Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 724/2020

Αριθμός  724/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ζωή Καραχάλιου, Πρόεδρο Εφετών-Εισηγήτρια, Μαρία Κωττάκη και Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτες   και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά  τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, ενώ κατά  τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή και στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Αυτό θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 975/2000 ΕλΔ 42.81). Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως, καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ως ολικής (ΑΠ 570/2005 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1308/2004 ΕλΔ 46.84). Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, μετά από κλήση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 524 παρ. 1 εδάφιο β ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 7/2007 ΝοΒ 2007.1830, ΑΠ 43/2005 ΕλΔ  46.1402 ΑΠ 137/2004 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 2518/2000 Αρμ 2001.46), ενώ οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση αυτή, όταν ανάγονται σε διατάξεις για τις οποίες εχώρησε η αναίρεση, δεν λαμβάνονται υπόψη από το εφετείο. Οι διάδικοι κατά τη συζήτηση στο δικαστήριο της παραπομπής μπορούν να προτείνουν τους πραγματικούς ισχυρισμούς που θα μπορούσαν να προταθούν παραδεκτά κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε (ΑΠ 707/2006 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ»), ειδικότερα δε ο ενάγων, ως εφεσίβλητος, μπορεί να προτείνει με τις προτάσεις του της νέας, μετά την αναίρεση, συζητήσεως της εφέσεως νέους πραγματικούς ισχυρισμούς, που δεν είχαν προταθεί πρωτοδίκως, υπό τους περιορισμούς των άρθρων 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 1220/2007 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ») και υπό τους ορισμούς του άρθρου 240 ΚΠολΔ. Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε μόνο ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 659/1988 ΕλΔ 30.310, ΑΠ 1279/1983 Δ 15.421, ΑΠ 1042/1975 ΝοΒ 24.387, ΕφΠειρ 68/1994 ΕλλΔνη 35.1385), εκτός από τα κεφάλαια που συνδέονται αρρήκτως με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται (ΑΠ 1717/2002 ΕλΔ 44.1563). Συνεπώς, αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς ως προς κάποιο μόνο κεφάλαιο της όλης δίκης, το δικαστήριο της παραπομπής δεν μπορεί να εξετάσει λόγους εφέσεως που αναφέρονται στα λοιπά κεφάλαια, ως προς τα οποία δεν αναιρέθηκε η απόφαση, διότι διαφορετικά θα προσέβαλε το δεδικασμένο, το οποίο κατά το άρθρο 322 ΑΚ λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, αν δε αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει την ισχύ της, οι διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μια απόφαση όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 7/2007 ο.π, ΑΠ 845/2010 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 43/2005 ΕλΔ 46,1401, ΑΠ 380/1999 ΝοΒ 2000.949, ΑΠ 674/1998 ΝοΒ 1999.1415). Ειδικότερα, ως προς ολόκληρο το αναιρεθέν κεφάλαιο η απόφαση αποβάλλει την ισχύ της και παύει να αποτελεί δεδικασμένο (ΑΠ 1899/2005 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ»), ενώ ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια της απόφασης διατηρείται το δεδικασμένο της (ΕφΘεσ 2518/2000 Αρμ 2001.46, ΕφΘεσ 1287/1999 ΕπισκΕΔ 1999.1177). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κ.λπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το εφετείο. Το εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 2 και 3, 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναιρέσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται για ορισμένη παράβαση, αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν, επί του οποίου με την απόφασή του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνο ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (ΑΠ 137/2004 Δ 35.1171) και όχι ως προς την ουσία της διαφοράς (ΑΠ 1614/2008, ΑΠ 1397/2008, ΑΠ 806/2008, ΑΠ 548/2008 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ»), ούτε από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις από ό,τι η αναιρεθείσα, εφόσον επιδέχονται διαφορετική νομική λύση (ΑΠ  79/1998 Δ 29.660) και αν δεν εθίγησαν με την αναίρεση, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 1614/2008 ο.π., ΑΠ 129/2004 Δ 35.804). Επίλυση νομικών ζητημάτων δεν υπάρχει, εφόσον η αναιρετική απόφαση αναίρεσε την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη νόμιμης βάσης  κατ’ άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, όπως είναι η μη αιτιολόγηση και η ανεπάρκεια αιτιολογιών αυτής (ΑΠ 988/2006, ΑΠ 896/2006 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ»). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα, διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλΔ 41,51), ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1421/2002 ΧρΙΔ 2003. 145). Το εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως ως προϋποθέσεως του παραδεκτού της, θα επανεξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΝαυπλ 66/2008 ΕφΑΔ 2008.968). Τέλος, επί αναιρέσεως εφετειακής αποφάσεως στο σύνολο της α) οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση αυτής (αναιρεθείσας αποφάσεως) δεν λαμβάνονται υπόψη από το Εφετείο (ΑΠ 778/2004, ΑΠ 434/2009, ΑΠ 352/2004 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ), β) δεν λαμβάνεται υπόψη η ασκηθείσα με τις προτάσεις αυτές αντέφεση αν ανάγεται σε κεφάλαιο για το οποίο εχώρησε η αναίρεση (ΑΠ 1070/2008 ΕλΔνη 49.731, ΑΠ 1606/2007 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 107/1987 ΕλΔνη 20 294, ΕφΠειρ 1181/1995 ΕλΔνη 37.1414) και είναι επιτρεπτή από τον εφεσίβλητο η άσκηση αντεφέσεως, κατά τη συζήτηση της μετ` αναίρεση εφέσεως (ΑΠ 1606/2007), γ) είναι επιτρεπτή από τον εκκαλούντα η άσκηση πρόσθετων λόγων εφέσεως (ολ ΑΠ 27/2007 ) και δ) είναι επιτρεπτή από τον εναγόμενο ως εφεσίβλητο, μετά την αναίρεση, η πρόταση με τις προτάσεις του στη νέα συζήτηση της εφέσεως, νέων πραγματικών ισχυρισμών, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (ΑΠ 778/2009, ΑΠ 434/2009, ΑΠ 352/2004). Τέλος κατά το άρθρο 524 § 2ΚΠολΔ σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Η απόρριψη της έφεσης στην περίπτωση αυτή γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι κατά τύπους. Διότι παρότι οι λόγοι της εφέσεως στην πραγματικότητα δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα τους, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή απορρίπτονται, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα εκδόσεως αντίθετης αποφάσεως περί παραδοχής τους (βλ. ΑΠ 840/2004 ΕλΔ 45.1604, ΑΠ 507/1998 ΕΕργΔ 1999.548).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 23.01.2020 κλήση (γεν. αριθμ. καταθ. …./2020 και ειδικός …../2020) της εκκαλούσας- εφεσίβλητης εταιρίας με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» με το διακριτικό τίτλο «ΟΛΠ Α.Ε»,  εισάγονται προς περαιτέρω εκδίκαση οι: α) από 26.11.2007 (αρ.εκθ.κατ. …./27.11.2007) έφεση των εκκαλούντων- εφεσίβλητων  ….. και …….. και β) από 14.12.2007 (αρ.εκθ.κατ. ……/14.12.2007) έφεση της εκκαλούσας-εφεσίβλητης εταιρίας «ΟΛΠ Α.Ε» κατά της υπ’ αριθμό 5542/2007 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών επί της από 22.09.2006 (αρ.εκθ.κατ. …../2006) αγωγής των …… και ……….. κατά της «ΟΛΠ Α.Ε.», αντιμωλία των διαδίκων και δέχθηκε εν μέρει αυτήν ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά την κύρια βάση της, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμό 1447/2019 απόφασης του Αρείου Πάγου (Β2 Πολιτικού Τμήματος), με την οποία αναιρέθηκε στο σύνολό της η εκδοθείσα επί των ανωτέρω εφέσεων υπ’ αριθμό 806/2009 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού.

