Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 712/2020

Αριθμός     712/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 398/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 22-3-2019, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης  απόφασης στις 21-2-2019 (βλ. τις προσκομιζόμενες με αριθμούς ….  και …./21-2-2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείου Αθηνών ……….)  (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επιπλέον, κατατέθηκε  το νόμιμο παράβολο,   συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό  ………../ 2019 e-παράβολο ). Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την από 24-2-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2015 ανακοπή τους  οι ανακόπτοντες  και ήδη εκκαλούντες ζητούσαν την ακύρωση της  με αριθμό …../2014  διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν εις ολόκληρον στην καθής η ανακοπή τράπεζα το ποσό των  216.349,35 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, από  σύμβαση στεγαστικού δανείου, που κατήρτισαν με την καθ’ής, ο μεν πρώτος ως πρωτοφειλέτης και η δεύτερη ως εγγυήτρια, επικαλούμενοι :α) αοριστία της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, επειδή με αυτήν επιδικάζονται τόκοι από 9-10-2014, ενώ η καταγγελία της σύμβασης έγινε στις 15-10-2014, β) παράνομο ανατοκισμό επί της εισφοράς του άρθρου 1 παρ.3 του ν. 128/1975, γ) παράνομο  υπολογισμό τόκων επί του εκάστοτε υπολοίπου  με βάση έτος 360 και όχι 365 ημερών και δ) ακυρότητα της επίδικης σύμβασης κατ’ άρθρο 181 ΑΚ λόγω της ακυρότητας  ως καταχρηστικού του ΓΟΣ αυτής  ως προς την παραίτηση της δεύτερης εξ αυτών, εγγυήτριας, από τα δικαιώματα της εκ των άρθρων 862-864 ΑΚ. Επί της ως άνω ανακοπής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία αυτή έγινε δεκτή κατά τον πρώτο και μόνον λόγο της, απορριπτομένων των λοιπών ως ουσιαστικά αβασίμων, και ακολούθως η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ακυρώθηκε μερικώς κατά το ποσό των τόκων, που αφορούν στο χρονικό διάστημα από 9-10-2014 έως 15-10-2014. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται  οι ανακόπτοντες  με την ένδικη έφεση τους, επικαλούμενοι εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, με σκοπό  να  γίνει  δεκτή η  ανακοπή τους και κατά τους λοιπούς λόγους της, και εν συνεχεία να ακυρωθεί εξ ολοκλήρου η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής.

ΙΙΙ. Από όλα τα έγγραφα που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 14-07-2009, μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή και του πρώτου των ανακοπτόντων καταρτίστηκε η υπ’ αριθμ. …………. σύμβαση στεγαστικού δανείου, δυνάμει της οποίας  ο τελευταίος έλαβε έντοκο  δάνειο, ποσού  214.425 ευρώ, για την αγορά και βελτίωση κατοικίας, σύμφωνα με τους ειδικότερους διαλαμβανόμενους σε αυτήν όρους. Την εκπλήρωση της ως άνω σύμβασης και την εμπρόθεσμη και ολοσχερή εξόφληση κάθε χρεωστικού της δανειακής απαίτησης υπολοίπου εγγυήθηκε, ως εκ τρίτου συμβαλλόμενη  η δεύτερη ανακόπτουσα, η οποία περαιτέρω παραιτήθηκε  ρητώς από την προβλεπόμενη στο άρθρο 855 ΑΚ ένσταση διζήσεως με συνέπεια να ευθύνεται εις ολόκληρον με τον δανειολήπτη ως πρωτοφειλέτρια. Επιπλέον, με τον όρο 14 (παρ.1) της σύμβασης αυτής συμφωνήθηκε, ότι το ένδικο δάνειο θα εξοφληθεί εντόκως σε 420 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις, ενώ για τον υπολογισμό των τόκων το έτος ορίστηκε κατανεμητέο σε 12 ίσα διαστήματα και συγκεκριμένα σε 12 ίσους μήνες 30,4166 ημερών έκαστος (ήτοι έτος 365 ημερών), και στον όρο 8 αυτής ορίστηκε, ότι σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης οποιασδήποτε οφειλής του δανείου, ο δανειολήπτης θα χρεώνεται αυτοδικαίως