Μενού Κλείσιμο

Αριθμός 388/2021

 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   388/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……………ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας …………..την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Παρασκευάς Ζουρντός, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….. ο οποίος στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αναστασία Στάικου.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………./27.12.2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 3513/2019 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 16.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../16.12.2019 έφεσή της, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αρχικώς μεν η 7η.5.2020 και στη συνέχεια, κατόπιν ματαιώσεως της συζητήσεώς της κατ’ αυτήν, συνεπεία της εφαρμογής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της Χώρας (από 13.3.2020 έως 31.5.2020) εξαιτίας του ιού COVID – 19, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η οποία ορίστηκε αυτεπαγγέλτως, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 74 § 2 του Ν. 4690/2020, δυνάμει της με αριθμό 52/12.6.2020 Πράξεως της Εφέτη Πειραιώς που ορίστηκε προς τούτο από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από τον Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Με την ένδικη από 16.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./16.12.2019 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../17.12.2019 έφεση, η οποία δεν εκφωνήθηκε κατά την αρχικώς για τη συζήτησή της ορισθείσα δικάσιμο της 7ης.5.2020, εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID – 19 και για το λόγο αυτό νομίμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 § 2 του Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30.5.2020), η συζήτησή της επαναπροσδιορίσθηκε αυτεπαγγέλτως για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο με την υπ’ αριθμ. 52/12.6.2020 Πράξη της Εφέτη Πειραιώς που ορίστηκε προς τούτο από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, πλήττεται η υπ’ αριθμ. 3513/22.10.2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η από 20.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../27.12.2018 αγωγή του εφεσίβλητου κατά της εκκαλούσας. Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα, σύμφωνα με τις διατυπώσεις του άρθρου 495 § 1 ΚΠολΔ, με κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 16.12.2019 και εμπρόθεσμα, κατά το άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ, πριν από την εκ μέρους της εκκαλούσας επίδοση της εκκαλουμένης στον αντίδικό της, που επακολούθησε στις 19.12.2019 (βλ. την από την επιδούσα, που την επικαλείται, προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. ………/2019 επιδοτήρια έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………….), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Να σημειωθεί και ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το ανωτέρω νομοθέτημα, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Επομένως, πρέπει η κρινόμενη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω ειδική  διαδικασία.

ΙΙ. Με την αγωγή του, όπως αυτή συμπληρώθηκε και διορθώθηκε με τις προτάσεις του, ο ενάγων ……………… ισχυρίστηκε ότι με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε στον Πειραιά με την εναγόμενη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – 0/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου BS1, ολικής χωρητικότητας είκοσι εννέα χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα οκτώ κόρων (29.858 κ.ο.χ.), ναυτολογήθηκε σ’ αυτό με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου, την πρώτη φορά αντί κλειστού μισθού, υπολειπόμενου των νομίμων αποδοχών και, την τελευταία, αντί των προβλεπόμενων από την τότε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, παρείχε δε τις υπηρεσίες του στο ίδιο πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια, μεταξύ των οποίων και δρομολόγια εξπρές, εργαζόμενος ημερησίως επί δεκαπέντε [15] ώρες κατά τις διαδοχικές ναυτολογήσεις του εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος από 20.4.2017 έως 3.9.2017, οπότε και λύθηκε η τελευταία σύμβασή του με την εναγόμενη λόγω βλάβης της υγείας του οφειλόμενης στις αντίξοες και ανθυγιεινές συνθήκες τις εργασίας του, για την οποία επιφυλάχθηκε να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του στο μέλλον. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των δεδουλευμένων αποδοχών του για το χρονικό διάστημα από 18.2.2018 έως 3.9.2018, των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2017 και 2018, τα οποία δικαιούται ούτε τη νόμιμη αποζημίωση διανυκτέρευσης ούτε πλήρη την πρόσθετη αμοιβή του για την εκτέλεση των δρομολογίων εξπρές αλλά και για τους πλόες άγονης γραμμής, που υποστήριξε ότι εκτέλεσε το πλοίο κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα, ζητούσε ο ενάγων, με την επίκληση κυρίως μεν των εργασιακών του συμβάσεων και επικουρικώς των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων του ΑΚ και όπως το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά του παραδεκτώς περιορίστηκε πρωτοδίκως σε εν μέρει αναγνωριστικό, α] να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα εννέα ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (19.999,52 €) για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, αποζημίωσης διανυκτερεύσεων, αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα, τις αργίες και τις Κυριακές του συνολικού διαστήματος της απασχόλησής του και κατά τις καθημερινές ημέρες του έτους 2018, επιδόματος δρομολογίων άγονης γραμμής και για μέρος της διαφοράς του επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2017, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και β] να αναγνωριστεί η υποχρέωση της ιδίας στην καταβολή του συνολικού χρηματικού ποσού των είκοσι τριών χιλιάδων οκτακοσίων δεκαεννέα ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (23.819,28 €) για διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων των ετών 2017 (κατά το υπόλοιπο μέρος τους) και 2018 και Πάσχα του έτους 2018, πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές και αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές ημέρες του έτους 2017, με το νόμιμο τόκο από το ίδιο ως άνω αφετήριο χρονικό σημείο. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, κατά τη συμβατική όμως μόνον βάση της και, ακολούθως, με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος ανερχόταν σε ένδεκα [11] και δώδεκα [12] ώρες, ανάλογα με το εκάστοτε δρομολόγιο του πλοίου, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και, συγκεκριμένα, αφενός, υποχρεώθηκε η εναγόμενη, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή για μέρος του καταψηφιστικά επιδικασθέντος ποσού, στην καταβολή δώδεκα χιλιάδων διακοσίων πενήντα έξι ευρώ και εξήντα τριών λεπτών (12.256,63 €), ως υπόλοιπο αμοιβής για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, επιδόματος για την εκτέλεση δρομολογίων άγονης γραμμής, δώρου  Χριστουγέννων του έτους 2017, καθώς και ως αποζημίωσή του για τις διανυκτερεύσεις που δικαιούτο αλλά δεν του χορηγήθηκαν και, αφετέρου, αναγνωρίστηκε η υποχρέωσή της στην προς τον ενάγοντα καταβολή τριών χιλιάδων τριακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (3.358,62 €), ως υπόλοιπο εορταστικών επιδομάτων και πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές, με το νόμιμο τόκο γι’ αμφότερα τα κονδύλια από την επόμενη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, ενώ τόσο η αξίωση επί της διαφοράς των καταβληθεισών από τις δεδουλευμένες αποδοχές του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα από 18.2.2018 έως 3.9.2018 όσο και η ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής απορρίφθηκαν ως αβάσιμες, η μεν πρώτη κατ’ ουσίαν, η δε δεύτερη κατά το νόμο. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεσή της η εκκαλούσα και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την κατά παραδοχή της εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη της αγωγής, υποβάλλει δε και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων ευρώ (6.000 €) που η εκκαλουμένη του επιδίκασε προσωρινά.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 424 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο § 3 του Ν. 4335/2015, δε λαμβάνονται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης για την οποία δόθηκαν ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων οι ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 421 – 423 του ιδίου Κώδικα, που προστέθηκαν και αυτές με το Ν. 4335/2015, όταν δηλαδή οι βεβαιώσεις δεν δόθηκαν ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή διαμονής του μάρτυρα ή μετά από κλήση του αντιδίκου εκείνου που επεδίωξε τη λήψη τους πριν από δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες ή όταν στην κλήση αυτή δεν αναφέρθηκαν η αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορούσε η βεβαίωση, ο τόπος, η ημερομηνία και η ώρα που θα διδόταν, καθώς και το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και η διεύθυνση κατοικίας του μάρτυρα. Μάλιστα, η απαγγελία του κατ’ άρθρο 424 απαραδέκτου χωρεί αυτεπαγγέλτως και ανεξαρτήτως συνδρομής του στοιχείου της βλάβης (ΑΠ 667/2020, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, Π. Γιαννόπουλος – Χ. Τριανταφυλλίδης, Οι τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015 στον ΚΠολΔ στο πεδίο του Δικαίου της αποδείξεως, σε Δνη 2016/655 επομ. [684]). Ενόψει της αυστηρής κύρωσης που απειλείται για την περίπτωση παρατυπιών κατά τη λήψη ενόρκων βεβαιώσεων γίνεται ορθώς δεκτό ότι το έννομο αποτέλεσμα του απαραδέκτου παράγεται μόνον όταν οι νόμιμοι όροι και προϋποθέσεις, που παραβιάστηκαν, ανάγονται στο υποστατό του αποδεικτικού μέσου, όπως συμβαίνει όταν ο βεβαιών δεν είναι τρίτος έναντι των διαδίκων, όταν δεν κλητεύεται καθόλου ή κλητεύεται εκπρόθεσμα ο αντίδικος του επισπεύδοντος την ένορκη βεβαίωση ή όταν αυτή δίδεται ενώπιον τοπικά αναρμοδίου οργάνου και όχι όταν αφορούν σε άλλα στοιχεία (Γ. Λαζαρίδης, σε Π. Κατσιρούμπα [επιμ.] Η απόδειξη στην Πολιτική Δίκη, 2019, σελ. 613). Εξάλλου, κατά το άρθρο 422 § 2 ΚΠολΔ οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να παρίστανται κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης είτε αυτοπροσώπως είτε δια πληρεξουσίου δικηγόρου και κατά το άρθρο 423 § 2 του ιδίου Κώδικα τη δυνατότητα να ζητούν την καταχώρηση στο προοίμιό της ενστάσεων και αιτήσεων εξαίρεσης εκείνου που δίνει τη βεβαίωση (Κ. Ρήγας, Ζητήματα του δικαίου της απόδειξης κατά τον ΚΠολΔ [μετά τον ν. 4335/2015], σε ΕΠολΔ 2017/234 επομ. [241]). Πάντως, από την παράλειψη καταχώρησης της ένστασης ή της ως άνω αίτησης του αντιδίκου του επισπεύδοντος είτε επειδή αυτός δεν παραστάθηκε κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης είτε επειδή παρασταθείς δεν την πρότεινε, δεν επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμά του να προβάλει το μη προταθέντα ισχυρισμό του για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου που θα δικάσει την υπόθεση, αφού ρητώς στο νόμο ορίζεται ότι κάθε αιτίαση κρίνεται από το δικαστήριο (άρθρο 423 § 2 ΚΠολΔ), με αποτέλεσμα ο διάδικος να δύναται να αποκρούσει επιτρεπτώς την ένορκη βεβαίωση (που προσκόμισε ο αντίδικός του) με την προσθήκη στις προτάσεις του αμέσως μετά την προσκομιδή της στον πρώτο βαθμό. Εφόσον, επομένως, ουδέν δικονομικό δικαίωμα στερείται ο αντίδικος του διαδίκου που επισπεύδει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης από τη μη προβολή ενώπιον του οργάνου που τη λαμβάνει της αιτήσεως εξαιρέσεως του εξεταζόμενου μάρτυρα δε μπορεί να γίνει λόγος για απαράδεκτο της ένορκης βεβαίωσης για μόνο το λόγο ότι ο προτιθέμενος να προτείνει την εξαίρεση εμποδίστηκε για οποιαδήποτε αιτία να παρασταθεί κατά τη λήψη της (Κ. Μακρίδου/Χ. Απαλαγάκη/Γ. Διαμαντόπουλος, Πολιτική Δικονομία, 2018, σελ. 62).