Από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. ……/28.01.2020 και …../29-01-2020 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά …….., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ως άνω από 23.01.2020 κλήσης της εκκαλούσας «ΟΛΠ Α.Ε.» με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση των ως άνω εφέσεων για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε με επιμέλειά της, νομίμως και εμπροθέσμως στους εκκαλούντες – ενάγοντες …… και .. .. Ωστόσο, οι τελευταίοι δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε εκ του οικείου πινακίου και κατά την σειρά της. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η από 26-11-2007 με αριθ.εκθ.κατ. …./2007 έφεση των εκκαλούντων- εναγόντων, να ορισθεί δε παράβολο για την περίπτωση που ασκήσουν αυτοί ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας (άρθ. 501,502,505παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

Όπως προκύπτει από την επισκόπησή της, η προαναφερθείσα αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της έφεσης της εκκαλούσας- εναγομένης «ΟΛΠ Α.Ε.», ως προϋπόθεσης του παραδεκτού αυτής, και συνεπώς πρέπει να επανεξετασθεί η εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση, κατά τα σχετικά προεκτεθέντα στην προηγούμενη μείζονα πρόταση, αφού το εμπρόθεσμο της κρινόμενης έφεσης δεν συνιστά χωριστό αντικείμενο δίκης, μεταβιβάζεται δε ως προς αυτό μετά την αναίρεση στο Εφετείο (ΕφΠειρ 658/1989 ΝοΒ 38.661). Η ως άνω κρινόμενη έφεση ασκήθηκε εμπροθέσμως και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 19,495, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πρέπει δε να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, ερήμην των εφεσίβλητων-εναγόντων, οι οποίοι, όπως προεκτέθηκε, κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παραστούν κατά την παρούσα δικάσιμο και δεν εμφανίστηκαν. Η διαδικασία, ωστόσο, θα προχωρήσει αν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρ. 524 παρ.4 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την από 22.9.2006 αγωγή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι ενάγοντες (ήδη εφεσίβλητοι) εξέθεσαν ότι δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης  εργασίας αορίστου χρόνου προσλήφθηκαν από την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα εταιρία με την ειδικότητα του λιμενεργάτη στις 1.2.1988 ο πρώτος και στις 12.9.1973 ο δεύτερος, ότι οι όροι εργασίας, οι αμοιβές, οι συνθήκες εργασίας και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών τους ως λιμενεργατών, ρυθμίζονται από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (από δε την 1-3-2004 ισχύει ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΛΠ ΑΕ) και ότι οι ειδικότεροι όροι εργασίας (αμοιβής) τους ρυθμίζονται με ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ε.σ.σ.ε), που υπογράφονται μεταξύ των εκπροσώπων της εναγομένης και της Ένωσης Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών ΟΛΠ. Ότι αυτοί ως λιμενεργάτες εκτελούν στο λιμάνι του Πειραιά κάθε λιμενεργατική δραστηριότητα που σχετίζεται με τη φορτοεκφόρτωση και διακίνηση φορτίων, εντός των πλοίων, επί της προκυμαίας, από και προς τους χώρους προσωρινής εναπόθεσης και αποθήκευσης, επί χερσαίων μεταφορικών μέσων, όπως επίσης και άλλες εργασίες εντός του λιμανιού, στις εργασίες δε αυτές, που παρουσιάζουν ιδιομορφίες, απασχολούνται εκ περιτροπής όλοι ο λιμενεργάτες, δηλαδή ορισμένες ημέρες στα χύδην φορτία, άλλες στις γερανογέφυρες, άλλες στην απόδοση και άλλες χωρίς απόδοση. Ότι η κύρια όμως απασχόλησή τους είναι στις γερανογέφυρες κατά ποσοστό 75-80%. Ότι, για να προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο που προκύπτει από την απόδοσή τους, αθροίζονται όλοι οι τόνοι που εκφορτώθηκαν από τον καθένα, πολλαπλασιάζονται επί το ημερομίσθιο το προβλεπόμενο από την εκάστοτε ισχύουσα ε.σ.σ.ε. (που προσδιορίζεται από το κατώτερο φορτίο που οφείλει να εκφορτώσει κάθε λιμενεργάτης επί το ποσό της αμοιβής του ανά τόνο) και διαιρείται δια του αριθμού ημερών εργασίας τους και έτσι ο τρόπος αμοιβής τους ποικίλλει, αφού αμείβονται είτε με απόδοση (όταν εργάζονται στις φορτοεκφορτώσεις χύδην φορτίων και λοιπών εν γένει εμπορευμάτων), είτε με συγκεκριμένο ποσό (τρία βασικά ημερομίσθια λιμενεργάτη και επί πλέον διορθωτικό ποσό από 1-1-2005, όταν εργάζονται στις γερανογέφυρες), είτε με το ασφαλιστικό ημερομίσθιο όταν βρίσκονται σε εργασιακή ετοιμότητα. Ότι, αφού προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο που είναι κυμαινόμενο, υπολογίζονται επί αυτού όλα τα επιδόματα, πλην όμως η εναγόμενη εταιρία, ενώ υπολόγιζε επί του διαμορφωμένου βασικού ημερομισθίου με την απόδοση όλα τα επιδόματα, περιλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών, εσφαλμένα τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας τα υπολόγιζε μόνο επί του ημερομισθίου βάσης των ε.σ.σ.ε, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού, των ε.σ.σ.ε και της εργατικής νομοθεσίας. Ακολούθως οι ενάγοντες παραθέτουν αυτούσιο το άρθρο 35 παρ. 1 εδ. β’ του Κανονισμού και τον καθοριζόμενο με αυτό τρόπο υπολογισμού των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας που δικαιούται κάθε μόνιμος εργάτης, (ήτοι επί το βασικό ημερομίσθιό της απασχόλησής του, ως τέτοιο λογιζόμενο εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης κατά το τελευταίο τρίμηνο προ της χορηγήσεως της άδειας) και εκθέτουν ότι ο Κανονισμός για τον υπολογισμό αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας δεν θεωρεί ως βασικό ημερομίσθιο το εκάστοτε προβλεπόμενο από τις ε.σ.σ.ε., αλλά εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης. Ότι, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 539/1945, όπως ισχύει, και του Ν.4504/1966 οι αποδοχές και το επίδομα αδείας προσδιορίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού, δηλαδή με το ημερομίσθιο και κάθε άλλη παροχή που καταβάλλεται τακτικά και σταθερά από τον εργοδότη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του. Με βάση τα ανωτέρω, παραθέτοντας αριθμητικά τις καταβληθείσες στον καθένα μηνιαίες αποδοχές, κατά τα αναφερόμενα επί μέρους χρονικά διαστήματα, διαιρούν αυτές (άθροισμα αποδοχών προηγουμένου τριμήνου) άλλοτε δια του αριθμού 3, άλλοτε δια του αντιστοιχούντος σε μήνες αριθμού που προκύπτει από τις ημέρες απασχόλησης του μισθωτού κατά το τελευταίο τρίμηνο (ο οποίος είναι δεκαδικός και μικρότερος του 3) και το προκύπτον πηλίκο διά του αριθμού 25 και εξευρίσκουν έτσι το μέσο όρο ημερησίων αποδοχών του τελευταίου τριμήνου. Καθόσον δε αφορά το επίδομα αδείας του τελευταίου 12μήνου, διαιρούν αυτές (άθροισμα αποδοχών 12μήνου) δια του αντιστοιχούντος σε μήνες αριθμού που προκύπτει από τις ημέρες απασχόλησης του μισθωτού κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο (ο οποίος είναι δεκαδικός και μικρότερος του 12) και το προκύπτον πηλίκο διά του αριθμού 25, και εξευρίσκουν έτσι το μέσο όρο ημερησίων αποδοχών του τελευταίου δωδεκαμήνου. Με βάση δε το πηλίκο αυτό πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμό των ημερών αδείας μετ’ αποδοχών που δικαιούται έκαστος των εναγόντων κατά τις οικείες ε.σ.σ.ε για την εύρεση των αποδοχών αδείας και επί 13 για την εύρεση του επιδόματος αδείας και μετά από αφαίρεση των ποσών που έλαβαν για τις αιτίες αυτές, ζήτησαν την επιδίκαση διαφορών αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας του χρονικού διαστήματος 2001-2005, ανερχομένων συνολικά στα ποσά των 29.680,27 ευρώ για τον πρώτο και 42.460,98 ευρώ για τον δεύτερο, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της πρώτης αγωγής τους, διαφορετικά από την επόμενη ημέρα επίδοσης της παρούσας αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επικουρικά ζήτησαν τα ως άνω χρηματικά ποσά να τους καταβληθούν κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού δέχθηκε ότι η ως άνω αγωγή, κατά την κύρια βάση της, είναι ορισμένη και νόμιμη, έκανε εν μέρει δεκτή αυτήν και ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει, για τις προαναφερθείσες αιτίες (διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας), στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 22.892,43 ευρώ και στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 32.075,23 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από το τέλος κάθε αντίστοιχου έτους για κάθε επιμέρους κονδύλιο. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εναγόμενη εταιρία, με την υπό κρίση έφεσή της, για τους αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί  στο σύνολό της η αγωγή.

