Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 281/2021

Αριθμός     281/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τμήμα 2ο )

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ. Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………..η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Χρυσάνθη Λαλούση και 2) …………. ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας του δικηγόρου Χρυσάνθης Λαλούση.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:   ……………η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Θεοδώρου Λάμψια.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  27.12.2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2012) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  3753/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την από  20.4.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2018) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2018) αρχικά η 19η.9.2019, μετά δε από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Το άρθρο 528 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, ορίζει ότι «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της εφέσεως κατά της αποφάσεως, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, πλην, όμως, ερευνήθηκαν οι λόγοι, σαν αυτός να ήταν παρών, προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να ακουσθεί και να προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που, ενδεχομένως, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της. Μετά την εξαφάνιση της αποφάσεως χωρεί νέα συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε δικαίωμα να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ. Αντιθέτως, αν με το εφετήριο προβάλλει ως εναγόμενος μόνον ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξοφλήσεως, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ.). Για να επέλθει, όμως, το αποτέλεσμα της εξαφανίσεως της αποφάσεως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, αλλά μόνον αν είναι νόμιμος, έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (Α.Π. 394/2011 ΝοΒ 2011. 2.171, Α.Π. 251/2009 Δίκη 2009.996, Α.Π. 1.906/2008 ΝοΒ 2009.927, Α.Π. 1.140/2008 Δίκη 2009.187, Σαμουήλ, ο.π., σελ. 99, Βαθρακοκοίλης, Κ.Πολ.Δ., οι τροποποιήσεις έως το Ν. 2915/2001, έκδ. 2001, άρθρ. 528, σελ. 498, αριθμ. 1, Κεραμέας – Kονδύλης – Nίκας, Κ.Πολ.Δ., Συμπλήρωμα, έκδ. 2003, άρθρ. 528, σελ. 68). Τέλος, η αντιμετώπιση αυτή ισχύει αδιαφόρως αν η ερήμην απόφαση στον πρώτο βαθμό εκδόθηκε κατά την τακτική ή την ειδική διαδικασία (Α.Π. 884/2007 ΧρΙΔ 2008.52, Α.Π. 446/2007 ΝοΒ 2008.138).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε κατά των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων ενώπιον του  Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά την από 27-12-2011 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2012 αγωγή της κατά την τακτική διαδικασία. Το ως άνω Δικαστήριο εκδίκασε την αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην των εναγομένων, αφού αυτοί κατά την συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 11-05-2017 παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους ………… μόνο για την υποβολή αιτήματος αναβολής, η οποία αποχώρησε μετά την απόρριψή του από το Δικαστήριο (άρθρο 280 παρ.2 ΚΠολΔ). Επι της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η υπ΄αριθμ. 3753/ 2017 οριστική απόφαση με την οποία αφού κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη η αγωγή όπως περιορίστηκε, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 16 του ν. 1569/1985, 297, 298, 299, 340 επ.,345,346,361,713 επ., 822 επ., 914,932 ΑΚ, 218,176 επ. ΚΠολΔ και απορρίφθηκαν ως μη νόμιμα τα αγωγικά αιτήματα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και περι απαγγελίας προσωπικής κράτησης των εναγομένων, κατόπιν έγινε δεκτή αυτή (λόγω της ερημοδικίας των εναγομένων κατ΄άρθρο 271 παρ.3 ΚΠολΔ) ως κατ΄ουσίαν βάσιμη και αναγνωρίστηκε ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν καθένας εις ολόκληρο στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 92.490,32 ευρώ, με το νόμιμο τόκο για το ποσό των 79.996,32 ευρώ από 13-02-2011 ως προς την πρώτη εναγομένη και από 21-02-2011 για το δεύτερο εναγόμενο και νομιμότοκα ως προς το ποσό των 12.494 (7.494 + 5.000) ευρώ από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση για αμφότερους τους εναγομένους και τέλος καταδικάστηκαν οι εναγόμενοι σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής οι εναγόμενοι ως ηττηθέντες διάδικοι άσκησαν την από 20-04-2018 (γεν.αριθμ.καταθ……/ 2018) υπό κρίση έφεσή τους νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ.1και 2, 500, 511, 513 παρ.1 περ.β΄εδ.β΄,  516 παρ.1,517εδ.α , 518 παρ.1εαφ.α΄ και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Εφόσον λοιπόν, ασκήθηκε από διαδίκους οι οποίοι, κατά τα προεκτεθέντα, δικάσθηκαν ερήμην, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής εφέσεως, με την οποία οι εναγόμενοι ήδη εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και  εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της εναντίον τους αγωγής, να εξαφανισθεί μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της, αφού πλήττεται ως προς την εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, δικαιουμένων των εκκαλούντων να προβάλουν όλους  τους ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσαν να προτείνουν πρωτοδίκως, περαιτέρω δε να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να δικασθεί η υπόθεση από την αρχή και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή ,ως προς το νόμω και κατ’ ουσίαν βάσιμό της (άρθρο 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).

Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, κατά την οποία όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, και το συνδυασμό της με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της υποχρέωσης για αποζημίωση από αδικοπραξία απαιτείται παράνομη συμπεριφορά προσώπου, η οποία συνίσταται σε παράνομη ενέργειά του ή παράλειψη, που ενέχει προσβολή δικαιώματος ή προστατευόμενου από το νόμο συμφέροντος άλλου προσώπου, η παράνομη αυτή συμπεριφορά να οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια και να προκλήθηκε από αυτήν θετική ή αποθετική ζημία άλλου προσώπου, η οποία τελεί σε αιτιώδη με αυτή συνάφεια. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του, δηλαδή διαπράττοντας αδικοπραξία. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής προστηθείς είναι το πρόσωπο, το οποίο με τη βούληση κάποιου άλλου, που χαρακτηρίζεται ως προστήσας, παρέχει σ’ αυτόν, διαρκώς ή ευκαιριακά, υπηρεσίες διεκπεραίωσης των υποθέσεών του ή προώθησης των οποιωνδήποτε συμφερόντων του, εφόσον ενεργεί υπό τον έλεγχό του ή έστω υπό την επίβλεψή του, με την έννοια ότι δεν απαιτούνται οπωσδήποτε δεσμευτικές ειδικές εντολές, αλλά αρκούν και γενικές οδηγίες στο πλαίσιο χαλαρής εξάρτησης, που επιτρέπει όμως μια γενική εποπτεία. Η σχέση πρόστησης δεν είναι αναγκαίο να είναι εμφανής στους τρίτους και ούτε απαιτείται η ύπαρξη δικαιοπρακτικής σχέσης μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος, αλλά μπορεί να στηρίζεται σε οποιαδήποτε βιοτική σχέση μεταξύ των μερών, νόμιμη ή παράνομη, ενώ αδιάφορο είναι αν οφείλεται ή όχι αμοιβή, καθώς και ο τρόπος πρόσληψης του προστηθέντος από τον ίδιο τον προστήσαντα ή από τρίτο για λογαριασμό του. Αδιάφορο επίσης είναι αν η αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος εκδηλώθηκε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανατέθηκε ή κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του, που συμβαίνει όταν η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψή του τελέσθηκε μεν εντός των ορίων της υπηρεσίας του ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής αυτής, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που του δόθηκαν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον βέβαια μεταξύ της συμπεριφοράς του προστηθέντος και της υπηρεσίας του υπάρχει εσωτερική συνάφεια, δηλαδή πρέπει η υπηρεσία του να αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο για την ζημιογόνο πράξη ή παράλειψή του, η οποία δεν θα μπορούσε διαφορετικά να υπάρξει. Σχέση πρόστησης, κατά την ανωτέρω διάταξη, δημιουργείται από την τοποθέτηση, διορισμό ή χρησιμοποίηση από κάποιο πρόσωπο (ήτοι τον προστήσαντα) ενός άλλου προσώπου, φυσικού ή νομικού (ήτοι τον προστηθέντα), σε θέση ή απασχόληση, διαρκή ή μεμονωμένη εργασία που αποβλέπει στη διεκπεραίωση υπόθεσης και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου. Δικαιολογητικός λόγος καθιέρωσης της ευθύνης από αλλότριες πράξεις είναι η ωφέλεια, την οποία ο προστήσας αποκομίζει από την ανάμειξη του ενδιάμεσου προσώπου το οποίο εντάσσει στο πεδίο δραστηριότητάς του (επαγγελματικής, επιχειρησιακής κλπ). Με τη χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων ο προστήσας επεκτείνει το πεδίο της επιχειρηματικής κυρίως δράσης του, το πεδίο εξουσίας και επιρροής του και κατά συνέπεια διευρύνει και τη δυνατότητα των κερδών του. Είναι, επομένως, εύλογο να φέρει αυτός την ευθύνη και τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα των χρησιμοποιούμενων προσώπων, αφού αυτός καρπώνεται και τα οφέλη της. Άλλωστε με την καθιέρωση της ευθύνης του προστήσαντος εξυπηρετείται και η ιδέα της ασφάλειας των ζημιωθέντων, οι οποίοι αποκτούν ένα επιπλέον οφειλέτη, εκτός από τον προστηθέντα, συνήθως οικονομικά ισχυρότερο και πιο φερέγγυο από αυτόν. Η σχέση πρόστησης έχει τέτοια ευρύτητα, ώστε να καλύπτει κάθε εκούσια χρησιμοποίηση άλλων προσώπων και μπορεί να στηρίζεται σε σύμβαση εργασίας, έργου, εντολής ή και σε μη δικαιοπρακτική σχέση, όπως σε de facto συμβατική σχέση, χωρίς να έχει ιδιαίτερη κρισιμότητα η τυχόν ιδιότητα του προστηθέντος, ως αντιπροσώπου του προστήσαντος. Στη βάση της σχέσης πρόστησης μπορεί να είναι και οποιαδήποτε άλλη βιοτική σχέση μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος, σημειουμένου ότι είναι αδιάφορο αν η ανωτέρω σχέση, στην οποία βασίζεται η πρόστηση, είναι νόμιμη ή παράνομη, αν ο προστηθείς αμείβεται ή όχι ή, τέλος, αν η σχέση πρόστησης είναι διαρκής ή ευκαιριακή, ενόψει τέλεσης συγκεκριμένης μόνο πράξης. Η κατά τα προαναφερόμενα πρόστηση δεν προϋποθέτει σχέση πλήρους εξάρτησης μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος, δεδομένου ότι ούτε από την έννοια της πρόστησης ούτε από το σκοπό της διάταξης του άρθρου 922 ΑΚ προκύπτει τέτοιος περιορισμός, δεν απαιτείται δηλαδή η παροχή εργασίας, αλλά αρκεί ο προστηθείς να υπόκειται στον έλεγχο ή τις γενικές οδηγίες και εντολές ή στην επίβλεψη του προστήσαντος κατά την εκτέλεση της εργασίας που του ανατέθηκε. Εφόσον η δραστηριότητα του ενδιάμεσου προσώπου εντάσσεται στον επιχειρησιακό, επαγγελματικό ή κοινωνικό κύκλο δράσης του κυρίου της υπόθεσης, τότε δικαιολογείται να εμπίπτει και στο πεδίο κινδύνου κατά την έννοια του άρθρου 922 ΑΚ η μετάθεση της ευθύνης σ’ αυτόν. Η ανάπτυξη από τον προστηθέντα πρωτοβουλίας και δικής του σφαίρας δράσης μέσα