Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 300/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης    300/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Αργύριο Γιαννόπουλο και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: υπό εκκαθάριση ανώνυμης εταιρίας …………., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 1.10.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../5.11.2015 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 3127/2017 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που δίκασε ερήμην της εναγομένης και την έκανε δεκτή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  η ερήμην δικασθείσα εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, με την από 15.9.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../15.9.2017 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………../29.3.2019 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ.94/2020 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της, προκειμένου να διενεργηθούν τα αναφερόμενα σ’ αυτήν.

Ήδη η ανωτέρω έφεση φέρεται για συζήτηση με την από 18.6.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και προσδιορισμού δικασίμου …………/22.6.2020 κλήση της εκκαλούσας-εναγομένης, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ανέπτυξε τις απόψεις του αναφερόμενος στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά το άρθρο 528 εδαφ. α ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 § 2 Ν. 3994/2011, ισχύει δε και μετά το Ν. 4335/2015, η έφεση του ερημοδικασθέντος πρωτοδίκως διαδίκου, ως λειτουργικό υποκατάστατο της (καταργημένης) αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, επιφέρει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους τυχόν πρόσθετους λόγους της, ήτοι εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως και την αναδίκαση της υπόθεσης από το Εφετείο, το οποίο μετατρέπεται ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 579/2018, ΑΠ 495/2017, ΑΠ 546/2014, ΑΠ 907/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 829/2008 ΝοΒ 2008/1457, ΑΠ 1015/2005 ΕλΔνη 2005/1100, ΕφΠειρ 197/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Κεραμέας, Ένδικα Μέσα, 2007, σελ. 66 επομ.), προκειμένου ο εκκαλών να δυνηθεί να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως και να επανορθώσει με την έφεση τις συνέπειες, που ενδεχομένως επέφερε η απουσία του (ΑΠ 446/2007, ΕφΠειρ 59/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ερήμην απόφασης καταρχήν αρκεί η τυπική παραδοχή της εφέσεως, ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσας και δεν προηγείται έρευνα της βασιμότητας των λόγων της (ΑΠ 1906/2008 ΝοΒ 2009/927, ΑΠ 884/2007 ΧρΙΔ 2008/52, ΤριμΕφΠειρ 27/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ 933/2011 ΕΔΠ 2011/143) ούτε απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος από αυτούς (ΑΠ 2150/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2012 ΝοΒ 2013/132, ΕφΠειρ 195/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την επέλευση, όμως, του δικονομικού αυτού αποτελέσματος, προκειμένου να θεωρηθούν παραδεκτοί οι ισχυρισμοί του ερημοδικασθέντος  εκκαλούντος και να ερευνηθούν από το Εφετείο, προϋποτίθεται, πρώτον, ότι οι λόγοι της έφεσης είναι λυσιτελείς (Γ.Αποστολάκης, Η αποδεικτική διαδικασία μετά την άσκηση της έφεσης κατ’ ερήμην αποφάσεως, σε ΑρχΝ 2009/35 επομ.), ορισμένοι (ΕφΑθ 4634/2009 ΕλΔνη 2010/1054, ΕφΑθ 6525/2005 ΕλΔνη 2006/1482) και νόμιμοι (ΕφΠειρ 557/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 52/2012 ΕλΔνη 2013/1036), αφού σε κάθε αντίθετη περίπτωση η έφεση απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξαφανίζεται (ΕφΛαρ 145/2014 Δικογραφία 2014/707, ΕφΑθ 1600/2004 ΕλΔνη 2004/1078, Σ.Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, § 228δ, σελ. 104, Β.Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, 2015, αρ. 2099, σελ. 524) και, δεύτερον, ότι ο εκκαλών εναγόμενος, που δικάστηκε ερήμην στην πρωτοβάθμια δίκη, είτε αρνείται με την έφεση του την ιστορική βάση της αγωγής, που έγινε δεκτή λόγω του τεκμηρίου ομολογίας της, που συνήχθη από την απουσία του, είτε υπό το ισχύον καθεστώς της μονομερούς συζητήσεως υποθέσεων αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου στις ειδικές διαδικασίες, προσβάλλει την εκκαλουμένη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τα πραγματικά περιστατικά της εναντίον του αγωγής, που εκδικάστηκε σαν να ήταν και αυτός παρών και έγινε δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη, οπότε η απόφαση πλήττεται στο σύνολο της και εξαφανίζεται ως προς όλες τις διατάξεις της που βλάπτουν τον εκκαλούντα (ΑΠ 985/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, αν ο εναγόμενος που ερημοδικάστηκε, χωρίς να αρνείται την ιστορική βάση της, επικαλείται με την έφεση του είτε (αοριστία ή άλλο) απαράδεκτο είτε νομική αβασιμότητα της εναντίον του αγωγής, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ερευνά τη βασιμότητα των ισχυρισμών αυτών, χωρίς να εξαφανίσει προηγουμένως την εκκαλουμένη απόφαση (ΕφΑθ 5998/2007 ΕλΔνη 2009/235, ΕφΑθ 9960/2005 Αρμ.2007/379), αφού τότε η εξαφάνιση της δεν είναι απαραίτητη για να ανατραπεί το τεκμήριο ομολογίας (ΤριμΕφΔωδ 15/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ούτε για να θεωρηθούν παραδεκτοί οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος, αφού δεν αντιφάσκουν προς αυτό. Το ίδιο συμβαίνει όταν ο ερημοδικασθείς πρωτοδίκως εναγόμενος, χωρίς να αμφισβητεί τα πραγματικά περιστατικά των οποίων έγινε στην αγωγή επίκληση, προτείνει ενστάσεις καταλυτικές, όπως π.χ. εξόφλησης ή παραγραφής, των αξιώσεων του ενάγοντος που επιδικάστηκαν (ΕφΛαρ 145/2014, ο.π., ΕφΑθ 6525/2005, ο.π., ΕφΑθ 2439/2002 ΕλΔνη 2002/1480, ΕφΑθ 7321/2001 ΕλΔνη 2002/495). Στις περιπτώσεις αυτές η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μόνον αν κριθεί βάσιμος κάποιος από τους ισχυρισμούς αυτούς, έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (ΑΠ 1075/2013, ΑΠ 1040/2013, ΕφΠειρ 64/2018, ΕφΑθ 3706/2015, ΕφΛαρ 232/2015, ΕφΑθ 2120/2014, ΕφΘρ 73/2014, ΕφΛαμ 9/2013, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 565/2003 Δικογραφία 2004/91, ΕφΘεσ 1376/2003 ΕλΔνη 2004/557, Σαμουήλ, ο.π., σελ. 99, Σ. Ματθίας, Ανακοπή ερημοδικίας και έφεση κατ’ ερήμην αποφάσεων, ΕλΔνη 1995/11 επομ. [14], M.Μαργαρίτης, σε Κ.Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα, ΚΠολΔ, Ι, 2000, άρθρο 528, αρ. 1, Δ.Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 164, Ε. Ποδηματά, Η ερημοδικία και τα τακτικά ένδικα μέσα επί ερήμην αποφάσεων μετά τον ν.2915/2001, σε ΕΔνη 2002/15 επομ. [23]).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 18.6.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης και προσδιορισμού δικασίμου ………../22.6.2020 κλήση της εκκαλούσας-εναγομένης, νόμιμα φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση και έκδοση απόφασης, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου συγκροτούμενου από έτερο Δικαστή, λόγω αποχώρησης του δικάσαντος Δικαστή, Νικολάου Κουτρούμπα, από το Ναυτικό Τμήμα του Δικαστηρίου, η κρινόμενη από 15.9.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …………/15.9.2017 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………../29.3.2019 έφεση της, που στρέφεται κατά της με αριθμό 3127/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην αυτής, κατά την τακτική διαδικασία και έκανε δεκτή την σε βάρος της από 1.10.