Επομένως, ο πρώτος λόγος της έφεσης κατά το σκέλος του με το οποίο η εκκαλούσα επικαλείται τη διάταξη του άρθρου 424 ΚΠολΔ και παραπονείται επειδή η εκκαλουμένη για το σχηματισμό της κρίσης της έλαβε υπόψη τη με αριθμό ……./3.4.2019 ένορκη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………………. βεβαίωση του ……………., που με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο ίδιο πλοίο κατ’ αμφότερα τα κρίσιμα έτη (2017 και 2018), η οποία δόθηκε μετά από την από 28.3.2019 κλήση της, μολονότι η κλήση αυτή ήταν άκυρη επειδή δεν διευκρίνιζε ποιος από τους τρεις [3] συνολικά γνωστοποιηθέντες μάρτυρες επρόκειτο να εξεταστεί ενώπιον της ως άνω Συμβολαιογράφου στις 3.4.2019 και ώρες 17:00 και 18:00, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς στις 3.4.2019 και ώρα 12:00 και στις 4.4.2019 και ώρα 08:50 και ενώπιον της Συμβολαιογράφου Χίου …………. στις 3.4.2019 και ώρες 13:30 και 14:00, με αποτέλεσμα να στερηθεί η εκκαλούσα του δικαιώματος της να προτείνει τυχόν ενστάσεις της σύμφωνα με το άρθρο 423 ΚΠολΔ και να υποστεί έτσι δικονομική βλάβη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού η ένσταση εξαιρέσεως του μάρτυρα που τελικά εξετάστηκε προβλήθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι ούτε από τις διατάξεις των άρθρων 110 § 2, 111 § 1, 112, 115 § 1, 118 αρ. 4 του ΚΠολΔ, ούτε από κάποια άλλη και ιδίως αυτή του άρθρου 116 του ιδίου Κώδικα, που καθιερώνει την αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης ή εκείνη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, καθίσταται άκυρη κατ’ εφαρμογή του άρθρου 159 ΚΠολΔ η κλήση προς παράσταση για ένορκη βεβαίωση την ίδια ημέρα σε διαφορετικές ώρες και τόπους, αφού ο αντίδικος εκείνου, με επιμέλεια του οποίου επισπεύδεται η λήψη της ένορκης βεβαίωσης, μπορεί να ορίσει πληρεξουσίους δικηγόρους για τις αντίστοιχες παραστάσεις (ΑΠ 771/2010, ΧρΙΔ 2011/111 = ΔΕΕ 2011/1070, ΑΠ 36/2006, ΤριμΕφΠατρ. 71/2016, ΜονΕφΠειρ. 366/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

IV. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταποδείξεως ………, θαλαμηπόλου στο πλοίου BS1, στο οποίο απασχολήθηκε μαζί με τον ενάγοντα καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, η οποία περιέχεται στα υπ’ αμφοτέρων των διαδίκων επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της με αριθμό …./9.4.2019 ένορκης ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………. βεβαιώσεως του ……………., που ως αρχιθαλαμηπόλος συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο ίδιο πλοίο κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2017 και 2018, η οποία ελήφθη με την επιμέλεια της εναγομένης και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλητεύσεως του αντιδίκου της, με δήλωση του πληρεξουσίου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της ως αγωγής (ως προς το ότι στις ειδικές διαδικασίες διατηρείται και μετά την ισχύ του Ν. 4335/2015 η και προηγουμένως υφιστάμενη δυνατότητα του διαδίκου να κλητεύσει τον αντίδικό του για τη λήψη ένορκης βεβαίωσης μετά την παρέλευση τουλάχιστον δύο εργασίμων ημερών με δήλωση του δικηγόρου του στο ακροατήριο που καταγράφεται στα πρακτικά βλ. ΜονΕφΑιγ. 35/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και Γ. Λαζαρίδη, ο.π., σελ. 575, σημ. 88), της ένορκης ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …………. βεβαιώσεως του ………., περί της οποίας έγινε ήδη λόγος, οι οποίες όλες (κατάθεση και βεβαιώσεις) εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι ο ……….. τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης, επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ. 3879/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266), καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν όλες στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντος ………., που γεννήθηκε στην Ξάνθη στις 18.12.1979, απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό ………….. ναυτικού φυλλαδίου και των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου BS1, νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιώς με αύξοντα αριθμό εγγραφής ……………, ολικής χωρητικότητας είκοσι εννέα χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα οκτώ [29.858] κόρων, υπό το διεθνές διακριτικό σήμα SWET και αριθμό ΙΜΟ ……………, ο απασχολούμενος σ’ αυτό με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου ήδη από το έτος 2009 ενάγων ναυτολογήθηκε εκ νέου με την αυτή ειδικότητα. Η πρώτη των ενδίκων σύμβαση καταρτίστηκε στις 20.4.2017 και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο μέχρι την 13η.8.2017, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα του Πειραιώς λόγω ασθενείας του. Επαναπροσλήφθηκε δε στις 17.8.2017 και απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο και με την ίδια ειδικότητα έως την 4η.1.2018, οπότε και απολύθηκε με αμοιβαία συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Ακολούθησε στις 18.2.2018 η τελευταία ναυτολόγηση του ενάγοντος στον ίδιο λιμένα, στο ίδιο πλοίο και με την αυτή ειδικότητα, που διήρκεσε έως την 3η.9.2018, οπότε ο ενάγων αποναυτολογήθηκε επειδή ασθένησε, καταστάς έκτοτε ανίκανος για τη συνέχιση της άσκησης του ναυτικού επαγγέλματος (βλ. την υπ’ αριθμ. πρωτοκόλλου 2241.11-1/746/7.1.2019 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής), ως πάσχων από στεφανιαία νόσο επί εδάφους παλαιού εμφράγματος του μυοκαρδίου (βλ. τη με αριθμό 7.961/27.11.2018 γνωμάτευση της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής του Πολεμικού Ναυτικού). Για δύο [2] από τις ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας και, συγκεκριμένα, για τις από 20.4.2017 και από 18.2.2018 τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τις συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες, αντίγραφα των οποίων προσκομίζονται εκατέρωθεν, προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο συνολικό [μικτό] χρηματικό ποσό, με τη μεν πρώτη, των δύο χιλιάδων ογδόντα ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (2.080,74 €) και, με τη δεύτερη, των δύο χιλιάδων εκατόν δέκα ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (2.110,92 €). Στις ίδιες συμβάσεις περιελήφθησαν όροι κατά τους οποίους «ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο», «…στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα άδειας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας» και «Εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών επιβατηγών Πλοίων». Κατά το χρονικό διάστημα (20.4.2017 έως 3.9.2018) που είναι επίδικο, αφού ο ενάγων δεν προβάλει απαιτήσεις από την εργασία του γεννηθείσες προγενεστέρως, ίσχυσε αποκλειστικώς η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017, που κυρώθηκε μεν στις 27.10.2017 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/77056/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017) και