Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 158/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ  158/2021

TO ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Ιωάννη Αποστολόπουλο Προεδρεύοντα Εφέτη, (κωλυομένων των υπηρετούντων Προέδρων Εφετών και των αρχαιότερων Εφετών) Αικατερίνη Κοκκόλη Εφέτη και Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη-Εισηγήτρια και τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………………………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Λάγγα, βάσει δήλωσης (άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ)  και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Περικλή Μανιατόπουλο.

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, άσκησε κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης-εκκαλούσας την από 16.12.2016  και με αριθμό  έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …………/19.12.2016 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 5419/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία παραπέμφθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του αρμόδιου καθ ύλην Δικαστηρίου του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η αγωγή επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου, με την από 30.1.2018 και με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2018 κλήση του ενάγοντος και επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 5299/2018 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.  Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερα τα διάδικα μέρη, ήτοι α) ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 21.5.2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019 έφεση και β) η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την από 24.1.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2020 έφεση. Δικάσιμος για τη συζήτηση των εφέσεων ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, οπότε οι υποθέσεις που είχαν εγγραφεί στο πινάκιο με αύξοντες αριθμούς 9 και 21 αντίστοιχα εκφωνήθηκαν κατά τη σειρά τους και συζητήθηκαν.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος-εφεσίβλητου που παραστάθηκε με δήλωση, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις προτάσεις που προκατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – εφεσίβλητης, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι υπό κρίση εφέσεις, δηλαδή Α) η από 21.5.2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς  ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2019 και Β) η από 24.1.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020, κατά της υπ’ αριθ. 5299/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η από 16/12/2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2016 αγωγή, ασκήθηκαν παραδεκτά, νομότυπα [άρθρα 495 παρ. 1,511,513 παρ 1β, 514, 517, 520 παρ.1 ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός της κατ’ άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ τασσομένης προθεσμίας, καθώς η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εναγομένη την 23.4.2019 (όπως προκύπτει από την με αριθμό8078Γ/23.4.2019 έκθεση επίδοσης που συνέταξε ο Δικαστικός Επιμελητής  της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………) και οι κρινόμενες εφέσεις ασκήθηκαν με την κατάθεση των δικογράφων στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την 21.5.2019 η υπό στοιχείο Α και προ επιδόσεως, την 28.1.2019 η υπό στοιχείο Β. Επίσης με την άσκηση των εν λόγω εφέσεων κατατέθηκαν τα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ. Α στ. γ του ΚΠολΔ, παράβολα και δη το με κωδικό ………. . ηλεκτρονικό παράβολο Δημοσίου, σε συνδυασμό με την από 22.5.2019 απόδειξη ηλεκτρονικής πληρωμής της ALPHA Bank για την υπό στοιχείο Α έφεση και το με κωδικό …… . ηλεκτρονικό παράβολο Δημοσίου σε συνδυασμό με την από 28.1.2019 απόδειξη ηλεκτρονικής πληρωμής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας για την υπό στοιχείο Β έφεση.   Επομένως, οι εφέσεις πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους [άρθρο 533 ΚΠολΔ], κατά την ίδια πιο πάνω διαδικασία, συνεκδικαζόμενες, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρο 246 ΚΠολΔ).

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών της υπό στοιχείο Α έφεσης με την από 16/12/2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ………/2016 αγωγή του εκθέτει ότι η εναγομένη, με την οποία διατηρούσαν ερωτικό δεσμό, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2004-2011, με την από 10.1.2012 και με στοιχεία ΑΒΜ ……. και ΕΓ ………. έγκληση εις βάρος του την οποία εγχείρησε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς την 12.1.2012, ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι την 14.12.2011, ο ενάγων εισήλθε στην οικία της, βιαιοπράγησε εναντίον της, με διαγκωνισμούς, χτυπώντας την στην κοιλιακή χώρα, σείοντάς την με δύναμη και εν τέλει εκσφενδονίζοντάς την στο κρεβάτι, με αποτέλεσμα της ως άνω βίαιης συμπεριφοράς αυτού να επέλθει παλινδρόμηση της κύησης της και ακολούθως η αποβολή του κυοφορούμενου από την ίδια εμβρύου. Ότι οι ισχυρισμοί αυτοί ήταν ψευδείς, γεγονός που γνώριζε η εναγομένη, καθώς δεν βιαιοπράγησε κατά αυτής, ούτε προκάλεσε την αποβολή του κυοφορούμενου εμβρύου, αλλά η εναγομένη αυτοβούλως προέβη σε τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης της. Ότι με την ως άνω ψευδή καταμήνυση και τους περιεχόμενους σε αυτήν συκοφαντικούς ισχυρισμούς σε βάρος