Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 203/2021

Αριθμός   203/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τμήμα 4ο)

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη-Εισηγήτρια και Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη   και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την …………….,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………. και 2) ………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Ιωάννη Ζαφείρη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Σιμέλα Ερμίδου.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  14.9.2009 (αριθμ. εκθ. καταθ. …../2009) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ. 1531/2014 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία ανεκλήθη η υπ΄ αριθμ. 1669/2012 μη οριστική απόφαση αυτού, που είχε  διατάξει την επανάληψη της συζήτησης και διετάχθη η αναστολή, λόγω εκκρεμοδικίας, της έκδοσης οριστικής απόφασης επί της ως άνω αγωγής,  μέχρι την περάτωση της δίκης επί της από 19.9.2006 (αριθ εκθ καταθ. ……./2006) αγωγής και η υπ΄ αριθμ. 2844/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την από  9.11.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2018) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς  ………../2018)  αρχικά η 19η.9.2019, μετά δε από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Το άρθρο 528 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης (10.1.2014), ορίζει ότι «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης κατά της απόφασης, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, πλην, όμως, ερευνήθηκαν οι λόγοι, σαν αυτός να ήταν παρών, προκύπτει ότι η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, να ακουσθεί και να προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που, ενδεχομένως, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της. Μετά την εξαφάνιση της απόφασης χωρεί νέα συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε δικαίωμα να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ. Για να επέλθει, όμως, το αποτέλεσμα της εξαφάνισης της απόφασης, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος έφεσης είναι βάσιμος, αλλά μόνον αν είναι νόμιμος, έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (Α.Π. 394/2011 ΝοΒ 2011. 2.171, Α.Π. 251/2009 Δίκη 2009.996, Α.Π. 1.906/2008 ΝοΒ 2009.927, Α.Π. 1.140/2008 Δίκη 2009.187, Σαμουήλ, ο.π., σελ. 99, Βαθρακοκοίλης, Κ.Πολ.Δ., οι τροποποιήσεις έως το Ν. 2.915/2001, έκδ. 2001, άρθρ. 528, σελ. 498, αριθμ. 1, Κεραμέας – Kονδύλης – Nίκας, Κ.Πολ.Δ., Συμπλήρωμα, έκδ. 2003, άρθρ. 528, σελ. 68). Τέλος, η αντιμετώπιση αυτή ισχύει αδιαφόρως αν η ερήμην απόφαση στον πρώτο βαθμό εκδόθηκε κατά την τακτική ή την ειδική διαδικασία (Α.Π. 884/2007 ΧρΙΔ 2008.52, Α.Π. 446/2007 ΝοΒ 2008.138, ΕφΛαμ 54/2013 – “Νόμος”).

ΙΙ. Επίσης, οι οριστικές διατάξεις των αποφάσεων που περιέχουν τόσο οριστικές, όσο και μη οριστικές διατάξεις, δεν συνεκκαλούνται, εκτός εάν ρητώς προσβάλλονται (ΕφΑθ 11311/1979, Δνη 1980.133), μετά την έκδοση οριστικής (τελειωτικής) απόφασης εφ` όλων των αγωγικών αιτημάτων (άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ ΚΠολΔ). Αν ο διάδικος, που έχει προς τούτο έννομο συμφέρον, δεν προσβάλει την προαναφερόμενη οριστική διάταξη με έφεση εντός της νόμιμης προθεσμίας, αυτή καθίσταται τελεσίδικη παράγουσα δεδικασμένο, (ΕφΠατρ 152/2000).

ΙΙΙ. Εξάλλου, η οριστική κρίση του δικαστηρίου συνήθως διατυπώνεται στο διατακτικό της απόφασης, αλλά δεν αποκλείεται να περιέχεται και σε μόνο το σκεπτικό, εφόσον όμως στην τελευταία περίπτωση το δικαστήριο δεν περιορίζεται να εκφέρει απλώς σκέψεις για τη βασιμότητα ή μη του εξεταζόμενου αιτήματος, αλλά αποφαίνεται με σαφήνεια, ως συμπέρασμα νομικής σκέψης, για την παραδοχή ή απόρριψη αυτού. Διατακτικό δηλαδή δεν είναι μόνο το τμήμα της απόφασης που ακολουθεί τις λέξεις “δια ταύτα” αλλά και κάθε μέρος της που περιέχει σαφώς και ρητώς τη διάγνωση του κρίσιμου αιτήματος ή δικαιώματος, (ΑΠ 1821/2009, ΝΟΜΟΣ).

ΙV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1718 ΑΚ, διαθήκη, για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757  ΑΚ, είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1719 αριθ. 3  ΑΚ, όπως ήδη ισχύει μετά την τροποποίησή της με τη διάταξη του άρθρου 30 ν. 2447/1996, ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι όσοι κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, δεν έχουν συνείδηση των πράξεων τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης τους. Στην αμέσως πιο πάνω διάταξη προβλέπονται δύο περιπτώσεις ανικανότητας προς σύνταξη διαθήκης, δηλαδή α) η έλλειψη συνείδησης των πράξεων, η οποία υπάρχει όταν το πρόσωπο από αίτιο νοσηρό ή μη (όπως μέθη, ύπνωση κλπ.) δεν έχει τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης που συντάσσει, καθώς και την ικανότητα να συλλάβει τη σημασία των επί μέρους διατάξεων της διαθήκης, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου ή πλήρης έλλειψη της λειτουργίας του νου και β) η ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη. Ως ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη, νοείται ειδικότερα κάθε διαταραχή που μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν, δηλαδή εξαιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων. Η ανικανότητα κρίνεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ενώ η μεταγενέστερη επέλευσή της ή η ύπαρξή της σε προγενέστερο χρόνο δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή, (ΑΠ 913/2019, ΝΟΜΟΣ). Σε αντίθεση, δηλαδή, με την αρχική διάταξη του άρθρου 1719 