έτσι κατέστη εφεξής και μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειάς της γενικά υποχρεωτική, οι φορείς όμως της συλλογικής αυτονομίας που την συνομολόγησαν περιέλαβαν σ’ αυτήν ρήτρα (την ακροτελεύτια) περί αναδρομικής από 1.1.2017 ισχύος της, με αποτέλεσμα οι ρυθμίσεις της ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών να καταλαμβάνουν και τους διαδίκους, κανονιστικώς μεν οπωσδήποτε μετά την κύρωσή της αλλά ενοχικώς και πριν από αυτήν, δεδομένου ότι αμφότεροι ήταν κατά το έτος 2017 μέλη των συλλογικών οργανώσεων που συνυπέγραψαν τη συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και, ειδικότερα, ο μεν ενάγων μέλος της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας (ΠΝΟ), όπως πιστοποιείται από το γεγονός της παρακρατήσεως από τις μηνιαίες αποδοχές του εισφοράς υπέρ αυτής, η δε εναγόμενη μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ), όπως και η ίδια δεν αμφισβητεί. Και τούτο διότι κατά την ορθότερη άποψη, ratione personae, η ΣΣΝΕ ισχύει και πριν την υπουργική κύρωσή της και δεσμεύει από την υπογραφή της αναδρομικά τις οργανώσεις που συμβλήθηκαν για τη σύναψή της και τα μέλη τους, ενώ οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι, που είναι τρίτοι ως προς τα συμβληθέντα μέρη, δεσμεύονται μόνο μετά από αυτήν και τη νόμιμη δημοσίευση της κυρωτικής υπουργικής απόφασης, οπότε η ισχύς της επεκτείνεται μεν και πέραν των οργανώσεων που συμβλήθηκαν αλλά μόνο για το μέλλον (ΑΠ 1905/1987, ΕΕΔ 1989/275 = Δνη 1988/1387 = ΕΕΝ 1989/49 = ΕΝαυτΔ 1989/181, ΑΠ 1263/1987, ΕΕΝ 1988/669 = ΕΕΔ 1988/1126, ΑΠ 1267/1987, ΕΕΝ 1988/673 = ΕΕΔ 1988/1128, ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πάντως, η αναδρομική ισχύς που εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ κατά τη σύναψή τους καταλαμβάνει μόνον όσες ατομικές συμβάσεις καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι τότε (ΜονΕφΠειρ. 371/2016, 376/2016, 719/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1132/2005, ΕΝαυτΔ 2005/425, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Για το λόγο αυτό την από 18.2.2018 ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας ουδέποτε κατέλαβαν οι ρυθμίσεις της επόμενης ΣΣΝΕ (του έτους 2018), που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/80350/2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 5084/14.11.2018) και έτσι κατέστη γενικά υποχρεωτική, αφού κατά την υπογραφή της εν λόγω ΣΣΝΕ (31.10.2018) η εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος είχε, όπως δεν αμφισβητείται, λυθεί. Επομένως, ενόψει του ότι στην τελευταία από τις επίδικες σύμβαση ναυτολόγησης έγινε ρητή παραπομπή στην «εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας», η αμοιβή του ενάγοντος κατά το χρονικό διάστημα από 18.2.2018 έως και 3.9.2018 προσδιορίστηκε από τους όρους της τελευταίας εν ισχύ ΣΣΝΕ (της από 27.10.2017), που δια της ως άνω παραπομπής κατέστησαν συμβατικοί όροι της. Τούτο δε καθόσον, με δεδομένο ότι στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990 για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της [χερσαίας] συλλογικής σύμβασης που έληξε (ΑΠ 1107/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αν ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συναφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της τελευταίας σχετικής ΣΣΝΕ και ταυτόχρονα συμφωνηθεί να καταστούν περιεχόμενό της οι όροι της «εκάστοτε» ΣΣΝΕ, το εργασιακό καθεστώς διέπεται πλέον, αν η συμβατική παραπομπή δε γίνει σε άλλη συγκεκριμένη ΣΣΝΕ, από την, ελλείψει νεότερης, τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ εωσότου συναφθεί νέα ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 205/2019, αδημ.), που θα καταλάβει την ατομική σύμβαση, εφόσον βέβαια η τελευταία κατά την υπογραφή της συλλογικής σύμβασης με αναδρομική ισχύ δεν έχει λήξει ή λυθεί. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που θεώρησε ότι οι επίδικες αξιώσεις για την τελευταία περίοδο της ναυτολογήσεως του ενάγοντος απέρρεαν από τη ΣΣΝΕ του έτους 2018 και του επιδίκασε μέρος αυτών με βάση τις αυξημένες κατά ποσοστό 2% έναντι του προηγουμένου έτους αποδοχές της (άρθρο 1 §§ 1, 2 αυτής), έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και το σφάλμα του αυτό ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης της εναγομένης. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ του έτους 2017 (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017), οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ της ιδίας ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Κατά την ίδια ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 § 2) ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του επίκουρου (θαλαμηπόλου) ορίστηκε σε εννιακόσια είκοσι οκτώ ευρώ και τριάντα έξι λεπτά (928,36 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια τέσσερα ευρώ και είκοσι τέσσερα λεπτά (204,24 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 € Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τριακόσια πενήντα τρία ευρώ και σαράντα πέντε λεπτά {[(928,36 € + 204,24 € : 22) + 19,21 €] Χ 5 ημέρες = 353,45 €}, το δε ωρομίσθιο του επίκουρου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των πέντε ευρώ και τριάντα επτά λεπτά (5,37 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε έξι ευρώ και εβδομήντα ένα λεπτά (6,71 €) και σε οκτώ ευρώ και έξι λεπτά (8,06 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος κατά τις ναυτολογήσεις του το έτος 2017 ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες ενενήντα επτά ευρώ και πενήντα επτά λεπτά (2.097,57 €), δηλαδή σε χρηματικό ποσό που υπολειπόταν του συμβατικού κλειστού μισθού του (2.080,74 €). Περαιτέρω, κατά την ένδικη χρονική περίοδο στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BS1 στην υπηρεσία ενδιαιτημάτων απασχολούταν προσωπικό που, όπως δεν αμφισβητείται, αριθμούσε είκοσι [20] θαλαμηπόλους, δεκατέσσερις [14] επίκουρους θαλαμηπόλους και έναν [1] αρχιθαλαμηπόλο, των οποίων προΐστατο ο μοναδικός προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος. Κατά τη θερινή περίοδο (1.4 έως και 30.9), λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης, προστίθεντο δύο [2] ακόμη θαλαμηπόλοι, ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο (1.10 έως και 31.3) η ανωτέρω οργανική σύνθεση μειωνόταν κατά το 1/3, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 6 § 6 του ΠΔ 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων (ΦΕΚ Α 64/13.3.1974). Τα καθήκοντα των επίκουρων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960), κατά το άρθρο 120 του οποίου οι επίκουροι βοηθούν τους θαλαμηπόλους στα ειδικά καθήκοντά τους ασχολούμενοι ειδικότερα, μεταξύ άλλων, με