Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 229/2021

Αριθμός  229/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη-Εισηγήτρια και Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη   και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την …………….,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………………….. εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Ιωάννη Μπόμπο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΚΑΘ΄ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:   ………………η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Ιωάννη –Διονύσιο Φιλιώτη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία …………… άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά του …………, την από 20.10.1989 (αριθμ. εκθ. καταθ. …………/89) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 1400/1990 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία ……..  με την από 10.10.1991 και  με αριθ. εκθ. καταθ. ……/1991 έφεσή της (κατά του –εναγόμενου- ………..),  επί της οποίας εκδόθηκε (ερήμην του εναγομένου) η υπ΄ αριθμ. 517/1993 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε την έφεση από τυπική και ουσιαστική άποψη, εξαφάνισε την υπ΄ αριθμ. 1400/1990 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ανάπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς.

Η υπόθεση  εισήχθη για νέα συζήτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με επίσπευση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία …………. και, συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε (ερήμην του εναγομένου) η υπ΄ αριθμ. 1166/1995 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο εναγόμενος (……..) με την από  11.12.1995 (αριθμ. εκθ. καταθ.  ……../1995) έφεσή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 638/1996 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που δέχθηκε τυπικά και κατ΄ ουσία την έφεση, εξαφάνισε την υπ΄ αριθμ 1166/1995 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ανέβαλλε τη συζήτηση επί της αγωγής  διότι η προαναφερόμενη υπ΄ αριθμ 517/1993 απόφασή του δεν ήταν τελεσίδικη.

Με την από 21.1.1997 κλήση της ενάγουσας η συζήτηση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και, συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  1104/1997 απόφαση αυτού, που  ανέβαλλε την έκδοση οριστικής απόφαση επί της αγωγής  και διέταξε  τις σε αυτήν αναφερόμενες αποδείξεις.

Μετά τη διεξαγωγή των αποδείξεων και διά των από  25.10.2011 και 25.10.2201 κλήσεων του εκκαλούντος (………..) η υπόθεση επανεισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  779/2003 απόφαση αυτού, που ανέβαλλε την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής  για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτήν.

Με την, κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από 4.2.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2020) κλήση της  ήδη καλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ………….., η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 65,67,68 και 70 ΑΚ και 18παρ1-2 και 22παρ1 και 3 του Ν 2190/1920, ως ισχύον δίκαιο στην προκειμένη περίπτωση….) προκύπτει ότι την ανώνυμη εταιρεία εκπροσωπεί δικαστικά και εξώδικα το διοικητικό της συμβούλιο, που ενεργεί συλλογικά και είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη που αφορά στη διοίκηση της εταιρείας, στη διαχείριση της περιουσίας της και γενικά στην εκπλήρωση του σκοπού της. Η παραπάνω οργανική εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρείας μπορεί να ανατεθεί σε ένα ή περισσότερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ή σε τρίτους, είτε απευθείας με διάταξη του καταστατικού είτε με απόφαση του ΔΣ, αν υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό. Τα πρόσωπα αυτά είναι όργανα της εταιρείας με αντιπροσωπευτική εξουσία παράλληλη με εκείνη του ΔΣ και ενεργούν ως υποκατάστατα αυτού, αντλώντας την εξουσία τους από το νόμο και το καταστατικό. Εξάλλου, κατά το άρθρο 905παρ1 ΑΚ, η απαίτηση αχρεωστήτου αποκλείεται αν ο λήπτης της παροχής αποδείξει ότι αυτός που κατέβαλε γνώριζε ότι δεν υπάρχει το χρέος (ΑΠ 286/2019, ΕφΠειρ 531/2014). Τέλος, κατά το άρθρο 214 ΑΚ – που σύμφωνα με το 68 παρ2 εφαρμόζεται αναλόγως και στα νομικά πρόσωπα – τα ελαττώματα της βούλησης, η γνώση ή υπαίτια άγνοια ορισμένων περιστατικών, καθώς και η επίδρασή τους στη δικαιοπραξία κρίνονται από το πρόσωπο του αντιπροσώπου. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για να αποκλειστεί η αναζήτηση αχρεώστητης παροχής, όταν αυτός που την κατέβαλε είναι ανώνυμη εταιρεία, πρέπει να τελεί σε γνώση της ανυπαρξίας του χρέους το διοικητικό συμβούλιο αυτής και – στην περίπτωση που εκπροσώπηση της εταιρείας έχει ανατεθεί με ένα από τους δύο προαναφερόμενους τρόπους σε ένα ή περισσότερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή σε τρίτους – σε γνώση πρέπει να τελούν τα πρόσωπα αυτά.

