Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 722/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης

722/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 του ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος, με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου. Ειδικότερα, ο αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνων έχει τις δικονομικές εξουσίες του αναγκαίου ομοδίκου γιατί η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση αποτελεί περίπτωση επιγενόμενης αναγκαστικής ομοδικίας, δε διευρύνονται όμως τα υποκειμενικά όρια της εκκρεμούς δίκης και δεν αποκτά την ιδιότητα του κυρίου διαδίκου. Πάντως, πρέπει να λεχθεί ότι, η πρόσθετη παρέμβαση είναι αυτοτελής όταν: 1) Μεταξύ του παρεμβαίνοντος και του τρίτου, θα δημιουργηθεί δεδικασμένο και εκτελεστότητα, 2) ο παρεμβαίνων είχε προσεπικληθεί, 3) η άμεση δικαιοπλαστική ενέργεια της απόφασης θίγει και τις έννομες σχέσεις του παρεμβαίνοντος και 4) αν ο παρεμβαίνων υποκαθιστά τον υπερ ου η παρέμβαση ως κύριος διάδικος. Συνέπειες δε της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ως προς την διαδικαστική θέση του αυτοτελώς παρεμβαίνοντος είναι η χωριστή κίνηση προθεσμιών με τις προς αυτόν επιδόσεις, ελεύθερη εκτίμηση της ομολογίας του και ο αποκλεισμός της εξέτασής του ως μάρτυρα, η επέλευση βίαιης διακοπής της δίκης (286 του ΚΠολΔ) με την μεταβολή του προσώπου του, η εκπροσώπησή του κατά την απουσία του από τον υπέρ ου η παρέμβαση και αντιστρόφως, η καταδίκη στα έξοδα κατά τους κανόνες του άρθρου 180 του ΚΠολΔ και η απεύθυνση των ενδίκων μέσων και κατ’αυτού. Έτσι, από τις διατάξεις των άρθρων 80 και 83 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι τόσο η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση όσο και η μη αυτοτελής ή απλή πρόσθετη παρέμβαση, ήτοι όταν στην πρώτη περίπτωση το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος στηρίζεται στο γεγονός ότι η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις αυτού, ή στις θεσπισμένες από το νόμο αρμοδιότητες αυτού, και στη δεύτερη περίπτωση όταν το έννομο συμφέρον στηρίζεται σε άλλο γεγονός, δεν εισάγουν νέα δίκη, δεδομένου ότι και με την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, η δίκη που δημιουργείται δεν είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη, αφού η παρέμβαση δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της αρχικής αίτησης αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη που άρχισε με την αίτηση ή το ένδικο μέσο, από την οποία δε μπορεί να χωρισθεί, γι’αυτό η περάτωση της κύριας δίκης συνεπιφέρει αυτοδικαίως κατάργηση και της δίκης για την παρέμβαση. Επομένως, η πρόσθετη παρέμβαση (αυτοτελής ή απλή) δεν περιέχει αίτημα αφού δεν ζητεί ο παρεμβαίνων παροχή έννομης προστασίας για τον ίδιο ούτε υποβάλλει δικαίωμα προς διάγνωση, γι’αυτό δεν γεννιέται ζήτημα παραδεκτού ή απαράδεκτου, βάσιμου ή αβασίμου αυτής αλλά εγκυρότητας ή ακυρότητας αυτής και συνεπώς δεν απαιτείται στην απόφαση ή στο διατακτικό αυτής να περιλαμβάνεται διάταξη για την πρόσθετη παρέμβαση (ΕφΠειρ 11/2016, ΕφΑθ 5722/2011 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από τα άρθρα 76 §§ 1 και 4, 82, 83 και 517 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η έφεση, όταν ασκείται από τον αντίδικο του διαδίκου εκείνου, υπέρ του οποίου ασκήθηκε στον πρώτο βαθμό αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, απαιτείται να απευθύνεται και κατά του προσθέτως παρεμβάντος, γιατί στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του παραπάνω άρθρου 83 του ΚΠολΔ, οι διατάξεις για την αναγκαστική ομοδικία (ΑΠ 362/2020, ΑΠ 1564/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 293 του ν.4072/2012, που εφαρμόζεται και εν προκειμένω αναφορικά με την πρώτη των εναγομένων και ήδη πρώτη εφεσίβλητη κοινοπραξία, σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 293 παρ.1 και 3 του ιδίου νόμου, ορίζεται ότι: «1. Η κοινοπραξία είναι εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα. Εφόσον καταχωρισθεί στο Γ.Ε.ΜΗ. ή εμφανίζεται προς τα έξω, αποκτά, ως ένωση προσώπων, ικανότητα δικαίου και πτωχευτική ικανότητα. 2. Στην κοινοπραξία που συστήθηκε με σκοπό το συντονισμό της δραστηριότητας των μελών της εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την αστική εταιρία. Η σύμβαση κοινοπραξίας μπορεί να προβλέπει ότι για τις υποχρεώσεις της κοινοπραξίας έναντι τρίτων τα κοινοπρακτούντα μέλη θα ευθύνονται εις ολόκληρον. 3. Εφόσον η κοινοπραξία ασκεί εμπορική δραστηριότητα, καταχωρίζεται υποχρεωτικά στο Γ.Ε.ΜΗ. και εφαρμόζονται ως προς αυτήν αναλόγως οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρία. 4. Οι ως άνω διατάξεις εφαρμόζονται και στις ειδικά ρυθμιζόμενες κοινοπραξίες, εκτός αν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη στην ειδική ρύθμιση». Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη από 10.5.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……/13.5.2019 και ……/13.5.2019) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας – ναυτικής εταιρίας της ασκηθείσας ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 16.12.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……./18.12.2017) αγωγής, διώκουσας την επιδίκαση σ’αυτήν ως εκναυλώτρια, οφειλομένων από την εναγόμενη και ήδη πρώτη εφεσίβλητη – κοινοπραξία, ως ναυλώτρια, εγγράφως συμφωνηθέντων και δεδουλευμένων μηνιαίων ναύλων του ναυλωθέντος πλοίου της (της ενάγουσας), αναγομένων  στο χρονικό διάστημα Απρίλιος του 2017 έως Οκτώβριος του ιδίου έτους, κατά της εκδοθείσας επί της αγωγής αυτής, καθώς και επί της επίσης ασκηθείσας ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου από 16.2.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./16.2.2018) αυτοτελούς πρόσθετης υπέρ της εναγομένης παρέμβασης των δευτέρου έως και έκτου των εφεσιβλήτων – φυσικών προσώπων, μελών της ως άνω υπέρ ης η παρέμβαση κοινοπραξίας, υπ’αριθμ.1395/2019 οριστικής απόφασης του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν τα ανωτέρω δικόγραφα, αντιμωλία των διαδίκων της δίκης, κατά την τακτική διαδικασία, απορρίφθηκε στο σύνολό της η αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, και 2, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 13.5.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/13.5.2019), προ πάσης επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της ως άνω εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 15.4.2019, [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 13.5.2019, ήτοι μετά την 1η.1.2016 (άρθρο 1, άρθρο ένατο παρ.2 του ιδίου νόμου), αλλά και η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί στις 15.4.2019, όπως προεκτέθηκε, δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (στις 23.7.2015)], ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, με την επισήμανση ότι ορθά η έφεση στρέφεται όχι μόνο κατά της εναγομένης – κοινοπραξίας, και ήδη πρώτης εφεσίβλητης, αλλά και κατά των προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβάντων στον πρώτο βαθμό  – φυσικών προσώπων, μελών της, και ήδη δευτέρου έως και έκτου των εφεσιβλήτων, διότι, εφόσον πρόκειται περί κοινοπραξίας, που ασκεί εμπορική δραστηριότητα (και δη πράξεις θαλασσίου εμπορίου, και ειδικότερα εκτελεί λεμβουχικές εργασίες διά των σκαφών των μελών της, όπερ αποτελεί επιχείρηση μετακόμισης δι’ύδατος, ήτοι αντικειμενικά εμπορικές πράξεις εκ των προβλεπομένων στο άρθρο 2 του Β.Δ. της 2/14.5.1835 «Περί της αρμοδιότητας των Εμποροδικείων»), και έχει καταχωρισθεί στο Γ.Ε.ΜΗ. με αριθμό …… (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη από τους εφεσιβλήτους υπ’αριθμ.πρωτ …../19.6.2018 ανακοίνωση του Τμήματος Μητρώου/Υπηρεσίας Γ.Ε.ΜΗ. του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Πειραιώς), με αποτέλεσμα να εφαρμόζονται ως προς αυτήν αναλόγως οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 293 παρ.3 του ν.4072/2012, και, επομένως, η ισχύς της επί της αγωγής απόφασης να εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις των ανωτέρω προσθέτως παρεμβάντων προς την ενάγουσα, καθώς το έναντι της εναγομένης – κοινοπραξίας παραχθησόμενο επί της υπόθεσης δεδικασμένο ισχύει και έναντι των αποτελούντων αυτή μελών, κατ’ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 329 του ΚΠολΔ, η ασκηθείσα πρόσθετη υπέρ της εναγομένης παρέμβασή τους έχει το χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, όπερ, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, συνεπάγεται την εν προκειμένω εφαρμογή των περί αναγκαστικής ομοδικίας διατάξεων των άρθρων 76 έως 78 του αυτού Κώδικα, και την απεύθυνση του δικογράφου της έφεσης και κατά των προσθέτως στον πρώτο βαθμό  υπέρ της εναγομένης παρεμβάντων ως αναγκαίων ομοδίκων της, όπως επιβάλλεται από τη διάταξη του άρθρου 517 του ΚΠολΔ, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμοδίου προς εκδίκασή της (άρθρα 19 του ΚΠολΔ, και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση.