Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 403/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     403/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α.           ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……….., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Στέφανου Λύρα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία ………. και 2) Εταιρίας με την επωνυμία …………., οι οποίες παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Μαρίας Σταμούλη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Β.            ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) Ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία ……….. και 2) Ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία …………., οι οποίες παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Μαρίας Σταμούλη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Στέφανου Λύρα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Ο εκκαλών στην Α έφεση – εφεσίβλητος στη Β έφεση άσκησε την από 11-4-2019 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./11-4-2019 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά των εφεσίβλητων στην Α’ έφεση – εκκαλούντων στη Β’ έφεση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η με αριθ. 519/2020 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή αυτή έγινε εν μέρει δεκτή.

Κατά της τελευταίας ως άνω απόφασης παραπονούνται: α) ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος με την κρινόμενη από 14-7-2020 και με ΓΑΚ …. και Ε.Α.Κ. …../15-7-2020 έφεσή του και β) οι εναγόμενοι και ήδη εφεσίβλητοι – εκκαλούντες με την κρινόμενη από 4-9-2020 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../10-9-2020 έφεσή τους, οι οποίες, με τις με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …./15-7-2020 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./10-9-2020 πράξεις αντίστοιχα, ορίσθηκαν να συζητηθούν στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία και συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την υποβολή των ως άνω δηλώσεων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι υπό κρίση: α) από 14-7-2020 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./15-7-2020 έφεση του ……….. κατά των εταιριών  1) «………..» και 2) «……….» (στο εξής: Α έφεση) και β) από 4-9-2020 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./10-9-2020 έφεση των ναυτικών εταιριών 1) «………..» και 2) «…………» κατά του ………… (στο εξής: Β έφεση), οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 519/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών  – εργατικών διαφορών, επί της από 11-4-2019 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……/11-4-2019 αγωγής του εκκαλούντος στην Α έφεση) είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, όπως τα άρθρα 495, 518 και 591 ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αντίστοιχα). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλούντων, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Δωδ. 225/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Με την προαναφερθείσα από 11-4-2019 αγωγή του ο ενάγων και ήδη εκκαλών στην Α’ έφεση – εφεσίβλητος στη Β’ έφεση ισχυρίστηκε ότι με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατάρτισε στον Πόρο Κεφαλονιάς στις 16-10-2016 με την πρώτη εναγόμενη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «ΝΚ», αριθμού νηολογίου Πειραιά ……………, κ.ο.χ. 3923,97, προσλήφθηκε απ’ αυτή για αόριστο χρόνο και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο άνω πλοίο από τον πλοίαρχο αυτού, με τη συμφωνία να αμείβεται για την ειδικότητά του σύμφωνα με την ισχύουσα κάθε φορά Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων. Ότι στο άνω πλοίο εργάστηκε συνεχώς μέχρι τις 6-7-2018, οπότε απολύθηκε τυπικά «αμοιβαία συναινέσει», στην ουσία όμως «συνεπεία μονομερούς και άκαιρης καταγγελίας της σύμβασης ναυτικής εργασίας του από τον πλοίαρχο του πλοίου χωρίς παράπτωμα ή υπαιτιότητά του», αφού ο πλοίαρχος του υποσχέθηκε κατά την απόλυσή του ότι η πρώτη εναγόμενη θα τον προσλάμβανε εκ νέου στο ίδιο ή σε άλλο πλοίο της, υπόσχεση η οποία στη συνέχεια δεν τηρήθηκε. Ότι κατά την υπηρεσία του στο άνω πλοίο από 1-1-2017 έως 31-8-2017 εργαζόταν καθημερινά τουλάχιστον επί δεκαπέντε ώρες ως ντεϊμάνης, ενώ από 1-9-2017 έως 6-7-2018 εργαζόταν καθημερινά τουλάχιστον επί δώδεκα ώρες εκτελώντας βάρδιες φυλακής. Ότι για την άνω απασχόλησή του η πρώτη εναγόμενη του οφείλει α) διαφορά αποδοχών για τις υπερωρίες που πραγματοποίησε το 2017 και το 2018 κατά τα Σάββατα και τις αργίες και κατά τις καθημερινές και Κυριακές, συνολικού ποσού 18.132,19 ευρώ για το 2017 και 5.560,35 ευρώ για το 2018, β) διαφορά επί της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές συνολικού ποσού 16.471,61 ευρώ για το 2017 και 21.226,63 ευρώ για το 2018, γ) διαφορά επί της πρόσθετης αμοιβής για συμμετοχή στη φορτοεκφόρτωση οχημάτων (επίδομα έχμασης) συνολικού ποσού 7.638,08 ευρώ για το 2017 και 1.807,75 ευρώ για το 2018 και δ) διαφορά επί των δώρων εορτών ετών για το 2017 και για το 2018 και ειδικότερα ποσό 1.946,61 ευρώ για διαφορά δώρου Πάσχα 2017, ποσό 3.893,60 ευρώ για διαφορά δώρου Χριστουγέννων 2017, ποσό 1.179,99 ευρώ για διαφορά δώρου Πάσχα 2018 και ποσό 458,83 ευρώ για διαφορά δώρου Χριστουγέννων 2018, ενώ του οφείλει και αποζημίωση απόλυσης ποσού 2.131,55 ευρώ για τη λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας του στις 6-7-2018 από τον πλοίαρχο του πλοίου χωρίς παράπτωμα ή υπαιτιότητά του. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζήτησε, μετά από μετατροπή των αιτημάτων της αγωγής του από καταψηφιστικά σε εν μέρει αναγνωριστικά, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες ναυτικές εταιρίες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστη [η πρώτη ως πλοιοκτήτρια του άνω πλοίου και εργοδότριά του δυνάμει έγκυρης σύμβασης ναυτικής εργασίας, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού και η δεύτερη ως αποκτήσασα κατά κυριότητα το άνω πλοίο μετά την άνω απόλυσή του και δη λόγω αγοράς από την πρώτη στις 19-12-2018, εν γνώσει της ότι αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της πωλήτριας] να του καταβάλουν, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, για υπερωρίες που πραγματοποίησε κατά τα Σάββατα και τις αργίες και κατά τις καθημερινές και Κυριακές το ποσό των (4.337,19 + 13.795,00) 18.132,19 ευρώ για το 2017 και το ποσό των (1.278,59 + 4.281,76) 5.560,35 ευρώ για το 2018 και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούνται ακόμη να του καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστη, για το έτος 2017 υπόλοιπο ποσό 16.471,61 ευρώ για πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές, ποσό 7.638,08 ευρώ για επίδομα έχμασης, ποσό 1.946,61 ευρώ για Δώρο Πάσχα και ποσό 3.893,60 ευρώ για Δώρο Χριστουγέννων και για το έτος 2018 υπόλοιπο ποσό 21.226,63 ευρώ για πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές, ποσό 1.807,75 ευρώ για επίδομα έχμασης, ποσό 1.179,99 ευρώ για Δώρο Πάσχα και ποσό 458,83 ευρώ για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων, καθώς και ποσό  2.131,55 ευρώ για αποζημίωση απόλυσης, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την άνω ημερομηνία της απόλυσής του, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη με αριθμό 519/2020 οριστική του απόφαση, έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της από έγκυρη σύμβαση ναυτικής εργασίας [ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 479, 481επ, 648, 653, 655 Α.Κ, 68, 70, 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε’ Κ.Πολ.Δ, 1, 2, 53, 54, 55, 84 Κ.Ι.Ν.Δ, του άρθρου μόνου της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7-1-1982 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς (Φ.Ε.Κ. Β’1/1981), σε συνδυασμό με τη  Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατικών Πλοίων έτους 2017 για την περίοδο από 1-1-2017 έως 31-12-2017 και την αντίστοιχη Σ.Σ.Ε. έτους 2018 για την περίοδο από 1-1-2018 έως την απόλυση του ενάγοντος στις 6-7-2018] και αφού απέρριψε ως μη νόμιμο το κονδύλι αποζημίωσης απόλυσης (με την αιτιολογία ότι ο ενάγων επικαλείται απόλυσή του «αμοιβαία συναινέσει», χωρίς να επικαλείται παράλληλα και τη συνδρομή κάποιου λόγου απόλυσης που να δημιουργεί κατά τον Κ.Ι.Ν.Δ. υποχρέωση αποζημίωσης), ακολούθως έκανε δεκτή αυτήν (αγωγή) κατά ένα μέρος ως βάσιμη και κατ’ ουσία κατά την ανωτέρω κύρια βάση της (χωρίς να εξετάσει την επικουρική βάση της από αδικαιολόγητο πλουτισμό) και α) υποχρέωσε τις εναγόμενες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστη, τη δεύτερη εξ αυτών ως την αξία του άνω πλοίου, να καταβάλουν στον ενάγοντα, για υπόλοιπο υπερωριακής αμοιβής το συνολικό ποσό των 15.831,08 ευρώ, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για ποσό 5.000,00 ευρώ και β) αναγνώρισε ότι αυτές (εναγόμενες) υποχρεούνται ακόμη να του καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστη, η δεύτερη εξ αυτών ως την αξία του άνω πλοίου,  για διαφορά Δώρου Πάσχα 2017 το ποσό των 1.285,27 ευρώ, για διαφορά Δώρου Χριστουγέννων 2017 το ποσό των 2.636,77 ευρώ, για διαφορά Δώρου Πάσχα 2018 το ποσό των 1.179,99 ευρώ και για διαφορά αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2018 το ποσό των 458,83 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 5.560,86 ευρώ, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της απόλυσής του και μέχρι την εξόφληση, σύμφωνα με το οικείο αγωγικό αίτημα (αφού απέρριψε ως αβάσιμο το επικουρικό αίτημα των εναγομένων κατ’ άρθρο 346 εδάφ. α’ Α.Κ. ως ίσχυε, να εξαιρεθούν τα επιδικαζόμενα ποσά από τον τόκο επιδικίας και να επιδικαστούν με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, επειδή αυτές ευλόγως αντιδικούν για τους εκτιθέμενους λόγους). Ήδη με τις υπό κρίση εφέσεις τους ο ενάγων και οι εναγόμενες παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ο μεν ενάγων με σκοπό να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η αγωγή του, οι δε εναγόμενες προκειμένου να απορριφθεί στο σύνολό της η παραπάνω αγωγή.

Πριν την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούσες – εφεσίβλητες – εναγόμενες επαναφέρουν τον απορριφθέντα πρωτοδίκως ισχυρισμό τους περί αοριστίας της αγωγής αναφορικά με τις αξιώσεις του ενάγοντος για την επικαλούμενη υπερωριακή του απασχόληση. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι ο ενάγων, ενώ ισχυρίζεται ότι εργαζόταν στο πλοίο από 1-1-2017 έως 31-8-2017 15 ώρες καθημερινά και από 1-9-2017 έως 6-7-2018 επί 12 ώρες καθημερινά, δεν εκθέτει ποιες συγκεκριμένες ώρες μέσα στο 24ωρο παρείχε την εργασία του αυτή και κυρίως τι είδους εργασία του δικαιολογεί την επικαλούμενη υπερωριακή του απασχόληση. Ακόμη, ότι το κονδύλι 1Α «ΑΜΟΙΒΗ ΥΠΕΡΩΡΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΑ ΣΑΒΒΑΤΑ ΚΑΙ ΑΡΓΙΕΣ» είναι αόριστο ως αντιφατικό, καθώς ο ενάγων, από τη μια ισχυρίζεται ότι κατά το διάστημα από 1-9-2017 έως 6-7-2018 εργαζόταν επί 12 ώρες ημερησίως και από την άλλη υπολογίζει για το διάστημα αυτό υπερωριακή αμοιβή 15 ωρών (σελ. 3, στιχ. 27-28 αγωγής). Επίσης, ότι είναι αόριστα και τα κονδύλια της αγωγής 2.Α. «ΑΜΟΙΒΗ ΥΠΕΡΩΡΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΑ ΣΑΒΒΑΤΑ ΚΑΙ ΑΡΓΙΕΣ» και 2Β. «ΑΜΟΙΒΗ ΥΠΕΡΩΡΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΚΕΣ» στη σελ. 10 της αγωγής, επειδή ο ενάγων δεν αναφέρει ποιο διάστημα της εργασίας του αφορούν (ημέρες / μήνες / έτος). Οι παραπάνω αιτιάσεις των εναγομένων περί αόριστης θεμελίωσης στο δικόγραφο της αγωγής των απαιτήσεων του ενάγοντος από παροχή υπερωριακής εργασίας τυγχάνουν αβάσιμες. Καταρχήν, όταν πρόκειται για αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει, είναι σύμφωνα με το άρθρο 53 Κ.Ι.Ν.Δ., η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοσθεί η αρμόζουσα Σ.Σ.Ν.Ε. (Α.Π. 365/2005, Α.Π. 225/2002,  Εφ.Πειρ. 147/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σ. 99). Περαιτέρω, για την κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. πληρότητα του δικογράφου της αγωγής με την οποία ζητείται η καταβολή διαφοράς αποδοχών για παρασχεθείσα κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες υπερωριακή εργασία συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι συγκεκριμένες ημέρες και ο αριθμός αυτών, αλλά αρκεί να αναφέρεται ο αριθμός των ωρών εργασίας που παρέσχε ο εργαζόμενος κατά το ένδικο διάστημα, επομένως αρκεί και η αναφορά στην κατά μέσο όρο σε ώρες ημερήσια απασχόληση του ναυτικού στο πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (Εφ.Πειρ. 397/2020, Eφ.Πειρ. 62/2019, Εφ.Πειρ. 612/2018, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 18/2016 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για την πληρότητα του δικογράφου, είτε πρόκειται για αγωγή καταβολής μισθών, είτε υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος ναυτικού, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες Σ.Σ.Ν.Ε. (Εφ.Πειρ. 397/2020, ό.α, Εφ.Πειρ. 317/2018, αδημ., Εφ.Πειρ. 496/2015, αδημ.). Ομοίως, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της ίδιας αγωγής η αναφορά του χρόνου έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος κάθε ημέρα του επίδικου χρονικού διαστήματος, αφού τα χρονικά όρια της ημερήσιας εργασίας ορίζονται από το νόμο, ούτε της ανάγκης η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της (Εφ.Πειρ. 369/2016, Εφ.Πειρ. 176/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ούτε των συνθηκών εργασίας του ναυτικού στο πλοίο, ούτε των ημερών που το πλοίο ήταν ελλιμενισμένο ή ταξίδευε (Εφ.Πειρ. 397/2020, ό.α.), ούτε των δρομολογίων του πλοίου (Εφ.Πειρ. 1312/1997, Ε.Ν.Δ. 1998, 11), εκτός αν στην αγωγή σωρεύεται κονδύλιο πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, οπότε απαιτείται η μνεία των κυκλικών πλόων που εκτελούσε το πλοίο σε εβδομαδιαία βάση και των τακτικών καθημερινών αναχωρήσεών του ή της λειτουργίας του ως ημερόπλοιου (Εφ.Πειρ. 397/2020, ό.α, Εφ.Πειρ. 17/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε άλλη περίπτωση αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το σύνολο των ωρών της υπερωριακής εργασίας που παρείχε ο εργαζόμενος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (Α.Π. 1600/2006, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 98/2020, Εφ.Πειρ. 50/2016, Εφ.Πειρ. 191/2015, Εφ.Πειρ. 590/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή, στην οποία ο ενάγων εκθέτει ότι ναυτολογήθηκε ως ναύτης στο άνω Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, αντί των καθοριζόμενων από την οικεία και εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατικών Πλοίων όρων και αποδοχών, ότι παρείχε σε αυτό τις υπηρεσίες του κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα στα ειδικώς προσδιοριζόμενα συνεχή κυκλικά δρομολόγια και με την οποία ζητεί να του καταβληθούν, μεταξύ άλλων, διαφορές από υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες είναι ορισμένη και σαφής, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Ειδικά δε, όσον αφορά το αίτημα περί καταβολής υπερωριακής αμοιβής, εκτίθενται σαφώς οι ώρες απασχόλησής του στην εργασία της ειδικότητάς του στο ως άνω Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο, από τις οποίες, σε αντιπαραβολή με τα νόμιμα ωράρια εργασίας του, συνάγεται ευθέως η υπερωριακή εργασία του (Εφ.Πειρ. 397/2020, ό.α, Εφ.Πειρ. 433/2019, ό.α.), για την οποία αιτείται την προβλεπομένη στην εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. πρόσθετη αμοιβή, την οποία προσδιορίζει με σαφήνεια ως το γινόμενο του πολλαπλασιασμού του αριθμού των ωρών που αυτός ισχυρίζεται ότι απασχολείτο κάθε ημέρα καθ’ υπέρβαση του νομίμου ωραρίου με τον επίσης αναφερόμενο συνολικό αριθμό των καθημερινών ημερών, καθώς και των Κυριακών, Σαββάτων και αργιών των επίδικων χρονικών διαστημάτων, ξεχωριστά για έκαστο εξ αυτών, κατόπιν αφαίρεσης των ήδη καταβληθέντων προς αυτόν για την εν λόγω αιτία από την πρώτη εναγόμενη χρηματικών ποσών. Όπως εκτέθηκε δε στην ανωτέρω νομική σκέψη, δεν αποτελούν κατά νόμο απαραίτητα στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής αναφορικά με το συγκεκριμένο κονδύλι, η έλλειψη μνείας των οποίων θα καθιστούσε το δικόγραφο αόριστο και απορριπτέο, το είδος των εργασιών που εκτελούσε ο ενάγων και η κατανομή τους εντός του 24ώρου, αλλά και τα ειδικότερα καθήκοντά του, τα οποία μπορούν να προκύψουν από τις αποδείξεις, πολύ δε περισσότερο που εν προκειμένω αναφέρεται στο δικόγραφο η ειδικότητα με την οποία ναυτολογήθηκε ο ενάγων, με αποτέλεσμα τα με αυτήν συναρτώμενα καθήκοντα να καθορίζονται εκ του νόμου. Ο ενάγων δε εκθέτει εκ του περισσού στην αγωγή του τις εργασίες που ισχυρίζεται ότι παρείχε καθημερινά στο πλοίο, είτε εκτελώντας βάρδιες φυλακής γέφυρας, είτε ως ημερεργάτης (dayman), προκειμένου να στοιχειοθετήσει τις αξιώσεις του για αμοιβή υπερωριακής εργασίας (βλ. σελίδα 3 της αγωγής). Περαιτέρω, όσον αφορά την επικαλούμενη ειδικότερα  αοριστία της αγωγής ως προς την αιτούμενη υπερωριακή αμοιβή για το χρονικό διάστημα από 1-9-2017 έως 31-12-2017, από τη συνολική επισκόπηση του δικογράφου της παρατηρείται ότι σ’ αυτήν εκτίθενται με σαφήνεια οι ώρες κατά τις οποίες ο ενάγων εργαζόταν κατά το διάστημα αυτό, ήτοι 12 ώρες ημερησίως (βλ. λ.χ. σ. 3 αγωγής, όπου αναφέρεται ότι κατά το διάστημα αυτό ο ενάγων εργαζόταν κατά τα Σάββατα και τις αργίες επί 12 ώρες ημερησίως), ο δε αριθμητικός υπολογισμός του άνω κονδυλίου με βάση ημερήσια εργασία 15 ωρών δεν άγει σε αοριστία του, καθώς είναι προφανές ότι η αναγραφή για ημερήσια εργασία του 15 ωρών οφείλεται σε παραδρομή, όπως είχε επισημάνει και ο ενάγων στην προσθήκη του στις πρωτόδικες προτάσεις του. Ούτε ακόμη άγει σε αοριστία του κονδυλίου υπερωριακής αμοιβής για το διάστημα από 1-1-2018 έως 6-7-2018 η έλλειψη ειδικής μνείας του χρονικού διαστήματος αυτού στα κεφάλαια 2Α και 2Β της αγωγής, αφού από τη συνολική επισκόπηση του δικογράφου της προκύπτει ότι ο ενάγων αξιώνει υπερωριακή αμοιβή για το έτος 2018 μόνο για το συγκεκριμένο άνω χρονικό διάστημα (βλ. σ. 1 αγωγής, όπου αναφέρει ότι εργάστηκε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 16-10-2016 έως 6-7-2018 χωρίς κάποια ενδιάμεση απόλυση, με συνέπεια να είναι πρόδηλο ότι η επίδικη υπηρεσία του στο άνω πλοίο κατά το έτος 2018 αφορούσε αποκλειστικά το άνω διάστημα από 1-1-2018 έως 6-7-2018). Επομένως, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε ότι η αγωγή είναι ορισμένη και απέρριψε τον αμυντικό ισχυρισμό που προέβαλαν οι εναγόμενες περί αοριστίας των σχετικών με την υπερωριακή εργασία του ενάγοντος κονδυλίων της.