Με την από 4-2-2020 (……../2020) κλήση της εφεσίβλητης – ενάγουσας, νομίμως φέρεται προς μετ’απόδειξη συζήτηση (δηλαδή κατ’αρθρον 279 ΚΠολΔ, που ήδη καταργήθηκε δυνάμει του άρθρου 13 του Ν 2915/2001, με χρόνο έναρξης ισχύος από 1-1-2002, χωρίς όμως να εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, που η αγωγή ήταν ήδη εκκρεμής – βλ άρθρο 22 του ανωτέρω νόμου), η από κρίση από 20-10-1989 (……../1989) αγωγή της, μετά τη διεξαγωγή των αποδείξεων που έταξε το παρόν Δικαστήριο με την  1400/1997 απόφασή του, αφού προηγήθηκε η τυπική και ουσιαστική παραδοχή της από 11-12-1995 (…………/1995) έφεσης του εναγομένου και εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη 1166/1995 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Να σημειωθεί, ότι η διαδικασία νομίμως συνεχίζεται, όπως παρακάτω θα εκτεθεί, από τη μοναδική καθολική διάδοχο, …….., του αρχικώς εναγομένου – εκκαλούντος …………….

Από τις καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως που περιέχονται στις με αριθμούς …../2000 και ……/2008 Εισηγητικές Εκθέσεις, ενώπιον του αρμοδίου Εισηγητή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και ειδικότερα, της ………, που εξετάσθηκε επιμελεία της ενάγουσας και των …….. και …….., που εξετάσθηκαν επιμελεία του εναγομένου  και από όλα τα έγραφα που νομίμως μετ’επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, για να ληφθούν υπόψη ως τέτοια και για τη διεξαγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Η εφεσίβλητη – ενάγουσα, με την αρχική επωνυμία «………..», υπήρξε ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, η οποία περί τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και υπό την προεδρία του ΔΣ της από τον επιχειρηματία …………, βρέθηκε στη δίνη ενός τεράστιου οικονομικού σκανδάλου, λόγω αποκαλυφθεισών ενεργειών κακοδιαχείρισης και λοιπών αξιοποίνων πράξεων, κυρίως εκ μέρους του. Για το λόγο αυτό, το έτος 1988 τέθηκε επικεφαλής του ανωτέρω τραπεζικού ιδρύματος ο …………, ως Προσωρινός Επίτροπος, μέχρι τη θέση του (τραπεζικού ιδρύματος) υπό εκκαθάριση. Κατά τη διενέργεια των διαφόρων λογιστικών και διαχειριστικών ελέγχων που διεξήχθησαν επί των ημερών του, προέκυψαν διάφορες αμφιβόλου εγκυρότητας τραπεζικές συναλλαγές με τρίτους, για τις οποίες ασκήθηκαν αγωγές εκ μέρους της Τράπεζας. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινομένη, από 20-10-1989 (………/1989) αγωγή της, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη (όπως θα εκτεθεί κατωτέρω) εκθέτει ότι α) στις 23-11-1987, εκδόθηκε από την τράπεζα η επιταγή με αριθμό ………/23-11-87, σε διαταγή του αρχικώς εναγομένου ………… για ποσό 120.000.000δχ (ως ισχύοντος τότε νομίσματος) και ήδη 352.164,34€. Ότι, η επιταγή εσύρθη επί των ιδίων κεφαλαίων της τράπεζας, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε σχέση μεταξύ αυτής και του εναγομένου και οποιαδήποτε υποχρέωση της τράπεζας να του καταβάλει το ανωτέρω ποσό. Ότι ο εναγόμενος, εισέπραξε το ανωτέρω ποσό στις 25-11-1987, αν και γνώριζε την ανυπαρξία της οφειλής της τράπεζας απέναντί του από οποιαδήποτε αιτία, συμβατική ή εξωσυμβατική. Ότι, από το παραπάνω ποσό, τμήμα 93.000.000 δρχ κατατέθηκε σε λογαριασμό ταμιευτηρίου, από όπου αναλήφθηκε τμηματικά από τον εναγόμενο, πλέον του ποσού των 3.551.873 δρχ ως  τόκοι και το ποσό των 27.000.000 δρχ σε λογαριασμό ταμιευτηρίου του …………., από όπου αναλήφθηκε τμηματικά, πλέον του ποσού των 809.104 δρχ, ως τόκοι. Β) Στις 