Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 257/2021

Αριθμός     257/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τμήμα 2ο)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  E.T.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 Α. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:   …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Αργυρή-Ήρα Καζόγλη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας ……….. δεν εκπροσωπήθηκε δε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Β. ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Φωτεινή Παπαστεφανάτου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Αρχικής δικαιοπαρόχου ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………….., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΚΑΘ΄ ΟΥ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Αργυρή-Ήρα Καζόγλη (με δήλωση κατ΄  άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο υπό στοιχ Α εκκαλών-Β καθ΄ ου η πρόσθετη παρέμβαση άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  19.9.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2016) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  44/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλών-Β καθ΄ ου η πρόσθετη παρέμβαση με την από  14.4.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2019) έφεσή του,  της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………/2019) η 19η.3.2020 οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και τις υπ΄ αριθμ. 37/2020 και 76/2020 Πράξεις του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η ήδη υπό στοιχ Β προσθέτως παρεμβαίνουσα κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από  28.8.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2020) πρόσθετη παρέμβαση, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιες δικηγόροι του υπό στοιχ Α εκκαλούντος-Β εφεσιβλήτου και της υπό στοιχ Β προσθέτως παρεμβαίνουσας, οι οποίες παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 80, 82 εδ.α’ και β’ και 83 ΚΠολΔ, συνάγονται τα ακόλουθα: Αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος από τους διαδίκους, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση, για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν. Το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος μπορεί να στηρίζεται, είτε στο γεγονός ότι η ισχύς της αποφάσεως στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις αυτού, οπότε πρόκειται για αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση και εφαρμόζονται οι διατάξεις για την αναγκαστική ομοδικία των άρθρων 76, 77 και 78 ΚΠολΔ, είτε απλώς στο γεγονός, ότι ο παρεμβαίνων έχει κάποια ουσιαστική συνάρτηση με το αντικείμενο της κύριας δίκης και επηρεάζεται από την έκβασή της, χωρίς όμως ο ίδιος και ο αντίδικος του υπέρ ου η παρέμβαση να συνδέονται με οποιαδήποτε έννομη σχέση, έτσι ώστε η ισχύς της αποφάσεως στην κύρια δίκη να μην εκτείνεται στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε την πρόσθετη παρέμβαση, οπότε πρόκειται για απλή (μη αυτοτελή) πρόσθετη παρέμβαση. Αποφασιστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης, ως αυτοτελούς, είναι η επέκταση της ισχύος της αποφάσεως, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητος και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της ασκήσεως αυτοτελούς προσθέτου παρεμβάσεως παρέχεται, όχι λόγω της πιθανής εκδηλώσεως δυσμενών ενεργειών της αποφάσεως σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας (ΑΠ 729/2017, ΑΠ 1485/2006).

Περαιτέρω, σύμφωνα  με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2252/1994 προστασία καταναλωτών», όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το Ν 3587/2007 Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ), είναι οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων. Περαιτέρω, στις παρ. 6 και 7 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου το μεν διατυπώνεται η γενική ρήτρα απαγόρευσης της συνομολόγησης καταχρηστικών ΓΟΣ, το δε παρατίθεται ένας ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών ΓΟΣ. Οι ρυθμίσεις αυτές αποτελούν εξειδίκευση του βασικού κανόνα της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ για την απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης ενός δικαιώματος ή χρήσης ενός θεσμού (της συμβατικής ελευθερίας). Ενόψει τούτου, οι άνω διατάξεις ενσωματώνουν κατ` ανάγκην και το πνεύμα του άρθρου 19 ΕισΝΑΚ  που ορίζει, ότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ εφαρμόζεται και σε γεγονότα και σχέσεις προγενέστερες από την εισαγωγή του ΑΚ. Με βάση την συναγόμενη από τη διάταξη αυτή γενική αρχή διαχρονικού δικαίου, προκύπτει, ότι η καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ, επί ατομικών διαφορών, κρίνεται σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, όχι κατά το χρόνο της αρχικής διατύπωσής του ή της κατάρτισης της συγκεκριμένης σύμβασης, αλλά κατά το χρόνο που, κατά τη διάρκεια της σύμβασης, ανακύπτει το πρόβλημα, το οποίο οδηγεί στη χρήση (επίκληση) αυτού από τον προμηθευτή (ΑΠ Ολ 15/2007). Κατά λογική αναγκαιότητα, και προς το σκοπό ομοιόμορφης νομικής μεταχείρισης ομοίων πραγμάτων, η ιδιότητα του καταναλωτή πρέπει να κριθεί σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση (επίκληση) του καταχρηστικού ΓΟΣ από τον προμηθευτή. