς της ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου, που αφορά και την υπαγωγή σε αυτούς των επικαλούμενων με την ένδικη αγωγή περιστατικών (άρθρα 106, 179 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 14-6-2016 (αρ. καταθ. ……….) έφεση.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 1110/2016  οριστική απόφαση και την συμπροσβαλλομένη υπ΄ αρ. 740/2015  εν μέρει μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκαν κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ).

Κρατεί και δικάζει την από 19-9-2013 (αρ. καταθ. ……….) αγωγή και την από 11-12-2013 (αρ. καταθ. ………) παρεμπίπτουσα αγωγή.

Απορρίπτει αυτές (αγωγή και παρεμπίπτουσα αγωγή).

Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις   13.8. 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