Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 210/2021

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩN

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός   210/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Μαρία Κωττάκη, Προεδρεύουσα Εφέτη, κωλυομένων των Προέδρων Εφετών, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα T.Λ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Ιουλίου 2020, στον Πειραιά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α) ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρίας ……….η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου Δικηγόρο της Αντωνίου Κουτσοφιού, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Δικηγόρο του Βαϊτσα Διαλεκτού.

Β) ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Δικηγόρο του Βαϊτσα Διαλεκτού.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρίας ……….., η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου της Αντωνίου Κουτσοφιού, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών στην υπό στοιχείο Β΄ έφεση – εφεσίβλητος στην υπό στοιχείο Α΄ έφεση άσκησε, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τμήματος ναυτικών διαφορών), την από 3-9-2018, με Γ.Α.Κ. …../2018 και Ε.Α.Κ. …../3.9.2018 αγωγή, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 3411/08-10-2019 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 19/02/2019, κατά την τακτική διαδικασία, έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: Α) Η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, με την από 21-10-2019 έφεσή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, στις 22-10-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 22-10-2019, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Β) Ο ενάγων και ήδη εκκαλών της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης, με την από 03-02-2020 έφεσή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, στις 04-02-2020 με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ …./2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, στις 04-02-2020, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/2020. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίστηκε για την μεν υπό στοιχείο Α΄ έφεση αρχικά η 05-12-2019, μετ’ αναβολή η 06-02-2020, οπότε, εν συνεχεία, ανεβλήθη για την 07η-05-2020, για τη δε υπό στοιχείο Β΄ έφεση η 07η-05-2020, οπότε η συζήτηση αμφοτέρων των εφέσεων, κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο, ματαιώθηκε λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων από 13-3-2020 έως 31-5-2020.

΄Ηδη, με τη με αριθ. 56/2020 πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά Προέδρου Εφετών Δήμητρας Τσουτσάνη, λόγω της ματαίωσης της συζήτησης των ως άνω εφέσεων, στις 07/05/2020, κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων (από 13-03-2020 έως 31-05-2020), ορίστηκε αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 104/30-05-2020), σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. 37/14-05-2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, δικάσιμος προς συζήτηση αυτών, αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας στην υπό στοιχείο Α΄ έφεση – εφεσίβλητης στην υπό στοιχείο Β΄ έφεση, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσιβλήτου στην υπό στοιχείο Α΄ έφεση – εκκαλούντος στην υπό στοιχείο Β΄ έφεση, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προς συζήτηση: Α) η από 21-10-2019 έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, στις 22-10-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 22-10-2019, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/2019 και Β) η από 03-02-2020 έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, στις 04-02-2020 με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ .…/2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, στις 04-02-2020, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2020, οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της με αριθμ. 3411/08-10-2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τμήματος ναυτικών διαφορών), η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 19-02-2019, κατά την τακτική διαδικασία. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίστηκε για την μεν υπό στοιχείο Α΄ έφεση αρχικά η 05-12-2019, μετ’ αναβολή η 06-02-2020, οπότε, εν συνεχεία, ανεβλήθη για την 07-05-2020, για τη δε υπό στοιχείο Β΄ έφεση η 07-05-2020, οπότε η συζήτηση αμφοτέρων των εφέσεων, κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο, ματαιώθηκε λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων από 13-3-2020 έως 31-5-2020. Με τη με αριθ. 56/2020 πράξη δε της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Προέδρου Εφετών Δήμητρας Τσουτσάνη, λόγω της ματαίωσης της συζήτησης των ως άνω εφέσεων, στις 07/05/2020, κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων (από 13-03-2020 έως 31-05-2020), ορίστηκε αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 104/30-05-2020), σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. 37/14-05-2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, δικάσιμος προς συζήτηση αυτών, αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Οι ως άνω εφέσεις πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

Α) Η υπό στοιχείο Α΄ από 21-10-2019 έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, στις 22-10-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 22-10-2019, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, κατά της με αριθμ. 3411/08-10-2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τμήματος ναυτικών διαφορών), η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 19-02-2019, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2 , 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως η τελευταία διάταξη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 -άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015- και 520 ΚΠολΔ, εφόσον από το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, δεν παρήλθε δε διετία από τη δημοσίευση αυτής, στις 08-10-2019, μέχρι την κατάθεση της έφεσης αυτής, στις 22-10-2019, στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατόν πενήντα (150) ευρώ για την άσκηση αυτής [βλ. άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 -Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 -άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και μετά την τροποποίηση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (άρθρο 45 του Ν. 4446/2016)], η υπό στοιχείο Α΄ έφεση, η οποία παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά τα άρθρα 19 ΚΠολΔ και 51 παρ. 6 στοιχ. α΄ του Ν. 2172/1993, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζομένη, όπως προαναφέρθηκε, με την υπό στοιχείο Β΄ έφεση.

