Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 286/2021

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:   286/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε o Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………, στον Πειραιά, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης Εταιρίας …………. η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Νικόλαο Λυγούρη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …………., ο οποίος δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο εφεσίβλητος άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήματος Ναυτικών Διαφορών), εναντίον της εκκαλούσας, κατά την τακτική διαδικασία, την από 2/12/2013 και με αριθμ. κατάθ. ………/02-12-2013 αγωγή του, ζητώντας να γίνει αυτή δεκτή.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αρχικά με τη συμπροσβαλλομένη, με αριθμ. 59/08-01-2016 μη οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 26-05-2015, κατά την τακτική διαδικασία, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης για τη διενέργεια της αναφερομένης σε αυτήν πραγματογνωμοσύνης και εν συνεχεία με την εκκαλουμένη, με αριθμ. 2761/15-06-2018 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 10-10-2017, κατά την τακτική διαδικασία, και τη διενέργεια της ταχθείσας πραγματογνωμοσύνης, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως παραπονείται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, με την από 03-01-2019 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε, την 08-01-2019, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……../2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, την 11-02-2019, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………/2019, προσδιορίστηκε δε αρχικά για τη δικάσιμο της 24-10-2019 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο της 19-03-2020, κατά τα αναφερόμενα στην έφεσή της κεφάλαια.

Ο εφεσίβλητος, εν συνεχεία, με την από 14-02-2020 αντέφεσή του, η οποία κατατέθηκε, στις 17-02-2020 στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……../2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……../2020, προσδιορίστηκε δε για τη δικάσιμο της 19-03-2020, προσέβαλε την ως άνω οριστική απόφαση, κατά τα αναφερόμενα στην αντέφεσή του κεφάλαια.

΄Ηδη, με την από 12-06-2020 και με αριθμ. 50/22-06-2020 πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Μαρίας Κωττάκη, Εφέτη, λόγω της ματαίωσης της συζήτησης της ως άνω έφεσης και της αντέφεσης, κατά τη δικάσιμο της 19-03-2020, κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων (από 13-3-2020 έως 31-05-2020), ορίστηκε αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2 του  Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α΄ 104/30-05-2020), σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. 37/14-05-2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, δικάσιμος προς συζήτηση της ως άνω έφεσης και της αντέφεσης, αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη σημερινή δημόσια συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το οικείο πινάκιο, παραστάθηκε μόνον η εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη, όπως σημειώνεται παραπάνω και ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως σημειώνεται ανωτέρω, ανέπτυξε τις απόψεις της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης, με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εκκρεμούν: Α) Η από 03-01-2019 έφεση, η οποία κατατέθηκε, την 08-01-2019, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……./2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, την 11-02-2019, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……./2019 και Β) Η από 14-02-2020 αντέφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 17-02-2020 στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……../2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……./2020, οι οποίες (έφεση και αντέφεση) στρέφονται, αμφότερες, κατ’ ορθή εκτίμηση, κατά της με αριθμ. 59/08-01-2016 μη οριστικής απόφασης και της με αριθμ. 2761/15-06-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήματος Ναυτικών Διαφορών), οι οποίες εκδόθηκαν, κατά την τακτική διαδικασία και οι οποίες πρέπει, να ενωθούν, και συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (βλ. ΑΠ 2016/2017 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ) και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

Από τη με αριθμ. ………΄/18-02-2019 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, . ……., σε συνδυασμό με την από 18/02/2019 απόδειξη παράδοσης εγγράφου του Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. Χαϊδαρίου Αττικής, ……….., Αρχιφύλακα και την από 19/02/2019 βεβαίωση του ιδίου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 03-01-2019 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……../2019 έφεσης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, μ’ επιμέλεια της εκκαλούσας στον εφεσίβλητο, για τη δικάσιμο της 24-10-2019, οπότε η συζήτηση αυτής αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 19-03-2020 και, εν συνεχεία, ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων (από 13-3-2020 έως 31-05-2020). Με την από 12-06-2020 και με αριθμ. 50/22-06-2020 πράξη δε της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Μαρίας Κωττάκη, Εφέτη, φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2 του  Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α΄ 104/30-05-2020), σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. 37/14-05-2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, η ως άνω από 03-01-2019 έφεση, ενώ η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, έγινε με πρωτοβουλία του Γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (βλ. άρθρο 74 παρ. 2 του  Ν. 4690/2020, ΦΕΚ Α΄ 104/30-05-2020). Ωστόσο, ο εφεσίβλητος, κατά τη συζήτηση της υπό κρίση έφεσης, η οποία ορίστηκε, αυτεπαγγέλτως, κατά τ’ ανωτέρω, δεν εμφανίσθηκε όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από το πινάκιο στη σειρά της και συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 12/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 153/2011 Δημ. Νόμος).

Η από 03-01-2019 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης, κατά της με αριθμ. 2761/15-06-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήματος Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 10/10/2017, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον από το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και η τελευταία δημοσιεύθηκε στις 15-06-2018, η από 03-01-2019 έφεση κατατέθηκε δε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 08-01-2019, ήτοι προ της παρελεύσεως διετίας από τη δημοσίευση αυτής (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 10/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 712/2019 Δημ. Νόμος). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατόν (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 § 3 Α περ. γ΄ ΚΠολΔ), η από 03-01-2019 έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά τα άρθρα 19 ΚΠολΔ και 51 παρ. 6 στοιχ.α’ του ν. 2172/1993, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ).

Με την από 2/12/2013 αγωγή του, ο ενάγων, εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι είναι πλοιοκτήτης του υπό ελληνική σημαία Μότορ – γιωτ «Ο», νηολογίου Πειραιώς, με αριθμό ……., κοχ 24,92, μήκους 14,28 μ., το οποίο είναι επαγγελματικό τουριστικό και εκτελεί θαλάσσιες περιηγήσεις αλλοδαπών κυρίως τουριστών. ότι το σκάφος αυτό είχε λάβει άδεια ελλιμενισμού στη Μαρίνα Ζέας Πειραιώς και επί 18 έτη είχε μόνιμο αγκυροβόλιο στην αναφερόμενη στην αγωγή θέση, γεγονός, που εξυπηρετούσε την επαγγελματική του δραστηριότητα, ενώ αποτελούσε και τη μόνιμη κατοικία του, για την παραμονή του δε αυτή κατέβαλε κανονικά τα αναλογούντα τέλη όλο το χρόνο, είτε το σκάφος βρισκόταν στη Μαρίνα είτε δεν ήταν σε αυτήν. ότι, κατά τους αναφερόμενους στην αγωγή τόπους και χρόνους, η περιγραφόμενη στην αγωγή συμπεριφορά των υπεύθυνων για τις θέσεις των σκαφών υπαλλήλων της εναγομένης, η οποία έχει αναλάβει τη διεύθυνση και εκμετάλλευση της Μαρίνας, σχετικά με τις πολλαπλές μετακινήσεις του σκάφους του σε ακατάλληλες θέσεις και η στέρηση της μόνιμης θέσης του συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος εκ μέρους της εναγομένης, η οποία προκάλεσε τον επαγγελματικό μαρασμό του, τον κλονισμό της υγείας του και την ανικανότητά του για εργασία, για τους αναλυτικά εκτιθέμενους στην αγωγή λόγους. ότι μεταξύ της περιγραφόμενης στην αγωγή αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των προστηθέντων της εναγομένης και της επελθούσας βλάβης της υγείας του, καθώς και των περιγραφομένων στην αγωγή σοβαρών φθορών, που υπέστη το σκάφος του, από τις συνεχείς μετατοπίσεις από υπαλλήλους της εναγομένης, υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος. ότι σύμφωνα με την από 26/02/2009 ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη, για την αποκατάστασή τους απαιτείτο το ποσό των 20.000 ευρώ και για την εγκατάσταση υποστέγου το ποσό των 3.000 ευρώ και συνολικά 23.000 ευρώ, ενώ ο απαιτούμενος γι’ αυτή χρόνος υπολογίστηκε σε 60 ημέρες, σύμφωνα με την από 6/6/2006 προσφορά. ότι, για το λόγο αυτό, άσκησε, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 20.6.2006 και με αρ. κατάθεσης ………./2006 αγωγή του, με το πρώτο σκέλος της οποίας ζητούσε την καταβολή του ποσού των 23.000,00 ευρώ, για την αποκατάσταση των ζημιών στο σκάφος του. ότι επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμ. 475/2013 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσία την ασκηθείσα από την εναγομένη έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την αγωγή του ως αόριστη, ως προς καθένα αιτούμενο κονδύλιο αποκατάστασης των βλαβών του ένδικου σκάφους και εγκατάστασης υποστέγου, λόγω μη αναφοράς περί κατ’ αποκοπήν κόστους της επισκευής τους και χωρίς το διαχωρισμό του κόστους των απαιτούμενων υλικών για την αποκατάσταση των ζημιών και την αγορά του υποστέγου και την αναφορά του χρόνου της απαιτούμενης για την εκτέλεση των εν λόγω εργασιών απασχολήσεως και της μη εξειδίκευσης της υπαιτιότητας των προστηθέντων της εναγομένης στην προκληθείσα ζημιά στη μάσκα της γάστρας. ότι, κατά τις διεξαχθείσες μέχρι σήμερα από την ίδια αιτία δίκες, έχει γίνει δεκτή η υπαιτιότητα της εναγομένης ως προς την επελθούσα βλάβη της υγείας του και επιδικάστηκε σε αυτόν το ποσό των 10.000 