Η ενάγουσα, με την από 16.12.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……/18.12.2017) αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενη α) ότι τυγχάνει ναυτική εταιρία, που δραστηριοποιείται στην εκτέλεση λεμβουχικών εργασιών, διά των σκαφών που διαθέτει, στην περιοχή της……….. Αττικής, και πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία πλοίου, τύπου Ε/Γ λάντζα, νηολογίου Ελευσίνας, με την ονομασία “Ε1”, β) ότι δυνάμει σύμβασης ναύλωσης, που κατήρτισε εγγράφως στις 10.5.2016 με την εναγόμενη – κοινοπραξία,  η οποία επίσης ασκεί την αυτή εμπορική δραστηριότητα στην ίδια περιοχή, καθώς και στη νήσο ……….. του κόλπου των ……….., διά της εκμετάλλευσης των σκαφών των μελών της – φυσικών προσώπων, τύπου λάντζας – φορτηγίδας – καβοδετικού,  εκναύλωσε το ανωτέρω πλοίο της στην αντίδικό της, ενόψει της συμμετοχής της τελευταίας σε προκηρυχθέντα με σχετική διακήρυξη διαγωνισμό της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “……..” και το διακριτικό τίτλο “…………”, που αφορούσε στην παροχή από τον αναδειχθησόμενο στο διενεργηθησόμενο διαγωνισμό ανάδοχο υπηρεσιών μεταφοράς διά θαλάσσης του προσωπικού της από την περιοχή της . ……….. στις εγκαταστάσεις της στη νήσο ……….., όπου λειτουργεί τερματικός σταθμός υγροποιημένου φυσικού αερίου, και αντιστρόφως, αλλά και στην υποστήριξη των μελών του προσωπικού της στις ως άνω εγκαταστάσεις της σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, και ειδικότερα στη λήψη μέτρων αντιμετώπισης θαλάσσιας ρύπανσης ή/και ταχείας εκκένωσης του χώρου, με την υποβολή εκ μέρους της (της εναγομένης) προσφοράς, στην οποία θα περιλαμβανόταν και το ως άνω σκάφος, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από την εναγόμενη για την παροχή των προαναφερθεισών υπηρεσιών, που αποτελούσαν αντικείμενο του διαγωνισμού, και υπό τον όρο ανάδειξής της ως αναδόχου στο διαγωνισμό αυτό, και της υπογραφής σχετικής σύμβασης με την ανωτέρω ανώνυμη εταιρία, αντί μηνιαίου ναύλου, που συμφωνήθηκε μεταξύ τους σε ποσοστό 20% επί της αμοιβής, την οποία θα καθοριζόταν ότι θα ελάμβανε η ναυλώτρια κάθε μήνα ως θαλάσσιος μεταφορέας από τη …………., και θα αναλογούσε στο πλοίο αυτό, ορισθέντος (του ποσού του ναύλου) καταβλητέου εντός 45 ημερών από την έκδοση από την αντισυμβαλλόμενή της του αντιστοίχου τιμολογίου του ιδίου μηνός για τη δική της αμοιβή, γ) ότι η εναγόμενη, η οποία αναδείχθηκε τελικά ανάδοχος στον εν λόγω διαγωνισμό, και παρείχε τις συμφωνημένες υπηρεσίες στην ανωτέρω ανώνυμη εταιρία, σε εκτέλεση της μεταξύ τους υπογραφείσας σύμβασης, χρησιμοποιώντας – μεταξύ άλλων σκαφών – με βάση τους όρους της σύμβασης ναύλωσης, και το ως άνω σκάφος, το οποίο της διατέθηκε κατάλληλο προς θαλασσοπλοΐα, και προσηκόντως συμμετείχε σε μηνιαία βάση στις καθορισθείσες από την ίδια βάρδιες, στο πλαίσιο της εκπλήρωσης της συμβατικής της υποχρέωσης προς τη …………, δεν της έχει καταβάλει τους δεδουλευμένους μηνιαίους ναύλους του χρονικού διαστήματος Απρίλιος έως Οκτώβριος του έτους 2017 για τη συμφωνημένη χρήση του ως άνω ναυλωμένου σκάφους της, συνολικού ποσού 24.738 ευρώ, κατά τα αναλυτικά στο δικόγραφο εκτιθέμενα, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, εκδοθέντων σχετικώς από πλευράς της των επίσης αναφερομένων στην αγωγή τιμολογίων παροχής υπηρεσιών δι’έκαστον μήνα, με αποτέλεσμα να καταστεί υπερήμερη περί την εκπλήρωση της παροχής της αυτής, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει, λόγω της ενδοσυμβατικής της ευθύνης, το ανωτέρω οφειλόμενο ποσό με το νόμιμο τόκο για το ποσό, που αντιστοιχεί στον κάθε μήνα, από την παρέλευση της αντίστοιχης συμφωνηθείσας δήλης ημέρας για την καταβολή του, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην αγωγή, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και να καταδικασθεί στη δικαστική της δαπάνη. Περαιτέρω, με το ασκηθέν ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου από 16.2.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/16.2.2018) δικόγραφο, παρενέβησαν προσθέτως στον πρώτο βαθμό αυτοτελώς υπέρ της εναγομένης – κοινοπραξίας τα σ’αυτό αναφερόμενα πέντε (5) φυσικά πρόσωπα, τα οποία εκθέτοντας ότι τυγχάνουν μέλη της ανωτέρω υπέρ ης η παρέμβαση, και ιδιοκτήτες σκαφών, καθώς και ότι μεταξύ των επιχειρήσεων οικονομικών συμφερόντων του …………, οι οποίες περιλαμβάνουν και την ενάγουσα, και στις οποίες επίσης ανήκουν σκάφη, με αντικείμενο της δραστηριότητάς τους την διά των σκαφών αυτών εκτέλεση πάσης φύσης εργασιών στην περιοχή της …….. Αττικής και στη νήσο ……….. του κόλπου των ……….., και της εναγομένης, που έχει τον αυτό σκοπό, τον οποίο ασκεί με τα σκάφη των μελών της, λειτουργούσε επί σειρά ετών άτυπη συνεργασία, ειδικότερα συνιστάμενη στην από κοινού παροχή με τα σκάφη τους υπηρεσιών προς τη ………  (μεταφορά του προσωπικού της από και προς τη νήσο ……….. και υποστήριξή του στις εγκαταστάσεις της στην ως άνω νήσο  για την αντιμεπώπιση κατάστασης θαλάσσιας ρύπανσης ή περίπτωσης ταχείας εκκένωσης της νήσου) και προς την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “……….” (διάθεση σκάφους επιφυλακής προς αποτροπή ρύπανσης κατά την εκφόρτωση πετρελαιοφόρων πλοίων, καθώς και διενέργεια από τα σκάφη τους εργασιών πρόδεσης και απόδεσης πλοίων στην προβλήτα της εταιρίας στη νήσο ………..), ανεξαρτήτως του κάθε φορά αναδειχθέντος από τους δύο τους ως αναδόχου στους προκηρυχθέντες από τις ανωτέρω εταιρίες διαγωνισμούς με τα προαναφερθέντα αντικείμενα, με σκοπό την εξάλειψη του ανταγωνισμού και τη διανομή μεταξύ τους της συμφωνηθείσας με τις εταιρίες αυτές αμοιβής του εκάστοτε αναδόχου, στην οποία εντάσσεται και το από 10.5.2016 αναφερόμενο στην αγωγή ιδιωτικό συμφωνητικό, από το οποίο φέρεται να απορρέει η ένδικη αξίωση, και η οποία (συνεργασία) λύθηκε στις 7.4.2017, με αποτέλεσμα ουδεμία οικονομική εκκρεμότητα να υφίσταται με την ενάγουσα έκτοτε, και, συνεπώς, ουδεμία οφειλή της εναγομένης προς αυτήν, άρα ούτε το αιτούμενο με την αγωγή ποσό, φερόμενο ως οφειλόμενοι ναύλοι σκάφους της ενάγουσας, και, τέλος, ότι το παραχθησόμενο σε βάρος της κοινοπραξίας επί της υπόθεσης δεδικασμένο ισχύει και έναντι των ιδίων ως μελών της, συμμετέχουν στην εκκρεμή επί της αγωγής δίκη, έχοντας εξ αυτού του λόγου έννομο συμφέρον, και ζητούν την απόρριψη της αγωγής. Επί των ανωτέρω δικογράφων εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 1395/2019 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν αυτά, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, απορρίφθηκε η αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, διότι, όπως έγινε δεκτό, μεταξύ των επιχειρήσεων, οικονομικών συμφερόντων του ………, στις οποίες περιλαμβάνεται και η ενάγουσα, και της εναγομένης – κοινοπραξίας, μέλη της οποίας αποτελούν οι προσθέτως υπέρ της τελευταίας παρεμβάντες – φυσικά πρόσωπα, που έχουν άπασες ως αντικείμενο την εκτέλεση λεμβουχικών και καβοδετικών εργασιών στην περιοχή της ….. Αττικής και στη νήσο ……….. του κόλπου των ………..,  διά των σκαφών που διαθέτουν (η εναγόμενη -κοινοπραξία διά των σκαφών των μελών της) υπήρχε επί σειρά ετών συνεργασία, ειδικότερα συνιστάμενη στην από κοινού εκτέλεση έργων, για τα οποία προκηρύσσοντο διαγωνισμοί από τις εταιρίες “………” και “………..”, και τα οποία κατακυρώνονταν σε έναν εκ αυτών ως τελικό ανάδοχο, με τον οποίο συνάπτοντο και οι σχετικές συμβάσεις, και δη ανεξαρτήτως του κάθε φορά αναδειχθέντος ως αναδόχου (είτε δηλαδή η σύμβαση καταρτιζόταν με τις επιχειρήσεις του ………., είτε με την εναγόμενη), με σκοπό την αποτροπή διενέργειας από το ένα μέρος ανταγωνιστικών προς το άλλο πράξεων και την καλύτερη εξυπηρέτηση των οικονομικών τους συμφερόντων, και συγκεκριμένα ότι είχε συσταθεί αφανής εταιρία, με εμφανή εταίρο αυτόν εκ των δύο που αναλάμβανε την εκάστοτε εργολαβία από τις ανωτέρω εταιρίες, και αφανή εταίρο το άλλο μέρος, το οποίο συμφωνείτο ότι θα εισπράττει μέρος της αμοιβής του εμφανούς εταίρου για το αναληφθέν έργο, στην εκτέλεση του οποίου συνέδραμε, ήτοι ότι ο εμφανής εταίρος εναλλασσόταν, και καθίστατο εμφανής αυτός, που κάθε φορά αναλάμβανε ως ανάδοχος την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο, όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα