Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 510/2018

ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  510/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟN ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενον από τον Δικαστή Παναγιώτη Χουζούρη, και από την Γραμματέα Γ Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Από τον συνδυασμό των άρθρων 118, 119, 120 και 547 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η αναψηλάφηση ασκείται διά δικογράφου, το οποίον, εκτός από άλλα στοιχεία, περιέχει ορισμένους από τους διά του άρθρου 544 ΚΠολΔ περιοριστικώς αναφερομένους λόγους αναψηλαφήσεως, διά των οποίων επιδιώκεται η ανατροπή της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αν τέτοιοι λόγοι δεν υπάρχουν ή οι προβαλλόμενοι λόγοι δεν είναι ορισμένοι και επιδεκτικοί δικαστικής εκτιμήσεως, το δικόγραφο της αναψηλαφήσεως απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτον (βλ. ΑΠ 67 /2003, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 320126, ΕφΑΘ 910 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 479590 και ΕφΘεσ 942 /1989, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 8619). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 544 αριθ. 7 ΚΠολΔ, αναψηλάφηση επιτρέπεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, και εάν μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως ο διάδικος εύρεν ή έλαβε στην κατοχή του νέα κρίσιμα έγγραφα, τα οποία δεν ηδύνατο να προσκομίσει εγκαίρως εξ ανωτέρας βίας ή διότι κατεκράτησε αυτά ο αντίδικος του ή τρίτος εν συνεννοήσει μετά του αντιδίκου του και των οποίων αγνοούσε την ύπαρξη, όπως και την κατοχή από τον αντίδικο ή τον τρίτον κατά τη διάρκεια της δίκης. Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι προς θεμελίωσιν της αιτήσεως αναψηλαφήσεως επί της ανωτέρω περιπτώσεως, εκτός των άλλων, απαιτείται: α) η υπό του αιτούντος ανεύρεση ή εις την κατοχή ν αυτού περιέλευση μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως νέων κρισίμων εγγράφων, των οποίων η έγκαιρη προσκομιδή ήταν αδύνατη από ανωτέρα βία ή β) η κατακράτηση τέτοιων εγγράφων υπό του αντιδίκου ή τρίτου συνεννοηθέντος μετά του αντιδίκου. Τα έγγραφα είναι νέα υπό την έννοια ότι υπήρχαν κατά τη διάρκεια της δίκης αλλά γίνεται επίκληση και προαγωγή αυτών διά πρώτη φορά στην περί αναψηλαφήσεως δίκη (βλ. ΑΠ 17 /1988, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 17829 ή ΕΕΝ 1989: 560 και ΑΠ 1261 /1984 ΕΕΝ 52: 829). Τα νέα έγγραφα είναι κρίσιμα με την έννοια ότι από αυτά προκύπτει απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους πραγματικού ισχυρισμού, ο οποίος είχε προβληθεί κατά την διεξαχθείσα δίκη, ώστε να καθίσταται εμφανές ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι εσφαλμένη και ότι ηδύνατο, εάν είχαν τεθεί τα έγγραφα υπ’ όψιν του δικαστηρίου, να εκδοθεί απόφαση διαφορετική (υπέρ του αιτούντος την αναψηλάφηση). Επομένως, τέτοια δεν είναι τα έγγραφα, τα οποία χρησιμεύουν ως αρχή εγγράφου αποδείξεως ή διά την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (βλ. ΑΠ 721 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 629853, ΑΠ 1774 /2011, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 567420 και ΑΠ 460 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 451230). Το ζήτημα εάν το έγγραφο είναι