την παραλαβή και μεταφορά των αποσκευών των επιβατών κατά την επιβίβαση και της αποβίβασή τους και με την εκτέλεση κάθε ανατιθέμενης σ’ αυτούς από τον αρχιθαλαμηπόλο βοηθητικής εργασίας της ειδικότητας των θαλαμηπόλων, οι οποίοι, κατά τις διατάξεις των άρθρων 116 και 118 του ιδίου νομοθετήματος, διακρίνονται ανάλογα με την εκτελούμενη από αυτούς ειδική υπηρεσία σε θαλαμηπόλους ενδιαιτημάτων, εστιατορίων και κυλικείων, τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσεως στην οποία ανήκουν και τον βοηθούν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 117, στα ειδικότερα καθήκοντά τους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας, της καλής συντηρήσεως και της ευπρέπειας των ανατιθεμένων σε αυτούς ενδιαιτημάτων των θέσεων, η καταβολή ιδιαίτερης μέριμνας προς εξυπηρέτηση των επιβατών και η εκτέλεση φυλακών αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελούμενου δρομολογίου. Εξάλλου, κατά την διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος το πλοίο BS1 διενεργούσε πολύωρους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες σε διάφορα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, τα οποία επεκτείνονταν και κατά τις νυκτερινές ώρες, είχαν δε αφετηρία τον λιμένα του Πειραιώς και προορισμό τις Νήσους Μυτιλήνη και Ρόδο δια μέσου περισσότερων λιμένων, με επιστροφή, μέσω των ιδίων λιμένων, στον Πειραιά. Συγκεκριμένα, τα δρομολόγια του πλοίου είχαν ως εξής: Α] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 20.4.2017 έως 11.6.2017, από 6.9.2017 έως 4.1.2018 και από 18.2.2018 έως 28.2.2018 το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Χίος – Μυτιλήνη, αναχωρώντας κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή από τον Πειραιά στις 20:00, για να καταπλεύσει διαδοχικά στη Χίο και στη Μυτιλήνη στις 05:00 και στις 07:55 το πρωινό της επόμενης ημέρας αντίστοιχα, δηλαδή μετά από ταξίδι δώδεκα [12] περίπου ωρών έχοντας παραμείνει στον ενδιάμεσο λιμένα επί ημίωρο. Στο δρομολόγιο της Πέμπτης το πλοίο προσέγγιζε και τους λιμένες των Ψαρών και των Οινουσσών, όπου κατέπλεε στις 02:00 και στις 04:05 της επομένης ημέρας (Παρασκευής) αντίστοιχα και απέπλεε μετά από είκοσι λεπτά της ώρας. Από τη Μυτιλήνη αναχωρούσε στις 20:00 το βράδυ εκάστης Δευτέρας, Τετάρτης και Παρασκευής και κατέπλεε στον Πειραιά στις 07:55 της Τρίτης και στις 06:55 τα πρωινά της Πέμπτης και του Σαββάτου, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών στο λιμένα της Χίου στις 23:10 και, κατά το δρομολόγιο της Δευτέρας, και σ’ εκείνους στα Ψαρά και στις Οινούσσες, όπου κατέπλεε στις 23:59 της Δευτέρας και στις 02:05 της Τρίτης. Στους ενδιάμεσους λιμένες το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα, όπως και κατά τους πλόες από τον Πειραιά. Στο δρομολόγιο της Κυριακής 8.10.2017 από τον Πειραιά το πλοίο προσέγγισε ενδιαμέσως και το λιμένα της Μυκόνου, όπου αφίχθη στις 00:05 της Δευτέρας και αναχώρησε μετά από δεκαπεντάλεπτη παραμονή. Σημειώνεται εδώ ότι δεν πραγματοποιήθηκαν τα δρομολόγια του πλοίου στις 16 και 18.5.2017 (από Πειραιά) και στις 17 και 19.5.2017 (από Μυτιλήνη), λόγω συμμετοχής, κατά τις ημερομηνίες αυτές του πληρώματός του σε απεργία που είχε προκηρύξει η Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία [ΠΝΟ], ούτε εκείνα στις 1, 2, 22, 25.12.2017 και 1.1.2018 (από Μυτιλήνη) και στις 24 και 31.12.2017 (από Πειραιά) λόγω απαγόρευσης του απόπλου του συνεπεία δυσμενών καιρικών συνθηκών, ενώ στις 22.4.2017, 13.5.2017 και 20.5.2017 το πλοίο εκτέλεσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Κως – Ρόδος με επιστροφή, αναχωρώντας από τον Πειραιά στις 12:00 εκάστης ημέρας και καταπλέοντας στις 20:30 και στις 00:00 της επομένης διαδοχικά στην Κω και στη Ρόδο, για να αποπλεύσει από εκεί στις 02:00 και να αφιχθεί στον Πειραιά στις 14:00 το μεσημέρι. Β] Κατά το χρονικό διάστημα από 1.3.2018 έως 16.5.2018 το πλοίο παρέμεινε δρομολογημένο στην ακτοπλοϊκή γραμμή Πειραιάς – Χίος Μυτιλήνη, εκτελώντας τους πλόες που ανωτέρω υπό στοιχ. Α περιγράφονται, με τη διαφορά ότι δεν υπήρχαν προσεγγίσεις στα Ψαρά και στις Οινούσσες. Το Σάββατο 31.3.2018 το πλοίο μετά την άφιξή του στον Πειραιά στις 06:55 αναχώρησε εκτάκτως εκ νέου στις 09:00 για τη Μυτιλήνη, όπου κατέπλευσε στις 18:00, έχοντας προηγουμένως ελλιμενιστεί στη Χίο (15:15 – 15:45) και την Κυριακή 1.4.2018 πραγματοποίησε το δρομολόγιο της επιστροφής, αναχωρώντας από τη Μυτιλήνη στις 09:00 το πρωί και καταπλέοντας στη Χίο στις 11:15 και στον Πειραιά στις 18:00, για να ακολουθήσει το τακτικό δρομολόγιο του απογεύματος της Κυριακής. Εξάλλου, κατά τα Σάββατα 3.3, 10.3, 24.3 και 5.5.2018, το πλοίο μετά την άφιξή του στον Πειραιά στις 06:55 πραγματοποίησε δρομολόγια προς Κω και Ρόδο με επιστροφή και, συγκεκριμένα, απέπλευσε από την αφετηρία του στις 09:00 για να καταπλεύσει στις 17:45 στην Κω, όπου παρέμεινε επί ημίωρο και στη Ρόδο στις 21:15, για να αναχωρήσει από εκεί αμέσως στις 23:00 και, δια μέσου της Κω (άφιξη στις 02:00 και αναχώρηση στις 02:30 της επομένης) να καταπλεύσει στον Πειραιά στις 12:30 της Κυριακής, ενώ το ίδιο δρομολόγιο πραγματοποιήθηκε και το Σάββατο 21.4.2018, με τη διαφορά ότι το πλοίο κατέπλευσε στην Κω στις 18:30 και στη Ρόδο στις 21:45 και στο δρομολόγιο της επιστροφής που εκκίνησε στις 23:59 από τη Ρόδο το πλοίο δεν προσέγγισε στο λιμένα της Κω αλλά κατέπλευσε απευθείας στον Πειραιά στις 12:00 της Κυριακής. Προσθέτως, το Σάββατο 17.3.2018 εκτελέστηκε δρομολόγιο από τον Πειραιά (αναχώρηση στις 09:00) προς Πάτμο (άφιξη στις 16:05 και αναχώρηση στις 16:25), Λέρο (άφιξη στις 17:20 και αναχώρηση στις 17:40) και Κω (άφιξη στις 19:15), με επιστροφή απευθείας στον Πειραιά (αναχώρηση στις 20:15 και κατάπλους στις 05:15 το πρωί της Κυριακής). Επιπλέον, τη Μεγάλη Τρίτη 3.4.2018 το πλοίο κατά το δρομολόγιό του από Πειραιά (αναχώρηση στις 20:00) προς Μυτιλήνη προσέγγισε και στο λιμένα της Σύρου, όπου αφίχθη στις 23:40 και από όπου απέπλευσε στις 23:55, ενώ τη Μεγάλη Πέμπτη 5.4.2018 μετά την άφιξη του πλοίου στον Πειραιά στις 06:30 πραγματοποιήθηκε δρομολόγιο από εκεί (με αναχώρηση στις 08:00) προς Σύρο (άφιξη στις 11:35 και απόπλους στις 11:50) και Νάξο (άφιξη στις 13:15) με επιστροφή από εκεί απευθείας στην αφετηρία (αναχώρηση στις 13:45 και κατάπλους στις 18:20), για να ακολουθήσει το τακτικό δρομολόγιο από Πειραιά προς Μυτιλήνη στις 20:00 της ιδίας εκείνης ημέρας. Περαιτέρω, την Τρίτη του Πάσχα 10.4.2018 το πλοίο πραγματοποίησε δρομολόγιο από τον Πειραιά, από όπου αναχώρησε στις 09:00, προς Νάξο (άφιξη στις 13:30 και αναχώρηση στις 13:45), Πάρο (άφιξη στις 14:30 και αναχώρηση στις 14:45) και Σύρο (άφιξη στις 15:55) με επιστροφή από εκεί απευθείας στην αφετηρία (αναχώρηση στις 16:10 και κατάπλους στις 19:30), για να ακολουθήσει το τακτικό δρομολόγιο από Πειραιά προς