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./5.11.2015 αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσιβλήτου, ως ουσιαστικά βάσιμη, λόγω του τεκμηρίου ομολογίας της, που συνήχθη από την ερημοδικία της, κατ’ άρθρο 271 παρ.3 ΚΠολΔ, αναγνωρίζοντας την ενάγουσα, ως κυρία, του επίδικου σκάφους και διατάσσοντας την απόδοση του σε αυτή, κατόπιν της έκδοσης της υπ’αριθμ.94/2020 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της, προκειμένου να προσκομιστούν, προς επίδειξη, τα πρωτότυπα των αναφερομένων υπεύθυνων δηλώσεων καταβολής των αναγραφομένων ποσών, δεκτής γενομένης σχετικής αίτησης της ενάγουσας-εφεσίβλητης. Η έφεση ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1 σε συνδυασμό με 147 παρ.2  ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία της ενάγουσας, στις 17.7.2017 στην εναγομένη – εκκαλούσα, όπως προκύπτει από την σχετική σημείωση του επιδόσαντος δικαστικού επιμελητή, ……………, επί του σώματος ακριβούς αντιγράφου του επιδιδομένου εγγράφου, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της εφέσεως κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 15.9.2017, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως, να γίνει δεκτή στην ουσία της και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, δεδομένου ότι η εναγομένη-εκκαλούσα, δικάστηκε ερήμην στην πρωτόδικη δίκη και με την έφεση της παραπονείται, μεταξύ άλλων, για κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αρνούμενη συλλήβδην την ιστορική βάση της αγωγής, αφού δε κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, κατά το μέρος, κατά το οποίο μεταβιβάσθηκε σ’αυτό με την έφεση, πρέπει να δικασθεί εξαρχής και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή στο σύνολο της από πλευράς νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας, (άρθρα 533 παρ.1, 535 παρ.1 και 591 § 1 ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με το άρθρο 254 ΚΠολΔ, ως ίσχυε με το Π.Δ.503/1985 και αντικαταστάθηκε από την 1η Ιανουαρίου 2002, με τα άρθρα 9 Ν.2915/2001 και 15 Ν.2943/2001, «1.Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η συζήτηση, που επαναλαμβάνεται με τον τρόπο αυτό θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. 2. Με την εξαίρεση των περιπτώσεων ειδικών διαδικασιών, στις οποίες δεν εφαρμόζονται οι προθεσμίες της παραγράφου 1 του άρθρου 237, στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση οι διάδικοι κλητεύονται τριάντα τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτήν. Οι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν σημείωμα πέντε ημέρες πριν από τη δικάσιμο μόνο για τα θέματα που θα συζητηθούν. Η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 270 εφαρμόζεται ανάλογα και για την επαναλαμβανόμενη συζήτηση. 3. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο επαναλαμβανόμενη συζήτηση πρέπει να ορίζεται σε μία από τις πρώτες δικασίμους μετά την πάροδο της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την κλήτευση. Η υπόθεση εκδικάζεται από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου, εκτός αν τούτο είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο». Όπως δε ακολούθως το άρθρο 254 ΚΠολΔ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 παρ.2 Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/ 25.7.2011, Διόρθ.σφαλμ. ΦΕΚ Α 167/2011) και εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015 με έναρξη ισχύος από την 1.1.2016 ) ορίζεται ότι «1. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση ή όταν επιβάλλεται η διενέργεια αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης  ή εξέτασης των διαδίκων στο ακροατήριο. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης….2. Στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, η οποία ορίζεται το συντομότερο δυνατό, οι διάδικοι κλητεύονται τριάντα (30) τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτήν. 3. Η υπόθεση εκδικάζεται από τον ίδιο δικαστή και από την ίδια σύνθεση επί πολυμελούς δικαστηρίου, εκτός αν αυτό είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο.». Το άρθρο 254 του ΚΠολΔ επομένως, όπως ίσχυε και εξακολουθεί να ισχύει, αφενός παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να διατάξει  την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, αφετέρου δε ορίζει ότι η συζήτηση που επαναλαμβάνεται με τον τρόπο αυτό θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Εκ του λόγου τούτου παρέπεται ότι κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν είναι αναγκαία η κατάθεση ιδιαίτερων εγγράφων προτάσεων, αλλά οι έγγραφες προτάσεις, που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση, της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη, αρκούν και ισχύουν και για την επαναλαμβανόμενη συζήτηση. Αυτό έχει, ως συνέπεια, ότι όσα ο διάδικος επικαλέστηκε και προέβαλε με τις έγγραφες προτάσεις της προηγούμενης συζητήσεως, θεωρούνται ως επικληθέντα και προβληθέντα και κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, έστω και αν κατ’ αυτή δεν κατέθεσε προτάσεις ο διάδικος ή αν κατά την επαναλαμβανόμενη αυτή συζήτηση κατέθεσε προτάσεις, στις οποίες απλώς ενσωμάτωσε και εκείνες της προηγούμενης συζητήσεως (ΟλΑΠ 30/1997 δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ο δε διάδικος που δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, είχε όμως παρασταθεί, κατά τη συζήτηση, της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη, δικάζεται αντιμωλία (ΕφΑθ 541/2020 δημ. «Νόμος», ΕφΠειρ 488/2016 δημ. «Νόμος», ΕφΑθ 720/2012 ΕλΔνη 2013, 1097, ΕφΘεσ 151/2012 ΕΠολΔ 2012, 377, ΕφΑθ 3334/2011 ΕλΔνη 2013, 1096, ΕφΑθ 1503/2010 Αρμ. 2010, 1197, ΕφΑθ 961/2009 ΕλΔνη 2010, 1058, ΕφΑθ 2145/2009 αδημ., ΕφΠατρ 463/2009 ΑχΝομ 26, 358, ΕφΑθ 7196/2007 δημ. «Νόμος», ΕφΑθ 1849/2001 ΕλΔνη 44, 208).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση της υπόθεσης στο παρόν Δικαστήριο, μετά την έκδοση της υπ’αριθμ.94/2020 μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, που διέταξε την επανάληψη της, κατ’άρθρο 254ΚΠολΔ, κατά τα προεκτιθέμενα, δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, πλην όμως, κατά την αρχική υπό επανάληψη συζήτηση της υπόθεσης, παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της, ……….. και κατέθεσε επί της έδρας τις από 24.10.2019 προτάσεις της, μετά σχετικών εγγράφων και ακολούθως την από 29.10.2019 προσθήκη-αντίκρουση της. Επομένως, δεν απαιτείται να κατατεθούν  νέες ιδιαίτερες προτάσεις για την ουσία της υπόθεσης, οι δε, ως άνω, προτάσεις της, μετά της προσθήκης-αντίκρουσης της, που είχαν υποβληθεί εκ μέρους της στα πλαίσια της προηγούμενης συζητήσεως, που επαναλαμβάνεται και θεωρείται συνέχεια της, ως ενιαία συζήτηση και τις οποίες το Δικαστήριο αναζήτησε από το αρχείο τούτου, αρκούν και ισχύουν και για την επαναλαμβανόμενη παρούσα συζήτηση, λαμβανομένων υπόψη όσων είχε επικαλεστεί και προβάλει, άνευ όμως σχετικών εγγράφων, που τα έχει παραλάβει από 17.2.2020. Ενόψει τούτων, η εφεσίβλητη τελούσα υπό εκκαθάριση ναυτιλιακή εταιρεία θεωρείται προσηκόντως παρασταθείσα και καθόσον, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ……/13.7.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….., που προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 18.6.2020 κλήσης, με πράξη καταθέσεως και προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης,  επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην εκκαθαρίστρια της, …………., πλην όμως αυτή δεν εμφανίσθηκε κατά τη παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ωστόσο, πρέπει να δικαστεί αντιμωλία, εφόσον είχε παρασταθεί κανονικά στην αρχική υπό επανάληψη συζήτηση της υπόθεσης [άρθρο 254 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015) που εφαρμόζεται στην διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, κατ’εφαρμογή του άρθρου 524 παρ.1 ΚΠολΔ (όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015)].

