Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 263/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης  263/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα E.T.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις . …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1) της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία ……………, 2) της αλλοδαπής εταιρίας ……………., 3) της αλλοδαπής εταιρίας ……….. και 4) της αλλοδαπής εταιρίας ……………,  οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Ανδρέα-Κωνσταντίνο Τζήμα και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ανώνυμης εταιρείας ………………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δημήτριο Ψυχάρη, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Οι εκκαλούσες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 21.8.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../4.9.2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε, η υπ’αριθμ. 3110/2019 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την απέρριψε.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι ενάγουσες και ήδη εκκαλούντες, με την από 20.11.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …………/21.11.2019 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………./22.11.2019 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί στην δικάσιμο 7.5.2020, κατά την οποία ματαιώθηκε, λόγω της επιβολής του έκτακτου μέτρου της προσωρινής αναστολής των δικών ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από την διασπορά του κορωνοϊού. Ήδη επανεισήχθη για συζήτηση αυτεπάγγελτα με την υπ’αριθμ.51/2020 πράξη της Προεδρεύουσας του Ναυτικού Τμήματος του Δικαστηρίου για την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν και προκατέθεσαν αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 20.11.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../21.11.2019 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………../22.11.2019 έφεση των εκκαλουσών εταιρειών, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ. 3110/2019 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε, ως αόριστη, την από 21.8.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../4.9.2018 αγωγή τους σε βάρος της εναγομένης, ήδη εφεσιβλήτου, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ,

ΙΙ. Οι ενάγουσες αλλοδαπές εταιρείες, στην από 21.8.2018 αγωγή τους, ισχυρίστηκαν ότι είναι πλοιοκτήτριες των υπό σημαία Νήσων Μάρσαλ δεξαμενόπλοιων “SD”, “SE”, “SP” και “LF” αντίστοιχα και μέσω των διαχειριστριών τούτων αλλοδαπών εταιρειών “……………..”, που έχουν εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα, ανέθεσαν στην εναγομένη εταιρεία, που δραστηριοποιείται στην διαμεσολάβηση αγοράς αεροπορικών εισιτηρίων, την ανεύρεση και προμήθεια τους με τα οικονομικά συμφερότερα αεροπορικά εισιτήρια για τις αεροπορικές μεταφορές των μελών των πληρωμάτων των πλοίων τους, καθώς και των στελεχών των εταιρειών τους και εκείνων των διαχειριστριών τους και επιπρόσθετα την εξασφάλιση των προσφερομένων από τις αεροπορικές εταιρείες διαφόρων ωφελημάτων προς τους πελάτες τους, πλην όμως η εναγομένη κατά παράβαση τόσο των όρων της παρασχεθείσης εντολής, όσο και των διατάξεων περί προστασίας του καταναλωτή, αλλά και της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, από έλλειψη της επιμέλειας, που όφειλε να καταβάλει, τους προμήθευε με αεροπορικά εισιτήρια σε τιμές υψηλότερες του μέσου όρου της τιμής, που διέθεταν αυτά οι αεροπορικές εταιρείες και άλλα πρακτορεία, με αποτέλεσμα να υποστούν ζημία, που συνίσταται στην διαφορά μεταξύ της τιμής, που όφειλε και μπορούσε να τους προμηθεύσει τα αεροπορικά εισιτήρια και εκείνης, που τους τα διέθεσε, όπως αυτή παρατίθεται στους ενσωματουμένους στο αγωγικό δικόγραφο πίνακες, ανά επιβάτη, εισιτήριο, διαδρομή, αεροπορική εταιρεία, τιμή εισιτηρίου και μέση τιμή που διατίθετο στην αγορά, κατά τα έτη 2015 έως 2018 και ανέρχεται συνολικά για την πρώτη ενάγουσα σε 40.582 ευρώ, για την δεύτερη σε 30.576 ευρώ, για την τρίτη σε 40.829 ευρώ και για την τέταρτη σε 53.220 ευρώ, που τους οφείλει ως αποζημίωση, επιπλέον δε ισχυρίζονται ότι η πλημμελής εκπλήρωση των υποχρεώσεων της εναγομένης συνιστά και αδικοπραξία, καθόσον αποσιώπησε ουσιώδεις πληροφορίες και για την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης δικαιούται έκαστη το ποσό των 20.000 ευρώ.    