Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 715/2020

Αριθμός  715/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών,   Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η υπό κρίση από 19-5-2019 (γεν.αριθμ.καταθ……/ 2019) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης κατά της υπ΄αριθμ. 197/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα  και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1,2,3, 500,511,513 παρ.1 περ. β΄ εδ.α΄,  516 παρ.1, 517 εδ.α, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (αρθρ.524, 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Με την από 08-03-2018 (γεν.αριθμ.καταθ…../2018) αγωγή του απευθυνόμενη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων ……. και ήδη εφεσίβλητος, στρεφόμενος κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία « …..» και ήδη εκκαλούσας εξέθεσε τα ακόλουθα: Ότι δυνάμει της με αριθμό …../ 2005 ιδιωτικής σύμβασης τοκοχρεολυτικού δανείου, η οποία καταρτίστηκε στον Πόρο Τροιζηνίας μεταξύ της εναγομένης και του πατέρα του …….. ως οφειλέτη, χορηγήθηκε στον τελευταίο δάνειο τοκοχρεολυτικό ποσού 45.000,00 ευρώ, προς το σκοπό εξόφλησης δανείου αρχικού ποσού 50.000,00 ευρώ, το οποίο είχε χορηγηθεί σ΄αυτόν από την τράπεζα ALPHABANK.Επίσης δυνάμει της με αριθμό ……./ 2005 ιδιωτικής σύμβασης τοκοχρεολυτικού δανείου, η οποία καταρτίστηκε στον Πόρο Τροιζηνίας, μεταξύ της εναγομένης και του πατέρα του, χορηγήθηκε σ΄αυτόν δάνειο τοκοχρεολυτικό ποσού 55.000,00 ευρώ, προς το σκοπό της βελτίωσης-επισκευής κατοικίας και εν συνεχεία, δυνάμει της με αριθμό 4208040874/ 2007 ιδιωτικής σύμβασης τοκοχρεολυτικού δανείου, η οποία καταρτίστηκε στον Πόρο Τροιζηνίας, μεταξύ της εναγομένης και του πατέρα του ως οφειλέτη, χορηγήθηκε σ΄αυτόν τοκοχρεολυτικό δάνειο ποσού 55.000,00 ευρώ προς το σκοπό της βελτίωσης-επισκευής κατοικίας. Ότι αυτός (ενάγων), βασιζόμενος σε ψευδείς παραστάσεις από την πλευρά υπαλλήλου της εναγομένης, πείστηκε να υπογράψει ως εγγυητής σε τρείς πρόσθετες πράξεις ρύθμισης οφειλής του πατέρα του προς την εναγομένη αντιστοιχούσες στις προαναφερόμενες τρείς συμβάσεις δανείων που είχε καταρτίσει ο πατέρας του με την εναγομένη, για την εξυπηρέτηση των οποίων είχε καταστεί υπερήμερος οφειλέτης. Ότι, ειδικότερα, ο αρμόδιος υπάλληλος της εναγομένης προκειμένου να τον πείσει να υπογράψει ως εγγυητής τον διαβεβαίωσε ότι η υπογραφή του θα ετίθετο τυπικά και μόνο ως πρόσθετη υπογραφή στην υπογραφή του πατέρα του, ότι η Τράπεζα δεν θα στρεφόταν κατ΄αυτού σε περίπτωση που ο πατέρας του δεν πλήρωνε την οφειλή του και ότι σε κάθε περίπτωση θα αποδεσμευόταν ως εγγυητής σε τρία χρόνια από το χρόνο της υπογραφής. Ότι όλα τα ανωτέρω του επιβεβαίωσε και ο πατέρας του που παρίστατο κατά την υπογραφή των επίδικων συμβάσεων, δείχνοντας εμπιστοσύνη στις διαβεβαιώσεις του υπαλλήλου της εναγομένης, με τον οποίο ετύγχανε επιστήθιος φίλος. Ότι υπό τις ανωτέρω συνθήκες, μη έχοντας και οποιαδήποτε εμπειρία σε τραπεζικές συναλλαγές, αφού κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν 19 ετών, μαθητής της τρίτης τάξης του Λυκείου, πείστηκε να υπογράψει ως εγγυητής στις προαναφερθείσες τρείς πρόσθετες πράξεις ρύθμισης οφειλής του πατέρα του προς την εναγομένη. Ότι έτσι, η εναγομένη δια του αρμοδίου υπαλλήλου της επεδίωξε και συνεβλήθη τελικά με τον ίδιο (ενάγοντα) ως εγγυητή ,για ένα χρέος συνολικού ποσού 143.491,08 ευρώ (42.525,39 + 51.785,25+ 49.180,44), αν και αυτός είχε μηδενική περιουσία και εισόδημα, χωρίς να τον ενημερώσει συγκεκριμένα για τις δεσμεύσεις που αναλάμβανε και τις πιθανές επιπτώσεις τους στην περιουσία του. Ότι ενόψει των ανωτέρω οι ως άνω συμβάσεις εγγύησης τυγχάνουν άκυρες ως αντίθετες στα χρηστά ήθη καθώς και ακυρώσιμες λόγω εξαπάτησης, αλλά και λόγω πλάνης του. Στη συνέχεια ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι με το άρθρο 7 των εν λόγω συμβάσεων που υπέγραψε, συμφωνήθηκε με τη μορφή Γ.Ο.Σ. ότι ο εγγυητής παραιτείται της ενστάσεως διζήσεως. Ότι η εν λόγω παραίτηση καθώς και η παραίτηση από τις ενστάσεις των άρθρων 862-868 του ΑΚ που έλαβε χώρα υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες, τυγχάνει άκυρη. Επικουρικώς δε ισχυρίστηκε ότι σε κάθε περίπτωση δικαιούται να ελευθερωθεί από την εγγυητική του ευθύνη έναντι της εναγομένης κατ΄άρθρο 862 ΑΚ, επειδή αυτή επέδειξε βαριά αμέλεια στην έγκαιρη και προσήκουσα εκτέλεση όλων των ενεργειών που απαιτούνταν για την είσπραξη της οφειλής της έναντι του πατέρα του, με αποτέλεσμα τελικά να καταστεί αδύνατη η ικανοποίησή της από την περιουσία του κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄αυτήν (αγωγή).

Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε: Α. Να αναγνωριστεί και να κηρυχθούν ότι είναι άκυρες για τους παραπάνω λόγους οι τρεις (3) ένδικες υπογραφείσες στον Πόρο στις 22-12-2010 ως άνω πρόσθετες πράξεις «ρύθμισης συνολικής οφειλής κτηματικής πίστης» στις με αριθμούς …/ 2005, …./2005 και …../ 2007 αντίστοιχες αρχικές δανειακές συμβάσεις ,καθώς και οι περιεχόμενες σε αυτές πρόσθετες πράξεις τρεις (3) συμβάσεις εγγύησης. Β. Να αναγνωριστεί και να κηρυχθεί άκυρη για τους άνω λόγους η σύμβαση εγγύησης αυτού (ενάγοντος) προς την εναγομένη για τις ως άνω ένδικες δανειακές συμβάσεις, για τις επ΄αυτών πρόσθετες πράξεις, καθώς και εν γένει για τις δανειακές οφειλές του πρωτοφειλέτη …… και να αναγνωριστεί πως δεν υπέχει ουδεμία εγγυητική ευθύνη έναντι της εναγομένης για τις ως άνω ένδικες δανειακές συμβάσεις και για τις ως άνω δανειακές οφειλές του πρωτοφειλέτη ….. και  Γ. Επικουρικά, να αναγνωριστεί και να κηρυχθεί άκυρος ως παράνομος και καταχρηστικός ο ΓΟΣ, ο οποίος περιέχεται στις ένδικες πρόσθετες πράξεις για παραίτηση αυτού ως εγγυητή από την ένσταση διζήσεως και από όλες τις ενστάσεις των άρθρων 862-868 ΑΚ και να αναγνωριστεί ότι δικαιούται να ελευθερωθεί και να απαλλαγεί  κατ΄άρθρο 862 ΑΚ από την υποχρέωση καταβολής των ενδίκων απαιτήσεων για τις οποίες εγγυήθηκε.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τα κύρια αιτήματα της αγωγής ως απαράδεκτα λόγω αοριστίας, αφού έκρινε ότι αυτή (αοριστία) που δημιουργείται τόσο από την αντιφατικότητα μεταξύ των σωρευτικά προβαλλόμενων ισχυρισμών της ιστορικής βάσης και ειδικότερα αφενός μεν μεταξύ εκείνων που συνθέτουν το πραγματικό των κανόνων δικαίου των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, που αφορούν την αντίθεση των επίδικων συμβάσεων εγγύησης με τα χρηστά ήθη, που επικαλείται ο ενάγων για να δικαιολογήσει την επέλευση της έννομης συνέπειας της ακυρότητας των συμβάσεων εγγύησης, αφετέρου δε εκείνων των ισχυρισμών που συνθέτουν το πραγματικό των κανόνων δικαίου των άρθρων 140 και 147 ΑΚ, που αφορούν την εμφιλοχώρηση του στοιχείου της απάτης και της πλάνης στη δήλωση βούλησης του ενάγοντος κατά την κατάρτιση των συμβάσεων της εγγύησης, που επικαλείται ο ενάγων για να δικαιολογήσει την επέλευση της έννομης συνέπειας της ακυρωσίας των συμβάσεων εγγύησης, όσο και από την αντιφατικότητα μεταξύ των σωρευτικά προβαλλόμενων αγωγικών αιτημάτων και δη μεταξύ του αναγνωριστικού αγωγικού αιτήματος, με το οποίο ο ενάγων ζητεί την αναγνώριση της ακυρότητας των συμβάσεων εγγύησης και του διαπλαστικού αγωγικού αιτήματος με το οποίο ο ενάγων ζητεί την κήρυξη των συμβάσεων εγγύησης ως άκυρων, ενώ απέρριψε ως νόμω αβάσιμο το κύριο αίτημα κατά το μέρος με το οποίο ο ενάγων ζητεί να αναγνωριστεί και να κηρυχθούν άκυρες για τους ανωτέρω λόγους οι τρεις ένδικες υπογραφείσες στον Πόρο στις 22-10-2010 πρόσθετες πράξεις «ρύθμισης οφειλής συνολικής οφειλής κτηματικής πίστης», στις αρχικές αντίστοιχες δανειακές συμβάσεις.

Στη συνέχεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως προς το επικουρικό αίτημα της αγωγής, έκρινε ότι κατά το μέρος αυτού με το οποίο ο ενάγων ζητεί να αναγνωριστεί και να κηρυχθεί άκυρος ως παράνομος και καταχρηστικός ο ΓΟΣ ο οποίος περιέχεται στις ένδικες πρόσθετες πράξεις, καθό μέρος προβλέπει την παραίτηση του εγγυητή από την ένσταση διζήσεως, τυγχάνει απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο, ομοίως δε, έκρινε ότι κατά το μέρος αυτού με το οποίο ο ενάγων ζητεί να αναγνωριστεί άκυρος ως παράνομος και καταχρηστικός ο ΓΟΣ ,ο οποίος περιέχεται στις ένδικες πρόσθετες πράξεις, καθό μέρος προβλέπει παραίτηση του εγγυητή απ΄όλες τις ενστάσεις των άρθρων 862-868 ΑΚ κατά το μέρος που η συμφωνία αυτή καταλαμβάνει και την ελαφριά αμέλεια του δανειστή, πρέπει ν΄απορριφθεί ως νόμω αβάσιμο.  Στη συνέχεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι, ως προς το μέρος του επικουρικού αγωγικού αιτήματος με το οποίο ο ενάγων ζήτησε να αναγνωριστεί άκυρος ως παράνομος και καταχρηστικός ο ΓΟΣ ο οποίος περιέχεται στις ένδικες πρόσθετες πράξεις καθό μέρος προβλέπει παραίτηση του εγγυητή από όλες τις ενστάσεις των άρθρων 862-868 ΑΚ, κατά το μέρος που η συμφωνία αυτή καταλαμβάνει κάθε πταίσμα του δανειστή, ήτοι ακόμη και δόλο ή βαριά αμέλεια και να αναγνωριστεί πως δικαιούται ο ενάγων να ελευθερωθεί κατ΄άρθρ.862 επ.ΑΚ και έτσι να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής των ένδικων απαιτήσεων για τις οποίες εγγυήθηκε, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, δέχθηκε εν μέρει αυτήν ως κατ΄ουσίαν βάσιμη  και  αναγνώρισε ως άκυρο το άρθρο 7 των ένδικων πρόσθετων πράξεων ρύθμισης οφειλών κατά το μέρος που προβλέπει παραίτηση του εγγυητή-ενάγοντα από τα δικαιώματα που θεμελιώνονται επί των άρθρων 862-863 και 866-868 ΑΚ για δόλο ή βαριά αμέλεια και τέλος καταδίκασε την εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία όρισε στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής κατά το μέρος που έγινε δεκτό το παραπάνω επικουρικό αίτημα της αγωγής  παραπονείται ήδη η εκκαλούσα – εναγομένη τράπεζα με την κρινόμενη έφεσή της και με τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς το μέρος του επικουρικού αιτήματος της αγωγής που έγινε δεκτό κατά τα προεκτεθέντα, με σκοπό ν΄απορριφθεί τούτο.

Με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 5, 6 και 7 του ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών» (ΦΕΚ Α` 191) ορίζεται: «5. Κατά την ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας του καταναλωτικού κοινού. Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν μονομερώς από τον προμηθευτή, ή από τρίτο για λογαριασμό του προμηθευτή, σε περίπτωση αμφιβολίας, ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή. 6. Γενικοί όροι των συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών, ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης, ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται. 7. Καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που α) …….. , ιγ) αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη του προμηθευτή».