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. α` του Ν. 2251/1994 «προστασία καταναλωτών», όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν 3587/2007, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Η θεσπισθείσα με τον άνω νόμο έννοια του καταναλωτή διηύρυνε τον κύκλο των προσώπων στα οποία παρέχεται η προβλεπόμενη από αυτόν προστασία, σε σχέση με τον κύκλο αυτών στα οποία αφορά η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993, σε εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε, και στα οποία παρείχε προστασία και ο προϊσχύσας υπ’ αριθμ. 1961/1991 νόμος. Τούτο δε, διότι σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. β` της Οδηγίας «καταναλωτής είναι κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες», ενώ σύμφωνα με την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του προϊσχύσαντος νόμου 1961/1991 «καταναλωτής είναι κάθε νομικό ή φυσικό πρόσωπο, που ενεργεί συναλλαγές με σκοπό την απόκτηση ή τη χρησιμοποίηση κινητών ή ακινήτων πραγμάτων ή υπηρεσιών για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών αναγκών». Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του Ν 2251/1994 που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 1738/2009, ΑΠ 16/2009, ΑΠ 989/2004, δημοσιευμένες στη Νόμος). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η παραπάνω έννοια του καταναλωτή, κατά το Ν 2251/1994 αποσκοπεί, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεσή του, στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος Ν 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σ` αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Η διεύρυνση δε αυτή δεν είναι αντίθετη προς την παραπάνω οδηγία, δεδομένου ότι το άρθρο 8 αυτής, που ορίζει ότι: «Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή», επιτρέπει στον εθνικό νομοθέτη τη διεύρυνση της έννοιας του καταναλωτή και πάντως δεν απαγορεύει σ` αυτόν τη θέσπιση όμοιας προστασίας κατά των καταχρηστικών ΓΟΣ και υπέρ προσώπων που δεν είναι καταναλωτές κατά την έννοια του άρθρου 2β της άνω οδηγίας. Έτσι, από το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε έναν στενότερο ορισμό του καταναλωτή στην παραπάνω, ελάχιστης εναρμόνισης, οδηγία, δεν παραμερίζεται ο ευρύτερος ορισμός της εγχώριας ρύθμισης, αφού πρόθεσή του (κοινοτικού νομοθέτη) ήταν να διατυπώσει με τη συγκεκριμένη οδηγία κατώτατους (ελάχιστους) όρους προστασίας. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών, με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους, πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α΄ του Ν 2251/1994 δε συνάγεται οποιαδήποτε πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους, αποκλείοντας το στάδιο της περαιτέρω μεταβίβασής τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβασή τους. Έτσι υπάγονται στην προστασία του Ν 2251/194 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών (ΜονΕφΚρητ 13/2021).

Επιπρόσθετα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 585 παρ. 2, 632 παρ. 1 και 216 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε στην τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθού η ανακοπή, ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 1881/2014, ΑΠ 1180/2009, δημοσιευμένες στη Νόμος, ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 2008.424, ΕΑ 1731/2010, ΕφΘεσ 317/2009 ΔΕΕ 2009.819). Στο πλαίσιο αυτό, επί προβαλλόμενης με λόγο ανακοπής, καταχρηστικότητας των γενικών όρων συναλλαγών σε σύμβαση, πρέπει να εκτίθεται το ακριβές περιεχόμενό τους, ώστε να ερευνηθεί, αν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση και στη συνέχεια ο βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής, καθώς και το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της σύμβασης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της, όπως επίσης και το εάν οι όροι επιβλήθηκαν δίχως να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις διαφάνειας και δίχως επαρκή ενημέρωση του ανακόπτοντος (ΑΠ 350/2016, ΑΠ 15/2007, δημοσιευμένες στη Νόμος). Ενόψει των ανωτέρω, εύλογα απορρίπτεται λόγος ανακοπής μεμονωμένου καταναλωτή κατά εκδοθείσας σε βάρος του διαταγής πληρωμής, όταν ο λόγος αυτός στηρίζεται στην καταχρηστικότητα συγκεκριμένων γενικών όρων, χωρίς, όμως, ο ανακόπτων να διευκρινίζει αν η έκδοση της επίμαχης διαταγής πληρωμής έγινε σε εκτέλεση οποιουδήποτε από αυτούς τους καταχρηστικούς όρους ή να ισχυρίζεται ότι συνεπεία των όρων αυτών επιβαρύνθηκε ο ίδιος ουσιωδώς σε συγκεκριμένη περίπτωση και δη με εξειδίκευση, ποσοτικοποίηση και προβολή κατ’ ορισμένο τρόπο της επιβάρυνσής του αυτής. Και τούτο καθόσον το κύρος της διαταγής πληρωμής δεν πλήττεται από το λόγο και μόνο ακυρότητας τυχόν επιμέρους όρων της σύμβασης, αλλά μόνο εφόσον η ύπαρξη των όρων αυτών συνετέλεσε κατά τρόπο ουσιώδη στην έκδοση της διαταγής πληρωμής, περιάγοντας τον μεν ανακόπτοντα σε δυσμενή θέση, τον δε καθ’ου η ανακοπή σε προνομιακή, στην οποία δεν θα είχε περιέλθει, αν δεν υπήρχαν οι όροι αυτοί στη σύμβαση (ΑΠ 15/2007, όπ.α). Σε περίπτωση έκδοσης διαταγής πληρωμής για απαίτηση από κατάλοιπο λογαριασμού, μάλιστα, για να είναι ορισμένος ο τυχόν λόγος ανακοπής, που αναφέρεται στην απαίτηση, πρέπει να περιέχει ισχυρισμούς, που αναφέρονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού και δεν αρκεί μόνη η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας αυτού (ΑΠ 491/1994, ΕφΛαρ 317/2010, ΕφΘεσ 317/2009, ΕφΘεσ 794/2007, ΝΟΜΟΣ). Αόριστος, συνεπώς θα είναι ο λόγος ανακοπής περί καταχρηστικότητας συγκεκριμένων όρων σε δανειακή σύμβαση, εάν δεν αναφέρεται στο δικόγραφο κατά πόσο επηρεάζονται επιμέρους χρεώσεις, που αναγράφονται στον τηρηθέντα σχετικώς λογαριασμό και ποιό θα ήταν το οφειλόμενο ποσό, εάν δεν υπήρχαν οι όροι αυτοί (πρβλ. ΑΠ 1313/2007 ΕλλΔνη 2008. 1651, ΕφΑθ 295/2001 ΔΕΕ 2002. 544).