του, των οποίων έλαβαν γνώση τρίτοι, και δη οι δικαστικοί λειτουργοί και γραμματείς που χειρίστηκαν την δικογραφία, η εναγομένη προσέβαλε παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητά του, διαταράσσοντας την ψυχική του ηρεμία και υποβάλλοντάς τον σε δικαστικούς αγώνες, προξενώντας του ηθική βλάβη. Ζήτησε δε με την ως άνω αγωγή του, να υποχρεωθεί η εναγομένη να άρει την προσβολή της προσωπικότητάς του και να παραλείπει αυτήν στο μέλλον, με την απειλή εναντίον της χρηματικής ποινής ύψους 3.000 ευρώ για κάθε τυχόν παραβίαση της εκδοθησσομένης διάταξης, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης και 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από το σχετικό αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης και να αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτής να του καταβάλλει για την ίδια αιτία το ποσό των 10.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που του προκάλεσε έκαστο αδίκημα. Τέλος ζήτησε την καταδίκη της εναγομένης στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού δίκασε την υπόθεση αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, με την με αριθμό 5299/2018 οριστική απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη εξαιτίας της σχετικής αδικοπραξίας της, νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επιπλέον την υποχρέωσε να παραλείπει στο μέλλον κάθε ανάλογη προσβολή της προσωπικότητάς του ενάγοντος, με απειλή χρηματικής ποινής πεντακοσίων (500) ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες με τις εφέσεις τους, ως άνω υπό στοιχεία  (Α) και (Β) αντίστοιχα, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν ο μεν ενάγων και ήδη εκκαλών της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ έφεσης να μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολο της η ανωτέρω αγωγή του, η δε εναγομένη και ήδη εκκαλούσα της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ έφεσης να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ώστε να απορριφθεί η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή καθ’ ολοκληρίαν.

Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117του ίδιου κώδικα, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο, και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι επί παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας, ο αδικηθείς δικαιούται να αξιώσει, πλην άλλων, χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 932 του Α.Κ. “Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του”. Κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 914 του ΑΚ και 216 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία επιδιώκεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, πρέπει στο δικόγραφο αυτής να εκτίθεται με ακρίβεια η τέλεση αδικοπραξίας από τον υπόχρεο, καθώς και η πρόκληση ηθικής βλάβης, για την οποία πρέπει να ζητείται ορισμένο χρηματικό ποσό. Το Δικαστήριο δε έχει τη δυνητική ευχέρεια, βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και της λογικής και ύστερα από εκτίμηση των περιστάσεων κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η άδικη πράξη του υπόχρεου, και ιδίως του βαθμού πταίσματος τούτου, του είδους της προσβολής και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης υπόχρεου και δικαιούχου, να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι ο δικαιούχος υπέστη ηθική βλάβη, και, περαιτέρω, να καθορίσει κατά την ελεύθερη κρίση του το ποσό αυτής. Οι ως άνω συμπαρομαρτούσες συνθήκες, και ειδικότερα η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, λαμβάνονται υπόψη για να καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος και δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, τα οποία απαιτείται να αναφέρονται στην αγωγή για να είναι ορισμένη, αλλά δύναται να προκύψουν και από τις αποδείξεις (ΑΠ 242/2008  Εφ.Θεσ. 1053/2009 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση η από 16/12/2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2016 αγωγή, που άσκησε ο ενάγων υπό το προεκτεθέν περιληπτικά περιεχόμενο και αίτημά της, είναι πλήρως ορισμένη, αφού περιέχονται σ’ αυτήν τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία που θεμελιώνουν την επίδικη αξίωση του ενάγοντος κατά της εναγομένης από την παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς του. Δεν ήταν δε αναγκαίο να αναφέρονται επιπλέον στο δικόγραφό της περισσότερα προσδιοριστικά στοιχεία, βάσει των οποίων θα καθοριστεί το ύψος της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, όπως η περιουσιακή κατάσταση των μερών, διότι το στοιχείο αυτό δεν είναι ίδιον και αυτοτελές, αλλά βοηθητικό και δύναται να προκύψει από τις αποδείξεις. Επιπλέον στην ως άνω αγωγή αναφέρεται ρητά ότι η εναγομένη προέβη στην κατάθεση της έγκλησή της εν γνώσει της αναλήθειας των ισχυρισμών που εκτέθηκαν ανωτέρω, αναφορά που επαρκεί για να προσδιορίσει την υπαιτιότητα της εναγομένης κατά την διισχυριζόμενη αδικοπρακτική της συμπεριφορά. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η ανωτέρω αγωγή είναι ορισμένη δεν έσφαλε, κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της έφεσης (υπό στοιχείο Β΄), με τον οποίο η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η αγωγή του ενάγοντος πάσχει αοριστίας, επειδή δεν αναφέρεται σ’ αυτήν η οικονομική, κοινωνική και επαγγελματική της κατάσταση και η ύπαρξη δόλου της κατά την άσκηση της έγκλησης σε βάρος του ενάγοντος.