Β) Η υπό στοιχείο Β΄ από 03-02-2020 έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, στις 04-02-2020 με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ …./2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, στις 04-02-2020, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2020, κατά της με αριθμ. 3411/08-10-2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τμήματος ναυτικών διαφορών), η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 19-02-2019, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2 , 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως η τελευταία διάταξη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 -άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015- και 520 ΚΠολΔ, εφόσον από το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, δεν παρήλθε δε διετία από τη δημοσίευση αυτής, στις 08-10-2019, μέχρι την κατάθεση της έφεσης αυτής, στις 04-02-2020, στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατόν πενήντα (150) ευρώ για την άσκηση αυτής [βλ. άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 -Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 -άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και μετά την τροποποίηση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (άρθρο 45 του Ν. 4446/2016)], η υπό στοιχείο Β΄ έφεση, η οποία παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά τα άρθρα 19 ΚΠολΔ και 51 παρ. 6 στοιχ. α΄ του Ν. 2172/1993, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζομένη, όπως προαναφέρθηκε, με την υπό στοιχείο Α΄ έφεση.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (Ν. 3816/1959) προκύπτει ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι, ώστε, όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνον εφοπλισμό (ΑΠ 689/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 776/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 5/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1549/2006 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 638/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΤριμΕφΠειρ 636/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΤριμΕφΠειρ 436/2018 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 437/2018 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 479/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 110/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 259/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 114/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 37/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 82/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 1109/2003 Δημ. Νόμος, Α. Αντάπασης – Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2020, σελ. 365 επ., 393 επ.). Επομένως, δεν είναι κατά νόμο δυνατή η σύγχρονη επί του ιδίου πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή. Ειδικότερα, κατά την έννοια των άρθρων 105 και 106 του Κ.Ι.Ν.Δ., εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο, που ανήκει κατά κυριότητα σε άλλον. Ως εκμετάλλευση, η οποία, πάντως, δεν ταυτίζεται με τη διαχείριση του πλοίου, νοείται η διενέργεια ναυτιλιακών εργασιών (όπως μεταφορά προσώπων και πραγμάτων, αλιεία, ρυμούλκηση), με σκοπό το κέρδος, ενώ στοιχεία αυτής (εκμετάλλευσης) είναι η ναυτική διεύθυνση του πλοίου από τον εφοπλιστή (ΤριμΕφΠειρ 436/2018 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 437/2018 ό.π., ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2012.39, ΕφΠειρ 672/2010 Δημ. Νόμος). Η εκμετάλλευση μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση, εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κλπ), είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική, πάντως προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση ν’ ασκεί και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση, που συγκροτεί το πλοίο, και, εκτός από την απόλαυση των κερδών, επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (ΑΠ 776/2010 ό.π., ΑΠ 5/2009 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 436/2018 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 437/2018 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 479/2015 ό.π., ΕφΠειρ 82/2006 ό.π.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 105 του Κ.Ι.Ν.Δ. «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Εκ της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού, που γίνεται στο λιμάνι νηολογήσεως του πλοίου από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου, αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, εν ελλείψει της οποίας (δηλώσεως) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι’ ίδιον λογαριασμό είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί να αποδειχθεί ότι ο τρίτος, που δεν αναγγέλθηκε στην ανωτέρω λιμενική αρχή, είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι οι εφοπλιστής (ΑΠ 689/2013 ό.π., ΑΠ 776/2010 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 437/2018 ό.π., ΕφΠειρ 82/2006 ό.π., Α. Αντάπαση – Λ. Αθανασίου, ό.π. σελ. 401 επ.), είναι δε ζήτημα πραγματικό σε κάθε περίπτωση, ποιος πραγματικά έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλ. ο κύριος αυτού ή τρίτος, οπότε υφίσταται εφοπλισμός (ΑΠ 776/2010 ό.π.). Κατά το άρθρο 107 του ΚΙΝΔ, ναύλωση γενικά είναι η σύμβαση, που έχει ως αντικείμενο τη χρησιμοποίηση πλοίου με αντάλλαγμα για θαλάσσιες μεταφορές. Η ναύλωση ρυθμίζεται ενιαίως στον έκτο τίτλο του ΚΙΝΔ (άρθρα 107 έως 189), ως μία μορφή αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, αλλά γίνεται διάκριση αυτής σε τρεις ειδικότερες μορφές: α) στη ναύλωση, με αντικείμενο τη χρησιμοποίηση του πλοίου εν όλω (ολική ναύλωση) ή εν μέρει (μερική ναύλωση), προς το σκοπό ενέργειας θαλάσσιας μεταφοράς (stricto sensu ναύλωση), β) στη ναύλωση, στην οποία η παροχή του εκναυλωτή συνίσταται στη δια θαλάσσης μεταφορά πραγμάτων χωρίς προσδιορισμό χώρου εναπόθεσης αυτών και γ) στη σύμβαση μεταφοράς δια θαλάσσης επιβατών (ΑΠ 1958/2014 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΕφΠειρ 53/2012 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, η διεθνής μεταφορά επιβατών διέπεται στην Ελλάδα από τη Διεθνή Σύμβαση των Αθηνών της 13ης Δεκεμβρίου 1974 «σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους», όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της 19ης Δεκεμβρίου 1976 και το Πρωτόκολλο της 1ης Νοεμβρίου 2002, που κυρώθηκαν με τους Ν. 1922/1991 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 15/15.2.1991) και 4195/2013 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 211/10-10-2013) αντίστοιχα, καθώς και από τον Κανονισμό (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων, που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος», ο οποίος, με βάση το άρθρο 2, ισχύει από την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, ήτοι από την 29-5-2009. Ειδικότερα, ο παραπάνω Κανονισμός θεσπίζει -μεταξύ άλλων- το ενωσιακό καθεστώς σχετικά με την ευθύνη και την ασφάλιση για τις θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, όπως ορίζουν οι συναφείς διατάξεις: α) της Σύμβασης Αθηνών του 1974, σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, όπως τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο του 2002 και β) των επιφυλάξεων και των κατευθυντήριων γραμμών του ΙΜΟ για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών, που υιοθέτησε η νομική επιτροπή του ΙΜΟ στις 19 Οκτωβρίου 2006 (άρθρο 1 παρ. 1) (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π., Α. Αντάπασης – Λ. Αθανασίου, ό.π., σελ. 766 επ.). Ο Κανονισμός και η με αυτόν διαμορφούμενη Σύμβαση των Αθηνών (εφεξής «Σύμβαση των Αθηνών 2002») εφαρμόζεται -μεταξύ άλλων- σε οποιαδήποτε διεθνή μεταφορά, κατά την έννοια του άρθρου 1 της ως άνω Συμβάσεως, δηλαδή σε κάθε μεταφορά, της οποίας, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς, ο τόπος αναχώρησης και ο τόπος προορισμού βρίσκονται σε δύο διαφορετικά κράτη ή σε ένα μόνο κράτος, εάν, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς ή το προγραμματισμένο δρομολόγιο, υπάρχει ενδιάμεσο λιμάνι προσέγγισης σε άλλο κράτος, εφόσον: α) το πλοίο φέρει σημαία κράτους μέλους ή είναι νηολογημένο σε κράτος μέλος ή β) η σύμβαση μεταφοράς έχει συναφθεί σε κράτος μέλος ή γ) ο τόπος αναχώρησης ή προορισμού, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς βρίσκεται σε κράτος μέλος. Κατά ρητή πρόβλεψη του Κανονισμού, το καθεστώς ευθύνης ως προς τους επιβάτες, τις αποσκευές τους και τα οχήματά τους διέπεται από τον Κανονισμό, καθώς και από τα άρθρα 1 και 1α, 2 παράγρ. 2, 3 έως 16, 18, 20 και 21 της Σύμβασης, που παρατίθενται στο παράρτημα Ι και τις διατάξεις των κατευθυντηρίων γραμμών του ΙΜΟ, που παρατίθενται στο παράρτημα ΙΙ (άρθρο 3 παρ. 1) (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π., Α. Αντάπασης – Λ. Αθανασίου, ό.π., σελ. 766). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. α΄ της άνω Σύμβασης, ως «μεταφορέας» ορίζεται το πρόσωπο, το οποίο έχει συνάψει σύμβαση μεταφοράς ή για λογαριασμό του οποίου έχει συναφθεί η σύμβαση μεταφοράς, ανεξαρτήτως του εάν η μεταφορά εκτελείται όντως από το πρόσωπο αυτό ή από πρόσωπο, που ενεργεί για λογαριασμό του. ΄Εκδηλο είναι ότι ο παραπάνω εννοιολογικός προσδιορισμός υπαινίσσεται το συμβατικό μεταφορέα. Συνεπώς, συμβατικός μεταφορέας είναι το πρόσωπο, που καταρτίζει στο όνομά του τη σύμβαση μεταφοράς με τον επιβάτη, χωρίς απαραιτήτως να εκτελεί και ο ίδιος τη μεταφορά. Συνακόλουθα, κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του συμβατικού μεταφορέα αποτελεί η κατάρτιση της σύμβασης με τον επιβάτη. Αντίθετα, η ενδεχόμενη εκτέλεση της μεταφοράς από αυτόν δεν αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της έννοιάς του. Από τη διατύπωση της παραπάνω διάταξης συνάγεται ότι για την κατάρτιση της σύμβασης χωρεί και αντιπροσώπευση του συμβατικού μεταφορέα. Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. β΄ της Σύμβασης ορίζονται τα εξής: «Πρόσωπο, το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα» σημαίνει το διαφορετικό από το μεταφορέα πρόσωπο, που είναι ο πλοιοκτήτης, ο ναυλωτής ή διαχειριστής ενός πλοίου και το οποίο εκτελεί όντως όλη τη μεταφορά ή μέρος της. Ο όρος «performing carrier», τον οποίο χρησιμοποιεί το αυθεντικό αγγλικό κείμενο της Σύμβασης, στο οποίο στηρίχθηκε η ελληνική μετάφραση, αποδίδεται περιφραστικά ως «πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα». Με βάση τα παραπάνω, δύναται να οριστεί ως «πραγματικός μεταφορέας» το διαφορετικό από το συμβατικό μεταφορέα πρόσωπο, που είναι ο πλοιοκτήτης, ναυλωτής ή διαχειριστής ενός πλοίου και το οποίο εκτελεί το σύνολο ή μέρος της μεταφοράς για λογαριασμό του συμβατικού μεταφορέα. Συνεπώς, αυτό εκτελεί τη μεταφορά, που συμφώνησε ο συμβατικός μεταφορέας με τον επιβάτη, η οποία (συμβατική μεταφορά) αποδεικνύεται με την έκδοση του εισιτηρίου. ΄Ετσι, καθοριστικό στοιχείο της έννοιας του πραγματικού μεταφορέα αποτελεί το πραγματικό γεγονός της εκτέλεσης της μεταφοράς, ενώ δεν αποκλείεται ο συμβατικός μεταφορέας να φέρει και την ιδιότητα του πραγματικού μεταφορέα, στο μέτρο, που αυτός εκτελεί πράγματι τη μεταφορά, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 2 παρ. 1 περ. γ΄ του Πρωτοκόλλου 2002 (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π.). Εξάλλου, ο όρος «πλοιοκτήτης», που περιλαμβάνεται μεταξύ των προσώπων, που αναφέρονται στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. β΄ της άνω Σύμβασης, αποτελεί απόδοση του όρου «owner of a ship», που χρησιμοποιείται στο αγγλικό αυθεντικό κείμενο αυτής (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π., Ε. Γκολογκίνα – Οικονόμου, Αστική Ευθύνη στη Διεθνή Θαλάσσια Μεταφορά Επιβατών και Αποσκευών, έκδ. 2007, σελ. 66 έως 73). Ο όρος δε «ναυλωτής», που περιλαμβάνεται μεταξύ των προσώπων, που αναφέρονται στην παραπάνω αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. β΄ της άνω Σύμβασης, αποτελεί απόδοση του όρου «charterer», ο οποίος χρησιμοποιείται στο αγγλικό αυθεντικό κείμενο αυτής και κατονομάζεται χωρίς περαιτέρω εννοιολογικό προσδιορισμό. Στο εθνικό δίκαιο ναυλωτής γενικώς θεωρείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στο οποίο παραχωρείται η χρήση του πλοίου έναντι ανταλλάγματος. Στη σύμβαση ναύλωσης σε στενή έννοια, με βάση το άρθρο 107 του Κ.Ι.Ν.Δ., υπάγονται τρεις βασικές μορφές ναύλωσης, ανάλογα με το είδος και το βαθμό εξουσιών, που παραχωρούνται σχετικά με το πλοίο. Ειδικότερα, όταν το πλοίο παραχωρείται «γυμνό», χωρίς επάνδρωση και εξοπλισμό, πρόκειται για ναύλωση γυμνού σκάφους (bareboat charter ή charter by demise). Με τη ναύλωση γυμνού πλοίου, ο «γυμνός» ναυλωτής (disponent owner) αποκτά τον πλήρη έλεγχο της θαλάσσιας αποστολής (ναυτική διεύθυνση και εμπορική διαχείριση), με την πρόσληψη του πλοιάρχου και του πληρώματος. Στη μεν έννοια της ναυτικής διεύθυνσης υπάγεται η διακυβέρνηση του πλοίου δια του πλοιάρχου και των μελών του πληρώματος, τα οποία συνδέονται συμβατικά μαζί του, ενώ στην έννοια της εμπορικής διαχείρισης υπάγεται η οικονομική εκμετάλλευση του πλοίου, την οποία ο ναυλωτής ασκεί στο δικό του όνομα, επωμιζόμενος τον επιχειρηματικό κίνδυνο. Στην περίπτωση αυτή, ο πλοίαρχος και το πλήρωμα αποτελούν βοηθούς εκπληρώσεως και αντίστοιχα προστηθέντες του «γυμνού» ναυλωτή. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, κατά το ημεδαπό δίκαιο, η σύμβαση ναύλωσης γυμνού πλοίου καθιστά το «γυμνό» ναυλωτή, εφοπλιστή, κατά τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κ.Ι.Ν.Δ., ευθυνόμενο για τις υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις των προστηθέντων του (πλοιάρχου και λοιπών μελών του πληρώματος). Επίσης, όταν το πλοίο παραχωρείται επανδρωμένο και εξοπλισμένο για ορισμένο χρόνο ή ταξίδι, πρόκειται, αντίστοιχα, για ναύλωση κατά χρόνο ή χρονοναύλωση (time charter) ή ναύλωση κατά ταξίδι ή κατά πλου (voyage charter). Με τη χρονοναύλωση, το πλοίο τίθεται στη διάθεση του ναυλωτή, πλήρως εξοπλισμένο, μαζί με τις υπηρεσίες του πλοιάρχου και του πληρώματος, ώστε αυτός να μπορεί να το χρησιμοποιήσει για την άσκηση της εμπορικής του δραστηριότητας για το χρονικό διάστημα, που έχει συμφωνηθεί. ΄Ετσι, στο χρονοναυλωτή παραχωρείται το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται το πλοίο, ως οργανωμένη επιχείρηση, ενώ η ναυτική (τεχνική) διαχείριση του πλοίου παραμένει στον εκναυλωτή, όμως, το γεγονός ότι ο εκναυλωτής παρέχει τον πλοίαρχο και το πλήρωμα δεν αρκεί για την ύπαρξη της ναυτικής διεύθυνσης εκ μέρους του, αφού οι παραπάνω μπορεί να τίθενται υπό τις αποκλειστικές εντολές του ναυλωτή και αυτό αποτελεί το κριτήριο για τη διάκριση ανάμεσα στη «γυμνή» ναύλωση και την εφοπλιστική χρονοναύλωση (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π., Α. Αντάπασης – Λ. Αθανασίου, ό.π., σελ. 394, Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2007, τόμ. Β΄, παρ. 114 έως 115, 117 έως 119, Ι. Ρόκα / Γ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2015, παρ. 247 έως 251). Με βάση τα παραπάνω, στο πλαίσιο της άνω Σύμβασης των Αθηνών 2002, πραγματικός μεταφοράς είναι και ο χρονοναυλωτής, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι πρόκειται για εφοπλιστική χρονοναύλωση, δηλαδή για ναύλωση, στην οποία ο ναυλωτής διατηρεί την εκμετάλλευση και τη ναυτική (τεχνική) διαχείριση του πλοίου, χορηγώντας στον πλοίαρχο και το πλήρωμα τις σχετικές εντολές και οδηγίες (βλ. σχετ. ΑΠ 777/2015 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π., ΕφΠειρ 436/2018 ό.π., Ε. Γκολογκίνα – Οικονόμου, ό.π. σελ. 77-78). Το δε άρθρο 1 παρ. 5 της άνω Σύμβασης ορίζει ότι «Αποσκευές» σημαίνει: «Κάθε αντικείμενο ή όχημα, που μεταφέρεται από το μεταφορέα βάσει συμβάσεως μεταφοράς, με εξαίρεση: α) τα αντικείμενα και οχήματα, που μεταφέρονται βάσει ναυλοσυμφώνου, φορτωτικής ή άλλης σύμβασης, που αφορά πρωταρχικά τη μεταφορά αγαθών και β) τα ζώντα ζώα», ενώ η παράγραφος 6 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι «Αποσκευές καμπίνας» σημαίνει αποσκευές, που έχει ο επιβάτης στην καμπίνα του ή που βρίσκονται με άλλον τρόπο στην κατοχή του, υπό την επιτήρηση ή τον έλεγχό του. Στις αποσκευές καμπίνας περιλαμβάνονται και οι αποσκευές, που έχει ο επιβάτης μέσα ή πάνω στο όχημά του, εξαιρουμένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες εφαρμόζονται η παράγραφος 8 του παρόντος άρθρου και το άρθρο 8» (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π., Ε. Γκολογκίνα – Οικονόμου, ό.π. σελ. 102). Περαιτέρω, τα άρθρα 3 και 4 της άνω Σύμβασης ορίζουν, μεταξύ άλλων, τα εξής: «΄Αρθρο 3 – Ευθύνη του μεταφορέα 1) Ο μεταφορέας είναι υπεύθυνος για τη ζημία, που επήλθε, ως αποτέλεσμα θανάτου ή σωματικής βλάβης επιβάτη, που προξενήθηκαν από ναυτικό συμβάν, κατά το βαθμό, που η ζημία αυτή, ως προς τον εν λόγω επιβάτη, δεν υπερβαίνει σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση τις 250.000 μονάδες υπολογισμού, εκτός εάν ο μεταφορέας αποδείξει ότι το συμβάν: α) ήταν αποτέλεσμα πολεμικής πράξης, εχθροπραξιών, εμφυλίου πολέμου, εξέγερσης ή φυσικού φαινομένου, έκτακτου, αναπόφευκτου και ακαταμάχητου χαρακτήρα ή β) προξενήθηκε εξ ολοκλήρου από πράξη ή παράλειψη τρίτου με σκοπό την προξένηση του συμβάντος. Εφόσον και κατά το βαθμό, που η ζημία υπερβαίνει το ανωτέρω όριο, ο μεταφορέας είναι περαιτέρω υπεύθυνος, εκτός εάν ο μεταφορέας αποδείξει ότι το συμβάν, που προξένησε τη ζημία, δεν οφειλόταν σε δικό του πταίσμα ή αμέλεια…, 3) Για τη ζημία, που επήλθε ως αποτέλεσμα της απώλειας ή φθοράς αποσκευών καμπίνας, την ευθύνη φέρει ο μεταφορέας, εφόσον το συμβάν, που προξένησε τη ζημία οφειλόταν σε δικό του πταίσμα ή αμέλεια. Το πταίσμα ή η αμέλεια του μεταφορέα τεκμαίρονται για τη ζημία, που προξενήθηκε από ναυτικό συμβάν… 5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου: α) «ναυτικό συμβάν» σημαίνει ναυάγιο, ανατροπή, σύγκρουση ή προσάραξη του πλοίου, έκρηξη ή πυρκαγιά στο πλοίο ή ελάττωμα του πλοίου, β) με τους όρους «πταίσμα ή αμέλεια του μεταφορέα» νοούνται το πταίσμα ή η αμέλεια του προσωπικού του μεταφορέα, το οποίο ενεργεί στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας του, γ) «ελάττωμα του πλοίου» σημαίνει οποιαδήποτε δυσλειτουργία, αστοχία ή μη συμφωνία με τους ισχύοντες κανονισμούς ασφαλείας, η οποία αφορά οποιοδήποτε μέρος του πλοίου ή του εξοπλισμού του, όταν χρησιμοποιείται για τη διαφυγή, εκκένωση, επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών ή όταν χρησιμοποιείται για την ώθηση, πηδαλιούχηση, ασφαλή πλεύση, πρόσδεση, αγκυροβόληση, άφιξη ή αναχώρηση από προκυμαία ή αγκυροβόλιο,  ή έλεγχο βλάβης έπειτα από κατάκλυση, ή όταν χρησιμοποιείται για την καθέλκυση σωστικών μέσων και δ) ο όρος «ζημία» δεν περιλαμβάνει αποζημιώσεις ποινικού ή παραδειγματικού χαρακτήρα. 6) Η βάσει το παρόντος άρθρου ευθύνη του μεταφορέα αφορά μόνο τη ζημία, η οποία προκύπτει από συμβάντα, τα οποία έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς. Ο ενάγων πρέπει να αποδείξει ότι το συμβάν, που προξένησε τη ζημία, έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, καθώς και την έκταση της ζημίας». Περαιτέρω, αναφέρεται στο ΄Αρθρο 4 της Σύμβασης «Πρόσωπο, το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα» 1) Εάν η διενέργεια της μεταφοράς ή μέρος αυτής έχει ανατεθεί σε πρόσωπο, που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, ο μεταφορέας εξακολουθεί παρά ταύτα να φέρει την ευθύνη για το σύνολο της μεταφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης. Επιπλέον, το πρόσωπο, το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα υπόκειται στις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, αλλά και δύναται να τις επικαλεσθεί, για το μέρος της μεταφοράς, που έχει ο ίδιος εκτελέσει. 2) Ο μεταφορέας είναι υπεύθυνος, σε σχέση με τη μεταφορά, που έχει εκτελεσθεί από πρόσωπο, το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, για τις πράξεις και παραλείψεις του τελευταίου και των υπαλλήλων και πρακτόρων του, που ενεργούν στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας τους (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π.). Επιπλέον, κατά το άρθρο 5 της άνω Σύμβασης, «Ο μεταφορέας δεν είναι υπεύθυνος για την απώλεια ή ζημία σε χρήματα, διαπραγματεύσιμα αξιόγραφα, χρυσό, ασημικά, κοσμήματα, διακοσμητικά αντικείμενα, έργα τέχνης ή άλλα τιμαλφή, εκτός εάν αυτά παραδόθηκαν στο μεταφορέα με συμφωνία για τη φύλαξή τους, οπότε ο μεταφορέας ευθύνεται μέχρι του ορίου, που προβλέπει το άρθρο 8 παρ. 3, εκτός εάν συμφωνήθηκε υψηλότερο όριο ευθύνης σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1». Κατά το άρθρο δε 14 της άνω Σύμβασης, με τίτλο «Βάση απαιτήσεων», «Καμία αγωγή αποζημίωσης για το θάνατο ή τις σωματικές βλάβες επιβάτη, ή για την απώλεια ή φθορά αποσκευών δεν εγείρεται κατά μεταφορέα ή προσώπου, το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα με άλλο τρόπο, εκτός από αυτόν, που προβλέπεται από την παρούσα Σύμβαση» (» (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π.). Από τις παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις της Σύμβασης των Αθηνών 2002 συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Α) Ότι τόσο ο συμβατικός όσο και ο πραγματικός μεταφορέας είναι συνυπεύθυνοι είτε για το σύνολο της μεταφοράς, όταν αυτή διενεργείται στο σύνολό της από τον πραγματικό μεταφορέα, είτε για το τμήμα, που διενεργήθηκε από τον τελευταίο. Β) Ότι η ευθύνη του συμβατικού μεταφορέα επεκτείνεται στις πράξεις ή παραλείψεις τόσο του πραγματικού μεταφορέα, στον οποίο ανέθεσε την εκτέλεση του συνόλου της μεταφοράς ή τμήματος αυτής, όσο και των υπαλλήλων ή των πρακτόρων αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί ενήργησαν στο πλαίσιο των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων. Γ) ΄Οτι καλύπτεται η ζημία, που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης του επιβάτη, η οποία δεν εξειδικεύεται με τη Σύμβαση. Επιπλέον, από την ευρεία διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 της Σύμβασης, αναφορικά με την αποκαταστατέα ζημία ως αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης, η οποία στο αυθεντικό αγγλικό κείμενο αποδίδεται με τον όρο «for the damage suffered as a result of personal injury to a passenger» (βλ. σε αντιπαραβολή τη Σύμβαση του Μόντρεαλ της 28ης Μαϊου 1999 για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων για τις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές, που κυρώθηκε στη χώρα με το Ν. 3006/2002, η οποία στην αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 17 αναφέρεται σε ζημία, που προκλήθηκε σε περίπτωση σωματικού τραυματισμού επιβάτη, όρος, που στο αυθεντικό αγγλικό κείμενο αποδίδεται ως «bodily injury of a passenger»), συνάγεται ο σκοπός του διεθνούς νομοθέτη να συμπεριλάβει υπό τον όρο «personal injury to a passenger» κάθε ζημία, που απορρέει από προσωπική βλάβη του επιβάτη. ΄Αρα, ο όρος επεκτείνεται και στη ζημία, που επήλθε ως αποτέλεσμα της ψυχικής βλάβης του επιβάτη, είτε αυτή συναρτάται με τη σωματική του βλάβη είτε έχει επέλθει ανεξάρτητα από αυτήν (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π., Α. Αντάπασης – Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2020, σελ. 773-774,  Ε. Γκολογκίνα – Οικονόμου, ό.π. σελ. 129 έως 131, την ίδια σε «Η Διεθνής και Ευρωπαϊκή Νομική Διάσταση του Τουρισμού, Πρακτικά, 2ο Συνέδριο Δικαίου του Τουρισμού, Καρπενήσι 3-5 Νοεμβρίου 2011, σ. 29, Ελ. Ι. Αξιόγλου, Αποκατάσταση ζημιών από ατυχήματα στον ανθρώπινο παράγοντα στην επιβατηγό ναυτιλία, 2010, σ. 48, Δημ/νη στο διαδίκτυο, πρβλ. ως προς το συμπέρασμα με διασταλτική ερμηνεία της άνω διάταξης, Λ. Αθανασίου, Ευθύνη Θαλάσσιου Μεταφορέα προς Αποζημίωση Επιβαινόντων σε περίπτωση ναυαγίου του πλοίου, ΝοΒ 51 (2003), 1582 επ., ιδίως σελ. 1590-1592, καθώς και Ι. Κοροτζή, Η Νέα Διεθνής Σύμβαση των Αθηνών 2002 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, 2008, σ. 28). Δ1) Ότι η ευθύνη του μεταφορέα για ζημία, που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης επιβάτη λόγω ναυτικού (συλλογικού) ατυχήματος στην άνω Σύμβαση των Αθηνών 2002 είναι αντικειμενική, μέχρι το ανώτατο όριο των 250.000 μονάδων υπολογισμού σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση επιβάτη, εκτός εάν ο μεταφορέας αποδείξει προς απαλλαγή του ότι το συμβάν α) ήταν αποτέλεσμα πολεμικής πράξης, εχθροπραξιών, εμφυλίου πολέμου, εξέγερσης ή φυσικού φαινομένου, έκτακτου, αναπόφευκτου και ακαταμάχητου χαρακτήρα ή β) προξενήθηκε εξ ολοκλήρου από πράξη ή παράλειψη τρίτου με σκοπό την προξένηση του συμβάντος. Δ2) Ότι, ως προς το ποσό της αποζημιώσεως, που υπερβαίνει τις 250.000 μονάδες υπολογισμού και μέχρι το ανώτατο όριο ευθύνης των 400.000 μονάδων υπολογισμού, η ευθύνη του μεταφορέα είναι νόθος αντικειμενική, δηλαδή υποκειμενική, με τεκμήριο πταίσματός του και, επομένως, για την απαλλαγή από την ευθύνη του, πρέπει ο ίδιος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι το συμβάν, που προξένησε τη ζημία, δεν οφειλόταν σε δικό του πταίσμα ή αμέλεια (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π., Α. Αντάπασης – Λ. Αθανασίου, ό.π. σελ. 773-774, Ι. Ρόκας / Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, Γ΄ έκδ. 2015, σελ. 375-377, Ε. Γκολογκίνα – Οικονόμου, ό.π. σελ. 174-178) . Δ3) Ότι, εφόσον το άρθρο 14 της Σύμβασης εμποδίζει άλλη βάση των απαιτήσεων, διάκριση σε συμβατική ευθύνη και αδικοπραξία δεν έχει νόημα και, συνακόλουθα, στον άνω περιορισμό του ποσού της συνολικής ευθύνης υπόκεινται και απαιτήσεις, που είναι δυνατόν να απορρέουν από παράβαση της σύμβασης, από αδικοπραξία ή από αναγωγή ή οποιαδήποτε αιτία, αρκεί να πηγάζουν από «απώλεια ζωής ή σωματικές βλάβες» και, μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, στις απαιτήσεις αυτές συγκαταλέγονται και οι αφορώσες προσωπική βλάβη του επιβάτη, άρα τόσο σωματική, όσο και ψυχική του βλάβη, αφού δεν αποκλείεται επιβάτης, μετά από το ναυτικό (συλλογικό) ατύχημα και την ανέλπιστη διάσωσή του, μολονότι δεν εμφανίζει σωματική βλάβη, εν τούτοις, να υποφέρει από αϋπνίες, κατάθλιψη, φοβίες, ως συνέπειες του νευρικού κλονισμού του στη διάρκεια του ατυχήματος  (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π., Ελ. Ι. Αξιόγλου, ό.π., σ. 48, και Ι. Κοροτζή, ό.π. σ. 28).  Ε) Ότι, σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για συμβατική είτε για εξωσυμβατική ευθύνη, οι σχέσεις του επιβάτη διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς και του μεταφορέα ρυθμίζονται από τους διεθνείς κανόνες, που περιλαμβάνονται στην άνω Σύμβαση (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π.).

Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β΄, 914 και 932 Α.Κ., προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράση και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. ΄Ετσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, όπως, ιδίως, επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, όταν ο υπαίτιος δημιούργησε ορισμένη επικίνδυνη κατάσταση, οπότε έχει υποχρέωση να λάβει κάθε ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε τρίτους από την κατάσταση αυτή. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει, όταν, εξαιτίας της παραλείψεως του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια, που εάν κατέβαλε με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπιζε, όμως, ότι θα το αποφύγει. Βαριά αμέλεια μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται, όταν η παρέκκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς ανθρώπου είναι σημαντική, ασυνήθης, ιδιαιτέρως  μεγάλη και φανερώνει πλήρη αδιαφορία του δράση για τα παράνομα σε βάρος τρίτων αποτελέσματά της. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρ. 298 Α.Κ.), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 658/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος).

Εξάλλου, από το άρθρο 932 Α.Κ. προκύπτει ότι σκοπός της διατάξεως είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μίας δίκαιης και επαρκούς ανακουφίσεως και παρηγοριάς, χωρίς από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτό αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του «ευλόγου» εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διατάξεως. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό, που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες προκλήσεως της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την, κατά το άρθρο 932 του Α.Κ., εύλογη κρίση του, όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά, κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου, που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκαταστάσεως της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 Α.Κ. και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημιώσεως, λόγω αδικοπραξίας, που περιέχονται στον Αστικό Κώδικα. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποιήσεως σχηματίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο  και αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά στον παθόντα) το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά στον υπόχρεο) το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει να τηρεί μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του «ευλόγου» και συνακόλουθα το «εύλογο» εμπεριέχεται αναγκαίως στο «ανάλογο». ΄Αλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μία ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού, που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποιήσεως, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 79/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 132/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 65/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 142/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 276/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1170/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1146/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 80/2018, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 464/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π.). Προϋπόθεση για την εφαρμογή της Α.Κ. 932 αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, η τέλεση αδικοπραξίας, δηλαδή η τέλεση είτε παράνομης και υπαίτιας πράξης, κατά την έννοια 914 Α.Κ., είτε και απλώς παράνομης πράξης, εφόσον δημιουργείται υποχρέωση αποζημιώσεως (π.χ. περιπτώσεις αντικειμενικής ευθύνης), χωρίς να είναι αναγκαστικά και ποινικά κολάσιμη (ΕφΑθ 15/2019, ΕφΑθ 29/2019 Δημ. Νόμος). Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό του εύλογου αυτού χρηματικού ποσού είναι ο χρόνος συζητήσεως της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οπότε και λαμβάνεται υπόψη η τότε κατάσταση της υγείας του παθόντος (ΑΠ 398/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 142/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 989/2018, ΑΠ 213/2017).