Πριν την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης πρέπει ακόμη να αναφερθούν και τα εξής: Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, κατά το σχετικό σκέλος του, ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων θεωρήθηκε πρωτόδικα ως ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και δεν λήφθηκε υπόψη έναντι των εναγομένων η ληφθείσα με επιμέλειά του υπ’ αριθ. ……./13-5-2019 ένορκη βεβαίωση του ………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, με το σκεπτικό α) ότι δεν αποδεικνύεται, όσον αφορά την πρώτη εναγόμενη εταιρία «………….», ότι αυτή κλητεύθηκε νόμιμα στην εξέταση του άνω μάρτυρα, επειδή η σχετική υπ’ αριθ. ……../25-4-2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ……… αναγράφει ότι η από 24-4-2019 γνωστοποίηση – κλήση του ενάγοντος για την εξέταση του άνω μάρτυρα επιδόθηκε στην εταιρία «…………» και όχι στην πρώτη εναγόμενη εταιρία που είναι διαφορετικό νομικό πρόσωπο με διαφορετικό ΑΦΜ (η πρώτη εναγόμενη εταιρία έχει ΑΦΜ …….. και η εταιρία «……….» έχει ΑΦΜ ………) και β) ότι μετά τη μη νόμιμη κλήτευση της πρώτης εναγόμενης δεν λαμβάνεται υπόψη η άνω ένορκη βεβαίωση και ως προς τη δεύτερη εναγόμενη, η οποία έχει κλητευθεί νομίμως και εμπροθέσμως για την εξέταση του άνω μάρτυρα και παρά το γεγονός ότι οι εναγόμενες συνδέονται με δεσμό απλής και αναγκαίας ομοδικίας (Α.Π. 580/2016 και 1201/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο εκκαλών – ενάγων ισχυρίζεται ειδικότερα ότι η προσθήκη του αριθμού «1» στην επωνυμία της πρώτης εναγομένης στο άνω αποδεικτικό επίδοσης έγινε από προφανή παραδρομή του δικαστικού επιμελητή που τη συνέταξε, όπως αποδεικνύεται από τη συνημμένη σ’ αυτό γνωστοποίηση – κλήση για εξέταση μάρτυρα με παραγγελία προς επίδοση στην πρώτη εναγόμενη, στην οποία (γνωστοποίηση – κλήση) αναφέρεται η ορθή επωνυμία της τελευταίας, προς την οποία και επιδόθηκε η άνω γνωστοποίηση – κλήση στη διεύθυνση όπου διατηρεί την έδρα της (……………), σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι η εκκαλούμενη, πέραν του άνω αποδεικτικού επίδοσης με το άνω εκ παραδρομής σφάλμα στην επωνυμία της πρώτης εναγομένης το οποίο και ο ίδιος επισήμανε με την προσθήκη των πρωτόδικων προτάσεών του,  δεν είχε στη διάθεσή της κανένα άλλο στοιχείο ότι η άνω γνωστοποίηση – κλήση δεν επιδόθηκε στην τελευταία αλλά στην εταιρία «……………..» που απλώς πράγματι υπάρχει. Ο άνω λόγος της έφεσης του ενάγοντος, κατά το άνω σκέλος του, αποδεικνύεται βάσιμος από τα έγγραφα στοιχεία της δικογραφίας. Ειδικότερα, από την επισκόπηση της συνημμένης στο άνω αποδεικτικό επίδοσης γνωστοποίησης – κλήσης για εξέταση μάρτυρα αποδεικνύεται ότι αναφέρεται ορθά σ’ αυτήν η άνω επωνυμία της πρώτης εναγομένης με παραγγελία για επίδοση προς την τελευταία της άνω γνωστοποίησης – κλήσης και η προσθήκη του αριθμού «1» στην επωνυμία της στο συνημμένο άνω αποδεικτικό επίδοσης είναι προφανές ότι έγινε εκ παραδρομής του συντάκτη του δικαστικού επιμελητή κατά την αντιγραφή της επωνυμίας της, χωρίς να δημιουργείται αμφιβολία από το σφάλμα αυτό για την πραγματική επίδοση προς αυτήν της άνω γνωστοποίησης – κλήσης στην προαναφερθείσα διεύθυνσή της όπου διατηρεί την έδρα της, ελλείψει και  οποιουδήποτε άλλου στοιχείου που να συνηγορεί στο αντίθετο (πέραν του ότι υπάρχει και άλλη εταιρία με την επωνυμία «……………»). Να προστεθεί ότι η πρώτη εναγόμενη δεν επικαλείται βλάβη της από το άνω σφάλμα στην επωνυμία της στο άνω αποδεικτικό επίδοσης, η οποία να μη δύναται να επανορθωθεί παρά με την κήρυξη σχετικής ακυρότητας (Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, Εισαγωγικές Παρατηρήσεις στα άρθρα 122-143, αριθ. 4, σ. 278). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δεν αναγνώρισε το άνω εκ παραδρομής σφάλμα του δικαστικού επιμελητή στο άνω αποδεικτικό επίδοσης (καίτοι με την προσθήκη των πρωτόδικων προτάσεών του ο ενάγων είχε ζητήσει να αναγνωριστεί το σφάλμα αυτό) και έκρινε ότι η άνω ένορκη βεβαίωση αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο λόγω μη νόμιμης κλήτευσης της πρώτης εναγόμενης, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, επομένως, ο πρώτος λόγος έφεσης του ενάγοντος, κατά το σχετικό σκέλος του, να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσία.

Ι. Με τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, που ορίζει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση, καθιερώνεται απαγόρευση της δικονομικής αναδρομής του νεότερου ουσιαστικού νόμου συνεπαγόμενη αδυναμία ανατροπής ή μεταρρύθμισης, για το λόγο αυτό, του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης κατά την έκκλητη δίκη, πριν τη για άλλο λόγο εξαφάνιση αυτής και την αναδίκαση της υπόθεσης από το εφετείο (Α.Π. 724/2017, Α.Π. 526/2016, Α.Π. 2105/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, η ορθότητα της νομικής υπαγωγής της εκκαλουμένης καταρχήν δεν ελέγχεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με βάση τις νομοθετικές μεταβολές που επήλθαν μετά την έκδοσή της (Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου, Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον Κ.Πολ.Δ, 2013, [2], αρ. 472, σ. 213, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία). Ο κανόνας αυτός κάμπτεται, όμως, όταν ο νεότερος νόμος είναι γνήσια ερμηνευτικός, όταν αίρει δηλαδή τις διαφωνίες για την αληθή έννοια του ερμηνευόμενου νόμου, που προέκυψαν στη νομική επιστήμη ή στα δικαστήρια εξαιτίας της ασάφειάς του (Ολ.Α.Π. 22/1997, ΕλλΔνη 1997, 1514, Ολ.Α.Π. 10/1990, Νο.Β. 1990, 1330) και για το λόγο αυτό η ισχύς του (ερμηνευτικού νόμου) ανατρέχει στο χρόνο έναρξης της ισχύος της ερμηνευόμενης διάταξης (Ολ.Α.Π. 1/2014, Α.Π. 1191/2000, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή ο νεότερος νόμος εφαρμόζεται αυτοδικαίως και πριν ακόμη την εξαφάνιση της εκκαλουμένης από το εφετείο, το οποίο άλλως, αν δηλαδή, ως οφείλει, ελέγξει και διαπιστώσει ότι η προϋπόθεση αυτή δεν συντρέχει (Α.Π. 448/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1908/2005, ΕλλΔνη 2006, 436, Α.Π. 260/1998, Δ.Ε.Ε. 1998, 752), υποχρεούται να μην τον εφαρμόσει αναδρομικά, αφού ο ψευδερμηνευτικός νόμος δεν θεωρείται σύγχρονος του ερμηνευομένου και η ισχύς του άρχεται από την δημοσίευσή του κατ’ άρθρο 77 παρ. 2 του Συντάγματος (Ολ.Α.Π. 29/2003, Δ. 2004, 690, Μ. Σταθόπουλος, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ια, Γενικές Αρχές, άρθρο 2, αρ. 31, σ. 116, Κ. Κεραμέα /Δ. Κονδύλη/ Ν. Νίκα [-Μ. Μαργαρίτης], Ερμηνεία ΚΠολΔ, Ι, 2000, άρθρο 533, αριθ. 7, σ. 959, Κ. Οικονόμου, στο με την επιμέλεια του ιδίου συλλογικό έργο, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του Κ.Πολ.Δ, 2017, άρθρο 533, αρ. 9, σ. 326 – 328). Εξάλλου, το κανονιστικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας συνθέτουν οι διατάξεις του ΑΝ 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη Συντακτική Πράξη 21/1945, που κυρώθηκε με το Ν. 32/1945, ο οποίος δεν τον κατήργησε ρητώς, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί, όπως συνάγεται έμμεσα, να ισχύει (Εφ.Πειρ. 739/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στο άρθρο 1 παρ. 1 του νόμου αυτού ορίζεται ότι «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…». Επί των συλλογικών αυτών συμβάσεων δεν εφαρμόζεται ο Ν. 1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α 27/8-3-1990) και τούτο προκύπτει από την όλη διατύπωση και το πνεύμα του, μολονότι ο ίδιος δεν περιέχει σχετική ρητή διάταξη, όπως αντιθέτως συνέβαινε με τον προϊσχύσαντα Ν. 3239/1955 «Περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας (Φ.Ε.Κ. Α’ 125/18.5.1955), ο οποίος στο άρθρο 42 παρ. 3 όριζε ρητά ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται επί της ρυθμίσεως των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας (Α.Π. 87/2000, ΕλλΔνη 2000, 967, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σ. 50, Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση της ναυτικής εργασίας, σε Ε.Ε.Δ, σ. 449 επομ. [453], βλ. όμως, και Δ. Παπασταύρου, Απεργία – Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2002, αριθ. 063, σ. 87 και τον ίδιο, Συλλογικές Συμβάσεις και Διαιτησία, 1997, αριθ. 010, σ. 30 – 31, κατά τον οποίο οι διατάξεις του Α.Ν. 3276/1944, πέραν του ότι είναι αντισυνταγματικές, έχουν καταργηθεί με το άρθρο 23 παρ. παρ. 3 του Ν. 1876/1990). Επομένως, στις Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εφαρμόζονται ούτε οι διατάξεις του Ν. 1876/1990 για τη χρονική διάρκεια της συλλογικής διευθέτησης, την έναρξη της ισχύος της και τη λήξη της. Έτσι, οι Σ.Σ.Ν.Ε. μπορεί να είναι ορισμένου ή αόριστου χρόνου, χωρίς ως προς το ζήτημα της χρονικής διάρκειάς τους να τίθεται νόμιμος περιορισμός, όπως συμβαίνει στις συλλογικές ρυθμίσεις της χερσαίας εργασίας κατ’ άρθρο 12 του Ν. 1876/1990. Διχογνωμία ανέκυψε, όμως, ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της δέσμευσης από τη Σ.Σ.Ν.Ε. με αφετηρία τη διατύπωση του άρθρου 5 παρ.  1 εδάφ. Α’ του ΑΝ. 3276/1944, κατά το οποίο «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Κατά την ορθότερη άποψη, ratione personae, η Σ.Σ.Ν.Ε. ισχύει και πριν την κύρωσή της από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας (Υ.Ε.Ν.) και δεσμεύει τις οργανώσεις που συμβλήθηκαν για τη σύναψή της και τα μέλη τους, μετά δε την κύρωσή της και τη νόμιμη δημοσίευση της κυρωτικής υπουργικής απόφασης η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν των οργανώσεων αυτών δεσμεύοντας έκτοτε  εργοδότες και εργαζομένους, που είναι τρίτοι ως προς τα συμβληθέντα μέρη (Α.Π. 1905/1987, Ε.Ε.Δ. 1989, 275, Α.Π. 1263/1987, Ε.Ε.Ν. 1988, 669, Α.Π. 1267/1987, Ε.Ε.Ν. 1988, 673, Εφ.Πειρ. 205/2019, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 603/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Χ. Αγαλλόπουλος, Ελληνικόν Ναυτεργατικόν Δίκαιον, 1960, σ. 195, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 88), υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι σχετίζονται με πλοίο το οποίο ανήκει στην ίδια κατηγορία την οποία αφορά η επεκτεινόμενη συλλογική  σύμβαση (Α.Π. 1702/1991, ΕλλΔνη 1992, 1606, Εφ.Πειρ. 205/2019, ό.α.). Κατ’ άλλη άποψη, η Σ.Σ.Ν.Ε. ισχύει αφότου κυρωθεί από τον Υ.Ε.Ν. με απόφασή του, που αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη, δημοσιευτέα ως εκ τούτου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και πριν από την κύρωσή της δεν δεσμεύει ούτε τα συμβαλλόμενα μέρη, ανεξαρτήτως αν αυτά καθόρισαν ως εναρκτήριο της ισχύος της προγενέστερο χρονικό σημείο, αφού ελλείπει νομοθετική διάταξη που να τους παρέχει εξουσία αναδρομικής ρύθμισης των σχέσεών τους δια των όρων της συλλογικής σύμβασης, που θεσπίζει αναγκαστικούς  κανόνες ουσιαστικού δικαίου, ισχύοντες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 Α.Κ, μόνο για το μέλλον [Εφ.Πειρ. 376/2017, Εφ.Πειρ. 177/2016, Εφ.Πειρ. 218/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α. Καρδαράς, Συλλογικές Συμβάσεις στη ναυτική εργασία, Δ.Ε.Ε. 2008, 444 επομ. (447)]. Όμως, η υπουργική κύρωση καθιστά τη Σ.Σ.Ν.Ε. πηγή εξ αντικειμένου δικαίου, αφού της προσδίδει κανονιστικό χαρακτήρα (Εφ.Πειρ. 498/2008, Ε.Ν.Δ. 2008, 281), χωρίς ταυτόχρονα να αλλοιώνει τη συμβατική φύση της, από την οποία απορρέει αυτοτελώς η δέσμευση των μερών ήδη από το χρόνο κατάρτισής  της (Γ. Λεβέντης, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2007, παρ. 30, ΙΙΙ 1, σ. 475), που συμπίπτει καταρχήν με την υπογραφή της (πριν από την οποία συλλογική ρύθμιση αυτονόητα δεν υφίσταται), είναι, όμως, δυνατόν να ανατρέχει και σε χρόνο προγενέστερο αυτής, επιτρεπτώς καθοριζόμενο χωρίς κρατική παρέμβαση από τους συμβαλλόμενους, στα πλαίσια της συνταγματικώς προστατευόμενης συλλογικής αυτονομίας και χωρίς τούτο να προσκρούει στη ρύθμιση του άρθρου 2 Α.Κ, αφού η Σ.Σ.Ν.Ε. που δεν έχει επικυρωθεί νόμιμα δεν συνιστά μεν (ακόμα) ουσιαστικό νόμο, αποτελεί όμως σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου, τους όρους της οποίας διαμορφώνουν ελεύθερα κατ’ άρθρο 361 Α.Κ. τα μέρη (για την παρόμοια νομοθετική ρύθμιση στις συλλογικές συμβάσεις της χερσαίας εργασίας βλ. άρθρο 9 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 και Α.Π. 43/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 453/1995, ΕλλΔνη 1996, 652, Ι. Ληξουριώτη, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, σ. 284, Ι. Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο – Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, σ. 683, Δ. Ζερδελή, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2016, παρ. 14, σ. 195, Α. Καρακατσάνη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 1990, αριθ. 263, σ. 162). Από την άποψη αυτή η δια του άρθρου 5 παρ. 1 του Α.Ν. 3276/1944 παρεχόμενη στον Υ.Ε.Ν. νομοθετική εξουσιοδότηση για την κύρωση της Σ.Σ.Ν.Ε, που καταρτίστηκε υπό τους όρους του ιδίου νόμου, αφορά μόνον την επέκταση της συμβατικής δέσμευσης σε τρίτους που δεν έχουν  συμπράξει  στη  σύναψή της, η οποία είναι φυσικό να άρχεται από το χρονικό σημείο της δημοσίευσης της κυρωτικής απόφασης, αφού αυτή, ως κανονιστική διοικητική πράξη, μπορεί να ορίζει μόνο για το μέλλον, δεδομένου ότι με την πιο πάνω διάταξη δεν παρασχέθηκε στον Υπουργό νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επέκτασης των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων αλλά απλώς προσδιορίστηκε η χρονική διάρκεια της δέσμευσης των τρίτων, η οποία αρχίζει από την επέκταση και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής σύμβασης (Εφ.Πειρ. 285/2015, Εφ.Πειρ. 459/2015, Εφ.Πειρ. 591/2014, 842/2014, Εφ.Πειρ. 12/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1, επιτρέποντας το μη ετεροκαθοριζόμενο ορισμό της χρονικής διάρκειας της δέσμευσης των συμβαλλομένων, θέτει η ίδια εξουσιοδοτικό κανόνα προς τους φορείς της συλλογικής αυτονομίας να καθορίσουν τα χρονικά όρια ισχύος της κοινής βούλησής τους. Επομένως, εφόσον έγκυρα δίδεται στις Σ.Σ.Ν.Ε. αναδρομική ισχύς κατά τη σύναψή τους, οι ρυθμίσεις τους καταλαμβάνουν και όσες ατομικές συμβάσεις καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι αυτήν (Εφ.Πειρ. 371/2016, Εφ.Πειρ. 376/2016, Εφ.Πειρ. 719/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 1132/2005, Ε.Ν.Δ. 2005, 425, Εφ.Πειρ. 457/2000, Δ.Ε.Ε. 2000, 895). Αυτά αποδεχόμενος ο νομοθέτης διευθέτησε πρόσφατα το ζήτημα με το άρθρο 49 του Ν. 4597/2019 «Για την κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης που έχουν συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Α.Ε. – Διατάξεις για τη λειτουργία του συστήματος λιμενικής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α’ 35/28.2.2019), με το οποίο ορίστηκε ότι «Η αληθής έννοια της παρ. 1 του άρθρου 5 του α.ν. 3276/1944 (Α’ 24, αναδημ. Α’ 172/1945) είναι ότι η απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με την οποία κυρώνεται συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο ισχύει αναδρομικά από την έναρξη ισχύος που ορίζεται στην οικεία συλλογική σύμβαση, ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης ή / και κύρωσής της από τον Υπουργό». Η διάταξη αυτή, που αναφέρεται σε ζήτημα επί του οποίου είχε ανακύψει η ανωτέρω ερμηνευτική διχογνωμία σε νομολογία και επιστήμη, διευκρινίζει πράγματι την αληθή έννοια του άρθρου 5 παρ. 1 εδάφ. Α’ του Α.Ν. 3276/1944 και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, από το εφετείο χωρίς τους περιορισμούς από την παρ. 2 του άρθρου 533 Κ.Πολ.Δ. Εξάλλου, στις Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990 για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της συλλογικής σύμβασης που έληξε ή καταγγέλθηκε υπό τη μορφή αρχικώς της παράτασης της ισχύος τους για ένα διάστημα και ακολούθως, μετά την παρέλευσή του, της μετενέργειάς τους επί των ατομικών συμβάσεων εργασίας (Α.Π. 1107/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της Σ.Σ.Ν.Ε. παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της εργασίας των ναυτικών ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκειά της (Α. Καρδαράς, ό.α.). Συναφώς, αν ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συναφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της τελευταίας σχετικής Σ.Σ.Ν.Ε, το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα Σ.Σ.Ν.Ε. αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Άλλως, βέβαια, θα έχει το πράγμα αν οι συμβαλλόμενοι κατά τη σύναψη της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας συμφωνήσουν να καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι κάποιας Σ.Σ.Ν.Ε. και μέλλουσας ακόμα (Α.Π. 194/2020, Α.Π. 1522/2018, Α.Π. 692/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) ή και αυτής που έληξε. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 Α.Κ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί έγκυρα λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (Α.Π. 194/2020, Α.Π. 1109/2017, Α.Π. 1150/2017, Α.Π. 51/2017, Α.Π. 228/2014, Α.Π. 1494/2010, Α.Π. 637/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Γ. Λεβέντης, – Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σ. 521, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2013, σ. 301). Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης Σ.Σ.Ε, τότε οι όροι αυτοί αποκτούν συμβατική δύναμη (Α.Π. 773/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), δηλαδή καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σα να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι τότε η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανόμενου εργαζομένου (Α.Π. 256/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αριθ. 124, σ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε Σ.Σ.Ν.Ε. της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον στην περίπτωση αυτή τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (Α.Π. 874/2018, Α.Π. 567/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Για να καταστεί, όμως, οποιοσδήποτε όρος Σ.Σ.Ν.Ε. και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη Σ.Σ.Ν.Ε. και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών Σ.Σ.Ν.Ε, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει είτε η νεότερη, αν υπάρχει, Σ.Σ.Ν.Ε, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. (Α.Π. 277/2009, Ε.Ε.Δ. 2010, 1353, Α.Π. 860/2010, Δ.Ε.Ν. 2010, 1061, Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, αριθ. 1050α, σ. 662) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα Σ.Σ.Ν.Ε. εωσότου συναφθεί νέα Σ.Σ.Ν.Ε, η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Αποτελεί δε, αυτονόητα, ζήτημα πραγματικό το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών (Α.Π. 515/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και το δικαστήριο κρίνει περί αυτού με βάση καταρχάς τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως (και) το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος (Εφ.Πειρ. 160/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) ή τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του (Εφ.Πειρ. 740/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ασχέτως αν αυτές συντάχθηκαν σε συμμόρφωση προς τις επιταγές του Ν. 4254/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α’ 85/7-4-2014), αφού μεταξύ των σκοπών του τελευταίου νόμου περιλαμβάνεται και η διευκόλυνση της απόδειξης ότι ο εργαζόμενος έλαβε πράγματι τις συμφωνηθείσες αποδοχές (Α.Π. 1385/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 205/2019, όα.).

ΙΙ. Στο άρθρο 170 του ν. δ. 187/1973 «περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» και υπό τον τίτλο «κατηγορίαι δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότης δρομολογήσεως», ορίστηκε στην παρ. 1 ότι «διά π.δ/τος εκδιδομένου προτάσει του αρμοδίου υπουργού καθορίζονται: α) Αι κατηγορίαι των προς εξυπηρέτησιν της μεταξύ των ελληνικών λιμένων μεταφοράς επιβατών δρομολογιακών γραμμών, β) η αρμοδιότης προς δρομολόγησιν πλοίων και καθορισμόν δρομολογίων εις τας γραμμάς αυτάς…..». Βάσει της ως άνω εξουσιοδότησης εκδόθηκε το π. δ. 814/1974 «περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως», με το άρθρο 1 του οποίου ορίσθηκε ότι κατά την εφαρμογή του διατάγματος τούτου και υπό τον όρο «δρομολογιακή γραμμή» νοείται η σειρά των λιμένων προσέγγισης του επιβατηγού πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής (περιπτ. ε’). Εξάλλου, με τις Υ.Α. 2242.5-1.5/77056/2017 (Φ.Ε.Κ, τεύχος Β’, αριθ. 4005/17-7-2017) και Υ.Α. 2242.5-1.5/80350/2018 (Φ.Ε.Κ, τεύχος Β’, αριθ. 5084/14-11-2018) κυρώθηκαν αντίστοιχα οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατικών Πλοίων για τα έτη 2017 και 2018, οι οποίες εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 38 αυτών, σε όλα τα επιβατηγά πλοία που εκτελούν πλόες απόστασης άνω των 30 ναυτικών μιλίων, ενώ για τα πλοία (πορθμεία) που εκτελούν πλόες απόστασης μέχρι 30 ναυτικών μιλίων, εφαρμόζονται οι Σ.Σ.Ε. Αμοιβών Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού, οι οποίες για τα έτη 2017 και 2018 κυρώθηκαν με τις ΥΑ 2242.5-1.6/6695/2018 (Φ.Ε.Κ. Β’ υπ’ αριθ. 305/2-2-2018) και 2242.5-1.6/88047/2018 (Φ.Ε.Κ. Β’ υπ’ αριθ. 5592/12-12-2018) αντίστοιχα. Όπως συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις, με τον όρο της εκτέλεσης πλόων μεταξύ λιμένων εσωτερικού μέχρι 30 ναυτικών μιλίων ή άνω των 30 ναυτικών μιλίων από την αφετηρία στο λιμένα προορισμού, νοείται το σύνολο της δρομολογιακής γραμμής, όπως αυτή προκύπτει από την περί δρομολόγησης του πλοίου σχετική διοικητική πράξη, είναι δε αδιάφορο εάν κατά την εκτέλεσή του το δρομολόγιο πραγματοποιείται εκάστοτε εξολοκλήρου ή εν μέρει. Περαιτέρω, το μήκος της δρομολογιακής γραμμής, το οποίο έχει σημασία για την εφαρμοστέα εκάστοτε συλλογική σύμβαση ή υπουργική απόφαση, δηλαδή εάν θα εφαρμοστούν οι Σ.Σ.Ε. για πλοία, που εκτελούν πλόες απόστασης μέχρι 30 ναυτικών μιλίων ή οι αναφερόμενες σε ακτοπλοϊκά πλοία τα οποία εκτελούν μεγαλύτερες διαδρομές, εξευρίσκεται λαμβανομένων υπόψη και των αποστάσεων των ενδιαμέσων λιμένων, στους οποίους προσεγγίζει το πλοίο κατά τους ορισμούς της περί δρομολόγησης αυτού διοικητικής πράξης, αναφέρεται δε σε καθαρά τεχνικής φύσης ζήτημα, γι’ αυτό και λαμβάνεται υπόψη η περί τούτου βεβαίωση της αρμόδιας κρατικής υπηρεσίας, κατά τις γενόμενες επίσημες μετρήσεις. Επίσης, αν ένα πλοίο, με βάση την οικεία διοικητική πράξη,  έχει δρομολογηθεί παράλληλα σε περισσότερες γραμμές, για τις οποίες ισχύουν διαφορετικές συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας (ως λ.χ. πορθμείων και οχηματαγωγών καθώς και επιβατηγών τουριστικών πλοίων), πρέπει, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη,  οι αποδοχές των εργαζομένων να υπολογίζονται ανάλογα με τον αριθμό των δρομολογίων που εκτελεί το πλοίο σε κάθε δρομολογιακή γραμμή (Α.Π. 871/2018, Α.Π. 109/2009, Εφ.Πειρ. 98/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, contra Εφ.Πειρ. 4/2019, Εφ.Πατρ. 125/2008, Εφ.Πατρ. 100/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, κατά τις οποίες στην άνω περίπτωση οι αποδοχές των εργαζομένων ναυτικών πρέπει να υπολογίζονται με βάση τη Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, αφού η Σ.Σ.Ν.Ε. αυτή είναι, ως ευνοϊκότερη για τον εργαζόμενο, γενική και καθολική και όταν ακόμα το ίδιο πλοίο εκτελεί παράλληλα και πλόες πορθμείου, δηλαδή δρομολόγια απόστασης μέχρι 30 ναυτικών μιλίων). Πάντως, με βάση τις προαναφερθείσες αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, κατά τη σύναψη της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας οι συμβαλλόμενοι μπορούν να συμφωνήσουν να καταστούν περιεχόμενο αυτής οι ευνοϊκότεροι για το ναυτικό όροι της Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, ακόμη και εάν το πλοίο εκτελεί αποκλειστικά τοπικές διαπορθμεύσεις.

ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 1876/1990, οι όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους συλλογικών συμβάσεων εργασίας, είναι επικρατέστεροι, εφόσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζομένους. Επομένως, κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως αυτής, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που αποκαλείται «κλειστός» και περιλαμβάνει το βασικό μισθό και τα επιδόματα ή άλλες αποδοχές που προβλέπονται από τη σχετική Σ.Σ.Ν.Ε. είναι κατ’ αρχή επιτρεπτή, κατ’ άρθρο 361 Α.Κ, υπό την αυτονόητη όμως και αναγκαία προϋπόθεση ότι ο συμφωνηθείς «κλειστός» μηνιαίος μισθός είναι υπέρτερος, παρέχοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μεγαλύτερη προστασία στον εργαζόμενο ναυτικό, των νομίμων μηνιαίων αποδοχών, ενώ αν δεν καλύπτει το σύνολο των ελαχίστων νομίμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη, διότι πρόκειται για ανεπίτρεπτη κατά νόμο παραίτηση εκ των προτέρων από δικαιώματα που παρέχονται στο ναυτικό, σύμφωνα με κανόνες δημόσιας τάξεως, με αποτέλεσμα αυτός να δικαιούται να λάβει την προκύπτουσα διαφορά (Eφ.Πειρ. 742/2019, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 20/2016, Εφ.Πειρ. 164/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 480/2005, Ε.Ν.Δ. 2005, 448). Και

