Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 287/2021

Αριθμός     287/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τμήμα 2ο)

 Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ζωή Καραχάλιου, Προεδρεύουσα Εφέτη (κωλυομένων των υπηρετούντων Προέδρων Εφετών), Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη-Εισηγήτρια και Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη  και από τη Γραμματέα E.T..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την …………,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1) ………. 2) ………. και 3) …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Νικόλαο Γαβαλά (με δήλωση κατ΄άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ», πρώην «Α.Ε.Ι. ΠΕΙΡΑΙΑ Τ.Τ.» και «Τ.Ε.Ι. Πειραιά», το οποίο εδρεύει στο Αιγάλεω Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Βασιλική Αυγουστίνου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) και 2) Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον δικαστικό πληρεξούσιο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Νικόλαο Σταυρόπουλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Οι αιτούντες κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από  21.1.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2020) αίτηση διόρθωσης της υπ΄ αριθμ. 163/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς (Διαδικασία Εργατικών Διαφορών).

Δικάσιμος της ως άνω αιτήσεως ορίσθηκε  αρχικά η 21η.5.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και τις υπ΄ αριθμ. 37/2020 και 97/2020 Πράξεις του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των αιτούντων και του πρώτου εκ των καθ΄ ων η αίτηση, καθώς και ο δικαστικός πληρεξούσιος ΝΣΚ του δεύτερου εκ των καθ΄ων η αίτηση, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 315 ΚΠολΔ, αν από παραδρομή, κατά τη σύνταξη της απόφασης περιέχονται  λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το δικαστήριο, που την έχει εκδώσει, μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως να τη διορθώσει με νέα απόφασή του. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 316 ΚΠολΔ «Αν η απόφαση είναι  διατυπωμένη με τρόπο που γεννά αμφιβολίες ή είναι ασαφής, το δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος, να την ερμηνεύσει με νέα του απόφαση έτσι που η έννοια της να γίνει  αναμφίβολη, η ερμηνεία όμως δεν μπορεί ποτέ να αλλάξει το διατακτικό της  απόφασης που ερμηνεύεται».

Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες, ως εξαιρετικές, υπηρετούν, στα πλαίσια της επιταγής για ασφάλεια δικαίου, τον κύριο σκοπό της  δίκης, ο οποίος είναι η δικαιοσύνη, συνάγεται ότι είναι δυνατόν να γίνει α)  διόρθωση των σφαλμάτων της απόφασης, που οφείλονται σε ασυμφωνία αυτών που ήθελε το δικαστήριο, και εκείνων που έχουν διατυπωθεί στην  απόφαση, β) ερμηνεία του διατακτικού, έστω και αν, από τη διόρθωση της ανακρίβειας της διατύπωσης ή την ερμηνεία της επέρχεται μεταβολή  στο διατακτικό, αφού η μεταβολή αυτή -η οποία, επιτρεπόμενη από το νόμο, δεν ανατρέπει, αλλά ορθώς διατυπώνει την αληθινή δικαιοδοτική βούληση- δεν αποτελεί παραβίαση του δεδικασμένου (ΑΠ 266/2019, Ολμ ΑΠ 29/2004, ΟλομΑΠ 30/2004, ΑΠ 1305/2007). Η ανακριβής ή ελλιπής εξάλλου διατύπωση, η οφειλόμενη σε παραδρομή και ευρισκόμενη σε  αναντιστοιχία προς εκείνα που θέλησε το δικαστήριο, πρέπει να προκύπτει,  είτε από την ίδια την απόφαση, είτε από το συνδυασμό της με τα