Ακολούθως, με βάση την ευθύνη της, ως εντολοδόχου και παρέχουσας υπηρεσίες, αλλά και την αδικοπρακτική της ευθύνη,  ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει συνολικά στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 60.582 ευρώ, στην δεύτερη το ποσό των 50.576 ευρώ, στην τρίτη το ποσό των 60.829 ευρώ και στην τέταρτη το ποσό των 73.220 ευρώ, ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής τους βλάβης, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθεί στη δικαστική τους δαπάνη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, ως προς όλες τις νομικές βάσεις της αγωγής, ακολούθως την απέρριψε, ως αόριστη, τόσο αναφορικά με το αίτημα αποζημίωσης, διότι δεν παρατίθενται στην αγωγή τα κρίσιμα προσδιοριστικά στοιχεία της μέσης τιμής αγοράς των επίδικων αεροπορικών εισιτηρίων, όσο και αναφορικά με το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, εφόσον δεν εκτίθενται σχετικά περιστατικά, ενώ ως προς την βάση εκ της αδικοπραξίας γίνεται λόγος για αποσιώπηση ουσιωδών πληροφοριών, χωρίς να αναφέρεται ποιες ήταν οι αποσιωπηθείσες πληροφορίες.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με την ένδικη έφεση τους οι ενάγουσες για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως και την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο, ώστε να γίνει δεκτή καθ’ολοκληρίαν.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 2 εδ.3 του β.δ. της 2/14-5-1835 “περί αρμοδιότητος των εμποροδικείων” και η επιχείρηση πρακτορείας είναι εμπορική. Ανήκει δε αυτή, με την επιχείρηση παραγγελίας και τις μεσιτικές εργασίες, στις υπό στενότερη έννοια μεσολαβητικές δραστηριότητες. Οι δραστηριότητες αυτές συνίστανται στην παροχή πάσης φύσεως μεσολαβητικών εξυπηρετήσεων προς το κοινό. Ειδικότερα η επιχείρηση πρακτορείας συνίσταται στην υπό μη δημοσίου προσώπου έναντι αμοιβής διαχείριση (ήτοι ενέργεια, διεύθυνση ή διεκπεραίωση) αλλότριων υποθέσεων, οιανδήποτε μορφή και αν έχουν αυτές είτε πρόκειται περί εμπορικών ή περί αστικών υποθέσεων (ΑΠ 1041/2010). Πράκτορες με την πιο πάνω έννοια είναι και οι πράκτορες ταξιδιών, στους οποίους περιλαμβάνονται και εκείνοι οι οποίοι κρατούν θέσεις για αεροπορικό ταξίδι και εκδίδουν το εισιτήριο με καταβολή του αντίστοιχου τιμήματος. Η νομική φύση της εσωτερικής σχέσεως της πιο πάνω ειδικότερης συμβάσεως πρακτορείας, δηλαδή της σχέσεως που συνδέει τον αεροπορικό μεταφορέα με τον πράκτορα, είναι αυτή της εντολής, οι δε διατάξεις του Α.Κ. που ρυθμίζουν την εντολή διέπουν τις σχέσεις των προσώπων αυτών. Στις συμβάσεις πρακτορείας, που αποτελούν διαμεσολαβητικές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, δεν υπάρχει οποιοδήποτε περιθώριο για ευθεία ή για αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του π.δ. 219/1991, αφού δεν υφίσταται νομοθετικό κενό και μάλιστα ακούσιο που να δικαιολογεί την κατ’ αναλογία συμπλήρωση του (ΑΠ 539/2012, ΑΠ 1121/ 2010).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 719 ΑΚ, ο εντολοδόχος έχει την υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα κάθε τι που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεση της, ευθυνόμενος κατά την εκπλήρωση των άνω υποχρεώσεων του σύμφωνα με το άρθρο 714 ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 297, 298 ΑΚ, για κάθε πταίσμα, επομένως και για ελαφρά αμέλεια και υποχρεούται να ανορθώσει κάθε ζημία την οποία υπέστη ο εντολέας και η οποία είχε ως γενεσιουργό αιτία το πταίσμα του εντολοδόχου (ΑΠ 1110/20, ΑΠ 164/2008, ΑΠ1470/1998). Επομένως, αξίωση αποζημίωσης για ζημία, που προκλήθηκε από το ότι ο εντολοδόχος παρέλειψε οφειλόμενη απ’ αυτόν κατά την εκτέλεση της εντολής ενέργεια, θεμελιώνεται στα άρθρα 714 και 330 ΑΚ και όχι σε αδικοπραξία, εκτός αν συντρέχουν οι όροι των άρθρων 914, 919 ΑΚ, ή ειδικές περιστάσεις, που στοιχειοθετούν αδίκημα (όπως απάτη, υπεξαίρεση κ.λ.π.), οπότε υπάρχει συρροή αξιώσεων (ΑΠ 487/2017, AΠ 637/2011).

