Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 717/2020

Αριθμός     717/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 22-5-2020 (γεν.αριθμ.καταθ. ……/2020) κλήση του εκκαλούντος- εναγομένου η από 10-7-2019 με γεν.αριθμ.καταθ……/ 2019 έφεσή του κατά της υπ΄αριθμ. 2247/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, μετά τη ματαίωση της συζήτησής της κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 07-05-2020.

Η υπό κρίση έφεση του ηττηθέντος πρωτοδίκως εναγομένου κατά του πρωτοδίκως νικήσαντος ενάγοντος και της με αριθμό 2247/2019  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί ενώπιον του παρόντος, αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπον Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα [30] ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, και δη από την προσκομιζόμενη μετ΄επικλήσεως από τον εφεσίβλητο υπ΄αριθμ……/01-07-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, προκύπτει ότι η μεν προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στον εναγόμενο την 01/ 07/ 2019 η δε κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στις 10/07/ 2019 (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 2 – 498, 511, 513 παρ. 1β`, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ.1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 807 ΑΚ, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία επιδιώκεται η απόδοση δανείου που έχει ως αντικείμενο χρήματα αρκεί η αναφορά ότι μεταβιβάσθηκε από τον δανειστή προς τον οφειλέτη κατά κυριότητα ορισμένο χρηματικό ποσό λόγω δανείου (πρβλ. ΑΠ 1598/2003). Δεν είναι δε αναγκαία στοιχεία της αγωγής αυτής: 1) ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης δανείου, εφόσον δεν εξαρτάται από αυτόν το αγωγικό δικαίωμα, 2) ο χρόνος απόδοσης των δανεισθέντων χρημάτων, αφού η επίδοση της αγωγής δείχνει πρόθεση να επιστραφεί το δάνειο και αποτελεί καταγγελία μετά παρέλευση μηνός από την οποία πρέπει να αποδοθεί αυτό, ο τρόπος απόδοσης, ήτοι αν η απόδοση θα γίνει με ολοσχερή ή με τμηματικές καταβολές, αφού, δεδομένου ότι ο νόμος δεν διακρίνει, η απόδοση γίνεται εφάπαξ, 3) άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύουν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου αλλά δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία αυτής, όπως ο χρόνος παράδοσης, ο λόγος για τον οποίο δόθηκε το δάνειο (και ειδικότερα εάν ο οφειλέτης είχε οικονομικό πρόβλημα και σε τι συνίστατο το πρόβλημα αυτό (ΑΠ 889/ 2010,ΑΠ 1598/2003, Εφ Πειρ 430/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με βάση δε τον παραδοτικό χαρακτήρα της συμβάσεως δανείου, η μεταβίβαση του δανείσματος κατά κυριότητα στο δανειολήπτη αποτελεί στοιχείο για την τελείωση του δανείου. Ο δανείζων έχει την υποχρέωση από τη σύμβαση δανείου να αποχωρίσει από την περιουσία του το αντικείμενο του δανείου, το οποίο οριστικά να εισφέρει στην περιουσία του λήπτη, ο οποίος έτσι αποκτά την εξουσία και δυνατότητα για διάθεση του αντικειμένου του δανείου. Η μεταβίβαση της κυριότητας στον οφειλέτη του αποτελούντος το αντικείμενο δανείου αποτελεί προϋπόθεση για την απόδοση του δανείου και της υποχρεώσεως για καταβολή τόκων, αν τέτοιοι συμφωνήθηκαν (ΑΠ 1417/2007, ΑΠ 1327/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η παράδοση του δανείσματος στον οφειλέτη γίνεται συνήθως στα χέρια του ίδιου από το δανειστή. Είναι, όμως, πιθανό η παράδοση αυτή να γίνει δια τρίτου προσώπου, που ενεργεί ως εντολοδόχος είτε του