Στην προκειμένη περίπτωση, η από 14-4-2019 (……../2019)  έφεση του εκκαλούντος – ανακόπτοντος, κατά της με αριθμό 44/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, επί της από 19-9-2016 (…../2019)  ανακοπής, κατά της 255/2016 δ/γής πληρωμής, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, (άρθρα 495 παρ.1, 511, 513 παρ.1, 516, 517, 518 παρ.1, 2, 520 παρ.1 ΚΠολΔ),  ενώ καταβλήθηκε το παράβολο για το παραδεκτό της συζητήσεώς της (495παρ3Αβ ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια  διαδικασία  (533  παρ. 1 ΚΠολΔ), συνδεκδικαζόμενη με την παραδεκτώς ασκηθείσα στο παρόν στάδιο (80 ΚΠολΔ) πρόσθετη, υπέρ της εφεσίβλητης, παρέμβαση, η οποία, ενόψει του ότι η ασκήσασα αυτήν είναι ειδική διάδοχος της εφεσίβλητης ως έχουσα αποκτήσει την ένδικη απαίτηση, μετά την άσκηση της  κρινομένης έφεσης, δυνάμει της νομίμως καταχωρηθείσας στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών …../30-4-2020 συμβάσεως εκχωρήσεως επιχειρηματικής απαιτήσεως, αποτελεί αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε (ΑΠ 727/2017), στην οποία ο παρεμβάς μπορεί να πάρει τη θέση του αρχικού διαδίκου  και να καταστεί κύριος διάδικος, εφόσον συμφωνούν σε αυτό όλοι οι διάδικοι (85 ΚΠολΔ). Ωστόσο, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ 1 και 4 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου κατά την πρώτη συζήτηση της κατ’ έφεση δίκης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει ποιό από τα διάδικα μέρη είναι εκείνο που επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης. Εφόσον βεβαιωθεί ότι τη συζήτηση την επισπεύδει ο εκκαλών και ο εφεσίβλητος απουσιάζει, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες. Στην προκειμένη περίπτωση, η συζήτηση της από 14-4-2019 (……../2019)  έφεσης του εκκαλούντος – ανακόπτοντος, είχε αρχικώς προσδιορισθεί για τη δικάσιμο της 19-3-2020, κατά την οποία όμως αυτή (συζήτηση) ματαιώθηκε ενόψει της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων, λόγω της πανδημίας του covid-19 και επαναπροσδιορίσθηκε οίκοθεν προς συζήτηση γα την ανωτέρω δικάσιμο. Στην ανωτέρω δικάσιμο προσδιορίστηκε να συζητηθεί και η από 28-8-2020 (……../2020) αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της ………, δηλαδή της εφεσίβλητης, παρισταμένης όμως με διαφορετική ιδιότητα δηλαδή ως διαχειρίστριας απαιτήσεων και εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εταιρείας με την επωνυμία «…………..», εδρεύουσας στο ………… Ιρλανδίας, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία απέκτησε την ένδικη απαίτηση δυνάμει της προαναφερθείσας συμβάσεως εκχωρήσεως, μετά την άσκηση της κρινομένης έφεσης. Με επίσπευση της τελευταίας (προσθέτως παρεμβαίνουσας), όπως προκύπτει από τις …… και ……./9-9-2020 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………, επιδόθηκε η ανωτέρω πρόσθετη παρέμβαση για την ανωτέρω δικάσιμο, στην οποία είχε οίκοθεν προσδιορισθεί και η συζήτηση της έφεσης (με την 76/2020 Πράξη της Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς), τόσο στον εκκαλούντα όσο και στην εφεσίβλητη. Κατά την ανωτέρω δικάσιμο, κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση από το πινάκιο, η εφεσίβλητη δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, αλλά ούτε και στη συζήτηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης και επομένως πρέπει να δικασθεί ερήμην, να προχωρήσει όμως η συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (524 παρ.4 ΚΠολΔ). Να σημειωθεί όμως, ότι δεν προκύπτει συμφωνία όλων των διαδίκων για να τεθεί η αρχικώς εφεσίβλητη και υπερ ης η παρέμβαση εκτός δίκης.

Ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών, ζήτησε με την από 19-9-2016 (……./2016)  ανακοπή του κατά της καθ’ής η ανακοπή – ήδη εφεσίβλητης και υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, να ακυρωθεί, για τους σε αυτήν αναφερόμενους λόγους, η με αριθμ. ………../2016 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε να καταβάλλει στην καθ’ης η ανακοπή τραπεζική εταιρεία, το ποσό των 27.360,39€, πλέον τόκων και εξόδων, με βάση σύμβαση χορήγησης ανοικτού επιχειρηματικού δανείου. Με την 44/2018 εκκαλουμένη απόφασή του, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας, κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (614επ ΚΠολΔ), αφού έκρινε παραδεκτή την ανακοπή, την απέρριψε στην ουσία της και επικύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής.  Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο ανακόπτων- εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου, ζητεί δε την ακύρωσή της άλλως την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή του.

