Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 512/2018

Αριθμός  512/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη-Εισηγήτρια και Γεώργιο Βερούση, Εφέτη  και από τη Γραμματέα  Κ.Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες 1) από 4-7-2017 (αρ. καταθ. ………….) και 2) από 20-6-2017 (αρ. καταθ. …..) εφέσεις των πρωτοδίκως εν μέρει ηττηθέντων διαδίκων, κατά της υπ΄ αρ 782/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 667, 671 παρ. 1-3, 672-676, 681Δ του ΚΠολΔ (διαφορές που αφορούν σε προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές), αρμοδίως και παραδεκτώς φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε κατά νόμο στους εναγομένους, ήδη εφεσίβλητους της από 4-7-2017 εφέσεως και εκκαλούντες της από 20-6-2017 εφέσεως, με επιμέλεια της ενάγουσας, ήδη εκκαλούσας της από 4-7-2017 εφέσεως και εφεσίβλητης της από 20-6-2017 εφέσεως, την 6-6-2017 (βλ. τις υπ΄ αρ. 3840Β/6-6-2017, 3839Β/6-6-2017 και 3838Β/6-6-2017 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …., αντίστοιχα), οι δε ένδικες εφέσεις ασκήθηκαν εντός της προβλεπόμενης κατ΄ άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των 30 ημερών, ήτοι η από 4-7-2017 έφεση την 5-7-2017 και η από 20-6-2017 έφεση την 21-6-2017 [άρθρα 144 παρ. 2, 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 495 ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον οι ένδικες εφέσεις, όπως προαναφέρθηκε, ασκήθηκαν μετά την 1-1-2016], δεδομένου ότι το άρθρο 681Δ του ΚΠολΔ, του οποίου η παράγραφος 5 όριζε ότι «Η προθεσμία ανακοπής ερημοδικίας είναι οκτώ (8) ημέρες, ενώ της εφέσεως, της αναψηλάφησης και της αναίρεσης δεκαπέντε (15) ημέρες, εάν εκείνος που δικαιούται να ασκήσει αυτά τα ένδικα μέσα διαμένει στην Ελλάδα και τριάντα (30) ημέρες εάν διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη. Η προθεσμία της αίτησης για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση είναι οκτώ (8) ημέρες από την ημέρα που αίρεται το κώλυμα που συνιστά ανωτέρα βία ή από τη γνώση του δόλου», καταργήθηκε σιωπηρώς με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87) και δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω (όπως ίσχυε) σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, η από 4-7-2017 έφεση ασκήθηκε την 5-7-2017 και η από 20-6-2017 έφεση την 21-6-2017, ήτοι μετά την 1-1-2016. Σε κάθε περίπτωση δε, αν ασκήθηκαν αντίθετες εφέσεις και η μια από αυτές είναι εμπρόθεσμη και παραδεκτή, [εν προκειμένω η από 20-6-2017 έφεση, ασκήθηκε πριν την παρέλευση δεκαπέντε ημερών από την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως στους με αυτή (έφεση) εκκαλούντες], ενώ η άλλη, του εφεσίβλητου στην πρώτη έφεση, είναι εκπρόθεσμη, η τελευταία ισχύει ως αντέφεση, χωρίς να απαιτείται ειδικό προς τούτο αίτημα, διότι η αντέφεση έχει όμοιο αποτέλεσμα με την έφεση. Επομένως, πρέπει, αφού συνεκδικασθούν, καθόσον είναι συναφείς, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 παρ. 3, 246 και 524 του ΚΠολΔ), να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτών (εφέσεων) κατατέθηκαν από τους εκκαλούντες, αντίστοιχα, παράβολα (ενιαίο για την από 20-6-2017 έφεση), ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ (βλ. για την πρώτη έφεση το υπ΄ αρ. 154101723957 0904 0007/2017 e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ και για τη δεύτερη έφεση το υπ΄ αρ. 151702977957 0821 0008/2017 e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ), κατ΄ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής, αντικαταστάθηκε από 23-1-2017 με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016  (ΦΕΚ Α΄ 240/22-12-2016).

Με την από 16-12-2014 (αρ. καταθ. 295/2015) αγωγή της, που κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 15-1-2015, επιδόθηκε στους εναγομένους την 23-1-2015 και συζητήθηκε ενώπιον αυτού (πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) κατά τη δικάσιμο της 14-10-2016, η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη, ισχυρίστηκε ότι στο φύλλο της 22-11-2014 της εβδοµαδιαίας εφηµερίδας «……….», της οποίας ο δεύτερος των εναγομένων είναι εκδότης-διευθυντής και η πρώτη των εναγομένων ιδιοκτήτρια, δηµοσιεύθηκε το λεπτοµερώς παρατιθέµενο σ΄ αυτήν (αγωγή) ενυπόγραφο άρθρο, συνταχθέν από την τρίτη των εναγομένων, δηµοσιογράφο, το οποίο περιέχει ψευδή και συκοφαντικά γεγονότα σε βάρος αυτής (ενάγουσας), που θίγουν την προσωπικότητα, την τιµή και την υπόληψή της ως ατόμου, ιατρού-διευθύντριας της παθολογικής κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου ………. και πρώην βουλευτή του Ελληνικού Κοινοβουλίου και τα οποία οι δεύτερος και τρίτη των εναγομένων διέδωσαν τελώντας εν γνώσει της αναλήθειάς τους. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε α) να υποχρεωθούν οι εναγόµενοι να άρουν την προσβολή και να παραλείπουν αυτή στο µέλλον, µε την απειλή εις βάρος των δευτέρου και τρίτης από αυτούς προσωπικής κράτησης διάρκειας μέχρι τριών (3) µηνών, β) να υποχρεωθούν οι εναγόµενοι, ευθυνόµενοι εις ολόκληρον, να της καταβάλουν, το ποσό των 100.000 ευρώ -µετά από παραδεκτό (άρθρα 223, 295 παρ. 1, 297 του ΚΠολΔ) περιορισµό του αιτήµατος, από το αρχικά αιτηθέν ποσό των 200.000 ευρώ στο ως άνω ποσό των 100.000 ευρώ, µε δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της- ως χρηµατική της ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής µέχρι την εξόφληση, γ) να υποχρεωθούν οι εναγόµενοι να προβούν στη δηµοσίευση της αποφάσεως που θα εκδοθεί στην πιο πάνω εφηµερίδα, στην ίδια θέση που είχε καταχωρηθεί το επίδικο δηµοσίευµα, η οποία (περίληψη) θα περιέχει τα στοιχεία της παρ. 6 του Ν. 1178/1981, εντός προθεσµίας 15 ηµερών από την κοινοποίηση σ΄ αυτήν της τελεσίδικης αποφάσεως, µε την απειλή χρηµατικής ποινής εις βάρος τους, ποσού 1.000 ευρώ για κάθε ηµέρα καθυστερήσεως της δηµοσιεύσεως, καθώς και προσωπικής κράτησης εις βάρος των δευτέρου και τρίτης από αυτούς διάρκειας μέχρι τριών (3) µηνών για την περίπτωση της µη δηµοσιεύσεως, δ) να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και ε) να καταδικαστούν οι εναγόµενοι στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 782/2017 οριστική απόφασή του, που δημοσιεύτηκε την 24-2-2017, αφού απέρριψε ως µη νόµιµα α) το παρεπόµενο αίτηµα περί υποχρεώσεως των εναγοµένων να παραλείπουν στο µέλλον κάθε παρόµοια προσβολή εις βάρος της ενάγουσας και β) το αίτημα περί δηµοσιεύσεως της εκδοθησοµένης αποφάσεως, κατά τη διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου µόνου του Ν. 1178/1981 και το παρεπόµενο αίτηµα αναπληρωµατικής εκτελέσεως αυτού, µε την απειλή χρηµατικής ποινής, ποσού 1.000 ευρώ, και προσωπικής κρατήσεως εις βάρος των δευτέρου και τρίτης των εναγοµένων, για κάθε ηµέρα καθυστερήσεως δηµοσιεύσεως της ως άνω προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως προς τους τελευταίους (δεύτερο και τρίτη των εναγομένων), απέρριψε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ΄ ουσίαν βάσιµη και υποχρέωσε τους εναγομένους, ευθυνόµενους εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 10.000 ευρώ, µε το νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής και µέχρι την εξόφληση. Επίσης υποχρέωσε την πρώτη των εναγομένων να καταχωρήσει περίληψη της προσβαλλόμενης αποφάσεως στην εφηµερίδα «……….», στην ίδια θέση που είχε καταχωρηθεί το αναφερόμενο στο σκεπτικό της (προσβαλλόμενης αποφάσεως) προσβλητικό δηµοσίευµα, η οποία (περίληψη) θα περιέχει τα στοιχεία της παρ. 6 του Ν. 1178/1981, εντός προθεσµίας δεκαπέντε (15) ηµερών από την κοινοποίηση σ΄ αυτήν της τελεσίδικης αποφάσεως, µε την απειλή χρηµατικής ποινής εις βάρος της, ποσού 1.000 ευρώ για κάθε ηµέρα καθυστερήσεως της δηµοσιεύσεως. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με τις προαναφερόμενες εφέσεις οι εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτές (εφέσεις) αντίστοιχα λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν 1) με την από 4-7-2017 (αρ. καταθ. 373/2017) έφεση η εν μέρει ηττηθείσα ενάγουσα να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί και επικουρικά να μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς τα προσβαλλόμενα κεφάλαια και να γίνει δεκτή στο σύνολό της, όπως περιορίστηκε, η ένδικη αγωγή της και 2) με την από 20-6-2017 (αρ. καταθ. 334/2017) έφεση οι εν μέρει ηττηθέντες εναγόμενοι να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί και επικουρικά να μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή της εφεσίβλητης εναντίον τους.

