Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 282/2021

 EΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    282/2021

TO ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Ιωάννη Αποστολόπουλο Προεδρεύοντα Εφέτη, (κωλυομένων των υπηρετούντων Προέδρων Εφετών και των αρχαιότερων Εφετών) Αικατερίνη Κοκκόλη Εφέτη και Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη-Εισηγήτρια και τη Γραμματέα Ε.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Τσατσάνη, με δήλωση  κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα Υπουργό Οικονομικών, με ΑΦΜ ………, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη Δικαστική Πληρεξουσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Ελένη Πλασσαρά, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών, άσκησε κατά του εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου την από 15.7.2010 και με αριθμό  έκθεσης κατάθεσης ……../11.2.2011 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία. Επί της αγωγής εκδόθηκε αρχικά η με αριθμό 5308/2014 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και η επανάληψη της συζήτησης. Η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 27.4.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2015 κλήση, και εκδόθηκε η με αριθμό 1368/2018 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή. Κατά της πρωτόδικης οριστικής απόφασης, συμπροσβαλλόμενης και της μη οριστικής, ο ενάγων άσκησε την από 2.4.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …./2019 έφεση, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για την δικάσιμο που στην αρχή της παρούσας αναφέρεται, οπότε η υποθέση που είχε εγγραφεί στο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 20 εκφωνήθηκε κατά τη σειρά της και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς του με τις προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση του ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος κατά της  με αριθμό 1368/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, (συμπροσβαλλόμενης και της με αριθμό 5308/2014 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου), η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία, επί της με ημερομηνία 15.7.2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./11.2.2011  αγωγής, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 3.9.2019 εντός της καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προέκυψε αυτή (άρθρα 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ). Επίσης, κατά την άσκηση της έφεσης ο εκκαλών κατέθεσε το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ. Α στ. γ του ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου, και δη το με κωδικό ……….. ηλεκτρονικό παράβολο, σε συνδυασμό με την από 1.8.2019 απόδειξη πληρωμής της Τράπεζας Πειραιώς. Πρέπει, επομένως, η έφεση εισαγόμενη ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρο 19 ΚΠολΔ)  να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και  βάσιμο των λόγων της κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση στο παρόν δικαστήριο (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ).

Με την αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς,  ο  ενάγων,   ήδη  εκκαλών,  εκθέτει οτι τυγχάνει κύριος του περιγραφόμενου στο δικόγραφο ακινήτου (και της οικίας που έχει ανεγερθεί σε αυτό), έκτασης 504 τ.μ., κατόπιν δε νεότερης καταμέτρησης 495,69 τ.μ., κείμενου στη θέση «………….» της κτηματικής περιφέρειας της πρώην κοινότητας Αμπελακίων του Δήμου Σαλαμίνας, το οποίο περιήλθε σε αυτόν αρχικά κατά το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας, δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου με αριθμό …./10.3.1998 συμβολαίου που συνέταξε η Συμβολαιογράφος Νεμέας . ……, λόγω γονικής παροχής από τη μητέρα του …………, η οποία παρακράτησε το δικαίωμα της επικαρπίας για την ίδια και τον σύζυγό της, πατέρα του ενάγοντος, ……….), και ακολούθως μετά το θάνατο αυτών, κατά τα έτη 1998 και 2000 αντίστοιχα, κατά πλήρη κυριότητα. Ότι το περιγραφόμενο ακίνητο περιήλθε στη δικαιοπάροχο μητέρα του, δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου με αριθμό …/23.2.1962 συμβολαίου που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Πειραιώς …………., λογω ανταλλαγής με τον αδελφό της ………….. Ότι στον  τελευταίο το επίδικο είχε περιέλθει ως τμήμα ευρύτερης έκτασης δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου με αριθμό ……/10.11.1958 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……….., λόγω αγοράς από τον ……….., στην κυριότητα του οποίου είχε περιέλθει, λόγω εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή του αποβιώσαντος, το έτος 1947, πατρός του ………., την κληρονομία του οποίου αποδέχθηκε δυνάμει της νομίμως μεταγεγραμμένης με αριθμό …../1952 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Σαλαμίνας  ………… Ότι στον ανωτέρω …….. το ακίνητο είχε περιέλθει ως τμήμα ευρύτερης έκτασης (μαζί με άλλα ακίνητα) δυνάμει του με αριθμό …./1914 συμβολαίου που είχε συντάξει ο Συμβολαιογράφος Πειραιώς ………, λόγω αγοράς από τον ………….. Ότι στον τελευταίο είχε περιέλθει σε ευρύτερη έκταση δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου με αριθμό …./1905 συμβολαίου που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Πειραιώς ……….., λόγω αγοράς από τον …………. Ότι σε αυτόν η ως άνω έκταση είχε περιέλθει δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου με αριθμό …../1893 συμβολαίου που είχε συντάξει ο Συμβολαιογράφος Πειραιώς ………., λόγω αγοράς από τον ………… στον οποίο είχε περιέλθει δυνάμει του με αριθμό …../1888 συμβολαίου που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Πειραιώς …….., λόγω αγοράς από τον ……… Ότι στον απώτατο δικαιοπάροχο του ……… είχε περιέλθει δυνάμει του με αριθμό …./1885 συμβολαίου που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Πειραιώς ………., λόγω αγοράς από τον ………., ενώ οι δικαιοπάροχοί του τελευταίου κατείχαν συνεχώς με καλή πίστη και διάνοια κυρίου το ως άνω ακίνητο προ του έτους 1860 ασκώντας σε αυτό πράξεις νομής, που ανάγονται στην χρήση, εποπτεία, έλεγχο, φύτευση δένδρων, οριοθέτηση, και ανέγερση κατοικίας στην οποία διέμεναν οι άμεσοι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος και ο ίδιος. Οτι ο ίδιος έχει καταστεί κύριος του εν λόγω ακινήτου με παράγωγο τρόπο άλλως με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, άλλως με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας τόσο κατά τις διατάξεις του Βυζαντινορωμαικού δικαίου όσο και με τις διατάξεις του ΑΚ. Ότι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης στο Δήμο Αμπελακίων, το έτος 2003 το εναγόμενο αμφισβήτησε για πρώτη φορά τα δικαιώματά του στο επίδικο δηλώνοντας οτι έχει περιέλθει στην δική του κυριότητα, μέρος δε αυτού ως δασική έκταση. Ότι συνεπεία της δήλωσης αυτής, το έτος 2005 το επίδικο καταχωρήθηκε ως δυο γεωτεμάχια ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου και το μεν ένα τμήμα, έκτασης 313 τ.μ. έλαβε ΚΑΕΚ ………, ενώ το άλλο τμήμα εμβαδού 179 τ.μ. έλαβε ΚΑΕΚ ……………, και 85 τ.μ. αυτού, καταχωρήθηκαν ως δασική έκταση. Με βάση τα παραπάνω, επικαλούμενος έννομο συμφέρον προς άρση της αμφισβήτησης της κυριότητας του επί του επιδίκου, ο ενάγων ζήτησε να αναγνωριστεί κύριος του ανωτέρω ακινήτου, να διορθωθεί η σχετική ανακριβής αρχική εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωρηθεί το εμπράγματο δικαίωμά του στο κτηματολογικό φύλλο του γεωτεμαχίου, να χορηγηθεί ενιαίος αριθμός ΚΑΕΚ για όλο το ακίνητο και να καταδικαστεί το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού δίκασε την υπόθεση κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την με αριθμό 5308/2014 μη οριστική απόφασή του.  