Από την επανεκτίμηση των εγγράφων που νομίμως μετ’επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι για να ληφθούν υπόψη ως τέτοια και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της ανακοπής, την εκκαλουμένη και τα πρακτικά αυτής, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Με τον μοναδικό λόγο της έφεσης, κατ’εκτίμηση του δικογράφου της, ο εκκαλών – ανακόπτων βάλλει κατά της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενος ότι εσφαλμένως απορρίφθηκαν ως αόριστοι οι 1ος, 2ος, 4ος , 5ος, 7ος και 10ος λόγοι της ανακοπής του (κατ’εκτίμηση του δικογράφου της ανακοπής, όπως το δικόγραφο και οι λόγοι της εκτιμήθηκαν από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού δεν υπάρχει συγκεκριμένη αρίθμηση των λόγων της) και οι οποίοι συνδέονται κυρίως με το ορισμένο και εκκαθαρισμένο της απαίτησης που επιδικάσθηκε σε βάρος του με τη δ/γή πληρωμής και την καταχρηστικότητα κάποιων όρων της δανειακής σύμβασης. Ειδικότερα, με τους 1ο και 5ο λόγους  της ανακοπής, ο εκκαλών ισχυρίστηκε ότι στην από ……./28-12-2006 σύμβαση χορήγησης  ανοικτού επιχειρηματικού δανείου «Easy Ανοικτό» και την …./../18-12-2008 Πράξη μεταβολής του ύψους της πίστωσης, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτού και της εφεσίβλητης (να σημειωθεί ότι από προφανές λάθος, στην ανωτέρω αρχική σύμβαση αναγράφεται σαν πατρώνυμο του εκκαλούντος το εσφαλμένο «του ……» αντί του ορθού «του ……..», χωρίς όμως να δημιουργείται αμφισβήτηση ως προς το πρόσωπό του, αφού ταυτίζεται το αναγραφόμενο ΑΦΜ, στη σύμβαση και στην ανακοπή), συνολικού ποσού 30.000€ (20.000€ πίστωση δυνάμει της αρχικής σύμβασης, που επεκτάθηκε σε 30.000€ με την πρόσθετη πράξη), περιέχονται ΓΟΣ, οι οποίοι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Ειδικότερα δε, ο όρος που αναφέρεται στο δικαίωμα της καθ’ης (εφεσίβλητη δανείστρια τράπεζα) να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης σε περίπτωση καθυστέρησης της οφειλής εκ μέρους του οφειλέτη, να προχωρήσει σε κλείσιμο του λογαριασμού και να ζητήσει την άμεση καταβολή όλου του ληξιπρόθεσμου οφειλομένου ποσού, πλέον τόκων και λοιπών δαπανών. Επίσης, επικαλείται την καταχρηστικότητα του όρου που επιβάλει στον δανειολήπτη την ειδική εισφορά του Ν 128/1975, καθώς και του όρου που δίνει το δικαίωμα στην τράπεζα να καθορίζει το εκάστοτε συμβατικό επιτόκιο με το οποίο χρεώνεται ο λογαριασμός, σε περίπτωση τμηματικών εξοφλήσεων. Ακόμη, επικαλείται ότι το τελικώς οφειλόμενο ποσό των 27.360.39€ διαμορφώθηκε με την καταχρηστική επιβολή δυσθεώρητα υψηλού επιτοκίου υπερημερίας. Συνεπεία δε της ακυρότητας των ανωτέρω όρων και ενόψει της αρχής του 181 ΑΚ, έπρεπε να θεωρηθεί σαν άκυρη η ανωτέρω σύμβαση, γιατί η καθής δεν θα την είχε επιχειρήσει εάν γνώριζε την ακυρότητά τους (ανωτέρω όρων). Ωστόσο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, οι ανωτέρω λόγοι της ανακοπής, κατά το σκέλος που αφορούν γενικά την καταχρηστικότητα των ΓΟΣ, πρέπει να απορριφθούν ως αόριστοι, αφού, πέραν της απλής αντιγραφής των σχετικών όρων από το κείμενο της σύμβασης, ο εκκαλών – ανακόπτων δεν προσδιορίζει με ποιό τρόπο οι ανωτέρω ΓΟΣ παραβιάζουν την αρχή της διαφάνειας καθώς και το ύψος του τελικώς οφειλομένου ποσού, αφού αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης πριν από την κατάρτιση της συμβάσεως, είναι δε διατυπωμένοι στη σύμβαση με τρόπο σαφή και κατανοητό. Επίσης, κατά το μέρος που με τους ανωτέρω λόγους αμφισβητείται το ύψος της απαίτησης της καθ` ης, θα πρέπει να απορριφθούν προεχόντως ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας, καθόσον, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην μείζονα σκέψη, επί ανακοπής το Δικαστήριο επιλαμβάνεται μόνο αν υπάρχει σχετικός λόγος και κατά τη έκταση αυτού του λόγου. Εντούτοις, με τους ανωτέρω λόγους δεν προσβάλλονται συγκεκριμένα κονδύλια του λογαριασμού, λόγω της επικαλούμενης ως άκυρης επιβάρυνσής του αφενός με την εισφορά του Ν. 128/1975 και τον ανατοκισμό αυτής, και αφετέρου με μονομερώς καθορισμένο υπερβολικό συμβατικό επιτόκιο, με προσδιορισμό των συνεπειών τους στην εξέλιξη της οφειλής, ώστε σε περίπτωση βασιμότητας να