στην απόφαση – καταρτισθέντα μεταξύ τους – ιδιωτικά συμφωνητικά, συνέχεια των οποίων κρίθηκε ότι αποτελεί και το από 10.5.2016 ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο στηρίζεται η αγωγική αξίωση, καθώς και ότι η εν λόγω αφανής εταιρία λύθηκε στις 7.4.2017 από το ………., και έκτοτε τελεί αυτοδίκαια σε εκκαθάριση, με αποτέλεσμα η αξίωση της ενάγουσας, που ασκείται με την αγωγή, και ουσιαστικά συνιστά αξίωση περί απόδοσης σ’αυτήν ως αφανή εταίρο του συμφωνηθέντος με την εναγόμενη ως εμφανή εταίρο ποσοστού της αμοιβής της τελευταίας από τη σύμβασή της με τη “…….” για την εκτέλεση ορισμένου έργου, να μην απορρέει από σύμβαση ναύλωσης, στην οποία έχει θεμελιωθεί η αγωγή, αλλά θα αποτελέσει προϊόν του διακανονισμού των περιουσιακών σχέσεων των διαδίκων ως εταίρων της λυθείσης και ευρισκομένης έκτοτε στο στάδιο της εκκαθάρισης αφανούς εταιρίας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα – ναυτική εταιρία, με την κρινόμενη έφεσή της, έχοντας προφανές έννομο συμφέρον προς άσκησή της, ως εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, την οποία (έφεση), όπως προεκτέθηκε, παραδεκτά απευθύνει κατά της εναγομένης – κοινοπραξίας και των αυτοτελώς στον πρώτο βαθμό υπέρ της τελευταίας παρεμβάντων (πέντε φυσικών προσώπων – μελών της) ως αναγκαίων ομοδίκων της, ζητώντας, για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο δικόγραφο λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την απορριπτική της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης κρίση του, την καθολική εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης, και την παραδοχή της αγωγής της. Σύμφωνα με το άρθρο 285 του ν.4072/2012, η αφανής εταιρία, η οποία δεν έχει νομική προσωπικότητα, είναι η σύμβαση μεταξύ εμφανούς και αφανούς εταίρου (ενός ή περισσότερων), με την οποία ο πρώτος παραχωρεί στον τελευταίο δικαίωμα συμμετοχής στα αποτελέσματα μίας ή περισσοτέρων εμπορικών πράξεων ή εμπορικής επιχείρησης, που διενεργεί στο όνομά του, αλλά προς το κοινό συμφέρον των εταίρων. Η αφανής εταιρία ρυθμίζεται πλέον σήμερα από τις διατάξεις των άρθρων 285-292 του ν.4072/2012 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την εταιρία, πλην εκείνων που δεν συμβιβάζονται με τη φύση της. Η αφανής εταιρία, συνεπεία του εσωτερικού χαρακτήρα της, δε διαθέτει εταιρική περιουσία, δηλαδή περιουσία που να έχει φορέα το νομικό πρόσωπο και το μόνο περιουσιακής φύσεως δικαίωμα των αφανών εταίρων αποτελεί το δικαίωμα επί των κερδών. Ειδικότερα, στην εταιρία αυτή, οι εισφορές των εταίρων περιέρχονται, κατ’ αρχάς, στον εμφανή εταίρο, προκειμένου να επιτύχει με αυτές την πραγμάτωση του σκοπού (άρθρο 286 του ν. 4072/2012). Είναι βέβαια δυνατό να συμφωνηθεί ότι ορισμένες εισφορές θα καταστούν κοινές των εταίρων ή ότι θα παραχωρηθούν στον εμφανή μόνο κατά χρήση (άρθρο 286 εδαφ. β΄ του ν. 4072/2012). Η δραστηριότητα ασκείται στο όνομα του εμφανούς εταίρου και τα αποκτώμενα από τη διαχείριση ανήκουν στον εμφανή εταίρο (άρθρο 288 του ν. 4072/2012). Έτσι, οτιδήποτε αποκτά ο εμφανής εταίρος, κατά την άσκηση της εταιρικής δραστηριότητάς του, δεν ανήκει και στους άλλους εταίρους. Ανήκει μόνο σ’αυτόν, ώστε να μπορεί με τα αποκτώμενα να πραγματώνει τον εταιρικό σκοπό (Σχοινοχωρίτης Γεώργιος, Η αφανής εταιρία, η κοινοπραξία και η αστική εταιρία με νομική προσωπικότητα μετά το ν. 4072/2012, ΕλλΔνη 6/2014.1602,1603). Ο αφανής εταίρος συμμετέχει στα κέρδη της εταιρίας κατά το ποσοστό ή το ποσό που έχει συμφωνηθεί στην εταιρική σύμβαση, άλλως εφαρμόζεται το άρθρο 763 του ΑΚ (άρθρο 289 παρ.1 του ν.4072/2012). Αν δεν ορίζεται διαφορετικά, ο αφανής εταίρος μετέχει στις ζημίες που προκύπτουν κατά το ίδιο ποσοστό με τα κέρδη. Μπορεί να συμφωνηθεί ότι η συμμετοχή του στις ζημίες δεν υπερβαίνει την αξία της εισφοράς του (άρθρο 289 παρ. 3 ν. 4072/2012). Στο τέλος κάθε ημερολογιακού έτους ή στο χρόνο που έχουν συμφωνήσει τα μέρη, καθώς και σε περίπτωση λύσης της εταιρίας, ο εμφανής εταίρος έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει και να καταβάλει τα αναλογούντα κέρδη στον αφανή εταίρο. Δεν αποκλείεται να συμφωνηθεί η καταβολή κερδών στον αφανή εταίρο και κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους, ιδίως κατά την ολοκλήρωση κάποιας πράξης ή επιχειρηματικής δράσης (άρθρο 289 παρ. 3 ν. 4072/2012). Η αφανής εταιρία, εφόσον έχει εμπορικό σκοπό, αποτελεί εταιρία του εμπορικού δικαίου, με την έννοια ότι χρησιμοποιείται για την άσκηση εμπορικών πράξεων και διέπεται από τους κανόνες του εμπορικού δικαίου. Προ της ισχύος του νόμου 4072/2012, η σύσταση της αφανούς εταιρείας δεν υπέκειτο σε τύπο, ακόμη και αν αποσκοπούσε σε επιχείρηση δικαιοπραξιών, οι οποίες υπόκεινται σε τύπο. Μέχρι την ψήφιση του νόμου 4072/2012, η νομολογία είχε αντιμετωπίσει το ζήτημα της απόδειξης της σύστασης της αφανούς εταιρίας και των όρων αυτής. Εφόσον υπήρχε έγγραφος συμφωνία, η σύσταση ήταν αυταπόδεικτη και απέμενε μόνο η ερμηνεία των όρων της συμφωνίας. Στην περίπτωση, όμως, που δεν υπήρχε έγγραφη συμφωνία, τότε ήταν προς απόδειξη, τόσον η ίδια η σύσταση, όσο και οι όροι που διέπουν την συμφωνία αυτή. Ειδικότερα, η απόδειξη της κατάρτισης της σύμβασης μπορούσε να γίνει και με μάρτυρες, εφόσον συνέτρεχε μία των προϋποθέσεων του άρθρου 394 του ΚΠολΔ. Πράγματι, στις περιπτώσεις που δεν υπήρχε έγγραφη συμφωνία των μερών, οι μαρτυρικές καταθέσεις αποτελούσαν το κύριο αποδεικτικό μέσο, για  την απόδειξη της σύστασης αφανούς εταιρίας και των όρων που διέπουν την λειτουργία αυτής. Εκτός από τις μαρτυρικές καταθέσεις αξιολογούνταν και κάθε άλλο αποδεικτικό μέσο (αλληλογραφία μεταξύ των εταίρων, εταιρικά βιβλία, κοινός λογαριασμός κ.α.), πρόσφορο τόσο για την απόδειξη της σύστασης της αφανούς εταιρίας, όσο και των όρων αυτής π.χ. συμμετοχή σε κέρδη και ζημίες, εισφορές των εταίρων, χρόνος διανομής κερδών κ.α..Μετά την ισχύ του νόμου 4072/2012, η αφανής εταιρεία, όπως σημειώνεται και στην εισηγητική έκθεση του νόμου, εξακολουθεί να συστήνεται ατύπως, ενώ δεν προβλέπονται διατυπώσεις δημοσιότητας. Στην παρ. 2 του άρθρου 285 του ν.4072/2012 ορίζεται ότι η αφανής εταιρία δεν έχει νομική προσωπικότητα και δεν καταχωρίζεται στο ΓΕ.Μ.Η. Οι όροι της εταιρικής συμφωνίας αποδεικνύονται μόνο με έγγραφη συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών. Για τη συμφωνία αυτή εφαρμόζεται η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 393 του ΚΠολΔ. Στην αφανή εταιρία εφαρμόζονται οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την εταιρία, εκτός από εκείνες που δεν συμβιβάζονται με τη φύση της αφανούς εταιρίας. Ως προς την απόδειξη της σύστασης, επομένως, της αφανούς εταιρίας, από την στιγμή που εξακολουθεί να συστήνεται άτυπα, ισχύουν τα ίδια, που ίσχυαν υπό το προηγούμενο νομικό καθεστώς. Δηλαδή, προς απόδειξη της σύστασης, μπορεί να αξιοποιηθεί κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο, προκειμένου να αποδειχθεί ότι τα μέρη έχουν συστήσει αφανή εταιρεία. Σύμφωνα, όμως με το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 285 του νόμου 4072/2012, οι όροι της εταιρικής συμφωνίας αποδεικνύονται μόνο με έγγραφη συμφωνία των συμβαλλομένων μερών και εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 393 παρ.2 του ΚΠολΔ, η οποία προβλέπει ότι δεν επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες κατά περιεχομένου εγγράφου. Ο προβλεπόμενος, συνεπώς, στην παρ. 2 του άρθρου 285 του ν.4072/2012, έγγραφος τύπος είναι αποδεικτικός και όχι συστατικός. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι όροι της εταιρικής σύμβασης αποδεικνύονται υποχρεωτικά με έγγραφο, μόνον εφόσον παρεκκλίνουν των ρυθμίσεων του νόμου. Αν η αφανής εταιρία έχει συσταθεί άτυπα και δεν υπάρχει έγγραφο, οι όροι αυτής προκύπτουν από τις ρυθμίσεις των άρθρων 285 επ. του ν.4072/2012.Τα μέρη μπορούν, μεν, να αποκλίνουν αυτών των ρυθμίσεων, καθώς αυτές αποτελούν διατάξεις ενδοτικού δικαίου, μόνο όμως με έγγραφη συμφωνία τους. Αν δεν έχει συνταχθεί έγγραφο, δεν μπορούν να αποδειχθούν με μάρτυρες διαφορετικοί όροι της εταιρικής σύμβασης από όσους προβλέπονται στο νόμο 4072/2012 και στις διατάξεις του ΑΚ, που ο νόμος αυτός παραπέμπει (βλ.