στα πλαίσια του πεδίου δράσης του προστήσαντος δεν αποτελεί λόγο αποκλεισμού της ευθύνης του τελευταίου (ΟλΑΠ 20/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από την ίδια διάταξη (ΑΚ 922) προκύπτει ότι εάν ο προστήσας παρέσχε την εξουσία στον προστηθέντα να χρησιμοποιεί τρίτους (υποπροστηθέντες) στην διεκπεραίωση της υποθέσεώς του, αυτός (αρχικώς προστήσας) ευθύνεται και για τις αδικοπραξίες του υποπροστηθέντος, χωρίς να προσαπαιτείται να ασκεί έλεγχο ή να δίνει οδηγίες και εντολές σ’ αυτόν (ΑΠ 1856/2013, ΑΠ 9/2011). Με τις προϋποθέσεις αυτές θεμελιώνεται η αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για τις ζημίες που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε ο προστηθείς, με τον οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 481, 486 και 926 ΑΚ (ΑΠ 698/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Είναι αδιάφορη η νομική σχέση που συνδέει τον προστήσαντα με τον προστηθέντα και αρκεί το γεγονός, ότι ο τελευταίος, όταν αδικοπρακτούσε, τελούσε υπό τις οδηγίες και εντολές του προστήσαντος, ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του, χωρίς να είναι απαραίτητη και η διαρκής επίβλεψή του, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση πάντως ότι ο προστηθείς ενεργούσε προς διεκπεραίωση υποθέσεως και γενικά προς εξυπηρέτηση συμφερόντων του προστήσαντος (ΑΠ 290/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 15Α παρ. 1 του Ν. 1569/1985, μεσίτης ασφαλίσεων είναι το πρόσωπο το οποίο κατά το άρθρο 1 του νόμου αυτού ασκεί διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και έχει ως αποκλειστικό έργο, κατ’ εντολή του ασφαλιζομένου, χωρίς να δεσμεύεται ως προς την επιλογή της ασφαλιστικής επιχείρησης, έναντι αμοιβής που καταβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση, να φέρει σε επαφή ασφαλιζομένους και ασφαλιστικές επιχειρήσεις, να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, να λαμβάνει από την ασφαλιστική επιχείρηση την έγκριση των ασφαλιζομένων και να βοηθά κατά τη διαχείριση και την εκτέλεσή τους, ιδίως σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου. Κατά την παρ. 7 του άνω άρθρου ο μεσίτης ασφαλίσεων πρέπει να απολαύει νομικής και οικονομικής ανεξαρτησίας έναντι των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, έχει δε τις περιγραφόμενες στο άρθρο 15 Δ υποχρεώσεις, δηλαδή να υποβάλει στους ασφαλιστές “συμφωνητικό ασφαλιστικής κάλυψης” στο οποίο αναγράφονται όλες οι προϋποθέσεις και οι όροι αποδοχής της ασφάλισης από τους ενδιαφερόμενους ασφαλισμένους (παρ. 1), να εκδίδει πιστοποιητικό ασφάλισης με βάση τα στοιχεία που συμφώνησε με την ασφαλιστική εταιρεία το οποίο παραδίδει στον ασφαλισμένο και να αντικαθιστά το πιστοποιητικό αυτό χωρίς υπαίτια βραδύτητα με το ασφαλιστήριο (παρ. 2), ευθυνόμενος έναντι του ασφαλιζόμενου για τη σωστή τήρηση και εφαρμογή των έγγραφων εντολών αυτού. Από την παραπάνω διάταξη συνάγεται ότι ο μεσίτης ασφαλίσεων, ο οποίος αποτελεί ένα νεώτερο είδος ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ως ανεξάρτητου επαγγελματία (αρ 1 ν. 1569/85, όπως αντικαταστάθηκε με το αρ. 11 του ν. 2170/93 και το αρ. 36 παρ. 2 του ν. 2496/97), δραστηριοποιείται από το νόμο στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του πελάτη που θέλει ν’ ασφαλιστεί, και ειδικότερα, στον εντοπισμό των ασφαλιστικών αναγκών τούτου, την επιλογή της κατάλληλης ασφαλιστικής εταιρίας, την επίτευξη επαφής του πελάτη του με την επιχείρηση αυτή και τη διεκπεραίωση όλων των αναγκαίων προπαρασκευαστικών εργασιών για τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης. Επίσης βοηθά στη διαχείριση και εκτέλεση της ασφαλιστικής σύμβασης, στα πλαίσια των οποίων δεν αποκλείεται να του ανατεθεί και η είσπραξη ασφαλίστρων. Ο εν λόγω μεσίτης, ο οποίος απολαμβάνει νομικής και οικονομικής ανεξαρτησίας έναντι των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (άρθρο 15α παρ. 7 ν. 1569/85, όπως προστέθηκε η παρ. 7 με το αρ. 36 παρ 20 του ν. 2496/97), δεν εκπροσωπεί την ασφαλιστική επιχείρηση, αλλά η δραστηριότητα του αναπτύσσεται κατόπιν εντολής του πελάτη που θέλει ν’ ασφαλιστεί (αρ. 15α παρ. 1 ν. 1569/85) και συνεπώς ενεργεί ως εντολοδόχος αυτού (αρ. 713 επ. ΑΚ), η δε ευθύνη του περιορίζεται έναντι του ασφαλιζομένου στη σωστή τήρηση και εφαρμογή των εγγράφων εντολών του δευτέρου (ΑΠ 325/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) Στα πλαίσια της συμβάσεως εντολής και προς διαχείριση και εκτέλεση της ασφαλιστικής συμβάσεως δεν αποκλείεται να του ανατεθεί από τον πελάτη του η καταβολή για λογαριασμό του τελευταίου των οφειλομένων από αυτόν ασφαλίστρων προς την ασφαλιστική επιχείρηση. Ωστόσο, δεν αποκλείεται ο ασφαλιστής να τον διορίσει, σύμφωνα με τις διατάξεις των ΑΚ 211 επ., 713 επ., ως πληρεξούσιο ή εντολοδόχο, οπότε αυτός, με την τελευταία αυτή ιδιότητα, αντιπροσωπεύει τον ασφαλιστή στις σχέσεις του με τους ασφαλισμένους (ΑΠ 1160/1990 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Κατά το άρθρ. 298 ΑΚ, η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, λογίζεται δε ως τέτοιο το προσδοκώμενο με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Συνεπώς, για να είναι ορισμένη κατά το άρθρ. 216 ΚΠολΔ, η αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, πρέπει να εκτίθενται σαφώς σ` αυτή τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία του αντίστοιχου κέρδους. Δεν αρκεί δηλαδή να αναφέρονται αφηρημένα στο δικόγραφο της αγωγής οι σχετικές με τον προσδιορισμό του διαφυγόντος κέρδους εκφράσεις του νόμου, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των περιστατικών, που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επιμέρους κονδύλια, καθώς και η ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών (ΟλΑΠ 20/1992, 22/1995, ΑΠ 59/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους που συνίσταται στην απώλεια εσόδων λόγω διακοπής ή μειωμένης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, πρέπει, αλλά και αρκεί, να αναφέρονται στο δικόγραφο της, όλα εκείνα τα κρίσιμα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο ενάγων θα εισέπραττε με πιθανότητα από την επαγγελματική του δραστηριότητα το αιτούμενο ποσό κέρδους κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα (ΑΠ 308/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στην αγωγή σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή της, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή της περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του επίδικου δικαιώματος (ΟλΑΠ 18/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντιθέτως, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν κατ` αρχήν το ασκούμενο με την αγωγή ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με τους λόγους από τους αριθ. 8 και 14 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1573/1981 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Κατά το άρθρο 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν, διαφορετικά είναι αόριστη, η αοριστία δε αυτή εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης. Μάλιστα, η έλλειψη των ως άνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 416 του ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβένυται με καταβολή, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της ένστασης εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Ειδικότερα, σε περίπτωση προβολής από τον οφειλέτη της ένστασης περί αποσβέσεως της σχετικής απαίτησης, λόγω καταβολής (εξόφλησης), πρέπει αυτός να επικαλεστεί και να αποδείξει την παροχή που καταβλήθηκε, αν δε πρόκειται για χρηματική παροχή, τόσο το συνολικό ποσό αυτής, όσο και τα επί μέρους κονδύλια, τα οποία το απαρτίζουν, διαφορετικά, η ένσταση αυτή είναι αόριστη, έστω και αν αναφέρεται το συνολικώς καταβληθέν ποσό (βλ. ΑΠ 529/2016 ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1781/2014 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1537/2013 ΝοΒ 2014 356, ΑΠ 178/2010 ΕλλΔνη 2010 743, ΑΠ 1098/2009 ΝοΒ 2009 2395, ΕφΙωαν 158/2006 ΝοΒ 2007 103). Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 419, 421, 436 και 438 του ΑΚ συνάγεται ότι στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες ο οφειλέτης σε εκπλήρωση οφειλόμενης παροχής αναλαμβάνει μια νέα υποχρέωση για άλλη διαφορετική παροχή είναι ζήτημα ερμηνείας και βούλησης των μερών αν αυτοί ήθελαν τη σύσταση της νέας αυτής υποχρέωσης «αντί καταβολής», δηλαδή σε αντικατάσταση και απόσβεση της οφειλόμενης, ή αν η ανάληψη αυτή έγινε «χάριν καταβολής», δηλαδή προς το σκοπό της μελλοντικής εκπλήρωσης της οφειλόμενης ήδη παροχής. Στην πρώτη περίπτωση με την ανάληψη της νέας υποχρέωσης επέρχεται απόσβεση αυτοδικαίως της αρχικής, η δε σύμβαση αυτή συμπίπτει κατ’ αποτέλεσμα με την ανανέωση (άρθρο 436 ΑΚ), ενώ στη δεύτερη, αντίθετα, αφενός μεν διατηρείται η αρχική υποχρέωση και αφετέρου γεννιέται και νέα, ώστε ο δανειστής να έχει παράλληλα δύο απαιτήσεις, αλλά σύμφωνα με τη συναλλακτική καλή πίστη (άρθρο 288 ΑΚ) πρέπει να επιδιώξει, επιμελώς φερόμενος, κατ’ αρχήν την ικανοποίηση του από τη νέα υποχρέωση του οφειλέτη και μόνον αν δεν το κατορθώσει μπορεί να ασκήσει την αρχική του απαίτηση, παρεχομένης διαφορετικά στον οφειλέτη της αντίστοιχης αναβλητικής ένστασης. Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 421 του ΑΚ καθιερώνεται ερμηνευτικός κανόνας ότι, εφόσον δεν προκύπτει σαφώς το αντίθετο, η ανάληψη της νέας υποχρέωσης θεωρείται ότι γίνεται «χάριν» και όχι «αντί» καταβολής, πράγμα που ανταποκρίνεται και στο συνήθως σκοπούμενο, γιατί ο συνετός δανειστής δύσκολα μπορεί να συμφωνήσει στην απόσβεση της απαίτησής του, εμπιστευόμενος απλώς τη νέα υπόσχεση του οφειλέτη, έστω και αν αφορά άλλη παροχή. Ειδικότερα, η παράδοση από τον οφειλέτη συναλλαγματικών ή επιταγών δεν αποτελεί καταβολή ούτε δόση αντί καταβολής και αυτό γιατί ο δανειστής που έχει στην κατοχή του τη σχετική συναλλαγματική ή την επιταγή δεν έχει ακόμη ικανοποιηθεί, αφού δεν έγινε ούτε κύριος του αντίστοιχου ποσού, ούτε δε στην περίπτωση της επιταγής απέκτησε αξίωση κατά της πληρώτριας τράπεζας για καταβολή. Έτσι, με το να παραδοθούν οι συναλλαγματικές ή οι επιταγές στο δανειστή δεν επέρχεται απόσβεση της απαίτησής του, η δε συγκατάθεση του στην παράδοση τους σημαίνει, κατά κανόνα, μόνον ότι είναι σύμφωνος και με αυτόν τον τρόπο πληρωμής. Ο οφειλέτης θα ελευθερωθεί, εφόσον δεν ορίστηκε σαφώς το αντίθετο, πράγμα που οφείλει αυτός να αποδείξει, μόνον όταν γίνει η πραγματική καταβολή του σχετικού χρηματικού ποσού στο δανειστή (βλ. ΑΠ 79/2011, ΕλλΔνη 2011 1387, ΑΠ 426/2004 ΕλλΔνη 2006 166, ΕφΛαρ 215/2012 Δικογραφία 2012 352, ΕφΛαρ 573/2004 Δικογραφία 2005 85).