από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης και χωρίς όχληση, με τόκους υπερημερίας επί των καθυστερούμενων ποσών, υπολογιζόμενους με επιτόκιο ίσο με το συμβατικό, προσαυξημένο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες. Ακόμη, με τον ίδιο ως άνω όρο συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση μη ολοσχερούς εξόφλησης τριών συνεχόμενων μηνιαίων δόσεων, η καθ’ ης θα δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση, να καταστήσει απαιτητό και το μη ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο του δανείου και να χρεώνει κι αυτό με τόκους υπερημερίας και ανατοκισμού.  Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι ο πρώτος ανακόπτων, ο οποίος εισέπραξε το συμφωνηθέν  ποσό του δανείου, δεν ήταν  συνεπής με τους όρους εξόφλησης του και για τον  λόγο αυτό, τον Ιούνιο του 2012, κατήρτισε με την καθ’ ης την από 13-06-2012 πρόσθετη πράξη, περί ρύθμισης της συνολικής οφειλής του, που κατά ρητή πρόβλεψη των μερών  αποτελεί ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο με την αρχική δανειακή σύμβαση, με την οποία, αφού αναγνώρισε τη συνολική έως τότε ενήμερη και ληξιπρόθεσμη οφειλή του εκ της ένδικης σύμβασης, ποσού 208.326,36 ευρώ, ανέλαβε την υποχρέωση να την εξοφλήσει σε 540 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις, της πρώτης καταβλητέας την 13-07-2012. Με την παραπάνω πρόσθετη πράξη, την οποία συνυπέγραψε και η δεύτερη ανακόπτουσα ως εγγυήτρια, ομοίως παραιτούμενη από την ένσταση δίζησης και ευθυνόμενη ως πρωτοφειλέτρια,  τα μέρη συμφώνησαν εκ νέου, ότι σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης τριών συνεχόμενων δόσεων εκ μέρους του δανειολήπτη, η καθ’ ης θα διατηρεί το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση, ενώ διευκρίνισαν περαιτέρω ότι στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο δανειολήπτης θα χρεώνεται αυτοδίκαια και χωρίς άλλη ειδοποίηση με τόκους υπερημερίας. Τέλος, σε αυτή περιελήφθη ο ίδιος όρος για τον υπολογισμό των τόκων με βάση  έτος  κατανεμητέο σε 12  ίσους μήνες 30,4166  ημερών. Μετά την υπογραφή της ως άνω πρόσθετης πράξης και έως το Μάιο του  έτους 2014, ο πρώτος ανακόπτων κατέβαλλε εν όλω ή εν μέρει τις οφειλόμενες εκ μέρους του δόσεις του ένδικου δανείου, ενώ από τον Ιούνιο του έτους 2014 και μετά, αυτός σταμάτησε κάθε καταβολή. Ενόψει τούτου και δεδομένου ότι έως και την 1-10-2014 είχε καθυστερήσει την εξόφληση τεσσάρων συνεχόμενων δόσεων (δηλαδή αυτών του Ιουνίου, Ιουλίου, Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2014) η καθ’ ης, ασκώντας το συμβατικό της δικαίωμα, κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση, με σχετική εξώδικη δήλωση της, που κοινοποιήθηκε στους ανακόπτοντες την 15-10-2014 (βλ. υπ’ αριθμ. …. και ..-./15-10-2014 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, ……….), με την οποία  κατέστησε  απαιτητό και το μη ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο του ένδικου δανείου, ως είχε δικαίωμα,  και  κάλεσε τους ανακόπτοντες οφειλέτες της να της καταβάλουν τη συνολική οφειλή τους εξ αυτού, η οποία την 1-10-2014 ανερχόταν στο ποσό των 216.349,35 ευρώ (βλ. προσκομιζόμενο από την καθ’ ης αντίγραφο του λογαριασμού, που τηρήθηκε προς εξυπηρέτηση του ένδικου δανείου από την αναγνώριση του υπολοίπου του την 13-06-2012 και έως την 1-10-2014). Οι τελευταίοι, ωστόσο, δεν συμμορφώθηκαν, με συνέπεια να εκδοθεί ακολούθως με αίτηση της καθής η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, με την οποία αυτοί υποχρεώθηκαν να της καταβάλουν εις ολόκληρον, ο μεν πρώτος ως δανειολήπτης και η δεύτερη ως εγγυήτρια, το ως άνω ποσό των 216.349,35 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 9-10-2014.