ΙΙI. Η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, στην από 5.11.2015 αγωγή της ισχυρίστηκε ότι δυνάμει του από 20.3.2014 ιδιωτικού συμφωνητικού πώλησης επαγγελματικού σκάφους, που συνήφθη στον Πειραιά, αυτή πώλησε και μεταβίβασε στην εναγόμενη την κυριότητα του επαγγελματικού σκάφους με το όνομα «Κ.», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …….. και ΔΔΣ ……, ιδιοκτησίας της, έναντι τιμήματος 70.000 ευρώ, εκ του οποίου 2.000 ευρώ θα καταβάλλονταν με την υπογραφή του συμφωνητικού και το υπόλοιπο ποσό των 68.000 ευρώ θα εξοφλείτο τμηματικά σε εννέα δόσεις των 7.555 ευρώ εκάστη, καταβλητέες την 30η ημέρα εκάστου μηνός στο διάστημα από 30.6.2014 έως και 30.9.2015 και με τον όρο ότι η μεταβίβαση κυριότητας του πωλούμενου σκάφους τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση της μη πλήρους εμπρόθεσμης εξόφλησης του τιμήματος εκ μέρους της εναγομένης αγοράστριας, εντούτοις αυτή δεν εξόφλησε το συμφωνηθέν τίμημα, αλλά άφησε οφειλόμενο υπόλοιπο ύψους 38.670 ευρώ, με συνέπεια να πληρωθεί η ως άνω διαλυτική αίρεση, να ανατραπούν τα αποτελέσματα της πώλησης και να επανέλθει η κυριότητα του σκάφους στην ενάγουσα, πλην όμως η εναγομένη αρνείται την απόδοση του. Ακολούθως, ζήτησε να αναγνωρισθεί η κυριότητα και η νομή της επί του ανωτέρω σκάφους, λόγω πληρώσεως της παραπάνω διαλυτικής αίρεσης και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της το αποδώσει. Με το ανωτέρω περιεχόμενο η αγωγή είναι νόμιμη ερειδομένη στις διατάξεις των άρθρων 202, 361, 513, 974 και 1094 ΑΚ και συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος της εκκαλούσας, ………., στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, που περιέχεται στα υπ’αριθμ.94/2020 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης τούτου, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που η εκκαλούσα νομίμως επικαλείται και προσκομίζει (η εφεσίβλητη ανέλαβε τα επικαλούμενα στις προτάσεις της σχετικά έγγραφα στις 17.2.2020, όπως προκύπτει από την σχετική επισημείωση στο σώμα τούτων), είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), ανεξάρτητα αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 20.3.2014 ιδιωτικού συμφωνητικού πώλησης επαγγελματικού σκάφους, που συνήφθη στον Πειραιά, μεταξύ αφενός της ενάγουσας ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» εκπροσωπουμένης από τον πρόεδρο του διοικητικού της συμβουλίου και νόμιμο εκπρόσωπο της, ………. και αφετέρου της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας, …….., η πρώτη πώλησε και μεταβίβασε στην δεύτερη, κατά πλήρη κυριότητα, το υπό ελληνική σημαία επαγγελματικό σκάφος με το όνομα «Κ.», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …… και ΔΔΣ ………., κ.ο.χ.135,67 ιδιοκτησίας της, έναντι τιμήματος 70.000 ευρώ, εκ του οποίου 2.000 ευρώ κατέβαλε η εναγομένη αγοράστρια σε μετρητά στην πωλήτρια, κατά την υπογραφή του συμφωνητικού και το υπόλοιπο ποσό των 68.000 ευρώ συμφωνήθηκε να εξοφληθεί τμηματικά σε εννέα ισόποσες δόσεις των 7.555 ευρώ εκάστη, καταβλητέες έως την 30η ημέρα εκάστου μηνός αντίστοιχα, αρχής γενομένης από τον Ιούνιο του έτους 2014 έως τον Σεπτέμβριο του έτους 2015, ήτοι έως τις 30.6.2014 η πρώτη και ούτω καθεξής και μέχρι τις 30.9.2015 η τελευταία δόση. Επιπλέον, συμφωνήθηκε ρητά με τον όρο 3 της επίδικης σύμβασης, ότι η μεταβίβαση της κυριότητας του πωλούμενου σκάφους τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση της μη εμπρόθεσμης καταβολής των οφειλομένων δόσεων εκ μέρους της αγοράστριας, οπότε στην περίπτωση αυτή η κυριότητα του πλοίου επιστρέφει στην πωλήτρια. Ακολούθως, η εναγομένη προέβη στις εξής καταβολές έναντι του