ευρώ με τη υπ’ αρ. 31/2009 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, ενώ δυνάμει της υπ’ αρ. 5785/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου (Τμήματος Ναυτικών Διαφορών), η οποία επικυρώθηκε με την υπ’ αρ. 873/2013 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, επιδικάστηκε σε αυτόν το ποσό των 22.000 ευρώ για το διαφυγόν κέρδος, λόγω της μη ναύλωσης του σκάφους του, κατά το επίδικο διάστημα 2004-2005, εξαιτίας του προβλήματος της υγείας, που υπέστη από την υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων της εναγομένης. ότι, σύμφωνα με μεταγενέστερη προσφορά εταιρίας, που θα αναλάβει την επισκευή, το συνολικό κόστος για την αποκατάσταση των προκληθεισών ζημιών, συμπεριλαμβανομένου του στεγάστρου ανέρχεται στο ποσό των (20.000+3.000 =) 23.000 ευρώ και, ειδικότερα, για την αποκατάσταση των ζημιών, που έχει υποστεί το σκάφος στη γάστρα από ίσαλο γραμμή ως την κουπαστή του περιμετρικά, απαιτείται, για τις περιγραφόμενες αναλυτικά στην αγωγή εργασίες, διάρκειας σαράντα (40) ημερών, με απασχόληση συνεργείου, αποτελούμενου από τρία άτομα, το ποσό των 9.400 ευρώ, για αγορά υλικών το ποσό των 1.300 ευρώ, για αγορά χρωμάτων και αναλώσιμων το ποσό των 9.300 ευρώ και για τις αναγκαίες εργασίες για τη λήψη μέτρων προς αποφυγή περιβαλλοντικής ρύπανσης (ήτοι τοποθέτηση σκαλωσιάς, κάλυψη σκάφους και τοποθέτηση εξαεριστήρων με φίλτρα, δηλ. νάιλον στέγαστρο), το ποσό των 3.000 ευρώ. ότι η από 2/12/2013 υπό κρίση αγωγή ασκείται εντός εξαμήνου από της δημοσιεύσεως της υπ’ αρ. 475/2013 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, ο ενάγων ζήτησε με την από 2/12/2013 υπό κρίση αγωγή του να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ για την αποκατάσταση των ζημιών στο προαναφερόμενο σκάφος του, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της προγενέστερης από 20-06-2006 αγωγής του, άλλως από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής του και μέχρι την εξόφληση, καθώς και το ποσό των 3.000 ευρώ για την τοποθέτηση σκαλωσιάς και νάιλον στεγάστρου, για την αποφυγή πρόκλησης περιβαλλοντικής ρύπανσης και βλάβης σε διπλανά σκάφη, νομιμοτόκως από την επίδοση της από 20-06-2006 αγωγής του, άλλως από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής του και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με τη συμπροσβαλλόμενη με αριθμ. 59/2016 μη οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 26-05-2015, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε, ότι η αγωγή, με το ως άνω περιεχόμενο, είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης, και νόμιμη, πλην του αιτήματος περί καταβολής τόκων υπερημερίας από την επίδοση της από 20-06-2006 προγενέστερης αγωγής, το οποίο απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, κατά το μέρος, που έκρινε νόμιμη την αγωγή, ανέβαλε την έκδοση της οριστικής απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης και τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, κατ’ αποδοχή και σχετικού αιτήματος του ενάγοντος, για τη διάγνωση του είδους και της έκτασης των ζημιών, που προκλήθηκαν στο ως άνω σκάφος του ενάγοντος, καθώς και του ύψους της δαπάνης, που θα απαιτηθεί για την αποκατάστασή τους, ενόψει της άρνησης της αγωγής εκ μέρους της εναγομένης, αλλά και των κατ’ ιδίαν υποβαλλόμενων από αυτήν ενστάσεων και εν γένει ισχυρισμών της περί μη συνδρομής υπαιτιότητας των προστηθέντων της και κυρίως αναφορικά με το τμήμα του σκάφους, στο οποίο σημειώθηκαν οι επίδικες ζημίες, αλλά και με το χρόνο, που προκλήθηκαν αυτές, κρίνοντας ότι για τη διακρίβωση των προαναφερομένων κρίσιμων ζητημάτων, απαιτούνται ειδικές επιστημονικές γνώσεις ναυπηγού – μηχανολόγου μηχανικού. Μετά δε την έκδοση της με αριθμ. 226/2017 απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία διέταξε την αντικατάσταση του αρχικώς διορισθέντος πραγματογνώμονα και τη διεξαγωγή της διαταχθείσας ως άνω πραγματογνωμοσύνης, μετά από επανάληψη της συζήτησης, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 10/10/2017, κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η με αριθμ. 2761/2018 εκκαλουμένη οριστική απόφαση, δυνάμει της οποίας έγινε δεκτή εν μέρει, ως κατ’ ουσία βάσιμη, η υπό κρίση αγωγή και υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των οκτώ χιλιάδων διακοσίων είκοσι ευρώ (8.220 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, κηρύχθηκε η απόφαση εν μέρει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την ως άνω διάταξή της και δη ως προς το ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 ευρώ) και επεβλήθη σε βάρος της εναγομένης μέρος από τα έξοδα του ενάγοντος, το οποίο ορίστηκε στο ποσό των διακοσίων σαράντα ευρώ (240 ευρώ). Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εκκαλούσα, με την ως άνω έφεση, για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή της, να εξαφανιστεί άλλως μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η ως άνω αγωγή.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 3 και 272 παρ. 1, 2 ΚΠολΔ, όπως η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 524 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015, έναρξη ισχύος 1.1.2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν. 4335/2015- (βλ. σχετ. και άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και η διάταξη του άρθρου 272 ΚΠολΔ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, προκύπτει ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Το ίδιο ισχύει σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την αντέφεση, εφόσον κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα ή επισπεύδει αυτός τη συζήτηση. Στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή ο εκκαλών ή ο αντεκκαλών δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση εφεσίβλητο ή αντεφεσίβλητο, η συζήτηση της έφεσης κηρύσσεται απαράδεκτη. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 523 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αντέφεση ασκείται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του Δευτε­ροβαθμίου Δικαστηρίου και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από αυτό, κοινοποιείται στον εκκαλούντα τριάντα (30) ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης, δηλαδή, απαιτείται να συντελεσθούν και οι δύο ως άνω συμπλεκτικά οριζόμενες διαδικα­στικές πράξεις, της κατάθεσης του δικογράφου της αντέφεσης στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και της κοινοποίησης στον εκκαλούντα, οι οποίες αποτελούν την έγγραφη προδικασία της άσκησής της, κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολΔ, και οι δύο δε πρέπει να λάβουν χώρα πριν από την τιθέμενη αποκλει­στική προθεσμία των τριάντα (30) ημερών, πριν από τη συζήτηση (ΟλΑΠ 10/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1496/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 673/2020 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1163/2018 Δημ. Νόμος, Χ. Απαλαγάκη, Ερμ.ΚΠολΔ, άρθρο 523 σελ. 1445, Κ. Οικονόμου, Η έφεση, άρθρο 523, σελ. 211). Συνεπώς όχι μόνο η κατάθεση, αλλά και η επίδοση του οικείου δικογράφου της αντέφεσης, με την οποία δεν προπαρασκευάζεται απλώς η συζήτηση, αλλά ολοκληρώνεται η διαδικασία άσκησής της, πρέπει να γίνει εμπροθέσμως, ως ανωτέρω, με την κύρωση του απαραδέκτου αυτής, ως διαδικαστικής πράξης, σε περίπτωση παράλειψης ή εκπρόθεσμης επίδοσης, πράγμα που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (Ολ. ΑΠ 33/1990, ΑΠ 1496/2017 ό.π., ΑΠ 659/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, εισάγεται προς συζήτηση η από 14-02-2020 αντέφεση του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου, η οποία κατατέθηκε με ιδιαίτερο δικόγραφο, στις 17-02-2020, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………../2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………../2020, κατά της ως άνω με αριθμό 2761/15-06-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, προ της παρελεύσεως της προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως και δικάσιμος προς συζήτηση της οποίας ορίστηκε, με επίσπευση της πληρεξουσίας δικηγόρου του αντεκκαλούντος, η οποία υπογράφει το ως άνω δικόγραφο, η 19-03-2020, η συζήτηση της οποίας ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων (από 13-3-2020 έως 31-05-2020). Με την από 12-06-2020 και με αριθμ. 50/22-06-2020 πράξη δε της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Μαρίας Κωττάκη, Εφέτη, φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (09/07/2020), αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2 του  Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α΄ 104/30-05-2020), σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. 37/14-05-2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, η ως άνω από 14-02-2020 αντέφεση, ενώ η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, έγινε με πρωτοβουλία του Γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (βλ. άρθρο 74 παρ. 2 του  Ν. 4690/2020, ΦΕΚ Α΄ 104/30-05-2020). Ωστόσο, ο αντεκκαλών, κατά τη συζήτηση της υπό κρίση αντέφεσης, η οποία ορίστηκε, αυτεπαγγέλτως, κατά τ’ ανωτέρω, δεν εμφανίσθηκε όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από το πινάκιο στη σειρά της, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου. Συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην και να απορριφθεί η αντέφεσή του ως ανυποστήρικτη, χωρίς να επακολουθήσει περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης, σύμφωνα και με όσα σχετικά αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας [άρθρα 524 παρ. 3 εδ. β’ και 272 παρ. 1, 2 ΚΠολΔ, όπως η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 524 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015, έναρξη ισχύος 1.1.2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν. 4335/2015- (βλ. σχετ. και άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και η διάταξη του άρθρου 272 ΚΠολΔ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015] και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από τον αντεκκαλούντα για την άσκηση της αντέφεσης (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.). Περίπτωση επιβολής δικαστικής δαπάνης σε βάρος του αντεκκαλούντος για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας δεν συντρέχει, καθώς η αντεφεσίβλητη δεν υπεβλήθη σε ιδιαίτερη δικαστική δαπάνη (Κ. Οικονόμου, Η έφεση, έκδ. 2017, άρθρο 523, σελ. 215, ΜονΕφΠειρ 592/2014 Δημ. Νόμος).

Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β΄, 914 και 932 Α.Κ. προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, όπως, ιδίως, επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, όταν ο υπαίτιος δημιούργησε ορισμένη επικίνδυνη κατάσταση, οπότε έχει υποχρέωση να λάβει κάθε ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε τρίτους από την κατάσταση αυτή. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει, όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια, που αν κατέβαλλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπιζε, όμως, ότι θα το αποφύγει. Βαριά αμέλεια μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται, όταν η παρέκκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς ανθρώπου είναι σημαντική, ασυνήθης, ιδιαιτέρως μεγάλη και φανερώνει πλήρη αδιαφορία του δράστη για τα παράνομα σε βάρος τρίτων αποτελέσματα της. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρ. 298 Α.Κ.), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 189/2020 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο κατά το άρθρο 914 Α.Κ. επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαιτίως (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22, 505, ΑΠ 14/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2018 Δημ. Νόμος), στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και κάθε προσβολή του προσώπου ή των προστατευόμενων έννομων αγαθών (υλικών ή ηθικών) του άλλου (ΑΠ Ολ 967/1973, ΑΠ 920/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1636/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1115/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 680/2020 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, EA 980/2014 Δημ. Νόμος). Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος της αποζημιώσεως αποκτά συρροή αξιώσεων, την καθεμία από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ή να τις ασκήσει και παραλλήλως, μία, όμως, φορά θα αποζημιωθεί, σε τρόπο ώστε, αν ικανοποιηθεί πλήρως βάσει της μιας ευθύνης, να μην μπορεί να ζητήσει ικανοποίηση βάσει της άλλης, εκτός αν αυτή έχει αντικείμενο αποζημιώσεως μεγαλύτερο από εκείνη, οπότε σώζεται ως προς το επιπλέον (ΑΠ 14/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1636/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 ό.π., ΑΠ 1500/2014 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία, που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στο μεν εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βασίμου, κατά το νόμο, της αγωγής (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 353/2020 Δημ. Νόμος). Έτσι, η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψη της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος). Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1366/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1312/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 677/2013 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, στοιχεία της σχετικής αγωγής προς καταβολή αποζημίωσης ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, προκειμένου αυτή να είναι, κατά το άρθρ. 216 § 1 ΚΠολΔ, ορισμένη, είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, δηλαδή, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, η πρόκληση ζημίας ή, αναλόγως, ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης και της ψυχικής οδύνης που προκλήθηκαν. Όσον αφορά στην υπαιτιότητα, ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί υπαίτια συμπεριφορά με το χαρακτηρισμό είτε του δόλου είτε της αμέλειας, το δε δικαστήριο προβαίνει στον ειδικότερο προσδιορισμό της υπαιτιότητας στην συγκεκριμένη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς να επέρχεται μεταβολή της βάσεως της αγωγής (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 14/2021 Δημ. Νόμος, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 189/2020 Δημ. Νόμος). Εξ άλλου, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που εκτίθενται στην αγωγή σε σχέση με αυτά, που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή της, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή της περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του επίδικου δικαιώματος (ΟλΑΠ 18/1998, ΑΠ 2/2020 ό.π., ΑΠ 353/2020 Δημ. Νόμος). Επομένως, νομική είναι η αοριστία, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 2/2020 ό.π., ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 697/2012 Δημ. Νόμος). Αντίθετα, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών, χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με τους λόγους από τους αριθ. 8 και 14 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1573/1981, ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2/2020 ό.π., ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 782/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 ό.π., ΑΠ 697/2012 ό.π.). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ, το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, κατά τη διάταξη δε του άρθρου 111 παρ.2 ΚΠολΔ καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο χωρίς να τηρηθεί προδικασία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η μεταβολή της βάσης της αγωγής, επιτρέπεται, όμως, στον ενάγοντα, με τις κατατιθέμενες, κατά το άρθρ. 237 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να συμπληρώσει, διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται έτσι η βάση της αγωγής του. Με το εδ. α` καθιερώνεται η αρχή της απαγόρευσης της μεταβολής, της βάσης της αγωγής, για λόγους αποτροπής αιφνιδιασμού του εναγομένου και παγιοποίησης του αντικειμένου της δίκης και συνακόλουθα της αποδεικτικής διαδικασίας και της διάγνωσης από το δικαστήριο. Ως βάση της αγωγής, της οποίας δεν επιτρέπεται η μεταβολή, νοείται η ιστορική βάση αυτής, ήτοι το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών) επί των οποίων θεμελιώνεται το αίτημα αυτής (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1110/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος), [ανεξαρτήτως του δοθέντος από τους διαδίκους νομικού χαρακτηρισμού], χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης (ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 460/2013, ΑΠ 309/2011). Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, η οποία επάγεται το, κατά τα ανωτέρω, απαράδεκτο, αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΑΠ 1110/2020 ό.π., ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1183/2015) ή μεταβάλλεται η σειρά των περισσοτέρων βάσεων που ασκούνται επικουρικώς (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Έτσι, η επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών με τις προτάσεις είναι απαράδεκτη, εφόσον χωρίς αυτή η αγωγή ήταν απορριπτέα ως αόριστη (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Αντιθέτως, είναι επιτρεπτή η με τις προτάσεις εξειδίκευση πραγματικών γεγονότων, στα οποία στηρίζεται ο νομικός χαρακτηρισμός, καθώς και η επίκληση των πραγματικών γεγονότων, που είναι παραγωγικά ενός δικαιώματος. Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής υπάρχει όταν η προσθήκη, που γίνεται, αφορά το αντικείμενο της δίκης, την επίδικη έννομη σχέση, της οποίας η διάγνωση δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την προσθήκη. Η κατά παράβαση του άρθρου 224 ΚΠολΔ μεταβολή της βάσης της αγωγής ή η ανεπίτρεπτη συμπλήρωση ισχυρισμών, καθιστά απαράδεκτη αυτή (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Δεν συνιστά, όμως, απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής η συγκεκριμενοποίηση αόριστης νομικής έννοιας (όπως η αμέλεια, ο δόλος κλπ.) από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του ή από το δικαστήριο, με βάση τα ειδικότερα περιστατικά, που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη σχετική αόριστη νομική έννοια, έστω και αν αυτά δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ούτε η επίκληση από τον ενάγοντα ή η παραδοχή από το δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του και νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 517/2017, ΑΠ 1087/2014, σχετ. ΑΠ 1854/2011, ΑΠ 832/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1467/2009, ΕφΛαρ 267/2015 Δημ. Νόμος), αρκεί έτσι να μην μεταβάλλεται ριζικά η έννοια της αμέλειας και να προσδίδεται σ` αυτή εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με το αντίστοιχο περιεχόμενο της αγωγής (ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 832/2011 ό.π.). Περαιτέρω, το άρθρο 922 Α.Κ. προβλέπει την ευθύνη του προστήσαντος για τη ζημία, που ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα, κατά την υπηρεσία του, ενώ το άρθρο 926 Α.Κ. καθορίζει την εις ολόκληρον ενοχή από ζημία, που προκλήθηκε από περισσότερους (ΑΠ 123/2019 ό.π.). Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 922 του Α.