πρακτικά του δικαστηρίου και τα διαδικαστικά έγγραφα και,  ιδίως με εκείνα, με τα οποία ζητήθηκε συγκεκριμένη έννομη προστασία (ΑΠ 266/2019, ΑΠ 1305/2007, ΑΠ  1703/2006). Αντικείμενο της διαδικασίας διόρθωσης μπορεί  να αποτελέσουν μόνο ακούσιες πλημμέλειες που παρεισέφρησαν κατά  τη διάταξη ή καθαρογραφή της απόφασης και όχι διαγνωστικά σφάλματα του δικαστηρίου, όπως την ερμηνεία και την εφαρμογή ουσιαστικής διάταξης και την εκτίμηση των αποδείξεων, τα οποία, εφόσον, αποδειχθούν, διορθώνονται μόνο με προσβολή της απόφασης με  ένδικα μέσα (ΑΠ 701/2018, ΑΠ 1765/2013).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η από 21.1.2020 (με αριθμ. εκθ. κατάθ. δικογραφ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2020 αίτηση διόρθωσης της υπ΄ αριθμ. 163/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, αίτηση, η οποία προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, με την υπ΄ αριθμ. 97/2020 Πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του  Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Δικαστή, Σπυριδούλας Μακρή, Προέδρου Εφετών, δυνάμει του άρθρου 74 παρ 2 του Ν 4690/2020, περί αυτεπάγγελτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων, των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε κατά τη λειτουργία επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων (από 13.3.2020 έως 31.05.2020). Η υπό διόρθωση, υπ΄ αριθμ. 163/2019 απόφαση  του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, εκδόθηκε από το ως άνω Δικαστήριο, ως δικαστήριο παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ 1 και 3 και 579 παρ 1 ΚΠολΔ, μετά από μερική  αναίρεση της υπ΄ αριθμ. 1035/2007 απόφασης του ίδιου δικαστηρίου, δυνάμει της υπ΄ αριθμ. 312/2017 απόφασης του Αρείου Πάγου. Με την κρινόμενη αίτηση των αιτούντων-εκκαλούντων 1) …………, 2) ……….. και 3) …………, που στρέφεται κατά  των καθ΄ ων η αίτηση-εφεσιβλήτων, 1) του  εδρεύοντος στο Αιγάλεω Αττικής και νόμιμα εκπροσωπούμενου ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ» πρώην «Α.Ε.Ι. Πειραιά Τ.Τ.» και «Τ.Ε.Ι. Πειραιά» και 2) του Ελληνικού Δημοσίου, ζητείται η διόρθωση του διατακτικού της υπ΄αριθμ. 163/2019 απόφασης του δικαστηρίου τούτου, με την έννοια της συμπλήρωσής του, από το ελλιπές  «Αναγνωρίζει τις συμβάσεις εργασίας των εναγόντων-καλούντων …………….με το Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά, ως αορίστου χρόνου», στο πλήρες,  «Αναγνωρίζει τις συμβάσεις εργασίας των εναγόντων-καλούντων ……………., με το Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά, ως αορίστου χρόνου, από την ημεροχρονολογία της αρχικής πρόσληψής τους»,  καθορίζοντας, δηλαδή, επακριβώς, το χρονικό σημείο έναρξης της ισχύος της ενιαίας  σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, που, σύμφωνα με το σκεπτικό της υπό διόρθωση απόφασης, συνέδεε τον κάθε ενάγοντα με το πρώην Τ.Ε.Ι. Πειραιά και ήδη Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, έλλειψη, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων, οφείλεται σε ακούσια παραδρομή κατά τη σύνταξη  ή καθαρογραφή της απόφασης.

Η κρινόμενη αίτηση αρμόδια εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ως το Δικαστήριο, που σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 315 του ΚΠολΔ, εξέδωσε την απόφαση, της οποίας διώκεται η διόρθωση και είναι νομικά βάσιμη, με έρεισμα τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν στην ως άνω νομική  σκέψη.