Με την απόφαση αυτή κρίθηκε, οτι η αγωγή είχε ασκηθεί εμπρόθεσμα  σύμφωνα με τη διάταξη 6 παρ.2 περβ του Ν. 2664/1998 και παραδεκτά, καθώς αφενός καταχωρίστηκε εμπρόθεσμα στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ.1 περ ιβ και 5 του Ν. 2664/1998 και 220 ΚΠολΔ, αφετέρου τηρήθηκε η προδικασία του άρθρου 8 του α.ν.1539/1938 με την άσκηση της από 16.11.2009 αίτησης θεραπείας από μέρους του ενάγοντος ενώπιον του υπουργείου Οικονομικών και αντίγραφο αυτής κοινοποιήθηκε στον προιστάμενο του κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν.2664/1998, ως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, επιπλέον δε για το παραδεκτό της συζήτησής της προσκομίστηκε το από 22.9.2014 πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ που εξέδωσε η Γενική Γραμματεία Δημοσίων εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, απορρίπτοντας ορθώς τις αιτιάσεις του εναγομένου περί απαραδέκτου της αγωγής και της συζήτησης αυτής. Επίσης κρίθηκε οτι η αγωγή ήταν ορισμένη τόσο ως προς την περιγραφή του επίδικού αφού αυτό προσδιορίστηκε ως ανεξάρτητο και αυτοτελές ακίνητο με αναφορά των ΚΑΕΚ που έλαβε και οχι ως μέρος ευρύτερης έκτασης (βλ. ΕφΑθ 753/2012 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), όσο και ως προς την επίκληση των πράξεων νομής επ αυτού, χωρίς να απαιτείται ο ημερολογιακός προσδιορισμός των πράξεων νομής μέσα στο χρόνο χρησικτησίας (ΑΠ 2192/2013 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ) και χωρίς να απαιτείται για το ορισμένο της αγωγής η αναφορά της αξίας του επίδικου ακινήτου. (Εφ. Δωδ. 167/2020 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), απορρίπτοντας ορθώς τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του εναγομένου. Περαιτέρω με την ίδια αποφαση, η αγωγή κρίθηκε νόμιμη εκτός από το αίτημά της περί χορήγησης νέου ενιαίου ΚΑΕΚ στο επίδικο και εν τέλει αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης, προκειμένου να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη με αντικείμενο  την γνωμοδότηση του πραγματογνώμονα περί του εάν το επίδικο ακίνητο ταυτίζεται με το περιγραφόμενο στους τίτλους κτήσης που προσκόμισε ο ενάγων, και εάν αποτελεί δασική ή λειβαδική ή εκχερσωμένη παράνομα πρώην δασική έκταση, ή καλλεργήσιμο αγρό. Μετά τη διενέργεια της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης, ο ενάγων με την από 27.4.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2015 κλήση επανέφερε την αγωγή προς συζήτηση και επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1368/2018 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της ώστε να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη η αγωγή του.

Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο της 21.1/3.2.1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” (ιδίως στο άρθρο 5 αυτού) και στα ερμηνευτικά αυτού Πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6/1.7.1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6/9.7.1832 Συνθήκης της Κων/λεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου της 26.6/10.7.1837 “περί διακρίσεως κτημάτων” προκύπτει, ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Δημοσίου, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους (αναχωρήσαντες) Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους, έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και τα όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο. Ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κων/λεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά, τη διάρκεια της τρίτης Τούρκικης κυριαρχίας στην Αττική (δηλαδή από 25.5.1827 έως 31.3.1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο κυρίαρχος Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους (Οθωμανούς και Έλληνες) την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίστηκαν ακολούθως με το από 21.1/3.2.1830 Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας της Ελλάδος και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κων/λεως (ΑΠ 1354/2013). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 του β.δ. της 12.12.1833 “περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834”, που έχει ισχύ νόμου, όλα τα λειβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί) και που έχει εκδοθεί επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν επί των ως άνω γαιών σε όλη την Ελληνική Επικράτεια και που δεν ανήκαν σε ιδιώτες και είχε, καταστεί κύριος τους το Ελληνικό Δημόσιο (ΑΠ 160/2014). Επίσης, τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε, το πρώτον το έτος 1837, ότι ανήκουν στο Δημόσιο με το άρθρο 16 του νόμου της 21-6/10-7-1837 “περί διοικήσεως κτημάτων”, με το οποίο ορίστηκε “ότι όλα τα παρ’ ιδιωτών ή μόνο τούτων μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα καθώς και τα των … ακλήρων αποθανόντων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμένοι απαιτήσεις, ανήκουν στο Δημόσιο”. Στη συνέχεια, η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1539/1938 και μετά την ισχύ του AK με το άρθρο 972 αυτού. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου των ν. 1, 23 Πανδ. (47,1), Εισ. 47 (2. 1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, δηλαδή των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του ν. 21.6/10.7.1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψής του, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραίτησης αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραίτησης από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν ΒΡΔ, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ. Ο νόμος αυτός “περί διακρίσεως κτημάτων” τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ. 41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν “δικαιώματι πολέμου”, ανεξαρτήτως της κατάληψής τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Δημόσιο ή τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις (ΑΠ 1840/2017). Επίσης κατά τα άρθρα 1,2 και 3 του ΒΔ της 17/29.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών” αναγνωρίζεται η κυριότητα του Δημοσίου επί κάθε έκτασης που αποτελεί, πριν την έναρξη της ισχύος του, δάσος, εξαιρέσει μόνον εκείνων των δασικών εκτάσεων για τις οποίες υφίσταται έγγραφη απόδειξη Τουρκικής Αρχής, ότι πριν την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες, όπως και εκείνων οι οποίες ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία και, υπό την προϋπόθεση, ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις, υποβλήθηκαν στην επί των Οικονομικών Γραμματεία προς αναγνώριση οι σχετικοί περί ιδιοκτησίας τίτλοι, εντός της από το άρθρο 3 οριζόμενης ανατρεπτικής προθεσμίας ενός έτους από τη δημοσίευσή του (29.11.1836). Με τις διατάξεις αυτές, θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, τεκμήριο κυριότητας, σε όλα τα δάση, που υπήρχαν πριν την ισχύ του ως άνω διατάγματος, στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίστηκε νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικουμένου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος.(ΑΠ 849/2020 Τράπεζα Νομικών Πληρορφοριών ΝΟΜΟΣ).  Περαιτέρω, επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 51 του ΕισΑΚ συνάγεται ότι για την κτήση κυριότητας μέχρι της ισχύος του Αστικού Κώδικα (23.2.1946) είχαν εφαρμογή οι διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Από καμιά όμως διάταξη του δικαίου αυτού ή άλλου νεωτέρου νόμου, από αυτές που ίσχυσαν μέχρι τις 26.11.1926, οπότε τέθηκε σε ισχύ το ΝΔ της 22.4/26.11.1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης” συνάγεται ότι τα δημόσια κτήματα και οι δημόσιες γενικά δασικές εκτάσεις ήταν ανεπίδεκτα χρησικτησίας, ούτε ότι το Δημόσιο εθεωρείτο, κατά πλάσμα του νόμου ότι διατηρεί σ’ αυτά νομή, παρά την υλική εξουσίασή τους από τρίτα πρόσωπα (πράγμα το οποίο συνέβαινε για τις εθνικές βοσκήσιμες γαίες, εφόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις των άρθρων 2,3 επ. του ΝΘ/1864 και 3 του Ν.