υπολοίπου οφειλομένου τιμήματος. Στις 31.3.2014 κατέβαλε για την αιτία αυτή σε μετρητά στον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας, το ποσό των εννέα χιλιάδων (9.000) ευρώ και στις 16.4.2014 συμψηφίστηκε στην οφειλή της το ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων (19.000) ευρώ, συντασσομένων προς απόδειξη τούτων από τον τελευταίο των από 31.3.2014 και 16.4.2014 υπεύθυνων δηλώσεων του με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του από αρμόδια αρχή, επικυρωμένα φωτοαντίγραφα των οποίων, με αυτούσιες τις από 30.10.2014 πράξεις επικύρωσης αντίστοιχα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ηρακλείου, προσκομίζονται από την εκκαλούσα σε συμμόρφωση με την υπ’αριθμ.94/2020 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προσκομιστούν τα πρωτότυπα των φωτοτυπικών αντιγράφων τούτων, που είχαν προσκομιστεί, μετ’επικλήσεως από την εκκαλούσα, προς απόδειξη του λυσιτελούς ισχυρισμού της περί εξόφλησης, που προτάθηκε με τις προτάσεις της ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, κατά την υπό επανάληψη συζήτηση, εφόσον αμφισβητήθηκε η γνησιότητα τους από την εφεσίβλητη, η οποία ζήτησε την επίδειξη των πρωτότυπων αυτών εγγράφων με την προσθήκη στις κατατεθειμένες κατά την ίδια συζήτηση προτάσεις της, ισχυριζόμενη ότι ο τότε νόμιμος εκπρόσωπος της, ήδη αποβιώσας, υπέγραψε υπεύθυνες δηλώσεις με τις οποίες αποδεχόταν τον συμψηφισμό του ποσού των 18.000 ευρώ, που καταβλήθηκαν στο τελωνείο από την εναγομένη για λογαριασμό της ενάγουσας εταιρείας. Από τα ίδια, ως άνω, αποδεικτικά μέσα και ιδίως την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος της εναγομένης-εκκαλούσας, ………….., ενώπιον του ακροατηρίου του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, την από 29.8.2014 υπεύθυνη δήλωση της ίδιας, σε συνδυασμό με την από 27.3.2014 δήλωση ειδικού φόρου κατανάλωσης και λοιπών φορολογιών του Τελωνείου Λαυρίου, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη αγοράστρια του σκάφους κατέβαλε στις 27.3.2014, στην ……………., για λογαριασμό της υπόχρεης ενάγουσας εταιρείας, το ποσό των 13.560,80 ευρώ, προκειμένου να πληρωθεί στο Τελωνείο Λαυρίου, ο ειδικός φόρος αποχαρακτηρισμού του σκάφους, το οποίο η τελευταία παρέδωσε στον υπεύθυνο εκτελωνιστή ………….., προς διεκπεραίωση της σχετικής εντολής και δεν προκύπτει ότι η εναγομένη κατέβαλε για την αιτία αυτή επιπλέον το ποσό των 4.439,20 ευρώ, όπως αβασίμως αναφέρει η ενάγουσα-εφεσίβλητη, προς επίρρωση του ισχυρισμού της περί πληρωμής για τελωνειακά έξοδα εκ μέρους της εναγομένης για λογαριασμό της, του ποσού των 18.000 ευρώ και επίκλησης αορίστως της υπογραφής δύο σχετικών ισόποσων υπεύθυνων δηλώσεων του νομίμου εκπροσώπου της για την βεβαίωση του μελλοντικού συμψηφισμού τούτου σε περίπτωση πληρωμής του στο τελωνείο, με το τίμημα αγοράς του σκάφους, τις οποίες μάλιστα δεν προσκόμισε ούτε κατά την πρωτοβάθμια, ούτε κατά την δευτεροβάθμια δίκη. Αντίθετα, όπως αποδεικνύεται, η από 16.4.2014 υπεύθυνη δήλωση του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας-εφεσίβλητης, αφορούσε τον συμψηφισμό του ανωτέρω ποσού των 13.560,80 ευρώ, που καταβλήθηκε από την εναγομένη στο Τελωνείο Λαυρίου και του ποσού των 5.499 ευρώ, που καταβλήθηκε από την ίδια στο ναυπηγείο «……….” της εταιρείας «…………..», για εργασίες επισκευής και συντήρησης του σκάφους, κατά το χρονικό διάστημα από 18.2.2014 έως 20.3.2014, ήτοι πριν την παράδοση του στην εναγομένη και επομένως, υπόχρεη για την πληρωμή του ήταν η ενάγουσα. Εξάλλου, από την σύγκριση των τιθέμενων επί των εν λόγω υπεύθυνων δηλώσεων υπογραφών του τότε νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας-εφεσίβλητης