Ο ν. 2251/1994 αποτελεί ενσωμάτωση στο Εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993, «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές» στη παρ. 1 του άρθρου 3 της οποίας ορίζεται ότι «ρήτρα σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών τα απορρέοντα από τη σύμβαση», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 8 της ίδιας παραπάνω οδηγίας «τα κράτη – μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις, σύμφωνες προς τη συνθήκη για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή». Με τους Γενικούς Όρους των Συναλλαγών (ΓΟΣ) είτε επιχειρείται απόκλιση από ρυθμίσεις του ενδοτικού δικαίου, είτε ρυθμίζονται πρόσθετα στοιχεία που δεν αντιμετωπίζονται από διατάξεις ενδοτικού δικαίου. Η ρύθμιση της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, αποτελεί εξειδίκευση του βασικού κανόνα της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για την απαγόρευση καταχρηστικής ασκήσεως ενός δικαιώματος ή χρήσεως ενός θεσμού (της συμβατικής ελευθερίας). Εν όψει τούτου ο έλεγχος του κύρους του περιεχομένου ΓΟΣ βασικά προσανατολίζεται προς τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Με τους ΓΟΣ δεν απαγορεύεται η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνο από εκείνες που φέρουν «καθοδηγητικό» χαρακτήρα, ή σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών, από τα ουσιώδη, για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσεως της συμβάσεως, δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών, που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής. Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος, χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου διαταράσσεται, όταν με το περιεχόμενο του ΓΟΣ αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί, με βάση τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου, για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Επίσης ελέγχεται για καταχρηστικότητα η ρύθμιση ΓΟΣ με τον οποίο επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη φύση της συμβάσεως, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απειλείται ματαίωση του σκοπού της. Βέβαια το άρθρο 2 παρ. 6 ν. 2251/1994 στην αρχική του διατύπωση χρησιμοποιούσε τον όρο «υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων», πράγμα που όχι μόνο περιόριζε σημαντικά τον έλεγχο του περιεχομένου των ΓΟΣ, αλλά και δεν ήταν σύμφωνος με τη διαληφθείσα, διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 της οδηγίας, η οποία ομιλεί για «σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών». Η ανάγκη σύμφωνης με την οδηγία ερμηνείας του εθνικού δικαίου επιβάλλει όπως ο όρος «υπέρμετρη διατάραξη» ερμηνευθεί συσταλτικά ως ουσιώδης ή σημαντική μόνο διατάραξη, που φανερά διαφέρει από την υπέρμετρη διατάραξη και δεν αποτελεί λεκτικά ισοδύναμη έκφραση της προηγουμένης διατυπώσεως του ν. 2251/1994. Για τους ίδιους παραπάνω λόγους, δηλαδή προς το σκοπό ερμηνείας του εθνικού δικαίου σύμφωνης με τη διαληφθείσα, η παραπάνω ερμηνεία πρέπει να συνεχισθεί και σήμερα, μετά την απάλειψη του όρου «υπέρμετρη» με το άρθρο 10 παρ. 24 του ν. 2741/1999. Ετσι μετά την τελευταία αυτή τροποποίηση, η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, με τη νέα διατύπωση της, πρέπει να ερμηνεύεται μέσω τελεολογικής συστολής του γράμματος της προς την κατεύθυνση της «ουσιώδους διαταράξεως» της συμβατικής ισορροπίας. Αυτή ταυτίζεται με κάθε απόκλιση από καθοδηγητικού και μόνο χαρακτήρα διατάξεις του ενδοτικού δικαίου, ή από τις ρυθμίσεις εκείνες που είναι αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσεως της συμβάσεως, με βάση το ενδιάμεσο πρότυπο του συνήθως απρόσεκτου μεν, ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντος τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του αποφάσεως καταναλωτή του συγκεκριμένου είδους αγαθών ή υπηρεσιών. Ετσι κατά τη διαδικασία προς διαπίστωση της καταχρηστικότητας ΓΟΣ, πρέπει να ερευνάται, αν υπάρχει τυπική διατάραξη, ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση και στη συνέχεια να ερευνάται ο βαθμός εντάσεως της αποκλίσεως αυτής, δηλαδή αν η απόκλιση αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση αφορά αξιολογικές εκτιμήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα. Εντέλει κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ, εξετάζεται σε πρώτη φάση αν αντίκειται σε απαγορευτική ρήτρα που συγκαταλέγεται στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του άρθρου 2 παρ. 7 ν. 225 1/1994, ο οποίος περιέχει «perse» καταχρηστικές ρήτρες.

Σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος, ελέγχεται κατά πόσο ο συγκεκριμένος ΓΟΣ περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου, όπως προεκτέθηκε (ΟλομΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 2007, 975, ΟλομΑΠ 6/2006 ΕΔνη 2006, 415, ΑΠ 1987/2006 ΕΕμπΔ 2008, 105). Εξάλλου οι ΓΟΣ πρέπει, σύμφωνα με τις αρχές τις διαφάνειας να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 652/2010 ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα δε στις καταναλωτικές συμβάσεις ο ν. 2251/1994 (άρθρο 2 παρ. 7 περ. ια, που προεκτέθηκε) αξιώνει τα κριτήρια με τα οποία καθορίζονται οι όροι αυτών να αναφέρονται στη σύμβαση, δεδομένου ότι ο νόμος δεν ανέχεται την αοριστία του τιμήματος παρά μόνο αν υπάρχει σπουδαίος λόγος, οπότε πρέπει να αναφέρονται ειδικώς καθορισμένα και εύλογα κριτήρια (ΑΠ 1219/2001, 1030/2001 ΕΔνη 2001, 1599, 1603, ΕΑ 5101/2011 ΝοΒ 2011, 2139). Κατά το άρθρο 862 Α.Κ, ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη. Με τη διάταξη αυτή τίθεται ο κανόνας της ελευθερώσεως του εγγυητή, εάν από πταίσμα (δόλο ή αμέλεια, έστω και ελαφρά) του δανειστή κατέστη αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη, ενώ η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως δεν αποκλείεται από ενδεχομένη παραίτησή του εκ των προτέρων από του κατ’ άρθρο 855 Α.Κ δικαιώματος διζήσεως. Λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της ανωτέρω ρυθμίσεως, ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων του θεσπιζομένου με αυτή ευεργετήματος (ελευθερώσεως), όχι όμως και για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή κατέστη αδύνατη από δόλο ή βαριά αμέλεια του τελευταίου, δεδομένου ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 332 εδ. α’ ΑΚ είναι άκυρη (ΑΚ 174) κάθε εκ των προτέρων συμφωνία με την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια (Ολ. ΑΠ 6/2000 ΤΝΠ Νόμος ). Πταίσμα του δανειστή περί την είσπραξη της απαιτήσεως εκδηλώνεται είτε με ενέργειες – πράξεις είτε με παραλείψεις, ένεκα των οποίων γίνεται αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη. Ειδικότερα, στην εγγύηση αορίστου χρόνου θεωρείται ότι υπάρχει πταίσμα του δανειστή (και) όταν αυτός αμελεί για ικανό χρόνο να καταδιώξει τον πρωτοφειλέτη, που έπειτα γίνεται αναξιόχρεος (και αν ακόμη ο εγγυητής δεν έκαμε χρήση των δικαιωμάτων που του παρέχουν οι διατάξεις των άρθρων 867-868 ΑΚ) ή υπαιτίως δεν αποδέχεται την εγκύρως προσφερομένη κυρία οφειλή ή δεν αναγγέλλεται στην πτώχευση του πρωτοφειλέτη ή αμελεί τη διεξαγωγή της δίκης ή αναγκαστικής εκτελέσεως εναντίον του πρωτοφειλέτη ή παρατείνει την προθεσμία εξοφλήσεως, εν αγνοία του εγγυητή, καθίσταται δε μετά ταύτα αναξιόχρεος, ή αν ο δανειστής, μολονότι μπορούσε να διενεργήσει ταμειακό έλεγχο από τον οποίο ήταν δυνατόν να αποδειχθεί αύξηση της οφειλής, παρέλειψε να προβεί σ` αυτόν. Την υπαίτια αυτή συμπεριφορά του δανειστή οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο εγγυητής, ο οποίος για την απαλλαγή του προβάλλει ισχυρισμό ελευθερώσεώς του. Τέλος, εφόσον στον Αστικό Κώδικα δεν έχει περιληφθεί ορισμός της βαρείας αμέλειας, στο δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει, εκτιμώντας τις περιστάσεις, πότε η αμέλεια φέρει τη μορφή εκείνης της βαρείας, αξιολογική κρίση η οποία υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, με βάση τα γενόμενα ανελέγκτως δεκτά πραγματικά περιστατικά (για όλα τα ανωτέρω βλ.σχετ. ΑΠ 99/2020, ΑΠ 1216/ 2019, ΑΠ 1242/ 2017, ΑΠ 1296/ 2017, ΑΠ 13/ 2015, ΕΦΑθ 446/2019, ΕφΑθ 1471/ 2013, ΕφΠατρ 135/ 2019, ΕφΛαρ / 121/ 2016, ΕφΘεσ/ 1034/ 2013,ΕφΔυτ.Μακ/ 36/2019 ΤΝΠ Νόμος).