είναι δυνατή η ακύρωση της διαταγής πληρωμής κατά αντίστοιχο μέρος, δεδομένου ότι η ύπαρξη άκυρου όρου δεν επιφέρει γενική ακυρότητα της σύμβασης, αλλά μόνον του μέρους στο οποίο επιδρά, αντιθέτως προς τα αβασίμως από τον εκκαλούντα υποστηριζόμενα. Επίσης, απορριπτέοι ως αόριστοι είναι οι ανωτέρω λόγοι ανακοπής, κατά το μέρος που αναφέρονται στο ότι πάσχει ακυρότητας η διαταγή πληρωμής, καθώς η πιστωτική σύμβαση βάσει της οποίας εκδόθηκε περιλαμβάνει επιπλέον τους με αριθμ 15 και 15.1 καταχρηστικούς όρους, με τους οποίους επιφυλάσσεται το δικαίωμα στην Τράπεζα «να ακυρώνει, να διακόπτει ή να αναστέλλει τη χρήση του Λογαριασμού…. και να κηρύξει ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό καιν αξιώσει την άμεση εξόφλησή του, σε περίπτωση που ο πιστούχος παραβεί οποιονδήποτε όρο της σύμβασης, όλων θεωρουμένων και οριζομένων με τη σύμβαση ως ουσιωδών…», ενώ «στις ανωτέρω περιπτώσεις, ολόκληρο το ανεξόφλητο ποσό βαρύνεται με τόκο υπερημερίας και ανατοκισμό ανά εξάμηνο (12 Ν 2601/18)». Με αυτό το περιεχόμενο, οι ανωτέρω λόγοι ανακοπής τυγχάνουν απορριπτέοι προεχόντως ως αόριστοι, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες νομικέ σκέψεις, καθόσον δεν αναφέρεται ποια ήταν η οικονομική επιβάρυνση του ανακόπτοντος από την χρήση των όρων αυτών, σε σχέση με την απαίτηση που αξιώνεται από την καθ’ης η ανακοπή, με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Εν προκειμένω, δηλαδή, δεν πρόκειται περί συλλογικής αγωγής, διά της οποίας διώκεται πχ η παράλειψη εντοπισθείσας παράνομης συμπεριφοράς, όπου ως κύριο ζήτημα ανακύπτει πράγματι η inabstracto καταχρηστικότητα τυχόν χρησιμοποιούμενου συμβατικού όρου, ανεξαρτήτως της χρήσης του σε συγκεκριμένη περίπτωση. Αντιθέτως, πρόκειται περί δίκης μεμονωμένου καταναλωτή, που επιδιώκει την ακύρωση της εκδοθείσας σε βάρος του διαταγής πληρωμής, η οποία έχει στηριχθεί σε συγκεκριμένη σύμβαση. Οι όροι της σύμβασης αυτής δεν αρκεί, κατά τα προαναφερόμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, να είναι inabstracto άκυροι για την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, αλλά θα πρέπει επιπλέον να έτυχαν εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση και από την εφαρμογή των συγκεκριμένων αυτών άκυρων όρων να επήλθε αιτιωδώς συγκεκριμένη οικονομική επιβάρυνση του ανακόπτοντος, ώστε η διαταγή πληρωμής να ακυρωθεί κατά το αντίστοιχο μέρος. Επίσης, ειδικώς όσον αφορά την εισφορά του Ν. 128/79 και τον παράνομο, κατά τον εκκαλούντα, ανατοκισμό της, ο σχετικός (2ος) λόγος είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι ο ανατοκισμός της εν λόγω εισφοράς δεν είναι παράνομος, αφού η εν λόγω εισφορά νόμιμα υπολογίζεται στον καθορισμό του επιτοκίου, μέρος του οποίου αποτελεί και δεν συνιστά φόρο εισφοράς ή άλλες προμήθειες των οποίων απαγορεύεται ο ανατοκισμός (ΑΠ 669/2020, ΝΟΜΟΣ). Η επιβολή της εισφοράς στο δανειολήπτη (και κατά συνέπεια o ανατοκισμός της) μπορεί να ελεγχθεί μόνον από την άποψη της διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005). Στην προκείμενη δε περίπτωση, στην επίδικη σύμβαση (όρος 12.3γ) γίνεται αναφορά για τη χρέωση του εκκαλούντος – ανακόπτοντος και με την εισφορά του Ν. 128/1975, ως ένα από τα στοιχεία που απαρτίζουν το συμβατικό επιτόκιο και συνεπώς οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί. Επίσης, στους όρους της σύμβασης 15.1 και 12.4 καθορίζεται αναλυτικά με σαφή και κατανοητό τρόπο αφενός ο ανατοκισμός του κατά τα ως άνω καθισταμένου ληξιπρόθεσμου ποσού και αφετέρου ο τρόπος καθορισμού του τόκου υπερημερίας, με ρητή αναφορά στην ΠΔΤΕ …./15-7-1996, με την οποία καθορίζεται πλαφόν για το επιτόκιο υπερημερίας και το οποίο επιβάλλεται σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής από τον οφειλέτη του ελάχιστου ποσού καταβολής, όπως ορίζεται στον αποστελλόμενο μηνιαίο λογαριασμό. Πρέπει εδώ να σημειωθεί, ότι σύμφωνα με τον όρο 10 της ανωτέρω συμβάσεως, η καθής ήταν υποχρεωμένη να του αποστέλλει εκκαθαριστικό σημείωμα (μηνιαίο αντίγραφο λογαριασμού) στο οποίο «θα εμφανίζεται η κίνηση του λογαριασμού Easy Ανοικτό δηλαδή αναλήψεις, πληρωμές από τα ταμεία και τα ΑΤΜ της