Κατά το άρθρο 57 του ΑΚ, εκτός άλλων, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 του ΑΚ και στην περίπτωση του άρθρου 57 του ΑΚ, το Δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Τέτοιο προστατευόμενο αγαθό είναι και η τιμή κάθε ανθρώπου, η οποία αντικατοπτρίζεται στην υπόληψη, εκτίμηση και αξία που αποδίδεται σ΄ αυτόν από τους άλλους και σε περίπτωση προσβολής της, με κάποια παράνομη ενέργεια, δικαιούται να απαιτήσει την άρση της και την παράλειψή της στο μέλλον, χωρίς τη συνδρομή υπαιτιότητας (αντικειμενική ευθύνη), η οποία, όμως, είναι αναγκαία προκειμένου περί ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης. Κατά δε το άρθρο 914 του ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, ενώ κατά το άρθρο 932 του ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το Δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του (ΑΠ 1462/2005, ΑΠ 780/2005). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 920 του ΑΚ, όποιος, γνωρίζοντας ή υπαίτια αγνοώντας, υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το  επάγγελμα ή το μέλλον άλλου, έχει την υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει  με σαφήνεια ότι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της είναι: α) η υποστήριξη ή η διάδοση αναληθών ειδήσεων. Υποστήριξη είναι ο ισχυρισμός των ειδήσεων μπροστά σε τρίτους με επιχειρήματα υπέρ της αληθείας τους. Διάδοση δε είναι η απλή ανακοίνωσή τους. Η υποστήριξη ή η διάδοση των ειδήσεων μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο, δηλαδή προφορικώς ή γραπτώς, με μαζικά μέσα ενημέρωσης ή μεμονωμένα, σε ένα ή περισσότερα άτομα κ.τ.λ. Ως ειδήσεις νοούνται οι πληροφορίες που αναφέρονται σε οποιαδήποτε  περιστατικά, σχέσεις ή καταστάσεις, οι οποίες ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και εκθέτουν σε κίνδυνο κατά το χρόνο της υποστηρίξεως ή διαδόσεως ένα από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στην εν λόγω διάταξη αγαθά, ήτοι την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του θιγόμενου. Οι υποστηριζόμενες ή διαδιδόμενες ειδήσεις πρέπει να είναι σαφείς και συγκεκριμένες, αναφερόμενες σε ορισμένα γεγονότα (δηλαδή συγκεκριµένα συµβάντα του εξωτερικού κόσµου, παρελθόντα ή παρόντα, υποπίπτοντα στις αισθήσεις και δεκτικά αποδείξεως, καθώς και συµπεριφορές ή συγκεκριµένες σχέσεις αναφερόµενες στο παρελθόν ή το παρόν) και  όχι  αόριστες  υπόνοιες  χωρίς αναφορά  σε ορισμένα γεγονότα, γιατί τότε δεν αποτελούν «ειδήσεις». Βεβαίως και οι απλές υπόνοιες εάν κριθεί ότι αντιβαίνουν στα χρηστά ήθη, υποχρεώνουν εκείνον  που  τις  διαδίδει  σε  ανόρθωση  της  ζημίας του θιγόμενου με βάση όμως το άρθρο 919 του ΑΚ. Περαιτέρω οι υποστηριζόμενες ή διαδιδόμενες ειδήσεις πρέπει να αποδεικνύονται τελικώς και αναληθείς, δηλαδή ή να μη αληθεύει εξ ολοκλήρου το σχετικό γεγονός ή να παρουσιάζεται αυτό παραποιημένο µε γνώση ή υπαίτια άγνοια της αναλήθειας. Αν το σχετικό γεγονός  αληθεύει δεν γεννάται θέμα εφαρμογής της παραπάνω διατάξεως (ΑΠ 1772/2006 ΧΡΙΔ 2007.129, ΕφΘεσ 443/2005 Αρµ. 2005.1722), είναι όμως πιθανόν να συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 919 του ΑΚ. β)  Γνώση  ή  υπαίτια  άγνοια  της  αναλήθειας. Δηλαδή αυτός που υποστηρίζει ή διαδίδει τις αναληθείς ειδήσεις πρέπει να γνωρίζει ή υπαίτια  (ήτοι από αμέλεια) να αγνοεί την αναλήθεια των ειδήσεων. Σκοπός εξάλλου της διατάξεως είναι  γενικότερα η πρόληψη διαδόσεως αναληθών ειδήσεων,  γι΄ αυτό και δεν απαιτείται για την εφαρμογή της πρόθεση του διαδίδοντος να προξενήσει βλάβη στο θιγόμενο. Η ζημία του  βλαπτόμενου  προσώπου  πρέπει  να  προήλθε αιτιωδώς από τη διάδοση ή υποστήριξη των αναληθών ειδήσεων, γ) Κίνδυνος για την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του προσώπου. Οι διαδιδόμενες ή οι υποστηριζόμενες αναληθείς ειδήσεις πρέπει επιπλέον να εκθέτουν αιτιωδώς και πραγματικά σε κίνδυνο ένα από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στο πιο πάνω άρθρο αγαθά φυσικού  ή  νομικού  προσώπου. Δεν αρκεί, δηλαδή, η διαπίστωση ότι είναι αφηρημένα ικανές να εκθέσουν τα εν λόγω αγαθά σε κίνδυνο.  Ως πίστη του προσώπου νοείται η καλή γνώμη και υπόληψη που έχουν οι τρίτοι γι΄ αυτό σχετικά με την οικονομική και επαγγελματική του κατάσταση. Ως μέλλον αυτού νοείται η  οικονομική  και  επαγγελματική  του βελτίωση. Η πίστη, το μέλλον ή το επάγγελμα ενός προσώπου θεωρείται ότι βρίσκεται σε κίνδυνο, όταν δημιουργούνται δυσμενείς παραστάσεις σε τρίτους και ειδικότερα σ΄ εκείνους με τους οποίους σχετίζεται, κοινωνικά, οικονομικά ή επαγγελματικά, δ) Ζημία. Τελευταία προϋπόθεση για την  ύπαρξη αξιώσεως από το άρθρο 920 του ΑΚ, είναι η απόδειξη (περιουσιακής) ζημίας, αιτιωδώς προκαλουμένης από την έκθεση σε κίνδυνο ενός από τα παραπάνω αγαθά. Επίσης, ο θιγόμενος μπορεί με βάση το άρθρο 920 του ΑΚ να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη από την παραπάνω αδικοπραξία. Ο ενάγων πρέπει να αναφέρει στην αγωγή του και να αποδείξει όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις (ΕφΠατρ 1341/1990 ΕλλΔνη 1991.1335). Περαιτέρω, η προαναφερθείσα διάταξη ρυθμίζει μια ειδική μορφή αδικοπραξίας, με σκοπό την προστασία της οικονομικής υπόστασης των ατόμων από ζημιές που θα μπορούσαν να προκληθούν με την υποστήριξη ή διάδοση αναληθών γεγονότων (ειδήσεων), τα οποία εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον τους. Η ίδια προστασία θα μπορούσε να παρασχεθεί και με βάση το άρθρο 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 57 του ΑΚ (υπαίτια προσβολή του απόλυτου δικαιώματος στην προσωπικότητα) αλλά η ρύθμιση του θέματος με ειδική διάταξη κρίθηκε αναγκαία, ώστε να μη δημιουργηθούν αμφισβητήσεις, για το αν τα προστατευόμενα από το άρθρο 920 του ΑΚ αγαθά αποτελούν ή όχι εκφάνσεις του γενικού και απόλυτου δικαιώματος στην προσωπικότητα (Φίλιου: Ενοχ. Δικ., Ειδ. Μέρος, σελ. 608, ……….: Ειδ. Ενοχικό Δικ., τόμος ΙΙΙ, παρ. 354). Όταν η υποστήριξη ή η διάδοση των αναληθών «ειδήσεων» γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 361, 362, 363 του ΠΚ (εξύβριση, δυσφήμηση απλή η συκοφαντική) είναι προφανές ότι και πάλι μπορεί να ζητηθεί αποζημίωση με βάση το άρθρο 914 του ΑΚ σε συνδυασμό με την ποινική διάταξη που παραβιάστηκε (…..: Αστικός Κώδιξ, άρθρο 920, αρ. 9, ……….: ο.π.). Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι εκείνος του οποίου προσβάλλεται η προσωπικότητα με δυσφημιστική διάδοση γεγονότων, δηλαδή συμβάντος ή περιστατικού παρόντος ή του παρελθόντος που υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, το οποίο (δυσφημιστικό γεγονός) μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του, δικαιούται να ζητήσει, εκτός άλλων, και την καταδίκη του υπαιτίου της δυσφημιστικής διαδόσεως, στην καταβολή χρηματικού ποσού προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβολή (ΕφΑθ 4056/1988 ΕλλΔνη 31.121, ΕφΑθ 10504/1986 ΕλλΔνη 28.1325). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη 361 παρ. 1 του ΠΚ «όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363), προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται ….», με τη διάταξη του άρθρου 362 του ίδιου Κώδικα «όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τιμωρείται….» και με τη διάταξη του άρθρου 363 του αυτού ως άνω Κώδικα «αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται….». Από τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ προκύπτει ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Η πράξη της δυσφήμησης περιλαμβάνει αντικειμενικώς μεν τον ισχυρισμό ή διάδοση από το δράστη ενώπιον τρίτου, με οποιοδήποτε τρόπο, για κάποιον άλλον γεγονότος, που μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη αυτού, υποκειμενικώς δε τη γνώση του υπαιτίου, ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη άλλου. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση προερχόμενη ή εξ ιδίας πεποιθήσεως ή γνώμης ή εκ μεταδόσεως από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοινώσεως. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, το οποίο ανάγεται στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δυνατόν να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία έχει ως πηγή την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσεως, ακόμη δε και χαρακτηρισμός οσάκις, αμέσως ή εμμέσως, υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνο όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά τη διάταξη του άρθρου 361 του ΠΚ (ΑΠ 955/2011, ΑΠ 34/2010, ΕφΔυτΜακεδ 122/2014). Περαιτέρω κατά το άρθρο μόνο παρ. 1 του Ν. 1178 της 14/16-7-1981 (ΦΕΚ Α΄ 187) «Περί αστικής ευθύνης του τύπου και άλλων τινών διατάξεων», ο ιδιοκτήτης κάθε εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση για την παράνομη περιουσιακή ζημία, καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που προξενήθηκαν υπαίτια με δημοσίευμα, το οποίο θίγει την τιμή ή την υπόληψη κάθε ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρο 914 του ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρο 919 του ΑΚ πρόθεση και η κατά το άρθρο 920 του ΑΚ γνώση ή υπαίτια άγνοια συντρέχει στο συντάκτη του δημοσιεύματος ή, αν ο τελευταίος είναι άγνωστος, στον εκδότη ή στο διευθυντή συντάξεως του εντύπου. Στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου, όπως είχε αντικατασταθεί  με την παρ. 4 του άρθρου μόνου του Ν. 2243/1994 (ΦΕΚ Α΄ 162), αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 37 του Ν. 4356/2015 (ΦΕΚ Α΄ 181) και ίσχυε κατά το χρόνο που εκδικάστηκε, αλλά κυρίως ίσχυε όταν δημοσιεύτηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ορίζεται ότι για την κατά το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα ανάλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του αδικηθέντος από κάποια από τις προβλεπόμενες στην προηγούμενη παράγραφο πράξεις το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ιδίως: α) τις επιπτώσεις του δημοσιεύματος στον αδικηθέντα, καθώς και στο οικογενειακό, κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον του, β) το είδος, τη φύση, τη σπουδαιότητα, τη βαρύτητα και την απαξία των γεγονότων, πράξεων ή χαρακτηρισμών που του αποδόθηκαν με το δημοσίευμα, γ) το είδος της προσβολής, που υπέστη, δ) την ένταση του πταίσματος του εναγομένου, ε) τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας και στ) την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων. Εξάλλου πριν την ως άνω αντικατάστασή του από το άρθρο 37 του Ν. 4356/2015 (ΦΕΚ Α΄ 181) όριζε ότι «η κατά το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του αδικηθέντος από κάποια από τις προβλεπόμενες στην προηγούμενη παράγραφο πράξεις ορίζεται, εφόσον αυτές τελέσθηκαν δια του Τύπου, κατά την κρίση του δικαστή, όχι κατώτερη των δέκα εκατομμυρίων (10.000 000) δραχμών για τις ημερήσιες εφημερίδες Αθηνών και Θεσσαλονίκης, καθώς και για τα περιοδικά που κυκλοφορούν μέσω των Πρακτορείων Εφημερίδων και των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών για τις άλλες εφημερίδες ή περιοδικά, εκτός αν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό και αυτό ανεξάρτητα από την απαίτηση προς αποζημίωση για περιουσιακή ζημία.». Πλην όμως, η ρύθμιση αυτή αντέβαινε στη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος και τη θεσμοθετούμενη με αυτήν αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η καθιέρωση με την ως άνω διάταξη μόνο του στοιχείου της ευρύτερης κυκλοφορίας των εκδιδομένων στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη εφημερίδων ή περιοδικών, για τον καθορισμό του ελάχιστου ορίου χρηματικής ικανοποιήσεως στο, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ιδιαίτερα σημαντικό ποσό των 10.000.000 δραχμών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, δεν είναι εν στενή εννοία αναλογική, διότι η βλάβη που προκαλείται με την υποχρέωση καταβολής αυτού του χρηματικού ποσού είναι, στις περιπτώσεις ελαφρών εξ απόψεως είδους και βαρύτητας προσβολών, ακόμη και με την χωρική ευρύτητα που επάγεται η διάδοση αυτών μέσω των ημερήσιων εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης που έχουν πανελλαδική κυκλοφορία και σε κάθε περίπτωση απευθύνονται σε περισσότερους αναγνώστες, λόγω του πληθυσμού των πόλεων αυτών, στις οποίες (περιπτώσεις) και αντιστοιχεί το εν λόγω κατώτατο όριο χρηματικής ικανοποιήσεως, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, η τιμή και η υπόληψη του οποίου προσβλήθηκε. Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη ως αντισυνταγματική ήταν ανίσχυρη (ΟλΑΠ 6/2011, ΑΠ 65/2013). Επιπροσθέτως, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει σαφώς ότι αναφέρονται μόνο στην ευθύνη του ιδιοκτήτη του εντύπου, φυσικού ή νομικού προσώπου και όχι στο συντάκτη του επιλήψιμου δημοσιεύματος ή τον εκδότη του εντύπου (αν αυτός δεν ταυτίζεται με τον ιδιοκτήτη) ή τον διευθυντή συντάξεως. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ο συντάκτης (του επιλήψιμου δημοσιεύματος), ο εκδότης (αν δεν είναι και ιδιοκτήτης του εντύπου) ή ο διευθυντής συντάξεως παύουν να ευθύνονται προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας ή της ηθικής βλάβης που έχει προκληθεί από επιλήψιμο δημοσίευμα, αλλά η ευθύνη τους θεμελιώνεται στις κοινές διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 919, 920, 932 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 361-363 του ΠΚ (ΕφΠειρ 813/2014). Όλοι δε, ιδιοκτήτης, εκδότης, διευθυντής και συντάκτης, ευθύνονται εις ολόκληρον κατά το άρθρο 926 του ΑΚ (ΑΠ 1395/2005, ΑΠ 782/2005, ΑΠ 389/2004). Τέλος, το άρθρο 367 του ΠΚ ορίζει στην παρ. 1 αυτού: «Δεν αποτελούν άδικη πράξη α) οι δυσμενείς κρίσεις … καθώς και γ) οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για την διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον …» και στη δεύτερη παράγραφο: «Η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται α) όταν οι παραπάνω κρίσεις και εκδηλώσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 (δηλαδή της συκοφαντικής δυσφήμησης) καθώς και β) όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι ο άδικος χαρακτήρας των πράξεων της εξύβρισης και της απλής δυσφήμησης (άρθρα 361 και 362 του ΠΚ) αίρεται και στην περίπτωση που οι σχετικές εκδηλώσεις γίνονται για διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Τέτοιο δε ενδιαφέρον έχει και κάθε πρόσωπο, που έχει τις κατάλληλες γνώσεις και προϋποθέσεις, να ενημερώσει υπεύθυνα την κοινή γνώμη για ζήτημα γενικότερης σημασίας που την αφορά. Έτσι είναι επιτρεπτές κρίσεις, εκδηλώσεις, δημοσιεύματα, σχόλια για την πληροφόρηση, ενημέρωση και κατατόπιση του κοινού συνοδευόμενα ακόμη και από οξεία κριτική και δυσμενείς χαρακτηρισμούς των προσώπων στα οποία αναφέρονται. Στην περίπτωση όμως, αυτή ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδήλωσης δεν αίρεται και, συνεπώς, παραμένει η παρανομία ως συστατικό στοιχείο της αδικοπραξίας, όταν η άνω εκδήλωση αποτελεί συκοφαντική δυσφήμηση ή όταν από τον τρόπο ή τις περιστάσεις που έγινε αυτή προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικώς σε προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του ή με περιφρόνηση αυτού. Ειδικός σκοπός εξύβρισης, που, ως νομική έννοια, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής της τιμής άλλου συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για την δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψης εκείνου που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και ο οποίος μολονότι γνώριζε τούτο, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλλει τη τιμή άλλου. Η τελευταία αυτή διάταξη (άρθρο 367 του ΠΚ) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. του ΑΚ. Επομένως, όταν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των ως άνω αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη του άρθρου 367 παρ. 2 του ΠΚ), αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου (ΑΠ 1940/2014, ΑΠ 500/2012, ΑΠ 447/2012, ΑΠ 34/2010). Έτσι, η προβολή περίπτωσης του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό, καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος προσώπου (ένσταση), λόγω άρσης του παράνομου της προσβολής. Όμως, όπως προεκτέθηκε, ο άδικος χαρακτήρας της προσβλητικής συμπεριφοράς, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κ.