Μυτιλήνη, για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αναχώρησε στις 21:00 αντί στις 20:00, ενώ παρόμοια καθυστέρηση απόπλου παρατηρήθηκε και στο δρομολόγιο της Τρίτης 1.5.2018 από Πειραιά προς Μυτιλήνη, κατά το οποίο η αναχώρηση έγινε στις 23:59 λόγω απεργίας της ΠΝΟ. Να σημειωθεί εδώ ότι δεν πραγματοποιήθηκαν τα δρομολόγια του πλοίου της Μεγάλης Παρασκευής 6.4.2018 από Μυτιλήνη και της Κυριακής του Πάσχα 8.4.2018 από Πειραιά ούτε τα δρομολόγια της 18.4.2018 από Μυτιλήνη και της 19.4.2018 από Πειραιά, λόγω συμμετοχής κατά τις ημερομηνίες αυτές του πληρώματός του σε απεργία που είχε προκηρύξει η ΠΝΟ. Γ] Κατά το χρονικό διάστημα από 12.6.2017 έως 5.9.2017 το πλοίο παρέμεινε κατά βάση δρομολογημένο στην ίδια ακτοπλοϊκή γραμμή, όμως πύκνωσαν οι πλόες του από και προς τη Μυτιλήνη, ενώ παρεμβλήθηκαν δρομολόγια και προς Σύρο – Μύκονο. Ειδικότερα, Γα] κατά το χρονικό διάστημα από 12.6.2017 έως και 21.6.2017 το πλοίο πραγματοποιούσε πέντε [5] αναχωρήσεις από Πειραιά (στις 21:00 εκάστης Τρίτης, Παρασκευής, Σαββάτου και Κυριακής και στις 20:00 της Πέμπτης) και ισάριθμες από Μυτιλήνη (στις 20:00 της Δευτέρας και της Τετάρτης και στις 08:45 το πρωί της Παρασκευής, του Σαββάτου και της Κυριακής), για να καταπλεύσει στη Χίο στις 05:00 της Τετάρτης και της Δευτέρας, στις 03:30 του Σαββάτου και της Κυριακής και στις 03:50 το πρωί της Παρασκευής και στη Μυτιλήνη στις 07:55 της Δευτέρας και της Τετάρτης, στις 06:30 του Σαββάτου και της Κυριακής και στις 06:40 της Παρασκευής, κατά το δρομολόγιο από Πειραιά και στη Χίο στις 23:10 της Δευτέρας και της Τετάρτης και στις 11:20 της Παρασκευής, του Σαββάτου και της Κυριακής και στον Πειραιά στις 05:30 της Τρίτης, στις 06:25 της Πέμπτης, στις 18:00 της Παρασκευής και του Σαββάτου και στις 19:10 της Κυριακής, κατά το δρομολόγιο της επιστροφής, προσεγγίζοντας επιπλέον τους λιμένες των Ψαρών και των Οινουσσών κατά μεν το δρομολόγιο από Πειραιά κάθε Παρασκευή (άφιξη στις 01:10 και στις 03:00 αντίστοιχα και απόπλους μετά από εικοσάλεπτο) και κατά το δρομολόγιο της επιστροφής κάθε Κυριακή (άφιξη στις 12:05 και στις 13:55 αντίστοιχα με ισόχρονη παραμονή σε καθένα) αλλά και τη Δευτέρα 12.6.2017, ενώ Γβ] κατά το χρονικό διάστημα από 22.6.2017 έως και 5.9.2017 κάθε Τρίτη το πλοίο μετά την άφιξή του στον Πειραιά στις 05:30 εκτελούσε κυκλικά δρομολόγια προς Σύρο – Μύκονο – Σύρο – Πειραιά και, συγκεκριμένα, απέπλεε από την αφετηρία του στις 07:30 για να καταπλεύσει διαδοχικά στις 11:00 στη Σύρο, όπου παρέμεινε επί εικοσάλεπτο, στις 12:10 στη Μύκονο, όπου παρέμενε επί εικοσιπέντε λεπτά, στις 14:35 πάλι στη Σύρο, από όπου αναχωρούσε στις 15:00 για να αφιχθεί στον Πειραιά στις 18:30, προκειμένου στη συνέχεια να πραγματοποιήσει το απογευματινό δρομολόγιο της Τρίτης προς Χίο και Μυτιλήνη. Τέλος, Γγ] κατά το χρονικό διάστημα από 19.7.2017 έως και 5.9.2017 κατά το δρομολόγιο της Παρασκευής από Πειραιά (αναχώρηση στις 21:00) το πλοίο προσέγγιζε και στο λιμένα της Μυκόνου, όπου αφικνείτο στις 01:00 και από όπου απέπλεε στις 01:30 με προορισμό τη Χίο και τη Μυτιλήνη. Να σημειωθεί εδώ, πρώτον, ότι κατά το δρομολόγιο της Τρίτης 1.8.2017 και 8.8.2017 από Πειραιά (αναχώρηση στις 21:00) το πλοίο προσέγγισε και το λιμένα της Νάξου, όπου αφίχθη στις 01:15 και από όπου αναχώρησε στις 01:30 με προορισμό τη Χίο και τη Μυτιλήνη, δεύτερον, ότι κατά τις Πέμπτες του χρονικού διαστήματος από 12.6.2017 έως και 5.9.2017 το πλοίο μετά την άφιξή του στον Πειραιά στις 06:25 δεν εκτελούσε παρεμβαλλόμενο δρομολόγιο μέχρι τις 21:00 της ιδίας ημέρας, οπότε αναχωρούσε για Ψαρά – Οινούσσες – Χίο – Μυτιλήνη και, τρίτον, ότι τούτο δε συνέβη κατά τις Πέμπτες του μηνός Αυγούστου του έτους 2017, κατά τις οποίες το πλοίο μετά την άφιξή του στον Πειραιά εκτελούσε δρομολόγια προς Πάρο και Νάξο. Συγκεκριμένα, στις 3.8.2017 και στις 10.8.2017 αναχώρησε στις 08:30 με προορισμό την  Πάρο, όπου αφίχθη στις 12:30 και από όπου απέπλευσε στις 12:45 και τη Νάξο, όπου αφίχθη στις 13:30 και από όπου απέπλευσε στις 13:45 για να καταπλεύσει στην αφετηρία του στις 18:00, ενώ στις 17, 24 και 31.8.2017 αναχώρησε από τον Πειραιά στις 08:30 με προορισμό τη Νάξο (άφιξη στις 13:15 και απόπλους στις 13:30 και την Πάρο (άφιξη στις 14:15 και αναχώρηση στις 14:45) με επιστροφή απευθείας στον Πειραιά στις 18:45. Δ] Κατά το χρονικό διάστημα από 17.5.2018 έως και 10.6.2018 το πλοίο BS1 απασχολήθηκε στην ακτοπλοϊκή γραμμή Πειραιάς – Ρόδος με επιστροφή, πραγματοποιώντας τα ακόλουθα δρομολόγια με ενδιάμεσες προσεγγίσεις στους λιμένες της Σύρου, της Πάτμου, της Λέρου της Καλύμνου και της Κω: Από τον Πειραιά αναχωρούσε στις 19:00 της Δευτέρας, της Τετάρτης, της Παρασκευής και του Σαββάτου και, αφού προσέγγιζε στους λιμένες της Σύρου στις 22:50, της Πάτμου στις 03:15, της Λέρου στις 04:35 και της Κω στις 06:35 κατέπλεε στη Ρόδο στις 10:10 της Τρίτης και της Πέμπτης, στις 10:20 του Σαββάτου και στις 08:30 της Κυριακής. Η διαφορά στην ώρα άφιξης στο λιμένα προορισμού (Ρόδος) οφείλεται στο γεγονός, πρώτον, ότι στο δρομολόγιο της Παρασκευής από Πειραιά το πλοίο μετά τη Λέρο προσέγγιζε και στο λιμένα της Καλύμνου, όπου κατέπλεε στις 05:45 του Σαββάτου, με αποτέλεσμα να καθυστερεί και η άφιξή του στην Κω (07:00) και, δεύτερον, ότι το δρομολόγιο του Σαββάτου από Πειραιά δεν περιελάμβανε προσεγγίσεις σε άλλους λιμένες πλην της Κω (άφιξη στις 05:00) και της Ρόδου (άφιξη στις 08:30). Από τη Ρόδο το πλοίο αναχωρούσε στις 17:00 εκάστης Τρίτης, Πέμπτης, Σαββάτου και Κυριακής για να προσεγγίσει τους ίδιους ενδιάμεσους λιμένες με αντίστροφη πορεία και να ολοκληρώσει το δρομολόγιο στον λιμένα του Πειραιώς, όπου αφικνούταν στις 08:05 της Δευτέρας, της Τετάρτης και της Παρασκευής και στις 06:30 της Κυριακής. Κατά τον πλου της επιστροφής το πλοίο προσέγγιζε στην Κω στις 20:35, στη Λέρο στις 22:35, στην Πάτμο στις 23:55 και στη Σύρο στις 04:20, ενώ κατ’ εξαίρεση στο δρομολόγιο της Κυριακής προσέγγιζε και στο λιμένα της Καλύμνου (άφιξη στις 21:40), ενώ το δρομολόγιο του Σαββάτου μετά την Κω δεν περιελάμβανε προσέγγιση σε άλλον ενδιάμεσο λιμένα. Να σημειωθεί ότι στις 17.5.2018, ημέρα Πέμπτη, πραγματοποιήθηκε δρομολόγιο από Πειραιά (αναχώρηση στις 10:00) για Κω (άφιξη στις 18:45 και απόπλους μετά ημίωρο) και Ρόδο (άφιξη στις 22:15) με επιστροφή από εκεί (αναχώρηση στις 23:59) δια μέσου της Κω (άφιξη στις 03:00 και απόπλους στις 03:30) στον Πειραιά (κατάπλους στις 13:30 της Παρασκευής 18.5.2018. Να σημειωθεί ακόμα ότι το δρομολόγιο της 27.5.2018 από Ρόδο δεν εκτελέστηκε, ενώ την επομένη (28.5.2018), ημέρα Δευτέρα και εορτή του Αγίου Πνεύματος, το πλοίο αναχώρησε από τη Ρόδο στις 07:00 για Κω (άφιξη στις 09:45 και αναχώρηση στις 10:15), Λέρο (άφιξη στις 11:40 και αναχώρηση στις 11:55), Πάτμο (άφιξη στις 12:50 και αναχώρηση στις 13:05), Σύρο (άφιξη στις 16:45 