Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 297/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ  ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Περίληψη :

Αγωγή αναγνωριστικη κυριότητας, διεκδικούμενο ακίνητo  ως τμήμα μείζονος ακινήτου.  Περιορισμός αιτήματος  : δεν πρέπει να δημιουργείται ασάφεια, ως προς το υπόλοιπο τμήμα της διαφοράς. Αοριστία αγωγής :  δεν είναι αρκετή η παραπομπή σε τοπογραφικό διάγραμμα αν αυτό δεν επισυνάπτεται στην αγωγή, και δεν προκύπτει με άλλο τρόπο η ένταξη του επιδίκου στο ευρύτερο ακίνητο του ενάγοντος.  Εκκαλεί απόφαση, απορρίπτει την αγωγή.

Αριθμός  απόφασης    297/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Παρασκευή Μπερσή Εφέτη, Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα  Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………,  για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ :

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1) ………και 2) …………  οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο τους δικηγόρο Νικόλαο Λιαπάκη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ).

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ιδρύματος ……….το οποίο εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο του δικηγόρο Αχιλλέα Τσάμη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ) και 2) Ελληνικού Δημοσίου, που εδρεύει στην Αθήνα, όπως   νομίμως εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, το οποίο εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τη δικαστική πληρεξούσια Ν.Σ.Κ. Θεοδώρα Ιατρέλλη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ).

Το ενάγον και ήδη εφεσίβλητο  άσκησε  στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την  από 25.02.2000 και με αριθμό κατάθεσης ……../05.06.2000 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκαν οι με αρ. 4165/2002 προδικαστική και 5044/2017 οριστική απόφαση του άνω Δικαστηρίου.

Κατά της απόφασης αυτής  παραπονούνται  οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες,  με την από 11-06-2018 και με ../…/2018 έφεση τους. Η  συζήτηση της οποίας ορίστηκε αρχικά  για τη δικάσιμο της 5-3-2020 και εκδόθηκε η με αρ. 416/2020 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε την δήλωση αποχής μέλους του Δικαστηρίου, και διέταξε την  επανάληψη της συζήτησης. Ήδη η υπόθεση   προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με δηλώσεις του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ και  αναφέρθηκαν στις προτάσεις που είχαν προκαταθέσει.

AΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 517 ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται κατ` εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Διάδικοι είναι όσοι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι δικάσθηκαν από αυτήν ως αντίδικοι του εκκαλούντος. Σε περίπτωση άσκησης  απλής πρόσθετης παρέμβασης υπέρ κάποιου από τους διαδίκους,  είτε εκουσίως είτε μετά από προσεπίκληση η έφεση δεν απαιτείται να απευθύνεται και κατά του προσθέτως παρεμβάντος, αφού αυτός δεν καθίσταται με την παρέμβαση διάδικος, αφού,  δεν πρόκειται για αναγκαστική ομοδικία, (οπότε η έφεση, κατ` άρθρο 517 παρ. 2 ΚΠολΔ έπρεπε να στραφεί και κατ` αυτού), η δε συμμετοχή στην εκκλητή δίκη του προσθέτως παρεμβάντος υπέρ του αντιδίκου του,  δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντα του. Περαιτέρω, από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 82 εδ.γ και 81 παρ.3 του ίδιου κώδικα προκύπτει ότι ο προσθέτως παρεμβάς πρέπει να καλείται στη συζήτηση της έφεσης,  αν δε η έφεση  του καθ΄ού η παρέμβαση απευθυνθεί και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, εκτιμάται αυτή  ως κλήση κατά τη συζήτηση. Αν όμως η πρόσθετη παρέμβαση απορρίφθηκε, λόγω του οριστικού χαρακτήρα της διάταξης ο προσθέτως παρεμβαίνων έχει πλέον τεθεί  εκτός δίκης, η  δε απεύθυνση εναντίον του δικογράφου  έφεσης δεν μπορεί να εκτιμηθεί ως κλήση στη συζήτηση, ώστε απορρίπτεται ως προς αυτόν  ως απαράδεκτη  (ΑΠ  749/2020, ΑΠ 134/2015, ΑΠ 1033/2014, ΑΠ 2092/2013 www.areiospagos.gr, Μπαλογιάννη/Μ.Γεωργιάδου σε Χ. Απαλαγάκη ΚΠολΔ άρθρο 82  αρ.5 και  Μπαλογιάννη/Ευθυμίου άρθρο 517 αρ.3).  Στην προκείμενη περίπτωση το δικόγραφο της έφεσης των εκκαλούντων εναγόμενων  έχει στραφεί και κατά του Ελληνικού Δημοσίου (δεύτερο εφεσίβλητο) όπως εκπροσωπείτο από τον Υπουργό Οικονομικών,  όμως με την   εκκαλούμενη απόφαση η πρόσθετη παρέμβαση, που είχε ασκήσει υπέρ του ενάγοντος κοινωφελούς Ιδρύματος ο Υπουργός Οικονομικών με τις προτάσεις του της α’ και β’ συζήτησης  είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη, ώστε  είχε  παύσει να έχει την ιδιότητα του διαδίκου, με συνέπεια η απεύθυνση του δικογράφου της έφεσης κατά του Ελληνικού Δημοσίου να είναι απαράδεκτη. Κατόπιν αυτών η έφεση ως προς το Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και σε βάρος των εκκαλούντων, πρέπει να επιβληθούν τα έξοδα αυτού (άρθρο 176 και 183 ΚΠολΔ).