IV. Κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975 «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν  Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, (περιλαμβανόμενης και της καθής η ανακοπή) υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχόμενη εις ποσοστό ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς Τράπεζας, ως και προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αυτή οφείλεται πέραν των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Από τη διάταξη αυτή, δεν προβλέπεται μεν ρητά ως συμβατικά δυνατή, αλλά και δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του παραπάνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου, έναντι του Δημοσίου, προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά την (κάθετη) σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι την (οριζόντια) σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θέσπισης ανώτατου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της Τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση αυτής (εισφοράς) στον δανειοδοτούμενο, είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου, κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων (ΕφΑθ 328/2016 5/2015, 1224/2017, ΕφΠειρ 328/2016, 37/2016, 401/2015, 627/2014). Με το  πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου της έφεσης τους οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη απόρριψη του δεύτερου  λόγου της ανακοπής τους περί παρανόμου ανατοκισμού της εισφοράς του ν. 128/1985 (άρθρο 1 παρ.3). Ο λόγος αυτός, ο οποίος βάλλει κατά του κύρους της επίδικης απαίτησης, είναι απορριπτέος πρωτίστως ως αόριστος, διότι οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν επακριβώς τα επί πλέον ποσά, με τα οποία επιβαρύνθηκαν παράνομα, και ποιο τελικά είναι το ποσό που από τα κονδύλια αυτά οφείλουν, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους και σε καταφατική περίπτωση να αφαιρεθούν αυτά από το συνολικό ποσό της απαίτησης που αναγράφεται στην προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή (βλ. ΑΠ 199/2019, ΕφΠειρ 282/2020, 266/2020, 401/2015  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ),   η ως άνω αοριστία δε, δεν δύναται να θεραπευθεί με τη διενέργεια δικαστικής λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, όπως αιτούνται οι εκκαλούντες-ανακόπτοντες.  Κατά συνέπεια, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε το ίδιο και απέρριψε τον σχετικό λόγο της ανακοπής, δεν έσφαλε και ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης κατά το σκέλος αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επιπλέον, με τον ίδιο λόγο και κατά το έτερο σκέλος του οι εκκαλούντες προβάλλουν την αιτίαση της εσφαλμένης απόρριψης ως αορίστου του τρίτου λόγου της ανακοπής τους περί παρανόμου υπολογισμού τόκων επί της απαίτησης της καθής σε έτος 360 και όχι 365 ημερών. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής κατά το ερευνώμενο σκέλος του, διότι με την εκκαλουμένη απόφαση ο σχετικός λόγος της ανακοπής απορρίφθηκε  εκτός από αόριστος και ως  ουσιαστικά αβάσιμος, διότι, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, από την προσκομιζόμενη σύμβαση στεγαστικού δάνειου και τη πρόσθετη πράξη αυτής προκύπτει ο υπολογισμός των τόκων επί της απαίτησης της καθής-δανείστριας τράπεζας σε έτος 365 και όχι 360 ημερών, οι δε εκκαλούντες δεν πλήττουν κατά το μέρος αυτό την εκκαλουμένη.

VI. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 854 και 857 ΑΚ προκύπτει ότι ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί από την ένσταση της διζήσεως και συνεπώς η σχετική συμφωνία μεταξύ αυτού και της τράπεζας είναι έγκυρη στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ). Εξάλλου, ο σχετικός όρος της δανειακής σύμβασης δεν είναι αδιαφανής, ώστε να αντίκειται στις διατάξεις του νόμου περί προστασίας του καταναλωτή, καθώς ο τελευταίος, με την αποδοχή του όρου αυτού, είναι σε θέση να αντιληφθεί ότι παραιτείται από ένα ευεργέτημα που του παρέχει ο νόμος, ήτοι αυτό της ένστασης διζήσεως. Και μπορεί μεν η έννοια «ένσταση της διζήσεως» να είναι νομική, ο καταναλωτής όμως, έχει όλη τη δυνατότητα να ενημερωθεί για τη σημασία της από το νομικό του παραστάτη. Επιπλέον, και ο όρος με τον οποίο προβλέπεται ότι ο εγγυητής θα ευθύνεται απέναντι στην τράπεζα ως πρωτοφειλέτης δε διαταράσσει τη συμβατική ισορροπία προμηθευτή και εγγυητή σε βάρος του τελευταίου, καθόσον η συνομολόγηση του καμιά δυσμενή συνέπεια δεν έχει εις βάρος του εγγυητή, αφού αυτός έχει ήδη παραιτηθεί από την ένσταση της διζήσεως και δεν έχει έτσι τη δυνατότητα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής του προς την τράπεζα, ακόμα και αν η τελευταία δεν έχει στραφεί προηγουμένως εναντίον του οφειλέτη της για την