λ.π. και, συνεπώς, παραμένει η ποινική ευθύνη των κατά νόμο υπευθύνων, άρα και η υποχρέωσή τους προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 367 παρ. 2 του ΠΚ, δηλαδή όταν η προσβλητική συμπεριφορά, περιέχει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης του άρθρου 363 του ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδήλωσης, ή από τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει ειδικός σκοπός εξύβρισης. Τέτοιος δε σκοπός εξύβρισης, εμφαίνεται στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής (εξυβριστικής ή απλής δυσφημιστικής) συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για να αποδοθεί όπως έπρεπε το περιεχόμενο της σκέψης του ενεργήσαντος προς προστασία δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και όταν ο τελευταίος, αν και γνώριζε την έλλειψη της αναγκαιότητας του τρόπου αυτού, εντούτοις τον χρησιμοποίησε για να προσβάλει την τιμή του άλλου (ΑΠ 179/2011, ΑΠ 1609/2009, ΑΠ 1496/2009, ΑΠ 1095/2009, ΑΠ 1462/2005 ΕλλΔνη 47.187, ΑΠ 1573/2005 ΕλλΔνη 47.840). Η προβολή δε από τον προσβληθέντα περίπτωσης από το άρθρο 367 παρ. 2 του ΠΚ αποτελεί αντένσταση κατά της από το άρθρο 367 παρ. 1 του ΠΚ ένστασης (ΑΠ 354/2012, ΑΠ 195/2007, ΑΠ 391/2006 ΧΡΙΔ 2006.596, ΑΠ 1395/2005, ΑΠ 387/2005, ΑΠ 167/2000 ΕλλΔνη 41.771, ΕφΑθ 1143/2016).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, …… και Δημητρίου ……, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ΄ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προαναφέρθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (πρβλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι ιατρός, ειδικός παθολόγος και Διευθύντρια της Παθολογικής Κλινικής του Γενικού….. Κατά το χρονικό διάστηµα των ετών 2004 έως 2012 διετέλεσε βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Η πρώτη των εναγομένων είναι ιδιοκτήτρια της εβδοµαδιαίας εφηµερίδας «……….», που κυκλοφορεί κάθε Σάββατο σε ολόκληρη την χώρα, συμπεριλαμβανομένης της ………., πόλη στην οποία κατοικεί και ασκεί το επάγγελμά της η ενάγουσα, και στην οποία δημοσιεύθηκε κατά την κατωτέρω αναφερόμενη ημεροχρονολογία το κατωτέρω δημοσίευμα, που αναφερόταν στο πρόσωπο της ενάγουσας. Ο δεύτερος των εναγομένων είναι εκδότης-διευθυντής της εφηµερίδας και η τρίτη των εναγομένων είναι δηµοσιογράφος. Στο από 22-11-2014 φύλλο της εφηµερίδας αυτής, η οποία για το χρονικό διάστημα από 17-11-2014 έως 23-11-2014 (ημερομηνία κυκλοφορίας του επίμαχου φύλλου 22-11-2014), κυκλοφόρησε σε 44.790 φύλλα σε όλη τη χώρα), καταχωρήθηκε στην τριακοστή έβδοµη (37η) σελίδα, ενυπόγραφο άρθρο που συνέταξε η τρίτη των εναγομένων, µε γενικό τίτλο σε κεφαλαία γράµµατα: «ΚΡΑΤΑΕΙ … ΚΡΥΦΟ ΤΟ ΠΤΥΧΙΟ» και µε ειδικότερο τίτλο σε µικρότερα γράµµατα: «Η γιατρός και πρώην βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Κ. ……. αρνείται τον έλεγχο», στο οποίο (άρθρο) αναφέρονται επί λέξει τα εξής: «Τι και αν τον Μάρτιο ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθµισης, Κυριάκος Μητσοτάκης, έδωσε ρητή εντολή για «επιτάχυνση και αποτελεσµατικότερη παρακολούθηση του ελέγχου εγκυρότητας των πιστοποιητικών των δηµοσίων υπαλλήλων», εκδίδοντας ειδική εγκύκλιο! Τα «……..» αποκαλύπτουν πως υπάρχει συγκεκριµένη περίπτωση γιατρού, και µάλιστα πρώην βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, που υπηρετεί πολλά χρόνια στο δηµόσιο σύστηµα Υγείας και «κωφεύει» εδώ και έναν χρόνο στις κλήσεις να καταθέσει τον φάκελο µε τα τυπικά προσόντα και, φυσικά, το … πτυχίο της. ΥΠΟΘΕΣΗ. Πρόκειται για µια εξόφθαλµα προκλητική υπόθεση, που εντοπίστηκε από το Σώµα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας µετά από καταγγελίες που έγιναν στο Νοσοκοµείο της ………. και αφορούσαν την πρώην βουλευτή του ΠΑΣΟΚ κ. ……, παθολόγο στο συγκεκριμένο νοσηλευτικό ίδρυμα. Την ώρα που εκατοντάδες δηµόσιοι υπάλληλοι οδηγούνται στην απόλυση, εκείνη παραµένει στη θέση της και αρνείται να δώσει τους τίτλους σπουδών της (πτυχίο, µεταπτυχιακό κ.λπ.), ενώ της έχουν ζητηθεί από τη διοίκηση του νοσοκοµείου. Η προκλητική στάση της κ. ………., αλλά και του διοικητή του νοσοκοµείου, …., που αρνούνται τον έλεγχο, έκαναν τους επιθεωρητές Υγείας να επικοινωνήσουν και να στείλουν οι ίδιοι στις 2 Οκτωβρίου έγγραφο στην πρεσβεία µας στη Ρώµη, ζητώντας να ενηµερωθούν για τα πτυχία της πρώην βουλευτού από το Πανεπιστήµιο της Γένοβας. ΕΡΕΥΝΑ. Εδώ και έναν χρόνο το ΣΕΥΥΠ (Σώµα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας) δεχόταν συνεχώς καταγγελίες σχετικά µε την εγκυρότητα του πτυχίου της πρώην βουλευτού, µε αποτέλεσµα να κινηθούν οι διαδικασίες και να αρχίσει η έρευνα από τους επιθεωρητές. Το θέµα έφτασε και στον βουλευτή Ευβοίας της Ν.Δ., ….., ο οποίος δεν γνώριζε ότι πρόκειται για περίπτωση πρώην συναδέλφου του βουλευτού και έφερε το θέµα στη Βουλή, καθώς, όπως ανέφερε σε ερώτησή του, «ο διοικητής οφείλει να διαβεβαιώσει τον κόσµο ότι δεν υπάρχει πρόβληµα ασφαλούς υγειονοµικής περίθαλψης στους ασθενείς που απευθύνονται στο Νοσοκοµείο ……. και να προβεί άµεσα σε όλες τις απαιτούµενες ενέργειες για τη διελεύκανση της υπόθεσης. Ειδάλλως, θα θεωρηθεί ότι και ο ίδιος ο διοικητής συγκαλύπτει και πιθανότατα θέτει σε κίνδυνο τη δηµόσια υγεία». Στην ερώτηση του κ. ………τον Ιούλιο απάντησε τρεις µήνες µετά ο Υπουργός Υγείας, Μάκης Βορίδης. Σύµφωνα µε το υπουργείο Υγείας, η ανώνυµη καταγγελία για την παθολόγο έγινε στις 19/11/2013, δηλαδή ακριβώς έναν χρόνο πριν. Από τότε µέχρι σήµερα το ΣΕΥΥΠ έχει διενεργήσει ελέγχους στο πλαίσιο των οδηγιών του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθµισης, αλλά αποτέλεσµα κανένα. Στις 10/1/2014 ανατέθηκε σε επιθεωρητές του Σώµατος ο επιτόπιος έλεγχος της εύρυθµης λειτουργίας του νοσοκοµείου, καθώς και η διερεύνηση της συγκεκριµένης καταγγελίας. Κατά τον έλεγχο ζητήθηκαν από τον διοικητή όλα τα στοιχεία σχετικά µε τις «φήµες» περί γιατρού που φέρεται να έχει πλαστό πτυχίο ή µη αναγνωρισµένο από το πρώην ΔΙΚΑΤΣΑ. Ωστόσο ο κ. …… δεν είχε τίποτα να επιδείξει στους επιθεωρητές, καθησυχάζοντάς τους πως ό,τι συλλέξει θα το αποστείλει στην υπηρεσία… Τον Μάρτιο το ΣΕΥΥΠ ζήτησε εκ νέου από τον διοικητή του νοσοκοµείου να ενηµερώσει εγγράφως για τις ενέργειές του και να εξηγήσει την εικόνα της εξέλιξης του θέµατος. Σήµερα, µετά από αλλεπάλληλες καθυστερήσεις και δικαιολογίες, δεν έχει εκδοθεί σχετικό πόρισµα ελέγχου της καταγγελίας. Εντύπωση προκαλεί πως, όταν ζητήθηκε «προφορικώς» από την κ. ………. να καταθέσει το πτυχίο της, εκείνη αντέδρασε και φυσικά αρνήθηκε. Τονίζουµε το «προφορικώς», καθώς ο διοικητής του Νοσοκοµείου …, έπρεπε να έχει προβεί σε όλες τις τυπικά προβλεπόµενες ενέργειες και να έχει ζητήσει όλα τα σχετικά πιστοποιητικά και πτυχία εγγράφως! Προκλητική η σιωπή του διοικητή του νοσοκοµείου Ο βουλευτής της Ν.Δ. Κ. Μαρκόπουλος επανήλθε στο θέµα µε νέα ερώτηση στη Βουλή και πριν από έναν µήνα, στις 14/10/2014, ζήτησε την «κατάθεση των εγγράφων του ελέγχου πτυχίου γυναίκας γιατρού στο Νοσοκοµείο της……». Η ανησυχία είναι µεγάλη και τα ερωτήµατα που χρήζουν άµεσων απαντήσεων πολλά. Εντύπωση προκαλεί η «σιωπή» της διοίκησης του νοσοκοµείου, που, αντί να θέσει τη γιατρό σε προληπτική αργία, µέχρι να διαλευκανθεί η υπόθεση, την αφήνει να ασκεί τα καθήκοντά της. Για ένα θέµα που θα έπρεπε να έχει λήξει σε µερικές ηµέρες και να µην υπάρχει κίνδυνος για την υγεία των ασθενών και την ασφάλεια των υπηρεσιών του νοσοκοµείου έχει περάσει ένας χρόνος και δεν έχει βρεθεί η άκρη! Οπως αποκαλύπτουµε, µετά τη µη συνεργασία του διοικητή του Νοσοκοµείου ……., µε τους επιθεωρητές Υγείας, το ΣΕΥΥΠ αναγκάστηκε, για να «κλείσει» την υπόθεση, να ζητήσει από την ελληνική πρεσβεία στη Ρώµη µε επίσηµο έγγραφο τον «Έλεγχο νοµιµότητας-γνησιότητας τίτλων σπουδών» της κ. ……….! Με µεγάλο ενδιαφέρον αναµένουµε την απάντηση από την Ιταλία σχετικά µε το πτυχίο της πρώην βουλευτού του ΠΑΣΟΚ και τη γνησιότητα ή την εγκυρότητά του. Αναπάντητα παραµένουν φυσικά τα ερωτήµατα γιατί η διοίκηση του νοσοκοµείου ……. δεν αντιµετωπίζει το πρόβληµα και γιατί το ΣΕΥΥΠ έχει αναγκαστεί να επανέλθει δύο φορές µε έγγραφά του στον διοικητή και η υπόθεση δεν έχει κλείσει ακόµη. Ολα αυτά δηµιουργούν κλίµα συγκάλυψης και αδιαφάνειας!». Με το παραπάνω δηµοσίευµα, στο οποίο εμπεριέχονται και τα επικαλούμενα με την ένδικη αγωγή αποσπάσματα:   «Κρατάει … κρυφό το πτυχίο … αρνείται τον έλεγχο», Α) «Τα «……….» αποκαλύπτουν … και φυσικά το … πτυχίο της». …, Β) «Την ώρα που εκατοντάδες δημόσιοι υπάλληλοι … από το Πανεπιστήμιο της Γένοβας» …, Γ) «Εδώ και ένα χρόνο το ΣΕΥΥΠ … η έρευνα από τους επιθεωρητές.» …, Δ) «Κατά τον έλεγχο … από το πρώην ΔΙΚΑΤΣΑ»  εκτιμώμενα αυτά σε συνδυασμό με όλο το ως άνω κείμενο, αποδίδεται στην ενάγουσα, ως ιατρό του Γενικού Νοσοκοµείου ………. και µάλιστα ως πρώην βουλευτή, ότι η ίδια αρνήθηκε να καταθέσει τους τίτλους σπουδών της στη διοίκηση του ως άνω νοσοκοµείου, προκειµένου να υποβληθεί σε έλεγχο της γνησιότητάς τους, στο πλαίσιο σχετικών οδηγιών του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθµισης προς όλους τους δηµόσιους φορείς για έλεγχο της εγκυρότητας των πιστοποιητικών των δηµοσίων υπαλλήλων, αλλά και κατόπιν αλλεπάλληλων καταγγελιών προς το Σώµα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας (Σ.