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 914, 932 του ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση παράνομης προσβολής της προσωπικότητας γεννάται αξίωση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης. Προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως η εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ., που εφαρμόζονται και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του Π.Κ. όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλον γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναληθείας του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέλησή του να ισχυριστεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση η προερχόμενη ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης που γίνεται από άλλον. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Στην έννοια του τρίτου,  κατά την ερμηνεία του γράμματος των άνω νομικών διατάξεων, εντάσσεται κάθε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς κ.λπ, που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης, ο  ρόλος των οποίων, ως θεσμικών οργάνων της δικαιοσύνης, που υποχρεούνται να λαμβάνουν και εξετάζουν δικόγραφα με τυχόν συκοφαντικούς ισχυρισμούς δεν αναιρεί την ιδιότητα τους ως τρίτων (ΟλΑΠ 3/2021, ΑΠ 352/2020, ΑΠ 1926/2019, ΑΠ 841/2019, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 789/2019,  ΑΠ 688/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1013/2018, ΑΠ 1777/2017 ΤΝΠ ΔΣΑ). Με τον υπό στοιχείο Η λόγο της έφεσής της (Β΄), η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι δεν στοιχειοθετείται  συκοφαντική δυσφήμιση σε βάρος του ενάγοντος επειδή οι δικαστικοί λειτουργοί και γραμματείς που έλαβαν γνώση της έγκλησης της δεν είναι τρίτοι κατά την έννοια του νόμου, όμως, ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η ανωτέρω αγωγή είναι νόμιμη δεν έσφαλε, και ο ως άνω περί του αντιθέτου λόγος (Η΄) της έφεσης (υπό στοιχείο Β΄) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Στο άρθρο 527 του ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται στην προκείμενη υπόθεση, κατά το άρθρο ένατο παρ. 2 του ν. 4335/2015, ενόψει του η έφεση ασκήθηκε μετά την 1-1-2016) ορίζεται ότι «Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προβλήθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) …, 2) …, 3) …, 4) …, 5) …, 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου…». Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, σχετικώς με την προαναφερθείσα (υπ’ αριθ. 6) εξαίρεση από τον κανόνα της απαγόρευσης προβολής νέων ισχυρισμών στο δεύτερο βαθμό, οι αντίστοιχοι ισχυρισμοί πρέπει να αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου ή να αποδεικνύονται εγγράφως, δηλαδή με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο πλήρους απόδειξης, η απόδειξη δε πρέπει να είναι άμεση και όχι σε συνδυασμό με τεκμήρια. Την συνδρομή δε εξαιρετικής περίπτωσης (ή και περισσότερων) από τις παραπάνω για την επιτρεπτή προβολή νέων πραγματικών ισχυρισμών για πρώτη φορά στο εφετείο, οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο διάδικος που προβάλλει τους ισχυρισμούς αυτούς (ΑΠ 1099/2017, ΑΠ 243/2015), ο οποίος πρέπει να επικαλεστεί τη δικαστική ομολογία ή τα έγγραφα, τα οποία πρέπει να προσκομίσει, και από τα οποία αποδεικνύεται ο νέος πραγματικός ισχυρισμός (ΑΠ 961/2019 ΝΟΜΟΣ ΕφΔωδ 31/2019 ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη «ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΠολΔ» εκδ. 2η τ. Ι αρθρ. 527 σελ. 846, 847 και 853). Στην κρινόμενη περίπτωση, η εκκαλούσα –εναγομένη με τον υπό στοιχείο Δ λόγο της έφεσής της (Β΄), προβάλλει μεταξύ άλλων, το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ένσταση περί παραγραφής της επίδικης αξίωσης του ενάγοντος, ισχυριζόμενη ότι το δικαίωμά του  για την άσκηση της αγωγής έχει παραγραφεί, καθώς έχει παρέλθει πενταετία από τότε που έλαβε γνώση των ισχυρισμών της, ήτοι το έτος 2012, οπότε έδωσε εξηγήσεις στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης που διεξήχθη για τα καταγγελλόμενα με την από 12.1.2012 έγκληση αυτής, μέχρι την άσκηση της αγωγής. Ο ως άνω λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη, επειδή η εκκαλούσα δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει τα έγγραφα από τα οποία αποδεικνύεται ο ισχυρισμός της, ήτοι τις έγγραφες εξηγήσεις του ενάγοντος στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης, ούτε επικαλείται ομολογία του. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε, με την επίδοσή της στην εναγομένη την 27.12.2016 (βλ. την με αριθμό ………/27.12.2016 έκθεση επίδοσης που συνέταξε ο Δικαστικός Επιμελητής στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….), ήτοι πριν την πάροδο πενταετίας από το έτος 2012, οπότε κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης έλαβε γνώση της έγκλησής της ο ενάγων.