Από την επισκόπηση των προσκομιζομένων από τους διαδίκους εγγράφων, μεταξύ των οποίων και η υπό διόρθωση απόφαση αποδεικνύονται τα εξής : Οι τρεις αιτούντες μαζί με άλλους 18 ομοδίκους τους, άσκησαν ενώπιον του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά του ν.π.δ.δ. «Τ.Ε.Ι. Πειραιά», την από 2.12.2003 (αριθμ. καταθ. ……./2003) αγωγή τους, με την οποία ζητούσαν  α) να αναγνωριστεί ότι ο καθένας απ΄ αυτούς συνδεόταν με το  (πρώην) Τ.Ε.Ι. Πειραιά, με μια ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με έναρξη την ημερομηνία της αρχικής, για τον καθένα απ΄αυτούς, πρόσληψής του, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 8 παρ 3 του Ν 2112/1920, άλλως από της έκδοσης της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, δηλαδή, από 28.6.1999, άλλως από της ημερομηνίας θέσης σε ισχύ του Π.Δ. 81/2003, άλλως από της κοινοποίησης της ως άνω αγωγής και β) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να  τους απασχολεί και να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους στην ίδια θέση, στην  ίδια ειδικότητα και με τους ίδιους όρους που τους απασχολούσε μέχρι το χρόνο σύνταξης της αγωγής, πλην όμως με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και σε περίπτωση που το δικαστήριο θα αμφέβαλε σχετικά  με την ερμηνεία των διατάξεων της παραπάνω κοινοτικής οδηγίας, να  υπέβαλε κατ΄ άρθρο 234 ΣυνθΕΚ, σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο δικαστήριο των ευρωπαϊκών κοινοτήτων. Η ως άνω αγωγή απορρίφθηκε, ως νόμω αβάσιμη με την υπ΄ αριθμ 3507/2005 απόφαση του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Στη συνέχεια, οι αιτούντες από  κοινού με τους λοιπούς 18 ομοδίκους τους, άσκησαν σε βάρος της ως άνω απόφασης την από 30.01.2007 και με αριθμό κατάθεσης …../2007 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1035/2007 απόφαση του  Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε την έφεση, ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Στη συνέχεια, οι αιτούντες, μαζί με τους λοιπούς 18 απλούς ομοδίκους τους, ζήτησαν την αναίρεση της ως  άνω εφετειακής απόφασης με την από 01.10.2020 αίτηση αναίρεσης, ενώπιον του Αρείου Πάγου, το οποίο με την υπ΄ αριθμ.  312/2017 απόφασή του, αναίρεσε εν μέρει την υπ΄ αριθμ. 1035/2007  απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό  αυτής κεφάλαιο και παραπέμφθηκε η υπόθεση κατά το  αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο Εφετείου Πειραιώς, που θα έπρεπε να συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές. Κατόπιν τούτου, με την από 12.05.2017 και με αριθμό κατάθεση …../2017 κλήση των  αιτούντων, η υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς κατά την δικάσιμο της 7 Δεκεμβρίου 2017. Επί της έφεσης αυτής εκδόθηκε η υπό διόρθωση, υπ΄ αριθμ. 163/2019 απόφαση του δικαστηρίου τούτου (διαδικασία εργατικών διαφορών), με την οποία, αφού  έγινε η έφεση τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, εξαφανίστηκε η υπ΄ αριθμ. 3507/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου αναγνωρίστηκε ότι οι  συμβάσεις εργασίας των εναγόντων-καλούντων και ήδη, αιτούντων με το πρώην Τ.Ε.Ι. Πειραιά και, ήδη,  με το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής είναι αορίστου χρόνου. Ειδικότερα, σύμφωνα με το σκεπτικό της υπό διόρθωση απόφασης έγιναν επί λέξει, μεταξύ άλλων, δεκτά τα εξής : «…Περαιτέρω, από  το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669 και 672 ΑΚ,  προκύπτει ότι η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει όταν οι  συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή  της εργασίας, ούτε η χρονικό αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και  το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου  χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου, ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος, ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του  οποίου, ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος, ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη,  είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από  το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό  της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα  μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή  παύει αυτοδικαίως σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολής αποζημίωσης.