νέο και κρίσιμο κατά την προεκτεθείσα έννοια, είναι πραγματικό, εξαρτώμενο από την κρίση του δικάζοντος την αναψηλάφησιν δικαστηρίου. Ανωτέρα δέ βία, κατά την έννοια της ιδίας ως άνω διατάξεως, συνιστά πάν γεγονός τυχερόν και απρόβλεπτον, το οποίον υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες δεν ηδύνατο να αποτραπεί ακόμη και διά μέτρων άκρας επιμελείας και συνέσεως. Τέτοιο γεγονός δύναται να είναι και η ανυπαίτιος άγνοια της υπάρξεως των εγγράφων, από την οποία ανακύπτει η αδυναμία έγκαιρης προσκομιδής αυτών (βλ. ΑΠ 1430 /2005, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 408163 ή ΝοΒ 2006: 547 και ΑΠ 1311 /1994, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 82262 ή ΕλλΔνη 37: 626), ουχί, όμως, και το γεγονός ότι ο διάδικος από ιδίαν προηγηθείσαν ενέργειαν αυτού δεν ηδυνήθη να ανεύρει και να προσκομίσει εγκαίρως το έγγραφο (βλ. ΑΠ 830 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 639794). Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι, διά την πληρότητα του δικογράφου της αιτήσεως αναψηλαφήσεως, η οποία επιχειρείται να στηριχθεί επί της περιπτώσεως του αριθμού 7 λόγου του άρθρου 544 ΚΠολΔ, πρέπει δι’ αυτού να εκτίθενται όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία (βλ. ΑΠ 67 /2013, ο.π.). Πρέπει, δηλαδή, να γίνεται αναφορά της ανευρέσεως ή της περιελεύσεως στην κατοχή του αιτούντος των νέων εγγράφων, ενώ, διά να κριθεί, εάν τα έγγραφα είναι κρίσιμα κατά την προαναφερομένη έννοια, πρέπει να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδεικνύονται αμέσως και πλήρως από τα έγγραφα αυτά και ότι ο αιτών είχε επικαλεσθεί τα περιστατικά αυτά προς θεμελίωσιν είτε της αγωγής είτε ουσιώδους ισχυρισμού προς αντίκρουσίν της (βλ. ΑΠ 1264 /2004, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 363001 και ΑΠ 591 /2004, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 353132). Εξ άλλου, διά την συνδρομή περιπτώσεως ανωτέρας βίας ή κατακρατήσεως του εγγράφου από τον αντίδικο ή τον τρίτον, πρέπει να εκτίθενται τα γεγονότα τα οποία, κατά τον αιτούντα, συνιστούν ανωτέρα, κατά την προεκτεθείσαν έννοια, βία, ώστε να δύναται το δικαστήριο να κρίνει εάν αυτά, αληθή υποτιθέμενα, αποτελούν ανωτέρα βία ή κατακράτηση του εγγράφου από τον αντίδικο ή τον τρίτον εν συνεννοήσει μετ’ αυτού. Διαφορετικώς, εάν δεν εκτίθενται διά του δικογράφου τα ανωτέρω γεγονότα ή τα νέα έγγραφα δεν είναι κρίσιμα κατά την ανωτέρω έννοια ή τα γεγονότα, τα οποία επικαλείται ο αιτών, δεν αποτελούν ανωτέρα βία ή δεν συνιστούν κατακράτηση του εγγράφου από τον αντίδικο ή τον τρίτο, όπερ ερευνάται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως ως αναγόμενον στην προδικασία και αφορών εις την δημοσίαν τάξιν, η αίτηση αναψηλαφήσεως είναι αόριστη και απορριπτέα ως απαράδεκτη (βλ. ΑΠ 698 /2009, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 496278, ΑΠ 67 /2003, ΒΝΔΝΟΜΟΣ. 320123, ΑΠ 97 /1989, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 5806, ΕφΠατρ 708 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 524193 και ΕφΑΘ 910 /2008, ο.