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 27-12-2011 (αριθμ.καταθ. ……./2012) αγωγή, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά εξέθεσε τα ακόλουθα: Ότι στη Νίκαια Αττικής και επι της οδού ……….. διατηρεί γραφείο – πρακτορείο γενικών ασφαλίσεων και δυνάμει του από 01-08-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού και των παρατάσεων αυτού, σύναψε σύμβαση με την οποία η πρώτη εναγομένη ήδη πρώτη εκκαλούσα που τύγχανε ασφαλιστική σύμβουλος, συμφωνήθηκε η τελευταία να διενεργεί ασφαλίσεις στο όνομα και για λογαριασμό της πρώτης. Οτι μεταξύ άλλων η πρώτη εναγομένη ανέλαβε την είσπραξη των ασφαλίστρων των ασφαλιστικών συμβάσεων που καταρτίζονταν με δική της διαμεσολάβηση, αντι προμήθειας 15%, έχοντας την υποχρέωση να αποδώσει το σύνολο των εισπραχθέντων ασφαλίστρων σε μετρητά, αρχικά εντος 30 ημερών από την έκδοση και παραλαβή των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και στη συνέχεια, εντος 45 ημερών, από το έτος δε 2008 συμφωνήθηκε ατύπως η απόδοση των ασφαλίστρων να γίνεται σε 4 μήνες με μεταχρονολογημένες επιταγές του δεύτερου εναγομένου ήδη δεύτερου των εκκαλούντων – συζύγου της πρώτης εναγομένης ο οποίος συμμετείχε ενεργά στη λειτουργία και διαχείριση της επιχείρησης της συζύγου του. Ότι κατά το χρονικό διάστημα από το Σεπτέμβριο του έτους 2010 μέχρι τον Ιανουάριο του έτους 2011, οι εναγόμενοι όφειλαν να της αποδώσουν το συνολικό ποσό των 79.989 ευρώ, ήτοι 989 ευρώ για το μήνα Σεπτέμβριο 2010,26.110,73 ευρώ για το μήνα Οκτώβριο 2010, ποσό 9.994,83 ευρώ για το μήνα Νοέμβριο 2010, ποσό 20.924,18 ευρώ για το μήνα Δεκέμβριο 2010 και ποσό 21.977,58 ευρώ για το μήνα Ιανουάριο 2011, προερχόμενο από εισπραχθέντα (μικτά) ασφάλιστρα (συμπεριλαμβανομένης της προμήθειας), που όμως εν γνώσει τους οι εναγόμενοι δεν της απέδωσαν όπως είχαν υποχρέωση αλλά το ενσωμάτωσαν παράνομα στην περιουσία τους, αν και οχλήθηκαν προφορικά, αλλά και με τις από 04-02-2011 και 14-02-2011 εξώδικες δηλώσεις που τους επιδόθηκαν αντίστοιχα στις 07-02-2011 και στις 15-02-2011, με τις οποίες κλήθηκαν να εξοφλήσουν την παραπάνω οφειλή τους εντος 5 ημερών, χωρίς όμως να καταβάλουν κανένα ποσό. Ότι κατά παράβαση του όρου 11γ του ως άνω από 01-08-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο ορίζει πως απαγορεύεται η μεταφορά των ασφαλιστικών συμβάσεων σε άλλο πρακτορείο ασφαλίσεων, χωρίς τη συγκατάθεση των ασφαλισμένων πελατών, από τις αρχές του μήνα Ιανουαρίου 2011, οι εναγόμενοι μετέφεραν την ασφαλιστική παραγωγή τους σε άλλα ασφαλιστικά πρακτορεία χωρίς να έχουν συναινέσει για αυτό οι ασφαλισμένοι, με αποτέλεσμα για το έτος 2011 η ενάγουσα να έχει υποστεί ζημία, αντίστοιχη με το απολεσθέν ετήσιο κέρδος της, ανερχόμενο στο ποσό των 149.892,11 ευρώ (ετήσια παραγωγή καθαρών ασφαλίστρων έτους 2010) Χ 5% (ποσοστό κέρδους) ποσό 749 ευρώ και ότι ως εκ τούτου απώλεσε εισόδημα για το έτος 2011 συνολικού ποσού 7.494 ευρώ (δηλαδή 149.892,11 Χ 5%). Τέλος η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι εξαιτίας της ως ανω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων υπέστη ηθική βλάβη καθόσον προσβλήθηκε η καλή φήμη, η πίστη και το κύρος της στην ασφαλιστική αγορά διότι λόγω της οικονομικής στενότητας που της προκάλεσε η αδικοπραξία των εναγομένων δεν μπόρεσε να καλύψει οικονομικές υποχρεώσεις της προς τις ασφαλιστικές εταιρείες, με συνέπεια κάποιες εξ αυτών να παύσουν να συνεργάζονται μαζί της και να αναγγείλουν την προκύψασα οικονομική ανωμαλία στην Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών.

Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε, όπως παραδεκτά περιόρισε το σύνολο του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων έκαστος εις ολόκληρον, να της καταβάλουν για τις ανωτέρω αιτίες τα παραπάνω ποσά, ως αποζημίωση καθώς και το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με την επιφύλαξη να παρασταθεί ως πολιτική αγωγή στο ποινικό δικαστήριο για το ποσό των 44 ευρώ για έκαστο, ήτοι το συνολικό ποσό των 97.490,32 ευρώ (79.996,32 + 7.494 + 10.000), νομιμότοκα από την παρέλευση της προθεσμίας από τη γενόμενη όχληση, ήτοι από 13-02-2011 και 21-02-2011 αντίστοιχα, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Τέλος η ενάγουσα ζήτησε να διαταχθεί η προσωπική κράτηση των εναγομένων και να καταδικασθούν αυτοί στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 15,16 ν.1569/ 1985, 297,298, 299, 340 επ.,345,346,361,713 επ., 822 επ.,914,922,926, 932 ΑΚ, 218 επ. και 176 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αγωγικού  αιτήματος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, καθόσον μετά τον περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό ,αυτό είναι μη νόμιμο και ως εκ τούτου απορριπτέο, ομοίως απορριπτέο ως μη νόμιμο είναι και το αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης των εναγομένων διότι για το επιτρεπτό της απαιτείται εκτελεστός τίτλος κατά το άρθρο 904 ΚΠολΔ και εκτελεστότητα προσδίδεται μόνο στις αποφάσεις που περιέχουν καταδίκη, δηλαδή στις καταψηφιστικές (Β.Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ, Ανάλυση κατ΄ άρθρο, τομ.Ε΄, άρθρο 907, σελ.153,αριθμ.6 και εκεί παραπομπές στη θεωρία και στη νομολογία). Ως προς το κονδύλιο δε των διαφυγόντων κερδών της ενάγουσας, τούτο κρίνεται απορριπτέο ως αόριστο καθόσον δεν αναφέρεται πως προκύπτει το ποσό των 149.892,11 ευρώ που κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας αποτελούν τα καθαρά ασφάλιστρα, ούτε εκθέτει κατά περίπτωση συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που καθιστούσαν πιθανό το κέρδος αυτό, με βάση την, κατά την πορεία των πραγμάτων πιθανότητα, χωρίς να αρκεί η αφηρημένη επανάληψη των εκφράσεων του άρθρου 298 ΑΚ. Αντίθετα απαιτείται εξειδικευμένη και λεπτομερής κατά περίπτωση μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών, περιστάσεων και μέτρων, που καθιστούσαν πιθανό το κέρδος ως προς τα αιτούμενα κονδύλια για το έτος 2011, καθώς και ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών, ώστε να μπορεί να διαταχθεί απόδειξη.

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εναγομένων ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, …………., από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και οι υπ΄αριθμ. …, …. και …/ 20-05-2011 ένορκες καταθέσεις μαρτύρων της ενάγουσας ενώπιον της Συμβ/φου Νίκαιας, ……….. που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο δίκης ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των ιδίων διαδίκων (ΑΠ 627/ 2018, ΑΠ 566/2001, ΑΠ 833/2007, ΑΠ 1342/2010, ΑΠ 913/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα  πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, η οποία στον Πειραιά και επι της οδού …….. διατηρεί γραφείο- πρακτορείο γενικών ασφαλίσεων, την 01-08-2006 με ιδιωτικό συμφωνητικό σύναψης συμβάσεως ασφαλίσεως και τις εν συνεχεία παρατάσεις αυτού, που συνήφθησαν μεταξύ αυτής και της πρώτης των εναγομένων, συμφώνησε με την τελευταία ως ασφαλιστική σύμβουλο, να διενεργεί ασφαλίσεις στο όνομα και για λογαριασμό της και συγκεκριμένα να μεσολαβεί, να παρουσιάζει, να προτείνει και να προπαρασκευάζει τις ασφαλιστικές συμβάσεις, τις οποίες εάν αυτή (ενάγουσα) αποδεχόταν, θα κατήρτιζε η τελευταία με τους υποψήφιους πελάτες. Με την ίδια δε σύμβαση συμφωνήθηκε μεταξύ άλλων ότι η πρώτη εναγομένη ως ασφαλιστική σύμβουλος : α) δεν έχει δικαίωμα να εκδίδει ή να υπογράφει ασφαλιστήρια συμβόλαια, να προβαίνει σε διακανονισμό ζημιών και γενικά να συνάπτει συμφωνίες με τρίτους, από τις οποίες προκύπτουν δεσμεύσεις και υποχρεώσεις της ενάγουσας, β) δικαιούται να εισπράττει τα ασφάλιστρα των συμβάσεων που είχαν καταρτιστεί με μεσολάβησή της και να αποδίδει σ΄αυτήν (ενάγουσα) το σύνολο των ασφαλίστρων εντος 30 ημερών σε μετρητά, από το μήνα έκδοσης και παραλαβής