Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 271/2021

Αριθμός    271 /2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:  ……….ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Φωτεινή Πάσχου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Ηρίννα Δουκακάρου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 19.1.2015 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2015) αγωγή, επί της οποίας  εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3834/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 7.1.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……./2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2020) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό  3834/2019 οριστικής απόφασης  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη τακτική διαδικασία  με την παρουσία των διαδίκων, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις  7-1-2020, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την  επικαλούμενη επίδοση αντιγράφου  της εκκαλουμένης  απόφασης στις 18-12-2018στον εναγόμενο -εκκαλούντα, γεγονός που δεν αμφισβητεί ο ενάγων- εφεσίβλητος. Επιπλέον έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο,  συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό …………../ 2020 e-παράβολο). Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την από 19-1-2015 (αρ. κατάθ. ………../2015) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ο ενάγων, δικηγόρος Αθηνών, εξέθετε ότι ο εναγόμενος, υπέβαλε σε βάρος του ενώπιον του Πειθαρχικού Τμήματος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών την από 2-11-2012 έγγραφη καταγγελία, και ακολούθως ενώπιον του Εισηγητή του ίδιου Πειθαρχικού Συμβουλίου το από 22-11-2012 Υπόμνημα του, όπου διελάμβανε συκοφαντικούς ισχυρισμούς για το πρόσωπο του κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή, και ότι με τον τρόπο αυτό προσέβαλε υπαιτίως και παράνομα την τιμή, την υπόληψη και την προσωπικότητα του ιδίου. Ζητούσε δε, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις του και με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά (αρθρ. 223, 294, 295 ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει  για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης χρηματική ικανοποίηση, ποσού  πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Επί της αγωγής εκδόθηκε η ως άνω εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία αυτή έγινε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα για την επίδικη αιτία  το ποσό των 3.000 ευρώ, νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος με την έφεση του και ζητεί, για τους λόγους που εκθέτει ειδικότερα και αφορούν στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την κακή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνιση της ,ώστε να απορριφθεί η αγωγή καθ’ολοκληρίαν.

ΙΙΙ. Από τα άρθρα 57 εδ. α`, 59 εδ. α` και 932 ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 361, 362 και 367 ΠΚ, συνάγονται τα εξής: Όποιος παράνομα προσβάλλεται στην προσωπικότητά του, νοουμένη ως το προστατευόμενο από το Σύνταγμα (άρθρ. 2 παρ.1) σύνολο των αξιών που απαρτίζουν την ουσία του ανθρώπου, και ειδικότερα προσβάλλεται στην προστατευόμενη από το Σύνταγμα (αρθρ. 5 παρ.2) τιμή ή υπόληψή του, με δυσφήμηση ή εξύβριση, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Το δε δικαστήριο δύναται, επιπλέον, αφού λάβει υπ` όψη το είδος της προσβολής, να καταδικάσει τον υπαίτιο προσβολέα να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη εκείνου που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Τέτοιο προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι και η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά δε το άρθρο 932 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932 του ΑΚ πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 361 παρ.1 ΠΚ, κατά την οποία όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363), προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή, συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξεως της εξυβρίσεως, που συνιστά συγχρόνως και αδικοπραξία κατά τις ΑΚ 57-59 και 914, απαιτείται ο δράστης να εκδηλώνει αμφισβήτηση για την ηθική ή κοινωνική αξία κάποιου προσώπου ή καταφρόνηση. Η εκδήλωση αυτή του δράστη μπορεί να συντελεσθή είτε προφορικώς είτε εγγράφως, είτε με έργο, αρκεί να κατατείνει στην μείωση της τιμής ή της υπολήψεως του παθόντος. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού απαιτείται ο δράστης να γνωρίζει και να θέλει με την ενέργειά του να προσβάλει την τιμή και υπόληψη του παθόντος. Απλές κρίσεις και γνώμες ή χαρακτηρισμοί που ενέχουν αμφισβήτηση κατά την κοινή αντίληψη της κοινωνικής ή ηθικής αξίας του παθόντος ή εκδήλωση καταφρονήσεως ή ονειδισμού αυτού είναι δυνατόν να θεμελιώσουν το έγκλημα της εξυβρίσεως όχι όμως εκείνο της δυσφημήσεως (απλής ή συκοφαντικής). Όμως, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α- δ` ΠΚ το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 και 362 του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ` και δ`). Επίσης στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι η προηγούμενη διάταξη (της παρ. l) δεν εφαρμόζεται: α) όταν οι παραπάνω κρίσεις και εκδηλώσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 ΠΚ (συκοφαντικής δυσφήμησης) και β) όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι ο άδικος χαρακτήρας των πράξεων της εξύβρισης και της απλής δυσφήμησης (άρθρα 361 και 362 ΠΚ) αίρεται και στην περίπτωση που οι σχετικές εκδηλώσεις γίνονται για διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Η τελευταία αυτή διάταξη (ΠΚ 367) για την ενότητα της έννομης τάξεως εφαρμόζεται αναλογικώς και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ. Επομένως, αιρομένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιοποίνων πράξεων (με την επιφύλαξη, όπως κατωτέρω, της ΠΚ 367 παρ. 2) αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περιπτώσεως του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος (ένσταση), λόγω άρσεως του παρανόμου της προσβολής. Ωστόσο, κατά την παρ. 2 του άρθρου 367 Π.Κ., η προαναφερόμενη άρση του άδικου χαρακτήρα της προσβολής με δυσφήμηση ή εξύβριση ανατρέπεται, αν από τον τρόπο που έλαβαν χώρα οι δυσφημιστικές ή εξυβριστικές δηλώσεις προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή σκοπός εκφράσεως καταφρονήσεως από τον προσβολέα προς εκείνον που προσβάλλεται. Ειδικός σκοπός εξυβρίσεως, που ως νομική έννοια ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, υπάρχει στον τρόπο εκδηλώσεως τής προσβλητικής της τιμής του άλλου συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικώς αναγκαίος για τη δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψεως εκείνου που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και ο οποίος, καίτοι γνώριζε τούτο, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτόν για να προσβάλει την τιμή του άλλου. Έτσι, ο ειδικός σκοπός εξυβρίσεως έγκειται στην ενσυνείδητη υπέρβαση των ορίων του δικαιώματος, η οποία κατατείνει ειδικώς στην προσβολή της τιμής και αποτελεί πρόσθετο στοιχείο της υποκειμενικής υποστάσεως του αδικήματος (ΑΠ 718/2017 ΝΟΜΟΣ).