ΨΠΖ/1882). Αντίθετα από τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ήτοι των ν. 8 παρ. 1 κωδ. 7.39, ν.9 παρ. 1 πανδ. (50.14), ν.2 παρ. 2 πανδ. (41.4), ν6 πρ πανδ. (44.3), ν.76 παρ. 1 (18.1), ν.7 παρ. 3 πανδ. (23.3), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 18, 21 του Ν. 21.6/6.3.1837 “περί διακρίσεως των δημοσίων κτημάτων” συνάγεται ότι στα δημόσια κτήματα, στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση, ήταν επιτρεπτή η από ιδιώτη κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, δηλαδή μετά από άσκηση νομής με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος αυτός (ιδιώτης) δεν προσβάλλει κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 20 παρ 12 πανδ. (5.8), 27 πανδ (18.1),10,17 και 48 πανδ. (41.3), 3 πανδ (41.10) και 109 πανδ (50.16), καθώς και με διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία (ν.18, 24 παρ. 1 (41.3) παρ 9 Εις (2-9) ν2 κωδ (7.30) βασ 50.10). Όμως κατά τις διατάξεις του άρθρου 21 του ΝΔ της 22-4/16.5.1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης” τα επί των ακινήτων δικαιώματα του δημοσίου δεν υπόκεινται εφεξής σε καμιά παραγραφή, η δε παραγραφή που άρχισε δεν έχει καμιά συνέπεια, εάν μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού δεν συμπληρώθηκε η 30ετής κατά τους προϊσχύσαντες νόμους παραγραφή. Με τη διάταξη αυτή αποκλείστηκε έκτοτε για την ταυτότητα του νομικού λόγου και η κτητική παραγραφή, δηλαδή ή έκτακτη χρησικτησία, λαμβανομένου δε υπόψη ότι η λήξη κάθε παραγραφής δικαιώματος του αστικού δικαίου ανεστάλει με τα διατάγματα που εκδόθηκαν σε εκτέλεση του Ν ΔΞΗ/1912 μέχρι της χρονολογίας εκδόσεως του ανωτέρω ΝΔ, έπεται ότι η απόκτηση κυριότητας σε δημόσιο κτήμα με έκτακτη χρησικτησία πρέπει να έχει συμπληρωθεί μέχρι τις 12.9.1915. Οι πράξεις νομής επί δημοσίου κτήματος μετά την ημερομηνία αυτή, δεν είχαν καμιά αξία για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία, εάν δε η 30ετία δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι την ημερομηνία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί στον μετέπειτα χρόνο. Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 1 του Ν. ΑΞΝ/1888 “περί διακρίσεως και οριοθεσίας δασών” που περιλήφθηκε στο άρθρο 57 στο Ν.3077/1924 “περί Δασικού Κώδικος”, ως δάσος θεωρείται κάθε έκταση, η οποία μερικώς ή εξολοκλήρου καλύπτεται από άγρια ξυλώδη φυτά οποιονδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή άλλων δασικών προϊόντων, ενώ δασικά εδάφη θεωρούνται οι εντός των δασών ασκεπείς εκτάσεις, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο και συστατικό μέρος. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των άρθρων 45,46 του Ν 4178/1929, 1 του ΑΝ 86/1969 και 3 του Ν. 998/1979, που ίσχυσαν μεταγενέστερα στην έννοια του δάσους και των δασικών εκτάσεων περιλαμβάνονται και οι εκτάσεις, που καλύπτονται από αραιή ή πενιχρή, υψηλή ή θαμνώδη, ξυλώδη βλάστηση οποιασδήποτε δασικής βλάστησης, καθώς και οι εντός των εκτάσεων αυτών οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις χορτολιβαδικής ή μη, ενώ οι αυξημένες, για την έννοια του δάσους, προϋποθέσεις που τέθηκαν με το άρθρο 1 του Ν. 3208/2003, που αντικατέστησε το άρθρο 3 παρ 3 του Ν. 998/1979, έχει κριθεί με τις υπ’ αριθμ. 32/2013 και 34/2013 αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας ότι είναι αντισυνταγματικές, ως προσκρούουσες στο άρθρο 24 του Συντάγματος και στην περιεχόμενη στο τελευταίο εδάφιο αυτού ερμηνευτικές δηλώσεις. Εξάλλου η έννοια του δάσους κρίνεται κατά το νόμο που ίσχυε όταν γεννήθηκαν τα δικαιογόνα του αμφισβητουμένου, επ’ αυτού, δικαιώματος περιστατικά (άρθρ. 51 ΕισΝΑΚ). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 εδ. α του Ν 998/1979 επί της αμφισβήτησης ή διένεξης ή δικών μεταξύ του Δημοσίου και του φυσικού ή νομικού προσώπου, σε σχέση με εμπράγματα δικαιώματα επί δασών ή δασικών εκτάσεων, τα τελευταία οφείλουν να αποδείξουν την ύπαρξη των δικαιωμάτων τους, πλην όμως από τις προαναφερθείσες διατάξεις (περί δικαιοστασίου, περί διοικητικής αποβολής, περί προστασίας δημοσίων κτημάτων) προκύπτει ότι κατά την απόδειξη αυτή ο ιδιώτης (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) δεν είναι υποχρεωμένος να αναχθεί σε χρόνο προγενέστερο του 1885 (ΑΠ 629/2016 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ) Πλην όμως προϋπόθεση της συμπληρώσεως της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του, μέχρι τις 11.9.1915, για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις ( ΑΠ. 894/2020, ΑΠ. 34/2019 Τράπεζα Νομικών Πληροροφιρών ΝΟΜΟΣ).  Εξ ετέρου κατά το άρθρο 1045 ΑΚ για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί μία συνεχή εικοσαετία. Νομέας κατά το άρθρο 974 του ίδιου κώδικα είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο ακίνητο, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερόμενων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο, κατά την κοινή αντίληψη, με βάση τα συγκεκριμένα, σε κάθε περίπτωση, περιστατικά. Ο διάδικος που προβάλλει χρησικτησία, πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η οριοθέτηση, η περιμάνδρωση, η περιτοίχηση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του κ.α. χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. Ο ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου  προς αντίκρουση των εναντίον του ασκηθεισών αγωγών, ότι το επίδικο εξαιρείται της χρησικτησίας ως δημόσιο κτήμα συνιστά ένσταση, αφού αφορά σε γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και όχι αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. (ΑΠ 34/2019 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το βάσιμο ή μη των λόγων της εφέσεως κρίνεται από το εφετείο από την εκτίμηση του σε αυτό και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συγκεντρωθέντος εν γένει αποδεικτικού υλικού, συμπεριλαμβανόμενου και του προσκομισθέντος  το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη, κατά τις προϋποθέσεις και τους ορισμούς του άρθρου 529 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ. Επίσης, το εφετείο μπορεί, για την κατά την κρίση του ολοκλήρωση της έρευνας περί της βασιμότητας των λόγων της εφέσεως και την πληρέστερη διάγνωση της διαφοράς, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις δια των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 339 του ΚΠολΔ, καθώς και να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης, όταν κατά τη μελέτη και διάσκεψη της υπόθεσης παρουσιάστηκαν κενά, που χρειάζονται συμπλήρωση (άρθρο 254 ΚΠολΔ), ώστε μετά την εκτίμηση των διεξαχθησομένων τούτων αποδείξεων καθώς και αυτών που εκτιμήθηκαν από την εκκαλούμενη απόφαση, να κρίνει εάν είναι εσφαλμένη ή μη η προσβληθείσα με την έφεση απόφαση και να αποφανθεί περί της βασιμότητας των λόγων της εφέσεως. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 254 παρ. 1 του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, με απόφαση, που μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα, που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης, η οποία θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως, η οποία εφαρμόζεται και στο εφετείο (βλ. ΟλΑΠ 1285/1982 ΝοΒ 1983 219, ΑΠ 527/1985 ΝοΒ 1986 196, ΕφΘεσ 925/2000 Αρμ 54 1132, ΕφΑθ 9839/1995 ΕλλΔνη 37 1099), η εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει επανάληψη συζήτησης δεν υπόκειται σε περιορισμούς και επομένως έχει την εξουσία να διατάσσει την επανάληψη συζήτησης και προς προσκομιδή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων.