19-2-1988, εκδόθηκε από την τράπεζα η με αριθμό ………./19-2-88 επιταγή σε διαταγή του αρχικώς εναγομένου, για ποσό 15.800.000 δρχ και ήδη 46.368,30€. €. Ότι, η επιταγή εσύρθη επί των ιδίων κεφαλαίων της τράπεζας, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε σχέση μεταξύ αυτής και του εναγομένου και οποιαδήποτε υποχρέωση της τράπεζας να του καταβάλει το ανωτέρω ποσό. Ότι ο εναγόμενος, εισέπραξε το ανωτέρω ποσό στις 19-2-1988, αν και γνώριζε την ανυπαρξία της οφειλής της τράπεζας απέναντί του από οποιαδήποτε αιτία, συμβατική ή εξωσυμβατική. Ότι εν συνεχεία, ο εναγόμενος προσέθεσε στο ανωτέρω ποσό, αυτό των 44.200.000δρχ, από την πρώτη επιταγή και εκδόθηκε υπέρ αυτού το ………. προθεσμιακό ομόλογο 60.000.000 δρχ, λήξεως στις 19-8-1988, το οποίο όμως εξόφλησε πρόωρα στις 28-6-1988, εισπράττοντας τόκους ποσού 3.33.951 δρχ. Με αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το συνολικό ποσό των α) 143.497.928 δρχ, νομιμοτόκως από 27-11-87 για το ποσό των 124.360.977 και από 19-2-1988, για το ποσό των 19.136.951, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής, ως αχρεωστήτως καταβληθέν στον εναγόμενο, κατά το οποίο ο τελευταίος κατέστη πλουσιότερος και ο πλουτισμός σώζεται. Επί της αγωγής αυτής, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η 140/1990 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία απέρριψε την αγωγή ως  αόριστη. Κατά της αποφάσεως αυτής, η ενάγουσα άσκησε την από 10-10-1991 (………/1991) έφεσή της, επί της οποίας εκδόθηκε, ερήμην του εφεσιβλήτου, η 517/1993 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, η οποία αφού έκανε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή την έφεση, εξαφάνισε την εκκαλουμένη (140/1990 ΠΠΠειραιά) και ανέπεμψε την υπόθεση στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήτοι στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, προς νέα συζήτηση της αγωγής. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο, με την 1166/1995 απόφασή του, η οποία εκδόθηκε ερήμην του εναγομένου, έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικώς βάσιμη. Ακολούθως, ο εναγόμενος άσκησε την από 11-12-1995 (………) έφεσή του, η οποία, αφού έγινε δεκτή τυπικώς και κατ’ουσίαν, με την 638/1996 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, ερήμην της εφεσίβλητης – ενάγουσας, εξαφάνισε την εκκαλουμένη (1166/1995 ΠΠΠειραιά) και ανέβαλε την έκδοση αποφάσεως επί της αγωγής, έως ότου παρέλθει η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας κατά της προαναφερθείσα 517/1993 αποφάσεως αυτού του Δικαστηρίου, που είχε εκδοθεί ερήμην του εφεσιβλήτου. Μετά την επίδοση στον εφεσίβλητο – εναγόμενο της ανωτέρω εφετειακής αποφάσεως (βλ την ……../23-10-1996 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………….) και την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας (βλ την από 16-4-1997 βεβαίωση του Γραμματέα του Εφετείου Πειραιά), το Δικαστήριο τούτου με την 1400/1997 απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ως προς την νομική της βασιμότητα, ανέβαλε την έκδοση οριστικής αποφάσεως και έταξε εμμάρτυρες αποδείξεις, ενώπιον Εισηγητή Δικαστή, κατά το ισχύον τότε δικονομικό σύστημα, τάσσοντας τα θέματα αποδείξεως στους διαδίκους. Εν συνεχεία, δυνάμει της 770/2003 αποφάσεως αυτού του Δικαστηρίου, παρατάθηκε ο χρόνος διεξαγωγής των αποδείξεων κατά δύο ακόμη μήνες, οι οποίες (αποδείξεις) και ολοκληρώθηκαν στις 19-6-2008, οι δε πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, παραιτήθηκαν από την υπόλοιπη προθεσμία. Στα πλαίσια της διεξαγωγής των εμμάρτυρων αποδείξεων ενώπιον του Εισηγητή Δικαστή, συντάχθηκαν οι ……../2000 και ………/2008 Εισηγητικές Εκθέσεις.  