ΙV.Από την επανεκτίμηση της ανωμοτί εξέτασης του ενάγοντα και της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες   περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του, και από το σύνολο των εγγράφων, που νομότυπα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: με σύμβαση έργου που καταρτίστηκε μεταξύ, αφενός του νομικού προσώπου με την επωνυμία «………» και αφετέρου του ………., ως εργολάβου καθώς και τρίτων προσώπων, μηχανικών, ανατέθηκε στους τελευταίους η κατασκευή Γηροκομείου επι οικοπέδου της πρώτης στη νήσο Θήρα. Από την ως άνω σύμβαση προέκυψαν μεταξύ των συμβαλλομένων μερών διαφορές εκατέρωθεν, που αφορούσαν, το μεν στην αμοιβή των μηχανικών, το δε στη προβαλλόμενη αξίωση του νομικού προσώπου για  αποζημίωση, λόγω πλημμελούς εκτέλεσης του έργου, για τις οποίες ασκήθηκαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Νάξου η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./12.10.2007 αγωγή της ……….. και της  ……….. (συζύγου του εναγομένου), κατά της κυρίας του έργου,  ………, και η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/27.2.2008 ανταγωγή της τελευταίας κατά των ως άνω εναγόντων. Πληρεξούσιος του νομικού προσώπου, παραστάς κατά την εκδίκαση της υπόθεσης τόσο κατά τον πρώτο βαθμό, όσο  και ενώπιον του Εφετείου Αιγαίου και του Αρείου Πάγου, μετά από την άσκηση των σχετικών ενδίκων μέσων, ήταν ο ενάγων, δικηγόρος Αθηνών, με Α.Μ. Δ.Σ.Α. ……… Στα πλαίσια της εν λόγω διαφοράς στις 16-3-2011 υποβλήθηκε ενώπιον του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος η από 14-3-2011 και με αριθμό πρωτοκόλλου ……../2011 αναφορά της …….., κατά, μεταξύ άλλων προσώπων, και του νυν εναγομένου-εκκαλούντος, μηχανολόγου μηχανικού, που ενίοτε αντικαθιστούσε τον εργολάβο, ………. στην εκτέλεση εργασιών στο έργο , η οποία  φέρει τη σφραγίδα του νυν ενάγοντος-εφεσιβλήτου (δικηγόρου), με την οποία καταγγελόταν η πλημμελής εκ μέρους τους εκτέλεση του έργου. Στις 16-10-2021 ο εναγόμενος-εκκαλών κλήθηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο του ΤΕΕ προς απολογία σε σχέση με τα σε βάρος του καταγγελόμενα και έλαβε γνώση αυτής καθώς και των εγγράφων που είχαν κατατεθεί προς υποστήριξη της. Ακολούθως, αυτός υπέβαλε σε βάρος του υπογράφοντος την καταγγελία, ήδη ενάγοντος-εφεσίβλητου, την υπ’ αριθμ. ……../2.11.2012 αναφορά,  ενώπιον του Πειθαρχικού Τμήματος  του Δ.Σ.Α. με το ακόλουθο περιεχόμενο : «Κύριοι !!! Στις 16/10/2012, το ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ του ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ, με κάλεσε με επιστολή που μου κοινοποίησε, να προσέλθω στα γραφεία του Τ.Ε.Ε., τη 2/11/2012, για να λάβω γνώση του κατηγορητηρίου και της δικογραφίας και να απολογηθώ. Όταν ζήτησα τα έγγραφα που αποτελούσαν τη δικογραφία, έλαβα μαζί με το κατηγορητήριο, την ΑΝΑΦΟΡΑ -ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ που είχε κατατεθεί από την ………, … καθώς και τα σχετικά που την συνόδευαν, μεταξύ των οποίων ήταν και ένα πληρεξούσιο, που φέρει την υπογραφή του επικεφαλή της …., και αφορά τους δικηγόρους . …………… που είναι μέλος Σας και τον δικηγόρο Σύρου …… Από τη μελέτη που έκανα διαπίστωσα τα παρακάτω : 1. Ενώ η ΑΝΑΦΟΡΑ – ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ έγινε από την ………., υπογράφηκε από το δικηγόρο μέλος Σας, .. ……………, με την ιδιότητα, όπως αναφέρει, του πληρεξούσιου δικηγόρου… Όμως ενώ η ΑΝΑΦΟΡΑ – ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ πρωτοκολλήθηκε στο ΤΕΕ στις 16/3/2011, το πληρεξούσιο, σύμφωνα με το οποίο δίνονταν η ικανότητα στον κ. . …………… να εκπροσωπεί τον εντολέα του φέρει ημερομηνία 25/7/2012, δηλαδή 16 μήνες από την ημερομηνία που κατατέθηκε η ΑΝΑΦΟΡΑ – ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ, ο δικηγόρος . ……………. που υπογράφει, δεν είχε δικαίωμα πληρεξουσιότητας. Ανεξάρτητα με το αν στο υπόψη πληρεξούσιο υπάρχει η παράγραφος που αναφέρει ότι «… ο εμφανισθείς, με την άνω ιδιότητα του, δήλωσε ότι εγκρίνει και αναγνωρίζει από σήμερα όλες τις πράξεις των πληρεξουσίων του, που ενήργησαν ή θα ενεργήσουν στα πλαίσια των περιεχομένων εντολών, ως νόμιμες, έγκυρες, ισχυρές και απρόσβλητες και σαν να έγιναν από αυτόν τον ίδιο και ότι το πληρεξούσιο αυτό ισχύει μέχρι να ανακληθεί και να γνωστοποιηθεί νόμιμα η ανάκληση του…», δεν αναφέρεται πουθενά ότι με το συγκεκριμένο πληρεξούσιο δίνεται η δυνατότητα να κάνει την συγκεκριμένη καταγγελία, όσο και αν η υπόψη καταγγελία έχει σχέση με προηγούμενες δίκες στις οποίες ο κ. . ……………. έχει εκπροσωπήσει την …………. Πέραν των όσων λέχθηκαν το εκ των υστέρων υπογραφέν πληρεξούσιο, φανερώνει, ότι την συγκεκριμένη στιγμή που κατατέθηκε η ΑΝΑΦΟΡΑ – ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ, δεν υπήρχε πληρεξούσιο που να έδινε την ικανότητα στο δικηγόρο Νικόλαο …………… να υπογράψει την ΑΝΑΦΟΡΑ – ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ και συνεπώς ο κ. ………… παράνομα και παράτυπα έκανε χρήση του τίτλου «ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ». 2. Ένα  από  τα  τρία  σχετικά  που  κατατέθηκαν,   είναι  η ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ, η οποία μάλιστα είναι θεωρημένη από τον ίδιο δικηγόρο……………, βεβαιώνοντας «..ότι το παρόν αποτελεί ακριβές φωτογραφικό αντίγραφο από το πρωτότυπο». … Από μια προσεκτική ανάγνωση που έκανα, διαπίστωσα, ότι έχουμε να κάνουμε με ένα ΧΑΛΚΕΥΜΕΝΟ ΕΓΓΡΑΦΟ, αφού το αντίγραφο που προσκομίστηκε, αν και φέρει βεβαίωση, ότι αποτελεί ακριβές αντίγραφο, εντούτοις έχει αλλοιωθεί, προσθέτοντας την παράγραφο «… Σημείωση Τα αρχιτεκτονικά αυτά σχέδια δεν είχαν γίνει μέχρι την 27/2/2004 ……. Πέραν του ότι η παράγραφος που προστέθηκε … διαστρεβλώνει το νόημα αυτών που έχουν γραφτεί, η ουσία είναι ότι το κείμενο που υποβλήθηκε και φέρει την επιβεβαίωση του δικηγόρου ότι αποτελεί ακριβές αντίγραφο, ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ   ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΩΣ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΕΝ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ……………. ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΘΕΙ Η ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ, Τ.Ε.Ε. ΚΑΙ ΝΑ ΠΕΤΥΧΕΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΠΙΘΥΜΕΙ, ΔΗΛΑΔΗ  ΤΗΝ  ΤΙΜΩΡΙΑ  ΜΟΥ. ΚΑΤΟΠΙΝ ΤΩΝ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΚΑΤΑΓΓΈΛΛΩ ΕΝΩΠΙΟΝ ΣΑΣ και ζητώ την παραδειγματική τιμωρία του μέλους του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών κ. ……………, επειδή χρησιμοποίησε τον τίτλο του δικηγόρου προς ίδιον όφελος, αφού: 1. Χωρίς να είναι  πληρεξούσιος της …………, χρησιμοποίησε τον υπόψη τίτλο, ανεξάρτητα που θεωρεί ότι με το πληρεξούσιο που υπογράφτηκε αποκτά την παραπάνω ιδιότητα, αφού αυτό δεν είναι νόμιμο για τους λόγους που αναφέρθηκαν, και 2. Επικύρωσε ένα χαλκευμένο έγγραφο, ότι δήθεν αποτελεί ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο από το πρωτότυπο, αν και γνώριζε ποιο είναι το πρωτότυπο, αφού το πρωτότυπο όχι μόνο το έχει στα χέρια του, αλλά και το χρησιμοποίησε σε δίκη στην οποία ήμουν μάρτυρας …».Ο ενάγων-εφεσίβλητος,όταν έλαβε γνώση της ως άνω αναφοράς, με το από 15-1-2012 εξώδικο του, που επέδωσε νόμιμα στον εναγόμενο, του επισήμανε, ότι ο ίδιος τυγχάνει νόμιμος παραστάτης της ……….. ήδη από το έτος 2008,  την οποία μάλιστα εκπροσώπησε και στην αντιδικία της, με τη σύζυγό του (εναγομένου), γεγονός που ο τελευταίος εξ αρχής γνώριζε, καθώς και ότι η τεθείσα εκ μέρους του σημείωση επι της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης είχε χαρακτήρα σχολίου και επ’ ουδενί  συνιστά νόθευση εγγράφου, τον κάλεσε δε, να απευθυνθεί σε δικηγόρο, για να ενημερωθεί για το εσφαλμένο των όσων υποστηρίζει σε βάρος του με την καταγγελία του, και να την ανακαλέσει, χαρακτηρίζοντας το περιεχόμενο αυτής προσβλητικό της προσωπικότητας του. Ο εναγόμενος, ωστόσο, ενέμεινε στην καταγγελία του και κατέθεσε  ενώπιον του Πειθαρχικού Τμήματος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, το από 22.11.2012 υπόμνημα, στο οποίο  ανέφερε τα κάτωθι: «1. Σας ενημερώνω ότι ο κ. ……….. στις 16/11/2012 μου έστειλε ΕΞΩΔΙΚΟ … υποδεικνύοντας μου να ανακαλέσω την ΑΝΑΦΟΡΑ -ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ που έκανα προς εσάς, επειδή όπως ισχυρίζεται, τα όσα καταγγέλλω, δεν αποτελούν αντικείμενο δικής του μη νόμιμης συμπεριφοράς, θέλοντας έτσι ΝΑ ΠΡΟΚΑΤΑΒΑΛΕΙ ΤΗ ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΑΠΟΦΑΣΗ, ισχυριζόμενος, ότι όσα καταγγέλλω είναι ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΑ, επειδή ΔΗΘΕΝ δεν έχω καταφύγει σε δικηγόρο για να με συμβουλεύσει, αφήνοντας έτσι να εννοηθεί, ΟΤΙ ΟΛΑ ΟΣΑ ΕΠΡΑΞΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΠΟΥ ΚΑΤΕΘΕΣΕ ΣΤΟ Τ.Ε.Ε., ΕΓΙΝΑΝ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ ΤΟΥ. ΕΠΙΣΗΣ ΘΕΛΟΝΤΑΣ ΝΑ ΜΟΥ ΚΛΕΙΣΕΙ ΤΟ ΣΤΟΜΑ, αφαιρώντας μου το δικαίωμα που έχω σαν πολίτης να καταφύγω στα όργανα του ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ, με εκφοβίζει, ότι επιφυλάσσεται για κάθε δικαίωμα του εναντίον μου από την προσβολή της προσωπικότητας του, αν και γνωρίζει, ότι κανένας δεν τον εμποδίζει να καταφύγει όπου νομίζει για να προστατευτεί, όπως άλλωστε μπορώ να κάνω και εγώ. Όμως κύριοι του ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΘΗΝΑΣ, κανείς δεν μπορεί να μου αφαιρέσει το δικαίωμα να θέτω τις απόψεις μου για κάποια θέματα, όσο και αν ισχυρίζεται το μέλος Σας……………, ότι είναι ειδήμων και εγώ δεν ξέρω τι λέω, … 3. Από την αρχή θέλω να καταστήσω σαφές, ότι η ΑΝΑΦΟΡΑ -ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ που κατατέθηκε, έγινε, αφ’ ενός για να μπορέσω να προστατέψω την επαγγελματική, αλλά και την προσωπική μου υπόσταση και αφ’ ετέρου για να υποστηρίξω αυτό που έχει καθιερωθεί στη συνείδηση των απλών πολιτών, ότι το δικηγορικό λειτούργημα ασκείται για να υπερασπίζονται τα μέλη του, τα δικαιώματα των πολιτών, αφού οι δικηγόροι είναι οι θεματοφύλακες των θεσμών. Γι’ αυτό, με την ΑΝΑΦΟΡΑ – ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ που κάνω, ζητάω από το Δικηγορικό Σύλλογο ΑΘΗΝΑΣ, την προστασία μου και την παραδειγματική τιμωρία του δικηγόρου κ……………., για τις παράτυπες ενέργειες που έκανε με θύμα εμένα.4.Το κείμενο που Σας έστειλα, με τον τίτλο ΑΝΑΦΟΡΑ -ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ, δεν νομίζω, ότι θέλει να ανταγωνιστεί δικηγορικές θέσεις και απόψεις, ούτε αποτελεί κείμενο που θα δημοσιευτεί σε νομικά περιοδικά, ώστε να χρειάζεται να υποστηριχτεί από κάποιον νομικό, με ιδιαίτερες γνώσεις, όπως ισχυρίζεται ο κ. …………. Στην ΑΝΑΦΟΡΑ – ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ που έκανα, υπάρχουν οι απόψεις ενός πολίτη που ζητάει να βρει το δίκιο του, να προστατεύσει, όπως προείπα, το όνομα του και την επαγγελματική του θέση, αφού τα γεγονότα που εκθέτονται είναι πολύ απλά και τα γνωρίζει κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος και πολύ περισσότερο ένας επιστήμονας έστω και αν δεν είναι δικηγόρος. ΔΙΟΤΙ Η ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΠΟ ΤΙ ΕΧΕΙ ΣΠΟΥΔΑΣΕΙ Ο ΚΑΘΕΙΣ. Δεν θέλω, ούτε επιδιώκω να αμφισβητήσω τις γνώσεις και τη θέση του δικηγόρου……………, ούτε θέλω να ισχυριστώ ότι αυτός μ’ όσα κάνει δεν θέλει να προστατεύσει τον πελάτη του, με όποιο μέσο και τρόπο κρίνει καλύτερο. Προσπαθώ και δεν μπορεί να μου το απαγορεύσει κανείς, να κρίνω τις πράξεις ενός δικηγόρου, επειδή δεν είμαι δικηγόρος. Νομίζω ότι έχω το δικαίωμα να καταφύγω στα όργανα του Δικηγορικού Συλλόγου για να ζητήσω να βρω το δίκιο μου, αφού οι υπηρεσίες του ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ, είναι έτσι δομημένες, που να είναι στη διάθεση του πολίτη.5. Πιστεύω ως σκεπτόμενος άνθρωπος ότι οι