Σύμφωνα με το άρθρο 293 του Ν. 4072/2012, η κοινοπραξία είναι εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα. Εφόσον καταχωρισθεί στο ΓΕΜΗ ή εμφανίζεται προς τα έξω, αποκτά, ως ένωση προσώπων, ικανότητα δικαίου και πτωχευτική ικανότητα (παρ. 1). Στην κοινοπραξία, που συστήθηκε με σκοπό το συντονισμό της δραστηριότητας των μελών της, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την αστική εταιρία (παρ. 2 εδ. α΄). Οι ως άνω διατάξεις εφαρμόζονται και στις ειδικά ρυθμιζόμενες κοινοπραξίες, εκτός αν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη στην ειδική ρύθμιση (παρ. 4). Η σύμβαση κοινοπραξίας μπορεί να προβλέπει ότι για τις υποχρεώσεις της κοινοπραξίας έναντι τρίτων τα κοινοπρακτούντα μέλη θα ευθύνονται εις ολόκληρον (παρ. 2 εδ. β΄). Εφόσον, όμως, η κοινοπραξία ασκεί εμπορική δραστηριότητα, καταχωρίζεται υποχρεωτικά στο ΓΕΜΗ και εφαρμόζονται ως προς αυτήν αναλόγως οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρία (παρ. 3). Το άρθρο δε 249 του Ν. 4072/2012 ορίζει ότι ομόρρυθμη είναι η εταιρία με νομική προσωπικότητα, που επιδιώκει εμπορικό σκοπό και για τα χρέη της οποίας ευθύνονται παράλληλα όλοι οι εταίροι απεριόριστα και εις ολόκληρον (παρ. 1). Εφόσον δεν υπάρξει ειδική ρύθμιση, εφαρμόζονται στην ομόρρυθμη εταιρία οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την εταιρία, με εξαίρεση τις διατάξεις των άρθρων 758 και 761 του Αστικού Κώδικα (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 33/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 103/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΕφΝαυπλ 222/2019 Δημ. Νόμος, Α. Αντάπασης – Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2020, σελ. 401), ενώ, κατά το άρθρο 251 παρ. 1, 2 και 3 εδ. α΄, β΄ του ίδιου νόμου «1. Η ομόρρυθμη εταιρεία καταχωρίζεται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ) με τη σύμπραξη όλων των εταίρων. Στοιχεία που καταχωρίζονται είναι, κατ’ ελάχιστον, το όνομα και η κατοικία των εταίρων, η εταιρική επωνυμία, η έδρα και ο σκοπός της εταιρείας, καθώς και ο εκπρόσωπός της. Κάθε μεταβολή των στοιχείων αυτών καταχωρίζονται στο Γ.Ε.ΜΗ. 2. Από την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ, η ομόρρυθμη εταιρία αποκτά νομική προσωπικότητα. 3. Αν η εταιρία αρχίσει την εμπορική της δραστηριότητα πριν από την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ., οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται αναλόγως και ως προς αυτήν. Η μη καταχωρισθείσα στο Γ.Ε.ΜΗ εταιρεία, η οποία ασκεί εμπορική δραστηριότητα, έχει ικανότητα δικαίου και πτωχευτική ικανότητα.» και κατά το άρθρο 258, με τίτλο «Ευθύνη εταίρων», «1. Συμφωνία για περιορισμό ή αποκλεισμό της ευθύνης των εταίρων κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 249 δεν ισχύει έναντι των τρίτων. 2. Ο εταίρος, που ενάγεται για εκπλήρωση εταιρικής υποχρέωσης, μπορεί να προβάλλει εντάσεις, που δεν θεμελιώνονται στο πρόσωπό του, μόνον εφόσον θα μπορούσαν να προβληθούν από την εταιρεία. 3. Ο εταίρος, που εισέρχεται στην εταιρεία, ευθύνεται απεριόριστα και εις ολόκληρον και για τα υπάρχοντα πριν από την είσοδό του εταιρικά χρέη. Αντίθετη συμφωνία δεν ισχύει έναντι των τρίτων (βλ. σχετ. ΑΠ 1183/2019 Δημ. Νόμος, Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρίες, έκδ. 2019, σελ. 124 επ.). Κατά την παρ. 1 δε του άρθρου 294 του Ν. 4072/2012, «Ο παρών νόμος εφαρμόζεται και στις εταιρείες, οι οποίες κατά την έναρξη της ισχύος του δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση».

Τέλος, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ), επανεκτιμά από την αρχή της ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού, με βάση την καθολική αυτή επανεκτίμηση και όχι με βάση τα συνδεόμενα με αυτήν μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος (ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, από το άρθρο 522 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια, που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δηλ. μόνον κατά τα προσβαλλόμενα «κεφάλαια» (ΑΠ 1396/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1163/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 755/2016 Δημ. Νόμος, 431/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος). «Κεφάλαιο» θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης (ΑΠ 1396/2019 ό.π., ΑΠ 1290/2019 Δμ. Νόμος, ΑΠ 579/2018 Δημ. Νόμος). Επί αγωγής αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία (άρθρα 914, 297, 298, 299 Α.Κ.), αν ο εκκαλών με την έφεση προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς την υπαιτιότητα, στο εκκληθέν κεφάλαιο της υπαιτιότητας περιλαμβάνονται και εκείνα της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Δεν ισχύει, όμως, και το αντίστροφο, δηλαδή, εάν εκκαλείται μόνον το κεφάλαιο της αποζημιώσεως και της χρηματικής ικανοποιήσεως, μόνον αυτό μεταβιβάζεται στο Εφετείο, όχι δε και το κεφάλαιο της υπαιτιότητας, διότι το τελευταίο δεν συνέχεται αναγκαστικώς με τα εν λόγω εκκληθέντα ως άνω κεφάλαια της αποφάσεως. Τούτο διότι στην περίπτωση αυτή μεταβιβάζονται στο Εφετείο μόνο τα κεφάλαια της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως από απόψεως ποσοτικού προσδιορισμού τους, η επί των οποίων διάφορη κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν επιδρά επί εκείνου του μη εκκληθέντος κεφαλαίου της υπαιτιότητας και με την έννοια αυτή δεν συνέχονται αναγκαστικώς μετ’ αυτού (ΟλΑΠ 10/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 504/2018 Δημ. Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, ο ενάγων εξέθετε ότι, κατά τον αναφερόμενο σε αυτήν χρόνο, επιβιβάσθηκε στο λιμένα της Ηγουμενίτσας Θεσπρωτίας επί του με Ιταλική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «ΝΑ», κυριότητας της μη διαδίκου εταιρίας με την επωνυμία «………….», με προορισμό την Ανκόνα Ιταλίας. Ότι, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού εκδηλώθηκε πυρκαγιά στο πλοίο, του οποίου ο εξοπλισμός, τα συστήματα πυρανίχνευσης και τα ηλεκτρικά συστήματα ήταν ελαττωματικά, ο δε πλοίαρχος  και τα μέλη του πληρώματός του παρέλειψαν να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους με βάση τον Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης (ΙSM CODE) και τα πρότυπα ασφαλείας που προβλέπονται από τη Διεθνή Σύμβαση για την Ασφάλεια της ζωής στη θάλασσα (SOLAS), προβαίνοντας στα εκτιθέμενα στην αγωγή λάθη και παραλείψεις, τόσο κατά τη φόρτωση του πλοίου και την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς, που ξέσπασε στα καταστρώματά του, όσο και κατά τη διαδικασία εκκένωσής του. Ότι εξαιτίας του παραπάνω ναυτικού συμβάντος ο ίδιος απώλεσε, λόγω ολοσχερούς καταστροφής, τα μεταφερόμενα με το πλοίο πράγματα, κυριότητάς του, τα οποία βρίσκονταν στην κατοχή του, υπό την επιτήρηση και τον έλεγχό του και συγκεκριμένα: α) ένα μπουφάν και δύο πανωφόρια, συνολικής αξίας 500 ευρώ, β) τρία ζεύγη υποδημάτων, συνολικής αξίας 400 ευρώ, γ) μία αποσκευή, μάρκας bartuggi, αξίας 150 ευρώ, δ) τέσσερις μπλούζες, τρία παντελόνια, δύο πουλόβερ, τρεις ζακέτες και τρία πουκάμισα, συνολικής αξίας 450 ευρώ, ε) ένα κινητό τηλέφωνο, μάρκας ΕΤC, αξίας 400 ευρώ, στ) ένα φορητό υπολογιστή, μάρκας Sony, αξίας 600 ευρώ, ζ) διάφορα προσωπικά αντικείμενα, συνολικής αξίας 500 ευρώ και η) μετρητά, ποσού 1.000 ευρώ. Ότι, περαιτέρω, εξαιτίας της σωματικής και ψυχικής ταλαιπωρίας, του ισχυρού συναισθηματικού τρόμου (σοκ) και της θλίψης, που βίωσε, κατά τη διάρκεια του άνω ναυτικού συμβάντος -κατά το οποίο απεβίωσαν τουλάχιστον 27 επιβάτες και τραυματίστηκαν πολλαπλάσιοι-  κλονίστηκε η ψυχική του υγεία, καθόσον υπέστη μετατραυματικό σύνδρομο, διακατέχεται από φοβίες και ο ύπνος του διαταράσσεται από εφιάλτες, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενος ευθύνη της εναγομένης ως μέλους της ασκούσας εμπορική δραστηριότητα Κοινοπραξίας «………», με την οποία ο ίδιος κατήρτισε τη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς, άλλως ευθύνη της εναγομένης, ως πραγματικής μεταφορέα και συγκεκριμένα ως υποναυλώτριας του άνω πλοίου, στο πλαίσιο εφοπλιστικής χρονοναύλωσης, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ίδιας και της μη διαδίκου και γυμνής ναυλώτριας του πλοίου εταιρίας «…………..» – ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού με τις προτάσεις του σε αναγνωριστικό μέρους του σωρευόμενου αιτήματος χρηματικής του ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης του από την εκτιθέμενη αντισυμβατική, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης και των προστηθέντων της μελών του πληρώματος του άνω πλοίου ναύλωσης και συνεκμετάλλευσής της, στα πλαίσια των ανατεθειμένων σ’ αυτούς καθηκόντων (άρθρα 223 εδ. β’, 295 παρ. 1 εδ. β’, 297 Κ.Πολ.Δ.): Α) Να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει: α) το συνολικό ποσό των 4.000 ευρώ ως αποζημίωση για τη θετική του ζημία και β) το ποσό των 120.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης, ήτοι συνολικά (124.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Και Β) Να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται ακόμη να του καταβάλει υπόλοιπο ποσό 130.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής του βλάβης, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, ζήτησε να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά του έξοδα. Επί της άνω αγωγής εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθ. 3411/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήματος Ναυτικών Διαφορών), η οποία δέχτηκε αυτήν (αγωγή) κατά την κύρια βάση της ως εν μέρει βάσιμη κατ’ ουσία. Ειδικότερα, με την παραπάνω απόφαση έγινε δεκτό: α) ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν καθ’ ύλη, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο και είχε διεθνή προς τούτο δικαιοδοσία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7, 9 εδ. α’ έως γ’, 12 παρ. 1, 13, 18, 25 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 51 παρ. 1 περ. α’ – 2 εδ. β’, 3 Α και Β περ. ε’ και ιζ’ του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, καθώς και με αυτές των άρθρων 1 παρ. 1, 4 παρ. 1, 62 παρ. 1, 63 παρ. 1α’, 80, 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», β) ότι επί της αγωγής -η οποία επιδόθηκε στην εναγόμενη εντός της προβλεπομένης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. προθεσμίας των 30 ημερών από την κατάθεσή της- συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της «Σύμβασης των Αθηνών 2002», ενόψει του ότι, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους: α) το πλοίο φέρει τη σημαία κράτους μέλους (Ιταλίας) και είναι νηολογημένο σε κράτος μέλος (Μπάρι Ιταλίας), β) η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς έχει συναφθεί σε κράτος μέλος (Ελλάδα), και γ) ο τόπος αναχώρησης (Ηγουμενίτσα) και ο τόπος προορισμού (Ανκόνα), σύμφωνα με τη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς, βρίσκονται σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γ) ότι επί των ζητημάτων, που δεν ρυθμίζονται από την άνω Σύμβαση, εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει το ελληνικό και δη: 1) αναφορικά με την επικαλούμενη ευθύνη της εναγόμενης ως μέλους της Κοινοπραξίας – συμβατικής μεταφορέα, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, με βάση το άρθρο 10 ΑΚ, ως το δίκαιο της έδρας της εναγομένης, 2) αναφορικά με τα παρεπόμενα αιτήματα περί επιδίκασης τόκων επιδικίας και περί προσωρινής εκτελεστότητας, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, ως το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου (lex fori), δ) ότι με βάση το εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο, του οποίου τις διατάξεις επικαλούνται οι διάδικοι προς θεμελίωση των ισχυρισμών τους, προκύπτουν τα θεμελιωτικά στοιχεία της παθητικής νομιμοποίησης της εναγομένης για τη συγκεκριμένη δίκη, διότι, κατά τα ιστορούμενα, αυτή ενάγεται κυρίως με την ιδιότητα του μέλους Κοινοπραξίας, η οποία ήταν η συμβατική μεταφορέας (……….), άλλως με την ιδιότητα της πραγματικής μεταφορέα ως υποναυλώτριας του πλοίου «ΝΑ» στο πλαίσιο εφοπλιστικής χρονοναύλωσης, ε) ότι η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1, 293 Ν. 4072/2012, 1, 3 παρ. 1, 3, 4 παρ. 1 και 2, 14 της άνω Σύμβασης των Αθηνών 2002, 1, 3 και 12 του άνω Κανονισμού (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος», 297 εδ. α’, 298 εδ. α’, 299, 345, 346, 482, 932 ΑΚ, 70,176 Κ.Πολ.Δ, εκτός από: i) το αίτημα επιδίκασης ποσού 500,00 ευρώ για απώλεια προσωπικών αντικειμένων, το οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, διότι ο ενάγων δεν εξειδικεύει τα προσωπικά του αντικείμενα, ii) το αίτημα επιδίκασης ποσού 1.000,00 ευρώ για απολεσθέντα χρήματα, το οποίο απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, διότι, εφόσον ο ενάγων δεν επικαλείται ότι τα μετρητά αυτά χρήματα παραδόθηκαν στην εναγόμενη προς φύλαξη κατόπιν συμφωνίας τους, το αιτούμενο ποσό δεν συνιστά αποκαταστατέα ζημία, με βάση το άρθρο 5 της άνω Σύμβασης και iii) το παρεπόμενο αίτημα προσωρινής εκτελεστότητας, το οποίο, μετά τη μερική τροπή του αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, κρίθηκε μη νόμιμο κατά το αντίστοιχο μέρος του και στ) ότι οι ισχυρισμοί της εναγομένης περί συμπληρώσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 16 παρ. 1 της άνω Σύμβασης διετούς παραγραφής των αξιώσεων του ενάγοντος από την ημερομηνία, που έλαβε γνώση της απώλειας των αποσκευών του και της σωματικής και ψυχικής βλάβης του από το ναυτικό συμβάν, άλλως περί συμπληρώσεως έκτοτε της τριετούς αποσβεστικής προθεσμίας των άνω αξιώσεών του, που προβλέπεται στο άρθρο 16 παρ. 3 β’ της Σύμβασης, είναι αβάσιμοι, ο μεν πρώτος διότι η κρινόμενη αγωγή του συνιστά επανέγερση της από 27-12-2016 και με Γ.Α.Κ. ……. και Ε.Α.Κ. ………../2016 προηγούμενης όμοιας αγωγής του εναντίον της, ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, η οποία απορρίφθηκε μεν τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς (αοριστία), αλλά διέκοψε, κατ’ άρθρο 263 Α.Κ, τη διετή παραγραφή των αξιώσεών του, ο δε δεύτερος διότι η τριετής αποσβεστική προθεσμία των αξιώσεών του, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 16 παρ. 3 εδάφ. β’ της άνω Σύμβασης, με βάση το δικαιολογητικό λόγο της ρύθμισης αυτής, καταλαμβάνει την άσκηση της πρώτης αγωγής και όχι την επανέγερση αυτής, η οποία συνιστά, εν προκειμένω, αναβίωση της προγενέστερης αγωγής του, συμπληρωμένης ως προς τις ελλείψεις, που την καθιστούσαν αόριστη. Ακολούθως, με την εκκαλούμενη απόφαση, κατά παραδοχή εν μέρει ως βάσιμης κατ’ ουσία της κύριας βάσης της αγωγής, η εναγόμενη υποχρεώθηκε να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 42.500 ευρώ (2.500 ευρώ συνολική αξία απολεσθέντων αποσκευών + 40.000,00 ευρώ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, κηρύχθηκε η απόφαση, κατά την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 10.000,00 ευρώ και καταδικάστηκε η εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο προσδιορίστηκε στο ποσό των 1.850,00 ευρώ. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι παρέλκει η έρευνα της βασιμότητας κατ’ ουσίαν της επικουρικής βάσης της αγωγής, μετά τη μερική αποδοχή ως βάσιμης κατ’ ουσία της κύριας βάσης της. Κατά της άνω οριστικής απόφασης παραπονούνται τόσο ο ενάγων, όσο και η εναγόμενη, έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον, ως εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι, με τις κρινόμενες εφέσεις τους, ζητώντας, για τους περιεχόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, την παραδοχή των εφέσεών τους και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε, ακολούθως, αφού κρατηθεί και εκδικαστεί εξαρχής η αγωγή, κατά μεν την υπό στοιχείο Α΄ έφεση, να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της, κατά δε την υπό στο στοιχείο Β΄ έφεση, να γίνει η αγωγή καθ’ ολοκληρία δεκτή ως προς το προσβαλλόμενο κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης.