Στην προκειμένη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάστηκαν ένορκα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα με αριθμό 5308/2014 πρακτικά του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την με αριθμό ……/2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε ο διορισθείς από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αγρονόμος τοπογράφος ………., και από όλα, ανεξαιρέτως, τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν είτε είναι πρόσφορα για πλήρη απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο  ενάγων και ήδη εκκαλών, ισχυρίζεται οτι τυγχάνει κύριος ενός αγροτεμαχίου και της οικίας που έχει ανεγερθεί σε αυτό, έκτασης 504 τ.μ., κατόπιν δε νεότερης καταμέτρησης 495,69 τ.μ., κείμενου στη θέση «………» της κτηματικής περιφέρειας της πρώην κοινότητας Αμπελακίων του Δήμου Σαλαμίνας, το οποίο περιήλθε σε αυτόν αρχικά κατά το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας, δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου με αριθμό …/10.3.1998 συμβολαίου που συνέταξε η Συμβολαιογράφος Νεμέας ………., λόγω γονικής παροχής από τη μητέρα του … ………, η οποία παρακράτησε το δικαίωμα της επικαρπίας για την ίδια και τον σύζυγό της, πατέρα του ενάγοντος, …………), και ακολούθως μετά το θάνατο αυτών, κατά τα έτη 1998 και 2000 αντίστοιχα, κατά πλήρη κυριότητα. Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αρνούμενο αιτιολογημένα την αγωγή, αμφισβήτησε την κυριότητα των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος στο εν λόγω ακίνητο, αλλά και οτι το επίδικο περιλαμβάνεται στους τίτους αυτούς.  Προς απόδειξη της κυριότητάς του με παράγωγο τρόπο ο ενάγων καθ’ υποφοράν με την αγωγή του, επικαλέστηκε σειρά συμβολαίων νόμιμα μεταγεγραμμένων δυνάμει των οποίων το επίδικο ακίνητο μεταβιβάστηκε διαδοχικά από τους απώτατους στους απώτερους και τους άμεσους δικαιοπαρόχους του. Ειδικότερα, το αρχικό συμβόλαιο που επικαλείται ο ενάγων είναι το με με αριθμό …../1885 που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Πειραιώς ………….., νόμιμα μεταγεγραμμένο στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας στον τόμο … με α.α…, με το οποίο ο . ………. αγόρασε από τον . ………. μεταξύ άλλων ακινήτων και τρεις αγρούς έκτασης 3, 6, και 10 στρεμμάτων στην θέση «…» στα Αμπελάκια Σαλαμίνας. Κατά το συμβόλαιο αυτό ο αγρός της εκτάσεως των τριών στρεμμάτων φέρεται να συνορεύει ανατολικά με αγρό παίδων ………., δυτικά με θάλασσα, νότια με αγρό . ………. και βόρεια με βράχο. Ο αγρός της εκτάσεως των έξι στρεμμάτων φέρεται να συνορεύει ανατολικά με . ………., δυτικά με .. ………., νότια με ράχη και βόρεια με θάλασσα. Ο αγρός της εκτάσεως των δέκα στρεμμάτων φέρεται να συνορεύει ανατολικά με βουνό, δυτικά με αγρό (μούλκι), νότια με θάλασσα και βόρεια με ράχη. Δυνάμει του με αριθμό ……./1888 συμβολαίου που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Πειραιώς ……., νόμιμα μεταγεγραμμένου στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας στον τόμο 25 με α.α. 21, ο . ………. πώλησε μεταξύ άλλων και τα εν λόγω ακίνητα στον ……… Εν συνεχεία, ο τελευταίος δυνάμει του με αριθμό …../1893 συμβολαίου, που είχε συντάξει ο Συμβολαιογράφος Πειραιώς ……….., νόμιμα μεταγεγραμμένου στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας στον τόμο …., α.α. …., πώλησε τα ακίνητα αυτά στον …………. Δυνάμει του με αριθμό …../1905 συμβολαίου που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Πειραιώς ………, νόμιμα μεταγεγραμμένου στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας στον τόμο … α.α. …, ο ………… πώλησε μεταξύ άλλων και τα ακίνητα αυτά, στον Νικόλαο Σαραντάρη, ο οποίος με το με αριθμό ……../1914 συμβόλαιο, που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Πειραιώς ………, νόμιμα μεταγεγραμμένο στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας στον τόμο ., α.α. .., πώλησε τα ακίνητα αυτά στον .. ………. .. Σε όλα τα προαναφερθέντα συμβόλαια η περιγραφή των τριών αγρών ταυτίζεται με την αναφερόμενη στο αρχικό με αριθμό …../1885 συμβόλαίο που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Πειραιώς ……… Η επόμενη μεταβίβαση έλαβε χώρα με το με αριθμό …./1958 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……, νόμιμα μεταγεγραμμένου στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας τόμος .., α.α. .., με το οποίο ο … ………. ……., ως κληρονόμος του πατρός του, πώλησε στον …….., ένα αγροτεμάχιο ολικής έκτασης 1450 τ.