τράπεζας που διενεργήθηκαν από τον Πιστούχο / κάτοχο, οι τόκοι, φόροι, έξοδα και λοιπές επιβαρύνσεις. Θα αναγράφονται επίσης οι ημερομηνίες των παραπάνω χρεώσεων και πιστώσεων λογαριασμού, η αιτιολογία τους, το χρεωστικό υπόλοιπο από τον προηγούμενο λογαριασμό, το νέο χρεωστικό υπόλοιπο, το ελάχιστο ποσό καταβολής και η ημερομηνία καταβολής καθώς και το όριο πίστωσης». Επομένως, ο ανακόπτων, εφόσον δεν επικαλείται το αντίθετο, ήταν συνεχώς και αναλυτικώς ενήμερος, κατά τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης για κάθε ποσό και την αιτιολογία του, που αφορούσε το λογαριασμό του και ειδικότερα τους τρεις λογαριασμούς που τηρήθηκαν σε εξυπηρέτηση της ανωτέρω σύμβασης επιχειρηματικού δανείου δηλαδή τους ……., ……. και ………., αντιστοίχως. Περαιτέρω και συναφώς προς τους ανωτέρω, απορριπτέος ως αόριστος τυγχάνει και ο 4ος λόγος της ανακοπής, κατά τον οποίο η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής περιλαμβάνει παρανόμως ποσά από ανατοκισμό τόκων, καθόσον δεν αναφέρει αναλυτικά ποιά  συγκεκριμένα ποσά τόκων ανατοκίστηκαν, για ποιό χρονικό διάστημα ή εάν το αξιούμενο ποσό αποτελεί προϊόν ανατοκισμού, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί από το Δικαστήριο εάν καθίσταται εν μέρει άκυρη η δ/γή πληρωμής, για ορισμένο ποσό ή στο σύνολό της.  Περαιτέρω, με τον 5ο λόγο της ανακοπής του, ο οποίος, κατά το μέρος που αναφέρεται γενικώς σε ακυρότητα ΓΟΣ, κρίθηκε ήδη ως αόριστος, κατά τα προεκτεθέντα, ο ανακόπτων επαναφέρει τον ισχυρισμό περί αοριστίας και ζητεί την ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο ότι η απαίτηση της καθής δεν είναι εκκαθαρισμένη, χωρίς να παραθέτει οποιοδήποτε άλλο στοιχείο και χωρίς να επικαλεσθεί σαφείς και ορισμένους λόγους που καθιστούν την ένδικη απαίτηση ανεκκαθάριστη με την αναφορά συγκεκριμένων κονδυλίων. Με αυτό το περιεχόμενο, ο ανωτέρω λόγος της ανακοπής είναι αόριστος καθόσον περιέχει γενική αμφισβήτηση της ορθότητας της διαταγής πληρωμής, χωρίς να περιέχει συγκεκριμένους ισχυρισμούς που βάλλουν κατά των κατ` ιδίαν κονδυλίων που επιδικάζονται με αυτή, ενώ επίσης, ο εκκαλών επικαλείται ότι για την έκδοσή της έγινε χρήση αποσπασμάτων από τα εμπορικά βιβλία της καθής, δηλαδή δυνάμει συμβατικού όρου που ισχυρίζεται ότι είναι άκυρος. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα : Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πίστωσης (επιχειρηματικό δάνειο) ειδική συμφωνία, ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη και δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη (ΑΠ 1886/2014 ΕΕμπΔ 2015/328, ΑΠ 1421/2013,  ΝοΒ 2014/341, ΑΠ 330/2012, Αρμ 2012/1431, ΑΠ 35/2011 ΕφΑΔ 2011/ 455, ΑΠ 27/2010, ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1109/2015 Αρμ 2015/2085, ΕφΠειρ 401/2015, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3104/2014, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3632/2013 ΔΕΕ 2013/ 1045, ΕφΑθ 3670/2012 ΔΕΕ 2012/1039, ΕφΘεσ 780/2009 ΔΕΕ 2010/332, ΕφΘεσ 3791/2008). Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου και συνεπώς μπορεί, σε συνδυασμό με την έγγραφη σύμβαση της πίστωσης, να στηρίξει κατά νόμο την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του πιστούχου, ο οποίος μπορεί απλώς να αμφισβητήσει το ύψος των περιεχομένων στο απόσπασμα κατ’ ιδίαν κονδυλίων πιστοχρεώσεων (ΑΠ 1658/2008, ΑΠ 589/2008, ΑΠ 441/2007, ΑΠ 902/2006, ΑΠ 1094/2006 όλες δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 358/2009 ΔΕΕ 2009. 471). Βάσει της συμφωνίας αυτής τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, που διαφορετικά δεν θα είχαν αποδεικτική δύναμη (ΕφΑθ 91/2004 ΕΕμπΔ 2005. 104), αποτελούν primafacie αποδεικτικό μέσο (έγγραφο), με βάση το οποίο μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής (ΕφΘεσ 509/2005 ΔΕΕ 2005. 