σχετ. Σπ. Ταλιαδούρου, «Το νέο νομοθετικό πλαίσιο για την αφανή εταιρία, ΔΕΕ 2016.73 και Γ. Σχοινοχωρίτη, «Η αφανής εταιρία, η κοινοπραξία και η αστική εταιρία με νομική προσωπικότητα μετά τον ν.4072/2012», ΕλλΔνη 2014.1601 επ., ΕφΠειρ 235/2019 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς). Η αφανής εταιρία λύεται στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον Αστικό Κώδικα (άρθρ. 291 παρ.1 εδαφ. α΄ του Ν. 4072/2012). Η ρύθμιση αυτή παραπέμπει στις διατάξεις των άρθρων 765 επ. του ΑΚ για τη λύση της αστικής εταιρίας. Έτσι, η λύση της αφανούς εταιρίας επέρχεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, μέσω τακτικής ή έκτακτης καταγγελίας εταίρου, η οποία επιφέρει τις έννομες συνέπειες αυτής, έστω κι αν δεν υφίσταται σπουδαίος λόγος. Τη λύση της αφανούς εταιρίας ακολουθεί αυτοδικαίως η εκκαθάρισή της (άρθρο 291 παρ.1 εδαφ. β΄ Ν. 4072/2012 σε συνδυασμό προς τα άρθρα 777 επ. του ΑΚ). Η προειρημένη εκκαθάριση διενεργείται από τον εμφανή εταίρο (άρθρ. 291 παρ.2 εδαφ. α΄του N. 4072/ 2012, 778 του ΑΚ και 786 του ΚΠολΔ). Συνίσταται δε στην απόδοση στον αφανή εταίρο της αξίας της συμμετοχής του μειωμένης κατά τις ζημίες που του αναλογούν. Η κατά χρήση εισφορά του αφανούς εταίρου επιστρέφεται αυτούσια. Αντικείμενο δε της προμνημονευθείσας εισφοράς κατά χρήση, που επιστρέφεται αυτούσια (άρθρ. 291 παρ.2 εδαφ.γ΄ του Ν. 4072/2012), δε μπορεί άλλωστε να είναι αναλωτά πράγματα, δηλαδή τα κινητά, των οποίων η κατά προορισμό χρήση σύμφωνα με τις αντιλήψεις των συναλλαγών συνίσταται στην κατανάλωση ή την εκποίησή τους, όπως τα χρήματα (άρθρα 779, 951 και 952 του ΑΚ), οπότε δε δύναται εν προκειμένω να γίνει λόγος περί αυτούσιας απόδοσης χρημάτων, δοθέντος ότι η εκ μέρους του αφανούς εταίρου εισφορά χρημάτων δεν είναι κατά χρήση, αλλά κατά κυριότητα. Ο νόμος 4072/2012 σύμφωνα με το άρθρο 294 παρ. 1 εφαρμόζεται και στις εταιρίες, οι οποίες, κατά την έναρξη ισχύος του (11.4.2012 σύμφωνα με το άρθρο 330), δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση. Η ρύθμιση αυτή διαφοροποιείται από το ισχύον πριν την εφαρμογή του ν. 4072/2012 νομικό καθεστώς, στο οποίο δεν προβλεπόταν καταρχήν στάδιο εκκαθάρισης της λυθείσας λόγω καταγγελίας αφανούς εταιρίας (ΑΠ 1192/2019 ΧρΙΔ 2020.47). Σήμερα, ο νέος νόμος κάνει λόγο ρητά για εκκαθάριση. Συγκεκριμένα ορίζει ότι «τη λύση (της εταιρίας) ακολουθεί η εκκαθάριση» (άρθρο 291 παρ. 1 εδ. β` ν. 4072/2012). Είναι προφανές ότι δεν εκλαμβάνει την εκκαθάριση με την τεχνική του όρου έννοια, αφού η αφανής εταιρία δεν μπορεί να έχει εταιρική περιουσία προς εκκαθάριση. Την εκλαμβάνει ως ένα στάδιο διακανονισμού των εταιρικών σχέσεων, κατά τα ανωτέρω. Εξάλλου, ο ίδιος προσδιορίζει με διατάξεις ενδοτικού δικαίου και το περιεχόμενο του σταδίου αυτού, η υλοποίηση του οποίου ανατίθεται στον εμφανή εταίρο. Ορίζει, λοιπόν, ο νομοθέτης, ότι ο αφανής εταίρος, μετά τη λύση της εταιρίας, λαμβάνει κατ’ αρχήν την αξία της συμμετοχής του, όπως αυτή προσδιορίζεται με βάση την πραγματική αξία του συνόλου της «εταιρικής» περιουσίας, που αποκτήθηκε από την εταιρική δραστηριότητα του εμφανούς εταίρου (βλ.και Σχοινοχωρίτη, ό.π., σ. 1606). Περαιτέρω, ο χαρακτηρισμός μιας σχέσης δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ’αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ’εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση (ΑΠ 217/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111 παρ. 2, 216 παρ. 1, 335, 337, 338 και 559 αριθμ.1, 8 και 10 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο νομικός χαρακτηρισμός των επικαλουμένων περιστατικών, στα οποία θεμελιώνεται το προβαλλόμενο με την αγωγή αίτημα, δεν είναι δεσμευτικός για το ουσιαστικό Δικαστήριο (πρωτοδικείο ή εφετείο), το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί στην ορθή νομική υπαγωγή των εννόμων σχέσεων, που αναδύονται εκ των επικαλουμένων κατά τρόπο σαφή πραγματικών περιστατικών, και όπως αυτά στη συνέχεια προκύπτουν, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου από τις διεξαχθείσες αποδείξεις, έστω και διαφορετική από εκείνη στην οποία προβαίνει ο ενάγων, χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, αφού η βάση αυτή συγκροτείται από τα θεμελιούντα το αίτημα πραγματικά περιστατικά και όχι από τον διδόμενο από τον ενάγοντα νομικό τους χαρακτηρισμό, αλλά και χωρίς, κατά τη διαφορετική αυτή νομική εκτίμηση, το Δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη πράγματα μη προταθέντα ή να λαμβάνει υπόψη πράγματα ως αληθινά, χωρίς απόδειξη, και, συνεπώς, δεν υπόκειται, κατά τούτο, η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1265/2019, ΑΠ 925/2017, ΑΠ 59/2015, ΑΠ 1752/2014, ΑΠ 734/2011, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Πλέον ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 106 του ΚΠολΔ, το οποίο καθιερώνει την αρχή της διάθεσης, η δικαστική προστασία παρέχεται μόνο αν ζητείται, στην έκταση που ζητείται και εφόσον εξακολουθεί να ζητείται από τους διαδίκους. Οι διάδικοι και κατά βάση ο ενάγων καθορίζουν με τις αιτήσεις τους το ουσιαστικό αντικείμενο της δίκης και το δικαστήριο δεσμεύεται από αυτές και δεν μπορεί να επιδικάσει περισσότερο ή διάφορο από αυτό που ζητήθηκε. Διαφορετικό, όμως, είναι το θέμα του ορθού νομικού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών που επικαλείται ο διάδικος για την θεμελίωση της αίτησής του για δικαστική προστασία. Και τούτο διότι, από το συνδυασμό των άρθρων 106, 1 παρ.2, 216 παρ.1, 335, 337, 338 και 559 αρ. 1 και 8 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η επίκληση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου δεν είναι στοιχείο της αγωγής ή της ένστασης και δε δεσμεύει το δικαστήριο ο νομικός χαρακτηρισμός που δίνεται από τους διαδίκους, διότι το δικαστήριο εφαρμόζει αυτεπάγγελτα το νόμο και προβαίνει στον προσήκοντα χαρακτηρισμό του αντικειμένου της αγωγής κλπ., και από το περιεχόμενό της προσδίδει στην προβαλλόμενη με αυτήν έννομη σχέση την αρμόζουσα νομική έννοια, χωρίς να δεσμεύεται από τις απόψεις των διαδίκων.  Νομική βάση δεν είναι ανάγκη να περιέχει η αγωγή, και γενικά η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, τυχόν δε μνεία σ’ αυτήν της υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών που επικαλείται ο διάδικος για την θεμελίωσή της σε νομική διάταξη δε δεσμεύει το δικαστήριο. Επομένως, εφόσον το δικαστήριο καταλήξει σε νομικό χαρακτηρισμό διαφορετικό από εκείνον που προβάλλεται από τους διαδίκους δε λαμβάνει υπόψη πράγματα μη προταθέντα, ούτε παραλείπει να λάβει υπόψη πράγματα προταθέντα, ή να ερευνήσει υποβληθείσα αίτηση, και ως εκ τούτου δεν ιδρύονται λόγοι αναίρεσης από τους αριθμ. 8 και 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, εφόσον στην περίπτωση αυτήν υπάγει στον αρμόζοντα, κατά την κρίση του, κανόνα δικαίου τα προταθέντα από τους διαδίκους πραγματικά περιστατικά, λαμβάνοντας, άρα, αυτά υπόψη, και δικάζει το αντίστοιχο αίτημα (ΑΠ 1105/2017, 708/2016, 2219/2014, 1392/2014, 33/2014, 45/2006, 1487/2005, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, από τα άρθρα 335, 338, 339, 340 και 346 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για το αποδεικτικό πόρισμα, αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έχουν ανάγκη απόδειξης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Η μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων ιδρύει τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αριθμ.11 περ.γ΄του ΚΠολΔ. Καμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι,  ούτε και τη διάκριση από ποία από αυτά προκύπτει άμεση και από ποία έμμεση απόδειξη, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη, ενώ ως αποτελούντα ξεχωριστά από τα έγγραφα αποδεικτικά μέσα πρέπει να μνημονεύονται η έκθεση και το πρακτικό αυτοψίας, η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων,, τα πρακτικά εξέτασης των μαρτύρων, και οι ένορκες βεβαιώσεις (ΑΠ 779/2019, 1025/2019, 1147/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Πλέον ειδικότερα, στην απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνον από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 466/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: (α) Την κατάθεση της εκτός δίκης εξετασθείσας, με πρωτοβουλία της ενάγουσας, μάρτυρος ……….., η οποία δόθηκε κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της εναγομένης και των αυτοτελώς προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβάντων στον πρώτο βαθμό, προκειμένου να παραστούν κατά τη λήψη της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπ’αριθμ. ………. εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ……, και περιέχεται στην υπ’αριθμ. ……/16.3.2018 ένορκη βεβαίωση, που λήφθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου ……….. .., …… (των αναφερομένων στην εκκαλουμένη απόφαση υπ’αριθμ……./27.3.2018 ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον της Συμβολαιογράφου ……….. …,  που λήφθηκαν με επιμέλεια της εναγομένης, και προσκομίσθηκαν κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό από την ανωτέρω διάδικο, μη επαναπροσκομιζομένων στην παρούσα έκκλητη δίκη, προκειμένου να ληφθούν υπόψη), β) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: H εναγόμενη είναι κοινοπραξία (ήδη καταχωρισθείσα στο Γ.