δανειστή, είτε του οφειλέτη. Εφόσον δε η παραπάνω διάταξη δεν διακρίνει, είναι αδιάφορο αν η μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος γίνεται αμέσως ή εμμέσως από το δανειστή ή αμέσως ή εμμέσως προς τον οφειλέτη. Περίπτωση έμμεσης μεταβίβασης αποτελεί και η δια προφορικής εκτάξεως μεταβίβαση, δυνάμει της οποίας ο δανείζων εκτάσσει προφορικώς τρίτο να καταβάλει για λογαριασμό του στον δανειζόμενο. Στην περίπτωση αυτή η καταβολή του τρίτου προς τον δανειζόμενο υποκαθιστά την καταβολή του δανειστή προς αυτόν, έκτοτε δε η σύμβαση θεωρείται τελειωμένη. Η κατά τα άνω δε μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος δεν αποτελεί τύπο της δανειστικής σύμβασης, εις τρόπον ώστε αν αυτή ελλείπει να θεωρείται ότι η σύμβαση δεν καταρτίστηκε, αλλά αποτελεί προϋπόθεση αυτής, επιβαλλόμενη μάλιστα από την πιο πάνω διάταξη, η οποία δεν είναι αναγκαστικού δικαίου (ΑΠ 1802/2007, ΑΠ 609/2005  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ,Κ. Καυκάς, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, τόμος Β`, άρθρο 806 § 2, V δ, σελ. 293). Για το λόγο αυτό και επιτρέπεται οι συμβαλλόμενοι να διαπλάσουν το δάνειο ως σύμβαση καταρτιζόμενη με μόνη τη συναίνεση των μερών. Στην τελευταία περίπτωση η σύμβαση το δανείου καταρτίζεται αμέσως με τη συμφωνία τους χωρίς να απαιτείται και η ταυτόχρονη δόση του δανείσματος προς τον δανειζόμενο που μπορεί να μετατεθεί σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα και να γίνει με τους τρόπους που ήδη ανωτέρω εκτέθηκαν εμμέσως ή εμμέσως, η απόδειξη δε της συνδρομής της βαρύνει τον δανειστή (ΑΠ 1833/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1740/2009 ΝΟΒ 2010/1408, ΑΠ 847/2009, ΑΠ 1620/2008, ΑΠ 1210/2007, ΑΠ 609/2005 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1484/2004 ΕλλΔνη 2005,770, ΑΠ 1327/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 481/ 2014, ΕφΑθ 2189/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από την ΑΚ 873 ορίζεται ότι “Η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνωρίσεως που δεν αναφέρει την αιτία του χρέους λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με τέτοιο σκοπό”. Η αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους είναι η ετεροβαρής εκείνη σύμβαση με την οποία ο οφειλέτης υπόσχεται στο δανειστή παροχή ανεξάρτητα από την αιτία της ή αναγνωρίζει ως  υφιστάμενο κάποιο χρέος. Αποβλέπει κυρίως στη διευκόλυνση για τον δανειστή της επιδιώξεως των δικαιωμάτων του, στην αποσαφήνιση αμφιβόλων απαιτήσεων και στην ασφάλεια των συναλλαγών. Για τη θεμελίωση της απαιτείται συμφωνία των μερών στην οποία η υπόσχεση ή δήλωση αναγνωρίσεως χρέους συνίσταται στη θεμελίωση αυτοτελούς υποχρέωσης ανεξάρτητης από την αιτία της (νέο θεμέλιο αξιώσεως), όπου το θεμελιωτικό της αξιώσεως πραγματικό εξαντλείται στην έγγραφη υπόσχεση της παροχής. Η παραδοχή, σε συγκεκριμένη περίπτωση, της υπάρξεως αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους εξαρτάται από το περιεχόμενο της σχετικής δηλώσεως, το σκοπό της συμφωνίας, την κατάσταση συμφερόντων των μερών και άλλα διαγνωστικά περιστατικά (ΑΠ 276/1983 ΕλλΔνη 24. 957, ΕφΠειρ 993/1994 ΕλλΔνη 35. 1724). Αν στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται και πάλι να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του, δεδομένου ότι η διάταξη του εδ. β` του ως άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνο εφόσον δεν προκύπτει το αντίθετο (ΕφΑΘ 7603/ 2002 ΕλλΔνη 43. 810, ΕφΑΘ 786/1997 ΕλλΔνη 39. 450).