ΙΙΙ. Από την διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 Ν. 1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στη σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (Ολ.ΑΠ 26/2007 ΕλλΔνη 2007.1010, ΑΠ 378/2012 ΔΕΕ 2013.399). Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά τη συσχέτιση Σ.Σ.Ε. ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντος της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την συσχέτιση περισσοτέρων Σ.Σ.Ε, αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 1876/1990). Κατά τη συσχέτιση, όμως, περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και Σ.Σ.Ε.), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο  και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς την ρύθμιση των παλαιοτέρων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 §§ 1, 2 και 2 §§ 1, 2 του Ν.Δ 3789/1957 (το οποίο δεν κατάργησαν οι Ν. 1876/1990 και 1767/1988, περιόρισαν, όμως, σημαντικά το πεδίο εφαρμογής του) προκύπτει, ότι οι Κανονισμοί Εργασίας, που καταρτίσθηκαν υπό την ισχύ του ως άνω Ν.Δ, με το οποίο το θέμα των Κανονισμών Εργασίας ρυθμίζεται με τρόπο ενιαίο για όλες τις επιχειρήσεις κλπ. ανεξάρτητα από τη νομική μορφή τους ή από το σε ποιόν ανήκουν (Δημόσιο, νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου κλπ., το δίκαιο δηλαδή που εισάγεται με αυτό είναι γενικό και αποκλειστικό για τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις κλπ. που υπάγονται στις διατάξεις του) έχουν κανονιστική νομική φύση, δηλαδή ισχύ ουσιαστικού (όχι, όμως, και τυπικού) νόμου και η θέσπισή τους αποτελεί άσκηση «νομοθετικής» εξουσίας από την πλευρά του εργοδότη που απορρέει από την εξουσιοδότηση του Ν.Δ 3789/1957. Σκοποί δε του ως άνω Ν.Δ, σύμφωνα και με την εισηγητική έκθεση του, είναι η εξασφάλιση δίκαιων όρων, ομοιομορφίας, ενιαίας κατεύθυνσης, δίκαιης πειθαρχικής εξουσίας και ίσης μεταχείρισης για τους μισθωτούς, οι σκοποί δε αυτοί μπορούν να επιτευχθούν μόνο με γενικές κανονιστικές διατάξεις, η ισχύς των οποίων δεν μπορεί να εξαρτάται από επιμέρους συμβατικούς ορισμούς. Οι αναγκαστικού δικαίου, όμως, διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου, διατάξεων Κανονισμών Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά την διαδικασία του Ν.Δ 3789/1957, ανεξάρτητα από την τυχόν πρόβλεψη παλαιοτέρων αυτού νόμων της δυνατότητας της κατ΄εξουσιοδότηση αυτών κατάρτισης τέτοιων κανονισμών. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας, εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντιστοίχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας (Ολ.ΑΠ 5/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων, πρέπει να αναφερθούν τ΄ακόλουθα : 1) Γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζομένους, τον κεντρικό κορμό και τον πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο Α.Ν. 539/1945 «περί χορηγήσεως κατ΄ έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ΄αποδοχών», όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις, που περιλαμβάνει, διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και, κατά συνέπεια, απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών. Με το άρθρο 3 παρ. Ι του ως άνω Α.Ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της άδειας ανάπαυσής του ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην «υπόχρεη» (με τον όρο αυτόν αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 1346/1983 ο αρχικός όρος «υποκείμενη») επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτήν καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου (όπως αυτή ισχύει μετά την απάλειψη φράσης με το άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 4547/1966) στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κλπ.). Επίσης κατά την παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου, για τον κατ’ αποκοπή ή κατ΄ άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι αποδοχές, τις οποίες δικαιούται κατά τη διάρκεια της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζόμενων των κατά μέσο όρο από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους ημερήσιων αποδοχών του επί τον αριθμόν των εργασίμων ημερών που περιλαμβάνονται στη χορηγηθείσα σ` αυτόν άδεια. Τέλος, κατά το άρθρο 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 «οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ` οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ` έτος “επιδόματος αδείας” ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ΄ αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθιω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβόμενους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού…». Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με-τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το Ν. 3248/1955 υπ` αριθ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης «περί προστασίας του ημερομισθίου», 2 της κυρωθείσας με το Ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ. 1 Ν. 435/1976, 1 παρ. 2 Ν. 1082/1980 και 2 των κατά καιρούς εκδοθεισών Υπουργικών Αποφάσεων «περί χορηγήσεως δώρων για τις εορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων», προκύπτει ότι ως «συνήθεις αποδοχές», με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται δε προς τις «τακτικές αποδοχές» που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και είναι ίσες με τις αποδοχές, που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές μεταξύ άλλων η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή ημερομισθίου. Ενόψει των ανωτέρω και δη της εννοίας των «τακτικών» ή «συνήθων» αποδοχών (που περιλαμβάνουν, όπως προαναφέρθηκε, τον συμβατικό ή νόμιμο μισθό ή ημερομίσθιο, καθώς και όλες γενικά τις ως άνω προσαυξήσεις, επιδόματα κ.λπ.), με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, για τον προσδιορισμό αυτών λαμβάνονται υπόψη, πέραν του βασικού μισθού ή ημερομισθίου, οι πρόσθετες ως άνω παροχές του χρονικού διαστήματος από τη λήψη της προηγουμένης αδείας (Ολ.