Ε.ΜΗ. με αριθμό ………), η οποία συστάθηκε το έτος 2005, με το από 8.12.2005 ιδιωτικό συμφωνητικό, όπως έχει τροποποιηθεί στη συνέχεια με τα από 19.1.2008, από 29.1.2010, από 23.11.2012, από 30.12.2013, από μηνός Δεκεμβρίου 2014, από 16.2.2016 και από 7.6.2018 ιδιωτικά συμφωνητικά, από φυσικά πρόσωπα – ιδιοκτήτες σκαφών (τύπου λάντζας, φορτηγίδας και καβοδετικού), με σκοπό την διά των σκαφών των μελών της αντί αμοιβής εκτέλεση λεμβουχικών εργασιών [με κόμιστρο μεταφορές φορτίων, συσκευασμένων λιπαντελαίων – ορυκτελαίων εφοδίων γενικά ή προσώπων (πληρώματα πλοίων, εργατοτεχνίτες, επισκέπτες, επιβάτες, ναυτικοί πράκτορες, φύλακες πλοίων ή άλλοι επαγγελματίες λιμένα), από τις αποβάθρες σε επισκευαζόμενα, αγκυροβολημένα ή παροπλισμένα εντός ή και εκτός λιμένα πλοία και αντίστροφα, καθώς και από πλοίο ή αφετηρία κίνησης σε άλλη αφετηρία, καθώς και πρόσδεση και λύση των πλοίων από θαλάσσης, εφόσον η εργασία αυτή, τοπικά, δεν εκτελείται διαφορετικά, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υπ’αριθμ. 3131.1/07/1997 (ΦΕΚ Β΄1136/22.12.2017) Απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, με την οποία εγκρίθηκε ο Γενικός Κανονισμός Λιμένος του Αρχηγού του Λμενικού Σώματος με αριθμ.17 «Για τις λεμβουχικές εργασίες»,] στην περιοχή της ……….. ……….. και στη νήσο ……….. στον κόλπο των ……….., όπου και δραστηριοποιείται έκτοτε, και τη διανομή των κερδών από την άσκηση της δραστηριότητάς της αυτής στα μέλη της κατά τα μεταξύ τους ειδικότερα συμφωνηθέντα ποσοστά συμμετοχής ενός εκάστου, και διοικείται από τριμελές διοικητικό συμβούλιο (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη από την ίδια με αριθμό πρωτ. …./19.6.2018 ανακοίνωση του Τμήματος Μητρώου/Υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Πειραιώς), μέλη δε αυτής αποτελούν οι στον πρώτο βαθμό  προσθέτως υπέρ της παρεμβάντες, και μάλιστα αυτοτελώς, ήδη δεύτερος έως και  έκτος των εφεσιβλήτων. Περαιτέρω στην ίδια γεωγραφική περιοχή και στον αυτό τομέα παροχής θαλασσίων υπηρεσιών δραστηριοποιείται και ο ………, με τις επιχειρήσεις οικονομικών του συμφερόντων, της ενάγουσας – ναυτικής εταιρίας, εδρεύουσας στο Δήμο ….. Αττικής, καταχωρισθείσας στα Βιβλία Μητρώου Ναυτικών Εταιριών του νόμου 959/1979 στις 3.4.2002, με αύξοντα αριθμό ….., συμπεριλαμβανομένης σ’αυτές, της οποίας είναι Γραμματέας του τριμελούς διοικητικού της συμβουλίου και ένας εκ των δύο νομίμων εκπροσώπων της (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη από την ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα υπό στοιχεία ΑΠ 2212.3-……./2019 βεβαίωση της Υπηρεσίας Μητρώου Ναυτικών Εταιριών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής), καθώς και της Κοινοπραξίας “………”, διά των σκαφών, πλοιοκτησίας τους. Αποδείχθηκε επίσης ότι από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “…….” και το διακριτικό τίτλο “………”, που έχει κατασκευάσει και λειτουργεί στη νήσο ……….. τερματικό σταθμό για την αποθήκευση σε υγρή μορφή και την εν συνεχεία αεριοποίηση του φυσικού αερίου, το οποίο εκφορτώνεται στις εγκαταστάσεις της υγροποιημένο μέσω ειδικού τύπου δεξαμενοπλοίων (υγραεριοφόρων), καθώς και από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “………..”, προκηρύσσεται κατά διαστήματα διά διακηρύξεων η διενέργεια δημόσιων μειοδοτικών διαγωνισμών προς ανάδειξη κάθε φορά αναδόχου, με τον οποίο καταρτίζουν έγγραφες συμβάσεις, με αντικείμενο την έναντι αμοιβής εκτέλεση για λογαριασμό τους έργων παροχής – διά των σκαφών του – υπηρεσιών, οι οποίες ειδικότερα συνίστανται, όσον αφορά μεν τη “………”, στην έγκαιρη και ασφαλή διά θαλάσσης μεταφορά προσώπων (μελών του προσωπικού της, επισκεπτών, εργατοτεχνιτών, επιβατών ή άλλων επαγγελματιών και των συνήθων αποσκευών τους) από τη λιμενική εγκατάσταση, που διατηρεί στην . ……….., προς τη λιμενική εγκατάσταση της ιδίας στη νήσο ……….. στον κόλπο των ……….., όπου λειτουργεί ο τερματικός σταθμός αποθήκευσης του υγροποιημένου φυσικού αερίου κατά τα προεκτεθέντα, και αντιστρόφως, καθώς και στην υποστήριξη του προσωπικού της στην ως άνω εγκατάσταση στη νήσο ……….. σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, και συγκεκριμένα στη λήψη μέτρων αντιμετώπισης θαλάσσιας ρύπανσης ή/και ταχείας εκκένωσης της νήσου, όσον αφορά δε την “…………” στην καταπολέμηση της ρύπανσης, που τυχόν εμφανισθεί στη θαλάσσια περιοχή των προβλητών της στην …. και στην …….., κατά τη διάρκεια της εκφόρτωσης καυσίμων από εκεί πλευρισμένα δεξαμενόπλοια, διά της διάθεσης από τον ανάδοχο κατάλληλα εξοπλισμένου και αξιόπλοου σκάφους, σε άμεση και συνεχή ετοιμότητα μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας και καθόλη της διάρκεια της παραμονής των πλοίων στις προβλήτες, προς άμεση και ακαριαία επέμβαση σε περίπτωση συμβάντος διαρροής, αλλά και στην πρόσδεση στους κάβους και στην απόδεση πλοίων στην προβλήτα της ιδίας στη νήσο ……….. με τη χρήση από τον ανάδοχο δύο ειδικού τύπου σκαφών (καβοδετικών)  μετά των πληρωμάτων τους, τα οποία, όπως η ίδια επιβάλλει στον εκάστοτε αντισυμβαλλόμενό της, πρέπει να διενεργούν τις συγκεκριμένες εργασίες στην προβλήτα των εγκαταστάσεών της, παράλληλα, και από κοινού. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι επί σειρά ετών, και ειδικότερα από το έτος 2007 και έκτοτε, υφίστατο αγαστή και ομαλή συνεργασία μεταξύ του …….. μέσω των επιχειρήσεων οικονομικών συμφερόντων του, και της εναγομένης – κοινοπραξίας, συνιστάμενη στην από κοινού εκτέλεση των συγκεκριμένων έργων των ανωτέρω ανωνύμων εταιριών, στη θαλάσσια περιοχή της ……. και της νήσου ….. στον κόλπο των ……., όπου άπασες δραστηριοποιούνται, διά των σκαφών, που διαθέτουν, προς αποφυγήν μεταξύ τους ανταγωνιστικών ενεργειών και επίτευξη του μεγαλυτέρου δυνατού κέρδους, και δη ανεξαρτήτως του ποιος εξ αυτών συμμετείχε και αναδεικνυόταν κάθε φορά ανάδοχος στους διαγωνισμούς, που προκηρύσσονταν κατά διαστήματα από τις εταιρίες αυτές, και κατήρτιζε μαζί τους τις σχετικές συμβάσεις για την παροχή εις εκάστην των προαναφερθεισών υπηρεσιών, με το έτερο μέρος με βάση τη μεταξύ τους συμφωνία, να δικαιούται και να λαμβάνει ορισμένο μέρος της κατά περίπτωση καθορισθείσας με τις εταιρίες αμοιβής του εκάστοτε αναδειχθέντος αναδόχου, καταρτισθέντων συνήθως μεταξύ τους ενόψει της προκήρυξης διαγωνισμών από τις εταιρίες αυτές ιδιωτικών συμφωνητικών, στα οποία καθορίζονταν κάθε φορά οι επιμέρους όροι της συνεργασίας τους. Συγκεκριμένα, η έναρξη της επιχειρηματικής συνεργασίας τους με τη μορφή, που προεκτέθηκε, υπαγορεύθηκε από το γεγονός της αλλαγής περί το έτος 2005 από πλευράς της ………. των προδιαγραφών, που απαιτείτο να πληρούν τα σκάφη των ενδιαφερομένων για τη συμμετοχή στο διαγωνισμό της προς ανάδειξη αναδόχου για το έργο της εκτέλεσης καβοδετικών εργασιών σε πλοία στις προβλήτες της, και ειδικότερα απαιτήθηκε η χρήση προς τούτο ειδικού τύπου σιδερένιων σκαφών, σε αντικατάσταση των λαντζών και των πλαστικών καβοδετικών, που χρησιμοποιούντο στο παρελθόν, τα οποία (νέου τύπου χαλύβδινα σκάφη) μάλιστα, όπως όριζε η εταιρία, θα έπρεπε να εκτελούν τις εργασίες αυτές ταυτόχρονα και από κοινού, καθώς δε τέτοια σκάφη στην περιοχή διέθεταν από ένα η εναγόμενη – κοινοπραξία (πλοιοκτησίας του μέλους της ……… εισφερθέν στην κοινοπραξία), και ο ανωτέρω …….., κατέστη επιβεβλημένη η σύναψη συμφωνίας μεταξύ τους για την από κοινού εκτέλεση του εν λόγω έργου με τα σκάφη τους, η οποία σταδιακά με την πάροδο του χρόνου επεκτάθηκε και συμπεριέλαβε και τα έργα της «………..» στην ίδια περιοχή, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, προκειμένου να αποφευχθούν συνεργασίες αμφοτέρων των μερών με τρίτους εκτός ………..ς ανταγωνιστές, πλοιοκτήτες τέτοιων σκαφών για την ανάληψη των έργων, και να αποτραπεί το ενδεχόμενο παροχής αντίστοιχων υπηρεσιών από έτερους λεμβούχους στη συγκεκριμένη  γεωγραφική περιοχή κοινής τους δραστηριοποίησης, αλλά και να διεκδικηθούν από τις εταιρίες και επιτευχθούν υψηλότερες αμοιβές, προς όφελος αμφοτέρων, όπερ και πράγματι εγένετο, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια. Ειδικότερα, η ανωτέρω συνεργασία των μερών στο προαναφερθέν αντικείμενο σαφώς και εναργώς αποτυπώνεται σε μία σειρά καταρτισθέντων μεταξύ τους ιδιωτικών συμφωνητικών, στα οποία περιγράφεται το εκάστοτε αναληφθησόμενο από το ένα εκ των συμβαλλομένων μερών έργο, και οι υποχρεώσεις αμφοτέρων αυτών. Συγκεκριμένα με το από 28.1.