Από την κατά την ΑΚ 873 αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους διαφέρει η επιβεβαιωτική ή διαπιστωτική αναγνώριση στην οποία δεν εφαρμόζεται η ΑΚ 873. Η εν λόγω αναγνώριση στηρίζεται στην ΑΚ 361 και ο σκοπός της κατευθύνεται στην επιβεβαίωση υπάρχουσας ενοχής, στη διασφάλιση της από υπάρχοντα ελαττώματα και στην αποκοπή από τον οφειλέτη για το μέλλον των ενστάσεων τις οποίες ο οφειλέτης κατά την αναγνώριση γνώριζε ή σε αυτές μπορούσε να υπολογίζει (ΑΠ 843/2000 ΕλλΔνη 42. 160, ΕφΑΘ 1531/1988 ΕλλΔνη 1990 143, ΕφΠειρ 786/1997 ΕλλΔνη 1998 450). Η αιτιώδης αναγνώριση είναι άτυπη και έχει ενισχυτική ή επιβεβαιωτική ενέργεια της υπάρχουσας ενοχής. Η αιτιώδης αναγνώριση χρέους δεν γεννά νέα αυτοτελή αξίωση. Θεμέλιο της αξιώσεως παραμένει η αρχική απαίτηση (ΕφΑΘ 1787/1990 ΕλλΔνη 1990 1540).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 05-07-2018 (γεν. αριθμ. καταθ. …../2018) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων ήδη εφεσίβλητος εξέθεσε τα ακόλουθα: Ότι με τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα με τον οποίο είναι αδέλφια, μετά από αλλεπάλληλες προφορικές αιτήσεις του, χορήγησε σ΄αυτόν άτοκα δάνεια συνολικού ποσού 64.302,56 ευρώ και 5.085,00 δολαρίων ΗΠΑ και συγκεκριμένα, προς διευκόλυνσή του και για την αντιμετώπιση διαφόρων οικονομικών του εκκρεμοτήτων, από τις 17-08-2010 έως και τις 15-05-2011,με διαδοχικές τμηματικές καταβολές, κατέβαλε ο ίδιος (ενάγων) ή μέσω εταιρειών συμφερόντων του, για λογαριασμό του εναγομένου, σε τρίτα πρόσωπα που αυτός του υπέδειξε, το συνολικό ποσό των 51.302,56 ευρώ και των 5.085,00 δολαρίων ΗΠΑ και ακολούθως στις 10-07-2012 κατέβαλε στον εναγόμενο και το ποσό των 13.000,00 ευρώ, ενώ χρόνος εξόφλησης όλων των ανωτέρω δανείων συμφωνήθηκε η 31-12-2012. Ότι στις 10/07/2012, την ημέρα δηλαδή που δάνεισε στον εναγόμενο το ποσό των 13.000,00 ευρώ, συνέταξε αυτός (εναγόμενος) και του παρέδωσε έγγραφη δήλωσή του στην οποία αφενός μεν αναγνώρισε το σύνολο της παραπάνω οφειλής του προς αυτόν, αφετέρου επιβεβαίωσε την προφορική τους συμφωνία περί απόδοσης του συνόλου των δανείων που έλαβε στις 31/12/2012. Ότι αν και η πιο πάνω ημερομηνία παρήλθε, ο εναγόμενος ουδέποτε προέβη σε απόδοση του δανείσματος ή έστω μέρους αυτού, με αποτέλεσμα η προαναφερόμενη απαίτηση του εναντίον του να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή ήδη από την 01/01/2013.

Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζήτησε, κύρια με τις περί δανείου διατάξεις, επικουρικώς δε με τις περί αφηρημένης ή περί αναγνώρισης χρέους διατάξεις: Α. Να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλλει: α) το ποσό των 64.302,56 ευρώ (51.302,56 + 13.000,00) και β) το ισόποσο σε ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής του, ποσό 5.085 δολαρίων ΗΠΑ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας όλα τα ποσά από την 01-01-2013 ,άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Β. Να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και Γ. Να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο ως άνω Δικαστήριο η εκκαλούμενη απόφαση με την οποία, αφού η αγωγή ως προς την κύρια βάση της κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 806, 807, 808, 341, 345, 346, 361, 291, 292 του ΑΚ, 907, 908, 191 παρ.2 και 176 του ΚΠολΔ, κατόπιν έγινε δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα : α) ποσό 64.302,56 ευρώ και β) το ισόποσο σε ευρώ, κατά την ημερομηνία πληρωμής του, ποσό 5.085 δολαρίων ΗΠΑ, με το νόμιμο τόκο δι αμφότερα από την 01-01-2013 μέχρι την εξόφληση. Ακόμη κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή η απόφαση ως προς το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000,00) ευρώ και συμψηφίστηκαν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα κατ΄άρθρο 179 ΚΠολΔ λόγω της μεταξύ τους εξ αίματος συγγένειας.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εκκαλών – εναγόμενος με την υπό κρίση έφεσή του για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ,ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη τόσο κατά την κύρια όσο και κατά την επικουρική της βάση (η οποία δεν εξετάστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), περιέχουσα όλα τα κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχεία ήτοι : α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και  γ) ορισμένο αίτημα, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στις προηγηθείσες νομικές σκέψεις και ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι αυτή είναι αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα ως απαράδεκτη επειδή δεν αναφέρονται σ΄αυτήν : 1) ποιες είναι οι δήθεν εταιρείες συμφερόντων του ενάγοντος που δήθεν κατέβαλαν σ΄αυτόν μη προσδιοριζόμενα χρηματικά ποσά, τι εθνικότητας ήταν αυτές οι εταιρείες 2) ποια είναι επακριβώς τα μη κατονομαζόμενα ποσά που κατέβαλαν οι εταιρείες συμφερόντων του σ΄αυτόν (εναγόμενο) 3) πότε συγκεκριμένα και με ποιο τρόπο έγιναν οι δήθεν καταβολές του ιδίου ή και των εταιρειών συμφερόντων του σ΄αυτόν και 4) ποια ακριβώς ποσά κατέβαλε δήθεν ο ενάγων στον ίδιο και ποια επακριβώς ποσά κατέβαλαν σ΄αυτόν οι εταιρείες συμφερόντων του, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε την ως άνω ένσταση αοριστίας, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τα περί αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο που αποτελούν και τον πρώτο λόγο έφεσης απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα, όπως και ο σχετικός λόγος έφεσης.

Κατά τα άρθρα 907 και 908 ΚΠολΔ την προσωρινή εκτέλεση της απόφασης διατάζει το δικαστήριο αν το ζητήσει ο διάδικος που νίκησε και εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι ή η καθυστέρηση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία. Ο λόγος όμως της έφεσης που αναφέρεται σε σφάλμα της εκκαλουμένης απόφασης σχετικά με την περί προσωρινής εκτέλεσης διάταξη της είναι αλυσιτελής, αφού με την έκδοση της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου η εκκαλούμενη γίνεται τελεσίδικη και ως εκ τούτου εκτελεστή (ΕφΑθ 1147/ 2012, ΕφΔωδ 263/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 10813/1996 ΕλλΔνη 38. 1653, ΕφΠειρ 706/1994 ΕλλΔνη 36.1306, Σ. Σαμουήλ, Η Εφεση, έκδ. Ε`, σ. 222).