αριθ. 4 AK, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με τη διάταξη του άρθρου 30 του ν.2447/1996, που προπαρατέθηκε, η οποία, ως ανικανότητα προς σύνταξη διαθήκης, απαιτούσε, επίσης, τη στέρηση της χρήσης του λογικού από πνευματική ασθένεια, δηλαδή, διανοητική ή ψυχική διαταραχή οφειλόμενη σε ασθένεια, επιφέρουσα, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αδυναμία λογικής στάθμισης και ελεύθερου προσδιορισμού της βούλησης του διαθέτη, ο οποίος μπορούσε μεν να έχει επαρκή αντίληψη για το τί έπραττε συντάσσοντας τη διαθήκη του, αλλά, εξαιτίας ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής δεν ήταν η βούλησή του ελεύθερη στο βαθμό που είναι του ομαλά ψυχικά ανθρώπου, δηλαδή δεν μπορούσε αυτός να προσδιορίσει με λογικούς υπολογισμούς ελεύθερα τη βούλησή του και να αντισταθεί, έτσι, σε υποβολή προερχόμενη από άλλους, η ήδη ισχύουσα διάταξη απαιτεί απλά ψυχική ή διανοητική διαταραχή περιορίζουσα αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη, εξαιτίας προφανώς του ότι η στέρηση της χρήσης του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας αποτελεί νομικό όρο που δεν χρησιμοποιείται στην ιατρική, δηλαδή, όρο, ο οποίος με δυσχέρεια μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, αφού ως πνευματική ασθένεια δεν νοείται μόνο η πάθηση της νόησης του πνεύματος, αλλά γενικά κάθε ψυχική διαταραχή. Ως ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη νοείται, ειδικότερα, κάθε διαταραχή που μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν, δηλαδή, εξαιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων. Οι ασθένειες που μπορούν να οδηγήσουν στην πιο πάνω διαταραχή είναι οι ίδιες, οι οποίες, σύμφωνα με τη ρύθμιση της προϊσχύσασας διάταξης του άρθρου 1719 αριθ. 4 AK, προκαλούσαν έλλειψη της χρήσης του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας, δηλαδή, οι γνήσιες ψυχώσεις, όπως λ.χ. η μανιοκατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, οι παράνοιες, αλλά και οργανικοψυχικές παθήσεις, όπως λ.χ. η γεροντική άνοια, όταν απ` αυτή προκαλείται μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νου, σε βαθμό που αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης η ολιγοφρένεια κ.ά. Η διακρίβωση πότε σε συγκεκριμένη περίπτωση αποκλείεται ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, είναι έργο ιδιαίτερα λεπτό και δυσχερές, ενόψει και του ότι μια εξελικτική οργανική ασθένεια του εγκεφάλου καθιστά, κατά την εξέλιξή της, ανίκανο τον πάσχοντα για σύνταξη διαθήκης. Παρέπεται ότι δεν αποκλείεται κατά νόμο ή συνύπαρξη στο πρόσωπο του διαθέτη και των δύο περιπτώσεων ανικανότητας, που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 1719 αριθ. 3 AK, δηλαδή, τόσο της έλλειψης συνείδησης των πράξεών του, όσο και της ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής του που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του. Τέλος, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1719 αριθ. 3 AK, προς σύνταξη έγκυρης διαθήκης ο διαθέτης πρέπει να έχει ικανότητα προς τούτο, υπάρχουσα κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης και καθόλη τη διάρκειά της. Αν όμως πρόκειται για πάθηση μη ιάσιμη ή για βαριά ψυχική ή διανοητική διαταραχή του διαθέτη, τότε δεν είναι αναγκαίο η απόδειξη της κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης, αφού τεκμαίρεται αυτή λόγω της διάρκειάς της, (AΠ 405/2019, NOMOΣ).

V. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1718 και 1721 παρ. 1 εδ. α ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι είναι άκυρη η ιδιόγραφη διαθήκη εφόσον αυτή δεν έχει γραφεί ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη και δεν έχει χρονολογηθεί και υπογράφει απ` αυτόν. Ο νόμος απαίτησε την καθ΄ ολοκληρία γραφή της ιδιόγραφης διαθήκης από το χέρι του ίδιου του διαθέτη προς διασφάλιση της γνησιότητας και του περιεχομένου της τελευταίας βούλησης του διαθέτη, μη επιτρέποντας την επέμβαση ξένης χειρός σ` αυτήν, και, εφόσον δεν διακρίνει, απαιτείται να είναι ιδιοχείρως γραμμένη ολόκληρη η διαθήκη απ` αρχής μέχρι τέλους, το οποίο επισημαίνεται με την επίσης ιδιοχείρως γραμμένη υπογραφή του διαθέτη (Α.Π. 463/2019,579/2016). Έννομο συμφέρον για την αναγνώριση της ακυρότητας έχει και εκείνος που βλάπτεται από την ύπαρξή της ( ΕΑ 3183/2006) ή προκαλείται κίνδυνος στα έννομα συμφέροντά του (ΑΠ 640/2003, 541/2003, ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις προκύπτει ότι αυτός που ζητεί τη δικαστική αναγνώριση της ακυρότητας της ιδιόγραφης διαθήκης, αρκεί να επικαλεσθεί την έλλειψη κάποιου από τα παραπάνω ουσιώδη στοιχεία του κύρους εκείνης ή ότι ο φερόμενος ως συντάκτης αυτής, δεν ήταν ικανός να διαβάζει χειρόγραφα (άρθρο 1723). Ο επικαλούμενος τη διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει τη γνησιότητα της υπογραφής σ` αυτή, αλλά πρέπει να αποδείξει ότι και όλο το περιεχόμενο γράφτηκε ιδιοχείρως από το διαθέτη. Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής για ακυρότητα της διαθήκης, λόγω της μη ιδιόχειρης γραφής και υπογραφής αυτής, όπου αρκεί μόνο η με την αγωγή αντιτασσόμενη γενική άρνηση του ενάγοντος κατά του προβαλλόμενου, από τη διαθήκη, δικαιώματος του εναγομένου. Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτή δεν είναι υποχρεωμένος ο ενάγων να αποδείξει την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν το δικαίωμα του εναγομένου, αλλά ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να αποδείξει την αλήθεια των περιστατικών αυτών, δηλαδή την ιδιόχειρη από το διαθέτη γραφή και υπογραφή της διαθήκης (ΑΠ 453/2017).