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, που καταρτίσθηκε προφανώς σε συνέχεια του προηγουμένου από 27.11.2007 συμφωνητικού με ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο (όπερ συνάγεται εκ του ότι στο μεταγενέστερο έχει απλώς διορθωθεί η ημερομηνία στο συμβατικό κείμενο), συμφωνήθηκε από την εναγόμενη και το ……. του Ιωάννη, η από κοινού εκτέλεση των έργων της ………., που αφορούσαν στην παροχή σκάφους επιφυλακής – απορρύπανσης στην περιοχή της ………., καθώς και στη διενέργεια καβοδετικών εργασιών στην προβλήτα της, διά της διάθεσης και χρήσης δύο σκαφών τους, και δη ανεξαρτήτως του εξ αυτών αναδειχθέντος ως τελικού αναδόχου στον προκηρυχθέντα διαγωνισμό της εταιρίας, και τη διανομή μεταξύ τους της αμοιβής του αναδόχου κατ’ίσα μέρη (έκαστος θα εδικαιούτο ποσοστό 50% αυτής). Όσον αφορά ειδικότερα τις εργασίες καβοδεσίας συμφωνήθηκε ότι τα δύο μέρη θα συνεργασθούν παρέχοντας από κοινού τις υπηρεσίες τους στην προβλήτα της ……….. κατά την πρόσδεση και απόδεση πλοίων, διά της χρήσης δύο καβοδετικών σκαφών, και δη του σκάφους με την ονομασία «Δ», πλοιοκτησίας του ………, και του σκάφους με την ονομασία «MB», πλοιοκτησίας ….., μέλους της εναγομένης, που θα επιχειρούν ταυτόχρονα στην πλώρη και την πρύμνη εκάστου πλοίου αντίστοιχα, καθώς και ότι η αμοιβή για την εκτέλεση των εργασιών αυτών, ανερχόμενη στο ποσό των 1.800 ευρώ για κάθε πλοίο, θα κατανέμεται ισόποσα μεταξύ των μερών (σε ποσοστό 50% στον καθέναν τους). Σημειωτέον ότι στον διαγωνισμό αυτό, ενόψει της προκήρυξης του οποίου συντάχθηκε το ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό, αναδείχθηκε ανάδοχος ο …………, ενώ προηγούμενος ανάδοχος για το ίδιο έργο είχε αναδειχθεί η εναγόμενη (βλ. σχετικώς την προσκομιζόμενη από 29.2.2008 σύμβαση της εναγομένης με την «…….» με αυτό το αντικείμενο). Περαιτέρω, με το από 21.7.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, που καταρτίσθηκε μεταξύ της εναγομένης και της κοινοπραξίας με την επωνυμία «………», επίσης οικονομικών συμφερόντων του ……, νόμιμα εκπροσωπηθείσας από τον τελευταίο, ενόψει της υπό στοιχεία ……./ΔΠ προκήρυξης διαγωνισμού από τη «……..» για την εκτέλεση του έργου της μεταφοράς διά θαλάσσης του προσωπικού της στις εγκαταστάσεις της στη νήσο ……….., συνομολογήθηκε ότι το έργο, μέρος του οποίου θα εκτελείται με τις λάντζες «Ε1» και «Ε2», θα αναλάβει να εκτελέσει η εναγόμενη, η οποία δεσμεύθηκε να καταβάλει ποσοστό 20% επί της συνολικής μηνιαίας αμοιβής της στην αντισυμβαλλόμενή της, όπερ ταυτίζεται με το ποσοστό επί της αμοιβής της εναγομένης σε περίπτωση κατάρτισης σύμβασης με τη «……..» με το ίδιο αντικείμενο, που αναφέρεται ως συμφωνηθέν μηνιαίο ναύλο για την επικαλούμενη εκναύλωση  της λάντζας «Ε1» από την ενάγουσα στην εναγόμενη, στην οποία (σύμβαση ναύλωσης) η ενάγουσα θεμελιώνει την αγωγική της αξίωση. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι η ρητή αναφορά στο ανωτέρω συμφωνητικό, που καταρτίσθηκε ενόψει της διενέργειας του διαγωνισμού από τη «………….», περί ανάληψης της εργολαβίας από την εναγόμενη, συνηγορεί υπέρ της παραδοχής ότι σκοπός της σύναψης της συγκεκριμένης συμφωνίας, η οποία προηγήθηκε του διαγωνισμού και της ανάδειξης αναδόχου, όπως, άλλωστε, και της ευρύτερης συνεργασίας των μερών στην από κοινού εκτέλεση των έργων των εν λόγω εταιριών στην περιοχή εν γένει, ήταν και η εξάλειψη του μεταξύ τους ανταγωνισμού, καθώς ουσιαστικά ο ……. δεσμευόταν να μη συμμετάσχει και να υποβάλει διά της κοινοπραξίας, που εκπροσωπούσε, προσφορά στον επικείμενο διαγωνισμό, ούτως ώστε το έργο να κατακυρωθεί στην εναγόμενη και να ενεργοποιηθεί η συμφωνία τους, όπως δε συνομολογεί η εναγόμενη, και η ίδια στο παρελθόν αναφορικά με το έργο της «…….», λόγω προηγηθείσης συμφωνίας της με τις επιχειρήσεις του ……, κατέθεσε υψηλότερη προσφορά στον προκηρυχθέντα δημόσιο μειοδοτικό διαγωνισμό, κατόπιν συνεννόησης μαζί του, προκειμένου να αναλάβει αυτός ως ανάδοχος την εκτέλεση του έργου. Αποδείχθηκε επίσης ότι στο πλαίσιο της συνεργασίας των ανωτέρω μερών με το περιεχόμενο που προεκτέθηκε εντάσσεται και το από 24.11.2012 ιδιωτικό συμφωνητικό, που επίσης καταρτίσθηκε μεταξύ της εναγομένης και της ανωτέρω κοινοπραξίας του ……….., ενόψει της προκήρυξης νέου διαγωνισμού από τη «…………» (υπό στοιχεία …../ΔΠ) για το ίδιο έργο, και περιλαμβάνει τους αυτούς ακριβώς όρους με το προηγούμενο, ήτοι ότι η εναγόμενη θα είναι η ανάδοχος του έργου, που εν μέρει θα εκτελείται με τις προαναφερθείσες λάντζες, η οποία ορίσθηκε ότι θα λαμβάνει ποσοστό 20% επί της μηνιαίας αμοιβής της αναδόχου. Επιπροσθέτως, την ίδια ημέρα υπογράφηκε από τα μέρη και ένα ακόμη ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο συμφωνήθηκε ότι η εναγόμενη θα συνδράμει με το κατονομαζόμενο καβοδετικό σκάφος της και το πλήρωμά του την κοινοπραξία του …….. μόνον στην πρόσδεση πλοίων στην προβλήτα της ………  στη νήσο ……….., της ανωτέρω κοινοπραξίας έχοντας προφανώς αναλάβει ως ανάδοχος να εκτελεί τις καβοδετικές εργασίες στο σημείο, αντί αμοιβής, που ορίσθηκε στο ποσό των 600 ευρώ ανά πλοίο. Η ευόδωση του σκοπού της μεταξύ των επιχειρήσεων του …….. και της εναγομένης συνεργασίας, που συνίστατο – μεταξύ άλλων – και στην εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων αμφοτέρων διά της διεκδίκησης και επίτευξης  των κατά το δυνατόν υψηλότερων αμοιβών τους ως αναδόχους στους διαγωνισμούς των έργων των ανωτέρω δύο ανωνύμων εταιριών στην περιοχή, προσεπιβεβαιώνεται και από την υπ’αριθμ……./4.12.2019 επιστολή του … ως διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της «…….», η οποία, όπως σαφώς συνάγεται από το κείμενο αυτής, απευθύνεται στην εναγόμενη, και στην οποία γίνεται λόγος  για επαύξηση των αμοιβών στους διαγωνισμούς της «………» κατά ποσοστό 200%  εντός του χρονικού διαστήματος των ετών 2007 – 2009, επιτευχθείσα διά της συνεργασίας τους και της διάθεσης και χρήσης για την από κοινού εκτέλεση των έργων των σιδερένιων καβοδετικών σκαφών αμφοτέρων, και, κατ’επέκταση της κερδοφορίας τους. Μάλιστα, ο ……, διαπιστώνοντας ότι η εναγόμενη – κοινοπραξία χρησιμοποίησε για την πρόσδεση πλοίου στις προβλήτες της ….. νέο καβοδετικό σκάφος (και δη το σκάφος με την ονομασία «ΑΜ»), μέλους της, που δεν περιλαμβανόταν στα σκάφη, διά των οποίων έως τότε υλοποιείτο η συμφωνία συνεργασίας τους στην εκτέλεση του εν λόγω έργου, που είχε κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο αναλάβει (η εναγόμενη) ως ανάδοχος, θορυβηθείς, καθώς πλέον η ανωτέρω διέθετε δύο σιδερένια καβοδετικά σκάφη, και, επομένως, θα μπορούσε να εκτελεί τις σχετικές εργασίες, για τις οποίες απαιτείτο η σύμπραξη δύο σκαφών τέτοιου τύπου με τα σκάφη των μελών της, χωρίς να χρειάζεται τη συνδρομή του δικού του σκάφους, και, συνεπώς, να μη μοιράζεται τη συμφωνηθείσα αμοιβή της με άλλον, διαμαρτυρήθηκε προς το έτερο μέρος με την από 30.1.2012 επιστολή του ζητώντας τη λήξη της συνεργασίας τους, η οποία δεν επήλθε τελικά τότε, ει μη μόνον πολύ μεταγενέστερα, διότι η εναγόμενη τήρησε τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα και συνέχισε να χρησιμοποιεί το σκάφος του …….. για την εκτέλεση του έργου. ……. Α.