Η έφεση  των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων, που στρέφεται σε βάρος του ενάγοντος,  κατά της με αρ. 5044/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στους εναγόμενους και ήδη εκκαλούντες στις  14-5-2018, (βλ. την υπ’ αριθμ. ………./14-5-2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ……….), η δε κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 11.6.2018  (άρθρο 518 § 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §  1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της άσκησής της έχει καταβληθεί και το απαιτούμενο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ παράβολο (βλ. το με αρ. ……………  e – παράβολο, το οποίο πληρώθηκε).

Το ενάγον και ήδη εφεσίβλητο ισχυρίστηκε στην  από 25-02-2000 και με αρ. κατάθεσης  ………../2000 αγωγή  του, ότι έχει καταστεί κύριο με παράγωγο τρόπο, με κληρονομική διαδοχή, δυνάμει της  από 01-11-1928 ιδιόγραφης διαθήκης του ………., που δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κύρια με την με αριθμό 13/1929 απόφαση του Πρωτοδικείου Ναυπλίου, την οποία  αποδέχθηκε με ρητή του δήλωση, ενός αγροτικού ακινήτου εκτάσεως  δύο χιλιάδων (2.000) στρεμμάτων περίπου,  κείμενο στις θέσεις «….», «…….», «……..» της νήσου των Σπετσών, όπως αυτό περιγράφεται, ως προς τους όμορους ιδιοκτήτες  και τη μορφολογία του,  στον τίτλο κτήσεως του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος,  το με αρ.   ……/1913 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του Ειρηνοδικούντος Γραμματέα Σπετσών, …….., που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι του ακινήτου αυτού έχει καταστεί κύριο και με πρωτότυπο τρόπο,  καθώς τόσο  το ενάγον,  όσο και ο δικαιοπάροχός του, ασκούσαν σ’ αυτό  τις προσιδιάζουσες στη φύση του και στον υλικό προορισμό του πράξεις νομής   με διάνοια κυρίου και ειδικότερα  το ενάγον  μέσω των οργάνων του επισκεπτόταν αυτό διενεργούσε αναδασώσεις, υλοτομίες, καταμετρήσεις  συνέτασσε  τοπογραφικά διαγράμματα και προέβαινε σε καλλιέργεια των δασών  και  συλλογή ρητίνης.  Ότι  οι  εναγόμενοι την άνοιξη του έτους 1994 κατέλαβαν : (α) εδαφικό τμήμα  εμβαδού  6.062 τ.μ., που βρίσκεται στο δυτικό όριο της ιδιοκτησίας αυτών (των εναγόμενων), όπως αυτό εμφαίνεται  με στοιχεία  Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Θ, Ι, Κ, Λ, ν, μ, λ, κ, ι, θ, η, ζ, ε, δ, γ, β, α, Α στο τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ………..,  το οποίο συνορεύει με τις  τρεις πλευρές του,  βόρεια, νότια και ανατολική με την ιδιοκτησία του ενάγοντος και  την ανατολική πλευρά του με την ιδιοκτησία των εναγόμενων και (β) εδαφικό τμήμα 3.422 τ.μ., που βρίσκεται στο ανατολικό όριο της ιδιοκτησίας τους, όπως αυτό εμφαίνεται στο ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα με στοιχ. Μ,Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, ψ,χ, φ, υ, τ, σ, ρ, π, ο, ξ, Μ  το οποίο συνορεύει με  τις τρεις  πλευρές (βόρεια, νότια και ανατολική) με τη λοιπή ιδιοκτησία του ενάγοντος και  με τη δυτική πλευρά με την ιδιοκτησία των εναγόμενων. Ότι στα τμήματα αυτά  αφού κατέστρεψαν τις οροθετικές πυραμίδες, προέβησαν σε  κατασκευή αυθαίρετων κτισμάτων, ράμπας με βαθμίδες και μικρό οικίσκο. Με βάση το ιστορικό αυτό, το ενάγον ζήτησε αρχικά να αναγνωρισθεί η κυριότητά του στα άνω εδαφικά τμήμα και την καταδίκη των εναγόμενων στα δικαστικά του έξοδα.  Εξάλλου με τις από 7.3.2017 προτάσεις του της δεύτερης συζήτησης  (μετά την έκδοση προδικαστικής απόφασης) το ενάγον επικαλούμενο ότι οι εναγόμενοι, όπως ανέφεραν στις προτάσεις τους, από το (α) εδαφικό τμήμα αμφισβητούσαν την κυριότητά του  μόνο σε  τμήμα 1.800 τμ.  περιόρισε το αίτημά του στην αναγνώριση της κυριότητάς του σε τμήμα εμβαδού  1.360 τμ., επιφάνειας 1.360 τ.μ., με τα στοιχεία ΚΑΡ-1, ΚAΡ-2, Ε4, ΚAΡ-3, ΚAΡ-4, E3, KEN -6,  XB6,  XB7, XB8,  XB9,  ΥΒ1, ΥΒ2, Ε2, ΚΕΝ-2, ΚΑΡ-1,  όπως αυτό απεικονίζεται στο  από  Φεβρουάριο έτους 2015 τοπογραφικό διάγραμμα, που συνοδεύει την έκθεση  πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος πραγματογνώμονα, τοπογράφου μηχανικού, ………… Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκαν οι με αρ. 4165/2002 προδικαστική  και 5044/2017  οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή, (όπως περιορίστηκε το αίτημά της) ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής βάλλουν οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων.