εταιρείας, με εκείνες που έχουν τεθεί από τον ίδιο με την ιδιότητα του Προέδρου της, στα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από 10.2.2014 πρακτικά της γενικής συνέλευσης και του διοικητικού συμβουλίου της, περί εξουσιοδότησης του για την πώληση του επίδικου σκάφους, που αποτελούν πρόσφορα και επαρκή αποδεικτικά στοιχεία του ελέγχου της γνησιότητας τους, προκύπτει ότι αυτές έχουν τεθεί από το ίδιο πρόσωπο και όχι κατ’απομίμηση της υπογραφής του, χωρίς προς διακρίβωση τούτου να απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις γραφολογικής επιστήμης. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, η ένσταση περί μη γνησιότητας των ανωτέρω εγγράφων, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη κατέβαλε στο ΝΑΤ για λογαριασμό της ενάγουσας, τα ποσά των 1.300 και 1.290 ευρώ και συνολικά 2.590 ευρώ, στις 13.6.2014, με αντίστοιχες τραπεζικές καταθέσεις, προς εξόφληση χρέους της τελευταίας, γεγονός που συνομολογεί η ενάγουσα και αποδέχεται τον συμψηφισμό τους έναντι της οφειλής της εναγομένης από το τίμημα του πωληθέντος σκάφους. Ειδικότερα, με την από 5.11.2014 εξώδικη δήλωση της η εναγομένη, την οποία επέδωσε στις 10.11.2014 στην ενάγουσα και ατομικά στον νόμιμο εκπρόσωπο της και ακολούθως με την από 25.5.2015 εξώδικη δήλωση της, σε απάντηση της από 22.5.2015 εκείνης της ενάγουσας, προέβαλε, εκτός άλλων, την καταβολή των εν λόγω ποσών των 13.560,80 ευρώ, 5.499 ευρώ και 2.590 ευρώ και συνολικά 21.649,80 ευρώ, έναντι του οφειλομένου τιμήματος, δια συμψηφισμού των αντίστοιχων ληξιπρόθεσμων, ως άνω, ανταπαιτήσεων της προς την ενάγουσα και ανέλαβε την εξόφληση του υπολοίπου, που υπολόγισε στο ποσό των 18.350,20 ευρώ, κατά το συμφωνηθέν χρονοδιάγραμμα των δόσεων, αφαιρώντας το ποσό των 9.000 ευρώ, που κατέβαλε στις 31.3.2014, αλλά και το ποσό των 19.000 ευρώ, που όμως, όπως προεκτέθηκε, δεν αφορούσε καταβολή σε μετρητά, ως αβασίμως αυτή ισχυρίζεται, αλλά τον συμψηφισμό του καταβληθέντος ποσού των 13.560,80 ευρώ στο Τελωνείο και των 5.499 ευρώ προς το ναυπηγείο. Άλλωστε, κατά τον χρόνο υπογραφής της από 16.4.2014 υπεύθυνης δήλωσης, τα εν λόγω ποσά δεν ήταν καν ληξιπρόθεσμα, αφού δεν είχε παρέλθει η προθεσμία πληρωμής των αντίστοιχων δόσεων, ενώ είχαν προκύψει οι ανωτέρω δαπάνες προς το Τελωνείο και το ναυπηγείο και, συνεπώς, δεν δικαιολογείται, κατά τους κανόνες της λογικής και της κοινής πείρας, η πληρωμή τούτων δια συμψηφισμού των καταβολών προς τους τρίτους και επιπλέον καταβολής ισόποσου ποσού εκ 19.000 ευρώ σε μετρητά. Ακολούθως, η εναγομένη κατέβαλε στον τραπεζικό λογαριασμό του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας, που διατηρούσε στην Εθνική Τράπεζα, στις 30.7.2015 το ποσό των 3.240,20 ευρώ, στις 9.9.2015 το ποσό των 500 ευρώ και στις 10.9.2015 το ποσό των 7.000 ευρώ και συνολικά 10.740 ευρώ. Περαιτέρω, η ενάγουσα παραδέχτηκε τόσο με τις πρωτόδικες, όσες και με τις παρούσες προτάσεις της, ότι έχει εισπράξει τμηματικά έναντι του τιμήματος πώλησης του επίδικου σκάφους, ως προκαταβολή, τα ποσά των 9.500 ευρώ, 500 ευρώ, 500 ευρώ, σε μετρητά, το ποσό των 9.000 ευρώ με τραπεζική κατάθεση στην Εθνική Τράπεζα και τα ποσά των 6.150 ευρώ και 25.000 ευρώ σε μετρητά, ήτοι συνολικά 50.650 ευρώ, τα οποία κατά την εκκαθάριση, που προηγήθηκε της υπογραφής του επίδικου συμφωνητικού πώλησης, αφαιρέθηκαν από το αρχικό τίμημα των 120.000 ευρώ, που είχε συμφωνηθεί, όπως ισχυρίζεται και αναγράφηκε σ’αυτό το ποσό των 70.000 ευρώ. Πλην όμως, ο προβαλλόμενος, ως άνω, ισχυρισμός, αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, που αναφέρει, ως τίμημα πώλησης, το ποσό των 70.000 