Ε. νέου δημόσιου μειοδοτικού διαγωνισμού (υπ’αριθμ……/ΔΠΠ πράξη προκήρυξης για την ανάδειξη αναδόχου  προς εκτέλεση των έργων α) της διά θαλάσσης μεταφοράς επιβατών από την……….. προς τις εγκαταστάσεις της στη νήσο ……….. και αντιστρόφως, και β) της υποστήριξης του προσωπικού της σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης στις ίδιες εγκαταστάσεις, καταρτίσθηκε το από 10.5.2016 ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο συμβάλλεται ο …….., ως νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας/ναυτικής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του μηχανοκίνητου σκάφους (τύπου λάντζας) με την ονομασία «Ε1» (βλ. σχετ. το προσκομιζόμενο έγγραφο εθνικότητας του ανωτέρω σκάφους, που φέρει ημερομηνία 16.12.2002, εκ του οποίου συνάγεται, μη προσκομιζομένων μεταβολών έκτοτε του ιδιοκτησιακού του καθεστώτος, ότι, στα προηγούμενα ιδιωτικά συμφωνητικά με την εναγόμενη, η κοινοπραξία, για λογαριασμό της οποίας συμβαλλόταν ο ανωτέρω για την από κοινού εκτέλεση με το έτερο μέρος έργων της …… και της …….., δεν ήταν πλοιοκτήτρια του σκάφους αυτού, που προβλεπόταν ότι θα χρησιμοποιείτο για την υλοποίηση της συμφωνίας τους, όπερ επίσης καταδεικνύει ότι πρόκειται περί επιχειρήσεων των δικών του οικονομικών συμφερόντων, με αποτέλεσμα η μία να διαθέτει το σκάφος της άλλης) και η εναγόμενη, και το οποίο, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, στην πραγματικότητα εντάσσεται και αυτό στο πλαίσιο της ευρύτερης συμφωνίας συνεργασίας τους διά των σκαφών τους στην από κοινού εκτέλεση έργων των ανωτέρω εταιριών, που αφορούν στη διενέεργεια λεμβουχικών και καβοδετικών εργασιών, ανεξαρτήτως του εξ αυτών εκάστοτε αναδειχθέντος ως αναδόχου στους κατά διαστήματα προκηρυχθέντες από τις εταιρίες διαγωνισμούς, και στη διανομή μεταξύ τους της αμοιβής του εκάστοτε αναδόχου, και αποτελεί συνέχεια των προηγουμένων ιδιωτικών συμφωνητικών μεταξύ της εναγομένης και της άλλης επιχείρησης (κοινοπραξίας), επίσης συμφερόντων του ………, στα οποία έχει γίνει ήδη εκτενής αναφορά προηγουμένως, και τα οποία αφορούσαν στο ίδιο έργο της ….., περιλαμβάνοντας τους αυτούς ουσιαστικά όρους με τα προηγηθέντα, παρότι αυτή τη φορά και το πρώτον η μεταξύ τους έννομη σχέση χαρακτηρίζεται σ’αυτό ως σύμβαση ναύλωσης. Ειδικότερα, με το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο η ενάγουσα στηρίζει τις αγωγικές αξιώσεις της, φέρεται η ανωτέρω να εκναυλώνει και να παραχωρεί προς χρήση στην εναγόμενη το προαναφερθέν σκάφος της (και ένα ακόμη, πλοιοκτησίας του ………., που δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω), ενόψει υποβολής από την εναγόμενη προσφοράς για τη συμμετοχή της στο νέο διαγωνισμό της …………… για την εκτέλεση του συγκεκριμένου έργου, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά στο έργο αυτό, και υπό τον όρο ότι η εναγόμενη θα επιλεγεί ως μειοδότρια στο διαγωνισμό και θα υπογράψει με την εταιρία σχετική σύμβαση ως θαλάσσιος μεταφορέας σύμφωνα με τους όρους της διακήρυξης, όπερ και πράγματι εγένετο, όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια. Επιπροσθέτως, η εναγόμενη κοινοπραξία με το αυτό ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει στην ενάγουσα κάθε μήνα ποσοστό 20% εκ της μηνιαίας αμοιβής της, που θα δικαιούται να λάβει από τη ………, και αναλογεί στο συγκεκριμένο σκάφος, όπως ακριβώς και στα προηγούμενα ιδιωτικά συμφωνητικά, το οποίο εν προκειμένω, όμως, χαρακτηρίζεται ως μηνιαίος ναύλος. Σημειωτέον ότι πράγματι η εναγόμενη αναδείχθηκε ανάδοχος στο συγκεκριμένο διαγωνισμό και υπέγραψε με τη ……….. την προσκομιζόμενη από αμφότερα τα διάδικα μέρη υπ’αριθμ. αριθμ…./10.10.2016 σύμβαση με αντικείμενο την παροχή από την ανάδοχο ως θαλάσσιο μεταφορέα των προεκτεθεισών υπηρεσιών, με αρχικά συμφωνηθείσα διάρκεια ενός (1) έτους, με ημερομηνία έναρξης την 7η.6.2016 και λήξης την 6η.6.2017, και προβλεπόμενη δυνατότητα παράτασης της σύμβασης με συμφωνία τους για ένα (1) ακόμη έτος με τους ίδιους όρους. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι με το επίσης προσκομιζόμενο υπ’αριθμ.1 προσάρτημα στην ίδια σύμβαση, που υπογράφηκε στις 21.7.2017 μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων, η σύμβαση παρατάθηκε για ένα (1) επιπλέον έτος, και δη από 7.6.2017 έως 6.6.2018 με τους ίδιους όρους, καθώς και ότι το σκάφος της ενάγουσας περιλήφθηκε στο προβλεπόμενο στη σύμβαση Μητρώο Πιστοποιημένων Πλοιαρίων,  ως πληρούν τις προδιαγραφές της ………. (βλ. σχετ. το με αριθμ.πρωτ…../28.11.2016 έγγραφο της ανωτέρω εταιρίας),  για την εκτέλεση του έργου, στο οποίο και έκτοτε συμμετείχε μετά των λοιπών σκαφών της εναγομένης με κυβερνήτη το …… σε νυκτερινές βάρδιες. Κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου με το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό δεν καταρτίσθηκε σύμβαση ναύλωσης, ούτε σε τούτο απέβλεπαν οι σ’αυτό συμβληθέντες διά των σ’αυτό περιληφθεισών δηλώσεων της βούλησής τους, ήτοι στην παραγωγή εννόμων συνεπειών και αποτελεσμάτων από μία τέτοια σύμβαση, αλλά πρόκειται περί μίας ακόμη επιμέρους συμφωνίας τους, όπως και οι προηγούμενες επίσης εγγράφως καταρτισθείσες συμφωνίες τους, που εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της ήδη τότε μακροχρόνιας συνεργασίας μεταξύ των επιχειρήσεων του ………. εν γένει και της εναγομένης με το αντικείμενο που προεκτέθηκε, και με σκοπό την εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων αμφοτέρων των μερών, διά της επικερδέστερης εκμετάλλευσης των σκαφών τους στη διενέργεια λεμβουχικών και καβοδετικών εργασιών, όπερ και επέτυχαν, διότι επαύξησαν τα κέρδη τους εκ των συμβάσεων, που κατήρτιζαν με τις ανωτέρω εταιρίες, που στην πραγματικότητα εκτελούσαν από κοινού, ανεξαρτήτως του ποιος εκ των δύο τους αναδεικνυόταν κάθε φορά ανάδοχος του έργου στους κατά διαστήματα προκηρυχθέντες από τις εταιρίες αυτές διαγωνισμούς, λόγω της μη υποβολής ανταγωνιστικών προσφορών στους διαγωνισμούς αυτούς από το άλλο μέρος, ή της μη συνεργασίας τους με άλλους τρίτους λεμβούχους εκτός της περιοχής της ……….. για την εκτέλεση των έργων, και της διαμόρφωσης των τιμών στα επίπεδα, που οι ίδιοι επιθυμούσαν, προς δικό τους τελικά όφελος. Ειδικότερα θα πρέπει να γίνει δεκτό και από το παρόν Δικαστήριο ότι είχε νομότυπα συσταθεί άτυπα μεταξύ τους αφανής εταιρία, υπό την έννοια, που προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, κατ’ορθό νομικό χαρακτηρισμό των αποδειχθέντων στην υπόθεση πραγματικών περιστατικών, με εμφανή εταίρο αυτόν εκ των δύο, που σε κάθε διαγωνισμό των ανωτέρω εταιριών αναδεικνυόταν ανάδοχος, και αφανή εταίρο τον άλλο, ο οποίος ελάμβανε το κάθε φορά εγγράφως συμφωνηθέν μέρος της εκάστοτε αμοιβής του αναδόχου για την από κοινού με αυτόν εκτέλεση του έργου, όπερ καθιστούσε αναγκαία την κάθε φορά ενόψει προκήρυξης από τις εταιρίες ενός νέου διαγωνισμού για ένα έργο την κατάρτιση μεταξύ τους και άλλου ιδιωτικού συμφωνητικού, που θα καθόριζε τους όρους της εταιρικής σύμβασης αναφορικά με το έργο αυτό, καθώς ο  εκάστοτε εμφανής εταίρος παραχωρούσε στον αφανή δικαίωμα συμμετοχής στα αποτελέσματα εμπορικών πράξεων, που διενεργούσε στο δικό του όνομα (στο όνομα του εμφανούς) μεν, τέτοιες δε είναι και οι λεμβουχικές εργασίες (όπερ συνιστά επιχείρηση μετακόμισης δι’ύδατος, ήτοι αντικειμενικά εμπορικές πράξεις εκ των προβλεπομένων στο άρθρο 2 του Β.Δ. της 2/14.5.1835 «Περί της αρμοδιότητας των Εμποροδικείων»), πλην όμως προς το κοινό συμφέρον αμφοτέρων των εταίρων, με αποτέλεσμα την εναλλαγή του προσώπου του εμφανούς εταίρου αναλόγως του κάθε φορά αναληφθέντος έργου των εν λόγω εταιριών, που αποτελούσαν και το μοναδικό αντικείμενο δραστηριοποίησης της αφανούς εταιρίας, με την επισήμανση ότι, όπως επίσης αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, ο νομικός χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης, που εν προκειμένω συνδέει τους διαδίκους, ανήκει στο δικαστήριο και μόνον, το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί στην ορθή νομική υπαγωγή των εννόμων σχέσεων, που αναδύονται εκ των επικαλουμένων κατά τρόπο σαφή απ’αυτούς πραγματικών περιστατικών, όπως στη συνέχεια προκύπτουν, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, από τις διεξαχθείσες αποδείξεις, χωρίς να δεσμεύεται από τις απόψεις των διαδίκων, καθώς η επίκληση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου δεν είναι στοιχείο της αγωγής ή της ένστασης και δε δεσμεύει το δικαστήριο ο νομικός χαρακτηρισμός που δίνεται από τους διαδίκους, διότι το δικαστήριο εφαρμόζει αυτεπάγγελτα το νόμο και προβαίνει στον προσήκοντα χαρακτηρισμό του αντικειμένου της αγωγής και από το περιεχόμενό της προσδίδει στην προβαλλόμενη με αυτήν έννομη σχέση την αρμόζουσα νομική έννοια. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας, που περιλαμβάνεται στην κρινόμενη έφεση ότι τα προηγηθέντα ιδιωτικά συμφωνητικά αποτυπώνουν συνεργασία αποκλειστικά μεταξύ της εναγομένης και της «……..» και όχι της ιδίας (της ενάγουσας), σε κατά καιρούς λεμβουχικές και καβοδετικές εργασίες στην περιοχή της .. …, καθώς και ότι η κατάρτιση αυτών των συμφωνητικών συνηγορεί στην παραδοχή περί μη σύστασης εν προκειμένω αφανούς εταιρίας, διότι σε μία τέτοια περίπτωση δε θα απαιτείτο συνεχής σύναψη συμφωνητικών συνεργασίας μεταξύ των κοινοπραξιών, αναιρείται από το προσκομιζόμενο από την εναγόμενη και ήδη πρώτη εφεσίβλητη από 31.3.2017 έγγραφο, το οποίο υπογράφει ο ………, ως εκπρόσωπος της «…», και απευθύνεται στην εναγόμενη. Στο ανωτέρω έγγραφο, ενόψει της πρόθεσής του λήξης της συνεργασίας τους και  διευθέτησης των εξ αυτής οικονομικών τους εκκρεμοτήτων (είχε προηγηθεί έγγραφο του ιδίου υπό την αυτή ιδιότητα ενεργήσαντος με ημερομηνία 29.12.2016, στο οποίο, αφού αναφέρεται στην ομαλή συνεργασία τους  βάσει των συμφωνιών που έχουν υπογράψει ήδη από το έτος 2008 έως τότε, και εκφράζει την ανησυχία του και τους προβληματισμούς του για τις διαφωνίες και συγκρούσεις, οι οποίες έχουν αναφυεί μεταξύ των μελών της εναγομένης, και την επιθυμία του να διασφαλίσει την τήρηση των αναληφθεισών από τα μέρη υποχρεώσεων με τα εν λόγω ιδιωτικά συμφωνητικά, επισημαίνει ότι “έχουμε τουλάχιστον 3,5 χρόνια να λογαριαστούμε”, όπερ καταδεικνύει ότι επρόκειτο περί μίας διαρκούς έννομης σχέσης, και όχι περί πλειόνων συμφωνιών ορισμένου χρόνου, εκ της οποίας (σχέσης) ανέκυπταν οφειλές εκατέρωθεν, που διακανονίζονταν μεταξύ τους κατά διαστήματα, μη εκδοθέντων τιμολογίων από καμία πλευρά) έχει περιληφθεί αναλυτικός λογαριασμός, στον οποίο εμφαίνονται τα ποσά που κάθε μέρος (συγκεκριμένα η εναγόμενη και η “……..”) έχει εισπράξει από το άλλο έως τις 31.3.2017 λόγω της από κοινού εκτέλεσης των έργων των εταιριών ……. και ……, περιλαμβανομένου όμως στο λογαριασμό και του έργου της … …. (χαρακτηριστικά αναγράφεται “…..