ικανοποίηση της απαίτησης της. Συνεπώς, δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα του εγγυητή προς όφελος της τράπεζας, ώστε να διαταράσσονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών εις βάρος του πρώτου (ΑΠ 1886/2014 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΑΘ 563/2016, ΠΠρΑΘ 1119/2002, ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με την υπ’ αρ. Ζ1 798/2008 υπουργική απόφαση, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’ αρ. Ζ1-74/17.01.2011 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ορίστηκε ρητά, ότι σε συμβάσεις στεγαστικών δανείων απαγορεύεται, μεταξύ άλλων, η αναγραφή όρου που προβλέπει την παραίτηση του εγγυητή από τα ευεργετήματα και τις ενστάσεις που του αναγνωρίζουν τα άρθρα 862 – 868 ΑΚ, όπως εκάστοτε ισχύουν. Τέλος, κατά το άρθρο 181 του ΑΚ, η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι δε θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να επεκταθεί η ακυρότητα του μέρους σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, πρέπει ένας από τους συμβαλλόμενους να ισχυριστεί και να αποδείξει ότι η υποθετική βούληση όλων των μερών κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας θα ήταν να μην ισχύσει η [όλη) δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου ή της αυτοτελούς συμφωνίας. Η δε αναζήτηση και εξακρίβωση της σχετικής υποθετικής βούλησης των συμβαλλόντων γίνεται με χρήση υποκειμενικών κριτηρίων (αξιολογήσεις των συμβαλλομένων κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, οικονομικά συμφέροντα αυτών κλπ), αλλά και με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων (φύση της δικαιοπραξίας, σκοπός αυτής κλπ) βάσει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 772/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 839/2015 ΝΟΜΟΣ). Προϋποτίθεται, συνεπώς, άγνοια των μερών, κατά το χρόνο σύναψης της δικαιοπραξίας, της ακυρότητας του μέρους, γιατί αν τη γνώριζαν, η γνώση τους υποδηλώνει βούληση για την ισχύ του άκυρου μέρους και, συνεπώς, η δικαιοπραξία κατά το υπόλοιπο μέρος είναι ισχυρή, χωρίς την επίκληση του άνω κανόνα (ΕφΘεσ 1401/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, οι εκκαλούντες με το σχετικό σκέλος του (μοναδικού) λόγου της έφεσης τους παραπονούνται για την εσφαλμένη απόρριψη του τετάρτου λόγου της ανακοπής τους περί ακυρότητας του συνόλου της επίδικης σύμβασης κατ’ άρθρο 181 ΑΚ λόγω της ακυρότητας ως καταχρηστικού του ΓΟΣ αυτής  ως προς την παραίτηση της δεύτερης εξ αυτών, εγγυήτριας, από τα δικαιώματα της εκ των άρθρων 862-864 ΑΚ (τα οποία σε κάθε περίπτωση αυτή ουδόλως ασκεί με την κρινόμενη ανακοπή),  διατεινόμενοι σχετικά ότι,  εάν η εφεσίβλητη, αντισυμβαλλομένη τους, τράπεζα γνώριζε την ακυρότητα του σχετικού όρου δεν θα προέβαινε στην κατάρτιση της. Ο ως άνω λόγος  ανακοπής τυγχάνει  απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι αν και οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται, ότι η σύμβαση δε θα είχε επιχειρηθεί χωρίς τον ως άνω ΓΟΣ, εντούτοις δεν εκθέτουν τις ειδικές συνθήκες, που ίσχυαν κατά τη σύναψη της ούτε και επικαλούνται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να συνάγεται ότι τόσο οι ίδιοι όσο και η καθ’ ης είχαν αποδώσει τέτοια σημασία στον προσβαλλόμενο ως άνω όρο, και  δη στη συνευθύνη  της δεύτερης ανακόπτουσας ως πρωτοφειλέτριας,  αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον πρώτο ανακόπτοντα, δανειολήπτη, ώστε χωρίς αυτόν να μην υπέγραφαν τελικά την ένδικη σύμβαση, τη στιγμή μάλιστα που κατά τα εκτιθέμενα η ως άνω επικαλούμενη Υπουργική Απόφαση προϋπήρχε της κατάρτισης της και κατά συνέπεια η καθής την γνώριζε.  Συνεπώς και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε το ίδιο και απέρριψε τον λόγο αυτό της ανακοπής δεν έσφαλε και ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί και κατά το σκέλος αυτό ως αβάσιμος. Κατόπιν τούτου, η έφεση πρέπει να απορριφθεί στο  σύνολο της  και τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 106, 183 και 176 ΚΠολΔ), ενώ για το παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, που αυτοί  προκατέβαλαν κατά την κατάθεση της εφέσεως τους,   πρέπει να διαταχθεί η   εισαγωγή του στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση  με παρόντες τους διαδίκους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση κατά της με αριθμό 398/2019  απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν στην ουσία.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του με αριθμό  …………../ 2019 παραβόλου.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα  της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στους εκκαλούντες και τα ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  27 Νοεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