των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, ώστε να δικαιούται η εναγομένη – ασφαλιστική σύμβουλος να λάβει τη συμφωνημένη προμήθεια 15% επι των καθαρών ασφαλίστρων, διαφορετικά η οφειλή της καθίστατο ληξιπρόθεσμη και απαιτητή επιφέροντας τη λύση της σύμβασης. Στη συνέχεια, όπως αποδείχθηκε, η πρώτη εναγομένη δραστηριοποιείτο στον κύριο κλάδο ασφάλισης αυτοκινήτου, συνάπτοντας προτάσεις ασφάλισης, επικουρούμενη και συνεργαζόμενη με τον δεύτερο εναγόμενο – σύζυγό της, ο οποίος ενεργούσε υπό τις οδηγίες και εντολές της πρώτης (σημειώνεται δε ότι στο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό σύναψης ασφαλιστικής σύμβασης αναγράφεται ότι η πρώτη εναγομένη εκπροσωπείται από τον σύζυγό της ………, ο οποίος όμως δεν είχε την ιδιότητα του ασφαλιστικού σύμβουλου), έτσι οι εναγόμενοι, αφού διαβίβαζαν στην ενάγουσα τις προτάσεις ασφάλισης, η εκάστοτε ασφαλιστική εταιρεία της απέστελνε τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, τα οποία παρελάμβανε από το πρακτορείο της για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης ο δεύτερος εναγόμενος κατ΄εντολή της, προς παράδοση στους ασφαλισμένους πελάτες τους και εισέπρατταν από τα συμβόλαια τα ασφάλιστρα από τους ασφαλισμένους –πελάτες τους και η συνεργασία τους αυτή από το έτος 2006 μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2010 ως προς την εξόφληση των οφειλών της πρώτης εναγομένης γινόταν αρχικά εντός 30 ημερών και στη συνέχεια εντός 45 ημερών σε μετρητά. Μετά δε την παρέλευση σχεδόν 2 ετών, λόγω αύξησης της παραγωγής των ασφαλειών των εναγομένων, το διάστημα εξόφλησης παρατάθηκε ατύπως στους 4 μήνες και δη με μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές της AlphaΤράπεζας εκδόσεως του δευτέρου των εναγομένων σε διαταγή της ενάγουσας, δηλαδή τα ασφάλιστρα εκάστου μηνός καλύπτονταν με μεταχρονολογημένες επιταγές που τις έδινε στην ενάγουσα ο δεύτερος των εναγομένων και εξοφλούνταν μετά από 4 μήνες στην ανωτέρω τράπεζα. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι περί τα μέσα Ιανουαρίου 2011 οι εναγόμενοι αδυνατούσαν να καλύψουν τις εισπράξεις των ασφαλιστηρίων συμβολαίων των μηνών Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου –Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου 2010 και Ιανουαρίου 2011 με αποτέλεσμα να οφείλουν στην ενάγουσα για τους μήνες αυτούς το συνολικό ποσό των 79.989,00 ευρώ. Συγκεκριμένα δε, η οφειλή των εναγομένων από τα εισπραχθέντα και μη αποδοθέντα στην ενάγουσα ασφάλιστρα από αυτούς (εναγόμενους) κατά μήνα, συμβόλαιο, όνομα πελάτη και ποσό ασφαλίστρου (που ενσωματώνονται στο δικόγραφο της αγωγής), ανέρχεται για το μήνα Σεπτέμβριο 2010 στο ποσό των 989,00 ευρώ, για το μήνα Οκτώβριο 2010 στο ποσό των 26.110,73 ευρώ, για το μήνα Νοέμβριο 2010 στο ποσό των 9.994,83 ευρώ, για το μήνα Δεκέμβριο 2010 στο ποσό των 20.924,18 ευρώ και για το μήνα Ιανουάριο 2011 στο ποσό των 21.977,58 ευρώ. Κατόπιν των ανωτέρω, η ενάγουσα κατήγγειλε την εν λόγω σύμβαση με την πρώτη των εναγομένων στις 7-2-2011, επιδίδοντάς της εξώδικη καταγγελία- δήλωση καλώντας την συγχρόνως εντός 5 ημερών να της καταβάλει το παραπάνω ποσό και στη συνέχεια στις 9-2-2011 όταν η πρώτη εναγομένη με εξώδικη δήλωσή της αρνήθηκε, η ενάγουσα στις 15-2-2011 κοινοποίησε και στον δεύτερο των εναγομένων σχετική εξώδικη δήλωση- καταγγελία με την οποία τον καλούσε επίσης εντός 5 ημερών να της καταβάλει το ως ανω ποσό, παρα ταύτα και αφού παρήλθε άπρακτη η ως κατά τα ανωτέρω δοθείσα προθεσμία, οι εναγόμενοι δεν της κατέβαλαν το ποσό αυτό, εκδηλώνοντας με αυτό τον τρόπο την πρόθεσή τους να το ιδιοποιηθούν παράνομα. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι ο δεύτερος εναγόμενος δυνάμει της υπ΄αριθμ. 785,816,845/ 2014 απόφασης του Τριμελούς Κακουργημάτων Πειραιά κηρύχθηκε ένοχος για την ως ανω πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 6 ετών. Μεταξύ δε των εναγομένων υπήρχε σχέση πρόστησης κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αφου όπως αποδείχθηκε η πρώτη εναγομένη ασφαλιστική σύμβουλος (προστήσασα) χρησιμοποιούσε τον δεύτερο εναγόμενο-σύζυγό της (προστηθέντα)  σε απασχόληση και διαρκή εργασία για τη διεκπεραίωση των υποθέσεων και την εξυπηρέτηση των επαγγελματικών και οικονομικών ως ανω συμφερόντων της.