Ωστόσο, στις 24-3-2014, απεβίωσε ο αρχικός εναγόμενος – εφεσίβλητος και στη θέση του υπεισήλθε ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος η θυγατέρα του ………. (βλ το από 5-6-2014 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών και το ………./1-10-2019 πιστοποιητικό του Ειρηνοδικείου Αθηνών περί μη δημοσιεύσεως διαθήκης), η οποία νομίμως συνεχίζει την παρούσα δίκη (286 παερ.α’, 290 ΚΠολΔ). Επίσης αποδείχθηκε,  ότι την 1η-1-1996 και σε εφαρμογή του Ν. 2330/1995, ιδρύθηκε δυνάμει της ………../1996 συμ/κής πράξεως της συμ/φου Αθηνών ……….., νέα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..», στην οποία εισφέρθηκαν τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού που αποτελούσαν την υπό εκκαθάριση τελούσα Τράπεζα, ενάγουσα, η οποία τέθηκε σε εκκαθάριση δυνάμει της ……../1-1-1996 Πράξεως του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, φερόμενη πλέον στις συναλλαγές ως και «Υπό εκκαθάριση παλαιά ……….» (Ν2330/1995). Δυνάμει του  άρθρου 1 του Ν 2330/1995 «Ρυθμίσεις για την εξυγίανση της ……….¨, προβλέφθηκε ότι η μεταφορά των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού στη νέα Τράπεζα συντελείται αυτοδικαίως με την καταχώριση της τελευταίας στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών (2παρ1 Ν 2330/1995). Ειδικώς δε για μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις η διαδικασία και οι επιμέρους διαδικαστικές πράξεις συνεχίζονται στο όνομα της νέας τράπεζας, ύστερα από δήλωση για τη μεταβολή. Προκειμένου δε για εκκρεμείς δίκες, όπως στην προκειμένη περίπτωση, η δήλωση γίνεται είτε με δικόγραφο που κατατίθεται στο δικαστήριο και επιδίδεται στον αντίδικο είτε προφορικά και καταχωρίζεται στα πρακτικά (2 παρ 4 Ν 2330/1995). Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι η ανωτέρω δήλωση γίνεται από τη νέα τράπεζα, για τα στοιχεία και τις απαιτήσεις που της μεταβιβάστηκαν και ότι για όσες απαιτήσεις δεν έγινε η ανωτέρω δήλωση, εξακολουθεί να νομιμοποιείται η παλαιά, υπό εκκαθάριση τράπεζα. Με αυτή δε την ονομασία, άρχισε να εμφανίζεται στα δικόγραφα της κρινομένης διαφοράς η ενάγουσα – εφεσίβλητη από το έτος 1996 και εφεξής, καθ’οσον, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η συσταθείσα με την ανωτέρω συμβολαιογραφική πράξη νέα ………. (που εν συνεχεία απορροφήθηκε από την Τράπεζα … …), δεν προέβη στην ανωτέρω δήλωση του άρθρου 2παρ4. Άλλωστε, η παλαιά υπό εκκαθάριση εξακολούθησε να υπάρχει καθ’οσον, κατά το εισαγωγικό μέρος της ανωτέρω ιδρυτικής συμ/κής πράξεως, στην νέα συσταθείσα  ………. ρητώς «δεν εισφέρονται και παραμένουν στην υπό εκκαθάριση τελούσα Τράπεζα τα περιουσιακά στοιχεία, αξιώσεις και υποχρεώσεις (καταθέσεις) που αμέσως ή εμμέσως σχετίζονται ή συνδέονται με εξωτραπεζικές δραστηριότητες της διοίκησης της …………». Δηλαδή, η υπό εκκαθάριση παλαιά τράπεζα εξακολούθησε να υφίσταται, νομιμοποιούμενη στη συνέχιση της παρούσας δίκης, η οποία ξεκίνησε με την άσκηση της κρινομένης αγωγής από τον αρχικό Επίτροπο της Τράπεζας και προ της θέσεώς της σε εκκαθάριση, για την οποία (εκκρεμή δίκη και ένδικη απαίτηση) δεν υποβλήθηκε από τη νέα Τράπεζα η δήλωση του άρθρου 2παρ4 του Ν 2330/1995. Ήδη δε, δυνάμει της 182/4-4-2016 αποφάσεως του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ 925/ 5-4-2016- Β’ τεύχος), η ενάγουσα εκπροσωπείται έκτοτε από την εταιρεία με την επωνυμία «……….»  