Εξάλλου  ο χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης έργου ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης  εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σε αυτήν οι δικαιοπρακτούντες, ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός ως κατεξοχήν  έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των  άρθρων 26 παρ 3 και 87 παρ 2 του Συντάγματος, ανήκει στο Δικαστήριο, το οποίο αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την  αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή χαρακτηρισμό  στη σύμβαση, κρίση η οποία στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 559 παρ 1 ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού  χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης σύμβασης έργου ή  εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα,  (ΟλΑΠ 18/2006). Περαιτέρω η οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της  28.6.1999 που άρχισε να ισχύει από 10.7.2001, έχει ως σκοπό την  αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, με τη λήψη από τα κράτη-μέλη ισοδύναμων μέτρων για την πρόληψη των καταχρήσεων. Η οδηγία αυτή  ως κανόνας παράγωγου δικαίου, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της, δεν περιέχει κανόνες κοινοτικού δικαίου σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς  απευθείας εφαρμογής στην Ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή δεν είναι χωρίς  αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής από τον Εθνικό νομοθέτη και ως εκ τούτου η  ισχύς της εκτείνεται μόνο κατά του κράτους μέλους που παρέλειψε να  την καταστήσει εθνικό δίκαιο και των αντίστοιχων κρατικών φορέων και  δεν εκτείνεται και στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις είναι δηλαδή κάθετη, και  όχι οριζόντια. Η οριζόντια ισχύς αυτής, ολοκληρώνεται μόνο με την  έκδοση πράξης του εθνικού νομοθέτη που μετατρέπει την οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου και η προκείμενη ενσωματώθηκε στην Ελληνική  έννομη τάξη με τα πδ 81/2003 και 164/2004, το τελευταίο εκ των οποίων εφαρμόζεται  στους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, η ισχύς τους δε,  άρχισε από τη δημοσίευσή του  στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, στις 2.4.2003 και 19.7.2004, αντίστοιχα. Ανεξάρτητα από την οδηγία αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη,  η διασφάλιση των εργαζομένων από  την καταστρατήγηση  των δικαιωμάτων τους με την προσχηματική επιλογή  της σύμβασης έργου ή εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου αντιμετωπιζόταν με το άρθρο 8 ν. 2112/1920 σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ και 25 παρ 1 και 3 του Συντάγματος, το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό  στο δημόσιο τομέα και ορίζει ότι οι  διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί  συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από  τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί  υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από  τη μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά  την απόλυση ο ανωτέρω νόμος, έχει αξιοποιηθεί και γενικότερα, για  τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή  αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία, έναντι  εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται  για διαδοχικές συμβάσεις έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου που  καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτε ανάγκες της υπηρεσίας. Και τούτο διότι,  ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης κατά την προαναφερθείσα έννοια και δη της σύμβασης έργου ή εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων ανεξάρτητα  από  τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου, χωρίς παράλληλα, ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του Δικαστηρίου όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτόμενων αναγκών,  να συνιστά ανεπίτρεπτη  