IV. Με τη διάταξη του άρθρου 479 Α.Κ, στην οποία ορίζεται ότι «Αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει.…», καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 Α.Κ. και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από αυτούς δε τους δύο ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζομένων κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Στρεφόμενος ο δανειστής κατά του αποκτώντος, οφείλει, για την πληρότητα του δικογράφου, σύμφωνα με τα άρθρα 111, 117, 118 και 216 Κ.Πολ.Δ, να αναφέρει (και αν αμφισβητηθούν να αποδείξει), τα εξής στοιχεία: α) τη σύμβαση μεταβίβασης περιουσίας ή επιχείρησης ή άλλο νόμιμο λόγο που θεμελιώνει τη μεταβίβαση, λ.χ. μονομερή δικαιοπραξία, διάταξη νόμου κ.λπ, β) την απαίτησή του εναντίον εκείνου που μεταβίβασε την επιχείρηση ή περιουσία του και γ) αν έχουν μεταβιβασθεί μεμονωμένα περιουσιακά στοιχεία που εξαντλούν την περιουσία ή το σημαντικότερο μέρος αυτής και ότι το γεγονός τούτο το γνώριζε υπό τις εκτιθέμενες ειδικές συνθήκες ο εναγόμενος (Εφ.Πειρ. 699/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), δεν αποτελεί όμως στοιχείο της κατ’ αυτού αγωγής η αναφορά και η αξία των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάστηκαν, καθόσον η μέχρι της αξίας αυτών ευθύνη εκείνου που απέκτησε προβάλλεται μόνο κατ’ ένσταση (Α.Π. 318/2008, ΕλλΔνη 2009, 482, Α.Π. 684/1993, ΕλλΔνη 1994, 1306, 610, Εφ.Αθ. 9083/1990, ΕλλΔνη 31,1519). Για τη δημιουργία της σωρευτικής αυτής αναδοχής απαιτείται να περιλαμβάνει η μεταβίβαση ένα προς ένα όλα τα στοιχεία που συνιστούν το ενεργητικό της περιουσίας, έστω και αν εξαιρέθηκαν απ’ αυτήν αντικείμενα ασήμαντης αξίας. Επί μεταβίβασης μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε εν γνώσει του ότι του μεταβιβάστηκε όλη περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η περιουσία που του μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (Α.Π. 1179/2020, Α.Π. 1995/2014, Α.Π. 451/2012, Α.Π. 909 και 910/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση δε κατά την οποία μεταβιβάσθηκε επιχείρηση ή άλλη περιουσιακή ομάδα ως τέτοια, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει από αυτή την ίδια τη σύμβαση και, ως εκ τούτου, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (Α.Π. 829/2003, Α.Π. 91/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 699/2020, efeteio-peir.gr). Ως επιχείρηση η ελληνική νομολογία αντιλαμβάνεται και το εν λειτουργία ευρισκόμενο πλοίο (Α.Π. 1129/1983, Νο.Β. 32, 667, Α.Π. 424/1995, Εφ.Πειρ. 207/2011, Εφ.Πειρ. 372/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 699/2020, Εφ.Πειρ. 596/2018, www.efeteio-peir.gr), πολύ περισσότερο μάλιστα διότι συνηθέστατος τύπος της εκμετάλλευσης πλοίου είναι η «μονοβάπορη» εταιρία (Εφ.Πειρ. 699/2020, ό.α, Εφ.Πειρ. 596/2018, ό.α, 726/2010, Ε.Ν.Δ. 2010, 435, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε νοούνται οποιασδήποτε φύσης, είτε από σύμβαση είτε από αδικοπραξία (εκτός των προσωποπαγών), αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης,  με την έννοια δε αυτή περιλαμβάνονται και εκείνα που κατά το χρόνο της μεταβιβαστικής σύμβασης τελούν υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, η οποία υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Για την ευθύνη του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών κατά το χρόνο της μεταβίβασης, ούτε επίσης απαιτείται αυτά να είχαν αναγνωρισθεί δικαστικά σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή μέχρι το χρόνο της μεταβίβασης (Α.Π. 409/2020, Α.Π. 1987/2014, Α.Π. 909/2010, Α.Π. 1948/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), αρκεί μόνο ο νομικός λόγος γέννησής τους να έχει προηγηθεί της μεταβίβασης, ακόμη και αν αυτά κατέστησαν μεταγενέστερα ληξιπρόθεσμα και απαιτητά (Α.Π. 1154/1998, ΕλλΔνη 1998, 1572, Εφ.Πειρ. 545/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κρητικός, σε Γεωργιάδη / Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, υπ’ άρθρο 479, αριθ. 21, 22). Με τις παραπάνω διατάξεις επεκτείνεται απλώς ο ενοχικός δεσμός και στο πρόσωπο του αποκτώντος την περιουσία, ο οποίος καθίσταται πρόσθετος οφειλέτης του ίδιου χρέους, που περιέρχεται σε αυτόν στην κατάσταση που βρισκόταν κατά το χρόνο της μεταβίβασης, χωρίς να μεταβάλλεται η φύση και το περιεχόμενό του εκ του ότι μετά τη μεταβίβαση, η ενοχή κάθε συνοφειλέτη είναι αυτοτελής ως προς την ύπαρξη και την εξέλιξή της, αφού τα γεγονότα που αφορούν τους συνοφειλέτες μπορεί να ενεργούν αντικειμενικά για όλους ή υποκειμενικά για τον έναν από αυτούς, σύμφωνα με τα άρθρα 483-486 Α.Κ. (Α.Π. 161/2010, Εφ.Πειρ.207/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 776/2003, ΕλλΔνη 2005, 163, Εφ.Πειρ. 668/2019, Εφ.Πειρ. 596/2018, www.efeteio-peir.gr). Μεταξύ δε των άνω συνοφειλετών υπάρχει απλή ομοδικία (Εφ.Πειρ. 699/2020, ό.α, Εφ.Πειρ. 668/2019, ό.α, Εφ.Πειρ. 596/2018, ό.α, Εφ.Πειρ. 582/2014, Εφ.Θεσ. 424/2008, Εφ.Αθ. 6812/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από τον ενάγοντα (ήδη εκκαλούντα – εφεσίβλητο) α) με αριθμό …./13-5-2019 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ………. (ναύτη, υπηρετήσαντος από Δεκέμβριο 2017 έως Ιούλιο 2018 στο ένδικο πλοίο) ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, μετά από νόμιμη προ δύο εργάσιμων ημερών κλήτευση των εναγομένων κατ’ άρθρο 422 παρ.1 Κ.Πολ.Δ. (βλ. σχετ. τις υπ’ αριθ. …./25-4-2019 και …../25-4-2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …….. και την από 24-4-2019 γνωστοποίηση – κλήση εξέτασης μάρτυρος) και β) από 21-7-2020 ένορκη βεβαίωση κατ’ άρθρο 74 παρ. 6 του Ν. 4690/2020 (Φ.Ε.Κ. Α’ 104) του ιδίου άνω μάρτυρος ενώπιον του δικηγόρου της έδρας του Δικαστηρίου της αγωγής (Πειραιά) ……….., η οποία επίσης λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, μετά από νόμιμη προ δύο εργάσιμων ημερών κλήτευση των εναγομένων κατ’ άρθρο 422 παρ.1 Κ.Πολ.Δ. (βλ. σχετ. τις υπ’ αριθ. …./16-7-2020 και …./16-7-2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ……… και τις από 15-7-2020 και 14-7-2020 αντίστοιχα γνωστοποιήσεις – κλήσεις εξέτασης μάρτυρος) και αμέσως μετά τη λήψη της απεστάλη ηλεκτρονικά, κατά τους ορισμούς του παραπάνω άρθρου, από τον άνω δικηγόρο ενώπιον του οποίου δόθηκε στο Δικηγορικό Σύλλογο στον οποίο αυτός ανήκει (Δ.Σ.Π.) και εκδόθηκε σχετικά από τον τελευταίο η με αριθ. πρωτ. ΔΣΠ ΕΒ ……-23-7-2020 ηλεκτρονική απόδειξη λήψης και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη για άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων [στα οποία περιλαμβάνονται και οι προσκομιζόμενες με επίκληση από τις εκκαλούσες – εφεσίβλητες – εναγόμενες α) με αριθμούς ……, …….. και ……../12-2-2019 /12-2-2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……. (συνταξιούχου ναυκλήρου, υπηρετήσαντος από Μάρτιο 2014 έως το 2017 στο ένδικο πλοίο), …….. (συνταξιούχου ναύτη, υπηρετήσαντος από Απρίλιο 2013 έως το 2017 στο ένδικο πλοίο) και ……… (ναύτη, υπηρετήσαντος από Αύγουστο  2016 έως το Νοέμβριο 2018 στο ένδικο πλοίο) ενώπιον της συμβολαιογράφου Αργοστολίου …….. και β) με αριθμό ……../12-2-2019 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ………. (συνταξιούχου ναύτη, υπηρετήσαντος στο ένδικο πλοίο πριν την επίδικη περίοδο ναυτολόγησης του ενάγοντος), οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια της πρώτης εναγομένης, μετά από νόμιμη προ δύο εργάσιμων ημερών κλήτευση του ενάγοντος κατ’ άρθρο 422 παρ.1 Κ.Πολ.Δ. (σύμφωνα με την υπ’ αριθ. ……./7-2-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ………. και την από 6-2-2019 κλήση και γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων) προς αντίκρουση της από 7-12-2018 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/2018 προηγούμενης όμοιας αγωγής του εναντίον της, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε με την κρινόμενη από 11-4-2019 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./11-4-2019 αγωγή του και δεν θεωρούνται στην παρούσα δίκη ως ιδιαίτερα και αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, αλλά ως έγγραφα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (Α.Π. 677/2019, Α.Π. 831/2013, Α.Π. 1633/2009, Α.Π. 227/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ)], αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Σε εκτέλεση σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε με την πρώτη εναγόμενη εταιρία «…………..» στην Καλλιθέα Αττικής στις 18-5-2016, ο ενάγων …………….. – ο οποίος είναι απογεγραμμένος ναυτικός, κατέχων το με στοιχεία ………. ναυτικό φυλλάδιο – προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε στις 16-10-2016 στον Πόρο Κεφαλονιάς, με την ειδικότητα του ναύτη, στο με Ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «ΝΚ» (νηολογίου Πειραιά, με αριθμό …………., κ.ο.χ. 3.923,97), πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης. Στο παραπάνω πλοίο εργάστηκε συνεχώς από την άνω ημερομηνία πρόσληψής του μέχρι και τις 6-7-2018, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Σάμης Κεφαλονιάς «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Εντός της άνω χρονικής περιόδου ναυτολόγησής του το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε κυκλικούς πλόες από 1-1-2017 έως 31-10-2017 στη γραμμή Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλονιάς και από 1-11-2017 έως 6-7-2017 στις γραμμές α) Κυλλήνη – Σάμη – Πισαετός Ιθάκης – Πάτρα και β) Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλονιάς. Το μήκος των άνω δρομολογιακών γραμμών, στις οποίες είχε ενταχθεί και τις οποίες εκτελούσε το άνω πλοίο, σύμφωνα με τις οικείες διοικητικές πράξεις της αρμόδιας αρχής (κατά τις διατάξεις περί ακτοπλοΐας των άρθρων 164 έως 180α του ν.δ. 187/1973, της ΥΑ 333/2002 περί καθορισμού ορίων ακτοπλοϊκών γραμμών κ.λ.π. και του ν. 2932/2011 για τις θαλάσσιες ενδομεταφορές), όσον αφορά τη γραμμή Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλονιάς ανέρχεται σε είκοσι τρία (23) ναυτικά μίλια από το λιμάνι αφετηρίας (Κυλλήνη) μέχρι το λιμάνι  προορισμού κάθε δρομολογίου (Πόρος Κεφαλονιάς), ενώ όσον αφορά τη γραμμή Κυλλήνη – Σάμη – Πισαετός Ιθάκης – Πάτρα υπερβαίνει τα τριάντα (30) ναυτικά μίλια από το λιμάνι αφετηρίας (Κυλλήνη) μέχρι το λιμάνι προορισμού του κάθε δρομολογίου (Πάτρα). Επρόκειτο δηλαδή για πορθμειακή και ακτοπλοϊκή γραμμή αντίστοιχα, όπως η έννοια των γραμμών αυτών προσδιορίσθηκε στην ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι όροι της εργασίας του ενάγοντος και ιδίως το ύψος των καταβαλλόμενων σ’ αυτόν αποδοχών, κατά τη συμφωνία των διαδίκων μερών – που προκύπτει χαρακτηριστικά, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, από την ερμηνεία της δήλωσης βούλησής τους στην άνω έγγραφη ατομική σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τα αναγραφόμενα στους προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας του για τις άνω περιόδους της εργασίας του – διέπονταν (ανεξάρτητα από το είδος των πλόων που εκτελούσε το πλοίο, οι οποίοι αφορούσαν, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, 3-4 ημερήσιες διαπορθμεύσεις στη γραμμή Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλονιάς από 1-1-2017 έως 31-10-2017 και μια τέτοια ημερήσια διαπόρθμευση και επιπλέον ένα ημερήσιο κυκλικό ακτοπλοϊκό δρομολόγιο στη γραμμή Κυλλήνη – Ιθάκη – Σάμη – Πάτρα από 1-11-2017 έως 6-7-2018) α) για την περίοδο από 1-1-2017 έως 31-11-2017 από την  από 17-8-2017 Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατικών Πλοίων έτους 2017, που κυρώθηκε και κατέστη γενικώς υποχρεωτική με την υπ’ αριθ. 2242.5.1.5/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (Φ.Ε.Κ. Β’ 4005/17-7-2017» και β) για την περίοδο από 1-1-2018 έως 6-7-2018 (οπότε ο ενάγων απολύθηκε) από την από 4-9-2018 Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2018, που κυρώθηκε και κατέστη γενικώς υποχρεωτική με την υπ’ αριθ. 2242.5.1.5/80350/2018 απόφαση του ιδίου άνω Υπουργού (Φ.Ε.Κ. Β’ 5084/14-11-2018). Οι εναγόμενες ισχυρίστηκαν πρωτόδικα και επαναφέρουν τον ισχυρισμό τους αυτό με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους, ότι, κατά την επίδικη άνω περίοδο της ναυτολόγησης του ενάγοντος, η συμφωνία της πρώτης εξ αυτών μαζί του ήταν να αμείβεται αυτός με «κλειστό» μισθό, ο οποίος είχε συμφωνηθεί ανώτερος από τις αποδοχές που προέβλεπε η, προσήκουσα στο είδος των δρομολογίων του πλοίου, Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων πορθμείων εσωτερικού εφόσον τέτοια Σ.Σ.Ε. υπήρχε σε ισχύ, όπως αποδεικνύεται από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες απ’ αυτήν ένορκες βεβαιώσεις των συναδέλφων του ενάγοντος ………, ……., ……. . και ………., καθώς και από το γεγονός ότι στην προαναφερθείσα από 18-5-2016 έγγραφη ατομική σύμβαση εργασίας του, αναγράφηκε για τις αποδοχές του η φράση «ΣΥΜΦΩΝΟΣ Σ.Σ.Ε.», η οποία (Σ.Σ.Ε.) δεν προσδιορίστηκε, γεγονός που υποδηλώνει ότι συμφωνήθηκε να αμείβεται ο ενάγων με βάση την εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ε. για την κατηγορία στην οποία υπάγεται το πλοίο σύμφωνα με το είδος των πλόων που εκτελούσε, η οποία εν προκειμένω ήταν η Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων πορθμείων εσωτερικού, που ήταν η προσήκουσα στο είδος των δρομολογίων του. Οι ισχυρισμοί τους όμως αυτοί κρίνονται μη πειστικοί και απορριπτέοι. Τούτο καταρχήν διότι από την ατομική σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του και το ναυτικό του φυλλάδιο δεν προκύπτει συμφωνία αυτού και της πρώτης εναγομένης για αμοιβή του με κλειστό μισθό. Αντίθετα, στην έγγραφη άνω ατομική σύμβαση εργασίας του, στο πεδίο με τίτλο «ΜΙΣΘΟΙ», αναφέρεται για όλες τις περιπτώσεις μισθού, επιδομάτων και υπερωριών η φράση «ΣΥΜΦΩΝΟΣ Σ.Σ.Ε.» και στο πεδίο αυτής «ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΝΑΥΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΟΥ ΈΧΕΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ» γίνεται αναφορά «σύμφωνα Σ.Σ.Ε.», χωρίς να αναφέρεται κάπου ότι, εάν για οποιονδήποτε λόγο δεν ισχύει η Σ.Σ.Ε, θα καταβάλλεται κλειστός μισθός και μάλιστα συγκεκριμένου ποσού. Επίσης, στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος, στο πεδίο «μισθός», αναφέρεται «Σ.Σ.». Ακόμη, στους λογαριασμούς μισθοδοσίας του ενάγοντος, που εκδίδονταν ανελλιπώς από την πρώτη εναγόμενη και αναγράφουν το σύνολο των προς αυτόν καταβληθέντων μηνιαίων αποδοχών του κατά τις χρονικές περιόδους εργασίας του από 1-1-2017 έως 31-12-2017 και από 1-1-2018 έως 6-7-2018, αναφέρεται ως μισθός ενεργείας του ποσό 1.157,99 ευρώ, ήτοι η ίδια η πρώτη εναγόμενη προσδιορίζει για όλες τις περιόδους απασχόλησης του ενάγοντος (ακόμα και την άνω περίοδο 1-1-2017 έως 31-10-2017 που το πλοίο εκτελούσε μόνο τοπικές διαπορθμεύσεις στη γραμμή Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλονιάς) τον οφειλόμενο μισθό ενεργείας σ’ αυτόν βάσει των προβλέψεων για την ειδικότητά του της Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατικών Πλοίων 2017 και όχι βάσει των προβλέψεων της αντίστοιχης Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Πορθμείων (κατά την οποία ανέρχονταν για την ειδικότητά του ο αντίστοιχος μισθός ενεργείας του σε 901,72 ευρώ), γεγονός που επιβεβαιώνει συμφωνία της με τον ενάγοντα για αμοιβή του σύμφωνα με τις διατάξεις της Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατικών Πλοίων, αμοιβή που προσιδίαζε άλλωστε με την κατηγορία του άνω πλοίου όπου αυτός εργάζονταν, η οποία αντιστοιχεί στην άνω Σ.Σ.Ν.Ε, αφού δεν πρόκειται για πορθμείο αλλά για επιβατικό – οχηματαγωγό, για το οποίο είχαν εκδοθεί κατ’ άρθρο 171 και 172 Κ.Δ.Ν.Δ. οι προαναφερθείσες Υπουργικές αποφάσεις που όριζαν τη σειρά προσέγγισης λιμένων ή όρμων, την πυκνότητα των δρομολογίων και το ωράριο εκτέλεσής τους. Η άνω κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται από την από 13-5-2019 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος του ενάγοντος ……… (με την οποία ο τελευταίος βεβαιώνει ότι με την πρώτη εναγόμενη είχαν συμφωνήσει αυτός και ο ενάγων να αμείβονται σύμφωνα με τις αποδοχές τις προβλεπόμενες από την εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατικών Πλοίων και ότι οι κρατήσεις από το μισθό τους γίνονταν σύμφωνα με αυτή) και δεν κλονίζεται από τα προσκομιζόμενα από τις εναγόμενες αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων τους …….., ………. και …………, διότι όσα καταθέτουν οι τελευταίοι για συμφωνία τους και του ενάγοντος με την πρώτη εναγόμενη για κλειστό μισθό τους ανεξάρτητα από το είδος των εκτελούμενων πλόων του πλοίου κρίνονται αόριστα και ατεκμηρίωτα, αφού δεν μνημονεύουν συγκεκριμένο κλειστό μισθό τους, δεν διευκρινίζουν από πού προκύπτει αυτός και δεν αποκλείουν αυτός να ταυτίζεται με τις αποδοχές που προέβλεπε για την ειδικότητά τους η Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων. Να σημειωθεί εδώ ότι η αποδειχθείσα άνω συμφωνία του ενάγοντος με την πρώτη εναγόμενη σχετικά με την εφαρμογή στην ατομική του σύμβαση των κανονιστικού χαρακτήρα διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων ανεξάρτητα από το είδος των πλόων που εκτελούσε το πλοίο ήταν έγκυρη και ισχυρή, καθώς η άνω Σ.Σ.Ν.Ε. προβλέπει για τους ναυτικούς αποδοχές ανώτερες εκείνων που προβλέπει η αντίστοιχη Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Πορθμείων. Και ναι μεν κατά τον άνω χρόνο απόλυσης του ενάγοντος η Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων 2018 δεν είχε εισέτι κυρωθεί, πλην όμως, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προαναφέρθηκε, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των εναγομένων που προβάλλονται με τον τέταρτο λόγο της έφεσής τους, οι ρυθμίσεις της ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής του ενάγοντος κατέλαβαν αυτόν και την πρώτη εναγόμενη, κανονιστικά μεν οπωσδήποτε μετά την κύρωσή της αλλά και, ενοχικά, πριν απ’ αυτή, δεδομένου ότι η ατομική σύμβαση εργασίας του ενάγοντος καταρτίστηκε πριν την υπογραφή της τελευταίας άνω Σ.Σ.Ν.Ε. και δεν είχε λυθεί μέχρι την υπογραφή της, ενώ τόσο η πρώτη εναγόμενη όσο και ο ενάγων ήταν μέχρι τη λύση της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας του στις 6-7-2018 μέλη των συλλογικών οργανώσεων που συνυπέγραψαν τη συγκεκριμένη Σ.Σ.Ν.Ε. και, ειδικότερα, ο μεν ενάγων μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ναυτών  Εμπορικού Ναυτικού (Π.Ε.Ν.Ε.Ν.), η δε εναγόμενη μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (Σ.Ε.ΕΝ), ιδιότητες τις οποίες οι ίδιοι δεν αρνούνται και, όσον αφορά τον ενάγοντα, επιβεβαιώνεται και από το γεγονός της παρακράτησης καθ’ όλη τη διάρκεια της επίδικης ναυτολόγησής του από τις μηνιαίες αποδοχές του εισφοράς υπέρ της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας (Π.Ν.Ο.), υπερκείμενης οργάνωσης στην οποία υπαγόταν η κλαδική επαγγελματική οργάνωση των ναυτικών της ειδικότητάς του.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το άνω πλοίο, με τη με αριθμό 2251.1-1/93141/31-10-2016 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, δρομολογήθηκε από 1-11-2016 στη γραμμή Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλονιάς και με τη με αριθ. 2251.1-1/78022/31-10-2017 απόφαση του ιδίου Υπουργού δρομολογήθηκε από 1-11-2017 στις γραμμές α) Κυλλήνη – Ιθάκη – Σάμη Κεφ/νίας – Πάτρα, β) Πάτρα – Σάμη Κεφ/νίας – Ιθάκη – Πόρος Κεφ/νίας – Κυλλήνη, γ) Κυλλήνη – Ζάκυνθος και δ) Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλληνίας.  Κατά τις επίδικες περιόδους ναυτολόγησης του ενάγοντος [εξαιρουμένων των περιόδων από 23-5-2017 και από 28-11-2017 έως 29-11-2017 κατά τις οποίες αυτό βρισκόταν σε ακινησία λόγω ετήσιου και έκτακτου δεξαμενισμού του αντίστοιχα, καθώς και των αργιών 1-1-2017 (Πρωτοχρονιά), 16-4-2017 (Πάσχα 2017), 25-12-2017 (Χριστούγεννα 2017), 1-1-2018 (Πρωτοχρονιά) και 8-4-2018 (Πάσχα 2018) κατά τις οποίες αυτό δεν εκτέλεσε δρομολόγια (βλ. σχετ. δημοσιεύματα ηλεκτρονικού τύπου και εγκεκριμένους πίνακες δρομολογίων που προσάγουν με επίκληση οι εναγόμενες)], το άνω πλοίο εκτελούσε καθημερινά τα εξής δρομολόγια: Α. Κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2017 έως 31-10-2017 ήταν δρομολογημένο στη γραμμή Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλονιάς (έχοντας την Κυλλήνη ως λιμένα αφετηρίας και τον Πόρο Κεφαλονιάς ως λιμένα προορισμού) και το εξής πρόγραμμα δρομολογίων: Από 1-1-2017 έως 2-7-2017 (εκτός ημερών Πάσχα) και από 4-9-2017 έως 31-10-2017, εκτελούσε 4 κυκλικά δρομολόγια κάθε Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Παρασκευή, Κυριακή και τις αργίες και 3 κυκλικά δρομολόγια κάθε Σάββατο. Ειδικότερα, α) από Δευτέρα έως και Παρασκευή αναχωρούσε καθημερινά στις 06.30 από Κυλλήνη, έφτανε στον Πόρο στις 07.45, αναχωρούσε από Πόρο στις 08.00, έφτανε Κυλλήνη στις 09.15 (ολοκλήρωση 1ου κυκλικού δρομολογίου), έπειτα αναχωρούσε από Κυλλήνη στις 13.45, έφτανε Πόρο στις 15.00, αναχωρούσε από Πόρο στις 15.30, έφτανε Κυλλήνη στις 16.45 (ολοκλήρωση 2ου κυκλικού δρομολογίου), στη συνέχεια αναχωρούσε από Κυλλήνη στις 17.30, έφτανε Πόρο στις 18.45, αναχωρούσε από Πόρο στις 19.15, έφτανε Κυλλήνη στις 20.30 (ολοκλήρωση 3ου κυκλικού δρομολογίου) και τέλος αναχωρούσε στις 21.15 από Κυλλήνη και έφτανε στις 22.30 στον Πόρο, όπου διανυκτέρευε και από Πόρο αναχωρούσε την επομένη στις 04.45 και έφθανε Κυλλήνη στις 06.00 (ολοκλήρωση 4ου κυκλικού δρομολογίου), β) Τα Σάββατα αναχωρούσε από Κυλλήνη στις 10.00, έφτανε Πόρο στις 11.15, αναχωρούσε από Πόρο στις 12.00, έφτανε Κυλλήνη στις 13.15 (ολοκλήρωση 1ου κυκλικού δρομολογίου), στη συνέχεια αναχωρούσε από Κυλλήνη στις 13.45, έφτανε Πόρο στις 15.00, αναχωρούσε από Πόρο στις 15.30 και έφτανε Κυλλήνη στις 16.45 (ολοκλήρωση 2ου κυκλικού δρομολογίου) και τέλος αναχωρούσε από Κυλλήνη στις 17.30, έφτανε Πόρο στις 18.45 (ολοκλήρωση 3ου κυκλικού δρομολογίου) και γ) τις Κυριακές και τις αργίες αναχωρούσε από Κυλλήνη στις 10.00, έφθανε Πόρο στις 11,15, αναχωρούσε από Πόρο στις 12.00, έφθανε Κυλλήνη στις 13,15 (ολοκλήρωση 1ου κυκλικού δρομολογίου), αναχωρούσε από Κυλλήνη στις 13.45, έφτανε Πόρο στις 15.00, αναχωρούσε από Πόρο στις 15.30, έφτανε Κυλλήνη στις 16.45 (ολοκλήρωση 2ου κυκλικού δρομολογίου), αναχωρούσε εκ νέου από Κυλλήνη στις 17.30, έφτανε Πόρο στις 18.45 αναχωρούσε από Πόρο στις 19.15, έφτανε Κυλλήνη στις 20.45 (ολοκλήρωση 3ου κυκλικού δρομολογίου), αναχωρούσε από Κυλλήνη στις 21.15, έφτανε στον Πόρο στις 23.00 όπου και διανυκτέρευε, ενώ από Πόρο αναχωρούσε την επομένη στις 04.45 (της Δευτέρας), έφθανε Κυλλήνη στις 06.00 (ολοκλήρωση 4ου κυκλικού δρομολογίου). Και Από 3-7-2017 έως 3-9-2017 (συμπεριλαμβανομένων των ημερών Πάσχα 2017 (ήτοι από 8-4-2017 έως 23-4-2017),  εκτελούσε 5 κυκλικά δρομολόγια τις καθημερινές, με ώρες αναχώρησης από Κυλλήνη στις 06.45, στις 10.00, στις 13.45, στις 17.30 και στις 21.15 και από Πόρο στις 08.30, στις 11.50, στις 15.30, στις 19.15 και στις 04.45 της επομένης αντίστοιχα και 4 κυκλικά δρομολόγια τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, με ώρες αναχώρησης από Κυλλήνη τα Σάββατα στις 06.45, στις 10.00, στις 13.45 και στις 17.30 και αντίστοιχα, με ώρες αναχώρησης από Πόρο στις 08.30, στις 11.50, στις 15.30 και στις 08.30 της επομένης (Κυριακή) και τις Κυριακές με ώρες αναχώρησης από Κυλλήνη στις 10.00, στις 13.45, στις 17.30 και στις 21.15 και με ώρες επιστροφής από Πόρο στις 11.50, στις 15.30, στις 19.15 και στις 04.45 της επομένης (Δευτέρα) αντίστοιχα. Και Β. Από 1-11-2017 έως 6-7-2018 (οπότε ο ενάγων αποναυτολογήθηκε) ήταν δρομολογημένο στις γραμμές α) Κυλλήνη – Σάμη – Ιθάκη – Πάτρα και β) Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλονιάς (έχοντας την Κυλλήνη ως λιμένα αφετηρίας και τους λιμένες Πατρών και Πόρου Κεφαλονιάς αντίστοιχα ως λιμένες προορισμού) και πρόγραμμα δρομολογίων του που διαμορφώνονταν ως εξής: Κάθε Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή το πλοίο εκτελούσε 2 κυκλικά δρομολόγια, εκ των οποίων το ένα ήταν στη γραμμή Κυλλήνη – Ιθάκη – Σάμη – Πάτρα με επιστροφή και το άλλο ήταν στη γραμμή Κυλλήνη – Πόρος με επιστροφή. Συγκεκριμένα, το πρώτο δρομολόγιο εκτελούνταν από Δευτέρα έως Παρασκευή, με ώρα αναχώρησης από Κυλλήνη στις 5.45, άφιξη στον Πισαετό Ιθάκης στις 7.40, αναχώρηση στις 7.50, άφιξη στη Σάμη Κεφαλληνίας στις 8.15, αναχώρηση στις 8.30, άφιξη στην Πάτρα στις 11.15, αναχώρηση στις 12.00, άφιξη στη Σάμη στις 14.45, αναχώρηση στις 15.15, άφιξη στον Πισαετό Ιθάκης στις 15.45, αναχώρηση στις 16.00, άφιξη στον Πόρο Κεφαλληνίας στις 16.50, αναχώρηση στις 17.15 και επιστροφή στην Κυλλήνη στις 18.35 (ολοκλήρωση 1ου δρομολογίου). Το δεύτερο δρομολόγιο εκτελούνταν τις ίδιες ημέρες με ώρα αναχώρησης από Κυλλήνη στις 19.00, άφιξη στον Πόρο στις 20.35, αναχώρηση στις 21.00 και επιστροφή στην Κυλλήνη στις 22.20, όπου το πλοίο διανυκτέρευε (ολοκλήρωση 2ου δρομολογίου). Κάθε Σάββατο το πλοίο είχε αναχώρηση από Κυλλήνη στις 05.45, άφιξη στον Πισαετό Ιθάκης στις 07.40, αναχώρηση στις 07.50, άφιξη στη Σάμη στις 08.15, αναχώρηση στις 08.30, άφιξη στην Πάτρα στις 11.15, αναχώρηση στις 12.00, άφιξη στη Σάμη στις 14.45, αναχώρηση στις 15.15, άφιξη στον Πισαετό Ιθάκης στις 15.45, αναχώρηση στις 16.00, άφιξη στον Πόρο στις 16.50, αναχώρηση στις 17.15, άφιξη στην Κυλλήνη στις 18.35, αναχώρηση στις 19.00 και άφιξη στη Σάμη στις 20.55, όπου διανυκτέρευε. Κάθε Κυριακή είχε αναχώρηση από Σάμη στις 07.15, άφιξη στον Πισαετό Ιθάκης στις 07.40, αναχώρηση στις 07.50, άφιξη στη Σάμη στις 08.15, αναχώρηση στις 08.30, άφιξη στην Πάτρα στις 11.15, αναχώρηση στις 12.00, άφιξη στη Σάμη στις 14.45, αναχώρηση στις 15.15, άφιξη στον Πισαετό Ιθάκης στις 15.45, αναχώρηση στις 16.00, άφιξη στον Πόρο στις 16.50, αναχώρηση στις 17.15 και επιστροφή στην Κυλλήνη στις 18.35. Έπειτα το πλοίο έκανε ένα κυκλικό δρομολόγιο στη γραμμή Κυλλήνη – Πόρος – Κυλλήνη, με αναχώρηση από Κυλλήνη στις 19.00, άφιξη στον Πόρο στις 20.35, αναχώρηση στις 21.00 και επιστροφή στην Κυλλήνη στις 22.20, όπου διανυκτέρευε. Ομοίως, την περίοδο του Πάσχα από 31-3-2018 έως 15-4-2018) εκτελούσε καθημερινά από Δευτέρα έως Κυριακή δυο κυκλικά δρομολόγια όπως περιγράφηκαν παραπάνω (το πρώτο στη γραμμή Κυλλήνη – Ιθάκη – Σάμη – Πάτρα με επιστροφή και το δεύτερο στη γραμμή Κυλλήνη – Πόρος με επιστροφή), με πρωινή αναχώρηση από Κυλλήνη στις 05.45’ και τελικό κατάπλου στην Κυλλήνη στις 22.20. Κατά τις άνω χρονικές περιόδους της απασχόλησης του ενάγοντος οι τακτικές αποδοχές του, με βάση τις συμφωνηθείσες άνω Σ.Σ.Ε. πληρωμάτων ακτοπλοϊκών πλοίων εσωτερικού, ανέρχονταν συνολικά για το έτος 2017 σε 2.441,39 ευρώ [ήτοι μισθός ενεργείας  1.157,99 ευρώ + επίδομα Κυριακών 254,76 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ + αντίτιμο τροφής 30 ημερών 576,30 ευρώ (19,21 Χ 30) + αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας 417,12 ευρώ {(1.157,99 ευρώ μισθός ενεργείας + 254,76  ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.412,75 ευρώ Χ 1/22 = 64,21 ευρώ Χ 5 ημέρες = 321,10 ευρώ + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,21 Χ 5) 96,05 ευρώ}] και για το έτος 2018 σε 2.490,08 ευρώ [ήτοι μισθός ενεργείας  1.181,15 ευρώ + επίδομα Κυριακών 259,86 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,92 ευρώ + αντίτιμο τροφής 30 ημερών 587,70 ευρώ (19,59 Χ 30) + αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας 425,45 ευρώ {(1.181,15 ευρώ μισθός ενεργείας + 259,86  ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.441,01 ευρώ Χ 1/22 = 65,50 ευρώ Χ 5 ημέρες = 327,50 ευρώ + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,21 Χ 5) 96,05 ευρώ}]. Σημειωτέον ότι στις τακτικές αποδοχές (βάσει των οποίων υπολογίζονται, εκτός της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων «εξπρές», και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα), συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (Α.Π. 1013/2003, Δ.Ε.Ε. 2004, 214, Εφ.Πειρ. 200/2016, Εφ.Πειρ. 442/2015, Εφ.Πειρ. 618/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 587/2011, Ε.Ν.Δ. 2012, 19, Εφ.Πειρ. 283/2009, Ε.Ν.Δ. 2009, 102). Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές συμπεριλαμβάνονται η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία, οι αποδοχές αδείας (με το αντίτιμο τροφής), το ημερήσιο αντίτιμο τροφής, ανεξαρτήτως αν η τροφή παρέχεται σε χρήμα ή αυτούσια (Εφ.Πειρ. 397/2020, ό.α, Εφ.Πειρ. 231/2013, Ε.Ν.Δ. 2013, 220, Εφ.Πειρ. 377/2011, ό.α.) και η πρόσθετη αμοιβή φορτοεκφόρτωσης – έχμασης οχημάτων (Εφ.Πειρ. 50/2016, Εφ.Πειρ. 117/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), όχι όμως το επίδομα ιματισμού, γιατί δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (αφού η κύρια και βασική αιτία χορήγησής του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου), καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (Α.Π. 774/2003, Δ.Ε.Ν. 59, 1300, Α.Π. 226/2003, Δ.Ε.Ν. 59, 1138, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 294/2020, Εφ.Πειρ. 55/2017, Εφ.Πειρ. 50/2016, Εφ.Πειρ. 434/2013, Εφ.Πειρ. 661/2012, Εφ.Πειρ. 377/2011, Εφ.Πειρ. 283/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir. gr, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τ. 1ος, υπ’ άρθρο. 60, σ. 332 και υπ’ άρθρο 76, σ. 387), ούτε η πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα και δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (Εφ.Πειρ. 294/2020, Εφ.Πειρ. 164/2014, Εφ.Πειρ. 177/2012, Εφ.Πειρ. 46/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 255/2018, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 517/2011, Εφ.Πειρ. 46/2011, Εφ.Πειρ. 540/2006, Εφ.Πειρ. 1/2003, αδημ.). Επομένως, αβάσιμα παραπονείται ο ενάγων με τον τρίτο λόγο της έφεσής του ότι στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του έπρεπε να συνυπολογιστεί το επίδομα ιματισμού, ενώ αβάσιμα παραπονούνται και οι εναγόμενες με τον όγδοο λόγο της έφεσής τους ότι στις ίδιες αποδοχές του δεν έπρεπε να συνυπολογιστούν οι αποδοχές αδείας (με το αντίτιμο τροφής), το ημερήσιο αντίτιμο τροφής (ανεξαρτήτως αν η τροφή παρέχονταν σε χρήμα ή αυτούσια) και η πρόσθετη αμοιβή φορτοεκφόρτωσης – έχμασης οχημάτων.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 11 των Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων των επίδικων ετών: «Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορούν οι Συμβάσεις, ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή,  της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς». Κατά δε το άρθρο 13 της Σ.Σ.Ν.Ε ορίζεται ότι «Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 των Συμβάσεων, περιλαμβανομένων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής: το ποσό του μηνιαίου μισθού ενέργειας της παραγράφου 1 του άρθρου 1 διαιρείται διά των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων διά της διαίρεσης των εβδομάδων του έτους διά δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του από τη διαίρεση αυτή προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τις ώρες της εκάστοτε ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίως υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρείς (παρ. 1). Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία, η προκύπτουσα από την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού τα προσαυξάνεται κατά 25% (παρ. 2). Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 18 των Συμβάσεων, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, προσαυξημένη, κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών (παρ. 5).