ενέργειες κάθε πολίτη όπως και του κ……………., δεν πρέπει και δεν μπορεί να βρίσκονται στο απυρόβλητο. Δεν μπορεί ο δικηγόρος …………, με την δικαιολογία ότι είναι δικηγόρος και ότι πρέπει να υποστηρίξει τον πελάτη του, να διέρχεται ανεξέλεγκτα οποιουδήποτε μέσου, επειδή πρέπει να δικαιώσει τον πελάτη του…. πριν κάνει χρήση οποιουδήποτε εγγράφου, έχει υποχρέωση να το ελέγξει και δεν μπορεί να επιβεβαιώνει την ακρίβεια του αν και γνωρίζει ότι αυτού που επιβεβαιώνει την ακρίβεια και τη γνησιότητα είναι ΧΑΛΚΕΥΜΕΝΟ… 6. … ΕΧΩ ΤΗΝ ΑΠΑΙΤΗΣΗ Η ……….., ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΝΤΑΙ Ή ΤΗΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΝ, (οράτε δικηγόρος ………), ΝΑ ΜΗΝ ΑΓΝΟΟΥΝ ΟΤΙ ΟΛΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΝΟΜΙΜΑ ΕΤΣΙ ΚΑΙ Η ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΤΗΣ ………., ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΟΜΟΤΥΠΑ, ΚΑΘΩΣ ΕΠΙΣΗΣ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΕ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΣΤΗΡΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΤΑ ΕΧΕΙ ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΕΙ, ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ ΠΕΙΡΑΓΜΕΝΑ, ΜΕΤΑΤΡΕΠΟΝΤΑΣ ΕΤΣΙ ΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΠΟΥ ΣΤΗΡΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΑΠΟ ΓΝΗΣΙΑ ΣΕ ΧΑΛΚΕΥΜΕΝΑ. 7. Και εδώ δίνεται απάντηση στο ερώτημα, για ποιο λόγο καταφεύγω στις Υπηρεσίες του ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ, καταγγέλλοντας τον άνθρωπο της …………, κ……………., αφού αυτός είναι δικηγόρος, δηλαδή ένας άνθρωπος, που πρέπει να γνωρίζει, όχι μόνο πώς πρέπει να εκπροσωπηθεί ο πελάτης του για να είναι αυτή η εκπροσώπηση νόμιμη, αλλά και το ότι τα στοιχεία που υποβάλλονται, για να υποστηριχθούν οι θέσεις της …………., δεν πρέπει να είναι χαλκευμένα. ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ………… ΟΤΙ ΤΑ ΧΑΛΚΕΥΜΕΝΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΙΓΟΥΡΑ ΘΑ ΟΔΗΓΗΣΟΥΝ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΕΦΥΓΕ ΝΑ ΒΓΑΛΟΥΝ ΜΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΟΡΘΗ, ΑΛΛΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΛΑΘΟΣ, ΑΦΟΥ ΘΑ ΕΧΕΙ ΛΑΒΕΙ ΥΠΟΨΙΝ ΤΗΣ ΤΑ ΧΑΛΚΕΥΜΕΝΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΤΗΣ ΔΟΘΗΚΑΝ. 8. … Είναι λοιπόν ξεκάθαρο και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ότι ο δικηγόρος……………, εν γνώσει του και για να έχει συμφέρον ο πελάτης που εκπροσωπούσε ως ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ, επικύρωσε το ΧΑΛΚΕΥΜΕΝΟ έγγραφο, με τη βεβαίωση ότι είναι ακριβές αντίγραφο από το πρωτότυπο, αφού γνώριζε πολύ καλά ότι οι υπηρεσίες του Τ.Ε.Ε. δεν θα μπορούσαν να μην το δεχθούν και το σεβαστούν. … Ακόμη και η δικαιολογία που γράφει ο κ. …………. στο εξώδικο που μου έστειλε, ότι η σημείωση που έγινε είναι δική του, ΔΗΛΑΔΗ ΟΤΙ ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ και ότι έγινε στο περιθώριο και όχι μέσα στο κείμενο της πραγματογνωμοσύνης, δεν μπορεί να τον απαλλάξει από αυτό που τον κατάγγειλα, ότι δηλαδή το έγγραφο που υπέβαλε είναι ΧΑΛΚΕΥΜΕΝΟ, αφού το έγγραφο είναι πειραγμένο, έστω και όπως το ερμηνεύει, και ας παίρνει την ευθύνη για την ΧΑΛΚΕΥΣΗ που έγινε. Λες και του επιτρέπεται επειδή είναι δικηγόρος να πειράζει (ΧΑΛΚΕΥΕΙ), τα έγγραφα τα οποία πρόκειται να χρησιμοποιήσει για να υποστηρίξει τον πελάτη του. ΔΕΝ ΕΞΗΓΕΙ ΟΜΩΣ Ο Κ. ………., ΜΕ ΤΟ ΕΞΩΔΙΚΟ ΠΟΥ ΜΟΥ ΕΣΤΕΙΛΕ, ΠΟΙΟΣ ΤΟΥ ΔΙΝΕΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΧΑΛΚΕΥΕΙ ΕΓΓΡΑΦΑ ΚΑΙ ΝΑ ΤΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΩΣ «ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ»; Γι’ αυτό κατηγορώ το δικηγόρο……………, ότι γνώριζε τα περί ΧΑΛΚΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΓΓΡΑΦΟΥ, και για ένα λόγο παραπάνω, αφού τη συγκεκριμένη ΧΑΛΚΕΥΣΗ, όπως δηλώνει στο εξώδικο που μου έστειλε, την έκανε ο ίδιος, άρα είναι και ο ΗΘΙΚΟΣ ΑΥΤΟΥΡΓΟΣ της παραπάνω πράξης. Ο κ. ……………. γνωρίζει, ότι η πράξη που έκανε δεν είναι ούτε ηθικά, αλλά ούτε νομικά ορθή, αφού δεν θα έπρεπε σε ένα έγγραφο το οποίο φέρει την έγγραφη διαβεβαίωση, ότι αποτελεί, ΑΚΡΙΒΕΣ ΦΩΤΟΤΥΠΙΚΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ, να φέρει σημειώσεις του πελάτη του και πολύ περισσότερο, του δικηγόρου που τον υπερασπίζεται. Αυτές οι σημειώσεις, είτε είναι σε αγκύλη, είτε όχι, είναι σίγουρο ότι αποτελούν παρέμβαση στο κείμενο, οπότε το υπόψη κείμενο που φέρει σημειώσεις ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΑΚΡΙΒΕΣ ΦΩΤΟΤΥΠΙΚΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ. Δεν ενδιαφέρει κάποιον που μελετά ένα τέτοιο έγγραφο, αφού έχει δει ότι είναι ΑΚΡΙΒΕΣ ΦΩΤΟΤΥΠΙΚΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ, να ψάξει για να δει, αν η σημείωση που είναι στο περιθώριο είναι σε αγκύλη ή παραπομπή, ούτε αν υπάρχει στο πρωτότυπο. Ένα είναι το σίγουρο, ότι η επιτροπή που θα κληθεί να αποφασίσει για την υπόθεση, θα μελετήσει τη σημείωση και θα επηρεαστεί απ’ αυτή στη λήψη της σχετικής απόφασης. Τα παραπάνω γνωρίζει ο κ. ………… και γι’ αυτό έκανε αυτή τη σημείωση επάνω στο έγγραφο, αποφεύγοντας να γράψει την άποψη του στο κείμενο της ΑΝΑΦΟΡΑΣ – ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ. Είναι λογικό και το γνωρίζει, ως χρονών δικηγόρος ο κ. …………… ότι αν ήθελε να προσθέσει κάτι στο κείμενο που θα υπέβαλε ως σχετικό, αυτό δεν θα έπρεπε να φέρει την σφραγίδα και υπογραφή του, δηλαδή την διαβεβαίωση, ότι αποτελεί ΑΚΡΙΒΕΣ ΦΩΤΟΤΥΠΙΚΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ, εκτός και αν ήθελε να φέρει την διαβεβαίωση, άρα δεν θα έπρεπε να φέρει σημειώσεις, οι οποίες αλλοιώνουν το πραγματικό νόημα του κειμένου, αφού θα πρέπει να παρουσιάζεται, όπως αυτό συντάχθηκε και παραδόθηκε από τον άνθρωπο που το συνέταξε. Αν ο κ. …………. νόμιζε, ότι έπρεπε κάτι να γράψει, για τη συγκεκριμένη παράγραφο, θα έπρεπε να το γράψει στο κείμενο της αναφοράς του ή σε κάποιο άλλο χαρτί και όχι επάνω στο κείμενο του εγγράφου του οποίου βεβαιώνει, ότι αποτελεί ΑΚΡΙΒΕΣ ΦΩΤΟΤΥΠΙΚΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ… ΓΙ ΑΥΤΟ ΣΑΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΩ, ΟΤΙ ΤΟ ΕΓΓΡΑΦΟ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕ Ο Κ. ……….., ΕΙΝΑΙ ΧΑΛΚΕΥΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΑΛΙΣΤΑ Η ΧΑΛΚΕΥΣΗ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ…. 