Κατά τη διάταξη του άρθρου  216 § 1 ΚΠολΔ η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει :  α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν, σύμφωνα με τον νόμο, την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Συνεπώς, για να θεωρηθεί οποιαδήποτε αγωγή σαφής και ορισμένη, πρέπει να περιέχει σαφή και όχι ενδοιαστική έκθεση όλων των συγκεκριμένων περιστατικών που είναι παραγωγικά του επιδίκου δικαιώματος και  ειδικότερα, η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς συνάπτεται με την υποβολή ορισμένου αιτήματος και αποσκοπεί να καταστήσει δυνατή την ταυτότητα αυτού. Η έλλειψη ή η ασαφής αναφορά των ανωτέρω, ήτοι η αοριστία της αγωγής, ερευνάται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, διότι ανάγεται στην προδικασία που αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 438/2001 ΕλλΔνη 43.381, ΑΠ 1363/1997 ΕλλΔνη 39.325). Ειδικότερα για να είναι ορισμένη η διεκδικητική ή αναγνωριστική  αγωγή ακινήτου (άρθρο 1094 ΑΚ), ο ενάγων οφείλει να περιγράψει το επίδικο ακίνητο, εκθέτοντας με λεπτομέρεια τη θέση, την έκταση, την ιδιότητα ως οικόπεδο, αγρός, κτίριο και τα όριά του, ώστε να μη γεννάται καμία αμφιβολία για την ταυτότητά του. Δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι όμοροι ιδιοκτήτες, οι πλευρικές διαστάσεις, το σχήμα και ο ακριβής προσανατολισμός του ακινήτου (ΑΠ 301/2017, ΑΠ 452/2016, ΑΠ 78/2015, ΑΠ 1618/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 491/1995 ΕλλΔνη 37.317,  ΕφΑθ 883/2010 ΕφΑΔ 2010.1329, ΕφΑθ 6600/2004 ΕλλΔνη 46.498).  H περιγραφή του ακινήτου, ώστε να μη  γεννάται αμφιβολία για ταυτότητα του, μπορεί να γίνεται και με την αποτύπωση του σε τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα από το οποίο να προκύπτει, εκτός από το σχήμα  των πλευρών του, η θέση του, ο προσανατολισμός του και το εμβαδόν του, με την προϋπόθεση ότι το διάγραμμα  αυτό ενσωματώνεται στο δικόγραφο της αγωγής, ώστε να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της (ΑΠ 1052/2019, ΕφΠατρ 156/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται στην αγωγή ως τμήμα μεγαλυτέρου ακινήτου, ο ενάγων έχει υποχρέωση, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου  αυτού τμήματος, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο έτσι ώστε, να προκύπτει ποιό  συγκεκριμένο τμήμα του ευρύτερου αυτού ακινήτου καταλαμβάνει  αυτό και να είναι δυνατόν στον εναγόμενο να αντιτάξει άμυνα επί συγκεκριμένου (και όχι ασαφούς) επιδίκου αντικειμένου, στο δε Δικαστήριο να τάξει το προσήκον θέμα απόδειξης και να εκδώσει απόφαση δεκτική εκτέλεσης (ΑΠ 660/2020, ΑΠ  9/2020, ΑΠ 1089/2019,  ΑΠ 714/2015,  ΑΠ 650/2015, ΑΠ  944/2013, AΠ 299/2011, ΑΠ 1347/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ.Μακρίδου η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της 2006, σ. 69-70).   Η αοριστία της αγωγής  δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή σχεδιαγράμματα, αν αυτά δεν προσαρτώνται σ΄αυτή.  Εξάλλου,  ο ενάγων είναι αυτός που προσδιορίζει στην αγωγή του το αντικείμενο της δίκης, ώστε το ορισμένο ή μη της αγωγής δεν εξαρτάται  τη δικονομική συμπεριφορά του εναγόμενου,   είτε με την μορφή της συναίνεσης αυτού ως προς την ύπαρξη αοριστίας  (ομολογία, αποδοχή, ερημοδικία) είτε με  τη μορφή της πιο ενεργούς συμμετοχής, με σκοπό τη θεραπεία αυτής. Αν συνεπώς ο ενάγων  δεν  ανταποκριθεί στο βάρος επικλήσεως, όπως αυτό κατανέμεται με μέτρο τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου,  η αγωγή του θα απορριφθεί ως αόριστη (ΑΠ 714/2015, οπ., ΑΠ 457/1989 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ.Μακρίδου οπ σ. 238,240). Τέλος κατά το άρθρο 223 ΚΠολΔ,  όταν επέλθει η εκκρεμοδικία είναι απαράδεκτη η μεταβολή του αιτήματος της αγωγής. Κατ` εξαίρεση μπορεί ο ενάγων με τις προτάσεις του, εωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό, να περιορίσει το αίτημα της αγωγής. Ο  περιορισμός του αιτήματος νοούμενος  ως μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής (άρθρο 295 παρ. 1 εδ. β` του KΠολΔ, (Ολ.ΑΠ 6/1997 και 5/1997), γίνεται με βάση  τη διάταξη του άρθρου 223 του KΠολΔ, η οποία είναι ειδική σε σχέση με εκείνη του άρθρου 297 του ιδίου κώδικα, δηλαδή γίνεται με τις προτάσεις ή όπου δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή αυτών, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, άλλως θεωρείται ανίσχυρος και δεν λαμβάνεται υπόψη. Με την παραίτηση, όμως  δεν πρέπει να προκαλείται αοριστία ως προς το υπόλοιπο τμήμα της αγωγής, ώστε να κωλύεται η  συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς, η οποία έχει αχθεί σε δικαστική κρίση (Ολ.ΑΠ 3/2008, Ολ.ΑΠ 30/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 405/2017, ΑΠ 291/2015, ΕφΠειρ 619/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρέπει να σημειωθεί τέλος, ότι το δικαστήριο ελέγχει, αυτεπάγγελτα την αοριστία της αγωγής και, εφόσον ασκηθεί έφεση από τον εναγόμενο, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως, ακόμα και  χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να ερευνήσει αν η αγωγή, η οποία πρωτοδίκως έγινε δεκτή κατ` ουσίαν, είναι νόμω βάσιμη, αόριστη ή απαράδεκτη, αρκεί ο εκκαλών (εναγόμενος) να ζητεί την απόρριψή της. Στις περιπτώσεις αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφανίζει την απόφαση και απορρίπτει την αγωγή για έναν από τους ως άνω τυπικούς λόγους (ΑΠ 133/2019, ΑΠ 291/2015 TNΠ ΝΟΜΟΣ, Μακρίδου ο.π.73 επ.).