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 8 του Ν.2251/1994, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ. 1 Ν.3587/2007, ορίζονται τα ακόλουθα: “1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή. Ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο. 2. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. 3. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. 4. Ο παρέχων υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης για την έλλειψη παρανομίας και υπαιτιότητας του. Για την έλλειψη υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδίως: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητας της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της, δ) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ε) η ελευθερία δράσης που καταλείπεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ζ) αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος αυτήν.” Από τη δεύτερη ανωτέρω διάταξη, η οποία αποτελεί εξειδικευμένη ρύθμιση αδικοπρακτικής ευθύνης, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος κατά την έννοια της άνω διατάξεως δύναται να είναι και Τράπεζα, έναντι του πελάτη της ή άλλου με αυτή συμβεβλημένου προσώπου, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης σε βάρος του παρέχοντος υπηρεσίες είναι οι παρακάτω: α) Παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. β) Υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται διότι εισάγεται νόθος αντικειμενική ευθύνη (ΟλΑΠ 18/1999) και ο παρέχων έχει το βάρος απόδειξης της έλλειψής της. Ως κριτήρια για την εκτίμηση της ύπαρξης υπαιτιότητας αναφέρονται στο νόμο η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών. γ)Παράνομο. Η συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή τέχνης του. δ) Ζημία με βάση το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης. Και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παροχής της υπηρεσίας και ζημίας. Εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, ο βλαπτόμενος και υφιστάμενος ζημία δύναται με αγωγή κατά του παρέχοντος τις υπηρεσίες (η οποία δεν αποκλείει την κοινή αδικοπρακτική ούτε την ενδοσυμβατική ευθύνη κατά τον ΑΚ) να αξιώσει την αποκατάσταση της (ΑΠ 589/2001). Ειδικότερα, η παράνομη συμπεριφορά του παρέχοντος δεν συναρτάται με το πραγματικό περιεχόμενο της υποχρέωσης του, προς αποφυγή των κινδύνων, αλλά με την έλλειψη ασφάλειας των υπηρεσιών, που θεμιτά δικαιούται να αναμένει ο καταναλωτής, καθώς και με την οικοδόμηση της εμπιστοσύνης του στη συγκεκριμένη αγορά υπηρεσιών, δηλαδή με την παραβίαση της υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, που όφειλε κατά το νόμο ή τη σύμβαση ή την καλή πίστη κατά τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και μπορούσε να λάβει μέσα στη σφαίρα επιρροής του, κάτω από ομαλές προβλέψιμες συνθήκες, σε τρόπο ώστε οι παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες, χρησιμοποιούμενες από τον καταναλωτή, να μη θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα του τελευταίου και ιδίως την ακεραιότητα της πίστης και της ασφαλούς παροχής υπηρεσιών, που τελικά είναι το προστατεύσιμο δικαίωμα (ΑΠ 1849/2017).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4, 216 ΚΠολΔ, 914, 297, 298 ΑΚ, προκύπτει ότι στην αγωγή προς αποζημίωση από αδικοπραξία, για την πληρότητα του δικογράφου, πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου. Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, όσα παρέλειψε, από το νόμο, τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιΐκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, όπως, ιδίως, επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, όταν ο υπαίτιος δημιούργησε ορισμένη επικίνδυνη κατάσταση, οπότε έχει υποχρέωση να λάβει κάθε ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε τρίτους από την κατάσταση αυτή (ΑΠ 54/2019).  Για το ορισμένο, πρέπει να αναφέρονται τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας, που επήλθε στον ενάγοντα, καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη θετική και αποθετική ζημία του (ΑΠ 1110/20, ΑΠ 838/2011).