9. Συνεπώς, όσα έγραψα στην ΑΝΑΦΟΡΑ – ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ μου, όχι μόνο, δεν είναι… «αβάσιμα και συκοφαντικά», όπως ισχυρίζεται με το εξώδικο του ο δικηγόρος ………., αλλά πραγματικά γεγονότα που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Όλα όσα έγιναν, δεν έγιναν έτσι απλά, αλλά έγιναν με σκοπό, να διαφοροποιήσουν το κείμενο που βεβαιώθηκε με την σφραγίδα και την υπογραφή του δικηγόρου, δηλώνοντας αυτός, ότι το υπόψη κείμενο αποτελεί ΑΚΡΙΒΕΣ ΦΩΤΟΤΥΠΙΚΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ. … Γνωρίζει ο κ. …………., ότι αν ήθελε να χρησιμοποιήσει τη σημείωση, θα έπρεπε να την αναφέρει σε χωριστό έγγραφο, προσκομίζοντας το ΣΥΝΗΜΜΕΝΟ ΕΓΓΡΑΦΟ, ως έχει και να τονίσει ότι το πρωτότυπο βρίσκεται στο Τ.Ε.Ε. Γνωρίζει όμως ο κ. …………, ότι η Υπηρεσία του ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ δεν έχει σχέση με την υπηρεσία που έχει σχέση με τις ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΕΣ και γι’ αυτό κάνοντας αυτή τη ΧΑΛΚΕΥΣΗ, ΠΙΣΤΕΥΕ ότι αυτοί που θα έλεγχαν την ΑΝΑΦΟΡΑ – ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ δεν θα τη διαπίστωναν και θα μπορούσε να περάσει αυτό που επιδίωκε, δηλαδή όχι μόνον την αμφισβήτηση του εγγράφου, αλλά και τις απόψεις και τις θέσεις που επιθυμούσε. Ακόμη και η αιτιολογία, που φέρνει ο κ. ……….., ότι υπάρχουν δικαστικές αποφάσεις που δεν έχει λάβει υπόψη του ο υπεύθυνος που συνέταξε το κείμενο της πραγματογνωμοσύνης, αυτό για άλλη μια φορά, επιβεβαιώνει αυτά που έχω ισχυριστεί, ότι δηλαδή με τη σημείωση που έγινε επάνω στο κείμενο της πραγματογνωμοσύνης, έχουμε ΧΑΛΚΕΥΣΗ του εγγράφου αυτού, αφού μ’ όσα γράφει ο κ. ………….., όχι μόνο ΕΠΗΡΕΑΖΕΙ το ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΑΛΛΑ ΑΛΛΑΖΕΙ ΚΑΙ ΟΣΑ ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΕ Ο ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΩΝ. … θέλει ΜΕ ΧΑΛΚΕΥΜΕΝΟ ΕΓΓΡΑΦΟ ΝΑ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΕΙ ΟΣΑ ΕΧΟΥΝ ΓΡΑΦΤΕΙ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ. ΑΝ ΔΙΑΦΩΝΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΝΑ, ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΤΟ ΕΧΕΙ ΔΗΛΩΣΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΤΗΝ ΑΝΑΦΟΡΑ— ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ. 10. … ΠΟΙΟΣ ΟΜΩΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΔΙΝΕΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΟΝ ΔΙΚΗΓΟΡΟ ΝΑ ΧΑΛΚΕΥΕΙ ΤΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΤΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΠΟΥ ΧΕΙΡΙΖΕΤΑΙ ; ΕΝΑ ΕΙΝΑΙ ΟΜΩΣ ΤΟ ΣΙΓΟΥΡΟ, ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΟ ΑΛΛΑΞΕΙ Ο Κ. …………., ΟΤΙ ΤΟ ΕΓΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΕΧΕΙ ΧΑΛΚΕΥΤΕΙ, ΕΝΩ ΑΥΤΗ Η ΧΑΛΚΕΥΣΗ ΕΧΕΙ ΚΑΛΥΦΘΕΙ ΜΕ ΜΑΝΔΥΑ ΤΗΣ ΕΠΙΚΥΡΩΣΗΣ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ Ο ΙΔΙΟΣ. ΣΥΝΕΠΩΣ ΟΛΗ Η ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΤΡΕΠΤΗ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΚΟΛΑΣΙΜΗ, ΑΦΟΥ ΕΚΘΕΤΕΙ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑ ΠΟΥ ΥΠΗΡΕΤΕΙ. 11. ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑΣ που δήθεν έχει παράσχει στον Δικηγόρο…………… ο πελάτης του, …………, … Γνωρίζει, ότι η πράξη, να υπογράψει την ΑΝΑΦΟΡΑ – ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ χρησιμοποιώντας τον τίτλο ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ, χωρίς να τον έχει, βρίσκεται στα πλαίσια της εξαπάτησης των υπηρεσιών του Τ.Ε.Ε., αφού κάνοντας χρήση του τίτλου του δικηγόρου, καλυπτόμενος από τον μανδύα του Δικηγορικού Συλλόγου, προσπαθεί να περάσει έγγραφα, για τα οποία δεν έχει δικαίωμα, ούτε να υπογράψει, ούτε καν να ζητά να πρωτοκολληθούν…  ΟΡΘΑ ΛΟΙΠΟΝ ΠΙΣΤΕΥΩ, ότι ο δικηγόρος ……….. δεν άσκησε σωστά τα λειτούργημα του και δεν μπορώ να δεχθώ, ότι ο ίδιος αγνοούσε, ποιες είναι οι υποχρεώσεις του, αφού όλα έγιναν ΕΝ ΓΝΩΣΕΙ ΤΟΥ και συνεπώς για όφελος του ίδιου ή του πελάτη του. Αν όμως όπως ισχυρίζεται, ο ίδιος στο εξώδικο που μου έστειλε, ότι από την πράξη αυτή δεν είχε όφελος, τότε το έκανε προς όφελος του πελάτη του, χωρίς αυτό να υποβαθμίζει την πράξη που έκανε, οδηγώντας τον στην ατιμωρησία. … ΤΟ ΕΓΓΡΑΦΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΦΟΡΑ – ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΠΟΥ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΟ Τ.Ε.Ε. ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΝΟΜΟΤΥΠΑ ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ, ΕΠΕΙΔΗ Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ……….. ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΕΛΑΒΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΛΑΤΗ ΤΟΥ, ΤΗ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΥΠΟΓΡΑΨΕΙ. ΕΤΣΙ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΤΟΥ ΠΕΛΑΤΗ ΤΟΥ, ΔΕΔΟΜΕΝΟΥ ΟΤΙ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ ΕΓΓΡΑΦΟ ΠΟΥ ΝΑ ΤΟΝ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΡΑΞΗ. ΣΥΝΕΠΩΣ, Η ΟΛΗ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ …………, ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΤΡΕΠΤΗ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΚΟΛΑΣΙΜΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΤΟΝ ΠΟΙΟΝ ΩΦΕΛΕΙ.».