Η ενάγουσα – εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά των εναγομένων εκκαλούντων,  την από 14.9.2009 και υπ΄αριθ. κατάθ. ……./2009 αγωγή, με την οποία εξέθετε ότι τον Αύγουστο 2005 απεβίωσε ο θείος της ….. ……. ., που κατοικούσε εν ζωή στον Πειραιά και πέθανε σε ψυχιατρική κλινική, ο οποίος φέρεται να άφησε την από 12.7.1997 ιδιόγραφη διαθήκη του, δημοσιευθείσα με το υπ΄αριθ. 944/2005 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Οτι με την ως άνω διαθήκη, ο αποβιώσας θείος της …….., εγκατέστησε ως κληρονόμους του τους εναγομένους ανεψιούς του, μεταξύ δε των περιουσιακών στοιχείων που τους κατέλιπε, ήταν και η αξίωσή του για συμμετοχή στα αποκτήματα της προαπαοβιωσάσης συζύγου του ……, το γένος ……., για την οποία, (αξίωση) είχε ασκήσει αγωγή εναντίον της ίδιας (ενάγουσας), με την ιδιότητά της ως κληρονόμου της ακίνητης περιουσίας της προαποβιωσάσης …….. δυνάμει δημόσιας διαθήκης της. Ότι η ως άνω διαθήκη του ……… δεν γράφτηκε με το χέρι του ούτε υπογράφτηκε από αυτόν και επικουρικά, εάν ήθελε κριθεί ότι γράφτηκε από αυτόν, δεν γράφτηκε με τη θέλησή του, αλλά αποτελεί προϊόν ψυχολογικής πίεσης των εναγομένων, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την ευάλωτη ψυχολογική του κατάσταση για να του υποβάλουν τη θέλησή τους.  Με βάση τα παραπάνω, η ενάγουσα ζητούσε να κηρυχτεί άκυρη η από 12.7.1997 ως άνω διαθήκη, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος να την αποζημιώσουν με το ποσό των 100.000 € για τη δημοσίευση της πλαστής αυτής διαθήκης και να καταδικασθούν στη δικαστική της δαπάνη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, δυνάμει της υπ΄ αριθ. 1669/2012 εν μέρει οριστικής απόφασής του, α) το μεν, με οριστική κρίση, απέρριψε το αίτημα περί αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης ως αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης. Και τούτο,  ανεξαρτήτως του ότι δεν συμπεριλήφθηκε σχετική διάταξη στο διατακτικό της απόφασης, καθόσον, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα στην υπό στοιχ. ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, κάθε μέρος της απόφασης που περιέχει σαφώς και ρητώς διάγνωση του κρίσιμου ζητήματος ή δικαιώματος, αποτελεί διατακτικό, έστω και αν δεν περιέχεται στο τμήμα της απόφασης που επιγράφεται «Δια ταύτα» αλλά μπορεί να περιλαμβάνεται ακόμη και στο σκεπτικό. Στην προκειμένη περίπτωση, η σχετική κρίση περί απόρριψης του σωρευόμενου αιτήματος περί αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης για τη δημοσίευση της διαθήκης, αποτελεί συμπέρασμα νομικής σκέψης που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό και η οριστική αυτή κρίση της για αντικείμενο το οποίο ήταν ώριμο για έκδοση οριστικής απόφασης διατυπώνεται με σαφήνεια στο σκεπτικό της χωρίς να δημιουργείται καμία αμφιβολία για την κρίση της αυτή από το γεγονός ότι δεν περιελήφθησαν στο διατακτικό της σχετικές διατάξεις για απόρριψη της (σωρευόμενης) αγωγής αυτής, (ΑΠ 1821/2009), αφού το δικαστήριο απεκδύθηκε οριστικά από την εξουσία του στη δικαζόμενη υπόθεση, (ΕφΠατρ 982/2009), λόγος για τον οποίο η εκκαλουμένη δεν έκρινε επί του θέματος αυτού, ούτε ασκήθηκε έφεση από την  ενάγουσα. Συνεπώς καθίσταται άνευ αντικειμένου ο ισχυρισμός των εναγομένων περί αοριστίας (216 ΚΠολΔ) του σχετικού αιτήματος. Β) το δε, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη από τον ειδικό δικαστικό  γραφολόγο ………, για να γνωμοδοτήσει με έγγραφη αιτιολογημένη έκθεσή του εάν η επίδικη ιδιόγραφη διαθήκη έχει γραφεί και υπογραφεί με το χέρι του διαθέτη.   Κατατεθείσης της από 25.8.2012 και υπ΄αριθ. κατάθ. ./11.9.2012 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του ανωτέρω γραφολόγου, η υπόθεση εισήχθη για συζήτηση με την από 12.9.2012 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……./13.9.2912) κλήση των εναγομένων, επί της οποίας εξεδόθη η υπ΄αριθ. ……../26.3.2014 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας, ανακλήθηκε η υπ΄αριθ. 1669/30.3.2012 ως άνω μη οριστική απόφαση  και η συζήτηση της κρινόμενης αγωγής κρίθηκε απαράδεκτη. Διετάχθη δε, η αναστολή λόγω εκκρεμοδικίας της εκδίκασής της, έως ότου περατωθεί με τελεσίδικη απόφαση ή με άλλον νόμιμο τρόπο, η εκκρεμής δίκη που είχε ανοιχθεί  με την από 19.9.2006 με όμοιο περιεχόμενο. Εν συνεχεία, με την από 8.1.2017 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……/2017) κλήση της, η ενάγουσα παραιτήθηκε από την προγενέστερη από 19.9.2006 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……../20.9.2006) ως άνω αγωγή της και επανέφερε προς συζήτηση την κρινόμενη αγωγή, επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη, ερήμην των εναγομένων – εκκαλούντων. Εν όψει των ανωτέρω, η κρινόμενη, από 9.11.2018 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……../12.11.2018) έφεση των πρωτοδίκως ηττηθέντων εναγομένων κατά της εφεσίβλητης – ενάγουσας και της υπ΄αριθ. 2844/20.6.2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτικής διαδικασίας) που εκδόθηκε ερήμην των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων, ασκήθηκε νομότυπα (495 παρ. 1,2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 520 παρ. 1, 522, 524 παρ. 1, 2, 525 παρ.1, 532 και 533 παρ. 1  ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (518 παρ. 2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται κοινοποίηση της εκκαλουμένης οριστικής απόφασης. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση, με την οποία οι εκκαλούντες παραπονούνται για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προς το σκοπό όπως απορριφθεί η αγωγή της ενάγουσας – εφεσίβλητης. Περαιτέρω, πρέπει όπως προαναφέρθηκε, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της, αφού πλήττεται ως προς την εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, δικαιουμένων των εκκαλούντων να προβάλουν όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσαν να προβάλουν πρωτοδίκως, να κρατηθεί δε η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα των λόγων της, (533 παρ. 1, 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης κατατέθηκε  το υπ΄αριθ.  …………/ 2018 e – παράβολο.

Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιλαμβάνονται στα πρακτικά της υπ΄αριθ. 1669/30.3.2012 απόφασης αυτού, την κατάθεση του μάρτυρα των εκκαλούντων που περιλαμβάνεται στα πρακτικά της παρούσας δίκης, καθώς και τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται και χρησιμοποιούνται είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων εφόσον επιτρέπεται η δια μαρτύρων απόδειξη, μεταξύ δε αυτών είναι : η από 25.8.2012 και υπ΄αριθ. κατάθ. ……/11.9.2012 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του Αστυνόμου Α΄- Δικαστικού Γραφολόγου …….., η οποία διατάχθηκε με την υπ΄αριθ. 1669/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία όμως ανακλήθηκε με την υπ΄αριθ. 1531/2014 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, αποτελεί δικαστικό τεκμήριο και  λαμβάνεται υπ΄όψιν ως γνωμοδότηση προσώπου με ειδικές γνώσεις επιστήμης, εκτιμώμενη ελεύθερα από το δικαστήριο, (ΑΠ 203/1983, Δ 1984.32, ΝΟΜΟΣ), η από 25.9.2001 έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ψυχιάτρου ……. και η χωρίς ημερομηνία έκθεση του τεχνικού συμβούλου ……., που συνετάγησαν στα πλαίσια άλλης δίκης (επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αριθ. 3212/2001 απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου), και  η υπ΄αριθ. ……./2001 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων της ενάγουσας …………., η οποία συνετάγη στα πλαίσια άλλης δίκης, τα οποία  επίσης εκτιμώνται ελεύθερα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, η υπ΄αριθ. …../2019 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα της ενάγουσας ……., που συνέταξε η Ειρηνοδίκης Καλλιθέας, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εκκαλούντων, όπως προκύπτει από τις υπ΄αριθ. ….. και ……/12.9.2019 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Αθηνών …….. και η από 11.9.2019 ιατρική γνωμάτευση του ….., που λαμβάνονται υπ΄ όψιν καίτοι προσκομίζονται ενώπιον του δικαστηρίου αυτού για πρώτη φορά από την ενάγουσα, όχι όμως από στρεψοδικία ή βαριά αμέλεια (529 παρ. 2 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο .. ……………….  , κάτοικος εν ζωή Πειραιά, απεβίωσε στις 29.8.2005 με αναφερόμενη, (κατά το ενδιαφέρον μέρος της), αιτία θανάτου «Καρδιακή ανακοπή – πιθανά συγκοπικά επεισόδια – οργανικό ψυχοσύνδρομο – διπολική διαταραχή – ΣΔ – Ν. Πάρκινσον» (βλ. από 29.8.2005, ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιάρχου Αθηνών, υπ΄αριθ. .., τ. ., έτος 2005). Οι εναγόμενοι είναι τέκνα της αδελφής του, ….., η δε ενάγουσα είναι ανεψιά της προαποβιωσάσης συζύγου του . ………………, το γένος . ………………,  (θυγατέρα της προαποβιωσάσης αδελφής της …….) με την οποία παντρεύτηκαν το έτος 1943 και δεν απέκτησαν τέκνα. Η . ………………, που απεβίωσε στις 13.4.1997, με την υπ΄ αριθ. …./21.12.1997 δημόσια διαθήκη της που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς  ……… και δημοσιεύθηκε με το υπ΄αριθ. 375/16.5.1997 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εγκατέστησε κληρονόμο της εφ΄όλης της ακίνητης περιουσίας της την ενάγουσα, ενώ όλη την κινητή περιουσία της κατέλιπε στο σύζυγό της .. ……………….  Ο τελευταίος, συνταξιούχος ναυτικός, μετά τον κατά τα ανωτέρω θάνατο της συζύγου του, άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 8.7.1997 (υπ΄αριθ. κατάθ. ../1997) αγωγή από αξίωσης συμμετοχής σε αποκτήματα (ΑΚ 1400) κατά τη ήδη ενάγουσας, ζητώντας να υποχρεωθεί αυτή να του αποδώσει αυτούσια τα ακίνητα που περιγράφονται στην αγωγή και αποκτήθηκαν από τη σύζυγό του κατά τη διάρκεια του γάμου τους, άλλως την αξία τους, ήτοι τα ακίνητα που περιήλθαν στην ενάγουσα με την ως άνω διαθήκη της θείας της και συζύγου του. Εξεδόθη η υπ΄αριθ. 6861/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας, η εν λόγω αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή και υποχρεώθηκε η εκεί εναγομένη και ήδη ενάγουσα να του καταβάλει το ποσό των 57.520 € νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Λίγες ημέρες αργότερα, ο …….. συνέταξε την από 12.7.1997 ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία δημοσιεύθηκε και κηρύχτηκε κυρία με το υπ΄αριθ. 944/18.11.2005 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία κατέλιπε στους εναγομένους κάθε κινητή και ακίνητη περιουσία του, καθώς και την αξίωσή του κατά της ενάγουσας από την  ως άνω αγωγή για συμμετοχή στα αποκτήματα, και δη κοινά, αδιαίρετα και κατ΄ισομοιρίαν. Λόγω της αξίωσης αυτής η ενάγουσα έχει έννομο συμφέρον ν΄ασκήσει την ένδικη αγωγή και να επιδιώξει την ακύρωση της διαθήκης και είναι απορριπτέος ο σχετικός ισχυρισμός των εναγομένων περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος.

Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι η επίδικη διαθήκη του . ………………, συντάχθηκε, χρονολογήθηκε και υπογράφηκε από το χέρι του διαθέτη και δικαιοπαρόχου των εναγομένων, όπως προκύπτει, χωρίς αμφιβολία, από την ως άνω γνωμοδότηση του γραφολόγου …. αλλά και την από 16.4.2007 έκθεση γραφολογικής και γραφοτεχνικής γνωμοδότησης του ειδικού δικαστικού γραφολόγου …., που συντάχθηκε με εντολή των εναγομένων. Ειδικότερα, ο εν λόγω γραφολόγος …….., αφού εξέτασε την ένδικη διαθήκη στο πρωτότυπό της μακροσκοπικά και μικροσκοπικά, φωτογράφησε και φωτοτύπησε αυτήν, προέβη σε συγκριτική εξέταση αυτής και των δειγματικών στοιχείων από διάφορα έγγραφα που του παρέδωσαν οι διάδικοι, ήτοι τουλάχιστον 23 (με αρίθμηση από Δα1 έως και Δα23), δημόσια και ιδιωτικά (δελτίο ταυτότητας, οικογενειακό βιβλιάριο φορολογικά