Συνεπώς ο τρίτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο προσάπτεται σφάλμα στην εκκαλούμενη σχετικά με την κήρυξη αυτής προσωρινά εκτελεστής ως προς το ποσό των 20.000,00 ευρώ, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

Από την υπ΄αριθμ……./13-11-2018 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ……….. ενώπιον της Συμβ/φου Πειραιά ………… ληφθείσα νομοτύπως και εμπροθέσμως, που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων, από την υπ΄αριθμ. …./07-07-2020 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων .. και . ………………. ενώπιον του Συμβ/φου Πειραιά …. ., ληφθείσα νομοτύπως και εμπροθέσμως, που προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών – εναγόμενος για πρώτη φορά στο Δικαστήριο τούτο, από την υπ΄αριθμ…../08-07-2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ….. ενώπιον της Συμβ/φου Πειραιά ……….. ληφθείσα νομοτύπως και εμπροθέσμως, που προσκομίζει και επικαλείται ο εφεσίβλητος – ενάγων για πρώτη φορά στο παρόν Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο,  τις οποίες το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του κατ΄άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ, διότι κατά την κρίση του δεν συντρέχουν οι τιθέμενες από το άρθρο 529 παρ.2 του ΚΠολΔ προϋποθέσεις αποκλεισμού αυτών ως απαράδεκτων, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα επικαλούμενα  και νομίμως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα (άρθρο 339 σε συνδυασμό με το άρθρο 395 του Κ.Πολ.Δ.) προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για ορισμένα από τα οποία (νομίμως προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα) γίνεται ακολούθως ειδική μνεία, χωρίς όμως, η ρητή αναφορά των εν λόγω εγγράφων, να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσης ,σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, τις ομολογίες που συνάγονται από τις προτάσεις (αρθ 261 Κ.ΠολΔ) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος που είναι αδελφός με τον ενάγοντα, λόγω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε απευθύνθηκε σ΄αυτόν για δανεισμό με αποτέλεσμα μεταξύ τους να συναφθούν διαδοχικές συμβάσεις άτοκων δανείων και συγκεκριμένα, κατά το χρονικό διάστημα από 17-08-2010 έως και την 15-05-2011 ο ενάγων μεταβίβασε κατά κυριότητα, είτε ο ίδιος ατομικά, είτε μέσω εντολοδόχων του (εταιρειών συμφερόντων του),σε τρίτα πρόσωπα που ο εναγόμενος του είχε υποδείξει το συνολικό ποσό των 51.302,56 ευρώ και 5.085 δολαρίων ΗΠΑ, ενώ στις 10-07-2012 ο ενάγων μεταβίβασε επίσης στον εναγόμενο κατά κυριότητα και το ποσό των 13.000,00 ευρώ, με τη συμφωνία όλα τα ανωτέρω ποσά αυτός (εναγόμενος) να τα επιστρέψει στον ενάγοντα μέχρι την 31-12-2012. Μάλιστα, στις 10-07-2012 ο εναγόμενος υπέγραψε έγγραφη δήλωση στον ενάγοντα με το εξής περιεχόμενο : «Με την παρούσα δηλώνω, βεβαιώνω και αναγνωρίζω ότι έχεις καταβάλει σε τρίτους μετά από δικό μου αίτημα και με χρέωσή μου για το χρονικό διάστημα από τις 17-08-2010 έως και την 15-05-2011 τα ποσά των 51.302,56 (ευρώ πενήντα μία χιλιάδες τριακόσια δύο και 56/100), και 5.085 (δολάρια Αμερικής πέντε χιλιάδες ογδόντα πέντε). Επίσης δηλώνω ότι σήμερα (10/7/2012) έλαβα από εσένα το χρηματικό ποσό των 13.000 (ευρώ δεκατρείς χιλιάδες). Τα παραπάνω ποσά θα σου τα έχω επιστρέψει μέχρι την 31/12/2012». Όπως δε, αποδείχθηκε, ο εναγόμενος δεν επέστρεψε τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά μέχρι και τις 31-12-2012 κατά τα ανωτέρω συμφωνηθέντα, με