Κ., που ορίζει ότι: “Ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του”, συνάγεται ότι η ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από αδικοπραξία του προστηθέντος προϋποθέτει: 1) σχέση προστήσεως, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίνει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια, που να καλύπτει τους όρους του άρθρου 914 του Α.Κ. και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, που του είχε ανατεθεί, ακόμη δε και κατά κατάχρηση αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε μεν εντός των ορίων των καθηκόντων, που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ` ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ` αυτόν ή καθ` υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενεργείας του προστηθέντος και της ανατεθείσας σ` αυτόν υπηρεσίας υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 1110/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1359/2019, ΑΠ 1621/2018, ΑΠ 1440/2014, ΑΠ 365/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1711/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ (Μον) 189/2020 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 6675/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 5632/2010 Δημ. Νόμος). Η επίκληση δε της νομικής έννοιας της προστήσεως εμπεριέχει και πρόταση γεγονότων, που τη συγκροτούν, όπως η διαφύλαξη του δικαιώματος παροχής οδηγιών κλπ, η δε συγκεκριμενοποίηση των αναφερόμενων στην αγωγή βασικών γνωρισμάτων της νομικής έννοιας της προστήσεως μπορεί να γίνει με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω κι αν αυτά δεν τα έχει επικαλεστεί ο ενάγων (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Μόνη δε η αναφορά συλλήβδην του συνολικού ποσού αποζημιώσεως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 929 Α.Κ., χωρίς την περιγραφή και το κόστος των επιμέρους στοιχείων, δυνάμει των οποίων ορίζεται κάθε επιμέρους ζημία του παθόντος, δεν αρκεί για την πληρότητα της αγωγής, η οποία ως προς το κεφάλαιο αυτό είναι αόριστη (ΕφΑθ 755/2020 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 475/2013 Δημ. Νόμος, Εφ.Πατρ. 577/2008 Αχ.Νομολ. 2009.346, Εφ.Θεσ 1146/2006 Αρμ. 2006.1906, Εφ.Θρ. 735/2005 Επι.Δικ.Ι.Α. 2006.244, Εφ.ΑΘ. 3782/1998 ΕλλΔνη 41.453, πρβλ. ΑΠ 569/2000 ΕλλΔνη 41.1574). Στην προκειμένη περίπτωση με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης, ο οποίος επαναφέρεται παραδεκτά με τον πρώτο λόγο της ως άνω εφέσεως, καθόσον περιέχει όλα τα αναγκαία, κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, στοιχεία, κατά τρόπο τέτοιο, ώστε, αφενός μεν το Δικαστήριο να μπορεί να κρίνει περί της ουσιαστικής της βασιμότητας, αφετέρου δε να παρέχεται στην εναγομένη η δυνατότητα αμύνης και ειδικότερα περιέχει ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, με πλήρη έκθεση όλων των πραγματικών γεγονότων, που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αξιουμένου δικαιώματος, στο δικόγραφο δε αυτής εκτίθεται αρκούντως, σύμφωνα με προσφορά εταιρίας, που θα αναλάβει την επισκευή, ότι το συνολικό κόστος για την αποκατάσταση των προκληθεισών ζημιών, συμπεριλαμβανομένου του στεγάστρου ανέρχεται στο ποσό των (20.000+3.000 =) 23.000 ευρώ, αναφέρεται δε τόσο η αξία των επιμέρους εργασιών επισκευής των ένδικων ζημιών και της τοποθετήσεως του υποστέγου, όσο και η αξία των υλικών, χρωμάτων και λοιπών αναλωσίμων για την αποκατάσταση των ζημιών, καθώς και ο χρόνος της απαιτούμενης για την εκτέλεση των εν λόγω εργασιών απασχολήσεως, ενώ προσδιορίζεται, επίσης, και το είδος και η έκταση της υπαιτιότητας των προστηθέντων της εναγομένης στην πρόκληση των επίδικων ζημιών. Τα λοιπά δε αναφερόμενα από την εναγομένη στοιχεία αποτελούν περιγραφικά στοιχεία της ζημίας, αναγόμενα στην ουσία και δύνανται να προκύψουν από τις αποδείξεις. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ορισμένη την αγωγή, απορρίπτοντας τον ανωτέρω ισχυρισμό της εκκαλούσας (εναγομένης) περί αοριστίας,  ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και, συνακόλουθα, ο ανωτέρω λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με τη συμπροσβαλλόμενη με αριθμ. 59/2016 μη οριστική απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη με αριθμ. 2761/2018 οριστική απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τα οποία, ορισμένα αναφέρονται ειδικώς κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ου­σιαστική διάγνωση της διαφοράς και χωρίς η ρητή αναφορά μερικών να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη, σε σχέση με τα λοιπά έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, αφού όλα είναι ισοδύναμα και όλα, αδιακρίτως, συνεκτιμώνται για την εκφορά της δικαστικής κρίσης (βλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλΔνη 2004. 723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004. 70), από τις φωτογραφίες, που προσκομίζονται, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρο 444 παρ.3 ΚΠολΔ), από την από 10-7-2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, που διετάχθη με τη με αριθμ. 59/2016 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και την οποία συνέταξε ο διορισθείς με την υπ’ αριθμ. 226/2017 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου πραγματογνώμονας ………….., σε αντικατάσταση του αρχικώς ορισθέντος, η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο (άρθρο 387 ΚΠολΔ), καθώς και από όσα βάσει της αγωγής και των προτάσεων των διαδίκων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και της εκκαλούσας, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, συνομολογούνται (άρθρο 261 ΚΠολΔ), τα διδάγματα της κοινής λογικής και εμπειρίας, καθώς και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι πλοιοκτήτης του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού τουριστικού πλοίου (yacht) «Ο», νηολογίου Πειραιώς, με αριθμό ……….., κόρων ολικής χωρητικότητας 24,92, κόρων καθαρής χωρητικότητας 15,82 και μήκους 14,27 μέτρων. Το πλοίο αυτό εκμεταλλευόταν ο ενάγων για την επί κέρδει εκτέλεση θαλάσσιων περιηγήσεων τουριστών, κυρίως αλλοδαπών. Από τις 27-11-1986, οπότε ο Ε.Ο.Τ. αποδέχθηκε τη σχετική αίτηση του ενάγοντος, παραχωρώντας σ’ αυτόν άδεια ελλιμενισμού του σκάφους του στη Μαρίνα Ζέας Πειραιώς, έναντι των αναλογούντων τελών, το παραπάνω σκάφος αγκυροβολούσε μονίμως επί δεκαοκτώ (18) έτη σε συγκεκριμένη θέση, μπροστά από το λιμενικό φυλάκιο και το κτίριο του Ε.Ο.Τ., στην προβλήτα Β’, έχοντας αριστερά του το σκάφος «A.» και δεξιά του το σκάφος «Μ.», γεγονός, που εξυπηρετούσε την επαγγελματική δραστηριότητα του ενάγοντος, αλλά και τη μόνιμη κατοικία του. ΄Οταν το έτος 1990, ο Διευθυντής της Μαρίνας Ζέας υποχρέωσε τον ενάγοντα να προσορμίσει το πλοίο του σε άλλη θέση της ίδιας προβλήτας, η οποία (θέση) καθιστούσε δυσχερή την επαγγελματική του δραστηριότητα, ο ενάγων άσκησε την από 19-6-1990 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1713/1990 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που πιθανολόγησε καταχρηστική την ενέργεια αυτή του Διευθυντή της Μαρίνας και διέταξε την προσωρινή επαναφορά του σκάφους στην παλιά του θέση. Δεν προκύπτει δε ότι ασκήθηκε από τον ενάγοντα εκείνο το χρονικό διάστημα κύρια αγωγή.  Έκτοτε και μέχρι τις 23-4-2004 το εν λόγω σκάφος διατηρούσε συνεχώς την ίδια θέση στη Μαρίνα Ζέας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η  εναγόμενη ανώνυμη εταιρία, με την επωνυμία «……………..», δυνάμει της από 23-12-2002 συμβάσεως μίσθωσης και παραχώρησης δικαιωμάτων εκμετάλλευσης τουριστικού λιμένα Ζέας, την οποία συνήψε με την εταιρεία με την επωνυμία «……….» (ήδη μετονομασθείσα …………..»), όπως ρητώς συνομολογείται, μίσθωσε τον τουριστικό λιμένα Ζέας και ανέλαβε τη διαχείριση και εκμετάλλευση του χερσαίου και θαλάσσιου χώρου της Μαρίνας από 1-1-2003 και για σαράντα (40) έτη, υπό τους ειδικότερους όρους και τις συμφωνίες, που διαλαμβάνονται στην σύμβαση αυτή. Σημειώνεται ότι η εναγόμενη, ως φορέας διαχειρίσεως, είχε την εξουσία, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, να καθορίζει τις θέσεις των πλοίων στη Μαρίνα και, εφόσον συνέτρεχε, κατά την κρίση της, ορισμένη εύλογη αιτία, όπως π.χ. για την καλύτερη λειτουργία του λιμένα, είχε τη δυνατότητα να ζητήσει τη μεθόρμιση κάθε πλοίου σε διαφορετική θέση από εκείνη, που το πλοίο μέχρι πρότινος καταλάμβανε. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 29 του ν. 2160/1993 “Ρυθμίσεις για τον Τουρισμό και άλλες διατάξεις”, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με τα άρθρα 8 του Ν. 4276/2014 (ΦΕΚ Α 155/30.7.2014) και 34 του Ν. 4582/2018 (ΦΕΚ Α 208/11.12.2018), «Τουριστικός λιμένας σκαφών αναψυχής (Μαρίνα)» είναι ο χερσαίος και θαλάσσιος χώρος, που προορίζεται, κατά κύριο λόγο, για την εξυπηρέτηση σκαφών αναψυχής, είτε για αγκυροβόλημα είτε για μακροχρόνια ή παροδική χερσαία εναπόθεση είτε για εξυπηρέτηση των διερχομένων σκαφών (παρ. 1)». «Σε κάθε τουριστικό λιμένα καθορίζεται, με βάση τις διατάξεις του παρόντος νόμου, τμήμα ξηράς (χερσαία ζώνη) και θαλάσσης (θαλάσσια ζώνη), στην οποία επιτρέπεται η εκτέλεση λιμενικών έργων και κατασκευή πάσης φύσεως χερσαίων κτιριακών και λοιπών εγκαταστάσεων, που απαιτούνται για τη δημιουργία, τη λειτουργία, την τουριστική ανάπτυξη την εκμετάλλευση, αξιοποίηση και την οικονομική βιωσιμότητα του λιμένα. Η χερσαία και θαλάσσια ζώνη συναποτελούν τη ζώνη τουριστικού λιμένα. Στα ανωτέρω έργα και εγκαταστάσεις περιλαμβάνονται ιδίως οι απαραίτητες προσχώσεις του θαλάσσιου χώρου (παράλιου και χερσαίου) για εναπόθεση, συντήρηση και επισκευή σκαφών αναψυχής, καθώς και οι πάσης φύσεως κτιριακές εγκαταστάσεις για δραστηριότητες υποστήριξης του τουριστικού λιμένα, τουριστικής αξιοποίησης, εκμετάλλευσής τους και υποστήριξης των συναφών και λοιπών εμπορικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της ανέγερσης κατοικιών στη ζώνη τουριστικού λιμένα για μακροχρόνια εκμετάλλευση» (άρθρ. 29 παρ. 2). Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, το οποίο έχει αναλάβει με σύμβαση μετά του Δημοσίου ή μετά της εταιρείας «……………» ή εκ του νόμου, την κατασκευή, λειτουργία και εκμετάλλευση τουριστικού λιμένα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2160/1993, αποτελεί το “φορέα διαχείρισης” του λιμένα (άρθρο 29 παρ. 3). Με το άρθρο 38 παρ. 3 του ν. 3105/2003 προστέθηκε στον ως άνω ν. 2160/1993 άρθρο 31α, με το οποίο ορίζονται τα εξής: “1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας, θεσπίζεται Γενικός Κανονισμός Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων. Ο Κανονισμός έχει εφαρμογή σε όλους τους τουριστικούς λιμένες, στις ζώνες αγκυροβολίου, στα καταφύγια τουριστικών σκαφών και στους λιμένες ξενοδοχειακών μονάδων ανεξάρτητα από το φορέα διαχείρισης αυτών (δημόσιο ή ιδιωτικό) και από το χρόνο έναρξης λειτουργίας τους. 2. Με το Γενικό Κανονισμό Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων ρυθμίζονται θέματα λειτουργίας και ασφάλειας των λιμένων αυτών όπως: α. Τα μέτρα ασφαλείας και προστασίας από πυρκαγιά, ρύπανση και κάθε είδους κίνδυνο εντός της ζώνης του λιμένα. β. Η προστασία περιβάλλοντος, καθαριότητα και ευταξία του λιμένα. γ. Οι πέραν της καταβολής της αξίας των τιμολογίων υποχρεώσεις και ευθύνες των ιδιοκτητών των ελλιμενιζομένων σκαφών και όσων κάνουν χρήση των εξυπηρετήσεων του τουριστικού λιμένα. δ. Ο είσπλους και έκπλους των σκαφών, η αγκυροβολία, πρυμνοδέτηση ή πλαγιοδέτηση αυτών, καθώς και η κατάληψη θέσης και η παραμονή αυτών στον τουριστικό λιμένα. ε…ζ.. Κάθε άλλο θέμα σχετικό με την ασφάλεια, προστασία και την εύρυθμη λειτουργία των τουριστικών λιμένων…”. Με την απόφαση Τ/9803/5.9.2003 του Υφυπουργού Ανάπτυξης και του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας (Β` 1323) εγκρίθηκε, κατ` επίκληση του άρθρου 31α του ν. 2160/1993, ο Γενικός Κανονισμός Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, ο οποίος “ισχύει και εφαρμόζεται”, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 αυτού, “στη χερσαία και θαλάσσια ζώνη όλων των τουριστικών λιμένων ανεξάρτητα από το φορέα διαχείρισης αυτών (δημόσιο ή ιδιωτικό)” (βλ. σχετ. ΑΠ 657/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 78/2021 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ) και στον οποίο ορίζονται μεταξύ άλλων τα εξής: «Άρθρο 7 Είσπλους – Αγκυροβολία – Πρυμνοδέτηση – Πλαγιοδέτηση – Έκπλους…7.2. Η δυνατότητα ελλιμενισμού παρέχεται κατόπιν αποδοχής από το φορέα διαχείρισης του σχετικού αιτήματος και σύναψης σχετικής συμφωνίας, κατά την οποία ο αιτών αποδέχεται τον παρόντα Κανονισμό, τον Ειδικό Κανονισμό Λειτουργίας του τουριστικού λιμένα και το εγκεκριμένο τιμολόγιο αυτού. 7.3. Ο φορέας διαχείρισης του τουριστικού λιμένα μπορεί να αλλάξει τις θέσεις αγκυροβολιάς της παραμονής των σκαφών σύμφωνα με τις ανάγκες και το πλαίσιο εύρυθμης λειτουργίας του λιμένα. 7.5. Τα σκάφη προσδένονται από τους κατόχους-κυβερνήτες στις θέσεις, που τους υποδεικνύονται από το αρμόδιο προσωπικό του τουριστικού λιμένα. 7.6. Δεν επιτρέπεται η κατά βούληση αγκυροβολιά, πρυμνοδέτηση ή πλαγιοδέτηση σκάφους, καθώς και η κατάληψη οποιασδήποτε θέσης εντός του τουριστικού λιμένα, όσο και για την πρόσδεσή του στο μόνιμο αγκυροβόλιο ή το χειρισμό των πρυμνήσιων… Άρθρο 8 Ελλιμενισμός – Παραμονή – Μεθόρμιση σκαφών 8.1. Η παραχώρηση εκ μέρους του φορέα διαχείρισης τουριστικού λιμένα, του δικαιώματος ελλιμενισμού σκάφους, αποκτάται μόνο μετά από έγκριση του φορέα διαχείρισης, εφόσον έχουν συμπληρωθεί τα προς τούτο απαραίτητα έγγραφα… 8.6. Σε περίπτωση, που ο φορέας διαχείρισης του τουριστικού λιμένα, το κρίνει αναγκαίο, μπορεί να απαιτήσει τη μεθόρμιση – μεταφορά οποιουδήποτε σκάφους σε άλλο σημείο εντός ή και εκτός του λιμένα. Η μεθόρμιση ή μεταφορά σε χερσαίο χώρο κρίνεται αναγκαία αν: α) παρακωλύεται από την παραμονή του σκάφους στον τουριστικό λιμένα η λειτουργία (ασφαλής είσπλους και έκπλους σκαφών) και εκμετάλλευση αυτού, β) Πιθανολογείται κίνδυνος ναυαγίου ή πρόκληση ζημίας σε άλλο ή άλλα σκάφη ή κίνδυνος ρύπανσης, γ) υπάρχει αυθαίρετη κατάληψη θέσεως ελλιμενισμού. Για τη συνδρομή μίας ή περισσότερων από τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις, συντάσσεται πρακτικό από το φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα, με το οποίο ορίζεται πενθήμερη προθεσμία από της κοινοποιήσεως για τη μεθόρμιση-μεταφορά του σκάφους. Εφόσον συντρέχει η περίπτωση (β) της παρούσας παραγράφου, ορίζεται τριήμερος προθεσμία. Με μέριμνα του φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα, το πρακτικό κοινοποιείται με απόδειξη στον πλοίαρχο του σκάφους ή στον πλοιοκτήτη, φυσικό ή νομικό πρόσωπό ή στον ορισθέντα στη σχετική δήλωση εκπρόσωπό ή αντίκλητο, στη δηλωθείσα διεύθυνση κατοικίας των, εφόσον τα στοιχεία αυτά έχουν δηλωθεί, στο φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα. Αν τα παραπάνω στοιχεία δεν είναι γνωστά στο φορέα διαχείρισης, το πρακτικό επικολλάται σε εμφανές σημείο του σκάφους. Αν η ταχθείσα προθεσμία παρέλθει άπρακτος, ο φορέας διαχείρισης του τουριστικού λιμένα προχωρεί στην ανέλκυση ή μεθόρμιση του σκάφους. Τα σχετικά έξοδα βαρύνουν αποκλειστικά τον ιδιοκτήτη ή τον εκπρόσωπο του σκάφους. Σε περίπτωση άρνησης αυτών να καταβάλουν τα σχετικά ποσά, αυτά καταβάλλονται από το φορέα διαχείρισης και αναζητούνται από τους ανωτέρω, οι οποίοι ευθύνονται εις ολόκληρον….». Το Φεβρουάριο του 2004 εγκρίθηκε δε με την υπ’ αριθμ. 123240/1-9-2004 Κ.Υ.Α. των υπουργών ΠΕΧΩΔΕ, Εμπορικής Ναυτιλίας, Τουρισμού, Πολιτισμού και Αγροτικής Ανάπτυξης μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, κατόπιν της σχετικής άδειας, την οποία έλαβε η εναγομένη για έναρξη λιμενικών εργασιών (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. 8221.Τ11/04/04/18-2-2004 έγγραφο του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, στις 23-4-2004 ο ενάγων έκανε καθέλκυση του σκάφους του από το ναυπηγείο της ομόρρυθμης εταιρίας «…………..», που βρίσκεται στη …….. Ν. Αττικής, όπου αυτό είχε εισαχθεί προσωρινά από τη Μαρίνα για τακτική συντήρηση και επισκευές, έγινε δε βαφή ολόκληρου του σκάφους και έλαβε από το Λιμεναρχείο Γλυφάδας άδεια μεθορμίσεως για τη Μαρίνα Ζέας, όπου βρισκόταν το μόνιμο αγκυροβόλιό του. Το Μάρτιο του ίδιου έτους (2004), ήτοι ένα περίπου μήνα πριν τη μεθόρμιση του σκάφους, ο ενάγων είχε ενημερωθεί από το …………, υπεύθυνο συντονιστή των μεθορμίσεων στη Μαρίνα Ζέας και υπάλληλο της εναγομένης, ότι όλα τα σκάφη, που ήταν αγκυροβολημένα, θα ελάμβαναν προσωρινώς άλλες θέσεις, προκειμένου στο σημείο, που μέχρι τότε αυτά αγκυροβολούσαν, να κατασκευασθούν καινούρια «ρεμέτζα». Ακολούθως, από τον ως άνω υπάλληλο της εναγομένης υποδείχθηκε στον ενάγοντα συγκεκριμένη θέση λίγα μέτρα μακριά από την παλιά μόνιμη θέση του προς το εσωτερικό της Μαρίνας δίπλα στο σκάφος «ΑΙ», την οποία ο τελευταίος αποδέχθηκε. Ωστόσο, στις 23-4-2004, όταν ο ενάγων επρόκειτο να καταλάβει την ως άνω θέση, ενημερώθηκε από τον ……….., οδηγό της λέμβου, που βοηθάει τα σκάφη στον ελλιμενισμό, ότι επειδή εκ σφάλματος τοποθετήθηκε εκεί άλλο πλοίο, θα τοποθετήσουν το σκάφος του ενάγοντος προσωρινά σε νέα θέση στην προβλήτα Α’, απέναντι από την παλιά μόνιμη θέση του προς την έξοδο της Μαρίνας δίπλα στο σκάφος «BO» και σε δύο μέρες θα του έδιναν τη συμφωνηθείσα θέση. Η εναγομένη, όμως, αντί αυτού, δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, τη δέκατη ημέρα, ανακοίνωσε στον ενάγοντα ότι θα ελάμβανε νέα προσωρινή θέση, όπως και έγινε στις 2-5-2004, οπότε το σκάφος του ενάγοντος έλαβε προσωρινή θέση στην προβλήτα Α΄ δίπλα στο σκάφος «PP». Εν συνεχεία, στις 11-5-2004, παρουσιάστηκε στον ενάγοντα ο ως άνω λεμβούχος, βοηθός ελλιμενισμού των σκαφών, ……….. και τον ενημέρωσε ότι, με εντολή του …….., που ενεργούσε κατ’ εντολή των διοικούντων τη Μαρίνα Ζέας, θα τον «σκαντζάρουν» εκ νέου, γιατί κατέφθανε το σκάφος, στο οποίο ανήκε η συγκεκριμένη θέση. Τότε ο ενάγων θεώρησε ότι τον ενέπαιζαν, εκνευρίσθηκε και απάντησε στον υπάλληλο ότι δεν