π.). Εις την προκειμένην υπόθεσιν διά της κρινομένης αιτήσεως αναψηλαφήσεως ο αιτών ισχυρίζεται: α) ότι ο καθ’ ού άσκησε εναντίον του την διά του ως άνω δικογράφου αναφερομένην αγωγήν, διά της οποίας εζήτησε να υποχρεωθεί αυτός (αιτών) να επιστρέψει προς εκείνον χρηματικόν ποσόν 20.000 ευρώ, το οποίον, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ο αντίδικος είχε παραδώσει προς αυτόν ως δάνειο, β) ότι, ενώ η αγωγή αυτή είχε απορριφθεί διά της υπ’ αριθ. 2487 /2012 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εν τέλει κατά παραδοχήν εφέσεως του ενάγοντος έγινε τελικώς δεκτή διά της προσβαλλομένης (υπ’ αριθ. 689 /2013) αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, δεδομένου ότι διά της υπ’ αριθ. 2 /2015 αποφάσεως του Αρείου Πάγου απερρίφθη η αίτηση αναιρέσεως του αιτούντος κατ’ αυτής (ως προς την επάλληλη αιτιολογία της δευτεροβαθμίου αποφάσεως διά το επιτρεπτόν της εξετάσεως του υπό του ενάγοντος προσαχθέντος μάρτυρος αποδείξεως προς απόδειξιν της διά της αγωγής αναφερομένης συμβάσεως δανείου λόγω στενής φιλικής σχέσεως μεταξύ των αντιδίκων και συνακόλουθης ηθικής αδυναμίας λήψεως εγγράφου), γ) ότι εντός του πλαισίου της εις την αίτηση αναφερομένης συναντήσεως και συνομιλίας μετά φιλικού προσώπου αναφορικώς προς την αξίωση της ως άνω αγωγής του αντιδίκου του κατ’ αυτού (συντελεσθείσης είκοσι ημέρες πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015) το εις την αίτηση αναφερόμενο φιλικό πρόσωπο απόρησε διά την εξέλιξη της προαναφερομένης δίκης, διά τον λόγον ότι αυτό (φιλικό πρόσωπο) είχε γνωρίσει τον αντίδικο προς τον αιτούντα και εγνώριζε ότι η μεταξύ των αντιδίκων συνεργασία δεν ήτο δάνειο αλλά συμφωνία εμπορικής συνεργασίας και ότι επιπλέον επεσήμανε προς τον αιτούντα ότι, αν και αυτός (φιλικό πρόσωπο) δεν είχε προσέλθει πρωτοδίκως να καταθέσει ως μάρτυς υπέρ του αιτούντος (τότε εναγομένου) λόγω της υποβολής αυτού εις χειρουργική επέμβαση, εν τούτοις ο χρόνος γνωριμίας των αντιδίκων και το είδος της συνεργασίας μεταξύ αλλήλων περιεγράφετο σε (μη προσδιοριζόμενη ειδικώτερον ως προς τον χρόνο συντάξεως και το ακριβές περιεχόμενο) εξώδικη δήλωση του καθ’ ού προς τον αιτούντα, διά της οποίας αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος γνωριμίας καθώς και το είδος της σχέσεως αυτών «…που σε καμιά περίπτωση δεν ήταν δάνειο… », οπότε ο αιτών ενεθυμήθη ότι μερικούς μήνες πρό της ασκήσεως της προαναφερομένης αγωγής ο καθ’ ού η αίτηση αναψηλαφήσεως (ενάγων κατ’ εκείνην την δίκην) είχε αποστείλει προς αυτόν την ως άνω εξώδικη δήλωση, δ) ότι, η ως άνω εξώδικη δήλωση αποτελεί εξώδικη ομολογία του αντιδίκου, την οποίαν, αν το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο είχε λάβει υπ’ όψιν, ανεμένετο να καταλήξει σε εντελώς διαφορετική απόφαση ως προς το είδος της συνδεούσης αυτόν μετά του ενάγοντος σχέσεως και την ως προς την δυνατότητα ή μη αποδείξεως της μεταξύ αυτών συμβάσεως διά μαρτύρων και ε) ότι, ενώ είχε παραδώσει στον πληρεξούσιο δικηγόρο του την ως άνω δήλωση, εν τούτοις δεν ανεύρεν αυτήν εντός του φακέλλου της υποθέσεως, ο οποίος παρεδόθη υπό του τότε πληρεξουσίου δικηγόρου προς αυτόν, από δέ την ανάγνωση των κατά την δευτεροβάθμιον συζήτησιν της υποθέσεως επί της ως άνω αγωγής υποβληθεισών προτάσεων αυτού, διεπίστωσεν ότι δεν έγινε δι’ αυτών αναφορά και επίκληση της επίμαχης δηλώσεως. Βάσει δέ των ως άνω ισχυρισμών ο αιτών ζητεί να εξαφανισθεί η προσβαλλομένη απόφαση, να απορριφθεί η ένδικη αγωγή του καθ’ ού και να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην προ της αναγκαστικής εκτελέσεως υφισταμένην κατάστασιν. Υπό