%”), στο οποίο πέραν πάσης αμφιβολίας αφορά το από 10.5.2016 επίδικο ιδιωτικό συμφωνητικό, παρότι σ’αυτό συμβάλλεται η ενάγουσα, και όχι η “…….”, και το αναφερόμενο ποσοστό συνιστά το ποσοστό επί της μηνιαίας αμοιβής της εναγομένης, που είχε αναδειχθεί ανάδοχος του έργου, το οποίο συμφωνήθηκε ότι δικαιούται ο ……….. για τη συμμετοχή του σκάφους, πλοιοκτησίας της ενάγουσας – ναυτικής εταιρίας δικών του συμφερόντων, στο έργο (μεταφορά του προσωπικού της ……….. προς και από τις εγκαταστάσεις της στη νήσο ……….. στον κόλπο των ……….. και υποστήριξη του προσωπικού της στις ίδιες εγκαταστάσεις σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης), και ταυτίζεται με τη συμφωνηθείσα και στα προηγούμενα ιδιωτικά συμφωνητικά αμοιβή του ………, μέσω άλλης επιχείρησής του συμβληθέντος, για τη συμμετοχή του με το ίδιο σκάφος στην εκτέλεση από την εναγόμενη ως ανάδοχο του ιδίου έργου, μόνο που στο επίμαχο συμφωνητικό χαρακτηρίζεται το πρώτον ως μηνιαίος ναύλος, όπερ συνεπάγεται ότι και η συγκεκριμένη συμφωνία, που χαρακτηρίζεται ως σύμβαση ναύλωσης, δε συνιστά τέτοια, αλλά εντάσσεται επίσης στην ευρύτερη συνεργασία της εναγομένης με το …., ο οποίος προφανώς αντιμετωπίζει όλες τις επιχειρήσεις του, που δραστηριοποιούνται στο αντικείμενο αυτό, με ενιαίο τρόπο, ως μία, χωρίς διάκριση, που έχει τη μορφή αφανούς εταιρίας κατά τα προεκτεθέντα, διότι, σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή επρόκειτο περί ανεξάρτητης συμφωνίας, το συγκεκριμένο έργο δεν θα αναφερόταν στο εν λόγω έγγραφο και δε θα συνυπολογιζόταν για την εξαγωγή του τελικού ποσού του λογαριασμού των μερών. Λεκτέον επίσης ότι η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί σύστασης μεταξύ του …………, ως εκπροσώπου των επιχειρήσεών του, και της εναγομένης αφανούς εταιρίας, δεν αναιρείται από το γεγονός της κατάρτισης μεταξύ τους πλειόνων ιδιωτικών συμφωνητικών, διότι, όπως έχει ήδη αναφερθεί, στην εν λόγω εταιρία το πρόσωπο του εμφανούς εταίρου άλλαζε αναλόγως του ποιος εξ αυτών, πάντοτε κατόπιν συνεννόησης με το άλλο μέρος, συμμετείχε κάθε φορά στους κατά διαστήματα προκηρυχθέντες από τις ανωτέρω εταιρίες διαγωνισμούς για την ανάδειξη αναδόχου προς εκτέλεση για λογαριασμό τους έργων, και, ελλείψει ανταγωνισμού, αναδεικνυόταν ανάδοχος και κατήρτιζε με αυτές τις αντίστοιχες συμβάσεις, οπότε οι όροι της εταιρικής σύμβασης περί των υποχρεώσεων κάθε εταίρου έχρηζαν και αυτές επανακαθορισμού εγγράφως και δη αναλόγως του έργου. Αποδείχθηκε επίσης ότι σύμφωνα με το ως άνω έγγραφο του …….., ο οποίος εν προκειμένω σαφώς λειτουργεί κατά τη σύνταξή του, ως εκπρόσωπος όλων των επιχειρήσεών του, εκ του αναλυτικά παρατεθέντος σ’αυτό λογαριασμού προέκυψε, κατόπιν συμψηφισμού εκατέρωθεν υποχρεώσεων και απαιτήσεων εκάστου μέρους, οφειλή του προς την εναγόμενη, ποσού 654 ευρώ, το οποίο και κατατέθηκε αυθημερόν στον τραπεζικό της λογαριασμό. Επακολούθησε δε έγγραφο του ιδίου του ………, που φέρει ημερομηνία 7.4.2017, με το οποίο ο ανωτέρω, ουσιαστικά λειτουργήσας ως εκπρόσωπος όλων των επιχειρήσεών του, της ενάγουσας συμπεριλαμβανομένης σ’αυτές, παρότι υπογράφει ως εκπρόσωπος της “……….”, κατά τα προεκτεθέντα, διακόπτει τη μεταξύ τους συνεργασία, ήτοι ουσιαστικά καταγγέλλει τη μεταξύ τους συσταθείσα αφανή εταιρία, η οποία έκτοτε λύθηκε και βρίσκεται στο στάδιο της εκκαθάρισης. Μάλιστα στο έγγραφο αυτό, αφού γίνεται λόγος περί του ποσού των 654 ευρώ, που προέκυψε ως οφειλόμενο στην εναγόμενη, και κατατέθηκε στον τραπεζικό της λογαριασμό, αναφέρεται ότι κατόπιν τούτου “δεν υπάρχει καμία εργασιακή και οικονομική εκκρεμότητα” μεταξύ τους. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι παρά το γεγονός αυτό, το σκάφος, πλοιοκτησίας της ενάγουσας, με κυβερνήτη το ……., συνέχισε να συμμετέχει σε βάρδιες, μετά των λοιπών σκαφών της εναγομένης, στην εκτέλεση του ανωτέρω έργου της …………., με βάση τους όρους της μεταξύ της τελευταίας και της εναγομένης σύμβασης, όπως συνάγεται από τα προσκομιζόμενα, αφενός μεν υπ’αριθμ.πρωτ. …../4.4.2018 έγγραφο της εταιρίας αυτής, αφετέρου δε το από 13.12.2017 έγγραφο της εναγομένης προς την ανωτέρω εταιρία, με αποτέλεσμα η ενάγουσα, επικαλούμενη ισχυρή και έγκυρη σύμβαση ναύλωσης μεταξύ τους, να ζητήσει με την ένδικη αγωγή να της καταβληθεί από την εναγόμενη, το συνολικό ποσό των 24.738 ευρώ, που φέρεται να αφορά σε συμφωνηθέντες και δεδουλευμένους μηνιαίους ναύλους του σκάφους της, του χρονικού διαστήματος Απρίλιος του 2017 έως Οκτώβριος του ιδίου έτους, έχοντας εκδώσει και τα αντίστοιχα μηνιαία τιμολόγια παροχής υπηρεσιών (λεκτέον ότι τιμολόγια της ενάγουσας για το προηγούμενο χρονικό διάστημα δεν προσκομίζονται, ως θα έδει κατά την κοινή πείρα και λογική, και τα ειωθότα στις συναλλαγές, εφόσον ήδη από τον Οκτώβριο του 2016, που υπογράφηκε η σύμβαση μεταξύ εναγομένης και ……., το σκάφος της ενάγουσας συμμετείχε στο έργο, και, επομένως, η τελευταία εκτελούσε τις απορρέουσες από την επικαλούμενη στην αγωγή σύμβαση ναύλωσης υποχρεώσεις της, και μάλιστα εξοφλημένα, αφού δεν έχει περιληφθεί στην αγωγή σχετικό κονδύλιο, ούτε βέβαια προσκομίζονται τιμολόγια της εναγομένης για απαιτήσεις της σε βάρος των επιχειρήσεων του …….. από έργα που αυτές εκτελούσαν ως ανάδοχοι, και στα οποία και αυτή συμμετείχε με τα σκάφη των μελών της, στο πλαίσιο της μεταξύ τους συνεργασίας, όπερ επιρρωνύει την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ότι δεν επρόκειτο περί μεμονωμένων συμφωνιών, αλλά περί μίας διαρκούς έννομης σχέσης, που, όπως προεκτέθηκε, είχε τη μορφή αφανούς εταιρίας, και στην οποία χωρούσε κατά διαστήματα διακανονισμός των οικονομικών εκκρεμοτήτων μεταξύ των εταίρων). Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι η ανωτέρω αξίωση της ενάγουσας δεν απορρέει από μεταξύ αυτής και της εναγομένης καταρτισθείσα σύμβαση ναύλωσης, και, συνακόλουθα, το ανωτέρω ποσό δεν οφείλεται στην εναγόμενη ως συνολικός μηνιαίος ναύλος, όπως ζητείται με την ένδικη αγωγή, η οποία εξ αυτού του λόγου απορριπτέα τυγχάνει ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθώς, με βάση την προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 106 του ΚΠολΔ αρχή της διάθεσης, το δικαστήριο δεν μπορεί να επιδικάσει διάφορο του αιτηθέντος, ήτοι να επιδικάσει το αιτούμενο ποσό δυνάμει κατ’ουσίαν  άλλης έννομης σχέσης απ’αυτήν που εκτίθεται στην αγωγή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη οριστική απόφασή του, λαμβάνοντας υπόψη για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα, χωρίς να επιβάλλεται να περιληφθεί στην απόφαση ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση καθενός εξ αυτών, επίσης απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις, κατέληξε στο σωστό συμπέρασμα, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εκκαλούσα  με τους λόγους της έφεσής της, απορριπτομένων ως αβασίμων, και συνακόλουθα και της ένδικης έφεσης στο σύνολό της. Λόγω της ήττας της εκκαλούσας πρέπει, αφενός μεν να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος απ’αυτήν παραβόλου του ένδικου μέσου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 προτελευταίο εδάφιο του ΚΠολΔ), αφετέρου δε να επιβληθεί σε βάρος της η δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από τους ανωτέρω σχετικό αίτημα με τις προτάσεις, που κατέθεσαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 10.5.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …./13.5.2019 και …../13.5.2019) έφεση κατά της υπ’αριθμ.1395/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου του ένδικου μέσου στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, την 1η-12-2020

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