και το διακριτικό τίτλο «…………..». Επομένως, στο σημείο αυτό, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ισχυρισμός της εκκαλούσας – εναγομένης (ως δικαιοπαρόχου του αρχικού ενάγοντος, όπως προεκτέθηκε), που επαναφέρει με τις προτάσεις της στο παρόν Δικαστήριο και με τον οποίο αμφισβητεί την ενεργητική νομιμοποίηση της καλούσας εφεσίβλητης – ενάγουσας ανώνυμης εταιρείας ως νομιμοποιούμενης διαδίκου να συνεχίσει τη δίκη στη θέση της αρχικώς ενάγουσας …………, για την οποία εσφαλμένως, κατά τα αμέσως προεκτεθέντα, υπολαμβάνει, ότι απορροφήθηκε από την ιδρυθείσα το έτος 1996 νέα …………. και ότι δήθεν αυτή (νέα τράπεζα) θα έπρεπε να επισπεύδει την παρούσα συζήτηση. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, η εφεσίβλητη – ενάγουσα τράπεζα, όπως πλέον νομίμως εκπροσωπείται, εξέδωσε τις ακόλουθες επιταγές ήτοι α) στις 23-11-1987, την επιταγή με αριθμό ……../23-11-87, σε διαταγή του αρχικώς εναγομένου – εκκαλούντος ………., για ποσό 120.000.000δχ (ως ισχύοντος τότε νομίσματος) και ήδη 352.164,34€ και β) στις 19-2-1988, την με αριθμό ……../19-2-88 επιταγή σε διαταγή του αρχικώς εναγομένου – εκκαλούντος, για ποσό 15.800.000δρχ και ήδη 46.368,30€. €, αντιστοίχως, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε συμβατική ή άλλη σχέση μεταξύ αυτής και του εναγομένου που να δικαιολογεί την έκδοσή τους. Τα παραπάνω ποσά εισέπραξε ο αρχικώς εναγόμενος – εκκαλών, στις 25-11-1987 και 19-2-1988 αντιστοίχως, και έτσι κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος  σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, αφού εισέπραξε από την τελευταία τα ανωτέρω ποσά χωρίς να του οφείλονται. Τα υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο ότι του δόθηκαν από τον ………. ατομικά και από ίδια κεφάλαια που υπήρχαν στην τράπεζα, για την πληρωμή τιμήματος προηγηθείσας μεταξύ τους συμφωνίας για την πώληση του 51% των μετοχών της ΠΑΕ …………, από τον εναγόμενο προς τον πρώτο, ελέγχονται ως αβάσιμα. Ειδικότερα, αποδείχθηκε άτι μεταξύ του .. ……., ενεργούντος με την ιδιότητα του ιδιώτη επιχειρηματία, στο πρόσωπο του οποίου συνέπιπτε τότε και η ιδιότητα του προέδρου του ΔΣ της αρχικώς ενάγουσας ………, και του αρχικώς εναγομένου, ………., γνωστού επιχειρηματία – εφοπλιστή και βασικού μετόχου και προέδρου της ΠΑΕ …………, που ενεργούσε και για λογαριασμό πολλών μετόχων της ανωτέρω ΠΑΕ, υπογράφηκε το από 17-11-1987 ιδιωτικό συμφωνητικό, δυνάμει του οποίου συμφωνήθηκε η πώληση και μεταβίβαση από το δεύτερο (ως πωλητή) στον πρώτο από αυτούς (ως αγοραστή), του 51% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου της ανωτέρω ΠΑΕ και των αντίστοιχων μετοχών. Ότι η μεταβίβαση θα ολοκληρωνόταν έως τις 2-12-1987 και ότι το τίμημα αυτής της πωλήσεως ανερχόταν στο ποσό των 120.000.000δρχ. Η ανωτέρω συμφωνία «υπογράφηκε στο γραφείο του εναγομένου, παρουσία του …….. και του αδελφού του, ……., του …….., του ……. και των  νομικών τους συμβούλων, δύο τον αριθμό» στις 23-11-1987 και ταυτόχρονα ο …………. του παρέδωσε την πρώτη από τις προαναφερθείσες επιταγές, εις διαταγήν του (εναγομένου), ποσού 120.000.000δρχ, χωρίς να σύρεται επί συγκεκριμένου λογαριασμού, αλλά επί των διαθεσίμων της τράπεζας. Το γεγονός δε αυτό, μπορούσε να γίνει αμέσως αντιληπτό από τον έμπειρο στις συναλλαγές εναγόμενο επιχειρηματία