Στην προκειμένη περίπτωση, αποδείχθηκε ότι, κατά την επίδικη άνω χρονική περίοδο ναυτολόγησής του από 1-1-2017 μέχρι την απόλυσή του στις 6-7-2018 ο ενάγων απασχολείτο σε καθήκοντα σχετικά με την προαναφερθείσα ειδικότητά του, δηλαδή του ναύτη (άρθρα 62 επ. του ΒΔ 683/1960) και συγκεκριμένα σε καθήκοντα ναύτη βάρδιας, τα οποία αφορούσαν την εν γένει συμμετοχή του στις εργασίες απόδεσης – πρόσδεσης του πλοίου και ενδιάμεσα της φορτοεκφόρτωσης αυτού κατά τον απόπλου και τον κατάπλου στους λιμένες προσέγγισης. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι οι ναύτες όπως αυτός ήταν χωρισμένοι σε δυο βάρδιες, τους πρωινούς και τους απογευματινούς. Οι πρωινοί έπιαναν δουλειά μισή ώρα πριν τον πρώτο απόπλου του πλοίου το πρωί και συμμετείχαν στην πρόσδεση – απόδεση του πλοίου και στη φορτοεκφόρτωση στα λιμάνια που έπιανε αυτό μέχρι τις 14:00 περίπου το μεσημέρι, ο δε χρόνος που απαιτείτο για τις σχετικές εργασίες κυμαίνονταν καταρχήν, ανάλογα με την κίνηση του επιβατικού κοινού, ωστόσο κατά μέσον όρο δεν υπερέβαινε τα δεκαπέντε λεπτά της ώρας. Κατά τη διάρκεια του πλου οι ναύτες δεν εργάζονταν, εκτός από έναν ναύτη που ήταν στο τιμόνι, ο οποίος δεν έμενε σταθερά ο ίδιος, αλλά όλοι οι ναύτες περνούσαν εναλλάξ από τη θέση αυτή. Οι απογευματινοί ναύτες έπιαναν δουλειά στις 14:00 το μεσημέρι και συμμετείχαν στην πρόσδεση – απόδεση του πλοίου και στη φορτοεκφόρτωση στα λιμάνια που έπιανε αυτό μέχρι τις 22:30, εργασία που επίσης κατά μέσον όρο δεν υπερέβαινε τα δεκαπέντε λεπτά της ώρας. Ενδιάμεσα, κατά τη διάρκεια του πλου, είχαν ξεκούραση. Πλην όμως, οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητάς τους στο πλοίο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ 1 του Κ.Ι.Ν.Δ. (Εφ.Πειρ. 23/2021, Εφ.Πειρ. 200/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 699/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 45/2010, Ε.Ν.Δ. 2010, 405, Εφ.Πειρ. 231/2013, Ε.Ν.Δ. 2013, 220, Εφ.Πειρ. 548/2001, Ε.Εργ.Δ. 61, 340, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», έκδ. 3η, σ. 160). Ο ενάγων ισχυρίζεται με την αγωγή του και με τον πρώτο λόγο της έφεσής του ότι κατά τη διάρκεια της σύμβασής του, κατ’ εντολή και για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης πλοιοκτήτριας ως εργοδότριας αυτού, εργαζόταν υπό την ανωτέρω ιδιότητα συνολικά επί επτά ημέρες την εβδομάδα και επί δεκαπέντε ώρες ημερησίως κατά μέσον όρο (ήτοι κατά επτά  επιπλέον ώρες ημερησίως) κατά το διάστημα από 1-1-2017 έως 31-8-2017 {κατά το οποίο ισχυρίζεται ότι εργαζόταν ως ημερεργάτης (ντεϊμάνης)} και επί δώδεκα ώρες ημερησίως κατά μέσον όρο (ήτοι κατά τέσσερις επιπλέον ώρες ημερησίως) κατά το διάστημα από 1-9-2017 έως 31-12-2017, ωστόσο, κατά την άποψη του Δικαστηρίου τούτου, δεν αποδεικνύει τους ισχυρισμούς του αυτούς. Οι από 13-5-2019 και από 21-7-2020 ένορκες βεβαιώσεις που προσκόμισε (του …………, ναύτη στο ίδιο πλοίο, ο οποίος, σημειωτέον, έχει ασκήσει την από 11-4-2019 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……/11-4-2019 ομοίου περιεχομένου αγωγή κατά των εναγομένων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, προς υποστήριξη της οποίας μάλιστα ο ήδη ενάγων …………. έχει δώσει αντίστοιχη ένορκη βεβαίωση) δεν παρέχουν πίστη περί του αντιθέτου, καθώς αυτές α) δεν στηρίζονται σε άμεση γνώση του άνω μάρτυρος για το είδος της εργασίας του ενάγοντος και για τη διαμόρφωση του ωραρίου του την περίοδο που το άνω πλοίο εκτελούσε δρομολόγια αποκλειστικά στη γραμμή Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλονιάς, κατά την οποία o άνω μάρτυρας δεν ήταν ναυτολογημένος  στο πλοίο και δεν αναφέρει από ποιους συναδέλφους του, πλην του ενάγοντος, αντλεί τη σχετική γνώση του, β) εμφανίζονται αντιφατικές εν μέρει (δοθέντος ότι στην πρώτη ο άνω μάρτυρας εμφανίζεται ως εργαζόμενος στο άνω πλοίο και κατά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 2017 ενώ στη δεύτερη εμφανίζεται ως εργαζόμενος στο άνω πλοίο έως τον Αύγουστο 2017) και γ) δεν επιβεβαιώνονται από άλλο κρίσιμο αποδεικτικό στοιχείο [χωρίς σαν τέτοιο να θεωρείται η από 25-5-2018 και με αριθ. πρωτ. ….. ανοικτή καταγγελία της Π.Ν.Ο. προς  Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Α’ Αρχηγό Λ/Σ ΕΛ. ΑΚΤ, κ.λ.π,  με αίτημα τον έλεγχο των Ε/Γ-Ο/Γ πλοίων γραμμής Κυλλήνης, συμπεριλαμβανομένου του άνω πλοίου, για αδήλωτη υπερωριακή εργασία, ενόψει του γενικού χαρακτήρα της άνω καταγγελίας, η οποία δεν κάνει ειδική αναφορά στον ενάγοντα ούτε σε συγκεκριμένο άλλο ναύτη του άνω πλοίου, δεν περιέχει ακριβή περιγραφή των ωρών εργασίας των ναυτών αυτού, δεν αναφέρει για ποια διαστήματα το κλιμάκιο της Π.Ν.Ο. διενήργησε έλεγχο αναφορικά με το ωράριο των ναυτικών του άνω πλοίου, τι έγγραφα έλεγξε, σε ποια συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία βασίστηκε η καταγγελία του και εάν υπήρξε πόρισμα επ’ αυτής από την αρμόδια Λιμενική Αρχή)]. Εξάλλου, οι άνω ένορκες βεβαιώσεις του μάρτυρος του ενάγοντος αναιρούνται από τρεις ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων της πρώτης εναγομένης που ανήκαν στην επιστασία καταστρώματος του πλοίου και είχαν ιδία γνώση των καθηκόντων και ωρών εργασίας του ενάγοντος και δη του ναύκληρου του πλοίου …….., του ναύτη του πλοίου …….– ……. και του ναύτη του πλοίου …….., οι οποίοι συνυπηρέτησαν εν όλω ή εν μέρει με τον ενάγοντα κατά τα προαναφερθέντα, χωρίς να συνδέονται κατά το χρόνο που λήφθηκαν οι ένορκες βεβαιώσεις τους με σχέση επαγγελματικής εξάρτησης με τις εναγόμενες και οι οποίοι, επικαλούμενοι ιδίαν αντίληψη, βεβαίωσαν ρητά και ανεπιφύλακτα τον ισχυρισμό των εναγομένων με τον έκτο λόγο της έφεσής τους ότι η εργασία του ενάγοντος, που σχετίζονταν με την πρόσδεση και απόδεση του πλοίου και ενδιάμεσα και με τη φορτοεκφόρτωση στο γκαράζ στα λιμάνια, δεν ξεπερνούσε συνολικά τις 6 με 7 ώρες ημερησίως [διότι, όπως χαρακτηριστικά κατέθεσαν α) η εργασία αυτή δεν διαρκούσε συνήθως παραπάνω από 15 λεπτά, γιατί το πλοίο, ως επί το πλείστον, είχε άμεσες αναχωρήσεις, β) η κίνηση ήταν πολύ μειωμένη στη γραμμή Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλονιάς (ενόψει και του ότι υπήρχαν και άλλα πλοία που έκαναν δρομολόγια), ενώ η κίνηση ήταν απειροελάχιστη στη γραμμή Κυλλήνη – Ιθάκη – Σάμη – Πάτρα, στην οποία δεν υπήρχε πλοίο για αρκετά χρόνια μέχρι το 2018 που την ξεκίνησε η πρώτη εναγόμενη, η οποία την επόμενη δρομολογιακή σεζόν απέσυρε το πλοίο της από τη γραμμή αυτή λόγω μικρής κίνησης, γ) το πλοίο είχε αρκετές ώρες παραμονής στο λιμάνι και εν πλω (το 2017 είχε 3-4 ώρες παραμονής στο λιμάνι της Κυλλήνης, όπου έφθανε στις 9.30 και αναχωρούσε στις 13.45, ενώ το 2018, στο δρομολόγιο Κυλλήνη – Ιθάκη – Σάμη – Πάτρα, η διαδρομή από Σάμη για Πάτρα διαρκούσε 2 ώρες και 45 λεπτά), δ) οι ώρες του πλου ήταν ώρες ξεκούρασης για τους ναύτες, εκτός από έναν απ’ αυτούς που ήταν στο τιμόνι, όπου βρίσκονταν οι ναύτες εναλλάξ, ενώ όταν το πλοίο διανυκτέρευε στο λιμάνι του Πόρου Κεφαλονιάς, οι περισσότεροι ναυτικοί, που έμεναν στο νησί, έφευγαν το βράδυ και πήγαιναν στα σπίτια τους για ύπνο και ξεκούραση, ε) το πλοίο είχε πάντοτε ναυτολογημένους περισσότερους ναύτες απ’ αυτούς που προέβλεπε η οργανική του σύνθεση προκειμένου να μοιράζεται η δουλειά και να μην παρουσιάζεται ανάγκη για υπερωριακή εργασία και συγκεκριμένα είχε πάντα ναυτολογημένους με 8-9 ναύτες, 2 ναύκληρους και ένα ναυτόπαιδα, χώρια τους αξιωματικούς καταστρώματος, ενώ αρκούσαν για να δέσει 3 ναύτες και συγκεκριμένα ένας ναύτης στην πλώρη για τις άγκυρες (που ήταν αυτόματες) και δυο ναύτες στην πρύμνη, στ) οι ναύτες δεν εργάζονταν όλοι ταυτόχρονα, αλλά ήταν χωρισμένοι σε δυο 8ωρες βάρδιες, εκ των οποίων όσοι έπιαναν δουλειά στην πρωινή βάρδια ξεκινούσαν μισή ώρα πριν τον πρώτο απόπλου του πλοίου και σταματούσαν στις 14.00, οπότε ξεκινούσαν όσοι έπιαναν δουλειά στην απογευματινή βάρδια, οι οποίοι σταματούσαν με το πέρας των δρομολογίων, δηλαδή περίπου στις 22.30, πλην των Σαββάτων και των Κυριακών, οπότε εργάζονταν ακόμα λιγότερο, γιατί έπιαναν δουλειά αργότερα και τελείωναν νωρίτερα σε σχέση με τις καθημερινές και ζ) οι καθαρισμοί στο κατάστρωμα και στο γκαράζ γίνονταν από το ναυτόπαιδα μέρα παρά μέρα και δεν ήταν στις αρμοδιότητες των ναυτών, ενώ ματσακονίσματα, βαψίματα και παρεμφερείς εργασίες συντήρησης γίνονταν όταν το πλοίο έμπαινε στη δεξαμενή μια φορά το χρόνο και όχι κατά τη διάρκεια των δρομολογίων του, οπότε είχε πάνω επιβάτες]. Οι άνω ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων των εναγομένων ενισχύονται από την ομοίου περιεχομένου ένορκη βεβαίωση του υπηρετήσαντος επί μακρόν στο άνω πλοίο πριν τον ενάγοντα και ήδη συνταξιούχου ναύτη μάρτυρος των εναγομένων …………., καθώς και από την από 2-6-2018 υπεύθυνη δήλωση που υπέγραψε ο ενάγων κατά τη διάρκεια ελέγχου στο πλοίο της λιμενικής αρχής Σάμης (όπου αναγνωρίζει επί λέξει ότι «οι ώρες εργασίας είναι εντάξει και οι συνθήκες εργασίας είναι εντάξει») και από τη συναφή από 3-6-2018 ένορκη κατάθεσή του ενώπιον αρμοδίου λιμενικού υπαλλήλου, όπου αναγνωρίζει επί λέξει «ο δικός μου τομέας του πλοίου είναι καλυμμένος», όπως βάσιμα επισημαίνουν οι εναγόμενες με σχετικό σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής τους. Δεν πρέπει δε να διαφύγει της προσοχής α) ότι τα εκτελούμενα δρομολόγια στη διαδρομή Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλονιάς ήταν μονολίμανα και ολιγόωρα (η διαδρομή αυτή  διαρκούσε περίπου μιάμιση ώρα), β) ότι η διαδρομή Κυλλήνη – Σάμη – Ιθάκη – Πάτρα με επιστροφή είχε μικρή κίνηση και από το 2019 κατέστη επιδοτούμενη, γ) ότι το πλοίο της εναγομένης (ΝΚ) δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο (ήταν μόλις 3.923,97 κόρων) και δ) ότι η οργανική σύνθεση του πληρώματός του ήταν πλήρης και περιελάμβανε πάντοτε περισσότερο ναυτολογημένο προσωπικό καταστρώματος από το προβλεπόμενο, με συνέπεια οι εργασίες και τα καθήκοντα των ναυτών να επιμερίζονται μεταξύ περισσότερων προσώπων και να έχει ο ενάγων τη δυνατότητα να εκτελεί τις εργασίες του μέσα στο νόμιμο οκτάωρο εργασίας. Ακολούθως, το αιτηθέν κονδύλι περί αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 2 των ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατικών Πλοίων ετών 2017 και 2018 «Στο κατώτερο προσωπικό καταστρώματος που ασχολείται στη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των οχημάτων καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή ως ακολούθως: α. Για κάθε φορτηγό συρόμενο ή επικαθήμενο αυτοκίνητο (νταλίκες, τροχόσπιτα κ.λ.π.) δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσεως 1,87 ευρώ (ΣΣΕ 2017) και 1,91 ευρώ (ΣΣΕ 2018). Για φορτοεκφόρτωση και έχμαση (κοτσάρισμα – ξεκοτσάρισμα) ασυνόδευτων επικαθήμενων οχημάτων επί πλέον 1,03 ευρώ ανά όχημα (ΣΣΕ 2017) και 1,05 ευρώ ανά όχημα (ΣΣΕ 2018), β. Για κάθε άλλο φορτηγό αυτοκίνητο παντός τύπου δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσεως 1,26 ευρώ (ΣΣΕ 2017) και 1,29 ευρώ (ΣΣΕ 2018). γ. Για κάθε επιβατηγό αυτοκίνητο ή τρίκυκλο, δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσεως 0,54 ευρώ (ΣΣΕ 2017) και 0,55 ευρώ (ΣΣΕ 2018) και για κάθε δίκυκλο 0,26 ευρώ (ΣΣΕ 2017 και 2018). Σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου «Η καταβολή κατά μήνα των κατά τα ως άνω ποσών στους δικαιούχους γίνεται αναλογικά σε καθένα από αυτούς. Ως προς το ναύκληρο και υποναύκληρο, το αναλογούν εις αυτούς ποσόν προσαυξάνεται κατά ποσοστό 10%, του απομένοντος υπολοίπου ανακατανεμομένου εξ ίσου μεταξύ των υπολοίπων μελών του κατωτέρου πληρώματος καταστρώματος. Για χρόνο υπηρεσίας ολιγότερο του μηνός καταβάλλεται στους δικαιούχους ανάλογο κλάσμα του αντίστοιχου ποσού. Οι ως άνω πρόσθετες αμοιβές σε καμία περίπτωση δεν συμψηφίζονται με οποιαδήποτε άλλη παροχή ούτε συμπεριλαμβάνονται σε οποιονδήποτε συμφωνηθέντα κλειστό μισθό».

Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα καταστάσεις κίνησης οχημάτων του άνω πλοίου του (υπ’ αριθ. πρωτ. 2132.18/2018 έγγραφο του Α’Λ/Τ Πόρου Κεφαλληνίας και υπ’ αριθ. 2253.3/3040/2018 έγγραφο του ΑΆ.Τ. Κυλλήνης), τον Ιανουάριο του 2017 διακινήθηκαν συνολικά 3.649 IX αυτοκίνητα, 1.266 φορτηγά, 268 λεωφορεία και 12 δίκυκλα. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των παραπάνω οχημάτων απασχολήθηκαν ένας ναύκληρος, ένας υποναύκληρος, έξι ναύτες (μέσος όρος απασχολούμενων ναυτών μηνιαίως) και ένας ναυτόπαις. Επομένως, ο ενάγων, έχων την ειδικότητα του ναύτη και ανήκων στο κατώτερο πλήρωμα του καταστρώματος του πλοίου, δικαιούταν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 της Σ.Σ.Ν.Ε. του 2017, για τα 3.649 επιβατηγό αυτοκίνητα που φορτοεκφορτώθηκαν στο πλοίο το ποσό των (3.649 X 0,54 ευρώ = 1.970,46 ευρώ / 9 άτομα =) 218,94 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τον ναύκληρο και τον υποναύκληρο, στους οποίους οφείλεται ποσό (240,84 ευρώ X 2 =) 481,68 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, ανέρχεται σε [(1.970,46 ευρώ – 481,68 ευρώ) 1.488,78 ευρώ / 7  άτομα=] 212,69 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 1.534 φορτηγών και λεωφορείων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (1.534 X 1,26 ευρώ = 1.932,84 ευρώ / 9 άτομα =) 214,76 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τον ναύκληρο κατ τον υποναύκληρο, στους οποίους οφείλεται ποσό (214,76 ευρώ X 2 =) 429,52 ευρώ συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(1.932,84 ευρώ – 429,52 ευρώ) 1.503,32 ευρώ / 7 άτομα=] 214,76 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση κατ έχμαση των 12 δικύκλων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (12 X 0,25 ευρώ = 3,00 ευρώ : 9 άτομα =) 0,34 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τον ναύκληρο και τον υποναύκληρο, στους οποίους οφείλεται ποσό (0,38 ευρώ X 2 =) 0,76 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(3,00 ευρώ – 0,76 ευρώ=) 2,24 ευρώ / 7 άτομα=] 0,32 ευρώ, ήτοι συνολικά για τον μήνα αυτόν ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των 427,77 ευρώ. Το Φεβρουάριο του 2017 διακινήθηκαν συνολικά 3.781 I.X. αυτοκίνητα, 1.238 φορτηγά, 269 λεωφορεία και 43 δίκυκλα. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των παραπάνω οχημάτων απασχολήθηκαν ένας ναύκληρος, ένας υποναύκληρος, έξι ναύτες και ένας ναυτόπαις. Επομένως, ο ενάγων δικαιούταν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 της Σ.Σ.Ν.Ε. του 2017, για τα 3.781 επιβατηγό αυτοκίνητα που φορτοεκφορτώθηκαν στο πλοίο το ποσό των (3.781 X 0,54 ευρώ = 2.041,74 ευρώ / 9 άτομα =) 226,86 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τον ναύκληρο και τον υποναύκληρο, στους οποίους οφείλεται ποσό (249,55 ευρώ X 2 =) 499,10 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, ανέρχεται σε [(2.041,74 ευρώ – 499,10 ευρώ =) 1.542,64 ευρώ / 7 άτομα=] 220,38 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 1.507 φορτηγών και λεωφορείων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (1.507 Χ 1,26 ευρώ = = 1.898,82 ευρώ / 9 άτομα =) 210,98 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τον ναύκληρο και τον υποναύκληρο, στους οποίους οφείλεται ποσό (232,08 ευρώ X 2 =) 464,16 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(1.898,82 ευρώ – 464,16 ευρώ) 1.434,66 ευρώ / 7 άτομα=] 204,96 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 43 δικύκλων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (43 X 0,25 ευρώ = 10,75 ευρώ / 9 άτομα =) 1,20 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τον ναύκληρο και τον υποναύκληρο, στους οποίους οφείλεται ποσό (1,32 ευρώ X 2 =) 2,64 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(10,75 ευρώ – 2,64 ευρώ=) 8,11 ευρώ / 7 άτομα=] 1,16 ευρώ, ήτοι συνολικά για το μήνα αυτόν ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των 426,50 ευρώ. Το Μάρτιο του 2017 διακινήθηκαν συνολικά 4.099 IX αυτοκίνητα, 1.579 φορτηγά, 300 λεωφορεία και 82 δίκυκλα. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των παραπάνω οχημάτων απασχολήθηκαν ένας ναύκληρος, επτά ναύτες και ένας ναυτόπαις. Επομένως, ο ενάγων δικαιούταν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 της ΣΣΝΕ του 2017, για τα 4.099 επιβατηγό αυτοκίνητα που φορτοεκφορτώθηκαν στο πλοίο το ποσό των (4.099 X 0,54 ευρώ = 2.213,46 ευρώ / 9 άτομα =) 245,94 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για το ναύκληρο, στον οποίον οφείλεται ποσό 270,54 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος, μεταξύ των οποίων κατ ο ενάγων, ανέρχεται σε [(2.213,46 ευρώ – 270,54 ευρώ =) 1.942,92 ευρώ : 8 άτομα=] 242,87 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση κατ έχμαση των 1.879 φορτηγών κατ λεωφορείων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (1.879 X 1,26 ευρώ = 2.367,54 ευρώ / 9 άτομα =) 263,06 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για το ναύκληρο, στον οποίον οφείλεται ποσό 289,37 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(2.367,54 ευρώ / 289,37 ευρώ =) 2.078,17 ευρώ   / 8 άτομα=] 259,78 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 83 δικύκλων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (83 X 0,25 ευρώ = 20,75 ευρώ  / 9 άτομα =) 2,31 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τον ναύκληρο, στον οποίον οφείλεται ποσό 2,55 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(20,75 ευρώ – 2,55 ευρώ=) 18,20 ευρώ / 8 άτομα=] 2,28 ευρώ, ήτοι συνολικά για τον μήνα αυτόν ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των 504,93 ευρώ. Τον Απρίλιο του 2017 διακινήθηκαν συνολικά 6.352 IX αυτοκίνητα, 1.620 φορτηγά, 463 λεωφορεία και 129 δίκυκλα. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των παραπάνω οχημάτων απασχολήθηκαν ένας ναύκληρος, οκτώ ναύτες και ένας ναυτόπαις. Επομένως, ο ενάγων δικαιούταν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 της ΣΣΝΕ του 2017, για τα 6.352 επιβατηγά αυτοκίνητα που φορτοεκφορτώθηκαν στο πλοίο το ποσό των (6.352 X 0,54 ευρώ = 3.430,08 ευρώ / 10 άτομα =) 343,01 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τον ναύκληρο, στον οποίον οφείλεται ποσό 377,32 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, ανέρχεται σε [(3.430,08 ευρώ – 377,32 ευρώ =) 3.052,76 ευρώ / 9 άτομα=] 339,20 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 2.083 φορτηγών και λεωφορείων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (2.083 X 1,26 ευρώ = 2.624,58 ευρώ / 10 άτομα =) 262,46 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τον ναύκληρο, στον οποίον οφείλεται ποσό 288,71 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(2.624,58 ευρώ – 288,71 ευρώ=) 2.335,87 ευρώ : 9 άτομα=] 259,55 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 129 δικύκλων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (129 X 0,25 ευρώ = 32,25 ευρώ / 10 άτομα =) 3,23 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τον ναύκληρο, στον οποίον οφείλεται ποσό 3,56 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(32,25 ευρώ – 3,56 ευρώ=) 28,69 ευρώ / 9 άτομα=] 3,19 ευρώ, ήτοι συνολικά για το μήνα αυτόν ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των 601,94 ευρώ. Τον Μάιο του 2017 διακινήθηκαν συνολικά 3.567 I.X. αυτοκίνητα, 1.540 φορτηγά, 253 λεωφορεία και 160 δίκυκλα. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των παραπάνω οχημάτων απασχολήθηκαν ένας ναύκληρος και οκτώ ναύτες (μέσος όρος απασχολούμενων ναυτών μηνιαίως). Επομένως, ο ενάγων δικαιούταν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 της ΣΣΝΕ του 2017, για τα 3.567 επιβατηγό αυτοκίνητα που φορτοεκφορτώθηκαν στο πλοίο το ποσό των (3.567 X 0,54 ευρώ = 1.926,18 ευρώ / 9 άτομα =) 214,02 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για το ναύκληρο, στον οποίον οφείλεται ποσό 235,43 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, ανέρχεται σε [(1.926,18 ευρώ – 235,43 ευρώ =) 1.690,75 ευρώ / 8 άτομα=] 211,35 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 1.793 φορτηγών και λεωφορείων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (1.793 X 1,26 ευρώ = 2.259,18 ευρώ / 9 άτομα =) 251,02 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τον ναύκληρο, στον οποίον οφείλεται ποσό 276,13 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(2.259,18 ευρώ – 276,13 ευρώ=) 1.983,05 ευρώ / 8 άτομα=] 247,89 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 160 δικύκλων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (160 X 0,25 ευρώ = 40,00 ευρώ / 9 άτομα =) 4,45 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τον ναύκληρο, στον οποίον οφείλεται ποσό 4,90 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(40,00 ευρώ – 4,90 ευρώ =) 35,10 ευρώ / 8 άτομα=] 4,39 ευρώ, ήτοι συνολικά για το μήνα αυτόν ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των 463,63 ευρώ. Τον Ιούνιο του 2017 διακινήθηκαν συνολικά 5.506 I.X. αυτοκίνητα, 1.737 φορτηγά, 363 λεωφορεία και 229 δίκυκλα. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των παραπάνω οχημάτων απασχολήθηκαν ένας ναύκληρος, 8 ναύτες (μέσος όρος απασχολούμενων ναυτών μηνιαίως) και ένας ναυτόπαις. Επομένως, ο ενάγων δικαιούταν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 της ΣΣΝΕ του 2017, για τα 5.506 επιβατηγά αυτοκίνητα που φορτοεκφορτώθηκαν στο πλοίο το ποσό των (5.506 X 0,54 ευρώ = 2.973,24 ευρώ / 10 άτομα =) 297,33 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τον ναύκληρο, στον οποίον οφείλεται ποσό 327,07 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, ανέρχεται σε [(2.973,24 ευρώ – 327,07 ευρώ =) 2.646,17 ευρώ / 9 άτομα=] 294,02 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 2.100 φορτηγών και λεωφορείων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (2.100 X 1,26 ευρώ = 2.646,00 ευρώ / 10 άτομα =) 264,60 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τον ναύκληρο, στον οποίον οφείλεται ποσό 291,06 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνταν τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(2.646,00 ευρώ – 291,06 ευρώ =) 2.354,94 ευρώ / 9 άτομα=] 261,66 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση κατ έχμαση των 229 δικύκλων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (229 X 0,25 ευρώ = 57,25 ευρώ / 10 άτομα =) 5,73 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για το ναύκληρο, στον οποίον οφείλεται ποσό 6,31 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνταν τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(57,25 ευρώ – 6,31 ευρώ=) 50,94 ευρώ /9 άτομα=] 5,66 ευρώ, ήτοι συνολικά για το μήνα αυτόν ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των 561,34 ευρώ. Τον Ιούλιο του 2017 διακινήθηκαν συνολικά 9.883 IX αυτοκίνητα, 1.944 φορτηγά, 589 λεωφορεία κατ 160 δίκυκλα. Για τη φορτοεκφόρτωση κατ έχμαση των παραπάνω οχημάτων απασχολήθηκαν ένας ναύκληρος, 7 ναύτες (μέσος όρος απασχολούμενων ναυτών μηνιαίως) και ένας ναυτόπαις. Επομένως, ο ενάγων δικαιούταν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 της ΣΣΝΕ του 2017, για τα 9.893 επιβατηγά αυτοκίνητα που φορτοεκφορτώθηκαν στο πλοίο το ποσό των (9.883 X 0,54 ευρώ = 5.336,82 ευρώ / 9 άτομα =) 592,98 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για το ναύκληρο, στον οποίον οφείλεται ποσό 652,28 ευρώ κατ συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατωτέρου πληρώματος, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, ανέρχεται σε [(5.336,82 ευρώ – 652,28 ευρώ =) 4.684,54 ευρώ / 8 άτομα=] 585,57 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 2.533 φορτηγών και λεωφορείων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (2.533 X 1,26 ευρώ – 3.191,58 ευρώ / 9 άτομα =) 354,62 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τον ναύκληρο, στον οποίον οφείλεται ποσό 390,09 ευρώ κατ συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(3.191,58 ευρώ – 390,09 ευρώ=) 2.801,49 ευρώ / 8 άτομα=] 350,19 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 340 δικύκλων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (340 X 0,25 ευρώ – 85,00 ευρώ / 9 άτομα =) 9,45 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για το ναύκληρο, στον οποίον οφείλεται ποσό 10,40 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(85,00 ευρώ – 10,40 ευρώ=) 74,60 ευρώ / 8 άτομα=] 9,33 ευρώ, ήτοι συνολικά για τον μήνα αυτόν ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των 945,09 ευρώ. Τον Αύγουστο του 2017 διακινήθηκαν συνολικά 14.896 IX αυτοκίνητα, 1.911 φορτηγά, 733 λεωφορεία και 601 δίκυκλα. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των παραπάνω οχημάτων απασχολήθηκαν ένας ναύκληρος, 7 ναύτες (μέσος όρος απασχολούμενων ναυτών μηνιαίως) και ένας ναυτόπαις. Επομένως, ο ενάγων δικαιούταν, για τα 14.896 επιβατηγά αυτοκίνητα που φορτοεκφορτώθηκαν στο πλοίο το ποσό των (14.896 X 0,54 ευρώ = 8.043,84 ευρώ / 9 άτομα =) 893,76 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τον ναύκληρο, στον οποίον οφείλεται ποσό 983,14 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, ανέρχεται σε [(8.043,84 ευρώ – 983,14 ευρώ =) 7.060,70 ευρώ / 8 άτομα=] 882,59 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 2.644 φορτηγών και λεωφορείων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (2.644 X 1,26 ευρώ = 3.331,44 ευρώ / 9 άτομα =) 370,16 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για το ναύκληρο, στον οποίον οφείλεται ποσό 407,18 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(3.331,44 ευρώ – 407,18 ευρώ=) 2.924,26 ευρώ / 8 άτομα=] 365,54 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 601 δικύκλων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (601 X 0,25 ευρώ = 150,25 ευρώ / 9 άτομα =) 16,70 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τον ναύκληρο, στον οποίον οφείλεται ποσό 18,37 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(150,25 ευρώ – 18,37 ευρώ=) 131,88 ευρώ / 8 άτομα=] 16,49 ευρώ, ήτοι συνολικά για το μήνα αυτό ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των 1.264,62 ευρώ. Το Σεπτέμβριο του 2017 διακινήθηκαν συνολικά 6.707 IX αυτοκίνητα, 1.437 φορτηγά, 450 λεωφορεία κατ 221 δίκυκλα. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των παραπάνω οχημάτων απασχολήθηκαν 2 ναύκληροι (μέσος όρος απασχολούμενων ναυκλήρων μηνιαίως), 7 ναύτες και ένας ναυτόπαις. Επομένως, ο ενάγων δικαιούταν, για τα 6.707 επιβατηγά αυτοκίνητα που φορτοεκφορτώθηκαν στο πλοίο το ποσό των (6.707 X 0,54 ευρώ = 3.621,78 ευρώ / 10 άτομα =) 362,18 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για το ναύκληρο και τον υποναύκληρο, στους οποίους οφείλεται ποσό (398,40 ευρώ X 2 =) 796,80 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, ανέρχεται σε [(3.621,78 ευρώ – 796,80 ευρώ =) 2.824,98 ευρώ / 8 άτομα=] 353,13 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 1.887 φορτηγών και λεωφορείων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (1.887 X 1,26 ευρώ = 2.377,62 ευρώ / 10 άτομα =) 237,77 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για το ναύκληρο κατ τον υποναύκληρο, στους οποίους οφείλεται ποσό (261,55 ευρώ X 2 =) 523,10 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(2.377,62 ευρώ – 523,10 ευρώ=) 1.854,52 ευρώ / 8 άτομα=] 231,82 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 221 δικύκλων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (221 X 0,25 ευρώ = 55,25 ευρώ / 10 άτομα =) 5,53 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για το ναύκληρο και τον υποναύκληρο, στους οποίους οφείλεται ποσό (6,09 ευρώ X 2 =) 12,18 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(55,25 ευρώ – 12,18 ευρώ =) 43,07 ευρώ / 8 άτομα=] 5,39 ευρώ, ήτοι συνολικά για το μήνα αυτόν ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των 590,34 ευρώ. Τον Οκτώβριο του 2017 διακινήθηκαν συνολικά 5.283 IX αυτοκίνητα, 1.317 φορτηγά, 434 λεωφορεία και 99 δίκυκλα. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των παραπάνω οχημάτων απασχολήθηκαν 2 ναύκληροι, 6 ναύτες (μέσος όρος απασχολούμενων ναυτών μηνιαίως) και ένας ναυτόπαις. Επομένως, ο ενάγων δικαιούταν, για τα 5.283 επιβατηγά αυτοκίνητα που φορτοεκφορτώθηκαν στο πλοίο το ποσό των (5.283 X 0,54 ευρώ = 2.852,82 ευρώ / 9 άτομα =) 316,98 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τους δύο ναυκλήρους, στους οποίους οφείλεται ποσό (348,68 ευρώ X 2 =) 697,36 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος, μεταξύ των οποίων κατ ο ενάγων, ανέρχεται σε [(2.852,82 ευρώ – 697,36 ευρώ =) 2.155,46 ευρώ / 7 άτομα =] 307,93 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση κατ έχμαση των 1.751 φορτηγών και λεωφορείων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (1.751 X 1,26 ευρώ = 2.206,26 ευρώ / 9 άτομα =) 245,14 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τους δύο ναυκλήρους, στους οποίους οφείλεται ποσό (269,66 ευρώ X 2 =) 539,32 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(2.206,26 ευρώ – 539,32 ευρώ=) 1.666,94 ευρώ / 7 άτομα=] 238,14 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 99 δικύκλων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (99 X 0,25 ευρώ = 24,75 ευρώ / 9 άτομα =) 2,75 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τους δύο ναυκλήρους, στους οποίους οφείλεται ποσό (3,03 ευρώ X 2 =) 6,06 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(24,75 ευρώ – 6,06 ευρώ=) 18,69 ευρώ / 7 άτομα=] 2,67 ευρώ, ήτοι συνολικά για το μήνα αυτόν ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των 548,74 ευρώ. Το Νοέμβριο του 2017 διακινήθηκαν συνολικά 876 IX αυτοκίνητα, 382 φορτηγά, 127 λεωφορεία και 7 δίκυκλα. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των παραπάνω οχημάτων απασχολήθηκαν ένας ναύκληρος, 7 ναύτες (μέσος όρος απασχολούμενων ναυτών μηνιαίως) και ένας ναυτόπαις. Επομένως, ο ενάγων δικαιούταν, για τα 876 επιβατηγά αυτοκίνητα που φορτοεκφορτώθηκαν στο πλοίο το ποσό των (876 X 0,54 ευρώ = 473,04 ευρώ / 9 άτομα =) 52,56 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για το ναύκληρο, στον οποίον οφείλεται ποσό 57,82 ευρώ κατ συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, ανέρχεται σε [(473,04 ευρώ – 57,82 ευρώ =) 415,22 ευρώ / 8 άτομα=] 51,91 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 509 φορτηγών κατ λεωφορείων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (509 X 1,26 ευρώ = 641,34 ευρώ / 9 άτομα =) 71,26 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για το ναύκληρο, στον οποίον οφείλεται ποσό 78,39 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(641,34 ευρώ – 78,39 ευρώ=) 562,95 ευρώ / 8 άτομα=] 70,37 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 7 δικύκλων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (7 X 0,25 ευρώ = 1,75 ευρώ / 9 άτομα =) 0,20 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για το ναύκληρο, στον οποίον οφείλεται ποσό 0,22 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(1,75 – 0,22 ευρώ=) 1,53 ευρώ / 8 άτομα=] 0,20 ευρώ, ήτοι συνολικά για το μήνα αυτόν ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 122,48 ευρώ. Το Δεκέμβριο του 2017 διακινήθηκαν συνολικά 828 IX αυτοκίνητα, 385 φορτηγά, 128 λεωφορεία κατ 16 δίκυκλα. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των παραπάνω οχημάτων απασχολήθηκαν ένας ναύκληρος, ένας υποναύκληρος, 8 ναύτες (μέσος όρος απασχολούμενων ναυτών μηνιαίως) και ένας ναυτόπαις. Επομένως, ο ενάγων δικαιούταν, για τα 828 επιβατηγά αυτοκίνητα που φορτοεκφορτώθηκαν στο πλοίο το ποσό των (828 X 0,54 ευρώ = 447,12 ευρώ / 11 άτομα=) 40,65 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για το ναύκληρο και τον υποναύκληρο, στους οποίους οφείλεται ποσό (44,72 ευρώ X 2 =) 89,44 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, ανέρχεται σε [(447,12 ευρώ – 89,44 ευρώ =) 357,68 ευρώ / 9 άτομα=] 39,75 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 513 φορτηγών και λεωφορείων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (513 X 1,26 ευρώ = 646,38 ευρώ / 11 άτομα =) 58,77 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τον ναύκληρο και τον υποναύκληρο, στους οποίους οφείλεται ποσό (64,65 ευρώ X 2 =) 129,30 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(646,38 ευρώ – 129,30 ευρώ=) 517,08 ευρώ / 9 άτομα=] 57,46 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 16 δικύκλων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (16 X 0,25 ευρώ = 4,00 ευρώ / 11 άτομα =) 0,37 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τον ναύκληρο και τον υποναύκληρο, στους οποίους οφείλεται ποσό (0,41ευρώ X 2 =) 0,82 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(4,00 ευρώ – 0,82 ευρώ =) 3,18 ευρώ / 9 άτομα =] 0,36 ευρώ, ήτοι συνολικά για το μήνα αυτόν ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των 97,57 ευρώ. Τον Ιανουάριο του 2018 διακινήθηκαν συνολικά 1.148 IX αυτοκίνητα, 720 φορτηγά, 139 λεωφορεία και 21 δίκυκλα. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των παραπάνω οχημάτων απασχολήθηκαν ένας ναύκληρος, ένας υποναύκληρος, οκτώ ναύτες (μέσος όρος απασχολούμενων ναυτών μηνιαίως) και ένας ναυτόπαις. Επομένως, ο ενάγων δικαιούταν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 της ΣΣΝΕ του 2018, για τα 1.148 επιβατηγά αυτοκίνητα που φορτοεκφορτώθηκαν στο πλοίο το ποσό των (1.148 X 0,55 ευρώ =631,40 ευρώ / 11 άτομα =) 57,40 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τον ναύκληρο και τον υποναύκληρο, στους οποίους οφείλεται ποσό (64,14 ευρώ Χ 2=) 126,28 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, ανέρχεται σε [(631,40 ευρώ – 126,28 ευρώ =) 505,12 ευρώ / 9 άτομα =] 56,12 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 859 φορτηγών και λεωφορείων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (859 X 1,29 ευρώ =1.108,11 ευρώ / 11 άτομα =) 100,74 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για το ναύκληρο και τον υποναύκληρο, στους οποίους οφείλεται ποσό (110,81 ευρώ X 2 =) 221,62 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, ανέρχεται σε [(1.108,11 ευρώ – 221,62 ευρώ =) 886,49 ευρώ / 9 άτομα=] 98,50 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 21 δικύκλων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (21X0,26 ευρώ = 5,46 ευρώ / 11 άτομα =) 0,50 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για το ναύκληρο και τον υποναύκληρο, στους οποίους οφείλεται ποσό (0,55 ευρώ X 2 =) 1,10 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, ανέρχεται σε [(5,46 ευρώ – 1,10 ευρώ=) 4,36 ευρώ / 9 άτομα=] 0,48 ευρώ και συνολικά για τον μήνα αυτόν δικαιούταν το ποσό των 155,10 ευρώ. Το Φεβρουάριο του 2018 διακινήθηκαν συνολικά 1.067 IX αυτοκίνητα, 649 φορτηγά, 133 λεωφορεία και 4 δίκυκλα. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των παραπάνω οχημάτων απασχολήθηκαν 2 ναύκληροι, ένας υποναύκληρος, 8 ναύτες (μέσος όρος απασχολούμενων ναυτών μηνιαίως) και ένας ναυτόπαις. Επομένως, ο ενάγων δικαιούταν, για τα 1.067 επιβατηγό αυτοκίνητα που φορτοεκφορτώθηκαν στο πλοίο το ποσό των (1.067 X 0,55 ευρώ = 586,85 ευρώ / 12 άτομα =) 48,90 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τους ναυκλήρους και τον υποναύκληρο, στους οποίους οφείλεται ποσό (53,79 ευρώ X 3 =) 161,37 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(586,85 ευρώ – 161,37 ευρώ=) 425,48 ευρώ / 9 άτομα=] 47,28 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 782 φορτηγών και λεωφορείων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (782 Χ 1,29 ευρώ = 1.008,78 ευρώ / 12 άτομα =) 84,07 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τους ναύκληρους και τον υποναύκληρο, στους οποίους οφείλεται ποσό (92,48 ευρώ X 3 =) 277,44 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, ανέρχεται σε [(1.008,78 ευρώ – 277,44 ευρώ=) 731,34 ευρώ / 9 άτομα=] 81,26 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 4 δικύκλων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (4 Χ 0,26 ευρώ = 1,04 ευρώ / 12 άτομα =) 0,09 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τους ναύκληρους και τον υποναύκληρο, στους οποίους οφείλεται ποσό (0,10 ευρώ X 3 =) 0,30 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, ανέρχεται σε [(1,04 ευρώ – 0,30 ευρώ=) 0,74 ευρώ / 9 άτομα=] 0,08 ευρώ και συνολικά για το μήνα αυτόν δικαιούταν το ποσό των 128,62 ευρώ. Περαιτέρω, κατά τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο 2018, κατά τους οποίους υπηρετούσε στο πλοίο ο ίδιος αριθμός ναυτικών κατώτερου πληρώματος, ήτοι ένας ναύκληρος, ένας υποναύκληρος, οκτώ ναύτες (μέσος όρος απασχολούμενων ναυτών μηνιαίως) και ένας ναυτόπαις, διακινήθηκαν συνολικά (1.262 + 2.133 + 1.724 + 3.251=) 8.370 IX αυτοκίνητα, (857 + 900 + 1.039 + 1.276=) 4.072 φορτηγά, (158 + 157 + 144 + 178=) 637 λεωφορεία και (13 + 55 + 86 + 185=) 339 δίκυκλα. Επομένως, ο ενάγων δικαιούταν, για τα 8.370 επιβατηγά αυτοκίνητα που φορτοεκφορτώθηκαν στο πλοίο το ποσό των (8.370 X0,55 = 4.603,50 ευρώ / 11 άτομα =) 418,50 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για το ναύκληρο και τον υποναύκληρο, στους οποίους οφείλεται ποσό (460,35 ευρώ X 2 =) 920,70 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(4.603,50 ευρώ – 920,70 ευρώ=) 3.682,80 ευρώ / 9 άτομα=] 409,20 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 4.709 φορτηγών και λεωφορείων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (4.709 Χ 1,29 ευρώ = 6.074,61 ευρώ / 11 άτομα =0 552,24 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για το ναύκληρο και τον υποναύκληρο, στους οποίους οφείλεται ποσό (607,46 ευρώ Χ 2 =) 1.214,92 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων ανέρχεται σε [(6.074,61 ευρώ – 1.214,92 ευρώ =) 4.859,69 ευρώ / 9 άτομα=] 539,97 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 339 δικύκλων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (339 Χ 0,26 ευρώ = 88,14 ευρώ / 11 άτομα =) 8,01 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τον ναύκληρο και τον υποναύκληρο, στους οποίους οφείλεται ποσό (8,81 ευρώ X 2 =) 17,62 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων ανέρχεται σε [(88,14 ευρώ – 17,62 ευρώ=) 70,52 ευρώ / 9 άτομα=] 7,84 ευρώ  και συνολικά για τους μήνες αυτούς ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των 957,01 ευρώ. Τέλος, κατά το διάστημα από 1-7-2018 έως και 6-7-2018 διακινήθηκαν συνολικά 969 IX αυτοκίνητα, 225 φορτηγά, 37 λεωφορεία και 42 δίκυκλα. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των παραπάνω οχημάτων απασχολήθηκαν δυο ναύκληροι, ένας υποναύκληρος, οκτώ ναύτες και ένας ναυτόπαις. Επομένως, ο ενάγων δικαιούταν, για τα 969 επιβατηγά αυτοκίνητα που φορτοεκφορτώθηκαν στο πλοίο το ποσό των (969 X 0,55 ευρώ = 532,95 ευρώ / 12 άτομα =) 44,41 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τους ναυκλήρους και τον υποναύκληρο, στους οποίους οφείλεται ποσό (48,85 ευρώ X 3 =) 146,55 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος ανέρχεται σε [(532,95 ευρώ – 146,55 ευρώ =) 386,40 ευρώ /9 άτομα=] 42,93 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 262 φορτηγών και λεωφορείων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (262 X 1,29 ευρώ = 337,98 ευρώ / 12 άτομα=) 28,17 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τους ναυκλήρους και τον υποναύκληρο, στους οποίους οφείλεται ποσό (30,99 ευρώ X 3 =) 92,97 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, ανέρχεται σε [(337,98 ευρώ – 92,97 ευρώ =) 245,01 ευρώ / 9 άτομα=] 27,22 ευρώ. Για τη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των 42 δικύκλων στο πλοίο ο ενάγων δικαιούταν το ποσό των (42 X 0,26 ευρώ = 10,92 ευρώ / 12 άτομα=) 0,91 ευρώ, ποσό που προσαυξάνεται κατά 10% για τους ναύκληρους και τον υποναύκληρο, στους οποίους οφείλεται ποσό (1,00 ευρώ X 3 =) 3,00 ευρώ και συνεπώς το ποσό που δικαιούνται τα υπόλοιπα μέλη του κατώτερου πληρώματος, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, ανέρχεται σε [(10,92 ευρώ – 3,00 ευρώ=) 7,92 ευρώ / 9 άτομα=] 0,88 ευρώ και συνολικά για το μήνα αυτό δικαιούταν το ποσό των (42,93 ευρώ + 27,22 ευρώ + 0,88 ευρώ=) 71,03 ευρώ. Επομένως, καθ’ όλο το επίδικο διάστημα ναυτολόγησής του ο ενάγων δικαιούταν, για επίδομα έχμασης, το συνολικό ποσό των 7.886,71 ευρώ. Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από τις μισθοδοτικές καταστάσεις του ενάγοντος, οι οποίες είναι υπογεγραμμένες από τον τελευταίο, η πρώτη εναγόμενη κατέβαλε σε αυτόν, καθ’ όλο το επίδικο διάστημα, για επίδομα έχμασης, το συνολικό ποσό των (501,65 + 468,49 + 558,01 + 704,61 + 522,06 + 712,75+ 1.023,11 + 1.332,43 + 638,58 +589,70 + 340,13 + 309,87 + 282,85 + 287,67 + 361,07 + 461,65 + 388,89 + 411,14 + 95,23 =) 9.980,89 ευρώ και συνεπώς έχει εξοφλήσει ολοσχερώς τη σχετική απαίτηση του ενάγοντος, απορριπτομένου του οικείου αγωγικού κονδυλίου, κατά παραδοχή της ένστασης εξόφλησης που προέβαλε η πρώτη εναγόμενη, ως βάσιμης κατ’ ουσία. Σημειωτέον ότι ο ενάγων δεν προσβάλει με λόγο έφεσης την όμοια κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί του ανωτέρω κονδυλίου.

Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 33 των Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων ετών 2017 και 2018, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προκύπτει ότι: α) σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία (του ΥΕΝΑΝΠ ή ΥΘΥΝΑΛ) και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον 6 ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, εάν δε αυτό κατ’ εξαίρεση δεν καθίσταται δυνατό, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως αυτή καθορίζεται στο ως άνω άρθρο (παρ. 1 και 2 αυτού), β) ως δρομολόγια, για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα η πρόσθετη αυτή αμοιβή, θεωρούνται εκείνα, για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ. 3 «δρομολόγια εξπρές»), γ) η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα «εξπρές» δρομολόγια, με την ως άνω έννοια, που αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά – επιβατηγά πλοία που δεν έχουν τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας, και υπολογίζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 7 του ως άνω άρθρου, βάσει των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου εβδομαδιαίως, τακτικά δε θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα απόπλου δεν είναι η ίδια κάθε ημέρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, δ) ειδικώς, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολόγια την εβδομάδα (παρ. 5, που αποτελεί διάταξη ειδικότερη εκείνης της παρ. 3) και ε) τέλος, κατ’ εξαίρεση, που εισάγεται με την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου, οι διατάξεις του δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, έτσι οι ναυτικοί δεν δικαιούνται την πρόσθετη αυτή αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές» σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που εκτελούν πλόες κατά τις ώρες από 07.00 έως 23.00 και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση δηλαδή της εξαίρεσης αυτής (επάνοδο στον κανόνα), τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας. Ειδικότερα, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε, δικαιούνται αμοιβής, ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των πρόωρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από τον κατάπλου κατά εβδομάδα, διά του αριθμού 8 ή το γινόμενο του αριθμού των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου κατά εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το 1/30 ή 1/60 ή 1/120 του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον 12 ώρες ή τουλάχιστον 6 ώρες ή μέχρι 6 ωρών, αντιστοίχως (Α.Π. 259/2014, Εφ.Δωδ. 122/2018, Εφ.Πειρ. 716/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση τα προαναφερθέντα μη αμφισβητούμενα δρομολόγια που εκτελούσε το άνω πλοίο κατά τις ένδικες χρονικές περιόδους της ναυτολόγησης του ενάγοντος, δεν προβλέπεται από τις άνω Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων αμοιβή του ενάγοντος για δρομολόγια εξπρές Α) για μεν την περίοδο από 1-1-2017 έως 31-10-2017, κατά την οποία το πλοίο ξεκινούσε τα δρομολόγια τις καθημερινές στις 04:45’, επειδή αυτό κατά την άνω περίοδο εκτελούσε αποκλειστικά το πορθμειακό δρομολόγιο Κυλλήνη – Πόρος (23 ναυτικά μίλια) με επιστροφή, το οποίο από τη φύση του δεν δικαιολογεί δρομολόγια εξπρές, η προβλεπόμενη αμοιβή για τα οποία αφορά μόνο εκτελούμενα ακτοπλοϊκά δρομολόγια και Β) για δε την περίοδο από 1-11-2017 έως 6-7-2018, κατά την οποία το πλοίο εκτελούσε και καθημερινό ακτοπλοϊκό δρομολόγιο στη γραμμή Κυλλήνη – Πισαετός Ιθάκης – Σάμη Κεφαλονιάς – Πάτρα (άνω των 30 ναυτικών μιλίων) με επιστροφή, επειδή αυτό εκτελούσε το άνω δρομολόγιο ως ημερόπλοιο, δηλαδή εκτελούσε καθημερινώς πλόες κατά τις ώρες από 07.00 έως 23.00, χωρίς να επεκτείνει τα δρομολόγιά του τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή μετά την 23.00 μέχρι την 07.00 ώρα. Σημειωτέον, ότι για τις περιπτώσεις των ως άνω ακτοπλοϊκών δρομολογίων που υπήρξε επέκταση αυτών τις νυκτερινές ώρες επί μικρό χρονικό διάστημα (ήτοι ώρα αναχώρησης 05.45’ δυο φορές την εβδομάδα), δεν υφίσταται σχετική εξαίρεση, δηλαδή δεν μεταβάλλεται ο χαρακτήρας των δρομολογίων του εν λόγω πλοίου ως ημερόπλοιου (Α.Π. 259/2014, Εφ.Δωδ. 122/2018,  Εφ.Πειρ. 46/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι αφετηρίας (Κυλλήνη) κατά το μεγαλύτερο διάστημα της νύκτας (από ώρα 22.20΄ έως 07.00’). Έτσι, ο ενάγων δεν δικαιούται πρόσθετη αμοιβή για την αιτία αυτή, ήτοι λόγω εκτέλεσης δρομολογίων εξπρές και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα απ’ αυτόν με το δεύτερο λόγο της έφεσής του είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

Σύμφωνα με το άρθρο 14 των Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων ετών 2017 και 2018, στα πληρώματα των προαναφερθέντων πλοίων καταβάλλεται ως δώρο ο μισθός ενός μηνός επ’ ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους και ο μισθός 15 ημερών επ’ ευκαιρία των εορτών του Πάσχα (παρ. 1). Τα δώρα εορτών υπολογίζονται επί των πράγματι καταβαλλομένων πάγιων και σταθερών αποδοχών, ήτοι μισθού ενεργείας και επιδομάτων, περιλαμβανομένων και των υπερωριών (παρ. 2). Εάν η σύμβαση εργασίας έχει διαρκέσει μικρότερο χρονικό διάστημα από αυτό της 1ης Μαΐου έως 31ης Δεκεμβρίου, εντός του οποίου υπολογίζεται το δώρο Χριστουγέννων και της 1ης Ιανουαρίου έως 30ης Απριλίου, εντός του οποίου υπολογίζεται το δώρο Πάσχα, τότε, βάσει των διατάξεων των άρθρων 1 α, 2, 3α και 7 της με αριθ. 70109/8008/14-12-1981/7-01-1982 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς», που δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. 1/7-1-1982, τεύχος Β’, με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν Υπουργική Απόφαση 19040/1981 των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, ο ναυτικός δικαιούται για επίδομα (δώρο) Χριστουγέννων τα 2/25 του μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας για το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου έως 31ης Δεκεμβρίου και για επίδομα Πάσχα το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8 ημέρες εργασίας για το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου έως 30ης Απριλίου), προς υπολογισμό των οποίων λαμβάνονται υπ’ όψη, ο καταβαλλόμενος την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα, αντιστοίχως, μισθός, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας, ως και πάσα άλλη παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, τακτικώς, καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη, περιοδικώς, καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (Εφ.Δωδ. 122/2018, Εφ.Πειρ. 51/2016, Εφ.Πειρ. 73/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων έπρεπε να λάβει: α) για δώρο εορτών Πάσχα 2017 το ποσό των 1.499,84 ευρώ [ήτοι, μισθός ενεργείας  1.157,99 ευρώ + επίδομα Κυριακών 254,76 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ + αντίτιμο τροφής 30 ημερών 576,30 ευρώ (19,21 Χ 30) + αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας 417,12 ευρώ {1.157,99 ευρώ μισθός ενεργείας + 254,76  ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.412,75 ευρώ Χ 1/22 = 64,21 ευρώ Χ 5 ημέρες = 321,10 ευρώ + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,21 Χ 5) 96,05 ευρώ} + 558,30 ευρώ μέσος όρος επιδόματος έχμασης που του καταβάλλονταν μηνιαίως = 2.999,69 ευρώ / 2 = 1.499,84 ευρώ], β) για δώρο εορτών Χριστουγέννων 2017, το ποσό των 2.999,69 ευρώ, ήτοι ίσο προς τις άνω μηνιαίες κατά μέσο όρο τακτικές αποδοχές του, γ) για δώρο εορτών Πάσχα 2018 το ποσό των 1.418,14 ευρώ [ήτοι, μισθός ενεργείας  1.181,15 ευρώ + επίδομα Κυριακών 259,86 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,92 ευρώ + αντίτιμο τροφής 30 ημερών 587,70 ευρώ (19,59 Χ 30) + αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας 425,45 ευρώ {1.181,15 ευρώ μισθός ενεργείας + 259,86  ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.441,01 ευρώ Χ 1/22 = 65,50 ευρώ Χ 5 ημέρες = 327,50 ευρώ + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,59 Χ 5) 97,95 ευρώ} + 346,20 μέσος όρος επιδόματος έχμασης που του καταβάλλονταν μηνιαίως = 2.836,28 ευρώ / 2 = 1.418,14 ευρώ] και δ) για αναλογία δώρου εορτών Χριστουγέννων 2018 (για το διάστημα εργασίας του από 1-5-2018 έως 6-7-2018) το ποσό των 800,95 ευρώ [ήτοι 2.836,28 ευρώ μηνιαίες κατά μέσο όρο τακτικές αποδοχές Χ 2/25 = 226,90 ευρώ Χ 3,53 19ήμερα = 800,95 ευρώ. Επομένως, ο ενάγων  για τις παραπάνω αιτίες έπρεπε να λάβει το συνολικό ποσό [1.499,84 + 2.999,69 + 1.418,14 + 800,95] των 6.718,62 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε από την πρώτη εναγομένη, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες με επίκληση απ’ αυτήν αντίστοιχες αποδείξεις εξόφλησης αυτού και το αντίγραφο του λογαριασμού μισθοδοσίας του, το συνολικό ποσό [126,87 + 118,94 + 237,89 + 237,89 + 237,89 ευρώ (για δώρο Πάσχα 2017) + 237,89 + 237,89+ 237,89+ 237,89+ 237,89+ 237,89+ 237,89+ 237,89 (για δώρο Χριστουγέννων 2017) + 237,89+ 237,89+ 237,89+ 237,89 (για δώρο Πάσχα 2018) + 338,65 + 341,43 + 61,57 ευρώ (για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2018)] των 5.843,68 ευρώ, όπως δεν αμφισβητείται ειδικά απ’ αυτόν. Επομένως, δικαιούται να αξιώσει από την πρώτη εναγόμενη τη διαφορά ποσού (6.718,62 – 5.843,68) 874,94 ευρώ, δεκτής γενομένης ως εν μέρει βάσιμης και κατ’ ουσία της ένστασης απόσβεσης της σχετικής οφειλής της (άρθρο 416 Α.Κ.), την οποία προέβαλε η τελευταία για τα ανωτέρω κονδύλια στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επανέφερε με τις προτάσεις της και τον όγδοο λόγο της έφεσής της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Να σημειωθεί εδώ ότι, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, αβάσιμα παραπονείται ο ενάγων με τον τρίτο λόγο της έφεσής του ότι, κατά τον υπολογισμό των δώρων εορτών 2017 και 2018 έπρεπε να συνυπολογιστεί στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του μέσος όρος υπερωριών του (καθώς δεν αποδείχθηκε ότι εκτέλεσε υπερωρίες), το επίδομα ιματισμού αυτού (Α.Π. 774/2003, Α.Π. 226/2003, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 294/2020, Εφ.Πειρ. 55/2017, Εφ.Πειρ. 50/2016, Εφ.Πειρ. 434/2013, Εφ.Πειρ. 661/2012, Εφ.Πειρ. 377/2011, Εφ.Πειρ. 283/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir. gr, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τ. 1ος, υπ’ άρθρο. 60, σ. 332 και υπ’ άρθρο 76, σ. 387) και ο μέσος όρος πρόσθετης αμοιβής του για δρομολόγια εξπρές (Εφ.Πειρ. 294/2020, Εφ.Πειρ. 164/2014, Εφ.Πειρ. 177/2012, Εφ.Πειρ. 46/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 255/2018, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 517/2011, Εφ.Πειρ. 46/2011, Εφ.Πειρ. 540/2006, Εφ.Πειρ. 1/2003, αδημ.).            Περαιτέρω από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος λύθηκε στις 6-7-2018 κατόπιν αμοιβαίας συναίνεσης με τον πλοίαρχο του πλοίου, όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο. Ο ίδιος ισχυρίζεται με την αγωγή του και με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του ότι στην πραγματικότητα η σύμβαση ναυτικής εργασίας του λύθηκε, όχι μετά από συμφωνία του με τον πλοίαρχο του πλοίου, αλλά μετά από καταγγελία της εκ μέρους του τελευταίου χωρίς να προηγηθεί παράπτωμά του και αφού προηγουμένως ο πλοίαρχος τον εξαπάτησε, υποσχόμενος σ’ αυτόν ότι η πρώτη εναγόμενη θα τον προσλάμβανε ξανά στο ίδιο ή σε άλλο πλοίο της, υπόσχεση την οποία αυτή στη συνέχεια δεν τήρησε και συνεπώς του οφείλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Όμως, ο ισχυρισμός του αυτός – ο οποίος είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 147 εδάφ. α’, 155 εδάφ. α’ Α.Κ. και 72, 75 παρ. 3 και 76 παρ. 1 Κ.Ι.Ν.Δ, δεν αποδείχθηκε κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου. Ο μόνος μάρτυρας του ενάγοντος …………. – ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, έχει ασκήσει όμοιου περιεχομένου αγωγή κατά των εναγομένων – στην από 13-5-2019 ένορκή του βεβαίωση ουδέν αναφέρει σχετικά με τη λύση της εργασιακής σύμβασης του ενάγοντος, ενώ όσα αναφέρει σχετικά στην από 21-7-2020 συμπληρωματική του ένορκη βεβαίωση, η οποία δόθηκε μετά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής και τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης, δεν κρίνονται πειστικά, ως όψιμα, αόριστα (αφού δεν διευκρινίζεται που στηρίζονται, γιατί δέχτηκε ο ενάγων τυπική απόλυσή του «αμοιβαία συναινέσει» και πότε ζήτησε την παροχή εργασίας από την πρώτη εναγόμενη και η τελευταία του αρνήθηκε) και αναιρούμενα α) από τις συγκλίνουσες μεταξύ τους ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγομένων …….., …….. και ………….. [οι οποίοι  κατέθεσαν ότι δεν έχουν μάθει για υπόσχεση από τον πλοίαρχο ή από άλλον για επαναπρόσληψη του ενάγοντος, όπως θα μάθαιναν γιατί αυτά τα συζητάνε μεταξύ τους, ότι έμαθαν από συναδέλφους τους ότι ο ενάγων σκεφτόταν να καταθέσει τα χαρτιά του για σύνταξη όταν έφυγε από το πλοίο τον Ιούλιο του 2018, και ότι η πρώτη εναγόμενη δεν είχε κανένα συμφέρον να διώξει έναν εργαζόμενο στα μέσα του καλοκαιριού που όσο να ΄ναι η δουλειά ανοίγει κάπως λόγω τουρισμού και να ψάχνει να τον αντικαταστήσει τελευταία στιγμή] και β) από την αναγραφή ενώπιον της αρμόδιας λιμενικής αρχής στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος ότι απολύεται «αμοιβαία συναινέσει», με την επισήμανση πάντως ότι, κατά την έννοια των άρθρων 46, 47 του Κ.Δ.Ν.Δ. και 39, 41 και 42 του Κ.Ι.Ν.Δ, τα ναυτιλιακά έγγραφα, τα οποία απλώς θεωρεί ο αρμόδιος υπάλληλος της Λιμενικής ή Προξενικής Αρχής του κατάπλου του πλοίου (άρθρο 49 Κ.Ι.Ν.Δ.), δεν αποτελούν δημόσια έγγραφα με πλήρη απόδειξη κατά την έννοια του άρθρου 440 Κ.Πολ.Δ, πολύ δε περισσότερο του άρθρου 438 Κ.Πολ.Δ, ως προς τα αναφερόμενα στα εν λόγω έγγραφα πραγματικά περιστατικά, εφόσον δεν είναι συντάκτης αυτών και παράλληλα δεν οφείλει να διαπιστώσει την αλήθεια αυτών, αλλ’ αξιολογούνται με βάση την καθιερούμενη από το άρθρο 340 Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας (Α.Π. 883/2013, Εφ.Πειρ. 86/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ούτε από άλλο αποδεικτικό μέσο, αποδείχθηκε η βασιμότητα του άνω ισχυρισμού του ενάγοντος. Επομένως, εφόσον αποδείχθηκε ότι η σύμβαση εργασίας του λύθηκε πράγματι «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου, δεν γεννάται αξίωση αποζημίωσής του λόγω απόλυσης και το σχετικό κονδύλι της αγωγής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσία, όπως πρέπει να απορριφθεί αντίστοιχα ως αβάσιμος και ο τέταρτος λόγος της έφεσής του με τον οποίο υποστηρίζει τα αντίθετα.

Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο ενάγων δικαιούται συνολικά για μισθολογικές διαφορές της περιόδου ναυτολόγησής του από 1-1-2017 έως και 6-7-2018 (και συγκεκριμένα για δώρο εορτών Πάσχα 2017, δώρο εορτών Χριστουγέννων 2017, δώρο εορτών Πάσχα 2018 και αναλογία δώρου εορτών Χριστουγέννων 2018) το συνολικό ποσό των (6.718,62 – 5.843,68) 874,94 ευρώ, το οποίο οφείλει να του καταβάλει η πρώτη εναγόμενη ελληνική ναυτική εταιρία του Ν. 959/1979 ως εργοδότριά του και πλοιοκτήτρια του άνω πλοίου κατά το επίδικο άνω χρονικό διάστημα ναυτολόγησής του. Περαιτέρω, από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη – πλοιοκτήτρια του άνω πλοίου, το οποίο αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, άλλως σε κάθε περίπτωση το σημαντικότερο περιουσιακό της στοιχείο, μεταβίβασε λόγω πώλησης, έναντι τιμήματος 9.000.000,00 ευρώ, το πλοίο αυτό, ως επιχείρηση, στη δεύτερη εναγόμενη ελληνική ναυτική εταιρία του Ν. 959/1979, όπως δεν αρνείται η τελευταία. Κατά το χρόνο της άνω μεταβίβασης η δεύτερη εναγόμενη, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα απ’ αυτή με το δέκατο λόγο της έφεσής της, γνώριζε ότι το πλοίο αυτό αποτελούσε το μοναδικό άλλως το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο της πρώτης εναγομένης, καθόσον άλλωστε η τελευταία ήταν μονοβάπορη εταιρία και η δεύτερη εναγόμενη δεν επικαλείται σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο της πωλήτριας πρώτης εναγομένης. Αποδεικνύεται επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση η συνδρομή των καθοριζομένων από τη διάταξη του άρθρου 479 Α.Κ. προϋποθέσεων, όπως προαναφέρθηκαν, και κατ’ ακολουθία η δημιουργία από το νόμο σωρευτικής αναδοχής χρέους, μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης  εναγομένης για το ανήκον στη μεταβιβασθείσα περιουσία ως άνω χρέος προς τον ενάγοντα, το οποίο προέκυψε από την εργασία του στο άνω πλοίο και το οποίο κατά την ανωτέρω ημερομηνία πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητας του πλοίου στη δεύτερη εναγόμενη όχι μόνον είχε γεννηθεί αλλά ήδη είχε καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Συνεπώς, η δεύτερη εναγόμενη, στην οποία μεταβιβάστηκε το πλοίο αυτό λόγω αγοράς, ευθύνεται καταρχήν για το άνω χρέος σε ολόκληρο με την πρώτη εναγόμενη, μέχρι την αξία του πλοίου κατά το χρόνο της μεταβίβασης.