μ. κείμενο στη θέση «……» ή «……..». O πραγματογνώμων ………. αντλώντας τις πληροφορίες του από τις περιγραφές των συμβολαίων και από διαγράμματα που αφορούν την ευρύτερη περιοχή, εικάζει οτι ο αγρός των δέκα στρεμμάτων που περιγράφεται στα αρχικά συμβόλαια του ενάγοντος, περιλαμβάνει το επίδικο λόγω της περιγραφής και της θέσης του καθώς είναι το νοτιότερο αγροτεμάχιο και το μόνο που συνορεύει νότια με θάλασσα. Κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1914 έως 1947, σύμφωνα με τους τίτλους του ενάγοντος κύριος της μείζονος έκτασης των 10 στεμμάτων, ήταν ο   …….. Το έτος 1939 συντάχθηκε τοπογραφικό διάγραμμα από τους μηχανικούς του Υπουργείου Οικονομικών …. και …. με σκοπό την αποτύπωση της δημόσιας έκτασης στην  περιοχή, όπου απεικονίζονται οι δημόσιες εκτάσεις και οι αγροί της περιοχής, ενώ επισυνάπτεται στο ως άνω διάγραμμα και κτηματολογικός πίνακας με τα ονόματα των κατόχων των αγρών. Ανάμεσα στους κατόχους αναφέρεται ο………., ο οποίος κατέχει δύο αγρούς που αποτυπώνονται στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα υπό α.α. 8 και 9 έκτασης 24.500 τ.μ. και 24.840 τ.μ., τους οποίους κατέλαβε μετά το έτος 1926. Κατά την διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη ο υπό α.α. 8 αγρός, που φέρεται να κατεχεται από τον . ………. ταυτίζεται με τους αγρούς που αναφέρονται στους τίτλους του ενάγοντος, επειδή βρίσκονται στην ίδια θεση, έχουν σχεδόν το ίδιο εμβαδόν και την ίδια περιγραφή. Ωστόσο, το ως άνω συμπέρασμα του πραγματογνώμονα δεν κρίνεται πειστικό και τούτο διότι ο αγρός που κατέχεται από τον . ………. φέρεται ως μια ενιαία έκταση, ενώ δεν αποδείχθηκε οτι οι αγροί που αναφέρονται στα συμβόλαια του ενάγοντος είναι όμοροι, καθώς ούτε στα συμβόλαια υπάρχει τέτοια μνεία, ήτοι οτι συνορεύουν με ιδιοκτησία ιδίου, ούτε στην πραγματογνωμοσύνη καταγράφεται τεκμηριωμένα το συμπέρασμα αυτό. Περαιτέρω, είναι αληθές οτι οι εκτάσεις που ανήκουν, κατά το με αριθμό …./1914 συμβόλαιο που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Πειραιώς ………, στον………. και βρίσκονται στη θέση «..», έχουν συνολικό εμβαδό 24.000 τ.μ., επειδή με το συμβόλαιο αυτό ο .. ………. αγόρασε επιπλέον των τριών αγρών που ανωτέρω αναφέρθηκαν και έτερο αγρό στην ίδια θέση, έκτασης 5 στρεμμάτων, ο οποίος συνορεύει κατά την περιγραφή του συμβολαίου γύρωθεν με ιδιοκτησίες. ……….,. ………. και οδό εις βουνό, πλην όμως τα ακίνητα αυτά δεν συμπίπτουν κατά τις περιγραφές τους με τον αγρό υπό α.α. 8 που κατέχει ο………., επειδή, ο αγρός της εκτάσεως των τριών στρεμμάτων του συμβολαίου που επικαλείται ο ενάγων φέρεται να συνορεύει δυτικά με θάλασσα, ενώ η έκταση, που κατα τον ως άνω κτηματολογικό πίνακα κατέχει ο………. δεν έχει δυτικό όριο την θάλασσα. Περαιτέρω, ο πραγματογνώμονας προσπαθεί να αιτιολογήσει το γεγονός της καταγραφής του……… ως κατόχου του αγρού με α.α. 8, αντί  του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος, αναφέροντας οτι πρόκειται είτε περί αναφοράς λανθασμένου ονόματος, είτε οτι η καταγραφή αναφέρεται σε κάποιο τέκνο του . ……….. Οι ως άνω ισχυρισμοί, όμως, δεν είναι πειστικοί, επειδή ο . ………. είναι υπαρκτό κατά τον κρίσιμο εκείνο χρόνο πρόσωπο, αφού αναφέρεται ως όμορος ιδιοκτήτης του αγρού της εκτάσεως των πέντε στρεμμάτων, που περιλαμβάνεται στο με αριθμό  …/1914 συμβόλαιο, που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Πειραιώς …….., όπως προαναφέρθηκε, επιπλέον δε σε βάρος του εκδόθηκαν πρωτόκολλα γνωμοδότησης, προς καταβολή μισθωμάτων για τα έτη 1928 έως 1934, τα οποία παρέλαβε ο ίδιος κατά το έτος 1940, θέτοντας την υπογραφή του. Ούτε ο ισχυρισμός οτι ο . ………. αναφέρεται στον κτηματολογικό πίνακα ως τέκνο του . ………. δικαιοπαρόχου του ενάγοντος ευσταθεί, καθώς το πατρώνυμο του . ………. είναι .. και οχι …, ούτε δικαιολογείται από την πραγματογνωμοσύνη ή από τον ενάγοντα, ο λόγος για τον οποίο θα μπορούσε να καταχωρηθεί, κατά το έτος 1939, η σχετική ιδιοκτησία στο όνομα του .. ………. παρά το γεγονός οτι ήδη από το 1914 συναλλάσσεται και μεταβιβάζει ακίνητα ο .. ……….. Υπό τις παραδοχές αυτές δεν αποδείχθηκε οτι το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται στους με αριθμούς …/1885, …/1888, …/1893, …/1905 και …/1914 τίτλους ιδιοκτησίας που επικαλείται ο ενάγων, η κρίση δε του πραγματογνώμονος οτι το επίδικο αποτελεί μέρος του αγρού της εκτάσεως των δέκα στρεμμάτων, στηρίζεται σε εικασία του, όπως ο ίδιος την χαρακτηρίζει, παρατηρώντας επιπλέον οτι τα αρχικά αυτά συμβόλαια του ενάγοντος δεν περιλαμβάνουν τοπογραφικά διαγράμματα, ούτε και αναφορές σε τεχνικά στοιχεία γεωγραφικού προσδιορισμού της θέσης των περιγραφόμενων ακινήτων που θα βοηθούσαν στον εντοπισμό, ενώ τα στοιχεία στα οποία βασίζει την εικασία του αυτή είναι οτι ο αγρός βρίσκεται στη θέση «…..» και οτι αναφέρεται ως νότιο σύνορό του η θάλασσα, στοιχεία που δεν επαρκούν για να σχηματιστεί πλήρης δικαστική πεποίθηση για την ταυτότητα του επιδίκου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε οτι δεν αποδείχθηκε η απόκτηση της κυριότητας του ένδικου ακινήτου από τον ενάγοντα με τον ως άνω επικληθέντα από αυτόν παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος, ως ουσία αβάσιμος.