Στην προκειμένη περίπτωση, η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο δεν είναι πλήρως ορισμένη, καθόσον δεν εκτίθενται αναλυτικά και με σαφήνεια όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απαιτούνται για τη νομική θεμελίωση της επί των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και δεν υφίσταται ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 216 ΚΠολΔ, καθόσον αναφέρεται ότι η επικαλούμενη ζημία των εναγουσών εταιρειών συνίσταται στην διαφορά, που προκύπτει μεταξύ της τιμής, που τους πώλησε η εναγομένη τα επίδικα αεροπορικά εισιτήρια και της μέσης τιμής, που αυτά διατίθεντο στην αγορά από τις αεροπορικές εταιρείες και άλλα πρακτορεία, όπως οι τιμές αυτές καταγράφονται στους ενσωματωμένους στο αγωγικό δικόγραφο οικείους πίνακες, πλην όμως δεν εξειδικεύεται η αναγραφόμενη «μέση τιμή» διάθεσης τους, κατά τα προσδιοριστικά της στοιχεία και δη ποία είναι τα κριτήρια καθορισμού της τιμής αυτής και ο τρόπος ανεύρεσης της, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για μέγεθος προσδιορίσιμο με αντικειμενικά κριτήρια και μάλιστα σταθερά, αλλά με ευμετάβλητους και πολλές φορές αστάθμητους παράγοντες, αφού, όσον αφορά μεν τις αεροπορικές εταιρείες, κάθε αεροπορική εταιρεία καθορίζει την τιμή του εισιτηρίου μεταφοράς των επιβατών της, μεταξύ άλλων, ανάλογα με το κόστος λειτουργίας του αεροπορικού της μέσου, το μερίδιο της στην αγορά μιας συγκεκριμένης πόλης, τον όγκο των πωλήσεων της και εν γένει την επιχειρησιακή και αναπτυξιακή της πολιτική, ενώ η Διεθνής Ένωση Αερομεταφορών (International Air Transport Association, IATA), καθορίζει τις τιμές των εισιτηρίων μεταξύ των αεροπορικών εταιρειών μελών της, όσον αφορά δε τους τουριστικούς πράκτορες, που μεσολαβούν, αντί προμήθειας, στην πώληση των εισιτηρίων των αερομεταφορέων, βάσει της σχέσης εντολής, που τους συνδέει, οι μέθοδοι τιμολόγησης των πελατών τους για την αγορά μεταφορικής υπηρεσίας με την έκδοση του εισιτηρίου της αντίστοιχης αεροπορικής εταιρείας, είναι ανάλογες με το λειτουργικό κόστος, το ύψος του επιδιωκόμενου κέρδους, τον υφιστάμενο ανταγωνισμό και το πρόγραμμα στρατηγικής της επιχείρησης τους και προσέλκυσης πελατών, δηλαδή καθορίζεται ελεύθερα. Εξάλλου, υφίστανται και άλλοι ρυθμιστικοί παράγοντες της τιμής των επίδικων αεροπορικών εισιτηρίων, όπως ο χρόνος της δοθείσης εντολής αγοράς τους από τις ενάγουσες εταιρείες, μέσω των διαχειριστριών τους και συνακόλουθα κράτησης τους εκ μέρους της εναγομένης, σε σχέση με την πτήση, που αφορούσαν αντιστοίχως, εφόσον η τιμή πώλησης ενός αεροπορικού εισιτηρίου μεταβάλλεται από τον χρόνο, που αυτή ανακοινώνεται από την αεροπορική εταιρεία μέχρι την πραγματοποίηση της σχετικής πτήσης, ούτως ώστε όσο μικρότερο διάστημα μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας κράτησης του μέχρι την ημερομηνία πτήσης, να αυξάνεται η αξία του, καθώς επίσης η τιμή του εξαρτάται από την διαθεσιμότητα της πτήσης και εάν πρόκειται για απευθείας πτήση ή με ενδιάμεσους σταθμούς, περιστατικά, που συναρτώνται, εκτός άλλων, με τις απαιτήσεις των πλοιοκτητριών εταιρειών για την έγκαιρη μετάβαση των στελεχών τους και των προστηθέντων τους, μελών των πληρωμάτων των πλοίων τους, στον τόπο προορισμού τους, προς κάλυψη των λειτουργικών αναγκών τους, τα οποία ουδόλως εκτίθενται στην αγωγή για τον προσδιορισμό της μνημονευόμενης χαμηλότερης τιμής διάθεσης στην αγορά των επίμαχων εισιτηρίων, έναντι εκείνης που τους τα διέθεσε η εναγομένη, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από το Δικαστήριο της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της επικαλούμενης ζημίας των εναγουσών, ήδη εκκαλουσών εταιρειών, που σημειωτέον έδει να θεμελιωθεί κατά το κοινό δίκαιο της αποζημίωσης και δεν έχει το βάρος επίκλησης των θεμελιωτικών της στοιχείων και απόδειξης τους, ο παρέχων τις υπηρεσίες, κατ’εφαρμογή της ρύθμισης του άρθρου 8 Ν.2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών, ως αβασίμως υποστηρίζουν οι εκκαλούσες με τον πρώτο λόγο της έφεσης τους ερειδόμενες επί της εσφαλμένης προϋπόθεσης της αντιστροφής του βάρους απόδειξης αναφορικά με την ζημία τους, αλλά οι ίδιες ως ζημιωθείσες.