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ειδικότερα, από τις υπ΄αριθμ. ……../ 26-6-2018 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών …, τις υπ΄αριθμ. … και …./27-6-2018 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Καλαυρίας ……., ληφθείσες νομοτύπως και εμπροθέσμως, που προσκομίζει και επικαλείται ενάγων, από τις υπ΄αριθμ…… και …../ 27-6-2018 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πόρου, ληφθείσες νομοτύπως και εμπροθέσμως, που προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα επικαλούμενα  και νομίμως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα (άρθρο 339 σε συνδυασμό με το άρθρο 395 του Κ.Πολ.Δ.) προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για ορισμένα από τα οποία (νομίμως προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα) γίνεται ακολούθως ειδική μνεία, χωρίς όμως, η ρητή αναφορά των εν λόγω εγγράφων, να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσης, σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, τις ομολογίες που συνάγονται από τις προτάσεις (αρθ 261 Κ.ΠολΔ) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ΄αριθμ……./ 20-12-2005 σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου που καταρτίστηκε στο Κατάστημα της εναγομένης στον Πόρο Τροιζηνίας στις 20-12-2005, η εναγομένη Τράπεζα συμφώνησε με τον αναφερόμενο σε αυτήν οφειλέτη δανειολήπτη πατέρα του ενάγοντος ……., να χορηγήσει στον τελευταίο δάνειο ποσού 45.000,00 ευρώ, προς το σκοπό εξόφλησης δανείου αρχικού ποσού 50.000,00 ευρώ που είχε χορηγηθεί σ΄αυτόν από την τράπεζα …., με υπόλοιπο κατά τον χρόνο υπογραφής της σύμβασης ποσού 44.976,26 ευρώ, όπως προκύπτει από τη σχετική από 25-11-2005 βεβαίωση της ανωτέρω τράπεζας για την κάλυψη στεγαστικών του αναγκών. Η σύμβαση αυτή συνήφθη κατόπιν σχετικού αιτήματος του πατέρα του ενάγοντος ,το οποίο έγινε δεκτό από το αρμόδιο εγκριτικό όργανο της Τράπεζας. Το ποσό του δανείου εκταμιεύθηκε στο σύνολό του (45.000,00 ευρώ), σύμφωνα και με το άρθρο 4 της ως άνω σύμβασης, ο δε δανειολήπτης κάνοντας χρήση αυτού εξόφλησε τις οφειλές του σε άλλη Τράπεζα. Σε ασφάλεια δε της δανείστριας εναγομένης Τράπεζας για τις κατά του οφειλέτη απαιτήσεις της από την προαναφερόμενη ιδιωτική σύμβαση δανείου, δηλαδή από το κεφάλαιο, τους τόκους, τους τόκους υπερημερίας και του ανατοκισμού, τα έξοδα καθώς και κάθε τέλος, εισφορά, φόρο επί του δανείου και κάθε άλλου, οποιασδήποτε φύσεως εξόδου που απορρέει από το ανωτέρω δάνειο μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης, ο οφειλέτης ανέλαβε σύμφωνα με το άρθρο 2.1 της σύμβασης, να παραχωρήσει δικαίωμα εγγραφής προσημείωσης υποθήκης υπέρ της δανείστριας Τράπεζα, Α΄σειράς, για ποσό 54.000,00 ευρώ επί ακινήτου ιδιοκτησίας του, με το οποίο ασφαλίζεται κατά την εκτίμηση της δανείστριας, το σύνολο των απαιτήσεών της από το δάνειο. Κατόπιν αυτού, ενεγράφη στα βιβλία των Υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Καλαυρίας στις 22-12-2005, υπερ της εναγομένης Τράπεζας και κατά του δανειολήπτη πατέρα του ενάγοντος, δυνάμει της υπ΄αριθμ.11282/2005 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ασφαλιστικών Μέτρων), προσημείωση υποθήκης ποσού 54.000,00 ευρώ επί του περιγραφομένου στην απόφαση αυτή ακινήτου του δανειολήπτη, ήτοι επί ενός λεμονοπερίβολου μετά των 100 λεμονοδέντρων και του δικαιώματος υδρεύσεως εκ του ανταμικού φρέατος του κειμένου εις το πλησίον λεμονοπερίβολον …….. εκτάσεως ½ στρέμματος περίπου μετά της εν αυτώ αγροτικής οικίας, συγκείμενης εξ ισογείου, εμβαδού 117 τ.μ., και πρώτου υπέρ το ισόγειον ορόφου36,50 τ.μ., κειμένου του οικοπέδου στην ειδική θέση . .. Τροιζηνίας, προς εξασφάλιση της ανωτέρω σύμβασης δανείου. Στη συνέχεια, επειδή ο ανωτέρω δανειολήπτης – οφειλέτης δεν ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις του από την σύμβαση, κατόπιν της ανέκκλητης εντολής του οφειλέτη για την ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων και μη οφειλών του κτηματικής πίστης προς την Τράπεζα και συγκεκριμένα δυνάμει της από 4-11-2010 αίτησης ρύθμισης οφειλών (κτηματικής πίστης) με αρ. …. με αυξ.αρ….. και …. υποβληθείσας στο υποκατάστημα Πόρου της Τράπεζας, συνυπογραφείσας τόσο από τον ενάγοντα ως εγγυητή όσο και από τον πατέρα του ως δανειολήπτη- πρωτοφειλέτη, ο τελευταίος αιτήθηκε από την Τράπεζα τη ρύθμιση των οφειλών του από το ως άνω δάνειο, ποσού 42.500,00 ευρώ, υπό την πλήρη εγγύηση του ενάγοντος υιού του. Στην αίτηση αυτή ρύθμισης οφειλών από σύμβαση δανείου, συμπεριελήφθησαν τόσο τα ατομικά και οικονομικά τους στοιχεία, όσο και τα στοιχεία της ακίνητης περιουσίας που διέθετε ο καθένας από αυτούς. Η ως άνω από 4-11-2010 αίτηση του δανειολήπτη και του ενάγοντος ως εγγυητή έγινε δεκτή από το αρμόδιο εγκριτικό όργανο της Τράπεζας (Διεύθυνση Κτηματικής Πίστης) στις 11-11-2010 και συνήφθη η από 22-12-2010 « Πρόσθετη Πράξη Ρύθμισης Συνολικής Οφειλής Κτηματικής Πίστης) μεταξύ της δανείστριας Τράπεζας, του δανειολήπτη και του ενάγοντος ως εγγυητή. Με την εν λόγω Πρόσθετη Πράξη Ρύθμισης, τόσο ο δανειολήπτης όσο και ο ενάγων ως εγγυητής αφενός αναγνώρισαν ανεπιφύλακτα ότι η συνολική (ληξιπρόθεσμη και ενήμερη) οφειλή από την παραπάνω αιτία ανερχόταν κατά την ημέρα υπογραφής της ρύθμισης στο ποσό των 42.525,39 ευρώ, αφετέρου συνομολόγησαν και συναποδέχθηκαν, τη ρύθμιση της οφειλής σύμφωνα με τους αναφερόμενους στην Πράξη όρους. Μετά δε την ανωτέρω ρύθμιση το υπόλοιπο του λογαριασμού του αρχικού δανείου μεταφέρθηκε στον με αριθμ. ….. λογαριασμό ρύθμισης. Στη συνέχεια, επειδή οι ανωτέρω συμβαλλόμενοι δεν εκπλήρωναν τις υποχρεώσεις τους από την σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου και την πρόσθετη πράξη ρύθμισης αυτής, η Τράπεζα στις 3-4-2014, κατήγγειλε την ανωτέρω δανειακή σύμβαση και πράξη ρύθμισης και κήρυξε ληξιπρόθεσμο και απαιτητό στο σύνολό το χορηγηθεν δάνειο, γνωστοποιώντας στους συμβαλλόμενους την από 3-4-2014 εξώδικη δήλωση καταγγελίας της με αριθμ. …… σύμβασης δανείου (μετά τη ρύθμιση με νεότερο αριθμό: ….), και ταυτόχρονα κάλεσε τους οφειλέτες της να εξοφλήσουν την ανωτέρω ληξιπρόθεσμη οφειλή τους, ανερχόμενη, κατά την ημερομηνία της καταγγελίας, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της εναγομένης, στο ποσό των 47.561,53 ευρώ, εντός προθεσμίας 7 εργάσιμων ημερών από την επίδοση της καταγγελίας ή να υποβάλλουν αίτημα ρύθμισης, άλλως η Τράπεζα θα ήταν υποχρεωμένη να προχωρήσει στη λήψη δικαστικών μέτρων για την είσπραξη της απαίτησής της. Κατόπιν των ανωτέρω και εξαιτίας του ότι τόσο ο δανειολήπτης όσο και ο εγγυητής άφησαν να περάσει άπρακτη η ως άνω προθεσμία, η εναγομένη κατέθεσε ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 3-7-2014 αίτησή της περί έκδοσης Διαταγής Πληρωμής σε βάρος τόσο του δανειολήπτη όσο και του εγγυητή ενάγοντος, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αριθμ…../ 14-7-2014 Διαταγή Πληρωμής του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία οι τελευταίοι διετάχθησαν να της καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 47.659,60 ευρώ κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄αυτήν, εντόκως με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας (συν 2,5% επί του ενήμερου συμβατικού επιτοκίου),από 14-4-2014 μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης, ακόμη δε και το ποσό των 850,00 ευρώ για τη δικαστική δαπάνη για την έκδοσή της. Ακολούθως η εναγομένη τους επέδωσε επικυρωμένο αντίγραφο εκ του Α΄απογράφου εκτελεστού της παραπάνω Διαταγής Πληρωμής και της παραπόδα αυτής από 28-7-2014 επιταγής προς πληρωμή. Κατά της ως άνω Διαταγής Πληρωμής και της επιταγής προς πληρωμή ούτε ο δανειολήπτης οφειλέτης της ούτε ο εγγυητής και νυν ενάγων άσκησαν ανακοπή όπως είχαν δικαίωμα. Στη συνέχεια, δυνάμει της υπ΄αριθμ………./ 20-12-2005 σύμβασης τοκοχρεολυτικού δανείου που καταρτίστηκε στο Κατάστημα Πόρου της εναγομένης στις 20-12-2005, η Τράπεζα συμφώνησε με τον αναφερόμενο σ΄αυτήν δανειολήπτη – πατέρα του ενάγοντος, ύστερα από σχετική αίτηση του τελευταίου, να του χορηγήσει δάνειο ποσού 55.000,00 ευρώ προς τον σκοπό «βελτίωσης- επισκευής κατοικίας», του ακινήτου που βρίσκεται στην … Τροιζηνίας στη θέση «…..». Το ποσό αυτό του δανείου εκταμιεύθηκε στο σύνολό του (55.000,00 ευρώ),σύμφωνα και με το άρθρο 4 της ανωτέρω σύμβασης. Σε ασφάλεια δε της εναγομένης δανείστριας Τράπεζας, για τις κατά του οφειλέτη απαιτήσεις της από την προαναφερόμενη σύμβαση δανείου, ανέλαβε ο οφειλέτης, σύμφωνα με το άρθρο 2.1 της σύμβασης, να παραχωρήσει δικαίωμα εγγραφής προσημείωσης υποθήκης υπερ της εναγομένης Τράπεζας, Β΄σειράς, για ποσό 66.000,00 ευρώ, επί του ακινήτου ιδιοκτησίας του, με το οποίο ασφαλίζεται, κατά την εκτίμηση της δανείστριας, το σύνολο των απαιτήσεών της από το δάνειο. Κατόπιν τούτου, ενεγράφη στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Καλαυρίας στις 22-12-2005 υπέρ της Τράπεζας και κατά του δανειολήπτη, δυνάμει της υπ΄αριθμ.11282/ 2005 απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, προσημείωση υποθήκης ποσού 66.000,00 ευρώ επί του περιγραφόμενου στην απόφαση αυτή ακινήτου, ήτοι επί του ίδιου ως άνω λεμονοπερίβολου μετά της εν αυτώ αγροτικής οικίας στην θέση . ….. Τροιζηνίας. Στη συνέχεια επειδή ο οφειλέτης-δανειολήπτης δεν ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις του από την άνω σύμβαση, κατόπιν της ανέκκλητης εντολής του οφειλέτη για τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων και μη οφειλών του κτηματικής πίστης προς την Τράπεζα και συγκεκριμένα με την από 4-11-2010 αίτηση ρύθμισης οφειλών (κτηματικής πίστης) με αρ. ……. (αυξ.αριθ. …..), υποβληθείσα στο υποκατάστημα Πόρου της Τράπεζας, υπογραφείσα τόσο από τον ενάγοντα ως εγγυητή, όσο και από τον πατέρα του ως δανειολήπτη – πρωτοφειλέτη, ο τελευταίος αιτήθηκε από την Τράπεζα τη ρύθμιση των οφειλών του από το δάνειο, ποσού 51.700,00 ευρώ υπό την πλήρη εγγύηση του ενάγοντος υιού του. Στην ως άνω αίτηση ρύθμισης οφειλών από σύμβαση δανείου συμπεριελήφθησαν τόσο τα ατομικά και οικονομικά τους στοιχεία, όσο και τα στοιχεία της ακίνητης περιουσίας που διέθετε ο καθένας από αυτούς. Η αίτηση αυτή του δανειολήπτη και του ενάγοντος ως εγγυητή, έγινε δεκτή από το αρμόδιο εγκριτικό όργανο της Τράπεζας και κατόπιν τούτου συνήφθη η από 22-12-2010 Πρόσθετη Πράξη Ρύθμισης Συνολικής Οφειλής Κτηματικής Πίστης μεταξύ της εναγομένης ως δανείστριας Τράπεζας, του δανειολήπτη και του ενάγοντος ως εγγυητή. Με την από 22-12-2010 αυτή Πρόσθετη Πράξη Ρύθμισης, τόσο ο δανειολήπτης όσο και ο ενάγων ως εγγυητής, αφενός αναγνώρισαν ανεπιφύλακτα ότι η συνολική (ληξιπρόθεσμη και ενήμερη) οφειλή από την παραπάνω αιτία ανερχόταν, κατά την ημέρα υπογραφής της ρύθμισης, στο ποσό των 51.785,25 ευρώ, αφετέρου συνομολόγησαν και συναποδέχθηκαν τη ρύθμιση της οφειλής σύμφωνα με τους αναφερόμενους στην Πράξη αυτή ρύθμιση. Μετά δε την ρύθμιση αυτή το υπόλοιπο του λογαριασμού του αρχικού δανείου μεταφέρθηκε στον με αριθμό ………. λογαριασμό ρύθμιση. Στη συνέχεια, επειδή οι άνω συμβαλλόμενοι δεν εκπλήρωναν τις υποχρεώσεις τους από την ως άνω σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου και την πρόσθετη πράξη ρύθμισης αυτής, η εναγομένη Τράπεζα κατήγγειλε στις 3-4-2014 την άνω δανειακή σύμβαση- πράξη ρύθμισης και κήρυξε ληξιπρόθεσμο και απαιτητό στο σύνολό του το χορηγηθέν δάνειο, γνωστοποιώντας στους συμβαλλόμενους την από 3-4-2014 εξώδικη δήλωση καταγγελίας της με αριθμ. ….. σύμβασης δανείου (μετά τη ρύθμιση με νεότερο αριθμό: ……). Συγχρόνως η Τράπεζα, με την ως άνω εξώδικη δήλωση, κάλεσε τους ανωτέρω οφειλέτες της να εξοφλήσουν την παραπάνω ληξιπρόθεσμη οφειλή τους, ανερχόμενη κατά την ημερομηνία της καταγγελίας, στο ποσό των 57.143,17 ευρώ, εντός προθεσμίας 7 εργάσιμων ημερών από την επίδοση της καταγγελίας ή να υποβάλλουν αίτημα ρύθμισης, άλλως η Τράπεζα θα ήταν υποχρεωμένη να προχωρήσει στη λήψη δικαστικών μέτρων για την είσπραξη της απαίτησής της. Κατόπιν των ανωτέρω, επειδή τόσο ο δανειολήπτης όσο και ο εγγυητής άφησαν να παρέλθει άπρακτη η ως άνω προθεσμία, η εναγομένη κατέθεσε ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 3-7-2014 αίτησή της περί έκδοσης Διαταγής Πληρωμής σε βάρος των ανωτέρω, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. ………/14-7-2014 Διαταγή Πληρωμής του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία διετάχθησαν οι ανωτέρω να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 54.226,46 ευρώ, εντόκως με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας (συν 2,5% επι του ενήμερου συμβατικού επιτοκίου) από 14-4-2014 μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης, ακόμη δε και ποσό 1.000,00 ευρώ για τη δικαστική δαπάνη για την έκδοσή της και στη συνέχεια τους επέδωσε επικυρωμένο αντίγραφο εκ του Α΄απογράφου εκτελεστού της ως άνω εκδοθείσας Διαταγής Πληρωμής και της παραπόδας αυτής από 28-7-2014 επιταγής προς πληρωμή. Κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής οι ανωτέρω οφειλέτες δεν άσκησαν ανακοπή όπως είχαν δικαίωμα. Στη συνέχεια, δυνάμει της υπ΄αριθμ………./ 29-10-2007 σύμβασης τοκοχρεολυτικού δανείου, που καταρτίσθηκε στο Κατάστημα Πόρου της εναγομένης στις 29-10-2007, η Τράπεζα συμφώνησε με τον αναφερόμενο σ΄αυτήν οφειλέτη δανειολήπτη (πατέρα του ενάγοντος) να χορηγήσει σ΄αυτόν δάνειο ποσού 50.000,00 ευρώ, προς τον σκοπό «βελτίωσης – επισκευής κατοικίας». Η σύμβαση αυτή συνήφθη κατόπιν σχετικού αιτήματος του πατέρα του ενάγοντος, που έγινε δεκτό από το αρμόδιο εγκριτικό όργανο της Τράπεζας και το ποσό του δανείου εκταμιεύθηκε στο σύνολό του σύμφωνα και με το άρθρο 4 της ως άνω σύμβασης. Σε ασφάλεια δε της δανείστριας Τράπεζας, για τις κατά του οφειλέτη απαιτήσεις της από την παραπάνω ιδιωτική σύμβαση δανείου μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, ο οφειλέτης ανέλαβε (σύμφωνα με το άρθρο 2.1 της σύμβασης) να παραχωρήσει δικαίωμα εγγραφής προσημείωσης υποθήκης υπέρ της δανείστριας Τράπεζας, για ποσό 60.000,00 ευρώ επί ακινήτου ιδιοκτησίας του, με το οποίο ασφαλίζεται, κατά την εκτίμηση της δανείστριας το σύνολο των απαιτήσεών της από το εν λόγω δάνειο. Κατόπιν αυτού ενεγράφη στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου  Καλαυρίας στις 31-10-2007 υπέρ της Τράπεζας και κατά του δανειολήπτη, δυνάμει της υπ΄αριθμ. 9819/ 2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ασφαλιστικών Μέτρων), προσημείωση υποθήκης ποσού 60.000,00 ευρώ επί του περιγραφόμενου σ΄αυτήν ακινήτου του δανειολήπη, ήτοι επί του ίδιου ως άνω λεμονοπερίβολου μετά της εν αυτώ αγροτικής οικίας στη θέση ………… Τροιζηνίας, προς εξασφάλιση της ανωτέρω σύμβασης δανείου. Ακολούθως και επειδή ο οφειλέτης- δανειολήπτης δεν ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις του από τη σύμβαση, κατόπιν της ανέκκλητης εντολής του οφειλέτη για την ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων και μη οφειλών του κτηματικής πίστης προς την Τράπεζα και συγκεκριμένα δυνάμει της από 4-11-2010 αίτησης ρύθμισης οφειλών (κτηματικής πίστης) με αρ. …… (με αυξ.αρ. …), υποβληθείσας στο υποκατάστημα Πόρου της Τράπεζας, αιτήθηκε από αυτήν τη ρύθμιση οφειλών του από το ως άνω δάνειο, ποσού, κατά το χρόνο της αίτησης 48.800,00 ευρώ υπό την πλήρη εγγύηση του ενάγοντος υιού του. Στην αίτηση αυτή ρύθμισης οφειλών από τη σύμβαση δανείου, συμπεριελήφθησαν τόσο τα ατομικά και οικονομικά τους στοιχεία, όσο και τα στοιχεία της ακίνητης περιουσίας που διέθετε ο καθένας από αυτούς. Η ως άνω από 4-11-2010 αίτηση του δανειολήπτη και του ενάγοντος ως εγγυητή έγινε δεκτή από το αρμόδιο εγκριτικό όργανο της Τράπεζας στις 11-11-2010 και κατόπιν τούτου συνήφθη η από 22-12-2010 Πρόσθετη Πράξη Ρύθμισης Συνολικής Οφειλής Κτηματικής Πίστης μεταξύ της δανείστριας εναγομένης Τράπεζας, του δανειολήπτη και του ενάγοντος ως εγγυητή. Με την από 22-12-2010 Πρόσθετη Πράξη Ρύθμισης, τόσο ο δανειολήπτης, όσο και ο ενάγων ως εγγυητής αφενός αναγνώρισαν ανεπιφύλακτα ότι η συνολική (ληξιπρόθεσμη και ενήμερη) οφειλή από την παραπάνω αιτία ανερχόταν, κατά την ημέρα υπογραφής της ρύθμισης, στο ποσό των 49.180,44 ευρώ, αφετέρου συνομολόγησαν και συναποδέχθηκαν τη ρύθμιση της οφειλής σύμφωνα με τους αναφερόμενους στην Πράξη όρους. Μετά δε την ρύθμιση αυτή το υπόλοιπο του λογαριασμού του αρχικού δανείου μεταφέρθηκε στον με αριθμ…….. λογαριασμό ρύθμισης και ακολούθως επειδή οι άνω συμβαλλόμενοι δεν εκπλήρωναν τις υποχρεώσεις τους από την άνω σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου και την πρόσθετη πράξη ρύθμισης αυτής, η Τράπεζα στις 3-4-2014 κατήγγειλε την ανωτέρω δανειακή σύμβαση – πράξη ρύθμισης και κήρυξε ληξιπρόθεσμο και απαιτητό στο σύνολό του το χορηγηθέν δάνειο, γνωστοποιώντας στους συμβαλλόμενους την από 3-4-2014 εξώδικη δήλωση καταγγελίας της με αριθμ……. σύμβασης δανείου (μετά τη ρύθμιση με νεότερο αριθμό : ……) και ταυτόχρονα κάλεσε τους οφειλέτες της να εξοφλήσουν την ως άνω ληξιπρόθεσμη οφειλή τους, ανερχόμενη, κατά την ημερομηνία της καταγγελίας κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης, στο ποσό των 47.561,53 ευρώ, εντός 7 εργάσιμων ημερών από την επίδοση της καταγγελίας ή να υποβάλλουν αίτημα ρύθμισης, άλλως η Τράπεζα θα ήταν υποχρεωμένη να προχωρήσει στη λήψη δικαστικών μέτρων για την είσπραξη της απαίτησής της. Μετά από αυτά και επειδή τόσο ο δανειολήπτης όσο και ο εγγυητής άφησαν να παρέλθει άπρακτη η ως άνω προθεσμία η εναγομένη κατέθεσε ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 3-7-2014 αίτησή της περί έκδοσης Διαταγής Πληρωμής σε βάρος τόσο του δανειολήπτη όσου και του ενάγοντος ως εγγυητή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αριθμ………./14-7-2014 Διαταγή Πληρωμής του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία διετάχθησαν οι ανωτέρω να της καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 57.261,52 ευρώ, εντόκως με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας (συν 2,5% επί του ενήμερου συμβατικού επιτοκίου) από 14-4-2014 μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, ακόμη δε και 1.000,00 ευρώ για τη δικαστική δαπάνη για την έκδοσή της. Ακολούθως, η εναγομένη τους επέδωσε επικυρωμένο αντίγραφο εκ του Α΄απογράφου εκτελεστού της ως ανω εκδοθείσας Διαταγής Πληρωμής και της παραπόδας αυτής από 28-7-2014 επιταγής προς πληρωμή, κατά των οποίων οι οφειλέτες δεν άσκησαν ανακοπή προκειμένου να προβάλλουν τυχόν αντιρρήσεις τους ,όπως είχαν δικαίωμα.