Περαιτέρω, σύμφωνα με την ίδια ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης το ένδικο ακίνητο, ανευ αμφιβολίας, αποτελεί τμήμα ευρύτερης έκτασης η οποία πωλήθηκε από τον………., ως εκ διαθήκης κληρονόμο, του αποβιώσαντος το έτος 1947 πατρός του , ………., κληρονομία την οποία αποδέχθηκε δυναμει της με αριθμό …./1952 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας, του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας  …….  νόμιμα μεταγεγραμμένης στο τόμο .. α.α. …, του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, στον …., δυνάμει του με αριθμό …./10.11.1958 συμβολαίου του ίδιου ως ανω Συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένου στο υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας,  στον τόμο ..  α.α. ….  Στο συμβόλαιο αυτό, το μεταβιβασθέν ακίνητο,  περιγράφεται ως αγροτεμάχιο ολικής έκτασης 1.450 τ.μ. κείμενο στη θέση «………» ή «……….» περιφέρειας Αμπελακίων Σαλαμίνας, το οποίο συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία ………. (πρώην …..), επί πλευράς μέτρων 63, δυτικώς με ιδιοκτησία κληρονόμων . ………. επί ομοίας εκτάσεως πλευρά, βόρεια με δρόμο επί πλευράς μέτρων 23 και νότια με θάλασσα επί όμοιας εκτάσεως πλευρά. Εν συνεχεία, τμήμα του ακινήτου αυτού, έκτασης 504 τ.μ. αντάλλαξε ο …….. με την αδελφή του, ……., μητέρα του ενάγοντος, δυνάμει του με αριθμό …./23.2.1962 συμβολαίου, που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Πειραιώς ……., νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …, α.α. ,,,. Έκτοτε, η δικαιοπάροχος του ενάγοντος περιέφραξε το ακίνητο με συρματόπλεγμα και οικοδόμησε εντός αυτού οικία, η οποία, κατά την ίδια ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, εμφανίζεται για πρώτη φορά στις αεροφωτογραφίες του έτους 1962, εγκαταστάθηκε σε αυτό με τον σύζυγό της, πατέρα του ενάγοντος και διέμεναν μονίμως στην οικία που είχαν ανοικοδομήσει. Το έτος 1998, δυνάμει του με αριθμό …./10.3.1998 συμβολαίου, που συνέταξε η Συμβολαιογράφος Νεμέας ………., το οποίο μεταγράφηκε στον τόμο … α.α….. η ……… μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής την επικαρπία του ακινήτου στον ενάγοντα και παρακράτησε το δικαίωμα της επικαρπίας για την ίδια και τον σύζυγό της, πατέρα του ενάγοντος, ……….. Μετά τον θάνατο της ανωτέρω δικαιοπαρόχου του, το έτος 1998, και τον θάνατο του έτερου επικαρπωτή πατέρα του, την 1.6.2000, ο ενάγων εγκαταστάθηκε στη νομή του ακινήτου του, με τη βούληση να είναι κύριος αυτού, κάνοντας χρήση της ως άνω οικίας του επιδίκου ακινήτου ως θερινής οικίας. Το εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, επικαλούμενο την από 16.2.2016 τεχνική έκθεση, στην οποία παρατίθενται σχόλια και παρατηρήσεις για την με αριθμό …../2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ισχυρίζεται οτι υπάρχει ασάφεια ως προς τον εντοπισμό του ακινήτου ακόμα και κατά τα νεώτερα συμβόλαια, επειδή ως νότιο σύνορό του αναφέρεται θάλασσα, ενώ απέχει από αυτήν 50 μέτρα περίπου, και δεν αναφέρεται το πλάτους του δρόμου που βρίσκεται στο βόρειο όριο του επιδίκου. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν κρίνονται βάσιμοι καθώς το πλάτος του δρόμου στο βόρειο όριο του επιδίκου δεν επηρεάζει την ακρίβεια του εντοπισμού του, αφού στα νεώτερα συμβόλαια και δη στο με αριθμό …/10.11.1958 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………., αναφέρονται οι πλευρικές διαστάσεις του ακινήτου, ενώ μεταξύ του νότιου άκρου του ακινήτου και της θάλασσας δεν υφίσταται κάποια άλλη ιδιοκτησία, με αποτέλεσμα να μην καταλίπεται κάποια αμφιβολία στο Δικαστήριο ότι το επίδικο ακίνητο αναφέρεται στο με αριθμό …/10.11.1958 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……… και τους ως άνω μεταγενέστερους τίτλους ιδιοκτησίας του ενάγοντος.

Ο ενάγων, με την επικουρική βάση της αγωγής του, επικαλέστηκε ότι κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, καθώς οι δικαιοπάροχοί του νέμονταν το επίδικο με καλή πίστη και διάνοια κυρίου από το 1860 και εντεύθεν. Περαιτέρω, το επίδικο ακίνητο έχει λάβει δυο ΚΑΕΚ από τα οποία ο ΚΑΕΚ …. εμβαδού 313 τ.μ. εμπίπτει στο με αρ.  ΒΚ 57 Δημόσιο κτήμα έκτασης 24.500 τ.μ., και το ΚΑΕΚ .. εμβαδού 179 τ.μ. εμπίπτει στο με αρ. ΒΚ … Δημόσιο κτήμα έκτασης 288.190 τμ., όπως   απεικονίζεται στο  από 27-02-1939, τοπογραφικό διάγραμμα  των μηχανικών …….., ενώ, σύμφωνα με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ……….., στο ΒΔ … Δημόσιο κτήμα εμπίπτει έκταση 18,2 τ.μ. του επιδίκου, και η  υπόλοιπη ως άνω έκταση βρίσκεται εντός του ΒΔ …. Δημοσίου κτήματος, ούτως ώστε το ένδικο ακίνητο φέρεται, καταρχάς, ότι ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο. Ειδικότερα, το τελευταίο ισχυρίζεται ότι το επίδικο ακίνητο εξαιρείται της χρησικτησίας, επειδή αποτελεί τμήμα των υπ’ αριθ. ΑΒΚ  .. και … δημοσίων κτηματών συνολικής έκτασης 288.190 τ.μ., και 24.500 τα οποία απέκτησε α) «δικαιώματι πολέμου», διότι  αποτελούσε δημόσια γαία, που ανήκε στο  Οθωμανικό Δημόσιο, β)  άλλως επειδή ανήκε σε  Οθωμανούς υπηκόους που το εγκατέλειψαν κατά την υπογραφή της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης και των από 3.2.1830, 4/16.6.1830 και 19-6/1.7.1830 πρωτοκόλλων, γ) άλλως  επειδή είναι δασική έκταση,  δ) άλλως, διότι αποτελούσε λιβάδι ή βοσκότοπο από το έτος 1820 και κατά την 3/15-12-1833, ε) άλλως, διότι ήταν αδέσποτο κατά την 21-6/10-7-1837, χωρίς να απαιτείτο η κατάληψή του στ) άλλως με τα προσόντα της  τακτικής άλλως της έκτακτης χρησικτησίας νεμόμενο αυτό με βάση τους ως άνω νόμους, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, από την Ελληνική Επανάσταση του έτους 1821 μέχρι και το χρόνο άσκησης της αγωγής .  Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι νόμιμοι σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας  εκτός από τον υπό στοιχ. στ) ισχυρισμό κατά το μέρος του με το οποίο  επιχειρείται να βασιστεί η κυριότητα του εναγομένου σε τακτική χρησικτησία, λόγω της αοριστίας του, αφού το εναγόμενο δεν επικαλείται νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο και τον υπό στοιχείο (α) ισχυρισμό που τυγχάνει απορριπτέος  ως μη νόμιμος, με δεδομένο ότι η Αττική και η νήσος Σαλαμίνα δεν κατακτήθηκε διά των όπλων, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833 βάσει της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως. Περαιτέρω, όσον αφορά τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου περί του χαρακτήρα του επιδίκου ακινήτου, ως δάσους, τόσο σύμφωνα με τις διατάξεις του β.δ. 17.11.1836 περί ιδιωτικών δασών, αλλά και επειδή ανέκαθεν έφερε δασικό χαρακτήρα σύμφωνα με όλους τους νόμους περί δασών που ίσχυσαν μέχρι την άσκηση της αγωγής, ακόμη και πριν την επανάσταση του 1821, αφού η επίδικη έκταση καλυπτόταν με κυρίαρχα δασικά φυτά, θάμνους, πρίνους, αφάνες και λοιπά αείφυλλα πλατύφυλλα καθώς και λοιπή ποώδη χορτολιβαδική βλάστηση εκμισθούμενη ανέκαθεν ως βοσκότοπος, αφού μπορεί να αποδώσει δασικά προιόντα, άλλως γιατί μπορεί να βοηθήσει τη διαβίωση του ανθρώπου μέσα στο φυσικό του περιβάλλον και να συμβάλει στη διατήρηση φυσικής του βιολογικής ισορροπίας, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Σύμφωνα με το με αριθμό πρωτοκόλλου 818/17.8.2012 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Πειραιώς, τμήμα  του ακινήτου με ΚΑΕΚ …………., εμβαδού 179 τ.μ., που φέρεται να εμπίπτει στο ΒΚ 61 Δημόσιο κτήμα, αποτελεί τμήμα ευρύτερης δασικής έκτασης, με κωδικό 8138 . Το ως άνω τμήμα του επίδικου ακινήτου φέρει, κατά το ίδιο ως άνω έγγραφο, στοιχεία δασικής έκτασης στις αεροφωτογραφίες του 1945 και του 1998, χωρίς, όμως, να εξειδικεύονται τα χαρακτηριστικά της. Κατά την διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη, χρησιμοποιήθηκαν οι αεροφωτογραφίες των ετών 1945, 1962 και 1982 και ορθοφωτοχάρτες των τελευταίων ετών. Κατά τα εκτιθέμενα από τον πραγματογνώμονα «η αεροφωτογραφία του 1945 δεν έχει καλή ευκρίνεια και χορηγήθηκε από την ΓΥΣ σε μεγάλη κλίμακα. Στην περιοχή του αγρού με αρ. 8 του διαγράμματος των ………. και ………. που βρίσκεται το επίδικο φαίνεται μια τονική διαφοροποίηση αλλά δεν μπορεί να διαπιστωθεί η φύση της βλάστησης και αν πρόκειται για κάποια καλλιέργεια. Στην αεροφωτογραφία του 1962 του ΟΚΧΕ φαίνεται ότι υπάρχει σαφής διαφοροποίηση της βλάστησης από το όριο της δημόσιας έκτασης του παραπάνω διαγράμματος και δυτικά από αυτό δηλ. στο όριο μεταξύ των δημοσίων κτημάτων ΑΒΚ … και ΑΒΚ …., που βρίσκεται το επίδικο, είναι προφανές ότι η περιοχή καλύπτεται από χαμηλές μονοετείς καλλιέργειες και όχι από μεγαλύτερα δένδρα. Η αεροφωτογραφία του 1982 του ΟΚΧΕ επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα της προηγούμενης παραγράφου, είναι εμφανείς οι καλλιέργειες (πάντα χαμηλές) δυτικότερα από το όριο μεταξύ των  δημοσίων κτημάτων ΑΒΚ .. και ΑΒΚ …, εμφανίζονται αγροτικοί δρόμοι και οικοδομική δραστηριότητα στην περιοχή. είναι χαρακτηριστική η διαφοροποίηση της βλάστησης στη γραμμή του παραπάνω ορίου αλλά και στον μικρό κυκλικό αγρό με αρ. 9 του διαγράμματος των ….. και ….. Το επίδικο αγροτεμάχιο έχει την σημερινή του μορφή, όπως και τα γειτονικά του αγροτεμάχια. Στις δε σύγχρονες δορυφορικές λήψεις (ορθοφωτοχάρτες ΟΚΧΕ 2007-2009) παρότι στην περιοχή υπάρχουν λίγες μεμονωμένες καλλιέργειες είναι σαφής η διαφοροποίηση της βλάστησης στις περιοχές που χαρακτηρίζονται ως αγροί στο παραπάνω διάγραμμα, λόγω της καλλιέργειας του εδάφους κατά τα προηγούμενα έτη. Το επίδικο αγροτεμάχιο έχει τη σημερινή του μορφή, όπως και τα γειτονικά του αγροτεμάχια». Με βάση τις παρατηρήσεις αυτές, ο πραγματογνώμονας, στην ανωτέρω έκθεσή του, γνωμοδότησε ότι το επίδικο ακίνητο, αλλά και η ευρύτερη έκταση του Δημοσίου κτήματος με ΒΚ …. ή άλλως του αγρού αρ. 8 του διαγράμματος των ………. και …….., όπως φαίνεται στις αεροφωτογραφίες των ετών 1962 και 1982, καλύπτεται από χαμηλές, πιθανώς μονοετείς καλλιέργειες. Αντίθετα, στην  τεχνική έκθεση του πολιτικού μηχανικού ……….., που προσκομίζει το εφεσίβλητο (Ελληνικό Δημόσιο), αναφέρεται ότι στην αεροφωτογραφία του 1982 και στις μεταγενέστερες ορθοφωτογραφίες είναι εμφανής η ύπαρξη και διαφοροποίηση βλάστησης με χαρακτηριστικά αυτοφυούς βλάστησης και όχι καλλιέργειας. Από τα ως άνω, αντιφατικά στοιχεία, δεν μπορεί το Δικαστήριο να σχηματίσει την προσήκουσα δικανική πεποίθηση περί της φύσεως του ένδικου ακινήτου. Ειδικότερα, με την ανωτέρω με αριθμό 5308/2014 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ζητήθηκε από το διορισθέντα πραγματογνώμονα να γνωμοδοτήσει ο περί του εάν το επίδικο αποτελεί εν όλω ή εν μέρει δασική, ή λειβαδική ή εκχερσωμένη παράνομα πρώην δασική ή λειβαδική έκταση, κατά τους ορισμούς του νόμου, ή μήπως είναι καλλιεργήσιμος αγρός και μέχρι πότε στο παρελθόν διαπιστώνονται ίχνη καλλιέργειάς του και με τι είδους φυτεύματα, ποιά η αντίστοιχη φύση των ακινήτων με τα οποία συνορεύει, καθώς και ποιά η δέουσα ερμηνεία των αεροφωτογραφιών των ετών 1945-1998 ως προς την κατά τους χρόνους εκείνους  διαπιστωμένη φύση του επίδικου ως δάσους ή