Το άρθρο 261 ΑΚ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ.1 Ν. 4139/2013 (ΦΕΚ τ.Α` 74/20-03-2013), ορίζει ότι: “1. Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή, που διακόπηκε με τον τρόπο αυτόν, αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ` άλλον τρόπο περάτωση της δίκης. 2. Στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου, εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει τη συζήτηση. 3. Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτουν τα ακόλουθα: Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 δεν διαφέρει από την προϊσχύουσα ρύθμιση, παρά μόνον στην αντικατάσταση του όρου “έγερση” από το σύγχρονο όρο “άσκηση” της αγωγής. Οι συνέπειες του ουσιαστικού δικαίου εξακολουθούν να εντοπίζονται στο χρονικό σημείο της έγκυρης επιδόσεως της αγωγής, οπότε θεωρείται ότι ο εναγόμενος έλαβε γνώση της εναντίον του αγωγής. Η σοβαρότερη διαφοροποίηση από την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ εντοπίζεται στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου, το οποίο προβλέπει ταυτοχρόνως διακοπή και μία ιδιότυπη αναστολή της παραγραφής, μέχρι το χρονικό σημείο εκδόσεως τελεσίδικης αποφάσεως ή περατώσεως της δίκης με άλλο τρόπο. Ο όρος “τελεσίδικη απόφαση” εννοεί την επερχόμενη με οποιοδήποτε τρόπο τελεσιδικία, όπως π.χ. οριστική απόφαση, που καθίσταται τελεσίδικη λόγω παρελεύσεως των προθεσμιών για την άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων, παραιτήσεως από το δικαίωμα ασκήσεώς τους, αποδοχής της αποφάσεως, αποδοχής της αγωγής κλπ. Εκτός από την τελεσιδικία της αποφάσεως, προβλέπεται περαιτέρω ότι η παραγραφή αρχίζει και πάλι, όταν η δίκη περατωθεί με άλλο τρόπο, ήτοι λόγω καταργήσεως της δίκης με δικαστικό συμβιβασμό (ΚΠολΔ 293), καθώς και η παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα της αγωγής (ΚΠολΔ 294-297), εφαρμοζομένου επί παραιτήσεως από το δικόγραφο του άρθρου 263 ΑΚ. Από το συνδυασμό του νέου άρθρου 261 και του άρθρου 270 ΑΚ, που παραμένει αμετάβλητο, συνάγεται σαφώς ότι η νέα παραγραφή αρχίζει την επομένη της τελεσιδικίας της αποφάσεως ή της περατώσεως της δίκης με άλλο τρόπο (ΑΠ 1117/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1567/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 148/2017 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 485/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ). Από τη διάταξη δε του άρθρου 279 ΑΚ συνάγεται ότι επί αποσβεστικής προθεσμίας εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις περί παραγραφής, μόνον εφόσον επιτρέπει τούτο η φύση και η έννοια της αποσβεστικής προθεσμίας, δεδομένου ότι αυτή έχει ως σκοπό να τάξει λογικό όριο διάρκειας στο δικαίωμα, ανεξαρτήτως της επιμέλειας ή αδράνειας του δικαιούχου ως προς την άσκηση αυτού (ΑΠ 1117/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 113/2019 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π.). Εξάλλου, κατά το άρθρο 263 ΑΚ, κάθε παραγραφή, που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Απόρριψη της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, υπάρχει σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία η παροχή δικαστικής προστασίας ματαιώνεται για λόγο, που δεν ανάγεται στη νομική ή ουσιαστική βασιμότητα της υπό διάγνωση απαιτήσεως. Τέτοιοι λόγοι μπορεί να είναι η μη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, η έλλειψη της ικανότητας δικαστικής παράστασης, η αοριστία της αγωγής και γενικότερα οι λόγοι εκείνοι, οι οποίοι, κατά βασική δικονομική αρχή, ερευνώνται πριν από την αξιολόγηση της ύπαρξης και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξιώσεως και των οποίων η θετική ή αρνητική συνδρομή παρεμποδίζει τη διάγνωσή της. Ως επανέγερση της αγωγής νοείται η υποβολή νέου αιτήματος παροχής δικαστικής προστασίας από τον ίδιο ενάγοντα ή σε περίπτωση που μεσολαβήσει νόμιμη καθολική ή ειδική διαδοχή, από το διάδοχό του κατά του ιδίου εναγομένου ή σε περίπτωση, που μεσολαβήσει νόμιμη καθολική ή ειδική διαδοχή, των διαδόχων εκείνου, που βασίζεται στην ίδια με την προηγούμενη νομική και ιστορική αιτία. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα περιστατικά, που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στην προηγούμενη δίκη, είναι τα ίδια με αυτά που συνθέτουν το πραγματικό της νομικής διατάξεως που πρόκειται να εφαρμοσθεί στη νέα δίκη. Η ταυτότητα αυτή υπάρχει και όταν με τη νέα αγωγή επέρχονται οι αναγκαίες διαφοροποιήσεις, με τις οποίες συμπληρώνονται οι ασάφειες ή οι ελλείψεις που προκάλεσαν το δικονομικό απαράδεκτο της προηγούμενης αγωγής, αρκεί να μην μεταβάλλεται η ταυτότητα της αξιώσεως υπέρ της οποίας πρέπει να παρασχεθεί δικαστική προστασία (ΑΠ 125/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 505/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 113/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1102/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 121/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 743/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 802/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 172/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 768/2016, ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π.). Επομένως, εάν ο δικαιούχος επανεγείρει την αγωγή εντός έξι μηνών από της τελεσιδικίας της αποφάσεως που απέρριψε για λόγους μη ουσιαστικούς την προηγούμενη αγωγή αυτού ή, εντός της προβλεπομένης βραχύτερης προθεσμίας, προκειμένου περί αξιώσεων, που υπόκεινται σε βραχύτερη προθεσμία, η αποσβεστική προθεσμία λογίζεται ότι έχει διακοπεί με την άσκηση της αρχικής αγωγής (ΑΠ 113/2019 ό.π., ΑΠ 404/2008, ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π.). Καθίσταται δε τελεσίδικη η πρωτόδικη οριστική απόφαση, που απέρριψε την αγωγή λόγω αοριστίας, εκτός άλλων περιπτώσεων, με την παραίτηση από τα ένδικα μέσα, η οποία, εφόσον έχει ασκηθεί ένδικο μέσο κατ’ αυτής, γίνεται κατά το διαγραφόμενο στο άρθρ. 297 ΚΠολΔ του ιδίου κώδικα τρόπο, ενώ εάν γίνει πριν από την άσκηση του ενδίκου μέσου, οπότε αφορά το δικαίωμα προς άσκησή του και υποδηλώνει στην ουσία αποδοχή της πρωτόδικης αποφάσεως, δεν υπόκειται στη ρύθμιση του άρθρ. 297 ΚΠολΔ, αλλά μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, δηλαδή και σιωπηρώς, όπως συμβαίνει στην περίπτωση ασκήσεως νέας αγωγής από τον ενάγοντα έχουσας το ίδιο περιεχόμενο και αίτημα με την προηγούμενη, που απορρίφθηκε ως αόριστη, συναγόμενης εντεύθεν αποδοχής της απορριπτικής αποφάσεως και παραιτήσεως από τα ένδικα μέσα κατ’ αυτής, με συνέπεια την τελεσιδικία της (Α.Ε.Δ. 42/1990, Ολ.ΑΠ 1804/86, Ολ.ΑΠ 626/1980, ΑΠ 743/2018 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π.,).). Σε κάθε δε περίπτωση , η νέα αγωγή (έχουσα την ίδια ιστορική και νομική αιτία), μπορεί να ασκηθεί και πριν τελεσιδικήσει η απόφαση που απέρριψε την προηγούμενη (ΑΠ 743/2018 ό.π., ΑΠ 802/2018 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π.). Με την εντός εξαμήνου επανέγερση της αγωγής αναβιώνει το διακοπτικό αποτέλεσμα της παραγραφής, που είχε επέλθει με την πρώτη αγωγή. ΄Ετσι, επιτυγχάνεται η προστασία του δικαιούχου από τον κίνδυνο παραγραφής της αξιώσεώς του, που οφείλεται σε δικονομικά σφάλματα, παρά το γεγονός ότι αυτός επέδειξε επιμέλεια σχετικά με τη δικαστική επιδίωξη της αξιώσεώς του και διέκοψε την αδράνειά του (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π.,, ΕφΘεσ 415/1999 Δημ. Νόμος, Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, Αστικός Κώδιξ, τόμος 1, άρθρο 263, Ολ.ΑΠ 110/1967 ΝοΒ 15.796, ΑΠ 20/1985 ΕλλΔνη 23.1321).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 16 της ανωτέρω Σύμβασης των Αθηνών 2002, υπό τον τίτλο «Παραγραφή αγωγών», που εμπεριέχεται στον Κανονισμό (Ε.Κ.) 392/2009: «1. Κάθε αγωγή αποζημίωσης που απορρέει από θάνατο ή σωματική βλάβη επιβάτη ή από απώλεια ή φθορά αποσκευών, παραγράφεται μετά την πάροδο δύο ετών. 2. Ο χρόνος παραγραφής υπολογίζεται ως ακολούθως: α) σε περίπτωση σωματικής βλάβης, από την ημερομηνία αποβίβασης του επιβάτη, β) σε περίπτωση θανάτου που συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, από την ημερομηνία κατά την οποία ο επιβάτης θα έπρεπε να έχει αποβιβασθεί και, σε περίπτωση σωματικής βλάβης, που συνέβη κατά τη μεταφορά και είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο του επιβάτη μετά την αποβίβαση, από την ημερομηνία του θανάτου, υπό την προϋπόθεση ότι η περίοδος αυτή δεν υπερβαίνει τα τρία έτη από την ημερομηνία της αποβίβασης, γ) σε περίπτωση απώλειας ή φθοράς αποσκευών, από την ημερομηνία αποβίβασης ή από την ημερομηνία κατά την οποία θα έπρεπε να έχει γίνει η αποβίβαση, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας που είναι μεταγενέστερη. 3. Τα θέματα αναστολής και διακοπής του χρόνου παραγραφής διέπονται από το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου, σε καμία όμως περίπτωση δεν επιτρέπεται άσκηση αγωγής, βάσει της παρούσας Σύμβασης, μετά τη λήξη οποιουδήποτε από τα εξής διαστήματα: α) διαστήματος πέντε ετών από την ημερομηνία αποβίβασης του επιβάτη ή από την ημερομηνία κατά την οποία θα έπρεπε να λάβει χώρα η αποβίβαση, ανάλογα με το ποια από τις δυο ημερομηνίες είναι μεταγενέστερη ή, εάν προηγείται, β) διαστήματος τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενάγων έλαβε γνώση ή όφειλε ευλόγως να έχει λάβει γνώση της σωματικής βλάβης, απώλειας ή φθοράς που προκλήθηκε από το συμβάν. 4. Παρά τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου, ο χρόνος παραγραφής είναι δυνατό να παραταθεί με δήλωση του μεταφορέα ή κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων μετά την επέλευση της γενεσιουργού αιτίας της αγωγής. Η δήλωση ή συμφωνία πρέπει να είναι έγγραφη» (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π., ΕφΠειρ 181/2001 Δημ. Νόμος, Α. Αντάπασης – Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2020, σελ. 786, Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, Γ΄ έκδ. 2015, σελ. 382). Εξάλλου, ειδικώς ως προς το ζήτημα που ενδιαφέρει την παρούσα υπόθεση, δηλαδή της παραγραφής των αξιώσεων κατά του μεταφορέως, η τάση των Διεθνών Συμβάσεων είναι να ρυθμίζονται από αυτές οι εν λόγω αξιώσεις είτε αυτές στηρίζονται στη σύμβαση μεταφοράς είτε στην αδικοπραξία και μάλιστα κατά τρόπο ενιαίο. Συνακόλουθα, η αξίωση του επιβάτη κατά του μεταφορέα για ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα σωματικής βλάβης αυτού, αν το γεγονός που προκάλεσε τη ζημία αυτή συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς και οφειλόταν σε πταίσμα ή αμέλεια του μεταφορέα ή των υπαλλήλων ή των πρακτόρων του παραγράφεται μετά πάροδο δύο ετών από την ημερομηνία που αποβιβάστηκε ο επιβάτης, είτε ο επιβάτης στηρίξει την απαίτησή του αυτή στη σύμβαση μεταφοράς, είτε στην αδικοπραξία. Στην παραγραφή αυτή υπόκεινται και οι αξιώσεις για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (βλ. ΑΠ 1002/2002 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 12/2003 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 181/2001 ό.π., Κοροτζή, ό.π., σελ. 182, πρβλ. και Γεωργιάδη, σε ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 937 παρ. 4). Η ρύθμιση των λόγων αναστολής και διακοπής της παραγραφής επαφίεται στη lex fori, αλλά εντός των πλαισίων, που ορίζονται από την §3 του άρθ. 16. Έτσι δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση η άσκηση αγωγής μετά το πέρας είτε περιόδου πενταετίας από την ημερομηνία αποβίβασης του επιβάτη ή από την ημερομηνία που η αποβίβαση θα έπρεπε να λάβει χώρα, ανάλογα με το ποια είναι μεταγενέστερη· είτε περιόδου τριετίας από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενάγων έλαβε γνώση ή όφειλε, ευλόγως, να είχε λάβει γνώση της σωματικής βλάβης, απώλειας ή φθοράς που προκλήθηκε από το συμβάν (βλ. σχετ. Α. Αντάπασης – Λ. Αθανασίου, ό.π. σελ. 768, ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π.). Η επιμήκυνση δε αυτή του χρόνου παραγραφής νοείται μόνο σε περίπτωση που από το αφετήριο γεγονός της διετούς παραγραφής έχει μεσολαβήσει γεγονός διακοπής ή αναστολής της παραγραφής (βλ. ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π.). Προκειμένου για το ελληνικό δίκαιο, εφαρμοστέες θα είναι οι διατάξεις του κοινού δικαίου (άρθ. 255 επ. και 260 επ. ΑΚ) και όχι του ΚΙΝΔ (Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, ό.π. σελ. 382).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, η εναγόμενη επαναφέρει, προ παντός άλλου ισχυρισμού, τον ισχυρισμό, που είχε προβάλλει πρωτοδίκως περί συμπληρώσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 16 παρ. 1, 2 α΄, γ’ της ανωτέρω Σύμβασης διετούς παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων του ενάγοντος από την ημερομηνία αποβίβασής του από το άνω πλοίο, άλλως ισχυρίζεται ότι συμπληρώθηκε η προβλεπόμενη στο άρθρο 16 παρ. 3 β’ της Σύμβασης τριετής αποσβεστική προθεσμία των αξιώσεών του από την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε γνώση ή όφειλε ευλόγως να έχει λάβει γνώση της βλάβης και απώλειας, που προκλήθηκε από το ένδικο ναυτικό συμβάν. Ειδικότερα, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η άνω διετής παραγραφή συμπληρώθηκε την 1-1-2017, δηλαδή, σε χρόνο πριν την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς την 3-9-2018 και επιδόθηκε σ’ αυτήν την επόμενη ημέρα και ότι, ακόμη και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η άνω διετής παραγραφή διακόπηκε, κατ’ άρθρο 263 Α.Κ, με τη μνημονευόμενη από τον ενάγοντα από 27-12-2016 προγενέστερη αγωγή του εναντίον της, ασκηθείσα ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, η οποία απορρίφθηκε τελεσίδικα λόγω αοριστίας, κατά τα προαναφερθέντα, οι ένδικες αξιώσεις του υπέπεσαν ήδη στην άνω τριετή αποσβεστική προθεσμία, η οποία συμπληρώθηκε την 1-1-2018. Με το άνω περιεχόμενο οι άνω ισχυρισμοί της εναγομένης είναι ορισμένοι και νόμιμοι, στηριζόμενοι αντίστοιχα στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 16 παρ. παρ. 1, 2 α’ και γ’ και 16 παρ. 3 β’ της άνω Σύμβασης, πλην όμως δεν αποδεικνύονται βάσιμοι κατ’ ουσία και πρέπει να απορριφθούν. Ειδικότερα, από τα έγγραφα που προσάγονται με επίκληση από τους διαδίκους, προκύπτει ότι ο ενάγων αρχικά είχε ασκήσει σε βάρος της εναγόμενης για το ίδιο βιοτικό συμβάν την από 27-12-2016 με Γ.Α.Κ. … και Ε.Α.Κ. …./2016 αγωγή, η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη στις 27-12-2016 (βλ. την προσκομιζόμενη με επίκληση από τον ενάγοντα υπ’ αριθ. …… B’/27-12-2016 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …….), ήτοι εντός δύο ετών από την ημερομηνία αποβίβασής του, στις 29/12/2014, από το άνω πλοίο και συζητήθηκε, αντιμωλία, των διαδίκων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στη δικάσιμο της 23ης-5-2017. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθ. 349/2018 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία η αρχική αυτή αγωγή του απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας ως προς την παθητική νομιμοποίηση της εναγομένης. Σε βάρος αυτής της απόφασης, η οποία επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος στις 2-2-2018 (βλ. τη σχετική επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή Πειραιά …….. στο προσαγόμενο από τον ενάγοντα αντίγραφο της άνω απόφασης), δεν ασκήθηκε έφεση (βλ. το υπ’ αριθ. ……../27-12-2018 πιστοποιητικό περί μη κατάθεσης τακτικών ή έκτακτων ένδικων μέσων της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά) και αυτή κατέστη τελεσίδικη την 4η-4-2018, με την άπρακτη παρέλευση της προβλεπόμενης στο άρθρο 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. προθεσμίας των εξήντα ημερών για την κατάθεση της έφεσης, λόγω της διαμονής του ενάγοντος στο εξωτερικό. Ο ενάγων άσκησε εκ νέου την αγωγή εντός έξι μηνών από την τελεσιδικία της παραπάνω απορριπτικής απόφασης, καθώς η αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 3η-9-2018 και επιδόθηκε στην εναγόμενη την 4η-9-2018 (βλ. την προσκομιζόμενη με επίκληση από τον ενάγοντα υπ’ αριθ. …Γ’/4-9-2018 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …….). Από το περιεχόμενο δε της νέας αγωγής του ενάγοντος κατά της εναγομένης και την αντιπαραβολή του με το περιεχόμενο της προηγούμενης αγωγής, προκύπτει ταυτότητα ιστορικής και νομικής βάσης, με συμπλήρωση των ελλείψεων που προκάλεσαν το δικονομικό απαράδεκτο της πρώτης αγωγής, καθώς και ταυτότητα των αγωγικών αξιώσεων. Επομένως, η κατ’ άρθρο 16 παρ. 1 της άνω Σύμβασης, διετής προθεσμία παραγραφής των ένδικων αξιώσεων του ενάγοντος έχει διακοπεί, κατ’ άρθρο 263 εδ. β’ Α.