Τέλος, κατά την έννοια του άρθρου 932, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου. Επίσης, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό του εύλογου αυτού χρηματικού ποσού είναι ο χρόνος της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Ακόμη, ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου. Ωστόσο, στη σχετική κρίση του τελευταίου, επιβάλλεται να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την έννοια ότι η κρίση αυτή δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα τη κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά στο δικαιούχο – παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά στον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (βλ. ΑΠ 1146/2019, ΑΠ 1008/2019, ΑΠ 574/2019, ΑΠ 142/2019, ΑΠ 65/2019 ΝΟΜΟΣ).

Από την επανεκτίμηση της με αριθμό ……./28.3.2017 ένορκης βεβαίωσης που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, μετά από νόμιμη κλήτευση της εναγομένης (όπως προκύπτει από την με αριθμό ……../23.3.2017 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών), της με αριθμό ……/28.3.2017 ένορκης βεβαίωσης που λήφθηκε με επιμέλεια της εναγομένης, μετά από νόμιμη κλήτευση του ενάγοντος (όπως προκύπτει από την με αριθμό ……./23.3.2017 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή που εδρεύει στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών ……….), και  όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που προσκόμισαν με νόμιμη επίκληση οι διάδικοι, και είναι πρόσφορα είτε για πλήρη απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη την 12.1.2012 υπέβαλε, μέσω της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής, στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά την από 10.1.2012 έγκλησή της σε βάρος του ενάγοντος στην οποία εξέθετε ότι διατηρούσαν ερωτικό δεσμό επί επτά έτη. Ότι την 23.11.2011, διαπίστωσε ότι ήταν έγκυος  από τον ενάγοντα, ο οποίος μετά την ανακοίνωση της εγκυμοσύνης της στον ίδιο επέδειξε αντιφατική συμπεριφορά, καθώς άλλες φορές ήταν ενθουσιασμένος στην προοπτική της δημιουργίας οικογένειας, ενώ άλλες φορές αμφισβητούσε την ικανότητά της να αναθρέψει το τέκνο της και την παρότρυνε να προβεί σε διακοπή της κύησης. Ότι η ίδια την 13.12.2011 λόγω της αντιφατικής αυτής συμπεριφοράς του, του ζήτησε να χωρίσουν. Ότι την επόμενη ημέρα (14.12.2011), ο ενάγων μετέβη στην οικία που κατοικεί με τους γονείς και τον αδελφό της, και επιτέθηκε στην μητέρα της εναγομένης την οποία θεωρούσε ως ηθική αυτουργό του χωρισμού τους. Ότι η προσπάθεια της εναγομένης να υπερασπιστεί την μητέρα της, επέφερε την αντίδραση του, οπότε εξαγριωμένος επιτέθηκε στην εναγομένη με διαγκωνισμούς και χτυπήματα στην κοιλιακή χώρα της, την έπιασε μετά δυο του χέρια, την ταρακούνησε με μεγάλη δύναμη και τελικά την εκσφενδόνισε στο κρεβάτι. Ότι αποτέλεσμα αυτής της βίαιης συμπεριφοράς του ενάγοντος ήταν η παλινδρόμηση της κύησης της εναγομένης και τελικώς η αποβολή του κυοφορούμενου εμβρύου. Ότι την ίδια ημέρα η μητέρα της υπέβαλε σε βάρος του ενάγοντος μήνυση ζητώντας την τιμωρία του για τα αδικήματα της σωματικής βλάβης, της εξύβρισης και της απειλής. Εν συνεχεία, στην ίδια έγκληση η εναγομένη παραθέτει  περιστατικά, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, έλαβαν χώρα από την 15.12.2011 μέχρι την 11.1.2012, κατά τα οποία ο εναγόμενος απείλησε και εξύβρισε κατ’ εξακολούθηση, δημόσια, την ίδια και μέλη της οικογένειάς της, με σκοπό την τρομοκράτηση και τον εξευτελισμό της, και επιπλέον δημιούργησε ιστοσελίδα σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης (facebook) όπου ανάρτησε το όνομα, τον αριθμό τηλεφώνου της οικίας και της εργασίας της, φωτογραφία στην οποία απεικονιζόταν η ίδια ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι με ελαφρύ ρουχισμό, την οποία (σελίδα) εξόπλισε με δυνατότητα σύνδεσης (link) σε ιστοσελίδα με τον τίτλο «Γιατί έκανα έκτρωση-κάντε και εσείς» και με αναρτημένο κείμενο όπου η εναγομένη φέρεται να προτρέπει άλλες γυναίκες να προβούν σε έκτρωση των κυοφορούμενων εμβρύων τους. Συνεπεία της έγκλησης αυτής ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του ενάγοντος για τις κακουργηματικές