ΑΠ 16/2011 ΕλλΔνη 2011.1329, ΑΠ 378/2012 ΔΕΕ 2013.399, Εφ.Αθ. 702/2008 ΕλλΔνη 2008.555). 2) Με την 45058/7/1971 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β` 579) εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι- εργασίας- και αμοιβής του εργατικού προσωπικού (μόνιμου και έκτακτου), που συνδέεται  με τον ΟΛΠ (και ήδη την εταιρεία Ο.Λ.Π. Α.Ε) πάντοτε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (άρθ. 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του Λιμένος Πειραιώς (άρθρο 1 παρ. 1). Ο Κανονισμός αυτός, καταρτισθείς και εγκριθείς υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία των άρθρων 1 και 2 του Ν.Δ 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, με την προαναφερθείσα έννοια, με αυτόν δε ορίζονται ειδικότερα τα εξής και δη σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας του ως άνω προσωπικού σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών, ενώ το εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών (ειδών) φορτοεκφορτωτικών εργασιών ορίζεται με τις οικείες Σ.Σ.Ε : (i) Σύμφωνα με το άρθ. 35 παρ. 1 οι αποδοχές αδείας (και κατ` επέκταση και το μαζί μ` αυτές καταβαλλόμενο επίδομα) ισούνται προς το γινόμενο των ημερών αδείας που δικαιούται κάθε μισθωτός επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησης του, όπως δε διευκρινίζεται στη συνέχεια ως «βασικό ημερομίσθιο» για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των (μονίμων) εργατών (με τον αυτό τρόπο υπολογίζονται οι αποδοχές αυτές και για τους εκτάκτους) λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από την χορήγηση της αδείας τρίμηνο (και προκειμένου για εργάτες, που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων, το βασικό ημερομίσθιο που καθορίζεται για τις εργασίες αυτές). Ως «επικρατέστερη απασχόληση» νοείται, κατά τη διάταξη αυτή, η  επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλαδή εκείνη η οποία είχε συνολικά την μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από τη λήψη της αδείας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών αδείας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω αποδόσεως (για τους εργαζομένους «επί αποδόσει») ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους  απασχολουμένους  στις γερανογέφυρες)ή λόγω  άλλων προβλεπομένων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτόν αποδοχές αδείας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό 25%. (ii) To ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ.) εργατών του ΟΛΠ, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών κλπ. αδείας, ορίζεται ειδικά στο άρθρο 23 παρ. 1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες ΕΣΣΕ) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησής τους κατά τις διακρίσεις του άρθρων 12 παρ. 1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 23 παρ. 1), είναι δε αυτές α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κλπ., β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαίθριων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με τη φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης, ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος απασχόλησης η «επί αποδόσει», αφού αυτή κατά το άρθρο 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς τον τίτλο «τρόπος διεξαγωγής της εργασίας», προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης. Η αμοιβή δε για την «επί αποδόσει» εργασία έχει προβλεφθεί (άρθ. 27) και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθ. 12 παρ. 1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του άρθ. 23 παρ. 1 (iii) Κατ΄άρθρο 30 παρ. 1 το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο», που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες, για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος λόγω έλλειψης εργασίας, είναι ίσο προς αυτό, που καταβάλλεται στους μονίμους εργάτες, που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του άρθρου 23 παρ. 1 εδ. β`, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί δηλαδή το «ασφαλιστικό» ημερομίσθιο το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλ΄αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις  κομιστικές εργασίες. Τέλος, με τα άρθρα τέταρτο παράγραφος 3 και πέμπτο εδ. ε΄ του Ν. 2668/1999, με τον οποίο το μέχρι τότε ΝΠΔΔ, με την επωνυμία Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς (που ιδρύθηκε με το Ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον Α.Ν. 1559/1950 κλπ.), μετετράπη σε ανώνυμη εταιρία, με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Ανώνυμη Εταιρία» (Ο.Λ.Π Α.Ε), ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς διατηρήθηκε, καταρχάς, σε ισχύ και μετά τη μετατροπή αυτή, ενώ με την 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών-Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β` 390/20-6-2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς στο πλαίσιο και κατ” εξουσιοδότηση των άρθρων τετάρτου, δωδεκάτου και δεκάτου τρίτου του ως άνω Ν. 2688/1999 Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της Ο.Λ.Π Α.Ε (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην ΕτΚ, άρθ. 83 αυτού) για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σ΄ αυτήν, σύμφωνα δε με αυτόν το προσωπικό της εν λόγω εταιρίας (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (άρθ. 5§§1α, 2, 4α), δικαιούται ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος αδείας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται δηλαδή παραπομπή και στον Α.Ν. 539/1945), σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ΕΓΣΣΕ, τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στην εταιρία αυτή και τις διατάξεις του ως άνω Κανονισμού (Ολ.ΑΠ 5/2011 ό.π., ΑΠ415/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 416/2017, ΑΠ 417/2017, ΑΠ 1171/2014,ΑΠ 1172/2014,ΑΠ 1173/2014, δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου).