Ε.Υ.Υ.Π) περί υπάρξεως ιατρού µε πλαστό πτυχίο ή µη αναγνωρισµένο από το πρώην ΔΙΚΑΤΣΑ, ώστε λόγω της επίµονης αρνήσεως της ενάγουσας να προβεί στην ανωτέρω ενέργεια, αλλά και της προκλητικής στάσης του Διοικητή του Νοσοκοµείου, που φαινόταν να συγκαλύπτει το ζήτηµα κωλυσιεργώντας τις σχετικές διαδικασίες ελέγχου, να αναγκαστούν να επιληφθούν του θέµατος αρµόδιοι Επιθεωρητές Υγείας, οι οποίοι υποχρεώθηκαν να επικοινωνήσουν οι ίδιοι µε την Πρεσβεία της Ελλάδος στη Ρώµη, προκειµένου να ενηµερωθούν για τη γνησιότητα των τίτλων σπουδών της ενάγουσας από το Πανεπιστήµιο της Γένοβας, χωρίς ωστόσο, ήδη ένα έτος µετά την έναρξη των σχετικών διαδικασιών διερεύνησης της υπόθεσης, να έχει επιτευχθεί κάποια θετική έκβαση ως προς το συγκεκριµένο ζήτηµα, µε αποτέλεσµα να τίθεται σε κίνδυνο η υγεία των ασθενών και η ασφάλεια των υπηρεσιών του Νοσοκοµείου. Ωστόσο τα περιλαµβανόµενα στο ανωτέρω δηµοσίευµα γεγονότα αναφορικά µε την άρνηση της ενάγουσας να υποβληθεί στο νόµιµο έλεγχο εγκυρότητας των τίτλων σπουδών της αλλά και την κωλυσιεργία που σηµειώθηκε στην ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών ελέγχου, εξαιτίας της παραπάνω αρνητικής στάσης της ενάγουσας, αποδείχθηκε ότι είναι αναληθή. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι µε σχετικές εγκυκλίους του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθµισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης ζητήθηκε η επικαιροποίηση των στοιχείων του προσωπικού µητρώου των υπαλλήλων του Γενικού Νοσοκοµείου ………. (µεταξύ των οποίων και της ενάγουσας ως ιατρού και Διευθύντριας της παθολογικής κλινικής του ως άνω Νοσοκοµείου). Στο πλαίσιο δε υποβολής της από 19-11-2013 ανώνυµης καταγγελίας προς το Σώµα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας (Σ.Ε.Υ.Υ.Π) εις βάρος της ενάγουσας, σύµφωνα µε την οποία η τελευταία δήθεν «δεν κατέχει πτυχίο ιατρικής (παρά μόνο ένα πιστοποιητικό αγνώστου προελεύσεως»), διατάχθηκε από τον Γενικό Επιθεωρητή του Σ.Ε.Υ.Υ.Π., µε την υπ΄ αρ. πρωτ. ΟIΚ22/10-1-2014 εντολή διενέργειας ελέγχου, η πραγµατοποίηση επιτόπιου ελέγχου στο Γενικό Νοσοκοµείο ………. προς διαπίστωση της εύρυθµης ή µη λειτουργίας του, καθώς και η διερεύνηση της ως άνω ανώνυµης καταγγελίας εις βάρος της ενάγουσας και η υποβολή σχετικής έκθεσης ελέγχου. Στο πλαίσιο εκτέλεσης της ανωτέρω εντολής, οι εντεταλµένες Επιθεωρήτριες της ως άνω υπηρεσίας (Σ.Ε.Υ.Υ.Π), ……….. και …….., µετέβησαν στο ως άνω Νοσοκοµείο στις 14-1-2014, όπου συναντήθηκαν με το Διοικητή και υπηρεσιακούς παράγοντες του Νοσοκομείου και κατόπιν υποβολής αιτήµατός τους τούς χορηγήθηκαν σε φωτοτυπία, κατά την επιτόπια επίσκεψη: α) βεβαίωση από το UNIVERCITA DEGLI STUDI ΟΙ GENOVA και µετάφραση αυτής από το Προξενείο της Ελλάδας στη Γένοβα στην οποία αναφέρεται ότι «ΠΙΣΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ότι η δ/δα ……, που γεννήθηκε στον …. (Ελλάδα) στις …….., πέτυχε σ΄ αυτό το πανεπιστήµιο, στις 12.11.1984 στην τελική εξέταση του πτυχίου της IΑΤΡΟΧΕIΡΟΥΡΓΙΚΗΣ Σχολής µε γενική βαθµολογία 89/110 (ογδόντα εννέα εκατοστά δέκατα) Γένοβα, 15.11.1984», β) το υπ΄ αρ. πρωτ. ………. έγγραφο σύµφωνα µε το οποίο ανακοινώνεται η δηµοσίευση της αποφάσεως της Νοµαρχίας Βοιωτίας σχετικά µε την χορήγηση άδειας άσκησης ιατρικού επαγγέλµατος στην ενάγουσα, γ) το υπ΄ αρ. πρωτ. …… πιστοποιητικό εγγραφής της ενάγουσας στον Ιατρικό Σύλλογο Ευβοίας, δ) την υπ΄ αρ. πρωτ. …… άδεια ιατρικής ειδικότητας Παθολογίας στην ενάγουσα, χορηγηθείσα από τη Διεύθυνση Υγιεινής της Νοµαρχίας Αθηνών και ε) το υπ΄ αρ. πρωτ. ……… έγγραφο του Γενικού Νοσοκοµείου ………. προς τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π, στο οποίο αναφέρονταν ενέργειες του ως άνω Νοσοκοµείου προς επικαιροποίηση του µητρώου της ενάγουσας ως υπαλλήλου του εν λόγω Νοσοκοµείου. Ακολούθως, ο Γενικός Επιθεωρητής του Σ.Ε.Υ.Υ.Π. µε τα υπ΄ αρ. ………….. και ……. έγγραφά του προς το Διοικητή του ιδίου ως άνω Γενικού Νοσοκοµείου ………., ζήτησε από τον τελευταίο να προβεί στην επικαιροποίηση του προσωπικού µητρώου της ενάγουσας και στην αποστολή των σχετικών στοιχείων προς την υπηρεσία του (Σ.Ε.Υ.Υ.Π.), αντίστοιχα. Σε απάντηση των ανωτέρω εγγράφων, το Γενικό Νοσοκοµείο ………. απέστειλε προς το Σ.Ε.Υ.Υ.Π. το υπ΄ αρ. πρωτ. ……… έγγραφό του, στο οποίο αναφέρονταν τα ακόλουθα σχετικά µε τις ενέργειες του ως άνω Νοσοκοµείου στο θέµα της επικαιροποίησης του προσωπικού µητρώου της ενάγουσας «- Ζητήθηκε η επικαιροποίηση του πτυχίου και το προσκόµισε στις 20-9-2013», «- Ζητήθηκε από το ΔΟΑΤΑΠ, µε τρία συνεχή έγγραφα, ήτοι µε το αρ …….. και το συµπληρωµατικό του 20-11-2013 και το αρ ……… η συνδροµή του στην επικαιροποίηση των προσωπικών µητρώων», «- Με το αρ. ………. έγγραφο μας προς την Ιταλική Πρεσβεία ζητήθηκε η πιστοποίηση της νοµιµότητας του πτυχίου, το οποίο κοινοποιήθηκε και στην Υπηρεσία σας. Το έγγραφο αυτό δεν έχει απαντηθεί», «- Την 9-5-2014 με το αρ 4406 έγγραφό μας διαβιβάστηκαν στην υπηρεσία σας όλα τα στοιχεία του προσωπικού µητρώου της γιατρού», «- Με το αρ …… έγγραφο προς την Περιφέρεια Αττικής ζητήθηκαν στοιχεία για τους τίτλους ειδικότητας και η απάντηση εδόθη µε το αρ ……….. έγγραφο της ίδιας αρχής» και «- Με το αρ ……… έγγραφο Προς την Περιφερειακή ενότητα Βοιωτίας ζητήθηκαν στοιχεία για την άσκηση επαγγέλµατος και η απάντηση εδόθη µε το αρ …….. έγγραφο». Στη συνέχεια, οι ως άνω Επιθεωρήτριες αλλά και ο Γενικός Επιθεωρητής Δηµόσιας Διοίκησης, µε τα υπ΄ αρ πρωτ. …….. και ΓΕΔΔ Φ………. έγγραφά τους, αντίστοιχα, προς τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π, ζήτησαν από το τελευταίο με το πρώτο έγγραφο να τους διαβιβαστούν τα επικαιροποημένα στοιχεία του προσωπικού μητρώου της ενάγουσας και σε περίπτωση που δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες ενημερώνοντάς τους σχετικά και με το δεύτερο έγγραφο, σε συνέχεια του πρώτου εγγράφου και δεδομένου του μεγάλου χρονικού διαστήματος που έχει παρέλθει από του αρχικού αιτήματος του ΣΕΥΥΠ, προς την ως άνω υπηρεσία (Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π.) για επικαιροποίηση των στοιχείων της ενάγουσας, παρακάλεσε (ο Γενικός Επιθεωρητής Δηµόσιας Διοίκησης) για τις ενέργειές του (Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π.) το αργότερο μέχρι 12-9-2014. Σε απάντηση, των ανωτέρω εγγράφων, ο Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. µε το υπ΄ αρ. πρωτ. 18544/3-9-2014 έγγραφό του, ανέφερε ότι µετά από ενδελεχή έλεγχο στο αρχείο της υπηρεσίας, καθώς και στο αρχείο του ΔΙΚΑΤΣΑ δεν εντοπίστηκε αίτηση αναγνώρισης στο όνοµα της ενάγουσας. Ωστόσο, διαπιστώθηκε από τις ως άνω Επιθεωρήτριες ότι σύµφωνα µε το ΠΔ 38/2010 (ΦΕΚ 78/Α/2010) «Προσαρµογή της ελληνικής νοµοθεσίας στην οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά µε την αναγνώριση των επαγγελµατικών προσόντων», το πτυχίο της ενάγουσας είναι σύµφωνο µε την ως άνω οδηγία «περί αυτόµατης αναγνώρισης πτυχίων» και ότι για το λόγο αυτό δεν εντοπίστηκε από τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. σχετική αίτηση αναγνώρισης στο όνοµα της ενάγουσας, όπως αναφερόταν στο ανωτέρω υπ΄ αρ. πρωτ. ……. έγγραφο. Στη συνέχεια, το Γενικό Νοσοκοµείο ………. µε το υπ΄ αρ. πρωτ. ……. έγγραφό του προς την Ελληνική Πρεσβεία στη Ρώµη της Ιταλίας, απέστειλε σ΄ αυτήν τίτλους σπουδών υπαλλήλων του, που είχαν εκδοθεί από Πανεπιστήµια της Ιταλίας, µεταξύ των οποίων και της ενάγουσας, για έλεγχο νοµιµότητας-γνησιότητας αυτών, σε εφαρµογή της σχετικής υπ΄ αρ. ………. εγκυκλίου του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθµισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, σύµφωνα µε την οποία αρµόδιες για την απάντηση τέτοιων θεµάτων, είναι οι αντίστοιχες Πρεσβείες στην αλλοδαπή. Σε συνέχεια του ανωτέρω εγγράφου, το Σ.