Η ως άνω καταγγελία-αναφορά του εναγόμενου, που αρχειοθετήθηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Δ.Σ.Α., με τη με αριθμό ……../2012 απόφαση του, με την αιτιολογία ότι «δεν προέκυψαν ενδείξεις τελέσεως πειθαρχικού παραπτώματος σε βάρος του ως άνω δικηγόρου (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον ενάγοντα, από 28.11.2012 βεβαίωση της γραμματέως του Πειθαρχικού Τμήματος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών), τυγχάνει αβάσιμη, καθόσον  ο ενάγων συνέταξε και κατάθεσε την ως άνω καταγγελία-αναφορά σε βάρος του εναγομένου ενεργών στα πλαίσια σχετικής εντολής της καταγγέλλουσας ……….. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι αυτός ενεργούσε ήδη από το έτος 2008 ως πληρεξούσιος δικηγόρος της, παριστάμενος στις πολιτικές δίκες που την αφορούσαν, όπως δύναται να συναχθεί, ενδεικτικά, από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τον ενάγοντα, υπ’ αριθμ. 4/2009 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Νάξου, υπ’ αριθμ. 7109/2009 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, υπ’ αριθμ. 1/2011 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Νάξου, υπ’ αριθμ. 51/2010 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Νάξου και τα υπ’ αριθμ. 30/17.6.2011 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Νάξου. Εξάλλου, στις 25.7.2012 χορηγήθηκε σε αυτόν και τον ……………, δικηγόρο Σύρου, από το νόμιμο εκπρόσωπο της …………., καθολικό Επίσκοπο, …………., έγγραφη πληρεξουσιότητα, με το με αριθμό ………../25.7.2012 πληρεξούσιο του Συμβολαιογράφου Ερμούπολης Σύρου, …….., όπου μεταξύ άλλων, αναφέρεται  ότι  παρέχεται στον ενάγοντα εντολή να παρίσταται και να αντιπροσωπεύει αυτήν (Καθολική Επισκοπή Σύρου) ενώπιον όλων των Ελληνικών Δικαστηρίων, οποιασδήποτε άλλης δικαστικής, Διοικητικής, Οικονομικής Προξενικής, Φορολογικής και Εκκλησιαστικής Αρχής, να ενεργεί για την υποστήριξη των δικαίων της εντολέως του όλες τις κύριες και παρεπόμενες διαδικαστικές πράξεις, που αναφέρονται στο άρθρο 97 του Κώδικα της Πολιτικής Δικονομίας, καθώς και οποιαδήποτε εξώδικη ενέργεια, ειδικότερα δε, να προβαίνει σε κάθε είδους δηλώσεις, αιτήσεις, διαμαρτυρήσεις, ανακοπές, τριτανακοπές, εφέσεις και να καταθέσει ενώπιον του Αρείου Πάγου αίτηση αναίρεσης και αναστολής εκτέλεσης της με αριθμό 50/2012 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου (που είχε εκδοθεί για την εν λόγω υπόθεση) (βλ. το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ενάγοντα ως άνω πληρεξούσιο), ενώ, περαιτέρω, με αυτό εγκρίθηκαν όλες ο πράξεις των πληρεξουσίων της, που ενήργησαν ή θα ενεργήσουν στα πλαίσια των παρεχομένων εντολών. Επιπλέον δε, αναφορικά με την καταγγελία της …………. ενώπιον του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, που αφορούσε, μεταξύ άλλων, και τον εναγόμενο, αποδείχθηκε, ότι πέραν της προαναφερόμενης γενικής εντολής, ο ενάγων είχε λάβει και προφορική εντολή για την υποβολή της από τον ως άνω νόμιμο εκπρόσωπο της ……………., όπως αναφέρεται ρητώς και στην από 23.11.2012 (με αριθμό πρωτοκόλλου …………/2012) Δήλωση του τελευταίου προς το Πειθαρχικό Τμήμα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, σύμφωνα με την οποία αυτός διόρισε ως πληρεξούσιο δικηγόρο του ως άνω νομικού προσώπου τον ενάγοντα ήδη από το έτος 2008 «όταν και ανατέθηκε σε αυτόν η νομική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ……….. … στις κάθε είδους αντιδικίες, που αφορούν στο ακίνητο της …………., που βρίσκεται στη Σαντορίνη και είχε αποφασιστεί η σε αυτό κατασκευή Γηροκομείου για τις ανάγκες του νησιού …», καθώς και ότι έχει εγκρίνει όλες τις μέχρι σήμερα δικαστικές και εξωδικαστικές ενέργειες, που έχουν γίνει από τον πιο πάνω πληρεξούσιο δικηγόρο και φέρουν την υπογραφή του «… τις οποίες θεωρώ έγκυρες και ισχυρές και θεωρώ ότι αυτές έγιναν στα πλαίσια της εντολής, που του έχει δοθεί προφορικά (και εκ των υστέρων με πληρεξούσιο έγγραφο) από εμένα και ατομικά με την προαναφερόμενη ιδιότητα μου. Ειδικά για την εξεταζόμενη από εσάς περίπτωση δηλώνω, ότι και ενώπιον σας ΕΓΚΡΙΝΩ την κατάθεση της αναφοράς – καταγγελίας στο Τ.Ε.Ε. σε βάρος των πιο πάνω τεσσάρων μηχανικών και ΔΗΛΩΝΩ ότι αυτή η αναφορά καταγγελία έχει κατατεθεί  στο Τ.Ε.Ε. με πλήρη γνώση του περιεχομένου της από εμένα και μετά από ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα, που προφορικά είχε δοθεί στο δικηγόρο, κ.. ……………, για το θέμα αυτό. Σύρος 23 Νοεμβρίου 2012 …» . Εκτός των ως άνω ουσιαστικών παραδοχών περί της νομοτύπου καταθέσεως εκ μέρους του ενάγοντος της εν λόγω καταγγελίας δέον επιπλέον να σημειωθεί  ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Τ.Ε.Ε. δύναται να επιληφθεί πειθαρχικού παραπτώματος μέλους του, και αυτεπαγγέλτως (πρβλ. άρθρο 31 παρ. 1 ΠΔ27-11/14-121926 περί Σύστασης Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος), με συνέπεια να στερείται έννομης σημασίας  ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου περί έλλειψης έγγραφης πληρεξουσιότητας στο πρόσωπο του ενάγοντος κατά το χρόνο υποβολής της επίμαχης καταγγελίας. Συνακόλουθα, αβάσιμος τυγχάνει και ο έτερος ισχυρισμός του εναγομένου, ότι ο ενάγων χρησιμοποίησε τον τίτλο του δικηγόρου προς ίδιον όφελος, καθόσον, με βάση τα προαναφερόμενα, αυτός ενεργούσε από ετών ως πληρεξούσιος της ………., χωρίς να είναι διάδικος ή να έχει προσωπική εμπλοκή ή συμφέρον από την έκβαση των δικών μεταξύ  των ως άνω διαδίκων. Τέλος δε, αναφορικά με τον ισχυρισμό αυτού, ότι το προσκομιζόμενο ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος έγγραφο (επικυρωμένο αντίγραφο) της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης τυγχάνει «χαλκευμένο», διότι αν και φέρει την επιβεβαίωση του επικυρώσαντος αυτό δικηγόρου, ότι αποτελεί ακριβές αντίγραφο από το πρωτότυπο, έχει αλλοιωθεί με την προσθήκη φράσης εν είδει σημείωσης προέκυψαν τα ακόλουθα: Από την επισκόπηση της προσκομισθείσας από τον ενάγοντα ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του ………. (Πολ. Μηχ. Ε.Μ.