μετατροπή  του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αορίστου. Εξάλλου, κατά το  άρθρο 19 παρ 1α και βν. για την κάλυψη διδακτικών, ερευνητικών ή  άλλων επιστημονικών αναγκών του ΤΕΙ, μπορεί να προσλαμβάνεται εκπαιδευτικό  προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, η οποία μπορεί να διαρκεί μέχρι ένα ακαδημαϊκό  έτος και να ανανεώνεται μέχρι 2 ακόμη ακαδημαϊκά έτη η ενδεχόμενη απασχόληση του προσωπικού αυτού για ένα ή περισσότερα εξάμηνα στο  ίδιο ή άλλο, σε καμία περίπτωση δεν δημιουργεί δικαίωμα μετατροπής της σύμβασης αορίστου χρόνου ή άλλα δικαιώματα που  δεν προβλέπονται από το νόμο αυτό έναντι του ΤΕΙ ή του Δημοσίου. Συνάγεται περαιτέρω από τα προαναφερθέντα, ότι επί  διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που  καταρτίστηκαν με το Δημόσιο, πριν από την έναρξη ισχύος της ως  άνω οδηγίας των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος  που προστέθηκαν  κατά την αναθεώρηση του έτους 2001 και ισχύουν από  18 Απριλίου 2001 και απαγορεύουν την, ακόμα και από το νόμο, μονιμοποίηση του προσλαμβανόμενου ως άνω προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν ανάγκες δημοσίου και τρίτων των άρθρων 5 και 11 του π.δ. 164/2004 που άρχισε να ισχύει από 19.7.2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των κατά την έναρξη της ισχύος τους, ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου  σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά τη φύση τους πάγιες και  διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις, διότι αυτές (συμβάσεις έργου ή εργασίας), είχαν προσλάβει ήδη κατά το χρόνο που  εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενό της, δηλαδή και πριν την  έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων,  το χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου, κατ΄ ορθό νομικό, χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από  το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων αορίστου χρόνου, τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλαδή και μετά την έναρξη  ισχύος των πιο πάνω διατάξεων ως ενιαίες, πλέον, συμβάσεις αορίστου  χρόνου…. Με την από 2.12.2003 (αριθ. κατάθ. ……../2003) αγωγή τους, οι αρχικώς 21 ενάγοντες μεταξύ των οποίων οι ήδη καλούντες-εκκαλούντες, εξέθεταν τα ακόλουθα: Ότι προσλήφθηκαν από το εναγόμενο Τεχνολογικό  Επιστημονικό Ίδρυμα Πειραιά ως διδακτικό προσωπικό και παρέχουν σε  αυτό τις υπηρεσίες τους επί σειρά ετών, όπως καθένας τους αναλυτικά εκθέτει στην αγωγή του,  με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας τις οποίες το εναγόμενο προσχηματικά και καταχρηστικά χαρακτήριζε ως ορισμένου χρόνου, πλην όμως αυτές συνιστούσαν μία ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον οι ενάγοντες απασχολούνταν για την κάλυψη πάγιων και  διαρκών διδακτικών αναγκών του εναγομένου. Κατόπιν αυτού οι  ενάγοντες επικαλούμενοι την 1999/70/ΕΚ οδηγία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις διατάξεις των άρθρων 1 και 8 του ν. 2112/1920, ως δίκαιο ενσωμάτωσης της κοινοτικής οδηγίας, οι  οποίες κατισχύουν των τυχόν αντίθετων διατάξεων του ν. 1404/1983 που  αφορά τα ΤΕΙ, ζητούν α) να αναγνωριστεί ότι ο καθένας τους συνδέεται με το εναγόμενο με μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με έναρξη  την ημερομηνία της αρχικής για καθέναν από αυτούς πρόσληψης, άλλως από το χρόνο  έκδοσης της παραπάνω κοινοτικής οδηγίας, δηλαδή από 28.6.1999, άλλως από την ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύ το π.