977), ειδικότερα δε, στην περίπτωση των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τον υπάλληλο της τράπεζας που την ενήργησε, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που έχει εις χείρας της η τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της, δίχως να απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από την αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται για αντίγραφο (ΑΠ 589/2008, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 441/2007, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 578/2005 ΔΕΕ 2006/62, ΕφΑθ 3670/2012 ΔΕΕ 2012/1039), το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβειά του βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρ. 449 παρ. 1 ΚΠολΔ, 52 ν.δ. 3026/1954, 14 ν. 1599/1986) και ειδικότερα εφόσον στο φωτοτυπούμενο έγγραφο (απόσπασμα των βιβλίων), που έχει εξαχθεί με εκτύπωση από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, αποτυπώνεται η βεβαίωση του υπαλλήλου της τράπεζας, που πραγματοποίησε την εκτύπωση για τη γνησιότητα της εκτύπωσης καθώς και βεβαίωση, προερχόμενη από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, ότι αυτή (φωτοτυπία) είναι ακριβής (ΑΠ 84/2014, ΑΠ 1421/2013, ΑΠ 330/2012, ΑΠ 1389/2011, ΕφΘεσ 2256/2018, ΝΟΜΟΣ). Ως εκ τούτου, ο σχετικός ΓΟΣ σε τραπεζική σύμβαση περί αναγόρευσης του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας σε αποδεικτικό μέσο δεν είναι καταχρηστικός και δεν συγκαταλέγεται στις αυτοδίκαια καταχρηστικές ρήτρες του άρθρου 2 παρ. 7 του Ν 2251/1994 και ιδίως στην περίπτωση κζ’ αυτού, δεδομένου ότι δεν αντιστρέφεται το βάρος απόδειξης – όπως επίσης αβασίμως υποστηρίζει ο εκκαλών -, αφού η απόδειξη της οφειλής συντελείται από την πιστώτρια τράπεζα, η οποία εκπληρώνει το σχετικό δικονομικό βάρος (πρβλ. άρθρο 338 παρ. 1 ΚΠολΔ) με τη χρήση και προσκομιδή ως αποδεικτικού μέσου του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της, το οποίο (απόσπασμα) αντλεί την αποδεικτική του δύναμη από τον ως άνω ΓΟΣ και υπό την προϋπόθεση, ότι κατά τα λοιπά, δεν αποκλείεται ρητά το δικαίωμα ανταπόδειξης από μέρους του δανειολήπτη, καθώς διαφορετικά θα εισαγόταν πράγματι ανεπίτρεπτος περιορισμός των αποδεικτικών μέσων του. Η επιβάρυνση της θέσης του δανειολήπτη για το λόγο ότι με τη δικονομική ως άνω συμφωνία διευκολύνεται η τράπεζα στην απόδειξη και της ύπαρξης της απαίτησης, αφού ως προς το ύψος αυτής και μόνο για ένα έτος από της εγγραφής η αποδεικτική δύναμη του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της προέρχεται κατευθείαν από το νόμο (άρθρα 441 παρ. 1, 448 παρ. 1 εδ β΄ και 453 παρ. 2 ΚΠολΔ), είναι ανεπαίσθητη και συνεπώς η όποια τυχόν διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, από τον εν λόγω ΓΟΣ δεν εμπίπτει στην έννοια του άρθρου 2 παρ. 6 εδ. α΄ του Ν. 2251/1994 (ΑΠ 430/2005 ΝΟΜΟΣ). Εάν, όμως, η ως άνω συμφωνία συνοδεύεται και από τον επιπρόσθετο όρο ότι ο πιστούχος δεν δικαιούται να αμφισβητήσει το περιεχόμενο των αποσπασμάτων, το σκέλος αυτό της συμφωνίας είναι σε κάθε περίπτωση άκυρο. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση από τον όρο 13.2 της ένδικης δανειακής σύμβασης, προκύπτει ότι τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθής θα αποτελούσαν πλήρη απόδειξη της απαίτησής της, πλην όμως «επιτρεπομένης ανταποδείξεως μόνον με έγγραφο». Συνεπώς, ο πιστούχος (εκκαλών – ανακόπτων) έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά με ανακοπή, κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, το βάρος δε απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορούν να γίνουν αντικείμενο απόδειξης, φέρει ο πιστούχος (ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 2003/1297, ΑΠ 722/2000 ΕΕμπΔ 2000/49, ΕφΠειρ 656/2011 ΔΕΕ 2012/44), γεγονός που δε συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθόσον ο εκκαλών αμφισβητεί γενικώς και αορίστως το κατάλοιπο του λογαριασμού ως περιέχον κονδύλια που δεν διευκρινίζεται σε τι αφορούν, υπερβολικό τόκο υπερημερίας και ανατοκισμό τόκων, χωρίς να προσδιορίζει το ποσοστό του και ποια ποσά αφορά. Όπως δε προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της αίτησης προς έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, η καθής είχε προσκομίσει κατά νόμον α) τη σύμβαση για τη χορήγηση του επιχειρηματικού δανείου (αρχική και πρόσθετη πράξη) και β) αδιάκοπη σειρά μηνιαίων αντιγράφων των ανωτέρω αναφερθέντων τριών λογαριασμών που τηρήθηκαν σε εξυπηρέτηση της σύμβασης (και αναλυτικά εκκαθαριστικά