πρόκειται να μετακινηθεί, παρά μόνο στην αρχική και μόνιμη θέση του, ζήτησε δε να έρθει ο υπεύθυνος της Μαρίνας. Τη στιγμή, κατά την οποία αποχωρούσε ο εν λόγω λεμβούχος, ο ενάγων άρχισε να ζαλίζεται, να κάνει εμέτους, να μην έχει ισορροπία και να μη βλέπει. Αμέσως ζήτησε από το λεμβούχο να καλέσει τις Πρώτες Βοήθειες, διότι δεν αισθανόταν καλά. Με ασθενοφόρο ο ενάγων μεταφέρθηκε από το σκάφος του στο εφημερεύον Γενικό Νοσοκομείο Πειραιώς «ΤΖΑΝΕΙΟ», όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο ενάγων νοσηλεύτηκε στο «ΤΖΑΝΕΙΟ» και, εν συνεχεία, στο νοσοκομείο «ΚΑΤ», στο οποίο νοσηλεύθηκε από τις 19.5.2004 μέχρι τις 27.5.2004. Μετά δε από Κλινικό και Εργαστηριακό έλεγχο, διαπιστώθηκε διαταραχή οράσεως και διπλωπία από 8ημέρου επί εδάφους ισχαιμικού Αγγειακού Εγκεφαλικού επεισοδίου και προ διημέρου παροδικά ισχαιμικά επεισόδια από την περιοχή του σπονδυλοβασικού με ζάλη, εμετό, θάμβο οράσεως και αρτηριακή υπέρταση. Η αντικειμενική νευρολογική εξέταση έδειξε πάρεση στροφή βλέμματος προς τα αριστερά και εξαντλούμενο νυσταγμό στροφής βλέμματος στις κάθετες κινήσεις. Μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο «ΚΑΤ» και, προκειμένου να συνεχίσει κατ’ οίκον τη νοσηλεία του, ενόψει του ότι ο αδελφός του είχε αναχωρήσει για τη Γερμανία για να συμπαρασταθεί στην ασθενή σύζυγό του, ο ενάγων φιλοξενήθηκε, λόγω της αδυναμίας του προς αυτοεξυπηρέτηση, σε οικία φιλικού του προσώπου, ήτοι του ………… Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 11/5/2004, οπότε ο ενάγων υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και επί (1) περίπου μήνα, το σκάφος του ενάγοντος μετακινήθηκε με τη λάντζα της Μαρίνας από τους προστηθέντες της εναγομένης, κατ’ εντολή της, χωρίς τη συναίνεσή του και κατά την απουσία του, τρεις (3) φορές, ήτοι σε θέση στην προβλήτα Α΄, 3-4 θέσεις ανατολικά της προηγούμενης θέσης του προς την είσοδο του λιμανιού, από την προβλήτα Α΄ σε άλλη θέση της Μαρίνας, δίπλα από το σκάφος «FP», έμπροσθεν γηπέδου μπάσκετ, όπου βρίσκονται τα γραφεία αθλητικής ομάδας, καθώς και, σε άλλη θέση της Μαρίνας αρκετά πιο αριστερά σε σχέση με το σκάφος «ΑΙ». Ο ενάγων, επισκεπτόμενος το σκάφος του στις 11/6/2004, πληροφορήθηκε από το ……….., βοηθό του …………., ότι το σκάφος μεταφέρθηκε στην τελευταία αυτή θέση, η οποία θα ήταν η οριστική. Επειδή, όμως, θεώρησε ότι η εν λόγω θέση ήταν εντελώς ακατάλληλη, διότι τα νερά ήταν πολύ ρηχά και υπήρχε κίνδυνος να καταστραφούν οι προπέλες του, σε αίτημά του προς το ………… να επαναφέρει το σκάφος του στην επί δεκαοκτώ (18) έτη αρχική μόνιμη θέση του, έλαβε αρνητική απάντηση από αυτόν. Παρότι δε δεν αποδεικνύεται ότι υπήρξε εκ μέρους της εναγόμενης υπόσχεση ότι το ένδικο σκάφος θα επέστρεφε μετά τις εργασίες στην ίδια ακριβώς θέση, την οποία επί τόσα έτη και δεν αναγνωρίζονται από το νόμο ή από τις συμβάσεις της εναγόμενης με τους ιδιοκτήτες των ελλιμενιζόμενων σκαφών μόνιμες θέσεις των σκαφών μέσα στη Μαρίνα, κατά κανόνα, οι θέσεις, που υποδεικνύονται στους πλοιοκτήτες των σκαφών, όπως προαναφέρθηκε, δεν αλλάζουν συχνά και μάλιστα χωρίς εύλογη αιτία. Επί πλέον δε, για τα επαγγελματικά τουριστικά σκάφη, όπως το ένδικο, μία τέτοια τακτική θα αναιρούσε τη δυνατότητα να προσδιορίζεται η ακριβής θέση τους. Τελικά, ο ενάγων, στις 21-10-2004, μετέφερε το σκάφος του στο ναυπηγείο της εταιρείας «……..» στη Γλυφάδα, όπου έκτοτε αυτό παρέμεινε. Κατά τις ως άνω μετακινήσεις, όμως, του σκάφους του ενάγοντος από τους προστηθέντες της εναγομένης, κατ’ εντολήν της, χωρίς τη συναίνεση και παρουσία του ενάγοντος, κατά το χρονικό διάστημα από την 11/5/2004 και επί ένα (1) μήνα, εντός της Μαρίνας Ζέας, προκλήθηκαν, από υπαίτια συμπεριφορά τους, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ζημίες σε αυτό. Ειδικότερα, όσον αφορά στο είδος, το μέγεθος και την αιτία πρόκλησης των επικαλούμενων από τον ενάγοντα με την υπό κρίση αγωγή προκληθεισών ζημιών του σκάφους του, αλλά και το είδος, το κόστος και τον απαιτούμενο χρόνο των εργασιών αποκατάστασης των ζημιών, επειδή από τις προσκομιζόμενες από τους διαδίκους ιδιωτικές πραγματογνωμοσύνες και προσφορές για την αποκατάσταση των ζημιών το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν μπόρεσε να σχηματίσει ασφαλή δικανική πεποίθηση, διέταξε με την υπ’ αριθμ. 59/2016 μη οριστική απόφασή του τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Ακολούθως, συνετάγη η από 10-7-2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του αντικατασταθέντος με την υπ’ αριθμ. 226/2017 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου Ναυπηγού Μηχανολόγου Μηχανικού …………., η οποία ελεύθερα συνεκτιμάται από το δικαστήριο με το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, κατ’ άρθρο 387 ΚΠολΔ, στην οποία εκθέτει, μεταξύ άλλων, τα εξής συμπεράσματα: «…1) το σκάφος φέρει τοπικές ζημιές μικρής έκτασης στην αριστερή και δεξιά πλευρές του, στην περιοχή της γάστρας πάνω από την ίσαλο πλεύσης του. Οι ζημιές αυτές είναι: α) αποφλοιώσεις του εξωτερικού χρωματισμού, επιφανειακές εκδορές και αποξέσεις στο gel coat της εξωτερικής επικάλυψης του κελύφους του σκάφους, που προέρχονται από τριβή (γδάρσιμο) της επιφάνειας του εν λόγω σκάφους σε άλλη στερεά επιφάνεια ή αντικείμενο κατά την πλευρική επαφή των 2 επιφανειών. Η άλλη στερεά επιφάνεια μπορεί να ήταν πλευρά άλλου σκάφους ή εξέχον αντικείμενο άλλου σκάφους ή αλυσίδα αγκυροβολιού άλλου σκάφους ή το κρηπίδωμα της προβλήτας στη θέση ελλιμενισμού, β) σημειακά βαθύτερα χτυπήματα, που κάποια από αυτά φθάνουν μέχρι τα εσωτερικά στρώματα του κελύφους από πολυεστέρα, τα οποία προέρχονται από κρούση σε εξωτερικά στερεά αντικείμενα, που μπορεί να είναι εξέχοντα αντικείμενα άλλου σκάφους ή αλυσίδα αγκυροβολιού άλλου σκάφους ή το κρηπίδωμα της προβλήτας στη θέση ελλιμενισμού, γ) ρηγματώσεις (κρακς) στην αριστερή πλευρά του σκάφους σε δύο περιοχές της κουπαστής στη σύνδεσή της με το κατάστρωμα, οι οποίες (ρηγματώσεις) έχουν διαμήκη διεύθυνση και οφείλονται σε ισχυρή πίεση από διπλανό σκάφος και δ) αποξήλωση του προστατευτικού καλύμματος εξαγωγής καυσαερίων της αριστερής πλευράς του σκάφους…». Οι ισχυρισμοί της εναγομένης ότι ο ενάγων αποδέχθηκε αδιαμαρτύρητα όλες τις υποδειχθείσες προσωρινές θέσεις και ότι, από τις 11-5-2004, οπότε ένιωσε ξαφνική αδιαθεσία και μεταφέρθηκε στο «Τζάνειο» Νοσοκομείο, το σκάφος του παρέμεινε στη θέση, στην οποία βρισκόταν εκείνη την ημέρα και ουδέποτε μετακινήθηκε κατά την απουσία του και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του και ότι, κατά το χρόνο μεταφοράς του σκάφους από τον τουριστικό λιμένα Ζέας στο ναυπηγείο «…….» δεν υπήρχαν οι εν λόγω ζημιές, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Σημειώνεται ότι, μετά την καθέλκυσή του στη Μαρίνα Ζέας, στις 23/04/2004, από το ως άνω ναυπηγείο της ομόρρυθμης εταιρίας «……………..», όπου αυτό είχε εισαχθεί προσωρινά από τη Μαρίνα για τακτική συντήρηση και επισκευές, είχε γίνει δε βαφή ολόκληρου του σκάφους, ήταν αξιόπλοο και είχε λάβει το πρωτόκολλο επιθεώρησης μικρού πλοίου ήδη από την 4/5/2006. Λόγω δε των ως άνω προβλημάτων υγείας, που αντιμετώπιζε ο ενάγων, μετά το εγκεφαλικό επεισόδιο, που υπέστη την 11η/05/2004, δεν κατέστη δυνατό, μέχρι τις 21-10-2004, ήτοι, έως την ανέλκυση και μεταφορά του σκάφους του στο ναυπηγείο της εταιρείας «…………….» στη ………., να εντοπίσει και προσδιορίσει την έκταση και το είδος των ζημιών, που είχαν προκληθεί σε αυτό, συνεπεία της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των προστηθέντων της εναγομένης, ώστε να προβεί σε σχετική καταγγελία, καθώς, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, λόγω του ως άνω ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, αντιμετώπιζε, μεταξύ άλλων, προβλήματα όρασης (ήτοι διαταραχή οράσεως και διπλωπία, θάμβο οράσεως, πάρεση στροφή βλέμματος προς τα αριστερά και εξαντλούμενο νυσταγμό στροφής βλέμματος στις κάθετες κινήσεις). Επειδή δε αδυνατούσε πλέον να αναλάβει καθήκοντα στο δικό του σκάφος ή σε άλλο συνταξιοδοτήθηκε με την 488/2005 απόφαση του Δ/ντη του ΝΑΤ από 31.8.2004. Αντίθετη κρίση και δη ότι οι εν λόγω ζημίες δεν προκλήθηκαν, κατά τα ανωτέρω, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, δεν μπορεί να προκύψει άνευ ετέρου από το γεγονός ότι ο ενάγων αξίωσε την αποκατάσταση των εν λόγω ζημιών το πρώτον με την από 20-6-2006 αγωγή του. ΄Αλλωστε, η εναγομένη είχε ενημερώσει τον ενάγοντα, δια των προστηθέντων της, στις 11/05/2004, περί της βουλήσεως των οργάνων της για την εκ νέου μεθόρμιση του σκάφους του από τη θέση, στην οποία βρισκόταν εκείνη την ημέρα, οπότε και μετά την άρνηση του ενάγοντος για τη μετακίνηση αυτή, έλαβε χώρα και το ως άνω επεισόδιο της υγείας του. Στην ως άνω δε από 10-7-2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πραγματογνώμονος, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι οι άνω ζημίες στο σκάφος του ενάγοντος προέρχονται, κατά τις ως άνω διακρίσεις, από κρούση σε εξωτερικά στερεά