δ. 81/2003, άλλως, από  την κοινοποίηση της ένδικης αγωγής. Επίσης, β) ζητούν να υποχρεωθεί  το εναγόμενο να τους απασχολεί και να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους στην  ίδια θέση, στην ίδια ειδικότητα και με τους ίδιους όρους, που τους  απασχολούσε μέχρι το χρόνο σύνταξης της αγωγής, πλην  όμως με συμβάσεις εργασίας αορίστου  χρόνου… Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού συνεκδίκασε την αγωγή και την ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη και  συμψήφισε τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι  ήδη καλούντες εκ των εκκαλούντων (6ος, 11ος και 19ος εκ των αρχικώς εναγόντων-εκκαλούντων) και ζητούν όπως αφού εξαφανιστεί  η προσβαλλόμενη απόφαση, να γίνει η αγωγή τους δεκτή στο σύνολό της και  να καταδικαστεί το εφεσίβλητο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα στη δικαστική  τους δαπάνη αμφοτέρων  των βαθμών δικαιοδοσίας… Με το παραπάνω περιεχόμενο,  σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν στην οικεία μείζονα σκέψη, η κρινόμενη αγωγή δεν είναι νόμιμη ως προς το σκέλος του υπό  στοιχ. α΄ αιτήματός της, που θεμελιώνεται ευθέως στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ, καθώς, όπως προεκτέθηκε, αυτή δεν εφαρμόζεται  άμεσα στις  ιδιωτικές σχέσεις και η ενσωμάτωση αυτής στην ελληνική έννομη τάξη, όσο αφορά στους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα, όπως εν προκειμένω στους ενάγοντες, έγινε πολύ αργότερα από τον αναφερόμενο στην αγωγή χρόνο των ένδικων συμβάσεων, κατά τον οποίο διώκεται η αναγνώριση του χαρακτήρα τους από διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου σε ενιαίες συμβάσεις αορίστου  χρόνου. Είναι, όμως, νόμιμη, ως προς το έτερο σκέλος του ίδιου (υπό στοιχ. α΄) αιτήματός της, που  αφορά στην εφαρμογή των διατάξεων των  άρθρων 8 παρ 1 και 3 ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 25 παρ 1 και  3 του Συντάγματος, 281 και 671 ΑΚ, οι οποίες ίσχυαν κατά το χρόνο κατάρτισης των επίδικων συμβάσεων εργασίας, για την  αναγνώριση του χαρακτήρα τους ως αορίστου χρόνου. Ειδικότερα, όπως προεκτέθηκε, αυτές καταρτίσθηκαν πριν την 18.4.2001 και έτσι, για  το χρονικό διάστημα για το οποίο εκτείνεται η ένδικη έννομη σχέση και το  αντικείμενο αυτής, αυτές μπορούσαν να προσλάβουν  ενιαία, το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ΄ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, εφόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αυτές κάλυπταν πάγιες και  διαρκείς ανάγκες του εναγομένου εκπαιδευτικού ιδρύματος, ενώ  ο καθορισμός τους εξακολουθητικά, ως ορισμένου χρόνου, δεν δικαιολογείται από την  φύση τους, αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εναγόντων που  απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Τούτο δεν  ανεξαρτήτως των διατάξεων των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του  Συντάγματος, οι οποίες δεν έχουν στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή, ανεξαρτήτως ότι η σχέση εργασίας των εναγόντων ήταν ισχυρή και  συνεχιζόντουσαν κατά την έναρξη ισχύος των διατάξεων αυτών… Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι η αγωγή δεν είναι νόμιμη, λόγω της μη εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 8 παρ 1 και 3 του  ν. 2112/1920 σε συνδυασμό με τα άρθρα 281 και 671 ΑΚ και 25 παρ 1 και 3  του Συντάγματος, εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 103 παρ 2, 3, 7 και 8 του Συντάγματος, 21  ν. 2190/1994 και 19 παρ 11 β΄ν. 1404/1983, έσφαλε. Επομένως, πρέπει να εξαφανιστεί η πρωτοβάθμια απόφαση και η υπόθεση να κρατηθεί και να εξεταστεί κατ΄ ουσίαν από το παρόν Δικαστήριο, ως προς το σχετικό (υπό στοιχ. α΄) αίτημα της αγωγής…». Περαιτέρω, στην υπό διόρθωση απόφαση, μετά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, έγιναν δεκτά ως αποδεδειγμένα, μεταξύ άλλων, τα εξής : «Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από  το εναγόμενο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (Τ.Ε.Ι. Πειραιά), την 1.10.1999 ο 6ος-1ος καλών, στις 21.9.1992 ο 11ος -2ος  καλών και στις  20.3.1989 ο 19ος ενάγων-3ος καλών, δηλαδή πριν από τις 19.7.2004, οπότε άρχισε να ισχύει στην ελληνική έννομη τάξη το π.