Στις προαναφερθείσες δε πρόσθετες πράξεις ρύθμισης συνολικής οφειλής κτηματικής πίστης που υπέγραψε ο ενάγων ως εγγυητής των αρχικών δανειακών συμβάσεων που έλαβε ο πατέρας του …….., στο άρθρο 7 ορίζονται τα εξής: «Ο Εγγυητής δηλώνει ότι γνωρίζει πλήρως και αποδέχεται ανεπιφύλακτα ολόκληρο το περιεχόμενο της ως άνω Σύμβασης και της παρούσας Πρόσθετης Πράξης και εγγυάται υπέρ του Οφειλέτη προς τη Δανείστρια την κανονική εξυπηρέτηση της οφειλής και την ολοσχερή εξόφληση αυτής και κάθε από αυτή απορρέουσα υποχρέωση του Οφειλέτη ευθυνόμενος μετ΄αυτού απεριόριστα και εις ολόκληρον έναντι της Δανείστριας ως πρωτοφειλέτης και παραιτούμενος από το δικαίωμά του να αρνηθεί καταβολή μέχρις ότου επιχειρηθεί άκαρπη αναγκαστική εκτέλεση κατά του οφειλέτη (ένσταση δίζησης : ΑΚ 855). Ο Εγγυητής επίσης δεν μπορεί να προτείνει εναντίον της Τράπεζας τις μη προσωποπαγείς ενστάσεις του πρωτοφειλέτη εάν αυτός παραιτήθηκε από αυτές». Ενώ σύμφωνα με το άρθρο 13 των αρχικών τριών δανειακών συμβάσεων, ο δανειολήπτης και πρωτοφειλέτης της εναγομένης Τράπεζας πατέρας του ενάγοντος είχε παραιτηθεί από κάθε δικαίωμα των άρθρων 853,862-863,866-868 του ΑΚ.