Κ, με την προηγούμενη από 27-12-2016 αγωγή του, την οποία άσκησε, κατά τα ανωτέρω, εντός δύο ετών από την ημερομηνία που αποβιβάσθηκε από το άνω πλοίο. Για την ταυτότητα του λόγου, με την άσκηση της ανωτέρω από 27-12-2016 αγωγής, διεκόπη και η κατ’ άρθρο 16 παρ. 3 β’ της άνω Σύμβασης τριετής αποσβεστική προθεσμία των ένδικων αξιώσεών του από την ημερομηνία κατά την οποία αυτός έλαβε γνώση ή όφειλε ευλόγως να έχει λάβει γνώση της βλάβης και απώλειας, που προκλήθηκε από το ανωτέρω ναυτικό συμβάν, δεκτής γενομένης ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της αντενστάσεως διακοπής της παραγραφής, που προέβαλε καθ’ υποφορά με την αγωγή του ο ενάγων (βλ. σχετ. ΑΠ 961/2019 Δημ. Νόμος). Επισημαίνεται εδώ ότι οι ανωτέρω προθεσμίες, με βάση το δικαιολογητικό λόγο των σχετικών ρυθμίσεων, καταλαμβάνουν την άσκηση της πρώτης αγωγής και όχι την επανέγερση αυτής εντός εξαμήνου από την τελεσίδικη απόρριψή της για δικονομικούς λόγους, η οποία (επανέγερση) συνιστά αναβίωση της προγενέστερης αγωγής, συμπληρωμένης ως προς τις ελλείψεις, που την καθιστούσαν αόριστη, κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη. Υπό την αντίθετη εκδοχή θα ήταν, άλλωστε, «κενό γράμμα» η παραπομπή της Σύμβασης, με το άρθρο 16 παρ. 3 αυτής, στο δίκαιο του δικάζοντος Δικαστηρίου για τα θέματα αναστολής και διακοπής του χρόνου παραγραφής (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π., . ΕφΠειρ 181/2001 ό.π.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με παρόμοια αιτιολογία, απέρριψε τους ισχυρισμούς της εναγομένης ότι οι ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος υπέπεσαν στην ως άνω διετή παραγραφή, άλλως στην ως άνω τριετή αποσβεστική προθεσμία προς άσκηση του σχετικού δικαιώματός του, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και ο πρώτος λόγος εφέσεως της εναγομένης-εκκαλούσας, με τον οποίο αυτή παραπονείται περί του αντιθέτου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Από την επανεκτίμηση των υπ’ αριθ. …./26-10-2018 και …../26-10-2018 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων …………., που ελήφθησαν, με επιμέλεια του ενάγοντος, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ξάνθης, ………., νομότυπα και ύστερα από εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 422 Κ.Πολ.Δ.  (βλ. σχετ.  την υπ’ αριθ. ….. Γ’/23-10-2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………) και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκομίζουν νόμιμα και επικαλούνται είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και α) τα έγγραφα, που έχουν συνταχθεί στην αγγλική, την ιταλική και την τουρκική γλώσσα και προσάγονται από τους διαδίκους σε νόμιμη, πλήρη ή αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική και β) οι φωτογραφίες και ο ψηφιακός πολυμορφικός δίσκος (DVD) απεικόνισης εικόνας και ήχου, που προσάγει με επίκληση ο ενάγων, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται από την αντίδικό του (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ’ και 2, 448 παρ. 2 και 3, 457 παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δ.) -χωρίς, όμως, η ρητή αναφορά των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη, σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία για το καθένα, είναι, όμως, ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για το σχηματισμό δικανικής κρίσης, σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1456/2018 Δημ. Νόμος)- σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδείχθηκαν, σε σχέση με τα αγόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με τις κρινόμενες εφέσεις θέματα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 27-12-2014 ο ενάγων, κάτοικος Σμύρνης Τουρκίας, ηλικίας τότε 59 περίπου ετών (γεννηθείς την 01.01.1955), ο οποίος συμμετείχε με τη σύζυγό του, ………..,  σε ταξίδι, που είχε διοργανώσει το τουριστικό πρακτορείο «……..», με τόπο αναχώρησης την Κωνσταντινούπολη Τουρκίας και τελικό προορισμό τη Ρώμη Ιταλίας, επιβιβάσθηκε στο λιμένα της Ηγουμενίτσας, επί του υπό σημαία Ιταλίας Ε/Γ – O/Γ πλοίου «ΝΑ», νηολογίου Μπάρι Ιταλίας, υπ’ αριθ. …. (ΙΜΟ …….), το οποίο εκτελούσε το τακτικό κυκλικό του δρομολόγιο Πάτρα – Ηγουμενίτσα – Ανκόνα Ιταλίας, έχοντας 499 καταγεγραμμένους επιβάτες και 55μελές πλήρωμα και μετέβη στην καμπίνα, στην οποία θα διέμενε. Οι καιρικές συνθήκες, που επικρατούσαν, ήταν δυσμενείς, με ακατάπαυστη βροχή, θυελλώδεις ανέμους εντάσεως 8-9 μποφόρ και χαμηλές θερμοκρασίες. Κατά τον παραπάνω χρόνο κυρία του πλοίου ήταν η εδρεύουσα στο Μπάρι Ιταλίας -μη διάδικος στην παρούσα δίκη- εταιρία «…………». Η παραπάνω εταιρία είχε εκναυλώσει το πλοίο της, με την από 31-7-2009 σύμβαση γυμνής ναύλωσης, στην, επίσης, εδρεύουσα στο Μπάρι Ιταλίας -μη διάδικο στην παρούσα δίκη- εταιρία «……». Ακολούθως, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρία («…….») υπεκναύλωσε κατά χρόνο το πλοίο στην εναγόμενη εταιρία («……..»), η οποία το εισέφερε προς εκμετάλλευση στην κοινοπραξία «……….», μη διάδικο στην παρούσα δίκη, της οποίας μέλος ήταν η εναγομένη (βλ. το προσαγόμενο νόμιμα με επίκληση από 9/1/2014 έγγραφο εθνικότητας του πλοίου, στο οποίο έχει σημειωθεί από τον Πλοίαρχο Λ/Σ “…Δήλωσις εφοπλισμού … υπέρ της ……….. εδρευούσης εν Μπάρι… επί τη βάσει συμφώνου γυμνής ναυλώσεως ημερομηνίας 31.07.2009. Δήλωσις εφοπλισμού υπό ημερομηνία 04.09.2009. Πλοίαρχος Λ/Σ…» – βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., Α. Αντάπασης – Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2020, σελ. 402, 428). Τα ανωτέρω γεγονότα, άλλωστε, δεν αμφισβητούνται ειδικά από την εναγομένη. Η άνω κοινοπραξία ήταν η συμβατική μεταφορέας, κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 περ. α’ της άνω Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών 2002, στην παραπάνω σύμβαση διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς επιβάτη, καθώς στο όνομά της καταρτίσθηκε η σύμβαση με τον ενάγοντα (βλ. το με στοιχεία ……… εισιτήριό του, που προσκομίζει και επικαλείται η εναγόμενη), γεγονός, άλλωστε, που δεν αμφισβητείται ειδικά από την τελευταία (άρθρα 261 εδ. β΄, 352 παρ. 1 ΚΠολΔ). Περί ώρα 1.30’ π.μ. της 28ης-12-2014,  το ανωτέρω πλοίο απέπλευσε από την Ηγουμενίτσα και τις αμέσως επόμενες ώρες, πάντως πριν τις 4.00 π.μ, ενώ αυτό είχε ολοκληρώσει το διάπλου του στενού της Κέρκυρας και έπλεε με κατεύθυνση προς την Αδριατική θάλασσα, εκδηλώθηκε πυρκαγιά σε έναν από τους κλειστούς χώρους στάθμευσης οχημάτων, η οποία (πυρκαγιά) ταχύτατα έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις, καθώς εξαπλώθηκε ραγδαία από το κατάστρωμα 4 του πλοίου στο οποίο αρχικά αναπτύχθηκε, σε όλους τους υπόλοιπους χώρους και τα καταστρώματα. Περί ώρα 03.45 ο ενάγων με την σύζυγό του ξύπνησαν εξαιτίας της έντονης οσμής καμμένων καλωδίων και για τον λόγο αυτό εξήλθαν από την καμπίνα τους. Αδυνατώντας να βρουν κάποιο μέλος του πληρώματος, ώστε να λάβουν σχετική ενημέρωση και οδηγίες, λόγω του συνωστισμού, του καπνού και της παντελούς απουσίας συντονισμού των ενεργειών κατάσβεσης της πυρκαγιάς και διάσωσης – εκκένωσης των επιβατών από μέλη του πληρώματος και τον Πλοίαρχο, οι παραπάνω (ο ενάγων μετά της συζύγου του) ακολούθησαν άλλους συνεπιβάτες τους προς ανοικτό χώρο του καταστρώματος του πλοίου, όπου και παρέμειναν μέχρι τη διάσωσή τους από ελικόπτερο το μεσημέρι της 29ης.12.2014, ενώ επικρατούσαν δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Το πρώτο ελικόπτερο διάσωσης εμφανίστηκε περί τις 13.00 της 28ης-12-2014 και ενώ το πλοίο είχε ήδη ξεκινήσει να παίρνει κλίση 20 περίπου μοιρών, δίνοντας προτεραιότητα σε παιδιά και τραυματίες, ανασύροντας 2-3 άτομα κάθε φορά. Σημειώνεται ότι λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών, ήταν αδύνατο να προσεγγίσουν άλλα πλοία το ακυβέρνητο και φλεγόμενο «ΝΑ» και ο μόνος τρόπος διάσωσης των επιβατών του ήταν από αέρος. Αφού βράδιασε, εμφανίστηκε έτερο, μεγαλύτερο ελικόπτερο, το οποίο είχε τη δυνατότητα ν’ ανασύρει 10-15 άτομα κάθε φορά. Ο ενάγων, μετά τη διάσωσή του, μεταφέρθηκε απευθείας σε ναυτική βάση και από εκεί στην Υγειονομική Μονάδα «…….» στο Λέτσε Απουλίας, όπου διαγνώσθηκε με «ραβδομυόλυση εξαιτίας αρχικού κρυοπαγήματος σε υπερτασικό». Ο ενάγων έλαβε εξιτήριο την 30.12.2014 με οδηγίες για λήψη φαρμακευτικής αγωγής, και, ειδικότερα, συνεστήθη σε αυτόν η λήψη αμοξυκιλλίνης – κλαβουλανικού οξέος 875 mg/125 mg 1 tb X 3, καθώς και η χρήση φυσιολογικού ορού (2 λίτρα) (βλ. την προσκομιζόμενη νόμιμα με επίκληση από τον ενάγοντα από 30.12.2014 ιατρική βεβαίωση του ιατρού Π. Μπερκίτσι). Ακολούθως, ο ενάγων μεταφέρθηκε σε ξενοδοχείο και την 01.01.2015 αναχώρησε αεροπορικώς με τη σύζυγό του από την Ιταλία με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, επήλθε ναυτικό συμβάν, κατά τον ορισμό του άρθρου 3 παρ. 5 περ. α’ και γ’ της άνω Σύμβασης των Αθηνών 2002, στον οποίο (ορισμό) περιλαμβάνεται τόσο η πυρκαγιά όσο και το ελάττωμα του πλοίου, με την έννοια της δυσλειτουργίας, αστοχίας ή μη συμμόρφωσης με τους ισχύοντες κανονισμούς ασφαλείας σε σχέση με οποιοδήποτε μέρος του πλοίου ή του εξοπλισμού του, όταν -μεταξύ άλλων- χρησιμοποιείται για την εκκένωση επιβατών ή για την καθέλκυση σωστικών μέσων. Ειδικότερα, σύμφωνα με την τεχνική έκθεση της ομάδας Ιταλών εμπειρογνωμόνων, που διενήργησε πραγματογνωμοσύνη σχετικά με την πυρκαγιά στο επίδικο πλοίο, κατόπιν διορισμού της από το Δικαστήριο του Μπάρι [Ποινική υπόθεση υπ’ αριθ. 20598/2014 RGNR 489 / 15  RGIP (Presiding Investigating Judge of the Court of Bari)], «το συνολικό σύστημα διαχείρισης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης από την πυρκαγιά στο γκαράζ του πλοίου «ΝΑ» παρουσίαζε εμφανή και εγγενή ελαττώματα», οι σωστικές λέμβοι, που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διαδικασία εκκένωσης, όσες έμειναν ανέπαφες από τις φλόγες «δεν χρησιμοποιήθηκαν όπως προβλέπεται από τους κανονισμούς» και «η ενεργοποίηση της γλίστρας διάσωσης δεν έγινε με σωστό τρόπο, θέτοντας σε κίνδυνο όσους τη χρησιμοποίησαν» (βλ. τα σχετικά χωρία του πορίσματος στην από 11-2-2017 δημοσίευση του portal «…………», που προσκομίζεται). Ελαττώματα του πλοίου, κατά την έννοια της προαναφερθείσας διάταξης της άνω Σύμβασης, είχαν, άλλωστε, εντοπιστεί και καταγραφεί και κατά την από 19-12-2014 επιθεώρησή του (…….), που είχε λάβει χώρα στον λιμένα της Πάτρας, στους τομείς της ασφάλειας πυρόσβεσης, της πιστοποίησης, των συστημάτων έκτακτης ανάγκης, των δομικών συνθηκών και των σωστικών συσκευών· ειδικότερα είχε διαπιστωθεί μη σωστή λειτουργία των θυρών ασφαλείας – ανοίγματα σε πυρίμαχα τμήματα, απουσία εγκεκριμένου από λιμενική αρχή σχεδίου SAR (Search and Rescue), ήτοι Σχεδίου Συνεργασίας για επιβατηγά πλοία για περιστατικά έρευνας και διάσωσης, ανυπαρξία μπαταριών και διακοπτών φώτων και συστημάτων εκτάκτου ανάγκης, μη ενδεδειγμένη λειτουργία του κλεισίματος των συσκευών / υδατοστεγών θυρών και διάφορες δυσλειτουργίες στις σωστικές συσκευές. Ως προς την έλλειψη δε του επιβαλλόμενου, βάσει του Κανονισμού V/73 της SOLAS (Διεθνούς Σύμβασης για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα), όπως κυρώθηκε με το π.δ. 160/1997, «σχεδίου συνεργασίας για περιστατικά έρευνας διάσωσης», είχε χορηγηθεί στο επίδικο πλοίο παράταση 14 ημερών, ήτοι έως την 2-1-2015, για την αποκατάστασή του, από το Κ.Λ. Πάτρας (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π.). Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το υπ’ αριθ. 84513-V-028- 001/1-9-2014 πιστοποιητικό κλάσεως του πλοίου των Ιταλών νηογνωμόνων (………), με ισχύ έως την 21η.9.2019, σύμφωνα με το οποίο το πλοίο ήταν κλάσεως C*, εξοπλισμένο προς μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων, εγκεκριμένο για «απεριόριστη ναυσιπλοΐα», ούτε από την από 21.3.2014 «έκθεση επί των υφάλων – κατάσταση στεγανότητας κατά την ανανέωση», που συνετάγη κατόπιν ολοκληρώσεως της επιθεωρήσεως των αναρροφήσεων θαλασσίου ύδατος και των πλεγμάτων τους, των συνδέσεων προς τη θάλασσα κ.λπ., καθώς τα πιστοποιητικά αυτά των νηογνωμόνων δεν παρέχουν πλήρη απόδειξη αναφορικά με την αντοχή, την ευστάθεια και την καλή πλοϊμότητα και αξιοπλοΐα του ένδικου πλοίου και, συνεπώς, δεν αποκλείουν τα προαναφερθέντα ελαττώματα του πλοίου, που εντοπίζονται ιδίως στη διαφυγή και εκκένωση των επιβατών, την καθέλκυση σωστικών μέσων, αλλά και εν γένει στην ασφαλή πλεύση του πλοίου, καθώς, επίσης, δεν αποκλείουν και τις προαναφερθείσες υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις, που βαρύνουν προσωπικά και τον ίδιο ως άνω θαλάσσιο μεταφορέα και, συνεπώς, επισύρουν και την ευθύνη του (βλ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., ΕφΠειρ 1049/2001 Ε.Ν.Δ. τόμ. 30 σελ. 46, Α. Αντάπασης – Λ. Αθανασίου, ό.π., σελ. 634-635). Σημειώνεται ότι μολονότι η δραστηριότητα των ως άνω Ιταλών νηογνωμόνων (Rina) αποσκοπεί στη διασφάλιση της ασφάλειας των επιβατών και του φορτίου ενός πλοίου, τούτο δεν σημαίνει ότι η δραστηριότητά τους ανάγεται στην άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας (βλ. σχετ. Υπόθ. 7-5/2020 ΔΕΚ C-641/2018 Δημ. Νόμος). Άλλωστε, οι συνταξιδιώτες του ενάγοντος, οι μαρτυρίες των οποίων περιέχονται στις ως άνω προσκομιζόμενες νόμιμα με επίκληση ένορκες βεβαιώσεις, καταθέτουν περί μη λειτουργίας των ηλεκτρικών συστημάτων συναγερμού, περί δυσλειτουργίας των συστημάτων πυρόσβεσης, τα οποία δεν ενεργοποιήθηκαν έγκαιρα, παρά την ένταση της πυρκαγιάς, ενώ περιγράφουν και την κατάσταση, που επικρατούσε, λόγω του εκλυόμενου καπνού και τον κίνδυνο δηλητηρίασης από το μονοξείδιο του άνθρακα. Αποδεικνύεται, επομένως, ότι το ένδικο ναυτικό συμβάν, που επήλθε κατά τη διάρκεια της ανωτέρω διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς επιβάτη , οφειλόταν πρωτίστως σε ελλείψεις του πλοίου από αμέλεια της συμβατικής μεταφορέα Κοινοπραξίας (…………..), της οποίας η εναγομένη ήταν ομόρρυθμο μέλος. Μάλιστα η τελευταία, που φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν απέδειξε ότι συντρέχει κάποιος από τους λόγους πλήρους απαλλαγής της συμβατικής μεταφορέα Κοινοπραξίας, που προβλέπονται στο άρθρο 3 παρ. 1 εδ. α’ και β’ της Σύμβασης, ή ότι η πυρκαγιά δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά της ή των μελών του πληρώματος (άρθρο 3 παρ. 3 της Σύμβασης) (βλ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π.). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι εξαιτίας του ένδικου  ναυτικού ατυχήματος, ο επιβαίνων στο άνω πλοίο ενάγων απώλεσε, λόγω ολοσχερούς καταστροφής, μεταχειρισμένα πράγματα κυριότητάς του, συνολικής αξίας 2.500 ευρώ, τα οποία βρίσκονταν στην κατοχή του, υπό την επιτήρηση και τον έλεγχό του, αποτελώντας αποσκευές καμπίνας, κατά τους ορισμούς του άρθρου 1 παρ. 5 και 6 της ως άνω Σύμβασης και συγκεκριμένα απώλεσε τ’ ακόλουθα: α) μπουφάν και πανωφόρια, συνολικής αξίας 500 ευρώ, β) υποδήματα, συνολικής αξίας 400 ευρώ, γ) μία αποσκευή, μάρκας bartuggi, αξίας 150 ευρώ, δ) είδη ένδυσης (μπλούζες, παντελόνια, πουλόβερ, ζακέτες και πουκάμισα,) συνολικής αξίας 450 ευρώ, ε) ένα κινητό τηλέφωνο, μάρκας ETC, αξίας 400 ευρώ, και στ) έναν φορητό υπολογιστή, μάρκας Sony, αξίας 600 ευρώ, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη. Σημειώνεται ότι δεν πλήττονται τα κεφάλαια της εκκαλουμένης με τα οποία απορρίφθηκαν, κατά τα προαναφερθέντα, ως αόριστο το κονδύλι 500,00 ευρώ για απώλεια προσωπικών αντικειμένων του ενάγοντος και ως μη νόμιμο το κονδύλι 1.000 ευρώ για απώλεια μετρητών χρημάτων του.