Ο ισχυρισμός δε των εναγομένων ότι η πρώτη εξ αυτών δεν είχε καμία σχέση με την ενάγουσα και ότι δεν είχε συνάψει σύμβαση με την τελευταία και η συνεργασία αφορούσε μόνο τον δεύτερο εξ αυτών, απορριπτέος τυγχάνει ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Τέλος οι εναγόμενοι επικαλούνται ότι οι ως άνω απαιτήσεις της ενάγουσας έχουν εξοφληθεί από τον δεύτερο εξ αυτών. Ειδικότερα οι εναγόμενοι ισχυρίζονται αυτολεξεί ότι «καθ΄όλο το χρονικό διάστημα από την 1/1/2010 μέχρι την 31/1/2011, η συνολική «παραγωγή» των ασφαλιστηρίων συμβολαίων ανήλθε στο ποσό των 213.218,34 ευρώ. Οτι ειδικότερα αποδεικνύεται παραχρήμα από αποδείξεις πληρωμής και από επιταγές πως έχουν πληρωθεί ως εξής: Α) για το ποσό των 989,00 ευρώ του Σεπτεμβρίου, είχε εκδοθεί στις 30/9/2010 από τον δεύτερο των εναγομένων η υπ΄αριθμ…..… επιταγή ύψους 18.000,00 ευρώ η οποία παραμένει στα χέρια του αφού το ως άνω ποσό πληρώθηκε μετρητοις, Β) την 1η Δεκεμβρίου 2010,η ενάγουσα εισέπραξε το ποσό των 5.000 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την υπ΄αριθμ…….. απόδειξη είσπραξης. Ομοίως την 3η Δεκεμβρίου 2010, η ενάγουσα έλαβε από αυτόν το ποσό των 4.000 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την υπ αριθμ……. απόδειξη είσπραξης Γ) στις 31/10/2011 η ενάγουσα έλαβε από αυτόν την υπ΄αριθμ. ……… επιταγή ύψους 14.650 ευρώ, η οποία όπως αποδεικνύεται από τη βεβαίωση κίνησης λογαριασμού της ΑLPHA BANK πληρώθηκε από την ενάγουσα και Δ) εκ του συνόλου της ως ανω παραγωγής ακυρώθηκαν συμβόλαια συνολικού ποσού 4.023,29 ευρώ, τα οποία δεν πιστώθηκαν ποτέ».

Ο ισχυρισμός αυτός περί σχετικώς εξοφλήσεως δια παραδόσεως στην ενάγουσα διαφόρων επιταγών, απορριπτέος τυγχάνει πρωτίστως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας αφού η παράδοση αυτή δεν συνιστά καταβολή, καθόσον σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 416 του ΑΚ, η απόσβεση της ενοχής επέρχεται με την καταβολή, δηλαδή με την εντελή εκπλήρωση του αρχικού σκοπού της ενοχής, που είναι η ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστή. Η καταβολή πρέπει να είναι η προσήκουσα, δηλαδή να ανταποκρίνεται ποσοτικά και ποιοτικά προς το περιεχόμενο της υποχρεώσεως του οφειλέτη, γεγονός που δεν διασαφηνίζεται στην προκείμενη περίπτωση, ενώ σε περίπτωση αμφιβολίας δεν θεωρείται δόση ή υπόσχεση αντί καταβολής κατά τα άρθρα 419 και 421 του ΑΚ, αλλά γίνεται χάριν καταβολής, όπως προεκτέθηκε, περαν δε του ότι από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε η εξόφληση της αγωγικής απαίτησης της ενάγουσας κατά το επίδικο χρονικό διάστημα.

Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων η ενάγουσα υπέστη πέρα από τη θετική της ζημία και ηθική βλάβη, λόγω της δυσχέρειας στη ρευστότητά της και της συνακόλουθης τρώσης της αξιοπιστίας και της φήμης της στην αγορά, για την οποία δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση, το ύψος της οποίας, λαμβανομένων υπόψη του συνόλου των περιστατικών, της φύσης και του είδους της προσβολής, της περιουσιακής κατάστασης των μερών, της αναστάτωσης που προκλήθηκε στην ταμειακή ρευστότητα και τη φήμη της ενάγουσας και του κινδύνου που αυτή διέτρεξε, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής (ΑΠ 571/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2030/2013 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΠειρ 633/2011 ΔΕΕ 2012.136), ορίζεται στο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ, το οποίο μετά από στάθμιση των κατά νόμο προβλεπόμενων στοιχείων κρίνεται εύλογο.

Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, η  υπο κρίση αγωγή όπως περιορίστηκε κατά τα ανωτέρω και καθό μέρος κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι είναι υποχρεωμένοι να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των ογδόντα χιλιάδων εννιακοσίων ογδόντα εννέα (80.989,00) ευρώ, ήτοι  79.989,00 ευρώ + 1.000,00 ευρώ, νομιμοτόκως για το ποσό των 79.989,00 ευρώ από 13-02-2011 ως προς την πρώτη εναγομένη και από 21-02-2011 για τα δεύτερο εναγόμενο και νομιμότοκα ως προς το ποσό των 1.000,00 ευρώ από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επίσης πρέπει να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρ.178 παρ.1,183,191 ΚΠολΔ) όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό και τέλος πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου άσκησης έφεσης, που αυτοί κατέθεσαν, κατ` άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ΄αριθμ. 3753/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επι της από 27-12-2011 (αριθμ.καταθ. ……./ 2012) αγωγής.

Δέχεται εν μέρει αυτήν.

Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι είναι υποχρεωμένοι να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των ογδόντα χιλιάδων εννιακοσίων ογδόντα εννέα (80.989,00) ευρώ, ήτοι  79.989,00 ευρώ + 1.000,00 ευρώ, νομιμοτόκως για το ποσό των 79.989,00 ευρώ από 13-02-2011 ως προς την πρώτη εναγομένη και από 21-02-2011 για τον δεύτερο εναγόμενο και νομιμότοκα ως προς το ποσό των 1.000,00 ευρώ από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Καταδικάζει τους εναγομένους σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,000) ευρώ. ΚΑΙ

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του e – παραβόλου με κωδικό …………../2018 άσκησης έφεσης, που αυτοί κατέθεσαν, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 24 Μαΐου   2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