Στη συνέχεια, ο δανειολήπτης πατέρας του ενάγοντος, στις 8-10-2012 κατέθεσε σχετική αίτηση βάσει του άρθρου 4 παρ.1 του Ν.3869/ 2010 περί ρύθμισης των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, την οποία κοινοποίησε στην έδρα της εναγομένης στις 2-11-2012 με την οποία αναγνώριζε ρητά τις προαναφερόμενες οφειλές του από τις τρεις ως άνω συμβάσεις δανείων, ζητώντας, ωστόσο τη ρύθμισή τους βάσει των ευνοϊκών διατάξεων του Ν.3869/ 2010 και επ αυτής εκδόθηκε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων η υπ΄αριθμ. 25/2013 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας (Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας), η οποία απέρριψε την αίτηση του δανειολήπτη λόγω δόλιας περιέλευσής του σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των χρεών του, η οποία δεν επιτρέπει την υπαγωγή του στον Ν.3869/2010. Κατά της απόφασης αυτής ο δανειολήπτης πατέρας του ενάγοντος άσκησε έφεση η οποία απορρίφθηκε με την υπ΄αριθμ.4250/ 2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Στη συνέχεια ο δανειολήπτης, το έτος 2015, επανήλθε με νέα αίτησή του για υπαγωγή στον Ν.3869/ 2010 στο Ειρηνοδικείο Πειραιά, επί της οποίας του χορηγήθηκε, ερήμην της εναγόμενης Τράπεζας, προσωρινή διαταγή στις 13-01-2017,η συζήτηση της οποίας (αίτησης) ορίστηκε για το έτος 2024.Οπως δε προέκυψε, από την κοινοποίηση στην εναγομένη Τράπεζα της από 28-9-2012 αίτησης του δανειολήπτη περί υπαγωγής του στον Ν.3869/ 2010, ανέστειλε αυτή κάθε καταδιωκτικό εις βάρος του μέτρο, πλήν όμως, μετά την απόρριψη της αίτησής του άμεσα κατήγγειλε τις συμβάσεις και επεδίωξε την επιδίκαση των απαιτήσεών της τόσο σε βάρος του δανειολήπτη όσο και σε βάρος του ενάγοντος ως εγγυητή. Από όλα τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγομένη Τράπεζα επεδίωξε την ικανοποίηση των απαιτήσεών της κατά του δανειολήπτη πατέρα του ενάγοντος, εντός ευλόγου χρόνου και με τον προσήκοντα τρόπο, καθώς και με την επίδειξη παρόμοιας επιμέλειας, όπως με άλλους δανειστές της για την εξασφάλιση και είσπραξη απαιτήσεων ή λήψη καταδιωκτικών μέτρων εναντίον τους, και ως εκ τούτου δεν πληρούνται στην προκειμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις των άρθρων 862-863 και 866-868 του ΑΚ, όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.