και γνωστό εφοπλιστή, από τα χέρια του οποίου είχαν «περάσει» αμέτρητες επιταγές, παρίστατο δε με τους νομικούς του συμβούλους, όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με την περί τούτων (ανωτέρω)  κατάθεση του επιμελεία του εξετασθέντος μάρτυρος ………… Άλλωστε, η επιταγή δεν «κόπηκε» από προσωπικό μπλοκ επιταγών του ………… ούτε όμως είχε εκδοθεί εις διαταγήν του, ώστε να σύρεται επί λογαριασμού του στην τράπεζα, αναγραφομένου επί της επιταγής, όπως συμβαίνει με όλες τις επιταγές που κυκλοφορούν στην αγορά  και γνωρίζουν άπαντες και εν συνεχεία να μεταβιβασθεί από αυτόν με οπισθογράφηση προς τον εναγόμενο. ‘Όπως δε κατέθεσε η επιμελεία της ενάγουσας εξετασθείσα μάρτυρας, …………….., από το λογιστικό και διαχειριστικό έλεγχο που διενεργήθηκε στην τράπεζα  «για τις επίδικες επιταγές δεν έχει μέχρι σήμερα (η κατάθεση δόθηκε 9-10-1998) κατατεθεί το ποσό από οποιοδήποτε τρίτο για την έκδοσή τους, με αποτέλεσμα τα επίδικα ποσά να βαρύνουν τα ήδη διαθέσιμα της τράπεζας. Χωρίς να υπάρχει καμία υποχρέωση της τράπεζας προς τον εναγόμενο», ενώ επίσης κατέθεσε ότι «σε περίπτωση που η τράπεζα προβαίνει σε καταβολή χρημάτων προς τρίτους σε εξόφληση συμβατικών της υποχρεώσεων, η καταβολή αυτή αντιστοιχίζεται με το λογαριασμό σε χρέωση του οποίου και φέρεται, τεκμηριώνεται δε με τα αντίστοιχα νόμιμα παραστατικά…», γεγονός που δε συνέβη στην προκειμένη περίπτωση. Η επικαλούμενη από τον εναγόμενο σύμβαση αγοράς των μετοχών της ΠΑΕ ……. δεν έγινε από την …….., αλλά ατομικά από τον …………., από τον οποίο και έπρεπε να καταβληθεί το τίμημα, με προσωπική του επιταγή. Εν συνεχεία αποδείχθηκε, ότι στις 19-2-1988, κατά τον ίδιο ανωτέρω τρόπο, ο …………. παρέδωσε στον εναγόμενο τη  δεύτερη από τις προαναφερθείσες επιταγές, ποσού 15.800.000δρχ, για δήθεν διαφορά ως προς την καθαρή θέση της αξίας της πωληθείσας ομάδας,  που προέκυψε από τον έλεγχο που διενεργήθηκε και μετά την πληρωμή των υποχρεώσεών της. Ωστόσο, και η δεύτερη επιταγή συρόταν επί των διαθεσίμων κεφαλαίων της τράπεζας, ενώ είχε εκδοθεί και αυτή εξ αρχής εις διαταγήν του εναγομένου. Να σημειωθεί, ότι σε καμία από τις επιταγές δεν υπήρξε ποτέ η υπογραφή του ……….., ως αντισυμβαλλομένου του εναγομένου και επομένως ως εκδότη των επιταγών ή έστω ως εκδοθεισών εις διαταγήν του ώστε να τις οπισθογραφήσει εις διαταγήν του πωλητή εναγομένου, γεγονός που πέρασε «απαρατήρητο» από τον εμπειρότατο στις συναλλαγές επιχειρηματία εναγόμενο, ο οποίος τις παρέλαβε και εν συνεχεία μετέβη στην τράπεζα, όπου τις εισέπραξε, γνωρίζοντας, ότι η τράπεζα, ουδεμία οφειλή είχε απέναντί του. Ειδικότερα αποδείχθηκε, ότι ο εναγόμενος, μετά την είσπραξη της πρώτης επιταγής, στο υποκατάστημα Πειραιά, επί της .. .., στις  25-11-1987, κατέθεσε τμήμα 93.000.000δρχ στον ….. λογαριασμό του, ταμιευτηρίου, από όπου αναλήφθηκε τμηματικά από τον εναγόμενο, πλέον του ποσού των 3.551.873δρχ ως  τόκοι και το ποσό των 27.000.000δρχ, το κατέθεσε αυθημερόν στον …….. λογαριασμό ταμιευτηρίου του ….. ., από όπου αναλήφθηκε τμηματικά, πλέον του ποσού των 809.104δρχ, ως τόκοι. Επίσης, η δεύτερη επιταγή εισπράχθηκε από τον εναγόμενο στο ίδιο υποκατάστημα, στις 19-2-1988. Ακολούθως, ο εναγόμενος, συμπλήρωσε στο ποσό αυτό, 44.200.000δρχ, από την εξόφληση της πρώτης επιταγής, και προέβη στην έκδοση του ………… προθεσμιακού ομολόγου, ποσού 60.000.000δρχ, λήξεως στις 19-8-1988, το οποίο όμως ρευστοποίησε πρόωρα, στις 28-6-1988, εισπράττοντας το