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, όμως, και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην ως άνω νομική σκέψη, η υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη ως προς το αιτούμενο από τους ενάγοντες  (πρώτο) κονδύλιο των διαφορών αποδοχών αδείας, διότι αυτοί, κατά τον προσδιορισμό του εν λόγω κονδυλίου, ζητούν μη νομίμως την επιλεκτική εφαρμογή και της ρύθμισης του άρθρου 3 του Α.Ν. 539/1945 και της διάταξης του άρθρου 35 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, δηλαδή υπολογίζουν τις αποδοχές αδείας, που ισχυρίζονται ότι τους οφείλονται, με βάση τις πλήρεις αποδοχές τους (ήτοι τις αποδοχές τις προκύπτουσες από την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου αμοιβή απόδοσης), αλλά μόνο του τελευταίου τριμήνου πριν από τη λήψη της αδείας και όχι του τελευταίου δωδεκαμήνου, προβαίνοντας έτσι, κατά τη σύγκριση των αποδοχών αδείας ως μίας ενότητας, σε ανεπίτρεπτη επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή (ήτοι από τη γενική εργατική νομοθεσία και συγκεκριμένα από τη διάταξη του άρθρου 3 του Α.Ν. 539/1945) και άλλου τμήματος αποδοχών από διαφορετική πηγή (ήτοι από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και συγκεκριμένα από τη διάταξη του άρθρου 35 αυτού). Σύμφωνα, όμως, με τα εκτιθέμενα στην ως άνω νομική σκέψη, για την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά τη συσχέτιση, μεταξύ τους, περισσότερων πηγών (ως ρυθμιστικών παραγόντων της εργασιακής σχέσης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (και, στην προκείμενη περίπτωση, η διάταξη του άρθρου 3 του Α.Ν. 539/1945, ως αναγκαστικού δικαίου διάταξη της κοινής εργατικής νομοθεσίας, είναι ανώτερης βαθμίδας, σε σχέση με την έχουσα ισχύ ουσιαστικού νόμου διάταξη του άρθρου 35 του  Κανονισμού  Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς), οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών.