το ανωτέρω περιεχόμενο, η κρινομένη αίτηση, διά το παραδεκτόν της οποίας έχει καταβληθεί το εκ του άρθρου 495§4 ΚΠολΔ προβλεπόμενον παράβολον εκ 400 ευρώ (όπως εβεβαιώθη διά της υπ’ αριθ. ….. εκθέσεως της Γραμματέως του Δικαστηρίου τούτου περί καταθέσεως του ως παραβόλου) είναι εντελώς αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, διότι: α’) κατ’ αρχήν, ο αιτών δεν επικαλείται την εύρεση ή περιέλευση αυτής εις την κατοχή του, αφού, κατά τα προαναφερθέντα, ισχυρίζεται ότι δεν ανεύρεν αυτήν εντός του προς αυτόν υπό του πρώην πληρεξουσίου δικηγόρου επιστραφέντος φακέλλου της υποθέσεως αλλά αντιθέτως διά του δικογράφου της αναψηλαφήσεως δηλώνει ότι η ύπαρξη αυτής αποδεικνύεται από δύο ένορκες βεβαιώσεις προσφάτως ληφθείσες, β’) διά της ενδίκου αιτήσεως δεν εκτίθενται μετά πλήρους σαφήνειας ότι ο αιτών επεκαλέσθη κατά την δευτεροβάθμιον δίκην τα διά της επικαλούμενης δηλώσεως αναφερόμενα ως ουσιώδη στοιχεία προς αποδυνάμωσιν της ιστορικής βάσεως της αγωγής, ώστε να δύναται να κριθεί, εάν η επίμαχη δήλωση είναι κρίσιμη, κατά την εις την νομική σκέψη της παρούσης προαναπτυχθείσα έννοια, διά την έκβαση της δίκης, δεδομένου μάλιστα ότι η εξώδικη ομολογία, σε αντίθεση με την δικαστική, εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο (άρθρο 352§1&2 ΚΠολΔ), γ’) δεν αναφέρεται ο λόγος της μη έγκαιρης προσκομιδής της επικαλούμενης εξώδικης δηλώσεως ενώπιον του δικάσαντος την ως άνω αγωγήν του αντιδίκου δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ειδικώτερον δέ δεν εκτίθενται καθόλου περιστατικά, τα οποία να δύνανται να θεμελιώσουν ανωτέρα βία κατά την εις την μείζονα σκέψη προεκτεθείσα έννοια και εξ αιτίας των οποίων δεν ηδυνήθη ο αιτών (κατ’ εκείνην την δίκην εναγόμενος) να προσκομίσει εγκαίρως την αορίστως επικαλουμένην εξώδικη δήλωση κατά την δευτεροβάθμιον συζήτηση της αγωγής και δ’) ανεξαρτήτως των προαναφερομένων ο αιτών επίσης δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει τα εκ του νόμου αποδεικτικά μέσα (έγγραφο ή δικαστική ομολογία) των γεγονότων, τα οποία αποτελούν την αφετηρία της προθεσμίας αναψηλαφήσεως, δηλαδή της γνώσεως αυτού περί της υπάρξεως της επικαλούμενης εξωδίκου δηλώσεως, ώστε να δύναται να κριθεί, εάν η αναψηλάφηση ησκήθη εμπροθέσμως [άρθρο 545§§1,3 (στοιχ.ε’)&4 εδ.τελ.) ΚΠολΔ -βλ. Εφ Πατρ 708 /2008, ο.π.]. Ως εκ τούτου πρέπει η κρινομένη αίτηση αναψηλαφήσεως να απορριφθεί ως απαράδεκτη, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρο 495§4εδ.ε’ ΚΠολΔ) και να επιβληθεί εις βάρος του αιτούντος λόγω της ήττης αυτού η δικαστική δαπάνη του υποβαλόντος αντίστοιχον αίτημα καθ’ ού ( άρθρα 106, 176,183, 189 και 191 §2 ΚΠολΔ εν συνδυασμώ προς 98επ. Κωδικός περί Δικηγόρων), κατά τα ειδικώτερον ορισόμενα στο διατακτικό.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Απορρίπτει την υπ’ αριθ. καταθ. …… αίτηση αναψηλαφήσεως.

Διατάσσει την εισαγωγή του εις το σκεπτικό αναφερομένου παραβόλου εκ ποσού τετρακοσίων (400) ευρώ εις το Δημόσιον Ταμείον.

Επιβάλλει εις βάρος του αιτούντος την δικαστική δαπάνη του καθ’ ού την οποίαν ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Εκρίθη, απεφασίσθη και εδημοσιεύθη σε έκτακτη και δημοσία συνεδρίαση στο ακροατήριο του, δίχως να παρίστανται οι διάδικοι, την 14ην Αυγούστου 2018.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