Περαιτέρω όμως, με τον ένατο λόγο της έφεσής της η δεύτερη εναγομένη προβάλλει την ένσταση της ενιαυσίας παραγραφής του άρθρου 289 παρ. 1 Κ.Ι.Ν.Δ, σε συνδυασμό με το άρθρο 291 του ίδιου Κώδικα, για τις ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος για το έτος 2017 εναντίον της, ισχυριζόμενη ότι η κρινόμενη από 11-4-2019 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …./11-4-2019 αγωγή του κατ’ αυτής και κατά της πρώτης εναγομένης (με την οποία ο ενάγων παραιτήθηκε από το δικόγραφο της προηγούμενης από 7-12-2018 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../17-12-2018 όμοιας αγωγής του κατά της πρώτης εναγομένης) ασκήθηκε μετά την παρέλευση έτους από το χρόνο έναρξης της παραγραφής για τις ανωτέρω απαιτήσεις του σε βάρος της (1-1-2018), η οποία (παραγραφή) συμπληρώθηκε ως προς αυτή (δεύτερη εναγόμενη) στις 31-12-2018, ενώ εκθέτει και ότι παραδεκτά προτείνει την άνω ένσταση το πρώτον ενώπιον του Εφετείου, γιατί τα ανωτέρω επικαλούμενα περιστατικά προκύπτουν από τα δικόγραφα των άνω αγωγών. Επί του άνω ισχυρισμού της εναγομένης πρέπει να αναφερθούν  τα εξής:

Η διάταξη του άρθρου 479 Α.Κ καθιερώνει σωρευτική αναδοχή από το νόμο, περιοριζόμενη μέχρι την αξία των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάζονται, δημιουργείται δηλαδή παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ μεταβιβάζοντος και αποκτώντος για τα χρέη του πρώτου που υπήρχαν μέχρι τον χρόνο της μεταβίβασης. Επομένως, εφόσον με την σωρευτική αναδοχή ο αποκτών υπέχει έναντι του δανειστή την ίδια υποχρέωση που είχε και ο μεταβιβάζων οφειλέτης, έχει τα ίδια μ’ αυτόν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα όσον αφορά το χρέος, οι ενοχές, όμως, των δύο αυτών συνοφειλετών είναι αυτοτελείς ως προς την ύπαρξη και την εξέλιξη τους και κάθε μία υπόκειται σε γεγονότα υποκειμενικά και αντικειμενικά. Απ’ αυτό έπεται, ότι ενστάσεις που είχαν γεννηθεί κατά τον χρόνο της μεταβίβασης υπέρ του μεταβιβάζοντος ή υπέρ του δανειστή αντιτάσσονται υπέρ και κατά του αποκτώντος. Όμως, μετά την μεταβίβαση, λόγω της αυτοτέλειας της ενοχής των δύο εις ολόκληρον συνοφειλετών, αντιτάσσονται μόνον όσα γεγονότα ενεργούν αντικειμενικά (άρθρα 483 – 485 Α.Κ.) και όχι εκείνα που ενεργούν υποκειμενικά (άρθρο 486 Α.Κ.). Μεταξύ των άλλων, γεγονότα που ενεργούν υποκειμενικά στην περίπτωση αυτή, είναι η παραγραφή, η διακοπή και η αναστολή της. Επομένως, αν κατά τον χρόνο της μεταβίβασης της περιουσίας (πλοίου) κατ’ άρθρο 479 Α.Κ, η οποία δεν συνιστά λόγο διακοπής της παραγραφής, έχει ήδη διακοπεί η παραγραφή της απαίτησης του δανειστή κατά του μεταβιβάσαντος με οποιονδήποτε τρόπο και για οποιονδήποτε λόγο από τους προβλεπόμενους από τον Α.Κ, οπότε έκτοτε θα άρχιζε νέα ισόχρονη παραγραφή, θα ίσχυε αυτή και για τους δύο συνοφειλέτες, μεταβιβάσαντα και αποκτήσαντα (η αντένσταση δηλαδή της διακοπής της παραγραφής μπορεί να προβληθεί και κατά του αποκτήσαντος). Εάν, όμως, η διακοπή της παραγραφής και δη με την άσκηση της σχετικής αγωγής κατά του μεταβιβάσαντος (η οποία, σημειωτέον, ολοκληρώνεται, κατ’ άρθρα 215 παρ. 1 και 221 Κ.Πολ.Δ, με την έγκυρη επίδοση αντιγράφου της αγωγής στον εναγόμενο – Α.Π. 505-2020, Α.Π. 720/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) γίνει μετά την κατ’ άρθρο 479 Α.Κ. μεταβίβαση, το γεγονός αυτό δεν μπορεί ν’ αντιτάξει ο δανειστής και κατά του αποκτήσαντος, αφού η διακοπή και η επιμήκυνση της παραγραφής, κατά τα προεκτεθέντα, ενεργεί υποκειμενικά κατ’ άρθρο 486 Α.Κ., μόνο δηλαδή  για τον συνοφειλέτη εκείνον, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχει ένα τέτοιο γεγονός (μεταβιβάσαντα), ενώ απέναντι στον άλλο συνοφειλέτη (αποκτήσαντα) μπορεί να διακοπεί η παραγραφή μόνο με ενέργειες ή γεγονότα αναφερόμενα στο πρόσωπο αυτού (για τα παραπάνω, βλ. σε συνδυασμό, Κρητικό σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Α.Κ, υπ’ άρθρο 479, αριθ. 2, 11, 28 επ, 41, Μιχαηλίδη – Νουάρο στην Ερμ.Α.Κ, υπ’ άρθρο 479, αριθ. 5 επ, 19 επ, 27, Α.Π. 776/2003, ΕλλΔνη 46, 163, Α.Π. 829/2003, Α.Π. 591/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1695/1998, ΕλλΔνη 40, 631, Α.Π. 424/1995 ΕΝΔ 24, 124, Α.Π. 377/1987, Νο.Β. 36, 562, Εφ.Πειρ. 849/2008, Εφ. Πειρ. 671/2005, Εφ. Πειρ. 872/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 527 και 269 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν παραδεκτά στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης (269 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) ή  συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, δηλαδή α) αν το δικαστήριο κρίνει ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί δεν προβλήθηκαν έγκαιρα με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, β) αν αυτοί προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, γ) αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και δ) αν αποδεικνύονται με έγγραφο (χωρίς πλέον την πρόσθετη προϋπόθεση να κρίνει το δικαστήριο ότι ο διάδικος δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να πληροφορηθεί έγκαιρα την ύπαρξη του εγγράφου, η οποία, απαλείφθηκε με τον ν. 3994/2011). Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται μόνο οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν σε θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού δικαιώματος και στοιχειοθετούν τη βάση ενστάσεως, αντενστάσεως ή άλλης αυτοτελούς αιτήσεως για παροχή έννομης προστασίας, το δε απαράδεκτο της προβολής τους λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο. Έγγραφη απόδειξη του νέου ισχυρισμού υπάρχει όταν όλα τα πραγματικά στοιχεία που τον θεμελιώνουν αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια. Σε όλες τις περιπτώσεις της βραδείας προβολής ισχυρισμού, το δικαστήριο της ουσίας διαμορφώνει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ως προς το αν είναι ή όχι δικαιολογημένη η βραδεία προβολή αυτού ή ως προς το αν συντρέχει ή όχι κατά περίπτωση μία από τις παραπάνω προϋποθέσεις, μετά από έρευνα των στοιχείων της δικογραφίας (Ολ.Α.Π. 12/1991, Α.Π. 752/2011). Από τον κανόνα του «άνευ επικουρίας δικάζεσθαι» εξαιρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο ή οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης (προνομιακοί), η δε σχετική εξαίρεση ισχύει για τη δίκη στα δικαστήρια του πρώτου και δεύτερου βαθμού, αλλά όχι στο δικαστήριο του Αρείου Πάγου (άρθρα 527 και 573 Κ.Πολ.Δ.). Επίσης η ένσταση παραγραφής της αξίωσης λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως μόνο υπέρ του Δημοσίου, και όχι υπέρ ιδιωτών, ενώ δεν ανήκει στις προνομιακές ενστάσεις αφού δεν υπάρχει διάταξη νόμου που να προβλέπει τη δυνατότητα προβολής της σε κάθε στάση της δίκης και, συνεπώς, υπόκειται και αυτή στους περιορισμούς παραδεκτής προβολής των άρθρων 269 και 527 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 1275/2009, Α.Π. 1308/2006, Α.Π. 1087/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, εάν τα πραγματικά περιστατικά που τη συγκροτούν αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου αυτού που την προβάλλει, μπορεί παραδεκτά να προταθεί για πρώτη φορά κατ’ έφεση από τον εκκαλούντα εναγόμενο προς απόρριψη της αγωγής, ιδίως δε όταν τα ανωτέρω περιστατικά περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής (Α.Π. 842/1976, Νο.Β. 25, 197, Εφ.Πειρ. 545/2015, Εφ.Θεσ. 479/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι, για την πληρότητα της ένστασης, όπως και της αντένστασης, που προβάλλεται προς κατάλυση της ένστασης, πρέπει να περιέχονται σ’ αυτήν όλα τα θεμελιωτικά της γεγονότα, που επιφέρουν ως έννομη συνέπεια την παρακώλυση της γέννησης ή άσκησης ή κατάλυσης του ένδικου δικαιώματος σε μεταγενέστερο χρόνο, ταυτόχρονα δε πρέπει να διατυπώνεται και αίτημα απόρριψης της αγωγής ή της ένστασης για το συγκεκριμένο λόγο (Ολ. Α.Π. 472/1983, Α.Π. 212/2019, Α.Π. 553/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω νομική σκέψη, η άνω ένσταση παραγραφής παραδεκτά προβάλλεται για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με λόγο έφεσης της δεύτερης εναγομένης, γιατί τα περιστατικά που τη συγκροτούν αποδεικνύονται εγγράφως και συγκεκριμένα από το δικόγραφο της ένδικης αγωγής και της πρότερον ασκηθείσας από 7-12-2018 άνω όμοιας αγωγής του ενάγοντος κατά της πρώτης εναγομένης, από τις οποίες και τη σφραγίδα επίδοσης στο σώμα  τους, προκύπτει τόσο ο χρόνος άσκησης αυτών όσο και ο χρόνος μεταβίβασης του άνω πλοίου, που δεν αμφισβητείται άλλωστε από τη δεύτερη εναγόμενη. Περαιτέρω, η άνω ένσταση είναι αρκούντος ορισμένη, αφού περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σε σχέση με τις ένδικες απαιτήσεις κατά της δεύτερης εναγομένης για το έτος 2017 (ήτοι από 1-1-2017 έως 31-12-2017) {το σημείο έναρξης της παραγραφής για τις απαιτήσεις αυτές (1-1-2018) προκύπτει εκ του νόμου με βάση τα εκτιθέμενα περιστατικά (άρθρο 291 παρ. 1 Κ.Ι.Ν.Δ.}] και αίτημα απόρριψης λόγω παραγραφής των ανωτέρω απαιτήσεων κατά της δεύτερης εναγομένης (το οποίο προκύπτει σαφώς από το όλο περιεχόμενο του σχετικού ένατου λόγου έφεσης της δεύτερης εναγομένης, που περιέχει αίτημα απόρριψης της αγωγής για το λόγο αυτό) και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον ενάγοντα στις προτάσεις του είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, η άνω ένσταση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, 289 παρ. 1, 291 α’ Κ.Ι.Ν.Δ. και αποδεικνύεται και βάσιμη κατ’ ουσία. Ειδικότερα, α) Όπως δεν αμφισβητείται από τα διάδικα μέρη, οι ένδικες ναυτεργατικές αξιώσεις του ενάγοντος αφορούν και το χρονικό διάστημα από 1-1-2017 έως 31-12-2017, κατά το οποίο ήταν ναυτολογημένος ως ναύτης επί του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «ΝΚ». β) Το ως άνω πλοίο, όπως επίσης δεν αμφισβητείται από τα διάδικα μέρη, μεταβιβάσθηκε λόγω πώλησης στη δεύτερη εναγόμενη την 19-12-2018. γ) Η ένδικη κατά της δεύτερης εναγομένης αγωγή, όπως προκύπτει από την, κάτωθι του δικογράφου αυτής με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …/2019 έκθεση κατάθεσης δικογράφου, σε συνδυασμό με την από 15-4-2019 επισημείωση του αρμοδίου δικαστικού επιμελητού του Πρωτοδικείου Αθηνών …………… στο εμπρόσθιο τμήμα αντιγράφου του δικογράφου της, ασκήθηκε με κατάθεση αυτής στις 11-4-2019 ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά και επίδοσή της στη δεύτερη εναγόμενη την 15-4-2019, δηλαδή μετά την παρέλευση της ενιαυσίας, κατ’ άρθρα 289, 291 Κ.Ι.Ν.Δ, παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων του έτους 2017, που άρχισε την 1-1-2018 και έληξε την 31-12-2018. Και δ) η προηγούμενη από 7-12-2018 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./2018 όμοια άνω αγωγή του ενάγοντος κατά της πρώτης εναγομένης, όπως προκύπτει από την, κάτωθι του δικογράφου αυτής έκθεση κατάθεσης δικογράφου, σε συνδυασμό με την από 20-12-2018 επισημείωση του αρμοδίου δικαστικού επιμελητού του Πρωτοδικείου Αθηνών ……… στο εμπρόσθιο τμήμα αντιγράφου του δικογράφου της, ασκήθηκε με κατάθεση αυτής ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 17-12-2018 και επίδοσή της στη δεύτερη εναγόμενη την 20-12-2018, δηλαδή μετά την πώληση και μεταβίβαση του άνω πλοίου σ’ αυτήν από την πρώτη εναγόμενη που έλαβε χώρα στις 19-12-2018. Και είναι αληθές ότι κατά το χρόνο μεταβίβασης του ως άνω πλοίου στη δεύτερη εναγόμενη, δηλαδή στις 19-12-2018, οι ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος για το έτος 2017 ήσαν ενεργείς και δεν είχαν παραγραφεί ακόμη, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, η ενιαύσια παραγραφή, για τις  αξιώσεις αυτές (έτους 2017) συμπληρώθηκε την 31-12-2018. Πλην όμως, όπως λεπτομερώς αναφέρθηκε ανωτέρω, υφισταμένης στη συγκεκριμένη περίπτωση παθητικής εις ολόκληρον ενοχής μεταξύ της μεταβιβάσασας – αρχικής πλοιοκτήτριας πρώτης εναγομένης και της αποκτήσασας δεύτερης εναγομένης, ευθυνόμενης κατ’ άρθρο 479 Α.Κ. για τα χρέη της πρώτης, ναι μεν η δεύτερη εναγομένη υπέχει έναντι του ενάγοντος δανειστή τις ίδιες υποχρεώσεις όπως η μεταβιβάσασα πρώτη εναγόμενη, πλην όμως, οι ενοχές των δύο αυτών συνοφειλετών είναι αυτοτελείς ως προς την ύπαρξη και την εξέλιξη της και κάθε μία υπόκειται σε γεγονότα υποκειμενικά και αντικειμενικά. Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, η μεταβίβαση του πλοίου κατά την 19-12-2018 δεν συνιστά από μόνη της λόγο διακοπής της αρξαμένης κατά την 1-1-2018 ενιαυσίας παραγραφής, η οποία εξακολούθησε να τρέχει κατά της αποκτήσασας δεύτερης εναγομένης με αφετηρία τον ίδιο χρόνο έναρξης που είχε ως προς τη μεταβιβάσασα αρχική πλοιοκτήτρια, δηλαδή με χρόνο έναρξης την 1-1-2018, η οποία κατά τα προεκτεθέντα, συμπληρώθηκε την 31-12-2018. Εξάλλου ο ενάγων – εκκαλών, ουδόλως επικαλέσθηκε, ούτε άλλωστε αποδείχθηκε ότι, κατά το χρόνο μεταβίβασης του πλοίου στη δεύτερη εναγόμενη – εφεσίβλητη (19-12-2018) είχε ήδη διακοπεί η παραγραφή της ένδικης απαίτησής του για το έτος 2017 κατ’ εκείνης που μετεβίβασε (πωλήτριας – αρχικής πλοιοκτήτριας πρώτης εναγομένης) με οποιοδήποτε τρόπο και για οποιοδήποτε λόγο απ’ αυτούς που προβλέπονται από τον Αστικό Κώδικα, οπότε τότε και μόνο, κατά τα προεκτεθέντα, θα άρχιζε, κατ’ επιμήκυνση της πρώτης, νέα ισόχρονη παραγραφή που θα ίσχυε και για τους δύο συνοφειλέτες (μεταβιβάσασα πρώτη εναγόμενη και αποκτήσασα δεύτερη εναγόμενη). Τέτοιο διακοπτικό γεγονός που να έλαβε χώρα μέχρι το χρόνο μεταβίβασης του πλοίου στη δεύτερη εναγόμενη (19-12-2018) δεν αποτελεί η άσκηση της προηγούμενης από 7-12-2018 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../17-12-2018 αγωγής του ιδίου ενάγοντος κατά της πρώτης εναγομένης, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, η επίδοση της αγωγής αυτής στην ανωτέρω εναγόμενη έγινε στις 20-12-2018, ήτοι μετά τη μεταβίβαση του πλοίου στη δεύτερη εναγόμενη. Συνεπώς, με βάση τα προεκτεθέντα, δεν αποδείχθηκε ότι επιμηκύνθηκε ο χρόνος παραγραφής για τη δεύτερη εναγόμενη, η οποία παραγραφή συμπληρώθηκε την 31-12-2018, όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο ενάγων – εκκαλών στις προτάσεις του είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Επίσης, αβάσιμος και απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός του ενάγοντος στις προτάσεις του, σύμφωνα με τον οποίο, με την παραδοχή των ανωτέρω, «θα έτρεχε σε βάρος του η παραγραφή επί σχεδόν όλο το 2018 για τη δεύτερη εναγόμενη, την οποία δεν είχε καμία νομική βάση να εναγάγει σχεδόν όλο αυτό το χρονικό διάστημα, γεγονός που δεν ανταποκρίνεται στο σκοπό των περί παραγραφής διατάξεων» αφού τα ανωτέρω ήταν δυνατόν να αποτραπούν, κατά τα προεκτεθέντα, είτε με διακοπή της παραγραφής εκ μέρους του στο πρόσωπο της αρχικής οφειλέτριας μέχρι το χρόνο μεταβίβασης απ’ αυτήν του περιουσιακού της στοιχείου (πλοίου), ώστε η διακοπή αυτή και η επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής, να ισχύει για τους δύο οφειλέτες (μεταβιβάσαντα και αποκτήσαντα), είτε με διακοπή της παραγραφής εκ μέρους του στο πρόσωπο της αποκτήσασας το πλοίο μετά τη μεταβίβασή του σ’ αυτή και μέχρι την 31-12-2018. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, οι παραπάνω αξιώσεις του ενάγοντος-εκκαλούντος που γεννήθηκαν το έτος 2017 (Δώρο Πάσχα 2017 ποσού 1.499,84 ευρώ και Δώρο Χριστουγέννων 2017, ποσού 2.999,69 ευρώ) υπέκυψαν στην προβλεπομένη από τις διατάξεις των άρθρων 289, 291 Κ.Ι.Ν.Δ, ενιαύσια παραγραφή, η οποία άρχισε την 1-1-2018 και συμπληρώθηκε την 31-12-2018, ενώ η ένδικη αγωγή κατά της δεύτερης εναγομένης ασκήθηκε μετά την παρέλευση της παραγραφής αυτής και συγκεκριμένα την 15-4-2019, όπως βάσιμα υποστηρίζει η δεύτερη εναγόμενη με τον ένατο λόγο της έφεσής της.

Μετά ταύτα, η μη παραγραμμένη αξίωση του ενάγοντος κατά της δεύτερης εναγομένης, για την οποία η τελευταία, κατά τα προαναφερθέντα, ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την πρώτη εναγόμενη έως την αξία του άνω πλοίου της, ανέρχεται σε  (1.418,14-951,56) 466,58 ευρώ για δώρο Πάσχα 2018 και (800,95 – 741,65) 59,30 ευρώ για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2018, ήτοι συνολικά στο ποσό των 525,88 ευρώ, η δε πρώτη εναγόμενη, κατά τα προαναφερθέντα, οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα για δώρα εορτών 2017 και 2018 υπόλοιπο ποσό (874,94 – 525,88) 349,06 ευρώ,  τα δε άνω ποσά με τον αιτούμενο από τον ενάγοντα νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση {εξαιρουμένου του χρονικού διαστήματος της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13-3-2020 έως 31-5-2020) κατά το οποίο δεν τρέχουν τόκοι επιδικίας κατ’ άρθρο 74 παρ. 15 Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α’ 104/30-5-2020) «Κύρωση Π.Ν.Π. σχ. με κορωνοϊό / Επαναλειτουργία δικαστηρίων», όπως βάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενες με σχετικό σκέλος του ενδέκατου λόγου της έφεσής τους} και όχι με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, όπως ζητούν επικουρικά οι εναγόμενες με σχετικό σκέλος του ιδίου λόγου της έφεσής τους, ενόψει του ότι, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αποδείχθηκαν, δεν υπήρξαν περιστάσεις τέτοιες που να δικαιολογούν, κατά τη δυνητική ευχέρεια του Δικαστηρίου τούτου, την εφαρμογή του επικαλούμενου απ’ αυτές άρθρου 346 εδάφ. δ’ και ε’ Α.Κ. Να σημειωθεί εδώ ότι για τα επιδικαζόμενα χρηματικά ποσά για επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ο ενάγων δεν αιτείται την καταβολή τόκων υπερημερίας από τη δήλη ημέρα καταβολής τους (Ολ.Α.Π. 40/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και ότι, παρά τον περιορισμό σε αναγνωριστικό του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματος για τα κονδύλια αυτά, εξακολουθούν να οφείλονται γι’ αυτά τόκοι επιδικίας (Α.Ε.Δ. 7/2011, Α.Π. 19/2020, Α.Π. 1287/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Κατόπιν όλων αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει, αφού συνεκδικαστούν οι Α και Β εφέσεις αντιμωλία των διαδίκων, να γίνουν αυτές δεκτές τυπικά και εν μέρει και κατ’ ουσία (η Α ως προς τον πρώτο λόγο της και η Β ως προς τους πρώτο, έκτο, ένατο και ενδέκατο λόγους της), να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαιά της, για την ενότητα της εκτέλεσης (Εφ.Πατρ. 21/2019, Εφ.Θεσ. 174/2018, Εφ.Πειρ. 16/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. Ε’, σ. 430-431, παρ. 1143), ώστε η απόφαση να έχει ενιαίο διατακτικό (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Πειρ. 155/2019, Εφ.Πατρ. 279/2018, Εφ.Δωδ. 309/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Ακολούθως, αφού απορριφθεί ότι κρίθηκε ως απορριπτέο στο σκεπτικό, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η από 11-4-2019 και με ΓΑΚ 3498 και ΕΑΚ 1724/11-4-2019 αγωγή  [η οποία αρμόδια (άρθρα 16, 25 παρ. 2, 33 Κ.Πολ.Δ, 51 παρ. 2 και 3Α Ν. 2172/1993) και παραδεκτά εισήχθη στο Δικαστήριο τούτο κατά τη διαδικασία των άρθρων 614 αριθ. 3, 621 επ. Κ.Πολ.Δ, όπως αντικ. με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23-7-2015) σε συνδ. με άρθρο 82 Κ.Ι.Ν.Δ. και είναι νόμιμη κατά τις διατάξεις που αναφέρονται στις προαναφερθείσες νομικές σκέψεις, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 341, 345, 346, 479, 481επ, 648, 653, 655 Α.Κ, 68, 70, 176 Κ.Πολ.Δ, 1, 2, 53, 54, 55, 60 εδάφ/ α’, 84 παρ. 1 Κ.Ι.Ν.Δ, άρθρου μόνου της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7-1-1982 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς (Φ.Ε.Κ. Β’1/1981) και αυτές των Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατικών Πλοίων που εκτέθηκαν ανωτέρω] και να αναγνωριστεί 1) ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται, η δεύτερη ευθυνόμενη δια του πλοίου της «ΝΚ» και μέχρι την αξία του, να καταβάλουν στον ενάγοντα, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστη, το χρηματικό ποσό των 525,88 ευρώ και 2) ότι η πρώτη εναγόμενη υποχρεούται περαιτέρω να καταβάλει στον ενάγοντα υπόλοιπο ποσό 349,06 ευρώ, τα δε άνω ποσά με το τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, εξαιρουμένου του χρονικού διαστήματος της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας από 13-3-2020 έως 31-5-2020, κατ’ άρθρο 74 παρ. 15 Ν. 4690/2020. Τέλος, οι εναγόμενες, λόγω της ήττας τους και ανάλογα με την έκταση αυτής, πρέπει να καταδικαστούν σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατ’ αποδοχή του βάσιμου σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και άρθρα 63 παρ. 1α’, 68 παρ. 1, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις Α και Β εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικά και εν μέρει και κατ’ ουσία.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 519/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί τοις ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 11-4-2019 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./11-4-2019 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Αναγνωρίζει  1) ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστη, η δεύτερη εξ αυτών ευθυνόμενη έως την αξία του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου της «ΝΚ», να καταβάλουν στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των πεντακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών (525,88) και 2) ότι η πρώτη εναγόμενη υποχρεούται περαιτέρω να καταβάλει στον ενάγοντα υπόλοιπο ποσό τριακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και έξι λεπτών (349,06), τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, εξαιρουμένου του χρονικού διαστήματος της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας από 13-3-2020 έως 31-5-2020.

Καταδικάζει τις εναγόμενες στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 13 Αυγούστου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

            Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