Μη νόμιμη κρίνεται η αγωγή και ως προς το αιτούμενο από τους ενάγοντες (δεύτερο) κονδύλιο των διαφορών του επιδόματος αδείας, γιατί, ναι μεν ζητούν να υπολογισθεί αυτό μόνο με βάση τις διατάξεις τις γενικής εργατικής νομοθεσίας (αρθρ. 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, 3 του Α.Ν. 539/1945 και 1 παρ. 3 Ν. 4547/1966),  όμως, τα ποσά, που αναφέρονται στην αγωγή ως μηνιαίες αποδοχές του τελευταίου δωδεκαμήνου πριν τη λήψη της ετήσιας άδειας, και με βάση τα οποία γίνεται ο υπολογισμός του εν λόγω επιδόματος, δεν εμπίπτουν στο σύνολό τους στην ως άνω εκτεθείσα έννοια των τακτικών-συνήθων αποδοχών,  καθόσον περιέχουν, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, και έκτακτες αποδοχές, ενόψει του ότι πρόκειται για μισθωτούς αμειβόμενους με κυμαινόμενο ημερομίσθιο αφενός και αφετέρου ο ρηθείς Κανονισμός προβλέπει, για την ΄΄επί αποδόσει’’ και ‘’επί ημερομισθίω΄΄ αμοιβή, και έκτακτες αμοιβές, για δε το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο» προβλέπει, επίσης, και βασικό ημερομίσθιο για την περίπτωση ματαιώσεως προγραμματισθείσας εργασίας (ουδόλως διευκρινίζουν οι ενάγοντες εάν οι αναφερόμενες στην αγωγή αμοιβές τους, επί των οποίων υπολογίζουν το ένδικο επίδομα, είναι τακτικές-συνήθεις υπό την ανωτέρω έννοια, δηλαδή ότι καταβάλλονται σταθερά κάθε μήνα). Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα εάν, προκειμένου περί τακτικών-συνήθων αποδοχών, αυτές διαφέρουν μόνο κατά ποσό από μήνα σε μήνα, ώστε να χωρήσει επ` αυτών η εξεύρεση του μέσου όρου από τη λήξη της άδειας του προηγούμενου έτους μέχρι την έναρξη της νέας άδειας. Έτσι, δηλαδή, όπως οι αιτούμενες από τους ενάγοντες αξιώσεις των διαφορών επιδόματος αδείας είναι υπολογισμένες, σύμφωνα με την εργατική μεν νομοθεσία αλλά με βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προκύπτει “από την απόδοση” και την “επικρατέστερη απασχόληση”, κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό, προβαίνουν οι ενάγοντες σε σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών (και του Κανονισμού και της εργατικής νομοθεσίας), το οποίο είναι ανεπίτρεπτο, όπως προεκτέθηκε. Επιπροσθέτως, η αγωγή είναι απορριπτέα και για τον περαιτέρω λόγο ότι, προκειμένου να ανευρεθεί η εφαρμοστέα ευνοϊκότερη για τους εργαζομένους ρύθμιση, ενόψει του ότι πρόκειται περί μισθωτών αμοιβομένων με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, πρέπει πρώτα να ανευρεθούν οι ρυθμιζόμενες από τις δύο προαναφερόμενες πηγές αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας και μετά να γίνει μεταξύ τους σύγκριση, ώστε να κριθεί ποια είναι η ευνοϊκότερη ρύθμιση. Δηλαδή, πρέπει πρώτα να παραθέσουν οι ενάγοντες στην αγωγή τους, αφενός τα ποσά, που θα προέκυπταν από τις επιταγές του άρθρου 35 του ρηθέντος Κανονισμού, ήτοι να παραθέσουν τις αξιώσεις τους με βάση το “βασικό ημερομίσθιο, λογιζομένου ως τέτοιου εκείνου της “επικρατέστερης απασχόλησης αυτών” κατά το τελευταίο προ της χορήγησης της αδείας τρίμηνο, κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό και τις ισχύουσες κατά το ένδικο διάστημα ΕΣΣΕ, προσαυξανόμενο κατά 25% και πολλαπλασιαζόμενο επί 13, αφετέρου δε να παραθέσουν τα ποσά, που θα προέκυπταν από τις επιταγές της εργατικής νομοθεσίας (υπολογιζόμενα με βάση τις τακτικές αποδοχές τους, υπό την έννοια που προεκτέθηκε στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο) και αντιπαραβάλλοντας αυτά μεταξύ τους να ανευρεθεί η ευνοϊκότερη για τους εργαζομένους ρύθμιση, που θα ήταν και η εφαρμοστέα (ΑΠ 415/2017, ΑΠ 416/2017, ΑΠ 417/2017, ο.π, Εφ.Πειρ.738/2017,αδημ.,Εφ.Πειρ.278,279,280,283,284,286,312,355,356/2016,Εφ.Πειρ.683/201, Εφ.Πειρ. 628/2014, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ).