έντυπα, αιτήσεις προς την Κτηματική Τράπεζα,  συμβολαιογραφικά πληρεξούσια, χειρόγραφες επιστολές και σημειώσεις), με αναφερόμενο χρόνο σύνταξης από  το 1968 έως και το 2000, δηλαδή παλαιότερα και πλησιόχρονα στο χρόνο του θανάτου του, που του παρέδωσαν οι εναγόμενοι, καθώς και 3 χειρόγραφες επιστολές, με αναφερόμενο χρόνο σύνταξης από το 1955 έως και το 1959, που του παρέδωσε η ενάγουσα, καθώς και διάφορα διαδικαστικά έγγραφα που παραδόθηκαν από τους διαδίκους και μετά από γραφολογική εξέταση ως προς το δειγματικό υλικό γραφής και υπογραφών  και συγκριτική εξέταση α) της γραφής της διαθήκης με τη δειγματική γραφή του .. ………………, β) της υπογραφής της διαθήκης με τις δειγματικές υπογραφές  αυτού, συμπέρανε ότι η ένδικη  διαθήκη του .. ……………… έχει πράγματι συνταχθεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί από το διαθέτη.  Στο ίδιο συμπέρασμα, ότι η ένδικη διαθήκη έχει γραφεί και υπογραφεί από το διαθέτη, κατέληξε και ο γραφολόγος ……….., μετά από εξέταση και σύγκριση της διαθήκης, χειρόγραφης γραφής του διαθέτη από «26 Τετάρτη 1997» σε δύο λευκές σελίδες, χειρόγραφη γραφή του διαθέτη σε 4 σελίδες κόλλας διαγωνισμού και το εκδοθέν το 1964 δελτίο αστυνομικής του ταυτότητας. Εξάλλου, τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από άλλο αποδεικτικό στοιχείο, ούτε και από τον  ισχυρισμό της ενάγουσας ότι η διαθήκη δεν είναι γνήσια διαθήκη του . ……………… γιατί, όπως ισχυρίζεται, ενώ στις  απευθυνόμενες προς εκείνην τρεις επιστολές (που έθεσε στη διάθεση του γραφολόγου ………, ως άνω,) ο διαθέτης την αποκαλεί «….», ενώ στην ένδικη διαθήκη την αναφέρει ως «…», καθόσον, πέραν του ότι οι επιστολές χρονολογούνται τα έτη 1955 – 1959, ήτοι προ τεσσαρακονταετίας όταν η ενάγουσα ως μαθήτρια ετοιμαζόταν για εξετάσεις όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των επιστολών, οπότε δικαιολογείται η χρήση του υποκοριστικού ονόματος, από δε την επισκόπηση της ένδικης διαθήκης προκύπτει ότι στη γραφή του ονόματος της ενάγουσας παρεισέφρυσε στιγμιαία σύγχυση μεταξύ του κυρίου ονόματός της (…) και του επωνύμου (…..), η οποία αμέσως καλύφθηκε με τη ροή της γραφής, ενώ δεν δημιουργείται καμία αμφιβολία σχετικά με την ταυτότητα της ενάγουσας, καθώς αναφέρεται και το πλήρες όνομά της  και η αγωγή αποκτημάτων που κατέθεσε ο διαθέτης εναντίον της. Εξάλλου, το γεγονός ότι στη διαθήκη η ενάγουσα αναφέρεται με το πλήρες, κύριο και επώνυμο, όνομά της, καταδεικνύει ότι ο διαθέτης, έχοντας πλήρη αντίληψη και λογική κατά τη σύνταξή της, υιοθέτησε το ύφος που απαιτούσε η σοβαρότητα της κορυφαίας στιγμής σύνταξης της τελευταίας του βούλησης και απέφυγε τα υποκοριστικά ονόματα. Τέλος, όπως προκύπτει από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, ιδίως δε από τις προσκομισθείσες ιδιόχειρες επιστολές και σημειώματα του διαθέτη, αυτός ήταν εγγράμματος, (είχε τελειώσει τη Σχολή Μηχανικών του Πνευματικού Συνδέσμου Πειραιά και διατέλεσε επί δεκαετία περίπου αρχιμηχανικός σε ναυτιλιακή εταιρία του Πειραιά)  και μάλιστα χειριζόταν πολύ καλά το γραπτό λόγο, μπορούσε να διαβάσει και εννοήσει αυτά που έγραψε, ελέγχοντας αν πράγματι το κείμενο που ιδιοχείρως έχει γραφεί από αυτόν ανταποκρίνεται στην πραγματική του βούληση. Τέλος, ο μάρτυρας της ενάγουσας κατέθεσε ότι δεν διαφωνεί ότι πρόκειται για τα γράμματα του θείου του. Αποδείχθηκε συνεπώς, ότι πρόκειται για γνήσια διαθήκη του ………………, που έχει γραφεί, υπογραφεί (και χρονολογηθεί) από τον ίδιο και η κρινόμενη αγωγή πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά την κύρια βάση της και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την επικουρική βάση.

Περαιτέρω, o  διαθέτης ήταν μηχανικός του Εμπορικού Ναυτικού από το 1946 και από το 1967 αρχιμηχανικός στα γραφεία της εταιρίας ………… Συνταξιοδοτήθηκε το 1973, αλλά συνέχισε να εργάζεται μέχρι το 1983. Πάσχων από συναισθηματική ψύχωση από το τέλος του 1987, νοσηλεύθηκε στις κλινικές «……» και «………..», κατά διαστήματα (όχι συνεχώς) από 4.12.1987 έως και το θάνατό του με τελευταία εισαγωγή στην κλινική «…….» στις 3.3.1997, δηλαδή μετά τη σύνταξη της διαθήκης από τη σύζυγό του (21.2.1997) και πριν το θάνατό της στις 3.4.1997. Η πάθησή του όμως αυτή δεν επηρέασε τη νοητική του κατάσταση, τη χρήση του λογικού και τις ψυχικές του λειτουργίες της αντίληψης, κρίσης, μνήμης και τις εν γένει πνευματικές του ικανότητες. Τα παραπάνω έκρινε και η υπ΄αριθ. 6861/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, επί απορριφθέντος ισχυρισμού της ήδη ενάγουσας (ότι ο ……… εστερείτο της χρήσης του λογικού) στα πλαίσια έφεσης αυτής κατά της υπ΄αριθ. 2932/2003 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω αγωγή αποκτημάτων και υποχρέωσε την ήδη ενάγουσα να του καταβάλει το ποσό των 82.175,68 € νομιμοτόκως μέχρις εξοφλήσεως. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απόφαση κρίθηκε ότι ο ……….., κατά το χρόνο άσκησης της ως άνω αγωγής του (9.7.1997), κατά το χρόνο σύνταξης του υπ΄αριθ. ……/7.11.1997 ειδικού δικαστικού πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Καλλιθέας …….. προς τους πληρεξουσίους δικηγόρους του …… και ………, μέχρι τη μετ΄απόδειξη συζήτηση της ως άνω αγωγής αποκτημάτων (στις 10.11.1997) και μέχρι την 20.11.2000,  είχε νοητική κατάσταση, λογική και εν γένει πνευματικές ικανότητες που του επέτρεπαν να προβεί στις ανωτέρω ενέργειες, οι οποίες παραμένουν καθ΄όλα έγκυρες. Στήριξε δε την κρίση του αυτή, εκτός των λοιπών προσκομισθέντων στη δίκη εκείνη εγγράφων και λοιπών αποδεικτικών στοιχείων, στις (και στην παρούσα δίκη προσκομιζόμενες), από 25.9.2001 έκθεση του πραγματογνώμονα νευρολόγου ψυχιάτρου ……. και γνωμάτευση του τεχνικού συμβούλου της ήδη ενάγουσας, νευρολόγου ψυχιάτρου ……., που διενεργήθηκαν νομίμως στα πλαίσια της δίκης εκείνης και αναφέρθηκαν στο τεθέν ερώτημα περί ύπαρξης αποφασιστικού περιορισμού της βούλησής του με συνέπεια της έλλειψης συνείδησης των πράξεών του, λόγω  ψυχικού νοσήματος. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι η παραπάνω κρίση δεν αποτελεί δεδικασμένο (321 επ. ΚΠολΔ) ως προς την παρούσα δίκη, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, καθώς οι διάδικοι δεν έχουν την ίδια ιδιότητα και δεν υπάρχει ταυτότητα δικαιώματος και αντικειμένου, ούτε ιστορικής και νομικής αιτίας.  Περαιτέρω, στην ως άνω πραγματογνωμοσύνη του ……….., αναφέρεται επίσης ότι η  συναισθηματική ψύχωση δεν αλλοιώνει την προσωπικότητα του ασθενούς, ο οποίος όσες φορές και να αρρωστήσει με τη θεραπεία που κάνει, ακόμη δε και χωρίς θεραπεία, μπορεί να συνέρχεται τελείως, επειδή η νόσος είναι κυκλική, μπαίνει δηλαδή το άτομο σε φάση νοσηρή κατά καιρούς και εξέρχεται από μόνο του. Όταν δε  το πάσχον άτομο συνέλθει, δεν παρουσιάζει έκπτωση ούτε της προσωπικότητάς του ούτε των πνευματικών του λειτουργικών, όπως συνήθως συμβαίνει με άλλες ψυχικές παθήσεις και συγκεκριμένα τη σχιζοφρένεια που είναι πολύ συχνή ψυχική νόσος και αλλοιώνει πολύ την προσωπικότητα με την πάροδο του χρόνου, ενώ στη συναισθηματική ψύχωση, ο ασθενής εξερχόμενος της νοσηλείας επανέρχεται στην προ της νοσήσεώς του φυσιολογική κατάσταση. Για την κατάσταση του ……………, ανέφερε ότι προσήλθε στην εξέταση πρόθυμα και συνεργάστηκε ικανοποιητικά, όντας ήρεμος, ευγενικός και ευδιάθετος, ότι γνώριζε την ψυχική του νόσο και παρέμενε στην κλινική «……..» όπου εξετάστηκε «σαν σε οικοτροφείο» λόγω γήρατος και μοναξιάς αφού είχε χάσει τη γυναίκα του, εξερχόταν όμως τα Σαββατοκύριακα, φιλοξενούμενος στους συγγενείς του από την Παρασκευή μέχρι τη Δευτέρα το πρωί που τον επιστρέφουν. Σημειωτέον ότι στην από 20.4.2005 απάντηση της κλινικής «……..» προς την ενάγουσα, που υπογράφει ο νευρολόγος ψυχίατρος ……., αναφέρεται ότι κατά τις εξόδους του, ο ……… συνοδευόταν από την οικογένεια ….. Την παραμονή του στην κλινική «……..» ως ένα είδος οίκου ευγηρίας και όχι εξαιτίας της πάθησής του, βεβαιώνει και ο τεχνικός σύμβουλος της ενάγουσας στη δίκη εκείνη ………. Επίσης, κατά την εξέτασή του από τον ως άνω πραγματογνώμονα ………., εξέφρασε με ευγένεια τη διαφωνία του για τον τρόπο που η σύζυγός του διέθεσε με τη διαθήκη της την περιουσία τους, την οποία απέκτησαν με δικά του χρήματα που κέρδιζε από την εργασία του ως ναυτικός, αλλά ορισμένα ακίνητα φέρονταν στο όνομα της συζύγου του λόγω της επικινδυνότητας της εργασίας του. Εξάλλου, ο ως άνω πραγματογνώμονας αποφάνθηκε ότι ο ………… ήταν σε θέση να ελέγχει τη βούλησή του και είχε συνείδηση των πράξεών του κατά τις ημερομηνίες 8.7.1997 και 10.11.1997, αφού βρισκόταν εκτός έξαρσης της ασθένειάς του, λαμβάνοντας υπ΄όψιν για το σχηματισμό της κρίσης του και τις σχετικές βεβαιώσεις της κλινικής στην οποία νοσηλευόταν, για δε την ημερομηνία 20.11.2000, δεν αποφάνθηκε, καθώς δεν υπήρχε σχετική βεβαίωση από την κλινική, αλλά σημείωσε ότι δεν θα μπορούσε να ελέγξει τη βούλησή του εάν  βρισκόταν σε έξαρση της νόσου, ενώ  θα κατέληγε στο ίδιο ως άνω συμπέρασμα, (ότι μπορούσε να ελέγξει τη βούλησή του) εάν βρισκόταν εκτός έξαρσης της νόσου, πράγμα για το οποίο θα μπορούσαν να ληφθούν και μαρτυρίες ανθρώπων του περιβάλλοντός του. Την παραπάνω κρίση του πραγματογνώμονα ενίσχυσε το κριτήριο ότι ο ………., «…δεν μετέβαλε τη γνώμη του, αλλά και τη φορά αυτή υπεστήριξε τη γνώμη που είχε εκφράσει νωρίτερα, τότε δηλαδή που θεωρούμε ότι ήτανε σε θέση να εκφράσει ελεύθερα τη βούλησή του». Σχετικά με τη δυσαρέσκεια του ……….., για τη διάθεση της περιουσίας από τη σύζυγό του με τη διαθήκη της, αναφέρθηκε και ο τεχνικός σύμβουλος της ενάγουσας στη δίκη εκείνη, ……….., νευρολόγος ψυχίατρος, ο οποίος στη χωρίς ημερομηνία έκθεσή του, (αναφέρει ότι η εντολή για διενέργειά της του δόθηκε από την ενάγουσα στις 17.9.2001), παρέθεσε τμήμα του διαλόγου που διαμείφθηκε μεταξύ τους κατά την εξέταση. Ειδικότερα, ο ……….. εξέφρασε την ενόχλησή του για το ότι η σύζυγός του δεν έλαβε υπ όψιν κατά τη διάθεση της περιουσίας τους, ενώ ήταν εκείνος που εργαζόταν για να δημιουργηθεί αυτή η περιουσία και για το λόγο αυτόν (ότι η περιουσία προέρχεται από εκείνον) δεν τον ενοχλούσε να τη διαθέσει στα δικά του ανήψια γιατί κατά τη γνώμη του,  ήταν σαν να τα είχε ο ίδιος. Επίσης, στις 6.3.2000, ο νευρολόγος ψυχίατρος ………, της κλινικής «…..» όπου νοσηλευόταν ο ……………, γνωμάτευσε ότι από το 1997 είναι σε πολύ καλή ψυχολογική κατάσταση χωρίς σαφή ψυχοπαθολογικά στοιχεία και χωρίς διαταραχές στην κρίση του και στις άλλες ανώτερες ψυχικές λειτουργίες (μνήμη, προσανατολισμός, κλπ), κρίνοντας ότι «…το ανωτέρω διάστημα» (ήτοι από το 1997 μέχρι τη σύνταξη της ανωτέρω βεβαίωσης στις 6.3.2000) «έχει σώας τας φρένας  και ως εκ τούτου δύναται να δικαιοπρακτεί και να επιμελείται των θεμάτων που σχετίζονται με τη διαχείριση της περιουσίας του». Με άλλα λόγια, εισήχθη στην κλινική στις 3.3.1997, λίγες ημέρες μετά τη σύνταξη της διαθήκης από τη γυναίκα του (21.2.1997) με την οποία εγκαθιστούσε κληρονόμο της την ενάγουσα. Λόγω της εισαγωγής του στην κλινική και του σοβαρού καρδιολογικού προβλήματός του (έφερε βηματοδότη) δεν παρέστη στην κηδεία της συζύγου του που πέθανε