Στην προκείμενη περίπτωση  το ενάγον στο δικόγραφο της αγωγής του, ενώ  αναφέρει τα απαραίτητα στοιχεία  για την ταυτότητα του μείζονος ακινήτου του (είδος ακινήτου, έκταση ως έγγιστα  και όμορους ιδιοκτήτες) δεν προσδιορίζει καθόλου την θέση των επιδίκων τμημάτων (δύο αρχικά) στην ενιαία ιδιοκτησία του,  παρά  μόνο ότι αυτά βρίσκονται στο δυτικό και ανατολικό τμήμα της ιδιοκτησίας των εναγόμενων, παραπέμποντας στο από Δεκέμβριο του έτους 1999 τοπογραφικό διάγραμμα  του τοπογράφου μηχανικού, …….,  το οποίο όμως  δεν επισυνάπτει στην αγωγή του, όπως προκύπτει από  τα επικυρωμένα αντίγραφα αυτής που υπάρχουν στη δικογραφία, και ιδίως αυτό που επιδόθηκε στους εναγόμενους (με την  από 17.7.2000 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή  ………). Η αοριστία αυτή δεν αίρεται από τον περιορισμό του αιτήματος με   τις από 7.3.2017 προτάσεις του ενάγοντος,   όπως αναφέρεται σ’ αυτές,  στο μερικότερο τμήμα, μέρος του (α) εδαφικού τμήματος  εμβαδού 1.360 τ.μ., όπως αυτό απεικονίζεται με τα στοιχεία ΚΑΡ-1, ΚAΡ-2, Ε4, ΚAΡ-3, ΚAΡ-4, E3, KEN -6,  XB6,  XB7, XB8,  XB9,  ΥΒ1, ΥΒ2, Ε2, ΚΕΝ-2,ΚΑΡ-1, στο από  Φεβρουάριο του  έτους 2015, τοπογραφικό διάγραμμα, του τοπογράφου – μηχανικού, ………., που συνοδεύει την έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Ειδικότερα, γίνεται απλώς παραπομπή σε ψηφία τοπογραφικού διαγράμματος, χωρίς  αυτό να επισυνάπτεται στις προτάσεις και να ορίζονται  με άλλο τα όρια του τμήματος των 1.360 τμ.,  με συνέπεια να μην  εξειδικεύεται  ούτε η θέση του τμήματος αυτού  στο εδαφικό τμήμα (α),  ούτε στο ευρύτερο  ακίνητο του ενάγοντος.  Από το δικόγραφο της αγωγής μπορεί να συναχθεί μόνο  ότι  το (ένα πλέον) επίδικο  τμήμα βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της ιδιοκτησίας των εναγόμενων, όπως το με στοιχ. [α] επίδικο (και άρα στο ανατολικό τμήμα της ιδιοκτησίας του ενάγοντος,), το οποίο όμως δεν είναι επαρκές για τον προσδιορισμό του, αφού δεν συνάγεται  αν περιλαμβάνεται (και σε ποιό σημείο)  στο αρχικό  επίδικο (α) των 6.062 τ.μ.  ούτε   η ακριβής του θέση εντός  του ευρύτερου ακινήτου του ενάγοντος.  Η παραπομπή  σε τοπογραφικό διάγραμμα,  χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό των ορίων του τμήματος αυτού, δεν αποτελεί  επαρκή οριοθέτηση,  ούτε η παραπομπή σε άλλα έγγραφα, ακόμα και αν είναι η έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Εξάλλου, ο επιτρεπτός  περιορισμός του αιτήματος με τις προτάσεις,   όπως εκτέθηκε  δεν μπορεί να προκαλεί    αοριστία ως προς το υπόλοιπο τμήμα της αγωγής, ώστε να μην είναι δυνατή η συγκεκριμενοποίηση του αντικειμένου της δίκης. Με  εμβαδό 1.360 τ.