Ο ενάγων, με το επικουρικό αίτημα της αγωγής του ισχυρίζεται ότι ο προδιατυπωμένος όρος των συμβάσεων εγγυήσεως στις πρόσθετες πράξεις ρύθμισης συνολικής οφειλής κτηματικής πίστης περί παραιτήσεως τούτου ως εγγυητή από τις ενστάσεις 853-868 Α.Κ (αρθρ. 7 συμβάσεων) είναι άκυρος ως καταχρηστικός και αντιτίθεται στις διατάξεις του Ν 2251/1994 αρθ. 2 και 7ιγ΄ καθώς και ότι έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρο 862 Α.Κ. Από τη γραμματική διατύπωση του ως άνω ελεγχόμενου ως καταχρηστικού, όρου 7 των εν λόγω συμβάσεων συνάγεται, ότι ο ενάγων σαφέστατα ήταν σε θέση να αντιληφθεί την υποχρέωση που ανέλαβε με την αποδοχή του συγκεκριμένου ΓΟΣ. Ειδικότερα, ο εν λόγω έντυπος γενικός όρος συναλλαγών είναι διατυπωμένος με ευανάγνωστα γράμματα και σε γλώσσα απλή και κατανοητή. Ο μέσος καταναλωτής-ενάγων ενημερώθηκε πλήρως από την προμηθεύτρια Τράπεζα ότι με την αποδοχή του εν λόγω ΓΟΣ παραιτείται από ευεργέτημα που του έχει παραχωρηθεί, δηλαδή από το δικαίωμα να προτείνει τις μη προσωποπαγείς ενστάσεις του οφειλέτη πατέρα του κατά της τράπεζας, την ένσταση της διζήσεως κλπ. Η εναγομένη Τράπεζα δεν είχε υποχρέωση – σύμφωνα με τη διατύπωση του όρου αυτού – να προβεί σε ειδική ανάλυση και ερμηνεία της έννοιας των ανωτέρω η οποία είναι σαφώς νομική έννοια, ο κάθε δε εγγυητής έχει τη δυνατότητα να ενημερωθεί για τη σημασία και το ακριβές περιεχόμενο τους και συνακόλουθα για τις συμβατικές υποχρεώσεις που αναλαμβάνει με την ανωτέρω ρήτρα από τον νομικό παραστάτη του. Επομένως, με τη συνομολόγηση του εν λόγω ΓΟΣ, ο οποίος προέβλεπε την παραίτηση του εγγυητή από τα ανωτέρω και παρουσίαζε κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, η εναγομένη δεν παραβίασε την αρχή της διαφάνειας και τη συνακόλουθη υποχρέωση ενημερώσεως του εγγυητή ως προς το περιεχόμενο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων και ειδικά των οικονομικών επιβαρύνσεων που αυτός ανέλαβε. Σε περίπτωση, συνεπώς, που, κατά την κατάρτιση των επίμαχων συμβάσεων εγγυήσεων, ο ενάγων – εγγυητής αγνοούσε το περιεχόμενο του παραπάνω ΓΟΣ και τη συμβατική δέσμευση που είχε αναλάβει με τη συνομολόγηση του, η εν λόγω άγνοιά του δεν μπορεί να θεωρηθεί ανυπαίτια (όπως απαιτεί η διάταξη του αρ. 2 Ν. 2251/1994), εφόσον η Τράπεζα παρέσχε σ΄αυτόν τη δυνατότητα να αποκτήσει γνώση του περιεχομένου του κατά τρόπο αξιώσιμο. Εφόσον, δε, στην προκειμένη περίπτωση δεν παραβιάζεται από την εναγομένη η βαρύνουσα αυτήν υποχρέωση της σαφήνειας και διαφάνειας του σχετικού ΓΟΣ, δεν επήλθε για τον λόγο αυτό διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών εις βάρος του ενάγοντος. Εξάλλου δεν αποδείχθηκε, ως προαναφέρθηκε, ότι από δόλο ή βαριά αμέλεια της εναγομένης κατέστη αδύνατη η ικανοποίηση των αξιώσεών της για να ελευθερωθεί ο ενάγων από τις υποχρεώσεις του κατά το άρθρο 862 ΑΚ ως αβασίμως αυτός ισχυρίζεται.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ως κατ΄ουσίαν βάσιμο σκέλος του επικουρικού αιτήματος της αγωγής και αναγνώρισε ως άκυρο το άρθρο 7 των ένδικων πρόσθετων πράξεων ρύθμισης οφειλών κατά το μέρος που προβλέπει παραίτηση του εγγυητή-ενάγοντα από τα δικαιώματα που θεμελιώνονται επί των άρθρων 862-863 και 866-868 ΑΚ για δόλο ή βαριά αμέλεια του δανειστή και ως προς το κεφάλαιο αυτό δέχθηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει, αφού γίνει δεκτή η έφεση και ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, κατά το μέρος που δέχθηκε το παραπάνω επικουρικό αγωγικό αίτημα και κατά τη  διάταξή της περί καθορισμού της δικαστικής  δαπάνης (η οποία να καθοριστεί εξ αρχής), να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και να απορριφθεί το  ανωτέρω κεφάλαιο –επικουρικό αίτημα της αγωγής, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