πράξεις της τεχνητής διακοπής εγκυμοσύνης και της μετάδοσης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα χωρίς δικαίωμα, και για την πλημμεληματική πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση και ο ίδιος κλήθηκε σε απολογία ενώπιον του Ανακριτή του Α΄ Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιά προκειμένου να απολογηθεί για τις αποδιδόμενες σε αυτόν πράξεις. Κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης και της ανάκρισης που διενεργήθηκε με βάση την έγκλησή της, η εναγομένη δεν προσκόμισε κάποιο ιατρικό έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ότι την 14.12.2011 κατά το περιστατικό που προεκτέθηκε δέχτηκε χτυπήματα στην κοιλιακή χώρα, ή υπέστη σωματική βλάβη, ούτε οποιοδήποτε έγγραφο που να πιστοποιεί την παλινδρόμηση της κύησής της, την αιτία αυτής, ούτε τέλος, κάποιο έγγραφο από το οποίο να προκύπτει η αιτία διακοπής της εγκυμοσύνης της, και ο χρόνος αυτής. Επιπλέον αν και με την από 25. 11.2014 εισαγγελική παραγγελία κλήθηκε στα πλαίσια συμπληρωματικής προκαταρκτικής εξέτασης να διευκρινίσει μεταξύ άλλων αν κατέχει ιατρικό πιστοποιητικό από το οποίο να προκύπτει η αιτία διακοπής της κύησής της με τις από 16.12.2014 και 28.1.2015 καταθέσεις της ενώπιον της Πταισματοδίκη του Β τμήματος Πειραιώς δεν κατέθεσε οτιδήποτε συγκεκριμένο, αλλά αρκέστηκε να αναφέρει ότι κατέχει ιατρικά έγγραφα από τα οποία προκύπτει ότι η κύησή της διακόπηκε λόγω ψυχικής και σωματικής βίας που άσκησε σε βάρος της ο ενάγων, εξαιτίας της οποίας προκλήθηκε παλίνδρομη κύηση. Τον ισχυρισμό αυτό επανέλαβε και κατά τη διάρκεια της παρούσας δίκης, χωρίς να προσκομίζει οποιοδήποτε έγγραφο που να βεβαιώνει την πρόκληση σωματικών βλαβών κατά την κρίσιμη ημερομηνία, πολλώ δε μάλλον βλαβών ικανών να επιφέρουν την διακοπή της κύησής της, είτε έγγραφο που να προσδιορίζει τον χρόνο διακοπής της κύησης και την αιτία αυτής. Το χειρόγραφο σημείωμα που προσκομίζει ως σχετικό με αριθμό 7 το οποίο επιγράφεται ως « Ιστολογική εξέταση ………… –κλινικές πληροφορίες παλίνδρομο κύηση», κατά το οποίο εξετάστηκαν ευρήματα που κρίθηκαν συμβατά με υπολείμματα ενδομητρίου κύησης με επί μέρους μορφολογικά χαρακτηριστικά ενδεικτικά παλίνδρομου κύησης, δεν φέρει όνομα συντάκτη, ούτε ημερομηνία σύνταξης και σε κάθε περίπτωση δεν βεβαιώνει την αιτία της παλίνδρομης κύησης. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, και δη την παντελή απουσία αποδεικτικών μέσων από τα οποία να αποδεικνύεται ότι η διακοπή της κύησης της εναγομένης επήλθε ως αποτέλεσμα προηγούμενης ενέργειας σε βάρος της από τον ενάγοντα, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το με αριθμό 147/2017 βούλευμά του, κατά του οποίου δεν ασκήθηκαν ένδικα μέσα, αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του ενάγοντος, λόγω έλλειψης επαρκών ενδείξεων για την πράξη αυτή, ενώ τον παρέπεμψε για την πράξη της μετάδοσης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα χωρίς δικαίωμα. Η εναγομένη ισχυρίζεται περαιτέρω, ότι δεν δύναται να προσκομίσει τα έγγραφα που κατέχει και βεβαιώνουν τους ισχυρισμούς της, επειδή επιθυμεί να προστατεύσει τους ιατρούς και το προσωπικό του νοσηλευτικού ιδρύματος που την περιέθαλψε κατά την διακοπή της κύησής της,  από την εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς του ενάγοντος απέναντί τους, καθώς το δικαίωμα στην σωματική ακεραιότητα και ζωή των προαναφερθέντων ατόμων είναι υπέρτερο του δικαιώματος στην προστασία της προσωπικότητας του ενάγοντος. Ο ως άνω ισχυρισμός δεν κρίνεται πειστικός ειδικά μετά την πάροδο χρονικού διαστήματος εννέα ετών από την εκδήλωση της καταγγελλόμενης συμπεριφοράς του ενάγοντος και σε κάθε περίπτωση δεν αναπληρώνει την αδυναμία απόδειξης των ισχυρισμών της εναγομένης, ούτε συνιστά λόγο άρσης του αδίκου, υπό την έννοια του άρθρου 367παρ.2 του ΠΚ, καθώς η εν λόγω διάταξη δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση συκοφαντικής δυσφήμισης, επιπλέον δε η άδικη πράξη που καταλογίζεται στην εναγομένη δεν είναι η απόκρυψη των εγγράφων που τυχόν κατέχει αλλά οι ψευδείς κατηγορίες της σε βάρος του ενάγοντος και επομένως πρέπει να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της που