μ και χωρίς άλλο προσδιορισμό των ορίων είναι δυνατό να προκύψουν περισσότερα εδαφικά τμήματα, ώστε να δημιουργείται σύγχυση,  η δε ένταξη του τμήματος αυτού στο ενιαίο ακίνητο του ενάγοντος είναι κρίσιμη,  δεδομένου ότι αυτό δεν υπάρχει αυθύπαρκτο,  αλλά ως τμήμα της ενιαίας ιδιοκτησίας του ενάγοντος, ώστε  η κτήση αυτού που αποτελεί αντικείμενο αποδείξεως από το  ενάγον,  συνδέεται αναπόσπαστα με την απόδειξη της απόκτησης του ενιαίου ακινήτου του. Με τον τρόπο είναι δυνατόν στους εναγόμενους να αντιτάξουν άμυνα περί συγκεκριμένου (και όχι ασαφούς) επιδίκου αντικειμένου,  στο δε Δικαστήριο να οριοθετήσει το προσήκον θέμα απόδειξης και να εκδώσει απόφαση  δεκτική εκτέλεσης.  Επίσης η   αοριστία της αγωγής δεν αίρεται  από την δικονομική συμπεριφορά των εναγόμενων, οι οποίοι δεν προέβαλαν  ισχυρισμό περί αοριστίας με  τις προτάσεις της πρώτης συζητήσεως, όπως αντίθετα έκαναν με τις προτάσεις αυτών στη μετ΄απόδειξη συζήτηση, ισχυρισμό που επαναφέρουν  με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους. Και αυτό γιατί η αοριστία ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, χωρίς  να υπόκειται στους περιορισμούς της διάταξης του άρθρου 269 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του από το ν. 4335/2015, αφού δε συνιστά αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό – ένσταση  και δεν εξαρτάται από την απάντηση του εναγόμενου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επίσης με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ορισμένη την αγωγή, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των ίδιων ως άνω διατάξεων. Κατόπιν αυτών, αφού γίνει δεκτός  ως βάσιμος ο πρώτος λόγος της έφεσης, αυτή πρέπει να γίνει δεκτή και ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να διακρατηθεί η αγωγή από το παρόν Δικαστήριο και να απορριφθεί αυτή ως απαράδεκτη.  Σε βάρος του ενάγοντος  πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων  των 2 βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 106,  183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ – με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης, όπως περιορίστηκε το αίτημά της), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρο 179 ΚΠολΔ). Τέλος λόγω της ουσιαστικής παραδοχής της έφεσης πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στους καταθέσαντες εκκαλούντες (άρθρο  495 § 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση κατά του δεύτερου εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα αυτού, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) €.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά  και   κατ’ ουσίαν, την έφεση κατά της με αριθμό  5044/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας στους καταθέσαντες – εκκαλούντες.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 25.02.2000 και με αριθμό κατάθεσης ………/05.06.2000 αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ενάγοντος– εφεσίβλητου εκκαλούντος, τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων εκκαλούντων  και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων  (2.200) €.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 4-3-2021 και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων στις   1.6.2021.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