κεφάλαιο πλέον του ποσού των 3.336.91δρχ, ως τόκων. Πρέπει όμως εδώ να επισημανθεί, ότι, αν και ο εναγόμενος κατείχε μόνο το 20% του μετοχικού κεφαλαίου της ανωτέρω ΠΑΕ – καθ’οσον αυτό ήταν το επιτρεπόμενο από τον νόμο ποσοστό – αποδείχθηκε ότι από το ποσό των 120.000.000δρχ την πρώτης επιταγής, κράτησε αυτό των 93.000.000δρχ, δηλαδή ποσό πολύ μεγαλύτερο από το αναλογούν στο 1/3 της αξίας των μετοχών που κατείχε, το οποίο κατέθεσε σε δικό του λογαριασμό, όπως αναλυτικά προαναφέρθηκε και μόνο το ποσό των 27.000.000δρχ  κατέβαλε στον λογαριασμό του ………….., επίσης μετόχου και εξετασθέντος μάρτυρα, για να διανεμηθεί στους υπολοίπους μετόχους. Επίσης, όταν αργότερα, προέκυψε το ποσό των 15.800.000δρχ, ως συμπληρωματικό ουσιαστικά τίμημα, ο εναγόμενος το παρακράτησε ολόκληρο και το κατέθεσε στον ανωτέρω δικό του λογαριασμό, χωρίς να το μοιράσει με τους λοιπούς μετόχους, κατά την αναλογία των μετοχών τους. Αλλά, το αχρεώστητο της καταβολής εκ μέρους της ενάγουσας προκύπτει εμμέσως και από την κατάθεση του επιμελεία του εναγομένου εξετασθέντος μάρτυρος  …………, ενός εκ των νομικών συμβούλων της ΠΑΕ, ο οποίος, στην κατάθεσή περιορίσθηκε κυρίως σε προσωπικές εκτιμήσεις και νομικές αναλύσεις παρά σε γεγονότα και ο οποίος, στις 30-5-2000 κατέθεσε ότι «…Οι άνω επιταγές εκδόθηκαν για νόμιμη αιτία που συνίστατο προφανώς στην εκτέλεση σχετικής σύμβασης μεταξύ της ενάγουσας τράπεζας .. και του τότε προέδρου της ………., την ακριβή φύση της σύμβασης την οποία δεν γνωρίζω καθόσο αυτή αφορά εσωτερική σχέση μεταξύ τους αλλά πάντως δυνάμει αυτής της σύμβασης η τράπεζα εξέδωσε τις επίδικες επιταγές υπέρ του ….…». Επίσης, προς ενίσχυση, της ανωτέρω προσωπικής  του εκτίμησης, στην από 4-4-2008 κατάθεσή του αναφέρει ότι «…Ο εναγόμενος …….. δεν είχε οποιαδήποτε σχέση ή ανάμειξη με την έκδοση των εν λόγω επιταγών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο εναγόμενος ………….. ήταν στη θέση που ευρίσκεται οποιοδήποτε δημόσιο ταμείο, το οποίο παραλαμβάνει και στη συνέχει εισπράττει τραπεζική επιταγή που προσκομίζει φορολογούμενος πολίτης για την εξόφληση οποιασδήποτε σχετικής υποχρεώσεώς του έναντι του εν λόγω δημόσιου ταμείου ή στην ίδια θέση που ευρίσκεται οποιοσδήποτε πωλητής ακινήτου, ο οποίος παραλαμβάνει και στη συνέχεια εισπράττει τραπεζική επιταγή που του παραδίδει ο αντισυμβαλλόμενός του αγοραστής του ακινήτου για την εξόφληση του τιμήματος πώλησης…». Εντούτοις, όπως είναι γνωστό σε κάθε συναλλασσόμενο πολίτη με την τράπεζα και το δημόσιο ταμείο, πολύ δε περισσότερο, τον έχοντα την ιδιότητα του δικηγόρου μάρτυρα και στον έμπειρο επιχειρηματία – εφοπλιστή εναγόμενο, η τραπεζική επιταγή που προσκομίζει ο πολίτης στο δημόσιο ταμείο βεβαιώνει, εκ μέρους της πληρώτριας τράπεζας, ότι ο πολίτης έχει διαθέσιμο το ποσό της επιταγής στον αναγραφόμενο στο κάτω μέρος της επιταγής αριθμό λογαριασμού του, γεγονός που δε συνέβη με τις ένδικες επιταγές, όπως τούτο προκύπτει από τα φωτοαντίγραφα που προσκομίζονται και από τα οποία προκύπτει ότι δεν αναφέρεται κανένας αριθμός λογαριασμού επί του οποίου σύρονταν και δη του αγοραστή .. …., ο οποίος, όπως προελέχθη, δεν εμφανίζεται στις επιταγές με καμία ιδιότητα, ενώ ο ανωτέρω μάρτυράς του «εικάζει» ότι υπήρχε σχέση μεταξύ αυτού και της ενάγουσας, που δικαιολογούσε την έκδοση των επιταγών.  