Περαιτέρω, με βάση τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα-εναγομένη επαναφέρει τον πρωτοδίκως υποβληθέντα ισχυρισμό της περί του ότι η ηθική βλάβη επιβάτη από ναυτικό συμβάν, κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 5α’ της Σύμβασης των Αθηνών 2002, δεν αποτελεί αποκαταστατέα ζημία κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 της ίδιας Σύμβασης (βλ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020, ΤριμΕφΠειρ 636/2020 ό.π., Α. Αντάπασης – Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2020, σελ. 773-774, ό.π.). Από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι από το ένδικο ναυτικό ατύχημα ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, λόγω της μεγάλης σωματικής και ψυχικής ταλαιπωρίας και του ισχυρού συναισθηματικού τρόμου (σοκ), που υπέστη από το μεγάλο κίνδυνο θανάτου, που διέτρεξε και το θάνατο συνεπιβατών του υπό τα όμματά του, περιστατικά που επέδρασαν έκτοτε έντονα στον ψυχικό του κόσμο. Ο ενάγων, μετά τη διάσωσή του, μεταφέρθηκε σε ναυτική βάση και, ακολούθως, στην Υγειονομική Μονάδα «………..» στο Λέτσε Απουλίας, όπου διαγνώσθηκε με «ραβδομυόλυση εξαιτίας αρχικού κρυοπαγήματος σε υπερτασικό». Έλαβε εξιτήριο την 30.12.2014 με οδηγίες για λήψη φαρμακευτικής αγωγής, και, ειδικότερα, συστήθηκε σε αυτόν η λήψη αμοξυκιλλίνης – κλαβουλανικού οξέος 875 mg/125 mg 1 tb X 3, καθώς και η χρήση φυσιολογικού ορού (2 λίτρα). Εν συνεχεία, διαγνώσθηκε με μετατραυματικό στρες, για την αντιμετώπιση του οποίου του συστήθηκε η λήψη φαρμακευτικής αγωγής και, συγκεκριμένα, η λήψη των ακόλουθων φαρμάκων: α) Cipralex 10 ml ½ δισκίο ανά ημέρα την πρώτη εβδομάδα και 1 δισκίο ανά ημέρα μετά την πρώτη εβδομάδα, και β) Dideral ½ δισκίο 2 φορές την ημέρα (βλ. τη με αριθμ. ……../24.08.2015 έκθεση της Υγειονομικής Επιτροπής του Υπουργείου Υγείας της Τουρκικής Δημοκρατίας, η οποία προσκομίζεται στην τουρκική γλώσσα και σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική και συνετάγη μετά από ομόφωνη άποψη της επιτροπής, συγκροτούμενη από Ειδικό Παθολόγο, Χειρουργό, Οφθαλμίατρο, Ωτοριναλαρυγγολόγο, Ψυχίατρο και του Προέδρου της Επιτροπής, σε συνδυασμό με την από 17.03.2015 συνταγογράφηση). ΄Αλλωστε, μόνη η περιέλευση του ενάγοντος σε κίνδυνο απώλειας της ζωής του δύναται να στηρίξει αξίωση χρηματικής του ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 162/2004 Δημ. Νόμος). Για όλα τα προαναφερθέντα, το Δικαστήριο τούτο έχει σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση, χωρίς ν’ απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις, ενόψει και του υπάρχοντος αποδεικτικού υλικού. Συνακόλουθα, το υποβληθέν πρωτοδίκως με τις προτάσεις της εναγόμενης αίτημα περί διεξαγωγής ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διαπιστωθεί η δημιουργία και εξακολούθηση, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ψυχικών διαταραχών στον ενάγοντα, συνεπεία του συμβάντος, η ειδικότερη φύση και η αναμενόμενη διάρκειά τους, το οποίο εξάλλου  δεν υποβάλλεται εκ νέου ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, ορθώς απορρίφθηκε από την εκκαλουμένη. Μετά ταύτα ο ενάγων δικαιούται χρηματική ικανοποίηση προκειμένου να καταστεί δυνατή η ηθική παρηγοριά και ψυχική ανακούφισή του και να υποβοηθηθεί να εξισορροπήσει τις δυσμενείς ψυχολογικές συνέπειες, που του δημιουργήθηκαν από το ένδικο ναυτικό συμβάν. Τη χρηματική του ικανοποίηση αυτή το Δικαστήριο τούτο καθορίζει στο εύλογο κατά την κρίση του ποσό των 50.000,00 ευρώ (άρθρο 932 Α.Κ.), λαμβάνοντας υπόψη: α) τις συνθήκες του  ναυτικού ατυχήματος, που επήλθε και από εγγενή ελαττώματα του πλοίου, β) το μεγάλο κίνδυνο ζωής, που διέτρεξε ο ενάγων, γεννηθείς το έτος 1955, μέχρι την ανέλπιστη διάσωσή του με ελικόπτερο, μετά από 24ωρη περίπου παραμονή του στο ακυβέρνητο και φλεγόμενο πλοίο, το οποίο είχε λάβει κλίση 20 περίπου μοιρών, εν μέσω εξαιρετικά δυσμενών καιρικών συνθηκών που δεν επέτρεπαν την προσέγγιση άλλων πλοίων, γ) την έλλειψη οιουδήποτε πταίσματος του ενάγοντος για το άνω ατύχημα, δ) το είδος της προαναφερόμενης βλάβης, που αυτός υπέστη και το ισχυρό συναισθηματικό τρόμο (σοκ), που βίωσε, καθώς και τις συνέπειες, που το ατύχημα αυτό είχε και θα έχει στον ψυχικό του κόσμο και στην εξέλιξή του και ε) την κοινωνικοοικονομική θέση και κατάσταση των μερών (ο δικαιούχος ενάγων είναι Μηχανολόγος Μηχανικός και διαμένει στη Σμύρνη Τουρκίας και η υπόχρεη εναγόμενη είναι υποναυλώτρια του άνω Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου και το συνεκμεταλλεύεται με την ως άνω Κοινοπραξία). Το ανωτέρω επιδικαζόμενο ποσό είναι ανάλογο με τις προαναφερόμενες συγκεκριμένες περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 2, 9 παρ.2 και 10 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α.), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ. για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως (Ολ.Α.Π. 6/2009, Αρμ 2009, 1162), ενώ υπολείπεται του ανωτάτου ορίου των 250.000 μονάδων υπολογισμού, μέχρι του οποίου, κατ’ άρθρο 3 παρ. 1 της Σύμβασης των Αθηνών 2002, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι αντικειμενική η ευθύνη του μεταφορέα για ζημία, που επήλθε ως αποτέλεσμα σωματικής (και αναλόγως και ηθικής) βλάβης επιβάτη, που προκλήθηκε από ναυτικό συμβάν. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε στον ενάγοντα για την ως άνω αιτία το έλασσον ποσό των 40.000,00 ευρώ, παραβίασε, με το να μην εφαρμόσει, την αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, καθόσον το επιδικασθέν ποσό των 30.000 ευρώ, δεν τελεί σε σχέση ανεκτής αναλογίας με την ηθική βλάβη, που δέχθηκε αυτό ότι υπέστη ο ενάγων, υπό τις περιστάσεις, που προαναφέρθηκαν και κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, υπολείπεται δε και μάλιστα καταφανώς των συνήθως επιδικαζομένων σε παρόμοιες περιπτώσεις, ποσών. Εξάλλου, οι συνθήκες της αδικοπραξίας, όπως επίσης η κοινωνική και η οικονομική κατάσταση των μερών για τον καθορισμό της εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως, δεν αποτελούν αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση αυτών να είναι αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας, αλλά το Δικαστήριο της ουσίας αποφαίνεται γι’ αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (βλ. σχετ. ΑΠ 600/2018 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός εν μέρει, ως ουσιαστικά βάσιμος ο μοναδικός λόγος της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης του ενάγοντος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εναγόμενη, υπό την ιδιότητά της ως μέλους της κοινοπραξίας με την επωνυμία «…………», ευθύνεται για την αποκατάσταση της ζημίας (περιουσιακής και μη περιουσιακής) του ενάγοντος, απορριπτομένων ως κατ’ ουσία αβάσιμων των αντίθετων περί τούτου ισχυρισμών της εναγόμενης και πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την κύρια αγωγική βάση, με την οποία θεμελιώνεται ευθύνη της εναγόμενης, με την ιδιότητά της ως μέλους της κοινοπραξίας, παρελκούσης της έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας της επικουρικής βάσης της ευθύνης της ως πραγματικής μεταφορέα. Πρέπει, επομένως, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των πενήντα δύο χιλιάδων πεντακοσίων (52.500) ευρώ  [50.000,00 +  2.500 (500 + 400 + 150 + 450 + 400 + 600)], με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Σημειώνεται ότι η εναγόμενη δεν επικαλείται την ανήκουσα σε αυτήν ένσταση περί περιορισμού της ευθύνης της ως προς τις σωματικές βλάβες και τις αποσκευές καμπίνας, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 7 και 8 της Σύμβασης όρια ευθύνης για σωματικές βλάβες και απώλειες αποσκευών (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π.) και ως εκ τούτου παρέλκει η έρευνα της προβαλλόμενης από τον ενάγοντα, καθ’ υποφοράν με την αγωγή του, αντένστασης του άρθρου 13 παρ. 1, 2 της άνω Σύμβασης.