Τέλος, ως προς την, δικονομικά επικουρικά σωρευόμενη, αγωγική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αυτή πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως αόριστη, αφού δεν γίνεται από τους ενάγοντες ούτε απλή επίκληση της ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων εργασίας τους, δεδομένου ότι, αν η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση εργασίας, πρέπει, για την πληρότητα της επικουρικής αυτής βάσης, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας (Ολ.ΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 2003.1261, ΑΠ 43/2017, ΑΠ 438/2017, ΑΠ 1414/2015, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙV.Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, ήτοι δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη, νόμιμη και εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή η από14-12-2007 και με αρ. εκθ. κατάθεσης  …../2007 έφεση της εναγομένης εταιρίας με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε» ως και κατ΄ουσία βάσιμη, κατά το λόγο της περί κακής εφαρμογής του νόμου, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί κατ΄ουσίαν και να απορριφθεί η αγωγή, ως μη νόμιμη στο σύνολό της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων, διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).

V.Από τις διατάξεις του άρθρου 579 παρ. 2ΚΠολΔ προκύπτει, ότι αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την αναιρεθείσα απόφαση, αν δε αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης αυτής, ο Άρειος Πάγος, εφόσον υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του ως την παραμονή της συζήτησης, διατάζει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Αν η εκτέλεση είχε γίνει με βάση την αναιρεθείσα απόφαση του εφετείου και το αίτημα επαναφοράς δεν υποβλήθηκε στον Άρειο Πάγο, μπορεί να υποβληθεί στο εφετείο, στο οποίο παραπέμφθηκε μετ` αναίρεση η υπόθεση (ΑΠ 134/2020, 1298/10, ΑΠ 138/1985Τρ.Ν.Πλ. ΝΟΜΟΣ). Το δικαίωμα του διαδίκου να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρισκόταν, πριν εκτελεστεί η απόφαση, που αναιρέθηκε, στην περίπτωση του άρθρου 579 παρ. 2 ΚΠολΔ, έχει ως μόνο γενεσιουργό λόγο την αναίρεση της αποφάσεως που εκτελέστηκε και δεν στηρίζεται σε άλλη αιτία, όπως ο αδικαιολόγητος πλουτισμός του αντιδίκου του (ΑΠ 1175/2017), ενώ εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 579 και 581 παρ. 3ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι με την αίτηση επαναφοράς ζητείται η απόδοση των καταβληθέντων σε εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε από τον αναιρεσείοντα προς τον αναιρεσίβλητο χρηματικών ποσών του κεφαλαίου των τόκων και των δικαστικών εξόδων και η επί του αθροίσματος αυτών καταβολή νόμιμων τόκων, οι οποίοι οφείλονται μόνο από την επίδοση της αναιρετικής απόφασης, γιατί από το χρόνο της επίδοσης αυτής καθίσταται υπερήμερος ο αναιρεσίβλητος, κατά το άρθρο 340 ΑΚ (Ολ.ΑΠ 5/2001). Τα παραπάνω εφαρμόζονται και στην περίπτωση εκουσίας ή αναγκαστικής εκτελέσεως της πρωτόδικης αποφάσεως, η οποία, με την επικύρωσή της από το Εφετείο, θεωρείται ότι ενσωματώθηκε στην αναιρουμένη απόφαση (Ολ.ΑΠ 11/2007, 134/2020, 22/2006, ΑΠ 591/2015). Όμως, ο αναιρεσείων δεν έχει δικαίωμα να αξιώσει με την αίτηση του τα καταβληθέντα έξοδα της έκδοσης απογράφου και αντιγράφου της προς εκτέλεση αποφάσεως καθώς και της σύνταξης επιταγής για εκτέλεση, διότι, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, επιτρέπεται η απόδοση μόνο εκείνων που η παροχή τους διατάχτηκε με την ίδια την αναιρεθείσα απόφαση και όχι άρα, και των εξόδων της αναγκαστικής ή της εκούσιας εκτέλεσης που οφείλονται με βάση το νόμο (ΑΠ 8/2008).