στις 3.4.1997. Ωστόσο, από τις 8.7.1997 μέχρι τις 6.3.2000, βρισκόταν εκτός έξαρσης της νόσου, δεν παρουσίαζε έκπτωση ούτε της προσωπικότητας ούτε των πνευματικών λειτουργιών του  και βρισκόταν σε φυσιολογική κατάσταση, χωρίς διαταραχές στην κρίση του και στις άλλες ανώτερες ψυχικές λειτουργίες. Εξήρχετο της κλινικής τα Σαββατοκύριακα, οπότε τον παραλάμβαναν οι συγγενείς από την αδελφή του – μητέρα των εναγομένων, δοθέντος ότι τα μέλη της συγγενικής του οικογένειας εργάζονταν τις καθημερινές ημέρες, αλλά τα Σαββατοκύριακα μετέβαιναν στο εξοχικό της αδελφής του στη Λούτσα, όπου τον υποδέχονταν. Εκεί, από το Μάιο ή Ιούνιο 1997 συνέπεσε 4- 5 φορές και με το μάρτυρα των εκκαλούντων, ………., που ήταν και αυτός καλεσμένος της οικογένειας των εκκαλούντων και μάλιστα μερικές φορές τον μετέφερε πίσω στην κλινική «……….».  Κατά τις συναντήσεις αυτές, ο μάρτυρας είχε την ευκαιρία να συμμετέχει σε συζητήσεις με τον ……….., για τις οποίες κατέθεσε ότι αφορούσαν κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, την εργασία και τα ταξίδια που έκανε ως ναυτικός. Ο μάρτυρας, που γνώριζε από τη μητέρα των εναγομένων ότι ο ………….. είχε συναισθηματικές διαταραχές, περιγράφει τη συμπεριφορά του κοινωνική και φυσιολογική και τις συζητήσεις αυτές ως απόλυτα φυσιολογικές και λογικές, με πλήρη διαύγεια  και συγκροτημένες, χωρίς να διαπιστώσει ποτέ εικόνα συναισθηματικής αστάθειας. Αναφέρεται επίσης στην ενόχληση που ένιωθε ο …………. από τη διάθεση της περιουσίας του από τη σύζυγό του στην ανεψιά της ενώ είχε αποκτηθεί με χρήματα που κέρδιζε αυτός ο ίδιος από την εργασία του και η σύζυγός του δεν εργαζόταν. Επίσης ανέφερε ότι είχε στενές σχέσεις και με τους δύο εναγόμενους, ιδίως δε με τον 1ο από αυτούς και μάλιστα ήθελε να τον υιοθετήσει, αλλά και ο 1ος εναγόμενος του φερόταν σαν να ήταν ο θετός πατέρας του και ότι εκτός από την οικία στη Λούτσα, οι εκκαλούντες και η μητέρα τους  τον επισκέπτονταν  συχνά στην κλινική. Ειδικά για τις επισκέψεις στην κλινική, ο μάρτυρας κατέθεσε ότι και η ενάγουσα θα είχε τη δυνατότητα να τον επισκεφθεί στο δωμάτιό του, εφόσον αυτό ήταν εύκολο και για τον ίδιο. Τέλος, για το θέμα της διαμονής του στην κλινική, ο μάρτυρας ανέφερε ότι ο ………….. είχε την οικονομική δυνατότητα να παραμένει εκεί ώστε να εξυπηρετείται η καθημερινή βιοτική του μέριμνα, καθώς τα νοσήλια καλύπτονταν από το ΝΑΤ λόγω της ιδιότητάς του ως ναυτικού. Τέλος, η ενάγουσα προσκομίζει την πρόσφατη,  από 11.9.2019 ιατρική γνωμάτευση του ψυχιάτρου …………., ο οποίος αναφερόμενος σε όσα στοιχεία άντλησε από τις ως άνω εκθέσεις, συμπεραίνει ότι εφόσον ο ………… έζησε αρκετά από τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Ψυχιατρική Κλινική που είχε επιλέξει ως ιδιότυπο οίκο ευγηρίας, έχοντας ως μοναδικό δίαυλο επικοινωνίας τους εναγομένους, ήταν αναμενόμενο ν΄αναπτύξει μαζί τους ισχυρό δεσμό και ψυχική εξάρτηση, οπότε κατέστη δυνητικά υποβόλιμος ανεξάρτητα από την πραγματική του βούληση. Ωστόσο, η τελευταία αυτή γνωμάτευση, που συνετάγη 14 έτη μετά το θάνατο του ………., ήτοι  χωρίς άμεση επαφή με αυτόν, παραγνωρίζει το γεγονός ότι ο τελευταίος, έχοντας σοβαρό καρδιολογικό πρόβλημα και φέροντας βηματοδότη από ετών, επέλεξε  ο ίδιος τη φιλοξενία του στην ανωτέρω οικεία σε αυτόν κλινική που είχε νοσηλευθεί κατά διαστήματα αντί για οίκο ευγηρίας μετά το θάνατο της γυναίκας του, διατηρώντας την πεποίθηση ότι η περιουσία που δημιουργήθηκε από την εργασία του, κακώς διατέθηκε στην ανεψιά της γυναίκας του. Σημειωτέον ότι ο ……. έφερε βηματοδότη από την ηλικία των 55 ετών, τον οποίο άλλαξε περισσότερες φορές, ακόμη και το 2001, (βλ. έκθεση ……..). Περαιτέρω, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο ……… κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, (12.7.1997) δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του. Ειδικότερα, ο ………….. επέλεξε να διαμένει στην ως άνω, οικεία σε αυτόν κλινική, αντί άλλης διαμονής, χρησιμοποιώντας τη ως οίκο ευγηρίας που του παρείχε και συναισθηματική ασφάλεια λόγω και του καρδιολογικού του προβλήματος,  με συναίσθηση της ψυχικής του κατάστασης και με οικονομική δυνατότητα. Τα Σαββατοκύριακα, συνήθως τον φιλοξενούσαν οι εναγόμενοι οι οποίοι τον επέστρεφαν τη Δευτέρα το πρωί. Η ενάγουσα και ο γιός της, …………. – βαφτισιμιός του …….., μάρτυρας απόδειξης στον πρώτο βαθμό, δεν τον συνάντησαν από το 1997 και μετά. Ο μάρτυρας μάλιστα αναφέρει ότι κατά το 1997 και 1998 επιχείρησε να τον συναντήσει στην κλινική αλλά δεν του επέτρεπαν την είσοδο, πράγμα που δεν αποδείχθηκε και σε κάθε περίπτωση, δεν αντιβαίνει στην κοινή λογική ότι δεν επιθυμούσε συναντήσεις με την ενάγουσα και την οικογένειά της, εφόσον είχε ήδη ασκήσει αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα κατ’ αυτής, διαφωνώντας με το περιεχόμενο της διαθήκης της συζύγου του και επιθυμώντας να συνεχίσει τις επαφές με τους εξ αίματος συγγενείς του – εναγομένους. Δεν αποδείχτηκε ότι στην απόφασή του αυτή συμμετείχαν με οποιονδήποτε τρόπο οι εναγόμενοι. Αντίθετα, στην υπ΄αριθ. 5865/2011 ως άνω απόφαση του Εφετείου Αθηνών, αναφέρεται ότι η σύζυγος του ……….,  . ……………… είχε παραχωρήσει με προφορική σύμβαση χρησιδανείου αορίστου χρόνου μέχρι το θάνατο του .. ……………… στον 1ο εναγόμενο, τη χρήση ενός διαμερίσματος στον Πειραιά και στην οδό ……….,  το οποίο στη συνέχεια κατέλιπε με την ως άνω διαθήκη της στην ανεψιά της – ενάγουσα, επειδή αυτός φρόντιζε τόσο την ίδια όσο και το σύζυγό της, πράγμα που επιβεβαιώνει τις από μακρού χρόνου καλές σχέσεις