αντικείμενα, που μπορεί να είναι εξέχοντα αντικείμενα άλλου σκάφους ή αλυσίδα αγκυροβολιού άλλου σκάφους ή το κρηπίδωμα της προβλήτας στη θέση ελλιμενισμού και οι ρηγματώσεις (κρακ) στην αριστερή πλευρά του σκάφους σε δύο περιοχές της κουπαστής στη σύνδεσή της με το κατάστρωμα οφείλονται σε ισχυρή πίεση από διπλανό σκάφος. Ο ισχυρισμός της εναγομένης περί έλλειψης υπαιτιότητας των προστηθέντων της για την πρόκληση των ένδικων ζημιών αντικρούεται, επίσης, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος ……….., κατόχου διπλώματος Πλοιάρχου Γ΄ τάξεως, η οποία ελήφθη με επιμέλεια του ενάγοντος, ενώπιον της Συμβ/φου Αθηνών …….., προς απόδειξη της προγενέστερης από 20-6-2006 και με αριθμ. κατάθ. ……../2006 αγωγής του εναντίον της εναγομένης, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμ. 475/2013 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς και περιέχεται στην υπ’ αριθμ. ………../15-5-2007 ένορκη βεβαίωση, καθώς είχε ιδίαν αντίληψη περί της ύπαρξης των ένδικων ζημιών, στις 11/06/2004, δεν εξαρτά δε κανένα έννομο συμφέρον από την έκβαση της παρούσας δίκης. Σημειώνεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό – ένσταση της εναγομένης περί συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος, κατά το άρθρο 300 ΑΚ, που είχε προβληθεί ενώπιόν του, καθ’ ο μέρος έγινε επίκληση της μη ενεργοποίησης από τον ενάγοντα της εν ισχύ ασφαλιστικής συμβάσεως, σύμφωνα με το από 8-5-2004 ασφαλιστήριο, διότι, εν προκειμένω, η ευθύνη της εναγομένης και η εξ αυτής αιτούμενη αποζημίωση εκ μέρους του ενάγοντος στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικοπραξίας, που είναι ασύνδετες με τυχόν αξιώσεις του εκ της ασφαλιστικής του συμβάσεως, ενώ σε κάθε περίπτωση, κατά το άρθρο 930 ΑΚ, η αξίωση αποζημίωσης δεν αποκλείεται από το ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει αυτόν που αδικήθηκε. Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, δεν επαναφέρεται παραδεκτώς με λόγο έφεσης ενώπιον του παρόντος του Δικαστηρίου. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η πρόκληση των ανωτέρω αναφερόμενων ζημιών στο σκάφος του ενάγοντος, κατά τις άνω μετακινήσεις του, μετά την 11/5/2004 και επί ένα (1) μήνα, εντός της Μαρίνας της Ζέας και ενώ εκτελούνταν έργα σε αυτήν, χωρίς τη συναίνεσή του και κατά την απουσία του, οφείλονται σε αποκλειστική υπαιτιότητα των προστηθέντων της εναγομένης, κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, που τους είχε ανατεθεί και συνδέονται αιτιωδώς, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων,  με την αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, χωρίς να προκύπτει ότι μεσολάβησε άλλη αιτία για την πρόκληση αυτών, απορριπτομένου ως αβασίμου του περί αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης περί του ότι ουδεμία υπαιτιότητα βαρύνει τους προστηθέντες αυτής για την πρόκληση των ως άνω φθορών στο σκάφος του ενάγοντος. Εξάλλου, η προπεριγραφείσα συμπεριφορά των υπευθύνων της εναγομένης με τις πολλαπλές μετακινήσεις του σκάφους του ενάγοντος σε ακατάλληλες γι αυτό θέσεις και η στέρηση της επί έτη θέσης του, κρίθηκε τελεσίδικα ότι συνιστούν καταχρηστική άσκηση δικαιώματος εκ μέρους της εναγομένης, η οποία συνιστά και αδικοπραξία. Ειδικότερα, με τις με αριθμ. 31/2009 και 873/2013 αποφάσεις του Εφετείου Πειραιώς, οι οποίες εκδόθηκαν επί προγενέστερων αγωγών του ενάγοντος, κρίθηκε η συνδρομή της υπαιτιότητας των προστηθέντων της εναγομένης, αφενός μεν ως προς την επελθούσα βλάβη της υγείας του ενάγοντος και την ανικανότητά του προς εργασία, συνεπεία της ως άνω αδικοπραξίας και επιδικάστηκε σε αυτόν, με την υπ’ αριθμ. 31/2009 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη, το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (βλ. σχετ. με αριθμ. 475/2013 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς), αφετέρου δε, με την υπ’ αριθμ. 5785/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 873/2013 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, επιδικάσθηκε στον ενάγοντα το ποσό των 22.000 ευρώ ως διαφυγόν κέρδος, λόγω της μη ναύλωσης του σκάφους του, κατά τα έτη 2004-2005, εξαιτίας του προβλήματος υγείας, που υπέστη από την υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων της εναγομένης. Σημειώνεται ότι επί αγωγής αποζημιώσεως από αδικοπραξία, η τέλεση της αδικοπραξίας αποτελεί προδικαστικό ζήτημα των κατ` ιδίαν αξιώσεων προς αποζημίωση για υλικές ζημίες ή της αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Κατά τη με αριθμ. 31/2009 αμετάκλητη δε απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, όπως δεν αμφισβητείται ειδικώς, «….σύμφωνα με όλα τα παραπάνω εξάγεται το ασφαλές συμπέρασμα ότι το εγκεφαλικό επεισόδιο του ενάγοντα, που έλαβε χώρα στις 11.5.2004, ήταν απότοκο του έντονου εκνευρισμού του, λόγω της συμπεριφοράς των οργάνων της εναγόμενης, που μέσα σε δεκαεννέα ημέρες και χωρίς να συντρέχει γι’ αυτό κάποιος αντικειμενικά σοβαρός λόγος, ζήτησαν από αυτόν για τέταρτη φορά να αλλάξει αγκυροβόλιο, μη σεβόμενοι την ανάγκη του να έχει σταθερή θέση εντός της Μαρίνας Ζέας, όπως οι άλλοι πλοιοκτήτες, ούτως ώστε οι παλαιοί πελάτες του, οι τυχόν περαστικοί ενδιαφερόμενοι τουρίστες, αλλά και τα πρακτορεία, με τα οποία συνεργαζόταν, να μπορούν ευχερώς να βρίσκουν το πλοίο του ή αντίστοιχα να το υποδεικνύουν σε τρίτους προς ναύλωση. Δεν αποδείχθηκε ότι άλλο επαγγελματικό πλοίο ή άλλο πλοίο αναψυχής άλλαξε τόσες πολλές φορές θέση στη Μαρίνα Ζέας μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, κατ’ εντολή των οργάνων της εναγόμενης. Και ναι μεν η εναγόμενη είχε το δικαίωμα να υποδείξει νέο αγκυροβόλιο για το σκάφος του ενάγοντα, έστω κι αν αυτός επί 18 έτη διατηρούσε στη Μαρίνα την ίδια θέση, πολύ περισσότερο αν πράγματι έπρεπε να εκτελεσθούν έργα υποδομής στο ως άνω τουριστικό λιμάνι και στη συγκεκριμένη προβλήτα, όπου βρισκόταν η μόνιμη θέση του πλοίου. Ωστόσο, η εναγόμενη όφειλε να σεβαστεί το γεγονός ότι το πλοίο του ενάγοντα, ως τουριστικό – επαγγελματικό, είχε ανάγκη από ένα σταθερό σημείο για να το βρίσκουν εύκολα οι πελάτες του και να μην του υποδεικνύει διαρκώς διάφορες προσωρινές θέσεις, στις οποίες μπορούσε να παραμείνει το πολύ δέκα ημέρες και μετά να μεθορμίζεται σε άλλη θέση…. Εν όψει των ανωτέρω, η παραπάνω συμπεριφορά της εναγόμενης συνιστά προφανή υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του ασκηθέντος δικαιώματος για εντολή μεθορμίσεως του ένδικου πλοίου, λαμβανομένου μάλιστα υπ’ όψη ότι αυτό αποτελούσε και τον τόπο μόνιμης διαμονής του ενάγοντα. Η καταχρηστική αυτή συμπεριφορά της εναγόμενης συνιστά και αδικοπραξία, εξ αιτίας της οποίας ο ενάγων υπέστη βλάβη της υγείας του, η δε συμπεριφορά της εναγόμενης ήταν ικανή και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να προκαλέσει την παραπάνω ζημία στον ενάγοντα.». Κατόπιν τούτων, η εναγομένη είναι υπόχρεη προς αποκατάσταση των προκληθέντων από υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων της εναγομένης στο επίδικο σκάφος ζημιών, κατά τις διαρκείς μετακινήσεις αυτού, χωρίς τη συναίνεση του ενάγοντος και κατά την απουσία, εντός της Μαρίνας της Ζέας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ομοίως, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων ως αβασίμων των σχετικών λόγων εφέσεως της εναγομένης. Περαιτέρω, όσον αφορά στο είδος, το κόστος και τον απαιτούμενο χρόνο των εργασιών αποκατάστασης των ζημιών, σύμφωνα και με την ως άνω από 10-7-2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Ναυπηγού Μηχανολόγου Μηχανικού Αντώνιου Φίλιππα, η οποία ελεύθερα συνεκτιμάται από το δικαστήριο, με το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, κατ’ άρθρο 387 ΚΠολΔ, απαιτούνται: α) για τις αποφλοιώσεις του εξωτερικού χρωματισμού, επιφανειακές εκδορές και αποξέσεις στο gel coat απαιτείται τρίψιμο με μηχανικό εργαλείο τριβής, στοκάρισμα με κατάλληλο υλικό συμβατό με κέλυφος του σκάφους, τοπικό βάψιμο με χρώμα ίδιας απόχρωσης του gel coat του κελύφους του σκάφους, τοπικό βάψιμο με χρώμα ίδιας απόχρωσης με το υπάρχον του κελύφους του σκάφους, β) για τα τοπικά σημειακά χτυπήματα στις δύο πλευρές και την πλώρη του σκάφους, που φθάνουν μέχρι τα εσωτερικά στρώματα του πολυεστέρα, απαιτείται η διάνοιξή τους με μηχανικό εργαλείο, αφαίρεση του φθαρμένου υλικού, στοκάρισμα με κατάλληλο πλαστικό υλικό, τοπικό βάψιμο με χρώμα ίδιας απόχρωσης με το υπάρχον του κελύφους του σκάφους και γυάλισμα της περιοχής, ώστε να επιτευχθεί η συνέχεια των τοπικών χρωματισμών με τον υπάρχοντα χρωματισμό του σκάφους, γ) για την επισκευή των ρηγματώσεων (κρακς) στην αριστερή πλευρά του σκάφους στις δύο περιοχές της κουπαστής, στη σύνδεσή της με το κατάστρωμα, απαιτείται διάνοιξη των ρωγμών σε όλο το μήκος τους με τροχό, τοπική πλαστικοποίηση για την αποκατάσταση της σύνδεσης της κουπαστής με το κατάστρωμα, τοπικό βάψιμο με χρώμα ιδίας απόχρωσης με το υπάρχον του κελύφους του σκάφους και γυάλισμα της