ως αγρού, αλλά και των συνορευόμενων με αυτό γεωτεμαχίων, (με την διαπίστωση ή μη της τυχόν αγροτικής εκμετάλλευσής τους), με συμπερασματική εκτίμηση και της προηγούμενης χρονικά καταστάσεώς του. Ωστόσο, ο πραγματογνώμων προέβη μόνο στην ερμηνεία των αεροφωτογραφιών και μάλιστα πλημμελώς, καθώς στην αεροφωτογραφία του έτους 1945 αναφέρεται μόνο στο τμήμα του επίδικου που βρίσκεται στον αγρό 8 του τοπογραφικού διαγράμματος των Παπαζαφειρόπουλου και Κοντόπουλου, που περιέχεται στο δημόσιο κτήμα ΒΚ …, και όχι στο τμήμα του επιδίκου ακινήτου που περιλαμβάνεται στο ΒΚ ….,  χωρίς να γνωμοδοτήσει με σαφήνεια για τη φύση της βλάστησης. Επίσης, κατά την ερμηνεία των αεροφωτογραφιών των επόμενων ετών, ο πραγματογνώμων αναφέρεται σε καλλιέργειες, στοιχείο που αντικρούεται από την ως άνω τεχνική έκθεση που διενεργήθηκε με την επιμέλεια του εφεσίβλητου, χωρίς όμως, στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ούτε στην τεχνική έκθεση, να προσδιορίζεται το καλλιεργούμενο είδος ή το είδος της βλάστησης που  αναπτύχθηκε αυτοφυώς (θάμνοι, δένδρα), αντίστοιχα. Έτσι, κατά τα ως άνω, ο πραγματογνώμων γνωμοδότησε για μέρος μόνον των τεθέντων σε αυτόν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ζητημάτων, περιοριζόμενος μόνο στην ερμηνεία των αεροφωτογραφιών, επιπλέον αυτός (πραγματογνώμων) δεν διαθέτει εξειδικευμένες γνώσεις ώστε να μπορέσει να εκτιμήσει πληρέστερα τα θέματα που άπτονται του δασικού η μη χαρακτήρα του επιδίκου ακινήτου, αφού δεν φέρει την ιδιότητα του δασολόγου. Επομένως, ενόψει του ότι ως προς τη φύση ένδικου ακινήτου, δεν καθίσταται εφικτός ο σχηματισμός ασφαλούς δικανικής πεποιθήσεως, πρέπει, προκειμένου το Δικαστήριο να αχθεί σε κρίση για τη βασιμότητα των λόγων της κρινόμενης εφέσεως, που ανάγονται, όπως προαναφέρθηκε, και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 254 του ΚΠολΔ, πριν από την προηγούμενη εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και την περαιτέρω έρευνα της ένδικης υπόθεσης, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησής της προκειμένου να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη και να διευκρινισθούν τα σχετικά θέματα, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 368 επ. και 612 παρ. 1 εδ. β του ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν από τους διαδίκους θα επανεκτιμηθούν μετά την επανάληψη της συζήτησης, σε περίπτωση που προσκομισθούν εκ νέου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  όσα στο σκεπτικό κρίθηκαν ως απορριπτέα.

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ κατά τα λοιπά την έκδοση της οριστικής απόφασής του.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζητήσεως προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, η οποία θα διενεργηθεί με την επιμέλεια του επιμελέστερου από τους διαδίκους.

ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα τον ……………, Δασολόγο,  μέλος ΓΕΩΤΕΕ κάτοικο … Αττικής, οδός …., τηλ. ………., ο οποίος περιέχεται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων που τηρείται στο Δικαστήριο αυτό και ο οποίος, αφού εντός προθεσμίας είκοσι (20) εργασίμων ημερών από τη νόμιμη προς αυτόν επίδοση της παρούσας, δώσει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το νόμιμο όρκο, πρέπει, εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την όρκισή του, αφού λάβει υπόψη του κάθε αναγκαίο από τη δικογραφία στοιχείο και όσα άλλα στοιχεία θέσουν υπόψη του οι διάδικοι, να ενεργήσει κάθε αναγκαία πράξη, όπως και την επίσκεψη στο χώρο του αναφερθέντος στο σκεπτικό της παρούσας ακινήτου, το οποίο φέρει ΚΑΕΚ ………… εμβαδού 313 τ.μ. και ΚΑΕΚ ……… εμβαδού 179 τ.μ. στα οικεία βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, και στη γύρωθεν περιοχή αυτού, και να γνωμοδοτήσει με πλήρως αιτιολογημένη έκθεσή του για τα ακόλουθα: α) εάν το επίδικο αποτελεί εν όλω ή εν μέρει δασική, η λειβαδική ή εκχερσωμένη παράνομα πρώην δασική ή λειβαδική έκταση, κατά τους ορισμούς του νόμου, από πότε φέρει το χαρακτήρα αυτό, ή μήπως είναι καλλιεργήσιμος αγρός και μέχρι πότε στο παρελθόν διαπιστώνονται (βάσει της μορφολογίας του και της τυχόν παλαιάς περιφράξεώς του ή άλλων δεδομένων), ίχνη καλλιέργειάς του και με τι είδους φυτεύματα, ποιά η αντίστοιχη φύση των ακινήτων με τα οποία συνορεύει καθώς και ποιά η δέουσα ερμηνεία των αεροφωτογραφιών των ετών 1945-1998, αλλά και παλαιότερων εφόσον υπάρχουν ως προς την κατά τους χρόνους εκείνους  διαπιστωμένη φύση του επίδικου ακινήτου ως δάσους ή ως αγρού αλλά και των συνορευόμενων με αυτό γεωτεμαχίων, (με την διαπίστωση ή μη της τυχόν αγροτικής εκμετάλλευσής τους), με εκτίμηση και της προηγούμενης χρονικά καταστάσεώς του, β) σε περίπτωση που μέρος του ανωτέρω ακινήτου φέρει το χαρακτήρα δασικής έκτασης, να προσδιοριστεί αυτή κατά  προσανατολισμό, όρια και μήκη πλευρών συντάσσοντας και σχετικό διάγραμμα. Ο  παραπάνω πραγματογνώμων καλείται να αναφέρει στην έκθεσή του και κάθε άλλο στοιχείο που είναι αναγκαίο, κατά την επιστημονική του κρίση, για την υποβοήθηση του έργου του Δικαστηρίου τούτου, σε σχέση με την υπό κρίση διαφορά.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 20-4-2021 και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Εφέτη, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκκόλη και Εμμανουηλία –Αλεξάνδρα Κεχαγιά  Εφέτες και με την Γραμματέα, Ελένη Τσίτου χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων στις  24-5-2021.

 Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