Π.), με ημεροχρονολογία από 5-11-2010, η οποία φέρει την από 14-3-2011 βεβαίωση αυτού (ενάγοντος), περί του ότι το εν λόγω έγγραφο αποτελεί ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο από το πρωτότυπο, προκύπτει ότι στην πέμπτη σελίδα του εν λόγω εγγράφου, που τυγχάνει στο σύνολο του δακτυλογραφημένο, έχει τεθεί από τον ενάγοντα στο κενό περιθώριο της σελίδας, δίπλα σε αγκύλη και παραπλεύρως της φράσης «(2) Επίσης διαπιστώθηκε και από τα 2 αντίδικα μέρη, ότι τα επιδειχθέντα επί τόπου του έργου από τους Μηχανικούς ………. και ………….. αρχιτεκτονικά σχέδια (σε διαφάνειες) συμφωνούν με τις υπάρχουσες κατασκευές», χειρόγραφη σημείωση, με το ακόλουθο περιεχόμενο «Σημείωση Τα αρχιτεκτονικά αυτά σχέδια δεν είχαν γίνει μέχρι την 27/2/2004». Η εν λόγω σημείωση, ωστόσο, ως εκ του τρόπου, που έχει τεθεί στο κενό περιθώριο της σελίδας, μέσα σε αγκύλη με χειρόγραφους χαρακτήρες, δίχως το σημείο της προσθήκης (Γ’) και μονογραφή, δεν συνιστά νόθευση εγγράφου, δυνάμενη να παραπλανήσει τον αναγνώστη. Περαιτέρω, σε συνέχεια των ανωτέρω, μη αληθείς, τυγχάνουν και οι συναφείς με τους παραπάνω ισχυρισμοί του εναγομένου, που διαλαμβάνονται στο από 22-11-2012 υπόμνημα του προς το Πειθαρχικό Τμήμα του Τ.Ε.Ε., ήτοι: α) ότι ο ενάγων, με το από 16.11.2012 εξώδικο που του απέστειλε θέλησε να προκαταβάλει την απόφαση του εν λόγω πειθαρχικού συμβουλίου, β) ότι ο ενάγων προέβη σε παράτυπες ενέργειες με θύμα τον εναγόμενο, γ) ότι ο ενάγων δεν μπορεί να επιβεβαιώνει την ακρίβεια εγγράφου, αν και γνωρίζει ότι αυτού που επιβεβαιώνει την ακρίβεια και την γνησιότητα είναι χαλκευμένο, δ) ότι ο ενάγων – δικηγόρος, γνωρίζει ότι τα χαλκευμένα στοιχεία σίγουρα θα οδηγήσουν τα όργανα, στα οποία κατέφυγε να βγάλουν μια απόφαση που δεν θα είναι ορθή, αλλά θα είναι λάθος, αφού θα έχουν λάβει υπόψη τους τα χαλκευμένα στοιχεία που τους δόθηκαν, ε) ότι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ο ενάγων παρανόμησε, στ) ότι το έγγραφο είναι πειραγμένο, έστω και όπως το ερμηνεύει ο ενάγων, «λες και του επιτρέπεται επειδή είναι δικηγόρος να πειράζει (χαλκεύει) έγγραφα», ζ) ότι ο ενάγων δεν εξηγεί με το εξώδικο του ποιος του δίνει το δικαίωμα να χαλκεύει έγγραφα και να τα παρουσιάζει με την υπογραφή του ως «ακριβές αντίγραφα» και ότι είναι αυτός (ο ενάγων) ο ηθικός αυτουργός της παραπάνω πράξης, η) ότι το έγγραφο είναι χαλκευμένο και η χάλκευση έγινε από τον ίδιο τον ενάγοντα, θ) ότι όσα έγιναν, έγιναν  με σκοπό να διαφοροποιήσουν το κείμενο που βεβαιώθηκε με την σφραγίδα και υπογραφή του δικηγόρου, δηλώνοντας αυτός, ότι το υπόψη κείμενο αποτελεί «ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο από το πρωτότυπο», ι) ότι ο ενάγων δικηγόρος γνώριζε ότι η Υπηρεσία του Πειθαρχικού δεν έχει σχέση με την υπηρεσία που έχει σχέση με τις Πραγματογνωμοσύνες και γι’ αυτό κάνοντας αυτήν την χάλκευση, πίστευε ότι αυτοί που θα έλεγχαν την αναφορά -καταγγελία δεν θα τη διαπίστωναν και θα μπορούσε να περάσει αυτό που επιδίωκε, δηλαδή όχι μόνο την αμφισβήτηση του εγγράφου, αλλά και τις απόψεις και τις θέσεις που επιθυμούσε, ια) ότι με όσα γράφει ο ενάγων (σημείωση στο κείμενο) όχι μόνο επηρεάζει το πειθαρχικό συμβούλιο, αλλά αλλάζει και όσα γνωμάτευσε ο πραγματογνώμων, ιβ) ότι το έγγραφο της πραγματογνωμοσύνης έχει χαλκευτεί υπό το μανδύα της επικύρωσης που έκανε ο ίδιος, ιγ) ότι η πράξη αυτή του, ενάγοντος όχι μόνο δεν είναι επιτρεπτή, αλλά είναι και κολάσιμη, αφού εκθέτει τον ίδιο και το λειτούργημα που υπηρετεί, ιδ) ότι ο ενάγων γνωρίζει ότι η πράξη του, να υπογράψει αναφορά – καταγγελία χρησιμοποιώντας τον τίτλο πληρεξούσιος, χωρίς να τον έχει, βρίσκεται στα πλαίσια της εξαπάτησης των υπηρεσιών του Τ.Ε.Ε., αφού κάνοντας χρήση του τίτλου του δικηγόρου, καλυπτόμενος από τον μανδύα του Δικηγορικού Συλλόγου, προσπαθεί να περάσει έγγραφα, για τα οποία δεν έχει δικαίωμα, ούτε να υπογράψει, ούτε καν να ζητά να πρωτοκολληθούν, ιε) ότι ο ενάγων -δικηγόρος, δεν άσκησε σωστά το λειτούργημα του και ότι όλα έγιναν εν γνώσει του και συνεπώς για όφελος του ίδιου ή του πελάτη του και ότι, αν ο ενάγων, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται στο εξώδικο, από την πράξη αυτή δεν είχε όφελος, τότε το έκανε προς όφελος του πελάτη του, χωρίς αυτό να υποβαθμίζει την πράξη του και ιστ) ότι το έγγραφο που έχει σχέση με την εν λόγω αναφορά στο Τ.Ε.Ε., δεν έχει νομότυπα υπογραφεί, επειδή ο δικηγόρος – εδώ ενάγων, ουδέποτε έλαβε από τον πελάτη του, τη σχετική εξουσιοδότηση για να το υπογράψει, έτσι ποτέ δεν έγινε πληρεξούσιος του πελάτη του. Εξάλλου, οι εν λόγω ισχυρισμοί για το πρόσωπο του ενάγοντα, επί της προαναφερόμενης αναφοράς – καταγγελίας, ήταν αντικειμενικώς -κατά την κοινή αντίληψη- ικανοί να  πλήξουν  την τιμή και την υπόληψη του, αφού έθιγαν αυτόν ως φορέα ηθικής και κοινωνικής αξίας, ως άτομο και ως επαγγελματία (δικηγόρο), έγιναν, δε, ενώπιον τρίτων, ήτοι των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και τους γραμματείς αυτού. Ωστόσο, από το ίδιο άνω αποδεικτικό υλικό, δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος προέβη στους άνω ισχυρισμούς εν γνώσει της αναλήθειάς τους, με σκοπό να διαδώσει ψευδή και συκοφαντικά για την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντα γεγονότα. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι ο ίδιος πίστευε ότι τα όσα ισχυρίστηκε ήταν αληθή, δοθέντος ότι αυτός, ως μηχανικός, δεν είχε νομικές γνώσεις, και επομένως πίστευε δικαιολογημένα ότι : (ι) για τη σύνταξη και υποβολή της καταγγελίας ενώπιον του Τ.Ε.Ε. απαιτείτο προηγούμενη έγγραφη πληρεξουσιότητα, ενώ (ιι) πράγματι πίστευε ότι ο ενάγων προέβη σε νόθευση(«χάλκευση») της ανωτέρω έγγραφης πραγματογνωμοσύνης δια της προσθήκης ιδιόγραφης σημείωσης στο σώμα αυτής, όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η απόφασή του οποίου δεν προσβάλλεται εν προκειμένω κατά το μέρος αυτό. Ομοίως, εξάλλου κρίθηκε και με την υπ’ αριθμ. 12332/29.3.2017 απόφαση του Ε’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη (βλ. την από 18.1.2018 σημείωση του αρμοδίου γραμματέα επί του σώματος του αντιγράφου της απόφασης, περί καταχώρησης αυτής στο ειδικό βιβλίο και την από 18.4.2019 υπηρεσιακή βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα περί μη άσκησης ενδίκων μέσων ή αιτήσεων αναίρεσης της απόφασης), με την οποία ο εναγόμενος κηρύχθηκε αθώος των αδικημάτων της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμισης κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του ενάγοντος.