δ. 164/2004, που αφορά τους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου  στο δημόσιο τομέα, με το οποίο κατέστησαν εθνικό δίκαιο   οι κανόνες της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, για την αποτροπή  της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή  σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία είχε αρχίσει να ισχύει  από 10.7.2001. Επίσης,  κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001, προστέθηκαν στο άρθρο 103 του Συντάγματος, οι παράγραφοι 7 και 8, (ΦΕΛ Α 85/2001, με έναρξη ισχύος από 18.4.2001 και σύμφωνα  με τις οποίες, απαγορεύεται η μονιμοποίηση του προσωπικού που  προσλαμβάνεται στο Δημόσιο, ή η μετατροπή  των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου, ακόμη και  αν ορίζεται με νόμο και αν οι εργαζόμενοι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου), ήτοι, μετά τη σύναψη των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων και  ήδη καλούντων. Σύμφωνα δε με τις παραπάνω συνταγματικές διατάξεις, απαγορεύεται  η μονιμοποίηση του προσωπικού που προσλαμβάνεται στο Δημόσιο, ή  η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου, ακόμη και αν  ορίζεται με νόμο και αν οι εργαζόμενοι καλύπτουν πάγιες και  διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου.. Περαιτέρω, οι ενάγοντες και  ήδη καλούντες, απασχολήθηκαν στο ως άνω ΤΕΙ, με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, με αντίστοιχες πράξεις του Συμβουλίου του ΤΕΙ Πειραιά, ως εξής : α)….β)….. και γ)… Οι ενάγοντες κάλυπταν διαρκείς μόνιμες και πάγιες ανάγκες του  εναγομένου εκπαιδευτικού ιδρύματος, ώστε, το τελευταίο δεν θα  μπορούσε να λειτουργήσει επαρκώς, χωρίς την παροχή της εργασίας τους για όλο το χρονικό διάστημα που τους απασχολούσε, όπως δηλαδή θα  γινόταν και με εργαζόμενους με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου. Εξάλλου, η σύναψη πολλαπλών και διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, μία  ανά εξάμηνο ή ανά ακαδημαϊκό έτος, εγένετο προσχηματικά και  κάλυπτε στην πραγματικότητα, μια ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου για  κάθε έναν  από τους ενάγοντες, οι οποίοι παρείχαν την εργασία τους, όπως οι  εργαζόμενοι8 με σχέσεις αορίστου χρόνου, με τα ίδια καθήκοντα και τις  ίδιες ευθύνες…, ο χαρακτηρισμός τους δε ως ορισμένου χρόνου και  η διαδοχική επανάληψή τους, παρίστατο αδικαιολόγητη, σύμφωνα  με το είδος  και τη φύση της εργασίας τους, κατά τις οποίες απαιτείτο μια ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, αφού κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του  εναγομένου, ο δε χαρακτηρισμός τους ως ορισμένου χρόνου  έγινε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εναγόντων από το άρθρο 8  παρ. 1 ν. 2112/1920 και κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος αυτού. Άρα οι συμβάσεις τους δεν ήταν ορισμένου χρόνου και μάλιστα ανά  ακαδημαϊκό έτος ή ανά εξάμηνο, αλλά μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, όπως εξάλλου συνομολογεί το εναγόμενο νπδδ… Συνεπώς,  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που  έκρινε ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, διότι οι  συμβάσεις των εναγόντων που είχαν καταρτιστεί πριν την 18.4.2001, είχαν το χαρακτήρα των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, έσφαλε κατά  την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ακόμη και ενώ συνεχίζονταν και μετά τη θέση σε ισχύ των προαναφερθεισών διατάξεων των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, εφόσον μπορούσαν και είχαν  ήδη προσλάβει το χαρακτήρα συμβάσεων αορίστου χρόνου, σύμφωνα και με τους σχετικούς συναφείς…λόγους έφεσης… Ενόψει των ανωτέρω…το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, έσφαλε, αφού δε εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και η υπόθεση κρατηθεί από το παρόν Δικαστήριο, η κρινόμενη αγωγή, που είναι κατά το υπό στοιχ. α΄ αίτημά της, της αναγνώρισης κάθε μίας των συμβάσεων των 6ου, 11ου και 19ου εναγόντων-1ου, 2ου και 3ου των καλούντων-εκκαλούντων, ως μίας ενιαίας σύμβασης αορίστου χρόνου, ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των  άρθρων 8 παρ 3 ν 2112/1920, 281 και 671 ΑΚ και 25 παρ 1 και 3 του  