περιλαμβάνονται στον υπό στοιχείο Β λόγο έφεσης αυτής. Αποδείχθηκε, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, ότι τα καταγγελλόμενα με την από 10.1.2012 έγκληση της εναγομένης περί βίαιης συμπεριφοράς του εναγομένου απέναντί της που οδήγησε στην παλινδρόμηση της κύησής της και την διακοπή αυτής, ήταν ψευδή και η εναγομένη προέβη στην εξιστόρηση των περιστατικών αυτών εν γνώσει του ψεύδους τους και με σκοπό να προκαλέσει την δίωξή του για την πράξη αυτή, ενώ παράλληλα ήταν  αντικειμενικά ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του εναγομένου, ο οποίος φέρεται ψευδώς να επιτίθεται στην εναγομένη αδιαφορώντας πλήρως για την τύχη του κυοφορούμενου από αυτήν εμβρύου, και η ενέργειά του αυτή να προκαλεί την απώλεια του κυοφορούμενου τέκνου τους. Ο ισχυρισμός της εναγομένης που προβάλλεται με τον υπό στοιχείο Ι λόγο της έφεσής της, ότι λόγω εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων η εκκαλουμένη δεν δέχθηκε ότι ο ενάγων βιαιοπράγησε εναντίον της, τυγχάνει απορριπτέος, καθώς όπως προαναφέρθηκε δεν προσκόμισε κάποιο αποδεικτικό μέσο που να επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό της. Περαιτέρω, το γεγονός της καταδίκης του ενάγοντος με την με αριθμό 13471/2011 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά σε ποινή φυλάκισης έξι μηνών για σωματικές βλάβες που προκάλεσε στην μητέρα της εναγομένης κατά την ίδια ημερομηνία, δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, καθώς η βιαιοπραγία σε βάρος της μητέρας της εναγομένης δεν συνεπάγεται την βιαιοπραγία του ενάγοντος και σε βάρος της ίδιας. Ακόμα η παρεμπίπτουσα κρίση του με αριθμό 147/2017 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά, στα πλαίσια της διερεύνησης του αδικήματος της τεχνητής διακοπής εγκυμοσύνης της εναγομένης, σύμφωνα με την οποία ο ενάγων την 14.12.2011 διαγκώνισε στην κοιλιά, ταρακούνησε και εκσφενδόνισε την εναγομένη στο κρεβάτι δεν δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, και δεν επαρκεί ελλείψει άλλων αποδεικτικών στοιχείων να το οδηγήσει σε συμπέρασμα περί του ότι τελέσθηκε η ανωτέρω επικληθείσα βιαιοπραγία του ενάγοντος και σε βάρος της ίδιας. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι με την υποβληθείσα έγκληση δεν ζήτησε την τιμωρία του ενάγοντος για το αδίκημα της τεχνητής διακοπής της κύησης, αλλά για έτερα αδικήματα, ήτοι για παράβαση του άρθρου 370 Γ ΠΚ (παράνομη πρόσβαση σε πληροφοριακό σύστημα), συκοφαντική δυσφήμιση, απειλή, διατάραξη οικιακής ειρήνης και εκβίαση, δεν ασκεί επιρροή ως προς το δόλο αυτής, καθώς αφενός πρόκειται περί αδικήματος που διώκεται αυτεπαγγέλτως, και στην έγκληση αναφέρονταν τα πραγματικά περιστατικά που ήταν ικανά να κινήσουν την ποινική δίωξη σε βάρος του ενάγοντος για το εν λόγω αδίκημα, ενώ σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν δηλώθηκε επιθυμία της εναγομένης να μην προχωρήσει η ποινική διαδικασία και για την πράξη αυτή, απορριπτομένων των σχετικών ισχυρισμών της που διαλαμβάνονται στον υπό στοιχείο Δ  λόγο της έφεσής της. Πρωτοδίκως, η εναγομένη, παραδεκτά με τις προτάσεις της, προέβαλε την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος, την οποία επαναφέρει με τους υπό στοιχείο Δ και Ε λόγους της έφεσής της, υπό την μορφή, της αποδυνάμωσης του δικαιώματός του. Ισχυρίστηκε ειδικότερα, ότι από το έτος 2012 οπότε ο ενάγων πληροφορήθηκε το περιεχόμενο των καταγγελιών της, παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να ασκήσει την αγωγή, γεγονός το οποίο σε συνδυασμό με την έκδοση κατά την διάρκεια των ετών αυτών καταδικαστικών αποφάσεων σε βάρος του, στα πλαίσια της αντιδικίας του με την εναγομένη, της δημιούργησαν εύλογα την πεποίθηση ότι αναγνωρίζοντας το άδικο των πράξεών του δεν θα προέβαινε στην άσκηση της ένδικης αγωγής, η οποία είναι η μοναδική που έχει ασκήσει σε βάρος της. Η ως άνω ένσταση της εναγομένης ορθώς απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως ουσία αβάσιμη, καθώς καθ όλο το διάστημα που διέδραμε μεταξύ της υποβολής της ανωτέρω έγκλησης της εναγομένης και της άσκησης της ένδικης αγωγής, δεν επήλθε ειρήνευση στις σχέσεις των διαδίκων, αντίθετα συνεχίστηκε η αντιδικία τους, ενώ δεν αποδείχθηκαν πραγματικά περιστατικά αναγόμενα σε συμπεριφορά του ενάγοντος που να καταδεικνύουν οτι ο ίδιος λόγω της ποινικής καταδίκης του, για περιστατικά σε βάρος της ενάγουσας και της οικογένειάς της έχει απεμπολίσει την διεκδίκηση των νόμιμων δικαιωμάτων του, και επομένως οι σχετικοί λόγοι έφεσης τυγχάνουν απορριπτέοι. Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι με τις επίδικες αναφορές, που έγιναν γνωστές σε τρίτους, και δη στους δικαστικούς λειτουργούς και τους δικαστικούς υπαλλήλους που χειρίστηκαν την εν λόγω έγκληση της εναγομένης, προσβλήθηκε η προσωπικότητα του ενάγοντος, η προσβολή αυτή ήταν παράνομη και υπαίτια και του προκάλεσε ηθική βλάβη, ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις, ώστε ο ενάγων να δικαιούται χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, όπως, ορθώς δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου λόγων της έφεσης (υπό στοιχείο Β΄), που προεκτέθηκαν. Επίσης, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι, λόγω των ποινικών καταδικών του ενάγοντος στα πλαίσια της αντιδικίας με την ίδια και την οικογένειά της, της αντικοινωνικής συμπεριφοράς και της επιθετικότητάς που επιδεικνύει απέναντί τους, δεν δικαιολογείται η προσβολή της προσωπικότητάς του από τη σχετική συμπεριφορά της, τυγχάνει απορριπτέος, καθώς και τα άτομα που καταδεικνύουν παραβατική συμπεριφορά δεν εξαιρούνται του δικαιώματος προάσπισης των δικαιωμάτων τους, μεταξύ αυτών και του δικαιώματος υπεράσπισης της τιμής και της υπόληψής τους, που συνιστούν εκφάνσεις της προσωπικότητάς τους, όταν άδικα κατηγορούνται για αξιόποινες πράξεις τις οποίες δεν έχουν τελέσει, απορριπτομένου του υπό στοιχείο Γ λόγου έφεσης της εναγομένης. Λαμβάνοντας δε υπόψη  τις συνθήκες τέλεσης της προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος, το είδος και την έκταση αυτής, το δόλο της εναγομένης, το γεγονός ότι ο ενάγων είναι ελεύθερος επαγγελματίας, με την ιδιότητα του τεχνικού προγραμματιστή ηλεκτρονικών υπολογιστών και η ενάγουσα ιδιωτική υπάλληλος (πωλήτρια) σε εκπτωτικό εμπορικό κέντρο, και ιδίως το γεγονός ότι η προσβολή αυτή είχε συγκεκριμένο και περιορισμένο κύκλο αποδεκτών (της Πταισματοδίκου Πειραιώς, του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς, των αρμοδίων δικαστικών υπαλλήλων, καθώς και των λοιπών Δικαστικών Λειτουργών, που χειρίστηκαν την υπόθεση) χωρίς να ακολουθήσει διαδικασία στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και άρα περιορισμένο κοινωνικό αντίκτυπο, σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, που κρίνεται εύλογο, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο  με την εκκαλούμενη απόφασή του υποχρέωσε την εναγομένη να  καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ως άνω αιτία (ηθική βλάβη) έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το βάσιμο, υπό στοιχείο Ζ λόγο της έφεσης (Β΄) της εναγομένης, απορριπτομένου του συναφούς λόγου έφεσης (Α΄) του ενάγοντος, με την οποία ζητούσε την επιδίκαση του αρχικά αιτούμενου ποσού των 30.000 ευρώ. Επισημαίνεται ακόμα, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς επιδίκασε μια ηθική βλάβη στον ενάγοντα και όχι δυο ξεχωριστές σύμφωνα με το αγωγικό αίτημα, καθώς η ηθική βλάβη που υπέστη ο ενάγων απορρέει από το ίδιο βιοτικό συμβάν, ήτοι την κατάθεση της από 10.1.2012 έγκλησης της εναγομένης, (Α.Π. 1854/2017 ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εναγομένου, που περιλαμβάνονται στην έφεσή του. Εξάλλου, με δεδομένο ότι η αντιδικία των διαδίκων συνεχίζεται, με εκκρεμή ποινική δίκη, καθώς μετά από σχετική αίτηση της εναγομένης, ασκήθηκε η με αριθμό …../2019 έφεση από τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς κατά της με αριθμό 836/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, με την οποία έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη σε βάρος του ενάγοντος για παράβαση του άρθρου 22 παρ.6 Ν. 2472/1997, κρίνεται ότι  είναι βάσιμος ο κίνδυνος επανάληψης ανάλογων  προσβολών από πλευράς της εναγομένης στο μέλλον, ώστε θα πρέπει να υποχρεωθεί η τελευταία να παραλείπει στο μέλλον τους περιεχόμενους στην ανωτέρω έγκλησή της, συκοφαντικούς ισχυρισμούς, σε βάρος του ενάγοντος, με απειλή χρηματικής ποινής 500 € για την περίπτωση παράβασης της απόφασης (άρθρο 947 ΚΠολΔ), όπως ορθά έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση απορριπτομένου του υπό στοιχείο ΣΤ λόγου έφεσης (Β΄) της εναγομένης.

Συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη από 21.5.2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2019 έφεση του ενάγοντος και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατέθεσε με την άσκησή της στο Δημόσιο Ταμείο, να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη (ως προς τον ανωτέρω λόγο της) η από 24.1.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020 έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της,  αφού δε η  υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό,  να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη από 16.12.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/19.12.2016 αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, να υποχρεωθεί η εναγομένη α) να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των δυο χιλιάδων (2.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, β) να παραλείπει στο μέλλον  την προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, με ψευδείς ισχυρισμούς και συγκεκριμένα να παραλείπει να ισχυρίζεται ότι συνεπεία βιαιοπραγίας του ενάγοντος σε βάρος της που έλαβε χώρα την 14.12.2011 υπέστη παλινδρόμηση η κύησή της, που οδήγησε σε αποβολή του κυοφορούμενου εμβρύου, με απειλή χρηματικής ποινής πεντακοσίων (500) ευρώ  για κάθε περίπτωση παράβασης της απόφασης. Ακόμη, τα δικαστικά έξοδα, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 §  1 του ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος  της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, σε βάρος της εναγομένης – εκκαλούσας της ως άνω υπό στοιχείο Β΄έφεσης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 επ. του ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης, που  κατατέθηκε από την εκκαλούσα για την άσκηση της έφεσής της στην ίδια  (άρθρο 495 § 4 του ΚΠολΔ), όπως εκτίθεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις α) από 21.5.2019 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019 και β) από 24.1.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2020, εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 5299/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις ανωτέρω εφέσεις.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την από 21.5.2019 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019 έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε με την από  21.5.2019 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019 έφεση στο Δημόσιο Ταμείο.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ ουσίαν την από 24.1.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2020 έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε με την από  24.1.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2020 έφεση, στην εκκαλούσα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από  16.12.2016  και με αριθμό  έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………./19.12.2016 αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν εν μέρει.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, το ποσό των δύο χιλιάδων  (2.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη  να παραλείπει στο μέλλον να ισχυρίζεται ότι συνεπεία σωματικών βλαβών που της προκάλεσε ο εναγόμενος την 14.12.2011 υπέστη παλινδρόμηση η κύησή της, που οδήγησε σε αποβολή του κυοφορούμενου από αυτήν εμβρύου.

ΑΠΕΙΛΕΙ  χρηματική ποινή πεντακοσίων (500) ευρώ για κάθε περίπτωση παράβασης της αμέσως προηγούμενης διάταξης της  απόφασης.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ  σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 5-12-2020 και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Εφέτη, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκκόλη και Εμμανουηλία–Αλεξάνδρα Κεχαγιά Εφέτες και με την Γραμματέα, Τριανταφυλλιά Λαμπροπούλου χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων στις  16-3-2021.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