περιοχής, ώστε να επιτευχθεί η συνέχεια των τοπικών χρωματισμών με τον υπάρχοντα χρωματισμό του σκάφους και δ) για το αποξηλωθέν προστατευτικό κάλυμμα της εξαγωγής καυσαερίων στην αριστερή πλευρά του σκάφους, απαιτείται η κατασκευή νέου ιδίου με το υπάρχον στη δεξιά πλευρά από πολυεστέρα και πρέπει να χρησιμοποιηθεί καλούπι κατασκευής με βάση το υπάρχον κάλυμμα, με τη χρήση του οποίου θα κατασκευαστεί το νέο κάλυμμα. Προτεινόμενη με την ως άνω πραγματογνωμοσύνη λύση είναι η κατασκευή δύο νέων ιδίων μεταξύ τους καλυμμάτων διαφορετικής μορφής από πολυεστέρα ή ανοξείδωτο χάλυβα και η τοποθέτησή τους στις εξαγωγές των πλευρών αριστερά και δεξιά του σκάφους. Τα ανωτέρω περιλαμβάνουν την αποκατάσταση όλων των ζημιών στο σκάφος, μεταξύ των οποίων τα χτυπήματα και τις εκδορές στις δύο πλευρές και στην πλώρη. Βάσει των ανωτέρω και, σύμφωνα με την ως άνω πραγματογνωμοσύνη, δεν προκύπτει η αναγκαιότητα πλαστικοποίησης και χρωματισμού ολόκληρης της γάστρας του σκάφους και, επομένως, δεν απαιτούνται να εκτελεσθούν εργασίες ξεβιδώματος των ρελιών περιμετρικά του σκάφους και μόνωσης των διαδρόμων του καταστρώματος και της υπερκατασκευής. Επίσης, είναι αναγκαία η απασχόληση τριών (3) ατόμων για την αποκατάσταση των ανωτέρω ζημιών, με την ειδικότητα του εργατοτεχνίτη, για συνολική εργασία 18 ημερών. Το ποσό, που απαιτείται για την αποκατάσταση των ζημιών, σύμφωνα με την ανωτέρω πραγματογνωμοσύνη, ανέρχεται ως ακολούθως: α) κόστος εργατικών αποκατάστασης των ζημιών [3 άτομα X 18 ημέρες X 80 ευρώ] 4.320 ευρώ, β) κόστος υλικών πλαστικοποίησης (πολυεστέρας, υαλοβάμβακας, gel coat) 1.300 ευρώ, γ) κόστος λοιπών υλικών επισκευής χτυπημάτων, εκδορών, αποφλοιώσεων (στόκος, χρώμα, αναλώσιμα) 1.200 ευρώ, δ) κόστος νέου καλύμματος εξαγωγής καυσαερίων 800 ευρώ και ε) κόστος χρήσης σκαλωσιών -η οποία είναι αναγκαία για την εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών αποκατάσταση των ζημιών, καθώς δεν απαιτείται να σκεπαστεί το σκάφος με ειδικό νάιλον και να τοποθετηθούν εξαεριστήρες με φίλτρα, διότι δεν είναι απαραίτητος ο χρωματισμός ολόκληρου του σκάφους αλλά ο τοπικός χρωματισμός στην περιοχή των ζημιών- 600 ευρώ. Επομένως, για την αποκατάσταση όλων των προκληθεισών ζημιών στο σκάφος του ενάγοντος το συνολικό κόστος ανέρχεται στο ποσό των 8.220 ευρώ -χωρίς Φ.Π.Α.-. Τα πορίσματα δε της προσκομιζόμενης νόμιμα με επίκληση από την εναγομένη από 20-5-2015 τεχνικής έκθεσης της εταιρείας «……………», που υπογράφεται από τον Σπυρίδωνα Βολονάκη, Ναυπηγό Μηχανολόγο, η οποία συνετάγη κατ’ εντολήν της, συμπίπτουν με τα πορίσματα της από 10-7-2017 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του …………, ως προς το ότι υπήρξαν τοπικές και μικρής έκτασης ζημιές στο σκάφος του ενάγοντος, το σύνολο των οποίων εντοπίζονται στη γάστρα και ότι η αποκατάσταση των ζημιών είναι τοπικού χαρακτήρα και δεν απαιτείται βαφή όλης της γάστρας. Ωστόσο, η ως άνω από 20-5-2015 τεχνική έκθεση εντοπίζει το μηχανισμό δημιουργίας των ζημιών στη μορφολογία τους και σε φορτίο κρούσης και επιπλέον αναφέρει ότι οι υπάρχουσες αποφλοιώσεις του χρωματισμού οφείλονται σε τοπικούς παράγοντες, που επηρέασαν δυσμενώς τη διαδικασία βαφής στο χρόνο, που έγινε αυτή και στο ότι οι εντοπισθείσες ρωγματώσεις μπορεί να έχουν προέλθει από οποιαδήποτε μορφής φόρτιση, καθώς και ότι όλες οι ζημίες είναι άνω της ισάλου και ορατές δια γυμνού οφθαλμού εκ του καταστρώματος, καταλήγει δε ότι το κόστος της αποκατάστασης εκτιμάται ότι δεν υπερβαίνει τα 5.000 ευρώ, χωρίς, όμως, ειδικότερο προσδιορισμό, αφενός μεν του κόστους των απαιτουμένων υλικών για την αποκατάσταση των ζημιών, αφετέρου δε του κόστους των εργασιών επισκευής των ενδίκων ζημιών και του χρόνου της απαιτούμενης για την εκτέλεση των εν λόγω εργασιών απασχολήσεως, καθώς και του αριθμού των ατόμων, που θα πρέπει να απασχοληθούν για την αποκατάσταση των ως άνω ζημιών. Ο ισχυρισμός δε της εναγομένης ότι η εκκαλουμένη έπρεπε να δεχθεί ότι η αποκατάσταση των ζημιών του σκάφους «Ο.» είναι τοπικού χαρακτήρα και δεν απαιτείται βαφή όλης της γάστρας, στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι η εκκαλουμένη δέχθηκε ορθώς ότι δεν απαιτείται η βαφή όλης της γάστρας του επίδικου σκάφους. Σημειώνεται ότι ο ενάγων, προς αποκατάσταση των επίδικων ζημιών είχε ασκήσει την προγενέστερη από 20-6-2006 με αριθμ.κατάθ. ………./2006 αγωγή του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αριθμ. 3856/2010 οριστική απόφαση, η οποία δέχτηκε, ως κατ’ ουσία βάσιμη, την αγωγή, αναγνωρίζοντας ότι η εναγομένη του οφείλει για την αιτία αυτή το αιτούμενο με την αγωγή συνολικό ποσό των 23.000 ευρώ, πλην, όμως, η απόφαση αυτή εξαφανίστηκε με την υπ’ αριθμ. 475/2013 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (Τμήματος Ναυτικών Διαφορών-), η οποία, δεκτής γενομένης ως βασίμου της εφέσεως της εναγομένης, απέρριψε την από 20-6-2006 αγωγή, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ως προς τα ένδικα κονδύλια αποκατάστασης των βλαβών του σκάφους και εγκατάστασης του υπόστεγου. Εν συνεχεία, ο ενάγων άσκησε την κρίση αγωγή, όπως δεν αμφισβητείται εδικώς από την εναγομένη- προ της παρελεύσεως εξαμήνου από τη δημοσίευση, στις 6-6-2013, της υπ’ αριθμ. 475/2013 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Πειραιώς (άρθρο 263 Α.Κ.). Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, σε συνδυασμό ιδίως με το ότι στην από 10-7-2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, η οποία διενεργήθηκε από τον διορισθέντα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πραγματογνώμονα, εκτίθεται αρκούντως, τόσο το ύψος των ποσών, στο οποίο εκτιμάται ότι θα ανέλθουν οι απαιτούμενες εργασίες αποκατάστασης των ένδικων ζημιών του σκάφους του ενάγοντος, όσο και το απαιτούμενο χρονικό διάστημα αποπεράτωσής τους, αλλά και ο αριθμός των ατόμων, που θα πρέπει να απασχοληθούν προς τούτο και είναι σύμφωνη με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα για την ως άνω αιτία το συνολικό ποσό των οκτώ χιλιάδων διακοσίων είκοσι ευρώ (8.220 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον η εναγομένη αρνείται να καταβάλει στον ενάγοντα το ως άνω ποσό, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του τελευταίου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκανε δεκτή εν μέρει την υπό κρίση αγωγή, ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, για την ως άνω αιτία, το συνολικό ποσό των οκτώ χιλιάδων διακοσίων είκοσι ευρώ (8.220 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα, που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με ελ­λιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία. Συνεπώς, μετά τη συμπλήρωση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις πα­ρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), πρέπει ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα.

Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η από 03-01-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………./2019 έφεση, κατά της με αριθμ. 2761/15-06-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήματος Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από την εκκαλούσα για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.). Δεν συντρέχει δε περίπτωση επιβολής δικαστικών εξόδων σε βάρος της εκκαλούσας, καθώς ο εφεσίβλητος, λόγω της ερημοδικίας του δεν υπεβλήθη σε ιδιαίτερα έξοδα. Τέλος, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τον εφεσίβλητο – αντεφεσίβλητο, πρέπει, να ορισθεί προκαταβλητέο παράβολο (άρθρα 501,  502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 περ. γ΄ ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1680/2018 Δημ. Νόμος), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εφεσιβλήτου – αντεκκαλούντος: Α) την από 03-01-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……../2019 έφεση και Β) την από 14-02-2020 αντέφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 17-02-2020 στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………./2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………../2020.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τον εφεσίβλητο – αντεκκαλούντα, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως ανυποστήρικτη την από 14-02-2020 αντέφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 17-02-2020 στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……../2020 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………./2020.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε ο αντεκκαλών για την άσκηση της ως άνω αντέφεσης.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 03-01-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………./2019 έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν (έφεση) κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε η εκκαλούσα για την άσκηση της ως άνω έφεσης.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 26/05/2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