σημειώματα των οποίων ελάμβανε μηνιαίως ο εκκαλών – ανακόπτων, όπως προεκτέθηκε), που έχουν εξαχθεί από τα επίσημα βιβλία της και αποτελούν βάσει του ήδη κριθέντος ως νόμιμου όρου της (σύμβασης) ως πλήρη απόδειξη της απαιτήσεώς της, την ανυπαρξία ή το πραγματικό – κατ’αυτόν – ύψος της οποίας δεν ανταπέδειξε ο εκκαλών, όπως είχε το δικαίωμα από τη σύμβαση. Περαιτέρω, με τον 7ο λόγο της ανακοπής, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η καθής άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμά της για την έκδοση της δ/γής πληρωμής «κατά το μέρος της απαίτησης που αφορά το υπερβάλλον του νομίμου», διότι τα κονδύλια στηρίχθηκαν σε ΓΟΣ που έχουν κριθεί άκυροι και γιατί με την έκδοσή της θα εισαχθούν τα στοιχεία του «στο σύστημα «Τειρεσίας», με τις γνωστές συνέπειες». Ανεξαρτήτως της αοριστίας που απορρέει από τη μη αναφορά του ποσού που κατ’αυτόν (εκκαλούντα) υπερβαίνει το νόμιμο κα, εκτός όσων έχουν ήδη προαναφερθεί για τους περιλαμβανόμενους στη δανειακή σύμβαση ΓΟΣ, κριθέντες ως έγκυροι, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα : Κατά το άρθρο 281 Α.Κ.: “Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.” Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητος στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμον να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης οι πράξεις του υποχρέου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης προκαλεί συνέπειες για τον υπόχρεο. Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του. Για την κατάφαση της καταχρηστικότητας δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (πρβλ. ΟλΑΠ 16/2006, 17/1995, 62/1990, Α.Π. 1871/2014, 1504/2013, 1623/2012, 91/2011, 1130/2011, 1521/2009, 279/2008, 298/2008). Ενόψει αυτών, ο ανωτέρω ισχυρισμός περί καταχρηστικότητας είναι μη νόμιμος, καθώς τα επικαλούμενα και αληθή υποτιθέμενα, δε συνιστούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής της ανωτέρω διατάξεως (281 ΑΚ). Τέλος, με τον 10ο λόγο της ανακοπής του, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι έχει προβεί σε μερική εξόφληση της απαιτήσεως της καθ’ης, με μηνιαίες καταβολές κατά το χρονικό διάστημα από 16-3-2007 έως 5-2-2014, παραθέτοντας κατάλογο διαφόρων χρηματικών ποσών και ημεροχρονολογία καταβολής. Ωστόσο, ο ανωτέρω λόγος τυγχάνει απορριπτέος ως αόριστος, αφού ο εκκαλών αναφέρει σειρά καταβολών μεμονωμένων χρηματικών ποσών, χωρίς αναφορά των ενδιαμέσων πιστώσεων του λογαριασμού, δυνάμει των οποίων μεταβαλλόταν το τελικό οφειλόμενο ποσό, ώστε να μην είναι δυνατόν για το Δικαστήριο να εξάγει με ασφάλεια το υπόλοιπο του λογαριασμού, δεδομένου ότι συμπεριλαμβάνονται και νόμιμοι τόκοι και έξοδα, τα οποία δεν έχουν συνυπολογισθεί από αυτόν.

Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω αποδειχθέντων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου ανακοπής προς έρευνα, ενόψει του ότι ο εκκαλών δεν επαναφέρει με σχετικό λόγο έφεσης, όλους τους λόγους της κρινόμενης ανακοπής του, πλην αυτών που αναφέρθηκαν στην αρχή της παρούσας, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε τους ως άνω λόγους ανακοπής, ορθά έκρινε και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου του σχετικού περί του αντιθέτου λόγου έφεσης (όπως εκτιμήθηκε το δικόγραφό της) ως αβάσιμου και της ένδικης έφεσης ως αβάσιμης στο σύνολό της. Επομένως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικασθεί ο ηττηθείς εκκαλών στη δικαστική δαπάνη της υπερ ης η πρόσθετη παρέμβαση 176, 191παρ2, 182παρ1, 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης και υπερ ης η πρόσθετη παρέμβαση.

Συνεκδικάζει την από 14-4-2019 (…./2019) έφεση με την από 28-8-2020 (…./2020) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης.

Δέχεται τυπικά την έφεση και την απορρίπτει κατ’ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της ασκηθείσας έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στη δικαστική δαπάνη της προσθέτως παρεμβαίνουσας, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600)€.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 12 Μαΐου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