αποτέλεσμα να καταστεί αυτός υπερήμερος οφειλέτης από την επομένη της ανωτέρω δήλης ημέρας, εξακολούθησε δε αυτός να αρνείται την επιστροφή τους μέχρι και τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής (25-01-2019) ισχυριζόμενος ότι ουδέποτε συνήφθησαν μεταξύ αυτού και του ενάγοντος αδερφού του οι ανωτέρω άτοκες δανειακές συμβάσεις και ότι όσα ο ίδιος αναφέρει στην προαναφερθείσα από 10/07/2012 δήλωσή του είναι προϊόν εκβιασμού του από τον ενάγοντα, ισχυρισμός ο οποίος δεν αποδείχθηκε από κάποιο πειστικό αποδεικτικό στοιχείο, πέραν του ότι από το έτος 2012 μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής το έτος 2018,ο εναγόμενος ουδέποτε αμφισβήτησε το περιεχόμενο της εν λόγω δήλωσής του ή προσέβαλε αυτήν με οποιονδήποτε τρόπο. Η κρίση δε του παρόντος Δικαστηρίου για όλα τα ανωτέρω αποδειχθέντα περιστατικά ενισχύεται, εκτός άλλων, και από την κατηγορηματική και σαφή κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, …….., για την αξιοπιστία του οποίου το Δικαστήριο δεν έχει βάσιμους λόγους να αμφιβάλλει και η οποία (κατάθεση) δεν αναιρείται ουσιωδώς από τις γενικόλογες και αόριστες καταθέσεις των μαρτύρων του εναγομένου, ……. και . ………………., συζύγου και θυγατέρας αντίστοιχα τούτου.

Κατόπιν των ανωτέρω η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα : α) το συνολικό ποσό των 64.302,56 ευρώ (51.302,56 + 13.000,00) και β) το ισόποσο σε ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής του, ποσό 5.085 δολαρίων ΗΠΑ, νομιμοτόκως τα ανωτέρω ποσά από την 01-01-2013 μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του δέχθηκε τα ίδια και με βάση αυτά και τις ίδιες (αν και εν μέρει ελλιπείς) αιτιολογίες, οι οποίες συμπληρώνονται και αντικαθίστανται, όπου απαιτείται, από τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης απορριπτέοι τυγχάνουν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της ως κατ` ουσίαν αβάσιμη, αφού δεν περιέχεται σ’ αυτήν άλλο ειδικό παράπονο, που αποδίδεται στην εκκαλουμένη και δικαιολογεί, κατά το αίτημα της εφέσεως, την εξαφάνισή της.

Κατά το άρθρο 199 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 παρ. 9 του Ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος αυτής την 2-4-2012 κατά το άρθρο 113 του ίδιου νόμου, ” Όποιος έλαβε το ευεργέτημα της πενίας απαλλάσσεται προσωρινά από την υποχρέωση να καταβάλει τα έξοδα της δίκης και γενικά της διαδικασίας, ιδίως τα τέλη χαρτοσήμου, το τέλος δικαστικού ενσήμου, το τέλος του απογράφου και τις προσαυξήσεις τους, τα παράβολα, τα δικαιώματα των συμβολαιογράφων και των δικαστικών επιμελητών, των μαρτύρων και άλλων δικαστικών πληρεξουσίων, καθώς και από την υποχρέωση εγγυοδοσίας για τα έξοδα αυτά”. Στην παρ.3 του ίδιου ως άνω άρθρου ορίζεται ότι « Η παραχώρηση του ευεργετήματος της πενίας δεν επηρεάζει την υποχρέωση να πληρωθούν τα έξοδα που επιδικάστηκαν στον αντίδικο». Από τις διατάξεις δε των άρθρων 1, 2, 8 παρ. 1 και 2 και 9 του Ν. 3226/2004 “Παροχή νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ Α 24) προκύπτει ότι η παροχή νομικής βοήθειας στους δικαιούχους αυτής, χαμηλού εισοδήματος πολίτες κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι σε εκείνους που το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των κατώτατων ετησίων ατομικών εισοδημάτων που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, ύστερα από αίτησή τους, για την εξέταση της οποίας σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα αρμόδιος είναι ο ειρηνοδίκης, ο δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου ή ο πρόεδρος του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη κλπ, συνίσταται στην απαλλαγή αυτών από την υποχρέωση καταβολής μέρους ή του συνόλου των εξόδων της διαδικασίας και, εφόσον ειδικώς ζητηθεί, στον διορισμό δικηγόρου, συμβολαιογράφου και δικαστικού επιμελητή, με την εντολή να υπερασπισθούν τον δικαιούχο, να τον εκπροσωπήσουν στο δικαστήριο και να του δώσουν την βοήθεια που χρειάζεται για να γίνουν οι αναγκαίες πράξεις. Η ανωτέρω απαλλαγή περιλαμβάνει ιδίως τα τέλη χαρτοσήμου, το τέλος δικαστικού ενσήμου, το τέλος απογράφου και τις προσαυξήσεις τους, τα δικαιώματα των μαρτύρων, των πραγματογνωμόνων, τα δικαιώματα ή την αμοιβή του διοριζομένου δικηγόρου, συμβολαιογράφου και δικαστικού επιμελητή, καθώς και την υποχρέωση εγγυοδοσίας για τα έξοδα αυτά. Ο διορισμός δικηγόρου ισχύει ως παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας από τον δικαιούχο στην έκταση που ορίζει το άρθρο 97 ΚΠολΔ, εκτός εάν η απόφαση με αίτηση του δικαιούχου την επεκτείνει ή την περιορίζει. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 και 2 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: α) η εκκαθάριση των εξόδων της δίκης γίνεται κατά τις ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις και περιλαμβάνει και τα έξοδα από τα οποία απαλλάχθηκε ο δικαιούχος, καθώς και την αποζημίωση του δικηγόρου και κάθε άλλου προσώπου που βαρύνει, κατά το νόμο αυτόν, το Δημόσιο και β) εάν η απόφαση επιβάλει τα έξοδα σε βάρος του αντιδίκου του δικαιούχου ή άλλου προσώπου, τα έξοδα από τα οποία απαλλάχθηκε ο δικαιούχος και η αποζημίωση δικηγόρου και κάθε άλλου προσώπου που βαρύνει το Δημόσιο επιδικάζονται υπέρ του Δημοσίου και εισπράττονται από αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 61 παρ. 1 – 3 του Ν. 4194/2013 “Κώδικας Δικηγόρων”, όπως ισχύει, ο δικηγόρος που εκπροσωπεί δικαιούχους νομικής βοήθειας σύμφωνα με το Ν. 3226/2004 απαλλάσσεται από την υποχρέωση προκαταβολής στον οικείο ΔΣΑ των οριζομένων στο Παράρτημα ΙΙΙ του ως άνω νόμου ποσών που προορίζονται για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών των υπηρεσιών του Συλλόγου, την απόδοση ως πόρου στον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων κ.λ.π, ποσά τα οποία σε κάθε περίπτωση αποτελούν μέρος της καταβλητέας στον δικηγόρο νόμιμης αμοιβής. Τέλος, κατά το άρθρο 14 παρ. 1 εδ. α` του αυτού νόμου 3226/2004 με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζεται η αποζημίωση των δικηγόρων υπηρεσίας, συμβολαιογράφων, δικαστικών επιμελητών και άλλων προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες στο πλαίσιο της παροχής νομικής βοήθειας, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες νόμιμες αμοιβές, η δε αμοιβή μπορεί να υπολείπεται των προβλεπόμενων νόμιμων αμοιβών σε περίπτωση άσκησης ένδικων μέσων, έφεσης ή αναίρεσης. Με το άρθρο 58 παρ. 4 περ. β` του Ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων), ορίζεται ότι με βάση τις αμοιβές που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι του Κώδικα αυτού προσδιορίζεται η αμοιβή του δικηγόρου κατά την παροχή νομικής βοήθειας σύμφωνα με τον ως άνω ν. 3226/2004 ή κάθε άλλο σχετικό νόμο κ.λ.