ευρώ και όχι το ποσό των 120.000 ευρώ, ούτε εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο συγκεκριμένα περιστατικά, που να θεμελιώνουν εικονικότητα του τιμήματος και ως εκ τούτου, αποκρούεται ως απαράδεκτος. Τα ανωτέρω, δεν αναιρούνται από τον επικαλούμενο αγωγικό ισχυρισμό ότι το τίμημα περιορίστηκε στο ποσό των 70.000 ευρώ, υπό την προϋπόθεση της διευθέτησης από την εναγομένη όλων των οικονομικών εκκρεμοτήτων της ενάγουσας και των εξόδων μεταβίβασης του σκάφους. Ειδικότερα, ανεξαρτήτως της εγγενούς αοριστίας του, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν αποδεικνύεται ουσιαστικά βάσιμος, εφόσον, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, η ενάγουσα αποδέχθηκε τον συμψηφισμό έναντι του τιμήματος της πώλησης, τόσο του ποσού του φόρου και των λοιπών επιβαρύνσεων, που καταβλήθηκε από την εναγομένη στο Τελωνείο για την διασάφηση του σκάφους, όσο και του χρέους της, που αυτή εξόφλησε προς το ΝΑΤ, καθώς επίσης δεν εναντιώθηκε στην επιβάρυνση της με το κόστος εκτέλεσης των εργασιών επισκευής του κατά τον χρόνο πριν την παράδοση του. Σημειωτέον, ότι με τις από 10.2.2014 αποφάσεις της γενικής συνέλευσης και του διοικητικού συμβουλίου της ενάγουσας εταιρείας, παρασχέθηκε η εξουσιοδότηση στον νόμιμο εκπρόσωπο της, για την πώληση του σκάφους στην εναγομένη έναντι του ποσού των 70.000 ευρώ. Εξάλλου, η ίδια η ενάγουσα συνομολογεί ότι το ανωτέρω ποσό των 50.650 ευρώ εισπράχθηκε απ’αυτήν, ως προκαταβολή έναντι του τιμήματος πώλησης του επίδικου σκάφους και όχι σε εκπλήρωση έτερων αναληφθεισών υποχρεώσεων της εναγομένης απέναντι της, που άλλωστε ουδόλως εξειδικεύεται ποίες αιτίες αφορούσαν και ποίο συγκεκριμένα ποσό καταβλήθηκε για κάθε αιτία. Ενόψει τούτων, ο ισχυρισμός της εναγομένης περί εξόφλησης του συμφωνηθέντος τιμήματος πώλησης του σκάφους αποδεικνύεται βάσιμος στην ουσία του. Επομένως, δεν πληρώθηκε η διαλυτική αίρεση της μη εμπρόθεσμης αποπληρωμής των δόσεων του τιμήματος και, ως εκ τούτου, δεν ανετράπη η επίδικη σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης του πωληθέντος σκάφους και δεν επανήλθε η κυριότητα τούτου στην μεταβιβάσασα ενάγουσα πωλήτρια εταιρεία, απορριπτομένης της ένδικης αγωγής, ως ουσιαστικά αβάσιμης.

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, παρελκομένης της έρευνας του τρίτου λόγου της έφεσης, πρέπει αυτή να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν, κατά τους ανωτέρω βάσιμους αντίστοιχα λόγους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ως προς όλα τα κεφάλαια της, για την ενότητα της εκτέλεσης (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26 642, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48 1507, Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» εκδ. Ε’ σελ. 430-431 παρ. 1143), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης-εκκαλούσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, σε βάρος της ενάγουσας-εφεσίβλητης, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό και να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στην εκκαλούσα (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος, κατά την άσκηση της έφεσης, παραβόλου στην εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’αριθμ.3127/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 1.10.2015 αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.

Επιβάλλει σε βάρος της ενάγουσας – εφεσιβλήτου τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης – εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (2.500 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 3 Ιουνίου 2021.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