Ε.Υ.Υ.Π. απέστειλε προς την ανωτέρω Ελληνική Πρεσβεία στη Ρώµη το υπ΄ αρ. πρωτ. ………… έγγραφο, προς κοινοποίηση σε αυτό (Σ.Ε.Υ.Υ.Π.) των αποτελεσμάτων της γνησιότητας των τίτλων σπουδών της ενάγουσας. Σε απάντηση του ανωτέρω αιτήματος του Γενικού Νοσοκομείου ………., η Πρεσβεία της Ελλάδος στη Ρώμη, µε το υπ΄ αρ. πρωτ. Φ.580/ΑΣ533/24-11-2014 έγγραφό της, που κοινοποιήθηκε και στο Σ.Ε.Υ.Υ.Π., δήλωνε ότι κατόπιν επανειλημμένης προφορικής και έγγραφης επικοινωνίας της µε τη Γραµµατεία της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστηµίου της Γένοβας, η τελευταία την ενηµέρωσε ότι δεν µπορούσαν να χορηγηθούν πιστοποιητικά γνησιότητας των ως άνω τίτλων σπουδών, καθόσον η ιταλική νοµοθεσία περί προστασίας προσωπικών δεδοµένων το απαγόρευε, καθώς και ότι η χορήγηση τέτοιου πιστοποιητικού µπορούσε να λάβει χώρα µόνο µε την προσκόµιση εξουσιοδότησης του άµεσα ενδιαφερόµενου, συνοδευόµενη από επικυρωµένο φωτοαντίγραφο διαβατηρίου ή ταυτότητας, ενώ τέλος η ίδια Πρεσβεία κατέληγε ότι κατόπιν σχετικής επικοινωνίας της µε τον Κοσµήτορα της Ιατρικής Σχολής, ο τελευταίος επιβεβαίωσε προφορικά ότι ο εν λόγω ακαδηµαϊκός τίτλος σπουδών της ενάγουσας ήταν γνήσιος. Κατόπιν των ανωτέρω, το Σ.Ε.Υ.Υ.Π. απέστειλε εκ νέου έγγραφο προς την Ελληνική Πρεσβεία στη Ρώµη αναφορικά µε την πιστοποίηση της γνησιότητας του τίτλου σπουδών της ενάγουσας και µε το αίτηµα να αποσταλεί η σχετική αλληλογραφία της εν λόγω Ελληνικής Πρεσβείας µε το Πανεπιστήµιο της Γένοβας, προς διερεύνηση του θέµατος. Η ανωτέρω Πρεσβεία της Ελλάδος στη Ρώμη µε το υπ΄ αρ. πρωτ. ……… έγγραφό της που κοινοποιήθηκε προς το Σ.Ε.Υ.Υ.Π., διαβίβασε βεβαίωση της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστηµίου της Γένοβας αναφορικά µε τη γνησιότητα του πτυχίου της ενάγουσας, αναφέροντας, «… σας αποστέλλουμε βεβαίωση της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Γένοβας, η οποία μας ενημερώνει για την γνησιότητα του ακαδημαϊκού τίτλου της κας ……..». Το δε Σ.Ε.Υ.Υ.Π., µε το υπ΄ αρ. πρωτ. ΕΜΠ οικ. …….. έγγραφό του, διαβίβασε την εν λόγω βεβαίωση, στη Διεύθυνση Ευρωπαϊκής και Διεθνούς Πολιτικής Υγείας του Υπουργείου Υγείας, για επίσηµη µετάφραση αυτής από τη Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών. Η ανωτέρω υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, µε το υπ΄ αρ. πρωτ. Φ…….. έγγραφό της προς το Σ.Ε.Υ.Υ.Π. διαβίβασε τη µετάφραση της προαναφερόµενης βεβαίωσης, στην οποία και αναφέρεται: «…επιβεβαιώνουµε ότι η κυρία ……, που γεννήθηκε στον Ορχοµενό (Ελλάδα) στις 27.5.1956, έλαβε το πτυχίο της Ιατρικής κ Χειρουργικής στις 12/11/1984 µε τον βαθµό 89/110. Η προβλεπόµενη διάρκεια των σπουδών είναι έξι ακαδηµαϊκά έτη». Τέλος, το Σώµα Επιθεωρητών Ελεγκτών Δηµόσιας Διοίκησης (Σ.Ε.Ε.Δ.Δ.) -το οποίο διερευνούσε  τη βασιµότητα ανώνυµης καταγγελίας, ως προς τα αναφερόμενα σ΄ αυτήν περί παρακώλυσης του ελέγχου για τα τυπικά προσόντα της ενάγουσας ως ιατρού του Ε.Σ.Υ.- µε το υπ΄ αρ. πρωτ. ……… έγγραφό του προς το Σ.Ε.Υ.Υ.Π. ενηµέρωνε αυτό ότι, κατόπιν των υπ΄ αρ. ………. και …….. εγγράφων του Τµήµατος Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναµικού του Γενικού Νοσοκοµείου ………., µε τα οποία πιστοποιήθηκε η γνησιότητα των τίτλων σπουδών (Πτυχίο Ιατρικής και Χειρουργικής) της ενάγουσας, το ίδιο (Σ.Ε.Ε.Δ.Δ.) έθεσε την υπόθεση στο αρχείο. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, οι προαναφερόµενες Επιθεωρήτριες του Σ.Ε.Υ.Υ.Π. κατέληξαν στο συµπέρασµα ότι η ενάγουσα διαθέτει νόµιµο τίτλο σπουδών, ο οποίος δεν απαιτείτο να αναγνωριστεί από τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π., ενώ ο διορισµός της ενάγουσας στο Εθνικό Σύστηµα Υγείας έλαβε χώρα µε την υπ΄ αρ. Δ2β/17025/15-5-1991 απόφαση του Αναπληρωτού Υπουργού Υγείας που δηµοσιεύτηκε στο ΦΕΚ ……., οι ίδιες δε Επιθεωρήτριες µε τις υπ΄ αρ. πρωτ. ……….. και ……… εκθέσεις ελέγχου (η δεύτερη συμπληρωματικού ελέγχου) που υπέβαλαν στην υπηρεσία τους (Σ.Ε.Υ.Υ.Π.) πρότειναν να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο. Με βάση όλα τα ανωτέρω αποδειχθέντα  πραγµατικά περιστατικά, συνάγονται τα ακόλουθα: α) η ενάγουσα κατέχει έγκυρο τίτλο σπουδών από το Πανεπιστήµιο (Ιατρική Σχολή) της Γένοβας Ιταλίας, ο οποίος δεν απαιτείτο να αναγνωριστεί από το πρώην ΔΙΚΑΤΣΑ ή το νυν Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π., β) η ενάγουσα είχε καταθέσει τον ανωτέρω τίτλο σπουδών στο Γενικό Νοσοκοµείο ………. ήδη από τις 20-9-2013, οπότε και της ζητήθηκε η επικαιροποίηση του πτυχίου της από τη Διοίκηση του εν λόγω Νοσοκοµείου, σύµφωνα µε το ανωτέρω υπ΄ αρ. πρωτ. ……….. έγγραφο του Νοσοκοµείου προς το Σ.Ε.Υ.Υ.Π., γ) το Γενικό Νοσοκοµείο ………. είχε προβεί σε ενέργειες για την επικαιροποίηση των στοιχείων του προσωπικού µητρώου των υπαλλήλων του, µεταξύ των οποίων και της ενάγουσας, γεγονός που επισηµαίνεται και στην ανωτέρω υπ΄ αρ. πρωτ. ………. έκθεση ελέγχου των Επιθεωρητριών του Σ.Ε.Υ.Υ.Π., δ) η σηµειούµενη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση του ελέγχου της γνησιότητας των τίτλων σπουδών της ενάγουσας οφείλεται όχι σε τυχόν άρνηση της τελευταίας να καταθέσει τους εν λόγω τίτλους σπουδών στη Διοίκηση του Γενικού Νοσοκοµείου ………., ή σε υποτιθέµενη προσπάθεια του Διοικητή του Νοσοκοµείου να συγκαλύψει την υπόθεση, παρακωλύοντας τον έλεγχο, αλλά κυρίως στις χρονοβόρες διαδικασίες των εµπλεκόµενων ελληνικών και ιταλικών υπηρεσιών (Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π., Πρεσβεία της Ελλάδος στη Ρώµη, Γραµµατεία της Ιατρικής Σχολής στη Γένοβα, Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών κ.λ.π.), οι οποίες χρειάστηκε να δαπανήσουν σηµαντικό χρόνο στη συλλογή των στοιχείων και την απάντηση των ερωτηµάτων που τους έθεταν το Σ.Ε.Υ.Υ.Π. και το Γενικό Νοσοκοµείο ………. µε τα προαναφερόµενα έγγραφά τους, καθώς και στη λήξη της θητείας των ως άνω εντεταλµένων Επιθεωρητριών του Σ.Ε.Υ.Υ.Π. τον Οκτώβριο του 2014, οι οποίες ανέλαβαν εκ νέου εντολή για συνέχιση και ολοκλήρωση του ελέγχου µόλις τον Ιανουάριο του 2015, ε) το Σ.Ε.Υ.Υ.Π. επικοινώνησε µε την Πρεσβεία της Ελλάδος στη Ρώµη προς εξακρίβωση της εγκυρότητας των τίτλων σπουδών της ενάγουσας, όχι δήθεν λόγω αρνήσεως της τελευταίας να προβεί στην κατάθεση των τίτλων σπουδών της στη Διοίκηση του Γενικού Νοσοκοµείου ………. ή λόγω αδράνειας του Διοικητή του Νοσοκοµείου να προβεί στις απαιτούµενες ενέργειες επικαιροποίησης των εν λόγω τίτλων σπουδών, αλλά αφενός επειδή η ως άνω Πρεσβεία της Ελλάδος ήταν η µόνη αρµόδια να επιληφθεί επί του συγκεκριµένου ζητήµατος της πιστοποίησης των τίτλων αυτών, σύµφωνα την ανωτέρω σχετική εγκύκλιο του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθµισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, αφετέρου προκειµένου να επισπευσθούν οι σχετικές διαδικασίες ελέγχου, αφού προηγούµενη επικοινωνία του Γενικού Νοσοκοµείου ………. µε την ίδια ως άνω Πρεσβεία της Ελλάδος για το ίδιο ζήτηµα είχε µέχρι τότε αποβεί άκαρπη. Εποµένως, τα όσα αποδίδονται στην ενάγουσα µε το επίµαχο δηµοσίευµα αναφορικά µε την επίµονη άρνηση της τελευταίας να υποβληθεί στις νόµιµες διαδικασίες ελέγχου εγκυρότητας των τίτλων σπουδών της, την καθυστέρηση που σηµειώθηκε στην ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών ελέγχου εξαιτίας της αρνήσεως αυτής, αλλά και την ανάγκη να επιληφθεί του θέµατος το Σ.Ε.Υ.Υ.