Περαιτέρω, η αγωγή κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση της, τόσο στην κοινή αδικοπρακτική ευθύνη των διατάξεων των άρθρων 914επ. ΑΚ, όσο και την εξειδικευμένη ρύθμιση της αδικοπρακτικής ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, κατά τον Ν.2251/1994, πάσχει, ένεκα αοριστίας, εφόσον δεν εξειδικεύεται ποίες ουσιώδεις πληροφορίες, όπως ιστορείται, αποσιώπησε η εναγομένη και σε ποίο συγκεκριμένα στάδιο (στο προσυμβατικό, κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, ή μεταγενέστερα της σύναψης της), επιδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, συμπεριφορά, που δεν ανταποκρινόταν στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, που επιβάλλουν οι κανόνες της παροχής των υπηρεσιών της, λαμβανομένου υπόψη ότι το επικαλούμενο γεγονός ότι το πρακτορείο της εναγομένης τους πώλησε τα επίμαχα αεροπορικά εισιτήρια ακριβότερα από άλλα πρακτορεία και εν γένει την μέση τιμή, που διατίθεντο στην αγορά, ανεξαρτήτως της εγγενούς αοριστίας του και αληθές υποτιθέμενο, δεν στοιχειοθετεί αδικοπρακτική συμπεριφορά της, ούτε αντίθεση στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά χρηστά ήθη, καθόσον δεν συνιστά έλλειψη ασφάλειας των παρεχόμενων υπηρεσιών της, διότι, όπως προκύπτει ιδίως από την φύση και το αντικείμενο των παρεχόμενων υπηρεσιών του τουριστικού πράκτορα και τον τρόπο παροχής τους, αυτός δεν ενέχει την υποχρέωση από τον νόμο ή την συναλλακτική καλή πίστη, να πωλεί τα αεροπορικά εισιτήρια των διαφόρων αεροπορικών εταιρειών, που πρακτορεύει, στην φθηνότερη τιμή σε σχέση με ομοειδείς πρακτορειακές επιχειρήσεις, πολλώ μάλλον σε σχέση με τις ίδιες τις αεροπορικές εταιρείες, εφόσον δικαιούται προμήθειας, που επιβαρύνεται ο αντισυμβαλλόμενος πελάτης του, για την διεκπεραίωση της ανατιθέμενης υπηρεσίας σχετικά με την έκδοση, πώληση και παράδοση σ’ αυτόν των εισιτηρίων, την επίτευξη του κατάλληλου συνδυασμού πτήσεων κλπ., η δε ανάθεση αυτή δεν συναρτάται με την οικοδόμηση ιδιαίτερης πίστης και εμπιστοσύνης στην συγκεκριμένη αγορά υπηρεσιών, ούτε έχει δεσμευτικό χαρακτήρα, αλλά αποτελεί εξυπηρέτηση στην ανεύρεση και έκδοση του κατάλληλου εισιτηρίου.

Εξάλλου, δεν εκτίθεται στο δικόγραφο της αγωγής σε τί συνίσταται η ηθική βλάβη των εναγουσών πλοιοκτητριών εταιρειών, καθόσον χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, αλλά και του άρθρου 8 Ν.2251/1994, δικαιούνται και τα νομικά πρόσωπα, εφόσον προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη ή το εμπορικό τους μέλλον ή η φήμη τους και επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, το ενάγον νομικό πρόσωπο πρέπει να επικαλείται ειδικά και να αποδεικνύει, τα αντίστοιχα θεμελιωτικά αυτών συγκεκριμένα περιστατικά, ώστε να είναι ορισμένη η σχετική αγωγή, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο συναίσθημα αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη, που έχει υλική υπόσταση, πλην όμως εν προκειμένω ουδόλως εκτίθενται τέτοια στοιχεία, ούτως ώστε το αίτημα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης των εκκαλουσών εταιρειών να καθίσταται απαράδεκτο, ένεκα αοριστίας.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι η αγωγή είναι αόριστη, ως προς όλες τις νομικές της βάσεις, αν και με συνοπτική και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, μη απαιτώντας περισσότερα από όσα αυτός αξιώνει για την θεμελίωση της, απορριπτομένων των συναφών τεσσάρων λόγων της κρινόμενης έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμων.

IV. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, να διαταχθεί δε η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στις εκκαλούσες, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ.3110/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται την έφεση τυπικά.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του καταβληθέντος από τις εκκαλούσες για την κατάθεση της έφεσης παραβόλου.

Επιβάλλει στις εκκαλούσες τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 17 Μαΐου 2021.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