και αναχώρηση στις 17:00) και Πειραιά (κατάπλους στις 20:30), από όπου αναχώρησε εκ νέου στις 23:30 της ιδίας ημέρας για το αντίστροφο δρομολόγιο με τελικό προορισμό το λιμένα της Ρόδου στον οποίο κατέπλευσε στις 12:15 της Τρίτης 29.5.2018. Τέλος, Ε] κατά το χρονικό διάστημα από 11.6.2018 έως 3.9.2018 το πλοίο εκτέλεσε εναλλασσόμενα ανά εβδομάδα δρομολόγια και, συγκεκριμένα, κατά τη μία εβδομάδα (αρχής γενομένης από Δευτέρα 11.6.2018) αναχωρούσε κάθε Δευτέρα από τον Πειραιά στις 19:00 και προσέγγιζε στο λιμάνι της Σύρου στις 22:50, της Πάτμου στις 03:15, της Λέρου στις 04:35 και της Κω στις 06:35, για να καταπλεύσει στη Ρόδο στις 10:10 το πρωί της Τρίτης, έχοντας παραμείνει στους ενδιάμεσους λιμένες επί εικοσάλεπτο της ώρας στους τρείς [3] πρώτους και επί ημίωρο στον τελευταίο. Από τη Ρόδο αναχωρούσε στις 17:00 της ιδίας ημέρας και ακολουθώντας το αντίστροφο δρομολόγιο κατέφθανε στον Πειραιά στις 08:05 της Τετάρτης, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών στην Κω (άφιξη 20:05 και απόπλους 20:35), στη Λέρο (άφιξη 22:15 και απόπλους 22:35), στην Πάτμο (άφιξη 23:35 και απόπλους 23:55) και στη Σύρο (άφιξη 04:00 και απόπλους 04:20). Στις 19:00 της Τετάρτης το πλοίο αναχωρούσε εκ νέου από τον Πειραιά για Σύρο (άφιξη στις 22:20), Πάτμο (άφιξη στις 02:05 της Πέμπτης), Λέρο (άφιξη στις 03:15), Κω (άφιξη στις 05:00) για να καταπλεύσει στη Ρόδο στις 08:30, έχοντας παραμείνει στους ενδιάμεσους λιμένες ισόχρονα, όπως και στο προηγούμενο δρομολόγιο, χρονικά διαστήματα. Από τη Ρόδο αναχωρούσε στις 10:30 της ίδιας ημέρας και κατέπλεε στον Πειραιά στις 21:30, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών μόνο στο λιμένα της Κω, όπου κατέφθανε στις 13:05 της ημέρας εκείνης και απέπλεε μετά από είκοσι πέντε λεπτά της ώρας. Από την αφετηρία του αναχωρούσε αυθημερόν στις 23:55 με διαδοχικούς προορισμούς το Βαθύ, όπου κατέπλεε στις 07:15 το πρωί της επομένης και όπου παρέμενε επί είκοσι λεπτά της ώρας, την Κω, όπου κατέπλεε στις 10:45 και παρέμενε επί ημίωρο και τη Ρόδο, όπου αφικνείτο στις 14:00 το μεσημέρι της Παρασκευής, για να αναχωρήσει και πάλι στις 17:00 το απόγευμα με τελικό προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέπλεε στις 07:00 το πρωί του Σαββάτου, έχοντας ενδιαμέσως προσεγγίσει τους ίδιους λιμένες (Κω στις 19:45 και Βαθύ στις 23:25). Η επόμενη αναχώρησή του από τον Πειραιά γινόταν μετά από τριάντα πέντε [35] ώρες, στις 18:00 το απόγευμα της Κυριακής, οπότε το πλοίο απέπλεε για τα δρομολόγια της επόμενης εβδομάδας, για να καταπλεύσει διαδοχικά στους λιμένες της Θήρας στις 00:35, της Κω στις 05:45, της Σύμης στις 08:25 και της Ρόδου στις 10:00 το πρωί της Δευτέρας, έχοντας παραμείνει στους ενδιάμεσους λιμένες επί δεκαπέντε λεπτά στη Θήρα και τη Σύμη και επί τριάντα λεπτά στην Κω. Από τη Ρόδο το επόμενο δρομολόγιο εκκινούσε στις 16:00 και κατέληγε στον Πειραιά στις 06:00 το πρωί της επομένης (Τρίτη), έχοντας το πλοίο ακολουθήσει αντίστροφη πορεία με αποεπιβιβάσεις επιβατών στη Σύμη (άφιξη στις 17:00 και αναχώρηση στις 17:15), στην Κω (άφιξη στις 19:15 και αναχώρηση στις 19:45) και στη Θήρα (άφιξη στις 00:15 και αναχώρηση στις 00:30). Από τον Πειραιά το πλοίο αναχωρούσε άμεσα στις 07:30 της Τρίτης για Σύρο, όπου κατέπλεε στις 11:00 και παρέμενε επί εικοσάλεπτο της ώρας και Μύκονο, όπου κατέφθανε στις 12:10 και παρέμενε τριάντα πέντε λεπτά, για να επιστρέψει στη Σύρο στις 14:35 και μετά από εικοσιπεντάλεπτη παραμονή να αποπλεύσει για τον Πειραιά, όπου κατέπλεε στις 18:30. Επόμενη αναχώρηση γινόταν στις 21:30 της ιδίας ημέρας με προορισμούς ενδιαμέσους μεν τη Θήρα (άφιξη στις 02:55 και απόπλους στις 03:20) και την Κω (άφιξη στις 07:50 και απόπλους στις 08:30) και τελικό τη Ρόδο (κατάπλους στις 11:10 το πρωί της Τετάρτης), από όπου στις 16:00 αναχωρούσε και πάλι και ακολουθώντας το αντίστροφο δρομολόγιο, με προσεγγίσεις στην Κω (άφιξη 18:40 και απόπλους στις 19:10) και στη Θήρα (κατάπλους στις 23:40 και απόπλους στις 23:59), κατέπλεε στον Πειραιά στις 05:30 το πρωί της Πέμπτης, για να αναχωρήσει άμεσα στις 09:00 με προορισμό και πάλι την Κω (άφιξη στις 17:00 και αναχώρηση στις 17:30) και τη Ρόδο, όπου κατέπλεε στις 20:15, για να αποπλεύσει και πάλι αμέσως, στις 23:59, για Κω (άφιξη στις 02:35 και απόπλους στις 03:00), Λέρο (άφιξη στις 04:25 και απόπλους στις 04:45), Πάτμο (άφιξη στις 05:35 και απόπλους στις 05:55), Σύρο (άφιξη στις 09:20 και αναχώρηση στις 09:40) και Πειραιά (κατάπλους στις 12:55 το μεσημέρι της Παρασκευής). Στις 19:00 της ίδιας ημέρας το πλοίο αναχωρούσε από την αφετηρία του και κατέπλεε διαδοχικά στη Σύρο στις 22:30, στην Κάλυμνο στις 03:20 του Σαββάτου, στην Κω στις 04:40 και στη Ρόδο στις 08:10, για να αναχωρήσει ξανά στις 09:30 με προορισμό την Κω (άφιξη στις 12:05 και αναχώρηση στις 12:30), τα Κατάπολα της Αμοργού (άφιξη στις 15:35 και αναχώρηση στις 15:55) και τον Πειραιά (κατάπλους στις 21:10 το βράδυ του Σαββάτου). Ακολούθως, το πλοίο αναχωρούσε άμεσα στις 23:55 και κατέπλεε διαδοχικά στα Κατάπολα (άφιξη στις 05:05 και απόπλους στις 05:25), στην Πάτμο (άφιξη στις 07:25 και απόπλους στις 07:45), στη Λέρο (άφιξη στις 08:35 και απόπλους στις 08:55), στην Κω (άφιξη στις 10:20 και απόπλους στις 10:50) και στη Ρόδο, όπου κατέφθανε στις 13:25 το μεσημέρι της Κυριακής, για να αναχωρήσει εκ νέου στις 17:00 της ιδίας ημέρας και προσεγγίζοντας διαδοχικά την Κω στις 20:05, την Κάλυμνο στις 21:20, τη Λέρο στις 22:30, την Πάτμο στις 23:40 και τη Σύρο στις 04:00 της Δευτέρας, να καταλήξει στο λιμάνι του Πειραιά στις 08:05. Να σημειωθεί ότι στις 14.6.2018, ημέρα Πέμπτη, το πλοίο απέπλευσε από τον Πειραιά στις 18:00 και δια μέσου της Θήρας (άφιξη στις 00:35 και αναχώρηση στις 00:50), της Ανάφης (άφιξη στις 01:55 και αναχώρηση στις 02:10) και της Κω (άφιξη στις 05:45 και αναχώρηση στις 06:15) κατέπλευσε στη Ρόδο στις 09:00 της επομένης, για να εκτελέσει στη συνέχεια το αντίστροφο δρομολόγιο αναχωρώντας από εκεί στις 16:00 και δια μέσου των ιδίων λιμένων να καταπλεύσει στον Πειραιά στις 07:45 το πρωί του Σαββάτου. Να σημειωθεί, τέλος, ότι εξαιτίας απεργίας της ΠΝΟ το πλοίο δεν πραγματοποίησε το δρομολόγιο της 3ης.9.2018. Με την αγωγή του ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι απασχολήθηκε υπερωριακά κάθε ημέρα των ναυτολογήσεών του στο πλοίο και, συγκεκριμένα, επί τετρακόσιες σαράντα οκτώ [448] ημέρες. Ο ισχυρισμός του αυτός είναι αβάσιμος τουλάχιστον όσον αφορά τις δεκαέξι [16] ημέρες που, όπως προαναφέρθηκε, το πλοίο δεν πραγματοποίησε δρομολόγια, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής δεν παρίσταται ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης του ναυτικού σε πλοίο που ακινητεί. Περαιτέρω, ο ενάγων υποστηρίζει ότι η συνολική ημερήσια εργασία του στο πλοίου διαρκούσε επί δεκαπέντε [15] ώρες, κατά τις