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης του ο εναγόμενος προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του  Δικαστηρίου τούτου την ένσταση περί άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης, που του αποδίδεται με την αγωγή, ισχυριζόμενος ότι ενήργησε αποκλειστικά από δικαιολογημένο ενδιαφέρον προς προάσπιση δικαιώματος του, και δη  αμυνόμενος κατά της σε βάρος του καταγγελίας, που υπέγραφε ο ενάγων, όπως αυτό αποδεικνύεται αυθωρεί  από το ίδιο το περιεχόμενο  της δικής του αναφοράς -καταγγελίας σε βάρος του ενάγοντος, και του σχετικού υπομνήματος του (επίδικα). Η ένσταση αυτή, που βασίζεται στη διάταξη του άρθρου 367 παρ.2 περ.γ ΠΚ, παραδεκτώς καταρχήν προβάλλεται κατ’ άρθρο 527 παρ.6 ΚΠολΔ. Ωστόσο, ο εναγόμενος, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, κατά τη διατύπωση  του από 22-11-2012 υπομνήματος του χρησιμοποίησε ιδιαίτερα απαξιωτικές για την προσωπικότητα του ενάγοντος φράσεις, μη συνάδουσες με τον σκοπό που ισχυρίζεται ότι εξυπηρετούσε η σύνταξη και κατάθεση αυτού, και συγκεκριμένα, ότι  ο τελευταίος «γνωρίζει ότι η πράξη να υπογράψει την αναφορά- καταγγελία χρησιμοποιώντας τον τίτλο πληρεξούσιος χωρίς να τον έχει βρίσκεται στα πλαίσια της εξαπάτησης των υπηρεσιών του ΤΕΕ» και ότι « οι ενέργειες του κ……………. δεν πρέπει και  δεν μπορεί να βρίσκονται στο απυρόβλητο και να διέρχεται ανεξέλεγκτα οποιουδήποτε μέσου, επειδή πρέπει να δικαιώσει τον πελάτη του». Με τις φράσεις αυτές, που περιήλθαν σε γνώση τρίτων προσώπων, και δη των μελών του Πειθαρχικού Οργάνου, προς το οποίο απευθύνονταν, ο εναγόμενος αμφισβήτησε ευθέως την επαγγελματική εντιμότητα και την προσωπική ηθική του ενάγοντος, προσβάλλοντας την τιμή και την υπόληψή του  και επιδεικνύοντας καταφρόνηση στο πρόσωπό του, καθόσον τον παρουσιάζει ως άτομο, που εξαπατά τις αρχές και δεν διστάζει να μετέρχεται ακόμα και παράνομων μέσων, για να πετύχει το σκοπό του, διατύπωσε δε αυτές  γνωρίζοντας ότι  τα αναφερόμενα εκ μέρους του ήταν πρόσφορα για να προσβάλουν την τιμή του, ενώ δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίες για την απόδοση της σκέψης του και θα μπορούσαν να λείπουν εντελώς ως καθαρά καταφρονητικές και να αντικατασταθούν με άλλες περισσότερο πρόσφορες και πιο ήπιες εκφράσεις, γεγονός που καταδεικνύει τον, σε κάθε περίπτωση, εξυβριστικό σκοπό του εναγομένου. Κατά συνέπεια, ο ως άνω ισχυρισμός αυτού, περί άρσης του αδίκου χαρακτήρα της πράξης του πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, κατά ουσιαστική παραδοχή της αντένστασης του εφεσιβλήτου  (άρθρο 367 παρ. 2 ΠΚ), κατ’ ορθή ερμηνεία των από 11-1-2021 προτάσεων του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (σελ.25). Μετά ταύτα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ο εναγόμενος με την ως άνω συμπεριφορά του πρόσβαλε την προσωπικότητα του ενάγοντος και προξένησε  σε αυτόν  ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας ο τελευταίος δικαιούται  χρηματικής ικανοποίησης, το ύψος της οποίας, ενόψει του είδους, των ειδικών συνθηκών και της βαρύτητας της προσβολής, καθώς και της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών (ο εναγόμενος είναι ήδη συνταξιούχος), ανέρχεται στο ποσό των 800 ευρώ, που κρίνεται εύλογο και  σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία εφαρμόζεται και κατά τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, την οποία δικαιούται ο παθών από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 9/2015 και  10/2017, ΑΠ 308/2019, ΑΠ 1207/2017, ΑΠ 705/2016, ΑΠ 9/2015, Νόμος), δεδομένου ότι το άνω ποσό βρίσκεται εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του αναγνώρισε την υποχρέωση του  εναγομένου να καταβάλει στον  ενάγοντα  ως χρηματική ικανοποίηση για την επίδικη αιτία το ποσό των 3.000,00 ευρώ, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά ουσιαστική παραδοχή του τρίτου  λόγου της έφεσης.

Εξάλλου,  με την υπ` αριθ. 12332/2017 ήδη αμετάκλητη απόφαση του Ε’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ο εκκαλών κρίθηκε αθώος, εκτός από  τις  πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμησης και απλής  δυσφήμησης,  και για την πράξη της εξύβρισης σε βάρος του εφεσίβλητου, με το σκεπτικό (ως προς το αδίκημα της εξύβρισης)  ότι “δεν προέκυψε σκοπός εξύβρισης, διότι αυτός με την ένδικη αναφορά- καταγγελία και το υπόμνημά του προσπάθησε να αποδώσει του ισχυρισμούς του, προκειμένου να τεθούν υπόψη και να κριθούν από το ΤΕΕ κατά την εξέταση της σε βάρος του αναφοράς».  Ωστόσο, η ως άνω αθώωση του δεν  ασκεί  έννομη επιρροή στη προκειμένη δίκη, προεχόντως διότι, κατ` άρθρο 321Κ.Πολ.Δικ., στην πολιτική δίκη δεν παράγεται δεδικασμένο από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ενόψει της αυτοτέλειας των αρμοδιοτήτων των δύο δικαιοδοσιών (ποινικής και πολιτικής). Περαιτέρω, με τις ως άνω ουσιαστικές παραδοχές του Δικαστηρίου τούτου, αναφορικά με την αδικοπρακτική ευθύνη του εναγόμενου δεν προσβάλλεται το τεκμήριο αθωότητας του, καθόσον αυτό ουδόλως συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου, που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ` ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος και, συνακόλουθα, σε ουσιαστική απόρριψη της αποζημιωτικής αγωγής.  (βλ. ΟΛΑΠ 4/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών με την ανωτέρω περιγραφόμενη συμπεριφορά του, πράγματι προσέβαλε παράνομα την προσωπικότητα του εφεσίβλητου στις εκφάνσεις της τιμής και της υπόληψής του, τελώντας σε βάρος του το αδίκημα της εξύβρισης, που συνιστά και αδικοπραξία κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 Α.Κ., ο τελευταίος (εφεσίβλητος) δικαιούται να λάβει χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, απορριπτομένου ως αβάσιμου του  πρώτου  λόγου έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών υποστηρίζει τα αντίθετα.

Τέλος, με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της έφεσης του ο εναγόμενος παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη  ως μη νόμιμη της προβληθείσας πρωτοδίκως εκ μέρους του ένστασης περί καταχρηστικότητας της  αγωγής. Ειδικότερα, αυτός πρωτοδίκως ισχυρίστηκε, ότι ο ενάγων άσκησε την αγωγή του, αν και  γνώριζε ότι τα καταγγελλόμενα σε βάρος του  ήταν αληθινά, και ότι ο ίδιος (εναγόμενος) είχε αθωωθεί αμετάκλητα για τις συναφείς πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμισης, προέβη δε σε αυτήν για λόγους εκδίκησης. Ωστόσο, τα επικαλούμενα  πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν κατάχρηση δικαιώματος, κατά την έννοια του άρθρου 281 Α.Κ., καθόσον και αληθή υποτιθέμενα δε συνιστούν ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες από την προηγηθείσα συμπεριφορά του ενάγοντα ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, ενόψει των οποίων η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος του να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (βλ. ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 37/2013, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 91/2011, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς απέρριψε την ένσταση αυτή ως μη νόμιμη και ο ερευνώμενος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Συνακόλουθα, πρέπει να γίνει δέκτη η έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση και αναδικαστεί η αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή κατ΄ ουσίαν και  να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης το ποσό των 800 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων  και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ τους (άρθρα 178 παρ. 2,183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), ενώ, τέλος, ενώ ως προς το  παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, που ο εκκαλών προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεως του, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του σε αυτόν (άρθρο 495 παρ 4 εδ δ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με την παρουσία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ΄αριθ. 3834/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διατάσσει την απόδοση στον εκκαλούντα του με αριθμό ……………/ 2020 παραβόλου.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 19-1-2015  και με αρ. κατάθ. …………../2015 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την εξόφληση.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα  και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 19 Μαΐου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