Περαιτέρω πρέπει να καταδικαστεί ο  ενάγων λόγω της ήττας του  στα δικαστικά έξοδα  της εναγόμενης  και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 178 παρ 1, 183, 191 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

Τέλος πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου άσκησης έφεσης που αυτή κατέθεσε (άρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη 197/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά το  μέρος που δέχθηκε σκέλος του επικουρικού αιτήματος της από 8.3.2018 (με αριθμ. καταθ. …./2018) αγωγής  και αναγνώρισε ως άκυρο το άρθρο 7 των ενδίκων προσθέτων  πράξεων ρύθμισης οφειλών κατά το μέρος που προβλέπει παραίτηση του εγγυητή-ενάγοντα από τα δικαιώματα που θεμελιώνονται επί των άρθρων 862, 863 και 866-868 ΑΚ για δόλο ή  βαριά αμέλεια του δανειστή.

Κρατεί και δικάζει την από 8.3.2018 αγωγή, ως προς το ίδιο επικουρικό αίτημα

Απορρίπτει το ανωτέρω επικουρικό αίτημα  της αγωγής

Καταδικάζει τον ενάγοντα- εφεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης-εκκαλούσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό  των εξακοσίων (600) ευρώ. Και

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου έφεσης ( με κωδικό ……../2019) ποσού 150  ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 22α Οκτωβρίου2020  και δημοσιεύθηκε στις 30 Νοεμβρίου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