οποίες, όπως εκθέτει στην αγωγή του, απασχολούταν με την καθαριότητα των κοινοχρήστων χώρων του εβδόμου καταστρώματος, την απολύμανση και τον εφοδιασμό με χαρτικά και σαπούνια των κοινοχρήστων αποχωρητηρίων του ιδίου καταστρώματος, τον καθαρισμό και ευπρεπισμό του χώρου υποδοχής των επιβατών (reception), την αποκομιδή των απορριμμάτων και τη φροντίδα της καθαριότητας των ζώων συντροφιάς των επιβατών, την τοποθέτηση ενημερωτικών φυλλαδίων στις ειδικές προθήκες, τον καθαρισμό της επιφάνειας των καθισμάτων αεροπορικού τύπου και διευκρινίζει ότι δεν μετείχε στην καθαριότητα των κοιτωνίσκων του εβδόμου ορόφου (καμπινών), ενώ προσθέτει ότι κατά τη διάρκεια της επιβίβασης των επιβατών τους παρείχε βοήθεια ευρισκόμενος στην υποδοχή του πλοίου και μεταφέροντας τις αποσκευές τους, καθώς και ότι σε κατάσταση ετοιμότητας (stand by) βρισκόταν και σε κάθε λιμένα αφετηρίας, προορισμού ή προσεγγίσεως του πλοίου, προκειμένου να αφυπνίζει τους επιβάτες προς αποβίβαση, εργαζόμενος επί μία [1] τουλάχιστον ώρα πριν την άφιξη του πλοίου στον Πειραιά και επί ημίωρο τόσο πριν την προσέγγιση σε κάθε ενδιάμεσο λιμένα όσο και μετά τον απόπλου από αυτόν. Τους ισχυρισμούς του αυτούς ο ενάγων παραδεκτώς συμπλήρωσε και διόρθωσε με τις προτάσεις του στον πρώτο βαθμό (για το ότι δεν είναι αναγκαία η αναφορά του είδους των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από τη μνεία της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος ναυτικού επί αγωγής για την καταβολή υπερωριακής αμοιβής, υποκειμένης αυτής, επομένως, σε διόρθωση και συμπλήρωση, βλ. ΜονΕφΠειρ. 376/2016, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 496/2015, αδημ.), επικαλούμενος ότι ήταν προσθέτως επιφορτισμένος με τον καθαρισμό σαράντα [40] περίπου κοιτωνίσκων ημερησίως επικουρώντας τον αρμόδιο θαλαμηπόλο και διευκρινίζοντας ότι σε κατάσταση ετοιμότητας βρισκόταν κατά τις αφίξεις του πλοίου όχι σε όλα αλλά σε συγκεκριμένα λιμάνια. Η εναγομένη, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι η πραγματική απασχόληση του αντιδίκου της δεν υπερέβαινε σε ημερήσια βάση τις οκτώ [8] ώρες, αφού δεν ήταν επιφορτισμένος με όλα τα καθήκοντα που περιγράφει αλλά η εργασία του παρεχόταν αποκλειστικά στις κοινόχρηστες τουαλέτες των επιβατών, ενώ το ωράριό του επεκτεινόταν και πέραν του οκταώρου μόνον κατ’ εξαίρεση, όταν, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες, λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης, παρίστατο ανάγκη υπερωριακής εργασίας του, η διάρκεια της οποίας, όμως, ουδέποτε υπερέβη τη μία [1] ώρα ημερησίως. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι κατά το θέρος του έτους 2018 ο ενάγων, πέραν των βασικών καθηκόντων του στον καθαρισμό, σε δύο [2] ημερήσιες τετράωρες βάρδιες των κοινοχρήστων αποχωρητηρίων του εβδόμου καταστρώματος, ήταν προσθέτως επιφορτισμένος με τον ευπρεπισμό τριάντα πέντε [35] καμπινών στο όγδοο κατάστρωμα (σε επικουρία του θαλαμηπόλου …………..), με την καθαριότητα του χώρου υποδοχής των επιβατών κατά τη διάρκεια της ημέρας (σε επικουρία της θαλαμηπόλου ……….) και με τη συμμετοχή σε ομάδα απαρτιζόμενη από έξι [6] έως οκτώ [8] άτομα, θαλαμηπόλους και επίκουρους που έπρεπε να παρίστανται κατά την άφιξη του πλοίου σε κάποιον (έναν [1] ή δύο [2] ανά δρομολόγιο) από τους ενδιάμεσους λιμένες κατά τους νυκτερινούς πλόες του πλοίου από Πειραιά προς Σύρο – Πάτμο – Λέρο – Κω – Ρόδο και αντιστρόφως, προκειμένου να εξυπηρετούν τους επιβάτες κατά την επιβίβαση και την αποβίβασή τους. Κατά το χρονικό διάστημα, επομένως, από 18.5.2018 έως και 2.9.2018 αποδεικνύεται ότι ο ενάγων απασχολούταν με τον καθαρισμό των κοινόχρηστων αποχωρητηρίων του εβδόμου καταστρώματος και του χώρου υποδοχής των επιβατών καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας (και για όσο χρονικό διάστημα το πλοίο εκτελούσε πλόες), ενώ, επιπλέον, έπρεπε να βρίσκεται στην υποδοχή του πλοίου και κατά την αποεπιβίβαση των επιβατών σε ορισμένα ενδιάμεσα λιμάνια, όταν οι προσεγγίσεις σ’ αυτά πραγματοποιούνταν κατά τις νυκτερινές ώρες, όπως συνέβαινε όταν το πλοίο προσέγγιζε τη Σύρο ή την Πάτμο και τη Λέρο κατά το δρομολόγιο από Πειραιά προς Ρόδο ή κατά τον πλου της επιστροφής, δηλαδή κάθε Τρίτη και Πέμπτη κατά τη μια εβδομάδα του χρονικού διαστήματος από 11.6.2018 έως 2.9.2018 και κάθε Παρασκευή και Κυριακή κατά το εναλλακτικό δρομολόγιο της έτερης εβδομάδας του ιδίου χρονικού διαστήματος, όπως ανωτέρω υπό στοιχ. Ε αναφέρθηκε. Όταν στην ομάδα στην οποία οριζόταν να συμμετέχει είχε ανατεθεί η υποδοχή των επιβατών στην Κω, όπου το πλοίο αφικνείτο περί τις 06:30 όταν εκτελούσε το δρομολόγιο από Πειραιά, ο ενάγων άρχιζε την εργασία του μισή ώρα νωρίτερα και συνέχιζε μέχρι την ολοκλήρωση του ταξιδιού με τον κατάπλου στη Ρόδο, ενώ όταν το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο της επιστροφής, η υποδοχή των επιβατών στην Κω (στις 20:30 περίπου) γινόταν εντός των χρονικών ορίων της απογευματινής βάρδιας του (καθαρισμός των κοινόχρηστων WC από την αναχώρηση του πλοίου έως 22:00, οπότε αναλάμβανε καθήκοντα ο βραδινός καθαριστής). Τα ανωτέρω αποδεικνύονται από τους έγγραφους πίνακες κατανομής των καμπινών του πλοίου στους θαλαμηπόλους που ήταν επιφορτισμένοι με τον καθαρισμό τους, τους έγγραφους πίνακες διαιρέσεως των ημερήσιων εργασιών θαλαμηπόλων και επίκουρων και τις έγγραφες καταστάσεις των ατόμων που απάρτιζαν τις ομάδες υποδοχής των επιβατών ανά ενδιάμεσο λιμένα. Με δεδομένο ότι βάσει των πινάκων δρομολογίων του πλοίου η μεταξύ των ταξιδιών παραμονή του στα λιμάνια της αφετηρίας ή του προορισμού του λάμβανε χώρα πάντοτε κατά τη διάρκεια της ημέρας, με αποτέλεσμα την ανυπαρξία επιβατικής κίνησης και συνακόλουθα ανάγκης απασχόλησης του ενάγοντος στο πόστο του (κοινόχρηστα WC και reception) κατά τις ώρες αυτές, ο συνολικός χρόνος της ανά εικοσιτετράωρο απασχόλησης του ενάγοντος κατά τη θερινή περίοδο του έτους 2018 που προαναφέρθηκε ανήλθε κατά μέσο όρο σε δώδεκα [12], όσες δηλαδή δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για το ίδιο χρονικό διάστημα. Εξάλλου, το γεγονός ότι, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα το πλοίο ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), ενώ και το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 εκάστης των ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π., ΜονEφΠειρ. 