π (ΑΠ 394/ 2020, ΑΠ 334/2017, ΑΠ 73/2016, ΑΠ 75/2016, ΑΠ 2236/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, εκτός άλλων, σαφώς προκύπτει ότι, όποιος έλαβε το ευεργέτημα πενίας, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 194 έως 204 ΚΠολΔ, ή παροχή νομικής βοήθειας κατά τις διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 3226/2004, απαλλάσσεται της καταβολής του παραβόλου που ορίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ για την άσκηση ενδίκων μέσων (ΑΠ 1073/ 2017, ΕφΑθ 123/2020  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει σαφώς ότι η παροχή του ευεργετήματος πενίας ή νομικής βοήθειας δεν εμποδίζει το δικαστήριο, σε περίπτωση ήττας εκείνου που έλαβε το ευεργέτημα ή τη νομική βοήθεια, να επιβάλει σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου του, η είσπραξη, όμως, αυτών δεν μπορεί να επιδιωχθεί με αναγκαστική εκτέλεση πριν παύσουν να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την παροχή του ευεργετήματος ή της νομικής βοήθειας και βεβαιωθεί τούτο με απόφαση του αρμοδίου Δικαστή (ΑΠ 1404/2017, ΑΠ 1403/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ’ αριθμ. 431/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά και κατά παραδοχή σχετικής αίτησης του εκκαλούντος, χορηγήθηκε σ΄αυτόν το ευεργέτημα της πενίας, ορίστηκε δικηγόρος Πειραιά ο ………….. προκειμένου να ασκήσει την κρινόμενη έφεση και να τον εκπροσωπήσει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με την ίδια δε απόφαση ο εκκαλών απαλλάχθηκε προσωρινά από την υποχρέωση καταβολής του συνόλου των εξόδων της διαδικασίας. Όπως δε προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης και δη από την από 10-07-2019 έκθεση του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά, περί ασκήσεως εφέσεως, καθώς και από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου, ο ανωτέρω διορισθείς δικηγόρος άσκησε για λογαριασμό του εκκαλούντος την ένδικη έφεση και εκπροσώπησε αυτόν στην κατ` έφεση δίκη στο ακροατήριο.

Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ο εκκαλών κατέθεσε κατ΄άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ παράβολο έφεσης, αν και ως δικαιούχος νομικής βοήθειας που αναγνωρίστηκε με την υπ΄αριθμ.431/2020 ως άνω απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, έχει απαλλαχθεί από την υποχρέωση κατάθεσης παράβολου του Δημοσίου κατ` άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, κατά τα προεκτεθέντα. Ενόψει αυτού, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του εν λόγω παραβόλου στον ίδιο (εκκαλούντα). Τέλος, ενόψει της ήττας του εκκαλούντος στην παρούσα δίκη, πρέπει, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν αμέσως πιο πάνω, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, που νίκησε, να επιβληθούν, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, σε βάρος του (εκκαλούντος), όπως ειδικότερα το ύψος τους καθορίζεται στο διατακτικό, βάσει των διατάξεων των άρθρων 176, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔικ, της ΥΑ 3053/2018 (ισχύς από 11/5/2018), 61 παρ. 1, 2 εδαφ. α`, 3 ν. 4194/2013 και ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ I και III του νόμου 4194/2013.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την από 10-07-2019 (γεν.αριθμ.καταθ. …../2019) έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 2247/2019  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τακτική Διαδικασία).

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό  των τετρακοσίων πενήντα (450,00) ευρώ. ΚΑΙ

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του e-παραβόλου με αριθμό …………/2019 άσκησης έφεσης που κατέθεσε αυτός, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  30 Νοεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