τους και αναδεικνύει ότι και η ίδια η . ……………… αναγνώριζε τη συνεισφορά του ανεψιού του συζύγου της  στην περιποίησή τους. Περαιτέρω, όπως αναφέρεται στην ως άνω έκθεση του …….., στο από 4.5.2001 ιατρικό σημείωμα της κλινικής «……….» που απευθύνεται στην ενάγουσα, ως απάντηση στην από 25.4.2001 εξώδικη πρόσκλησή της, επεξηγείται για ποιο λόγο δεν παραλαμβάνονται τα έγγραφα που απευθύνονται στους ασθενείς της κλινικής από τους ίδιους, αλλά κατά πάγια τακτική της κλινικής, παραλαμβάνονται από τον εκάστοτε θεράποντα ιατρό, ο οποίος τους τα κοινοποιούσε με ήπιο τρόπο και σε κατάλληλη στιγμή, προς αποφυγή ψυχολογικού stress. Από όλα τα ανωτέρω, αποδείχτηκε ότι ο ………., κατά το χρόνο σύνταξης της από 12.7.1997 ιδιόγραφης διαθήκης του, είχε συνείδηση των πράξεών του και ήταν σε θέση να προσδιορίζει ελεύθερα τη βούλησή του και μάλιστα ήδη πριν από το χρονικό αυτό σημείο, ήτοι από το χρόνο σύνταξης της από 8.7.1997 αγωγής του κατά της ενάγουσας και μεταγενέστερα, ήτοι μέχρι τις 10.11.1997 οπότε χορήγησε πληρεξουσιότητα στους δικηγόρους του για τη συζήτηση αυτής, ενώ διατήρησε σταθερά και εναργώς την απόφασή του αυτήν και την αιτία άσκησης της αγωγής δεν τη μετέβαλε μέχρι την εξέτασή του από τους ανωτέρω πραγματογνώμονα και τεχνικό σύμβουλο κατά το μήνα Σεπτέμβριο 2001. Και ναι μεν νοσηλεύτηκε στην κλινική «……….» από τις 3.3.1997 (βλ. την υπ΄αριθ. πρωτ. …………/8.9.1997 βεβαίωση νοσηλείας της ανωτέρω κλινικής, η οποία έχει επισυναφθεί στην κρινόμενη αγωγή), δηλαδή λίγες ημέρες μετά τη σύνταξη της διαθήκης της συζύγου του της οποίας η υγεία είχε επιδεινωθεί, ωστόσο, μετά τη σχετική νοσηλεία του δεν παρουσίασε ψυχοπαθολογικά στοιχεία και διαταραχές στην κρίση και στις άλλες ανώτερες ψυχικές λειτουργίες, όπως προκύπτει και από την από 6.3.2000 προαναφερθείσα ιατρική γνωμάτευση, με την οποία ο θεράπων ιατρός του, ………….., της  ίδιας κλινικής όπου παρέμενε, βεβαίωσε ότι το ανωτέρω διάστημα δύναται να δικαιοπρακτεί και να επιμελείται τη διαχείριση της περιουσίας του. Επέδειξε δηλαδή σταθερή και αμετάβλητη βούληση και είχε τις λογικές και διανοητικές προϋποθέσεις να τη διαμορφώσει, αφού η νόσος από την οποία έπασχε δεν επηρεάζει τις σχετικές ικανότητες, ούτε αποδείχτηκε συναισθηματικός ή άλλος περιορισμός της βούλησής του εξ αιτίας της πίεσης που ασκούσαν οι εναγόμενοι ή άλλος συγγενής υπέρ των εναγομένων ώστε να καθοδηγηθεί η βούλησή του σε χρονική στιγμή που ήταν ευάλωτος σε κάτι τέτοιο λόγω της ψυχικής του κατάστασης. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η απόδειξη του αποφασιστικού περιορισμού της λειτουργίας της  βούλησής του κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης προκύπτει από τις 13.6.2000, 9.5.2002, 12.6.2003 και 2.12.2003 εκθέσεις επιδόσεων του Δικαστικού Επιμελητή Αθηνών ………, οι οποίες αφορούσαν ισάριθμα δικόγραφα της ενάγουσας εναντίον του στα πλαίσια της μακρόχρονης μεταξύ τους αντιδικίας που επιδίδονταν στην κλινική «…..» και δεν παρελήφθησαν από τον ίδιο, αλλά από τους θεράποντες ιατρούς του, είναι αβάσιμος, καθόσον οι ανωτέρω επιδόσεις αφ΄ενός μεν αναφέρονται σε μεταγενέστερα χρονικά σημεία από τον κρίσιμο χρόνο  σύνταξης της διαθήκης, αφ΄ετέρου παραλαμβάνονταν από τους θεράποντες ιατρούς για τους λόγους που προαναφέρθηκαν.  Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι από τη σύνταξη της διαθήκης της . ……………… (στις 21.2.1997) και εντεύθεν, η ενάγουσα και ο ………. είχαν μεταξύ τους σχέσεις αγάπης που ακυρώθηκαν σκόπιμα από τις υποβόλιμες προς αυτόν   παρεμβάσεις των εναγομένων, δοθέντος ότι ο μεν διαθέτης άσκησε εναντίον της αγωγή, η δε ενάγουσα, που ισχυρίζεται (αβάσιμα) ότι αυτός παρέμενε στην κλινική λόγω της νόσου του, παρά τη νόσο του, δεν παρέλειπε να  του κοινοποιεί  δικόγραφα που αφορούσαν την αντιδικία τους, εντός της κλινικής. Εν όψει των ανωτέρω η κρινόμενη αγωγή πρέπει ν΄απορριφθεί και ως προς την επικουρική βάση της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ισχυρισμός των εναγομένων περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής (ΑΚ 281) από την ενάγουσα, καθόσον η άσκηση της κρινόμενης αγωγής εν όψει της υφιστάμενης αβεβαιότητας της ικανότητας του .. ……………… για τη σύνταξη της διαθήκης με βάση τη διάταξη του  άρθρου 1719 παρ. 3 ΑΚ και των εξαιρετικά δυσμενών επερχόμενων συνεπειών σε βάρος της ενάγουσας, δεν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που διαγράφονται από το άρθρο 281 ΑΚ.

Με βάση τα παραπάνω, κρινόμενη αγωγή, η οποία ασκήθηκε παραδεκτά και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1719 παρ. 3, 1721 παρ. 1 σε συνδ. με 1723 ΑΚ, 70, 219 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεκτής γενομένης της κρινόμενης έφεσης. Τα δικαστικά έξοδα των εκκαλούντων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας – εφεσίβλητης λόγω της ήττας της, (176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την από 9.11.2018 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………../ 12.11.2018) έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη, υπ΄αριθ. 2844/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτικής Διαδικασίας).

Κρατεί και δικάζει την από 14.9.2009 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………/2009) αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν.

Επιβάλλει σε βάρος της ενάγουσας τη δικαστική δαπάνη των εναγομένων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 14η.12.2020  και δημοσιεύθηκε την 1η Απριλίου 2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