Κατόπιν αυτών, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει: Α) να απορριφθεί η από 21-10-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος ηλεκτρονικού παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν νόμιμου σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται στο διατακτικό και Β) να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η από 03-02-2020, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2020 έφεση και να επιστραφεί στον εκκαλούντα το κατατεθέν παράβολο. Ακολούθως, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη με αριθμ. 3411/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο σύνολό της, ώστε να εκδοθεί μια απόφαση, για το ενιαίο του τίτλου εκτελέσεως, η οποία να περιλαμβάνει τόσο τα κεφάλαια της εκκαλουμένης, που με την παρούσα παραμένουν αλώβητα, όσον και εκείνα, που μεταρρυθμίζονται (βλ. σχετ. ΑΠ 873/2013 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 638/2019 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΕφΠειρ 112/2014 Δημ. Νόμος, ΕΘ 1759/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 141/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 580/2012 Δημ. Νόμος), καθώς και ως προς το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, λόγω της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της αποφάσεως (ΑΠ 192/1998 Ε.Δ 39.825, ΤριμΕφΠειρ 638/2020 ό.π., Εφ.Π 716/2011 ΕΝαυτΔ 2012.107). Στη συνέχεια, αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση και δικάσει την υπό κρίση από 3-9-2018 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/3-9-2018 αγωγή (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ), πρέπει να κάνει δεκτή εν μέρει και ως κατ’ ουσία βάσιμη την αγωγή [η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 249 παρ. 1, 293 Ν. 4072/2012, 1, 3 παρ. 1, 3, 4 παρ. 1 και 2, 14 της Σύμβασης των Αθηνών 2002, 1, 3 και 12 του Κανονισμού (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών σε περίπτωση ατυχήματος», 297 εδ. α’, 298 εδ. α’, 299, 345, 346, 482, 932 Α.Κ, 70, 176 Κ.Πολ.Δ.] και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των πενήντα δύο χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (52.500,00), με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν, σε βάρος της εναγομένης, λόγω της ήττας της και ανάλογα με την έκταση αυτής, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), κατ’ αποδοχή του βάσιμου σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, 63 παρ. 1α’, 68 παρ. 1, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων: A) την 21-10-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/2019 έφεση και Β) την από 03-02-2020, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/2020 έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά αυτές.

Α) ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την από 21-10-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. .…/2019 έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Β) ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ ουσίαν την από 03-02-2020, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/2020 έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος παραβόλου.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθ. 3411/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 3-9-2018 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/3-9-2018 αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 3-9-2018 αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των πενήντα δύο χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (52.500,00), με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων ευρώ (3.200,00 ευρώ).

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 25/02/2021 και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στις 05/04/2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