Στην προκείμενη περίπτωση, η εκκαλούσα με τις προτάσεις της, τις οποίες κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ζητεί την επιστροφή των 25,221,33 ευρώ και 42.777,28 ευρώ, τα οποία κατέβαλε στις 3-3-2010 και 8-3-2010 προς τους εφεσίβλητους, αντίστοιχα, σε εκτέλεση της απόφασης με αριθμό 806/30-10-2009 του Δικαστηρίου τούτου,  αναιρεθείσας με την υπ΄αριθμ. 1447/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, συμμορφούμενη εκουσίως προς την αναιρεθείσα απόφαση. Την εν λόγω επιστροφή ζητεί με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής, άλλως από την επομένη της συζήτησης της αίτησης αναίρεσης, άλλως από της εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, άλλως από την επομένη της επιδόσεως αυτής προς τους εφεσίβλητους. Το αίτημα επαναφοράς είναι νόμιμο, στηριζόμενο στη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 3 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 2 του ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος καταβολής των εξόδων της εκτελεστικής διαδικασίας (για τέλη απογράφου, για φωτοαντίγραφο και χαρτοσήμανση επιταγής, για αμοιβή για σύνταξη παραγγελίας, για αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς πληρωμή, για φωτοαντίγραφο και χαρτοσήμανση επιταγής και για έξοδα επίδοσης της επιταγής),ανερχόμενα για μεν τον πρώτο εφεσίβλητο σε 852,57 ευρώ, για δε τον δεύτερο εφεσίβλητο σε 1.069,92 ευρώ, το οποίο είναι μη νόμιμο, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην παραπάνω σκέψη, διότι τα έξοδα αυτά οφείλονται με βάση το νόμο και του αιτήματος καταβολής τόκων, το οποίο είναι νόμιμο μόνο για το διάστημα από την επίδοση της παρούσας απόφασης στους εφεσίβλητους και όχι για προγενέστερο χρόνο, καθότι μόνο από την επίδοση αυτής, καθίστανται υπερήμεροι (άρθρ. 340 του ΑΚ) για την επιστροφή των καταβληθέντων σε αυτούς ποσών. Σημειώνεται, ότι αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση είχε υποβάλλει η εκκαλούσα και ενώπιον του Αρείου Πάγου, κατά την αναιρετική διαδικασία, και είχε απορριφθεί με την ως άνω υπ΄αριθμ. 1447/2019 απόφαση ως ουσιαστικά αβάσιμο. Από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την εκκαλούσα έγγραφα προκύπτει ότι η τελευταία, σε εκούσια συμμόρφωση προς την αναιρεθείσα υπ΄αριθμ. 806/2009 του Δικαστηρίου τούτου και σε εκτέλεση των με αριθμ. 59 και 60/17.2.2010 σχετικών αποφάσεων του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της, προέβη στην έκδοση από την αρμόδια υπηρεσία των με αριθμ. …. και …./22.2.2010 εντολών πληρωμής συνολικού ποσού 25.221,33 και 42.777,26 ευρώ (καθαρά) αντίστοιχα για κεφάλαιο, πλέον τόκων, δικαστικής δαπάνης και εξόδων εκτελεστικής διαδικασίας που επιδικάσθηκαν με την προαναφερόμενη απόφαση και στη συνέχεια, στις 3-3—2010 και στις 8-3-2010 προέβη στην έκδοση των υπ΄ αριθμ….. και ……. δίγραμμων τραπεζικών επιταγών ποσού 25.221,33 και 42.777,26 ευρώ σε διαταγή των εφεσίβλητων, αντίστοιχα, πληρωτέων σε χρέωση τραπεζικού λογαριασμού της στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, οι οποίες παραδόθηκαν στους εφεσίβλητους (βλ. από 3-3-2010 και 8-3-2010 πινάκια παράδοσης των επιταγών που φέρουν την υπογραφή των εφεσίβλητων). Οι ανωτέρω επιταγές, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο αντίγραφο της κίνησης μηνός Μαρτίου του με αριθμό …… τραπεζικού λογαριασμού της εκκαλούσας εταιρίας, από τον οποίο είχαν συρθεί οι πιο πάνω τραπεζικές επιταγές, εξοφλήθηκαν στις 3-3-2010 και 8-3-2010 αντίστοιχα. Συνεπώς, εφόσον, προαποδεικνύεται η καταβολή των χρηματικών ποσών, που αντιστοιχούν στο επιδικασθέν σε καθένα από τους εφεσίβλητους κεφάλαιο με τους επ΄αυτού δικονομικούς τόκους και στη δικαστική δαπάνη, πρέπει να υποχρεωθούν αυτοί να αποδώσουν στην εκκαλούσα, ο μεν πρώτος το ποσό των (25.221,33- 852,57 ) 24.368,76 ευρώ, ο δε δεύτερος το ποσό των (42.777,26-1.069,92 ) 41.707,34 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει: α) την από 26.11.2007 (αρ.εκθ.κατ. …/27.11.2007) έφεση των εκκαλούντων- εφεσίβλητων  ……. και …… και β) την από 14.12.2007 (αρ.εκθ.κατ. …/14.12.2007) έφεση της εκκαλούσας-εφεσίβλητης εταιρίας «ΟΛΠ Α.Ε», ερήμην των εκκαλούντων- εφεσίβλητων .. …. και ………. .

Απορρίπτει την από 26-11-2007 (αρ.εκθ.κατ. …/27.11.2007) έφεση.

Ορίζει το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας σε εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

Δέχεται τυπικά  και κατ΄ουσίαν την από 14-12-2007(αρ.εκθ.κατ. …./14.12.2007) έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’αρ. 5542/2007 οριστική απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 22-9-2006  και με αρ. εκθ. καταθ. …../22.9.006 αγωγής.

Απορρίπτει την αγωγή.

Διατάσσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.

Υποχρεώνει τους εφεσίβλητους να αποδώσουν στην εκκαλούσα εταιρία, ο μεν πρώτος …….. το ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (24.368,76€ ), ο δε δεύτερος … …….. το ποσό των σαράντα μίας χιλιάδων επτακοσίων επτά ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (41.707,34€), αμφότερα με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας απόφασης.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 26η Νοεμβρίου 2020  και δημοσιεύθηκε την 1η Δεκεμβρίου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της καλούσας- εφεσίβλητης- εκκαλούσας   

Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