Όλα τα παραπάνω αποδειχθέντα, περισσότερο εξασθενούν παρά ενισχύουν τον ισχυρισμό του εναγομένου περί νόμιμης συναλλαγής και δη της ανωτέρω αναφερομένης, μεταξύ αυτού και της εναγομένης. Περαιτέρω, ο εναγόμενος δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος απόδειξης της ένστασής του, ότι σε κάθε περίπτωση η ενάγουσα προέβη σε καταβολή των χρημάτων – εξόφληση των επιταγών εν γνώσει της έλλειψης υποχρέωσής της  απέναντί του καθώς και ότι ο …………., ενήργησε εκπροσωπώντας την. Ειδικότερα αποδείχθηκε, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, ότι η ενάγουσα ως νομικό πρόσωπο και δη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, εκπροσωπείτο από το ΔΣ αυτής, το οποίο, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε, δηλαδή ούτε από κατάθεση μάρτυρος του εναγομένου – φέροντος το σχετικό βάρος απόδειξης –  ούτε από έγγραφα που προσκομίζει, ούτε άλλωστε γίνεται τέτοια επίκληση, ότι γνώριζε  ως όργανο που εξέφραζε τη βούλησή της κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ότι δεν υπήρχε οιοδήποτε χρέος έναντι του εναγομένου από οποιαδήποτε αιτία και εντούτοις προέβη στην εξόφληση των επιταγών. Ούτε άλλωστε αποδείχθηκε ότι υπήρχε απόφαση του ΔΣ της ενάγουσας, με την οποία είχε ανατεθεί στο …………  η ενάσκηση των δικαιωμάτων του ΔΣ αυτής, και η νόμιμη εκπροσώπησή της σε αυτόν ατομικά, με βάση την οποία να παρέχονταν οι εξουσίες προς τον τελευταίο για την έκδοση ή την εξόφληση των ανωτέρω επιταγών, στις οποίες και πάλι πρέπει να σημειωθεί, ότι δεν υπάρχει η υπογραφή του, αλλά ούτε σε κάποιο σχετικό έγγραφο εντολής για τις ανωτέρω ενέργειες. Το γεγονός δε, ότι ο τελευταίος ήταν Πρόεδρος του ΔΣ της ενάγουσας και σημαντικός οικονομικός παράγοντας εκείνης της εποχής, δεν αποδεικνύει αφ’εαυτού, ότι οι ενέργειές του δέσμευαν το νομικό πρόσωπο της ενάγουσας, χωρίς την προσκόμιση εκ μέρους του εναγομένου του Καταστατικού ή άλλου εγγράφου από όπου να προκύπτει η ανάθεση σε αυτόν της νόμιμης εκπροσώπησής της, είτε με ρητή διάταξη του Καταστατικού είτε με απόφαση του ΔΣ ή της ΓΣ αυτής. Κατ’ακολουθίαν λοιπόν των ανωτέρω αποδειχθέντων, πρέπει η κρινομένη αγωγή να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικώς βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη – εκκαλούσα (ως καθολική διάδοχος του αρχικώς εναγομένου – εκκαλούντος) να καταβάλει στην ενάγουσα – εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των 135.800.000δρχ και ήδη 398.532,65€ για κεφάλαιο, πλέον του ποσού των 7.697.923δρχ και ήδη 22.591,12€ για τόκους, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό. Επίσης, πρέπει να καταδικασθεί η εκκαλούσα – εναγομένη που ηττήθηκε στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης – ενάγουσας, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (176, 183, 191παρ2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων.

Επαναφέρει προς περαιτέρω μετ’απόδειξη συζήτηση την από 20-10-1989 (………/1989) αγωγή.

Δέχεται την αγωγή.

Υποχρεώνει την εκκαλούσα – εναγομένη να καταβάλει στην εφεσίβλητη – ενάγουσα το συνολικό ποσό των τετρακοσίων είκοσι μία χιλιάδων εκατόν είκοσι τριών ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (421.123,77), νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση.

Καταδικάζει την εκκαλούσα – εναγομένη στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης – ενάγουσας από είκοσι μία χιλιάδες (21.000)€.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την  18η Μαρτίου 2021  και δημοσιεύθηκε στις  19 Απριλίου 2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