Συντάγματος…πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη,  κατά το υπό στοιχ. α΄αίτημα και να αναγνωριστεί κάθε μία από  τις συμβάσεις των εναγόντων –καλούντων, ως σύμβαση εργασίας αορίστου  χρόνου…». Από το κείμενο της υπό διόρθωση απόφασης, σύμφωνα με την οποία η αγωγή κρίθηκε νόμιμη, ως προς το σκέλος του υπό  στοιχείο α΄ αιτήματός της, που αφορούσε στην εφαρμογή των διατάξεων των  άρθρων 8 παρ 1 και 3 ν 2122/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 25 παρ 1 και  3 του Συντάγματος, 281 και 671 ΑΚ, οι οποίες, κατά τα αναφερόμενα στην  απόφαση ίσχυαν κατά  το χρόνο κατάρτισης  των επίδικων συμβάσεων εργασίας, για την  αναγνώριση του χαρακτήρα τους ως αορίστου χρόνου, απορριπτομένης της  αγωγής ως μη νόμιμης, ως προς το έτερο σκέλος του υπό στοιχ. α΄αιτήματός της, που θεμελιωνόταν ευθέως στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ, καθώς κατά τα αναφερόμενα στην υπό διόρθωση απόφαση, η Οδηγία αυτή  δεν εφαρμόζεται άμεσα στις ιδιωτικές σχέσεις και η ενσωμάτωση αυτής στην ελληνική έννομη τάξη, όσο αφορά  στους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα,  όπως εν προκειμένω στους ενάγοντες, έγινε πολύ αργότερα από τον  αναφερόμενο στην αγωγή χρόνο των ένδικων συμβάσεων, κατά  τον οποίο διωκόταν η αναγνώριση του χαρακτήρα τους από  διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου σε ενιαίες συμβάσεις αορίστου χρόνου. Αλλά και από τα όσα  αναφέρονται ως αποδεδειγμένα σε διάφορα σημεία της υπό διόρθωση απόφασης, όπως τον χρόνο πρόσληψης του κάθε ενάγοντος, την σύναψη πολλαπλών και  διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, η οποία έγινε δεκτό ότι έγινε προσχηματικά για την κάλυψη στην πραγματικότητα,  μίας ενιαίας σύμβασης αορίστου χρόνου για κάθε έναν από τους ενάγοντες, καθώς και από την αναγνώριση, τελικά, κάθε μίας των συμβάσεων των 6ου, 11ου και 19ου εναγόντων-1ου, 2ου και 3ου των καλούντων-εκκαλούντων, ως μίας ενιαίας σύμβασης αορίστου χρόνου, προκύπτει ότι το δικάσαν μετ΄ αναίρεσιν Εφετείο, εκ προφανούς παραδρομής, παρέλειψε να καθορίσει  στο διατακτικό του την χρονική αφετηρία της  ισχύος της ενιαίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου που συνδέει τον καθένα από τους αιτούντες με το πρώην  Τ.Ε.Ι Πειραιά και  ήδη Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής και που είναι για τον πρώτο απ΄ αυτούς η 01.10.1999, για τον δεύτερο  η 21.09.1992 και για τον τρίτο η 20.03.1989).

Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή η ένδικη αίτηση και να διορθωθεί (συμπληρωθεί) το διατακτικό της υπ΄ αριθμ 163/2019 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, από το ελλιπές «Αναγνωρίζει τις συμβάσεις εργασίας των εναγόντων-καλούντων, …………….., με το εναγόμενο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά, ως αορίστου χρόνου», στο πλήρες «Αναγνωρίζει τις συμβάσεις εργασίας των εναγόντων-καλούντων, ……………. με το εναγόμενο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά, ως αορίστου χρόνου, με χρόνο έναρξης της σύμβασης για τον πρώτο απ΄ αυτούς την 01.10.1999, για τον δεύτερο,  την 21.09.1992 και για τον τρίτο, την 20.03.1989».

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση

ΔΙΟΡΘΩΝΕΙ το διατακτικό της υπ΄ αριθμ 163/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, από το ελλιπές «Αναγνωρίζει τις συμβάσεις εργασίας των εναγόντων-καλούντων, ……………, με το εναγόμενο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά, ως αορίστου χρόνου», στο πλήρες «Αναγνωρίζει τις συμβάσεις εργασίας των εναγόντων-καλούντων, ……………με το εναγόμενο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά, ως αορίστου χρόνου, με χρόνο έναρξης της σύμβασης για τον πρώτο απ΄ αυτούς την 01.10.1999, για τον δεύτερο,  την 21.09.1992 και για τον τρίτο, την 20.03.1989».

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 6η Μαΐου 2021  και δημοσιεύθηκε στις 26 Μαΐου  2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

Η   ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