Π. προκειµένου να ολοκληρωθεί ο έλεγχος, καθώς και το ενδεχόµενο η ενάγουσα να στερείται γνήσιων ή αναγνωρισµένων τίτλων σπουδών, είναι αναληθή. Και µπορεί µεν µε το εν λόγω δηµοσίευµα να µην καταλογίζεται ευθέως στην ενάγουσα ότι η ίδια είναι ιατρός χωρίς γνήσιο ή αναγνωρισµένο τίτλο σπουδών, πλην όµως όταν αυτή εµφανίζεται να αρνείται επιµόνως να υποβληθεί σε έλεγχο των τυπικών προσόντων της, µάλιστα συνεπικουρούµενη από τον Διοικητή του Γενικού Νοσοκοµείου ………., ο οποίος φέρεται να κωλυσιεργεί σκοπίµως τις σχετικές διαδικασίες ελέγχου, δηµιουργείται η υπόνοια και σχηµατίζεται η εντύπωση στους αναγνώστες του δηµοσιεύµατος ότι αυτή (ενάγουσα) έχει τουλάχιστον κάτι να κρύψει ως προς την εγκυρότητα των τίτλων σπουδών της ή ακόµα περισσότερο ότι η ίδια στερείται παντελώς νόµιµων τίτλων σπουδών, εντύπωση που ενισχύεται ακόµα περισσότερο και από την αναφορά στο δηµοσίευµα περί υπάρξεως φηµών για ιατρό µε πλαστό πτυχίο ή µη αναγνωρισµένο από το πρώην ΔΙΚΑΤΣΑ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και συνεπώς ο σχετικός λόγος της από 20-6-2017 εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η συντάκτρια του επίµαχου δηµοσιεύµατος-τρίτη των εναγομένων τουλάχιστον από βαριά αµέλεια αγνοούσε την αναλήθεια των αναφερόµενων σ΄ αυτό γεγονότων αναφορικά µε το πρόσωπο της ενάγουσας, καθόσον δεν φρόντισε να αντλήσει τις πληροφορίες της για τη σύνταξη του δηµοσιεύµατος από έγκυρες και αξιόπιστες δηµοσιογραφικές πηγές, ασκώντας υπεύθυνο και ολοκληρωµένο δηµοσιογραφικό έλεγχο, αλλά αρκέστηκε να ανατρέξει σε πηγές µη πρόσφορες να συνεισφέρουν πλήρη και τεκµηριωµένα στοιχεία για το αντικείµενο της έρευνάς της, συλλέγοντας µάλιστα τα στοιχεία αυτά, χωρίς να προβεί σε περαιτέρω έλεγχο εξακρίβωσης της εγκυρότητας αυτών. Ειδικότερα, η τρίτη των εναγομένων αρκέστηκε να συλλέξει τις πληροφορίες της για την πραγµατοποίηση της δηµοσιογραφικής της έρευνας, ανατρέχοντας µόλις σε τρία (3) έγγραφα και δη α) την κατατεθειµένη στο Ελληνικό Κοινοβούλιο υπ΄ αρ. πρωτ. ……… ερώτηση του βουλευτή Ευβοίας ……….προς τον τότε Υπουργό Υγείας Μάκη Βορίδη, αναφορικά µε τα ποια είναι τα αποτελέσµατα του ελέγχου των πτυχίων των γιατρών και των υπολοίπων εργαζομένων των δομών υγείας που εποπτεύει το Γενικό Νοσοκομείο ………., µε την οποία ο ως άνω βουλευτής εκφράζει την απορία του στον ως άνω πρώην Υπουργό Υγείας αναφορικά µε την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση των διαδικασιών ελέγχου στο ως άνω Νοσοκοµείο, ενόψει και της υπάρξεως φηµών για παρακώλυση των εν λόγω διαδικασιών και συγκάλυψη, οι οποίες (διαδικασίες) βάσει των σχετικών εγκυκλίων του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθµισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης θα έπρεπε να έχουν ολοκληρωθεί εντός προθεσµίας τριών µηνών από τις 16-12-2013, β) την κατατεθειµένη στο Ελληνικό Κοινοβούλιο υπ΄ αρ. πρωτ. ………… αίτηση κατάθεσης εγγράφων του ιδίου ως άνω βουλευτή Ευβοίας ……….προς τον ίδιο ως άνω πρώην Υπουργό Υγείας, Μάκη Βορίδη, µε την οποία ο προαναφερόµενος βουλευτής αναφέρεται στην ανωτέρω ανώνυµη καταγγελία προς το Σ.Ε.Υ.Υ.Π., για την ύπαρξη γυναίκας ιατρού στο Γενικό Νοσοκοµείο ………. µε πλαστό πτυχίο (χωρίς ωστόσο ο ίδιος βουλευτής να κατονοµάζει την ενάγουσα), καλώντας ταυτόχρονα τον ως άνω πρώην Υπουργό Υγείας να καταθέσει προς το σώµα της Βουλής τα σχετικά έγγραφα, ήτοι την εν λόγω από 19-11-2013 ανώνυµη καταγγελία, την εντολή με την οποία ανατέθηκε σε επιθεωρητές του Σ.Ε.Υ.Υ.Π. ο επιτόπιος έλεγχος της εύρυθμης ή μη λειτουργίας του Νοσοκομείου, καθώς και η διερεύνηση της ανωτέρω καταγγελίας για διενέργεια ελέγχου στο Γενικό Νοσοκοµείο ………. και φωτοαντίγραφο του τίτλου σπουδών που περιέχεται στο φάκελο της ελεγχόµενης ιατρού και γ) το ανωτέρω υπ΄ αρ. πρωτ. ………. έγγραφο του Σ.Ε.Υ.Υ.Π. προς την Ελληνική Πρεσβεία στη Ρώµη, το οποίο απεστάλη σε συνέχεια του προαναφερόµενου υπ΄ αρ. πρωτ. ……….. εγγράφου του Γενικού Νοσοκοµείου ………. προς την ίδια Πρεσβεία, µε το οποίο είχαν αποσταλεί σ΄ αυτήν τίτλοι σπουδών υπαλλήλων του Νοσοκοµείου, εκδοθέντες από Πανεπιστήµια της lταλίας, µεταξύ των οποίων και αυτός της ενάγουσας, προκειµένου να υποβληθούν σε έλεγχο γνησιότητας και νοµιµότητας. Ωστόσο τα ανωτέρω έγγραφα δεν µπορούν να αποτελέσουν πρόσφορες πηγές άντλησης έγκυρων πληροφοριών και ασφαλών συµπερασµάτων ως προς το αντικείµενο της επίδικης δηµοσιογραφικής έρευνας, αφού τα µεν έγγραφα του προαναφερόµενου βουλευτή ……….εκφράζουν την απορία του συντάκτη τους ως προς την καθυστέρηση των διαδικασιών ελέγχου στο Γενικό Νοσοκοµείο ………., χωρίς να αποτυπώνουν θετική γνώση ή άποψη για την ύπαρξη ιατρού (και µάλιστα της ενάγουσας) στο ίδιο Νοσοκοµείο µε πλαστό πτυχίο, αλλά απλώς αναφέρονται στην ύπαρξη «φηµών» ως προς το συγκεκριµένο ζήτηµα, κατατέθηκαν δε προκειµένου να προκαλέσουν την περαιτέρω έρευνα στη συγκεκριµένη υπόθεση, το δε έγγραφο του Σ.Ε.Υ.Υ.Π. προς την Ελληνική Πρεσβεία στη Ρώµη, λαµβανόµενο υπόψην µεµονωµένα και αποσπασµατικά δεν µπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή συµπεράσµατα ως προς την εξέλιξη των διαδικασιών ελέγχου των τίτλων σπουδών της ενάγουσας και δη ως προς την ύπαρξη υπαιτιότητας της τελευταίας για τη µη ολοκλήρωση του ελέγχου, αφού εάν το έγγραφο αυτό αναγνωσθεί σε συνδυασµό µε τα υπόλοιπα έγγραφα του Σ.Ε.Υ.Υ.Π. αλλά και του Γενικού Νοσοκοµείου ………. προς τις αρµόδιες υπηρεσίες για την επικαιροποίηση των στοιχείων της ενάγουσας, θα διαπιστωθεί ότι το εν λόγω έγγραφο εστάλη προς την ανωτέρω Ελληνική Πρεσβεία, όπως προαναφέρθηκε, προς επίσπευση της ολοκλήρωσης του ελέγχου, ο οποίος είχε καθυστερήσει λόγω των χρονοβόρων διαδικασιών των εµπλεκόµενων υπηρεσιών -γεγονός που επισηµαίνεται και στις προαναφερόµενες εκθέσεις ελέγχου των ανωτέρω Επιθεωρητριών του Σ.Ε.Υ.Υ.Π.- και όχι επειδή η ενάγουσα ή η Διοίκηση του ως άνω Νοσοκοµείου αρνήθηκαν ή παρακώλυσαν τον έλεγχο. Εξάλλου, η συντάκτρια του δηµοσιεύµατος-τρίτη των εναγομένων δεν προέβη στη διασταύρωση των στοιχείων ή των πληροφοριών που είχαν περιέλθει σε γνώση της και συνέλλεξε από τα ανωτέρω τρία έγγραφα, ανατρέχοντας και σε άλλες ενδεχοµένως πιο έγκυρες και αξιόπιστες πηγές πληροφοριών, όπως απευθυνόµενη στο ίδιο το Σ.Ε.Υ.Υ.Π. ή στο Γενικό Νοσοκοµείο ………., προκειµένου να συλλέξει στοιχεία απευθείας από τους ίδιους τους εµπλεκόµενους φορείς στο αντικείµενο της δηµοσιογραφικής της έρευνας, ή επικοινωνώντας µε την ίδια την ενάγουσα προκειµένου να ζητήσει την άποψή της αναφορικά µε το επίµαχο ζήτηµα, αλλά απεναντίας προέβη στη σύνταξη του επίδικου δηµοσιεύµατος, χωρίς προηγουµένως να ελέγξει την εγκυρότητα των όσων κατήγγειλε για την ενάγουσα, γεγονός για το οποίο βαρύνεται επίσης µε βαριά αµέλεια. Αλλά και ο δεύτερος των εναγομένων εκδότης-διευθυντής της ως άνω εφηµερίδας, που αναλαµβάνει τη διάθεση του εντύπου και ευθύνεται για την επιλογή, τον έλεγχο και την καθοδήγηση των δηµοσιογράφων-συντακτών, κατά την άσκηση της επαγγελµατικής τους δραστηριότητας, αν και ουδέποτε έλαβε γνώση του ακριβούς περιεχοµένου του επίδικου δηµοσιεύµατος, αλλά και των στοιχείων και πληροφοριών που οδήγησαν την τελούσα υπό τις οδηγίες του-τρίτη των εναγομένων στη σύνταξή του, εντούτοις προτίµησε να συµπεριλάβει το άρθρο αυτό στην δηµοσιευτέα ύλη, βαρυνόµενος και αυτός τουλάχιστον µε υπαίτια άγνοια της αναλήθειας του επίµαχου δηµοσιεύµατος. Ενόψει των ανωτέρω, συντρέχουν στα πρόσωπα των δεύτερου και τρίτης των εναγοµένων τα αντικειµενικά και υποκειµενικά στοιχεία της αδικοπραξίας, µε την ειδικότερη µορφή τόσο της αδικοπρακτικής συµπεριφοράς του άρθρου 920 του ΑΚ, όσο και του αδικήµατος της απλής δυσφήµησης του άρθρου 362 του ΠΚ (και όχι της συκοφαντικής δυσφήµησης, εφόσον δεν αποδείχθηκε γνώση των ανωτέρω εναγοµένων ως προς την διάδοση των αναληθών γεγονότων). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και συνεπώς ο κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της από 4-7-2017 εφέσεως σχετικός λόγος και ο σχετικός λόγος της από 20-6-2017 εφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι. Εξάλλου οι εναγόμενοι προέβαλαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναπροβάλλουν με σχετικό λόγο εφέσεως, τον ισχυρισμό, ότι εν προκειµένω τυγχάνει εφαρµογής η καταλυτική ένσταση των αγωγικών αξιώσεων της διάταξης του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ, καθόσον ενήργησαν από δικαιολογηµένο ενδιαφέρον προκειμένου να ενημερώσουν το αναγνωστικό κοινό για ένα ζήτηµα µείζονος δηµοσιογραφικού ενδιαφέροντος, που αφορούσε τη δηµόσια υγεία, την αξιοπιστία των υπαλλήλων του δηµοσίου, καθώς και την αξιοκρατία και τη διαφάνεια στο δηµόσιο τοµέα, και χωρίς σκοπό εξύβρισης της ενάγουσας. Ο ως άνω ισχυρισμός όμως, ο οποίος αποτελεί νόµιµη ένσταση, στηριζοµένη στο άρθρο 367 παρ. 1 του ΠΚ, είναι απορριπτέος ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος, καθόσον από τον τρόπο και τις περιστάσεις που έλαβε χώρα η επίδικη δηµοσίευση, προκύπτει ότι υπήρχε σκοπός εξύβρισης της ενάγουσας. Ειδικότερα, η πρόθεση των εναγοµένων να πλήξουν την τιµή και την υπόληψη της ενάγουσας προκύπτει από το ότι η συντάκτρια του δηµοσιεύµατος-τρίτη των εναγομένων, δεν συνέλλεξε, ενώ είχε ευχέρεια προς τούτο (με επικοινωνία με το Σ.Ε.Υ.Υ.Π. ή το Γενικό Νοσοκοµείο ………., ή με την ίδια την ενάγουσα), επαρκή και τεκµηριωµένα στοιχεία για τα όσα κατήγγειλε εις βάρος της ενάγουσας και δεν εξακρίβωσε την εγκυρότητα των καταγγελλομένων. Η υπαίτια δε παράλειψη όλων των εναγοµένων να παρακολουθήσουν την εξέλιξη και την τελική έκβαση της υπόθεσης, αν και μπορούσαν να ζητήσουν τα αντίστοιχα στοιχεία, κατόπιν δημοσιογραφικής έρευνας, και να προβούν στη δηµοσίευση νέου κειµένου, προς διασαφήνιση και αποκατάσταση της αλήθειας, µετά πλέον και την ολοκλήρωση του ελέγχου του Σ.Ε.Υ.Υ.Π. και την οριστική θέση της υπόθεσης στο αρχείο, µάλιστα δε και παρά τα όσα αναφέρονταν στο επίµαχο δηµοσίευµα περί του υποτιθέµενου ενδιαφέροντος της εφηµερίδας για την τελική έκβαση του ελέγχου (« … Με µεγάλο ενδιαφέρον αναµένουµε την απάντηση από την Ιταλία σχετικά µε το πτυχίο της πρώην βουλευτού του ΠΑΣΟΚ και τη γνησιότητα ή την εγκυρότητά του… »), καταδεικνύει την ως άνω πρόθεση αυτών. Έτσι από τον τρόπο εκδήλωσης και τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη προέκυψε ότι είχαν σκοπό εξύβρισης της ενάγουσας, ήτοι σκοπό προσβολής της τιμής αυτής και τούτο διότι η ανυπαρξία γνώσεως του ψεύδους των διαδοθέντων δεν αποκλείει το σκοπό εξύβρισης, ο οποίος, κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου, η δε τρίτη των εναγομένων, ως δημοσιογράφος, μπορούσε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον να απευθύνει, σκληρές και υπερβολικά δυσμενείς αξιολογικές κρίσεις και χαρακτηρισμούς όχι όμως και να προβάλλει, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, πραγματικά περιστατικά που συνιστούν αξιόποινη πράξη, εφόσον η ενάγουσα παρουσιάστηκε στο ευρύ αναγνωστικό κοινό ως ιατρός στο Νοσοκομείο ………., που ενδεχοµένως στερείται έγκυρων ή αναγνωρισµένων τίτλων σπουδών και που παρόλα αυτά εξακολουθεί να κατέχει εξέχουσα θέση. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη η σχετική αντένσταση της παρ. 2 εδ. β΄ του άρθρου 367 του ΠΚ, που προέβαλε η ενάγουσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου µε την προσθήκη στις έγγραφες προτάσεις της, αλλά και καθ΄ υποφορά με την αγωγή της και τις προτάσεις της, και επαναπροβάλλει, με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, και απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό των εναγομένων ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμο, δεκτής γενομένης της σχετικής αντένστασης που προέβαλε η ενάγουσα ως κατ΄ ουσίαν βάσιμης, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα έκρινε ως προς αυτά. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η εν μέρει ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας αποφάσεως (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), ο σχετικός λόγος της από 20-6-2017 εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι εξαιτίας των εις βάρος της ενάγουσας δυσφηµιστικών ισχυρισµών των εναγοµένων, που περιλήφθηκαν στο κρίσιμο δημοσίευμα, προσβλήθηκε η προσωπικότητα της πρώτης και ειδικότερα η τιµή και η υπόληψή της ως ανθρώπου, καθώς δηµιουργήθηκαν δυσµενείς παραστάσεις γι΄ αυτήν, στον κύκλο των προσώπων που έλαβαν γνώση του ως άνω δηµοσιευθέντος κειµένου, εφόσον η ίδια παρουσιάστηκε, όπως προαναφέρθηκε, στο ευρύ αναγνωστικό κοινό ως ιατρός, που ενδεχοµένως στερείται έγκυρων ή αναγνωρισµένων τίτλων σπουδών και που παρόλα αυτά εξακολουθεί να κατέχει εξέχουσα θέση σε δηµόσιο Νοσοκοµείο, αρνούµενη τον έλεγχο και χρησιµοποιώντας αθέµιτες µεθόδους και αδιαφανείς διαδικασίες για να διατηρήσει τη θέση αυτή, µε αποτέλεσµα να αµφισβητηθεί η επιστηµονική της επάρκεια, να γίνει αποδέκτης δυσµενών και επικριτικών σχολίων, ιδίως δε εκ µέρους των πολιτών της τοπικής κοινωνίας της ………., όπου ζει και εργάζεται, αλλά και να κλονισθεί η εµπιστοσύνη των ασθενών στο πρόσωπό της ως επιστήµονα-ιατρού. Συνεπεία της παράνοµης αυτής προσβολής της προσωπικότητάς της, η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη συνισταµένη στη στενοχώρια που αυτή δοκίµασε από τους µειωτικούς, για την τιµή και την υπόληψη της, ως άνω ισχυρισµούς. Εποµένως, αυτή δικαιούται χρηµατικής ικανοποιήσεως, το ύψος της οποίας, µετά τη στάθµιση του είδους και της βαρύτητας της προσβολής, της δηµοσιότητας την οποία αυτή έλαβε και ιδίως του ότι το επίδικο δηµοσίευµα περιλαµβανόταν σε εβδοµαδιαία εφηµερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας, του βαθµού του πταίσµατος των αδικοπρακτούντων (η ευθύνη της πρώτης των εναγομένων είναι αντικειμενική) και της κοινωνικής και οικονοµικής κατάστασης των διαδίκων µερών και των εν γένει συνθηκών, με βάση τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να καθοριστεί στο εύλογο ποσό των 10.000 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε όμοια και υποχρέωσε τους εναγομένους, ευθυνόµενους εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 10.000 ευρώ, µε το νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής και µέχρι την εξόφληση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, χωρίς να παραβιάσει την αρχή της αναλογικότητας κατά την επιδίκαση του ανωτέρω ποσού, και συνεπώς ο σχετικός λόγος της από 4-7-2017 εφέσεως και ο επικουρικά προβληθείς λόγος της από 20-6-2017 εφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι των εφέσεων, πρέπει να απορριφθούν οι 1) από 4-7-2017 (αρ. καταθ. …..) και 2) από 20-6-2017 (αρ. καταθ. ……….) εφέσεις, να διαταχθεί, λόγω της ήττας των εκκαλούντων των ως άνω εφέσεων, αντίστοιχα, η εισαγωγή των δύο παραβόλων ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ το καθένα, που κατατέθηκαν για το παραδεκτό των δύο ως άνω εφέσεων, το πρώτο (παράβολο) με το υπ΄ αρ. 154101723957 0904 0007/2017 e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ και το δεύτερο (ενιαίο παράβολο) με το υπ΄ αρ. …, αντίστοιχα, στο Δημόσιο Ταμείο, και να συμψηφιστούν, μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε πλευράς, στο σύνολό τους, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 106, 183, 178, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ ΄αντιμωλίαν των διαδίκων τις από 4-7-2017 (αρ. καταθ. …….) και από 20-6-2017 (αρ. καταθ. 334/2017) εφέσεις κατά της υπ΄ αρ. 782/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [ειδική διαδικασία των άρθρων 667, 671 παρ. 1-3, 672-676, 681Δ του ΚΠολΔ (διαφορές που αφορούν σε προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές)].

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν αυτές (εφέσεις).

Διατάσσει την εισαγωγή του παράβολου, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατατέθηκε με το υπ΄ αρ. ………..e-ΠΑΡΑΒΟΛΟΥ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Διατάσσει την εισαγωγή του (ενιαίου) παράβολου, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατατέθηκε με το υπ΄ αρ. ……………. e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Συμψηφίζει, μεταξύ των διαδίκων, στο σύνολό τους, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 18η Ιουλίου 2018   και δημοσιεύθηκε στις 14 Αυγούστου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους τους Δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