698/2014, Δνη 2015/504, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών της εναγομένης, που επαναφέρονται στα πλαίσια του πρώτου λόγου της έφεσής της, αφού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από 18.5.2018 έως 3.9.2018 εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Αντιθέτως, κατά τα υπόλοιπα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος και, συγκεκριμένα, από 20.4.2017 έως 13.8.2017, από 17.8.2017 έως 4.1.2018 και από 18.2.2018 έως 16.5.2018, η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησής του ήταν εκ των πραγμάτων επακριβώς καθορισμένη, καθώς όπως βεβαιώνει ενόρκως ο ……………, αρχιθαλαμηπόλος του πλοίου και επιφορτισμένος με την κατάρτιση του ημερήσιου προγράμματος εργασιών των θαλαμηπόλων και των επίκουρων, ο ενάγων απασχολούταν μόνο στα κοινόχρηστα αποχωρητήρια του εβδόμου και του ογδόου καταστρώματος και δεν εκτελούσε καμία άλλη εργασία, πλην της επικουρίας των επιβατών κατά την αποβίβασή τους στο λιμένα προορισμού. Συγκεκριμένα, ο ενάγων άρχιζε την εργασία του μισή ώρα πριν τον κατάπλου του πλοίου στον Πειραιά ή στη Μυτιλήνη αντικαθιστώντας τον επίκουρο της νυκτερινής βάρδιας και συνέχιζε αυτήν μέχρι τις 11:30 περίπου. Στα καθήκοντά του περιλαμβανόταν η μεταφορά των αποσκευών των επιβατών και η βοήθεια προς αυτούς κατά την αποβίβασή τους στο λιμένα του κατάπλου, η καθαριότητα στα κοινόχρηστα αποχωρητήρια του εβδόμου και του ογδόου καταστρώματος και ο εφοδιασμός τους με χαρτικά και είδη ατομικής υγιεινής. Ο ενάγων αναλάμβανε εκ νέου καθήκοντα στις 18:00 ή στις 19:00, δηλαδή δύο [2] ώρες πριν την αναχώρηση του πλοίου και εκτελούσε τα ίδια καθήκοντα απασχολούμενος μέχρι τις 22:00 ή τις 23:00, αντίστοιχα. Άλλωστε, κατά τη διάρκεια της ημέρας το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο είτε στον Πειραιά είτε στη Μυτιλήνη, ενώ με την επικουρία των επιβατών που αποβιβάζονταν και την υποδοχή όσων επιβιβάζονταν στη Χίο, όπου το πλοίο κατέπλεε στις 05:00 ερχόμενο από τον Πειραιά ή μετά τις 23:00 κατευθυνόμενο σ’ αυτόν, απασχολούνταν οι επίκουροι της νυκτερινής βάρδιας. Το ίδιο συνέβαινε και κατά την άφιξη του πλοίου στα Ψαρά και τις Οινούσσες, όπου κατέπλεε πάντοτε σε ώρες εκτός του ωραρίου εργασίας του ενάγοντος. Από κανένα έγγραφο αποδεικτικό μέσο δεν επιβεβαιώνεται ότι κατά τα συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα ο ενάγων ήταν επιφορτισμένος με τον ευπρεπισμό καμπινών σε οποιοδήποτε κατάστρωμα  ή με την καθαριότητα του χώρου υποδοχής των επιβατών οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου. Βέβαια, απρόβλεπτες καθυστερήσεις στις αφιξαναχωρήσεις του πλοίου παρέτειναν αναπόφευκτα σε ορισμένες περιπτώσεις επ’ ελάχιστο το ωράριο της καθημερινής εργασίας του ενάγοντος. Όμως και αυτές οι υπερωρίες έχουν εξοφληθεί από την εναγομένη, καθόσον, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις των αποδοχών του ενάγοντος [βλ. τις επ’ αυτών ενδείξεις «ημέρες εργασίας», «υπερωρίες εταιρίας» και «αμοιβή υπερωριών»], κατά το χρονικό διάστημα από 20.4.2017 έως 31.12.2017 και για διακόσιες δεκαεπτά [217] ημέρες απασχόλησης έχουν καταβληθεί στον ενάγοντα εκατόν ενενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτά (199,88 €), που αντιστοιχούν σε είκοσι έξι περίπου [25,8] ώρες υπερωριακής απασχόλησης και σε δώδεκα κατά μέσο όρο λεπτά της ώρας [12΄] πρόσθετης ημερήσιας εργασίας. Το ίδιο συνέβη και κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως και 30.4.2018, κατά το οποίο ο ενάγων έλαβε για υπερωρίες περίπου δέκα ωρών [10,13] σε εβδομήντα τέσσερις [74] ημέρες απασχόλησης το χρηματικό ποσό των εξήντα επτά ευρώ και δεκαεπτά λεπτών (67,17 €). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα απασχολήθηκε υπερωριακά και μάλιστα επί τρεις [3] ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως, έσφαλε κατά την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και για το λόγο αυτό πρέπει κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της έφεσης κατά το συναφές σκέλος του να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το σχετικό κεφάλαιό της, προκειμένου ως προς αυτό να ερευνηθεί η αγωγή από το παρόν Δικαστήριο και να απορριφθεί κατ’ ουσίαν. Αντιθέτως, κατά το χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος από 18.5.2018 έως 2.9.2018, κατά το οποίο το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια στην ακτοπλοϊκή γραμμή Πειραιάς – Ρόδος, αυτός απασχολήθηκε επί δεκαέξι [16] Σάββατα και δύο [2] αργίες (κατά την ημέρα της Αναλήψεως και στις 15 Αυγούστου) και επί ενενήντα μία [91] Κυριακές και καθημερινές επί δώδεκα [12] ώρες ημερησίως, όπως ορθώς δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Η αμοιβή της υπερωριακής του απασχόλησης, όμως, πρέπει να υπολογιστεί με βάση το ωρομίσθιο της ΣΣΝΕ του έτους 2017, οι όροι της οποίας κατά τα προαναφερθέντα κατέστησαν συμβατικοί όροι της από 18.2.2018 ατομικής σύμβασης εργασίας του ενάγοντος και όχι εκείνο της επόμενης ΣΣΝΕ, με βάση το οποίο την προσδιόρισε η εκκαλουμένη σφάλοντας κατά τούτο. Επομένως, για την αιτία αυτή ο ενάγων δικαιούται α] για την υπερωριακή απασχόλησή του κατά τα Σάββατα και τις αργίες και για τις αντίστοιχες συνολικά διακόσιες δεκαέξι [18 ημέρες Χ 12 ώρες ημερησίως] ώρες εργασίας το χρηματικό ποσό των χιλίων επτακοσίων σαράντα ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών [216 ώρες Χ 8,06 € το ωρομίσθιο = 1.740,96 €] και β] για τις ενενήντα μία [91] καθημερινές ημέρες και Κυριακές και για τις, αντίστοιχες, συνολικά τριακόσιες εξήντα τέσσερις (91 ημέρες Χ 4 ώρες ημερησίως = 364) ώρες υπερωρίας που πραγματοποίησε το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα δύο ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (364 ώρες Χ 6,71 € το ωρομίσθιο = 2.442,44 €]. Έναντι του ποσού που δικαιούται για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις αργίες του επιδίκου χρονικού διαστήματος ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη, όπως ο ίδιος συνομολογεί, αποδεικνύεται άλλωστε και από τις αποδείξεις πληρωμής του, το συνολικό χρηματικό ποσό των χιλίων τριακοσίων είκοσι τριών ευρώ και δέκα λεπτών [367,53 € για καθένα των μηνών Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου 2018 + το ήμισυ αυτού για το χρονικό διάστημα 18 έως 31.5.2018 + 36,75 € για τις τρεις [3] πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου 2018 = 1323,10 €] και, συνεπώς, του οφείλεται διαφορά ύψους τετρακοσίων δεκαεπτά ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών (1.740,96 € – 1.323,10 = 417,86 €). Επιπλέον, από το ποσό που δικαιούται ο ενάγων για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές του ίδιου χρονικού διαστήματος πρέπει να αφαιρεθούν: α] εκατόν σαράντα ένα ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτά που έλαβε από την εναγομένη, όπως αποδεικνύεται από τις εγγραφές στη στήλη «αμοιβή υπερωριών» στις αποδείξεις πληρωμής του (40,25 € για καθένα των μηνών Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου 2018 + το ήμισυ αυτού για το χρονικό διάστημα 18 έως 31.5.2018 + 4,02 € για τις τρεις [3] πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου 2018 = 141,77 €) και β] χίλια επτακόσια πενήντα ένα ευρώ και ογδόντα τέσσερα λεπτά (1.751,84 €) συνολικά, το οποίο ο ενάγων έλαβε με τμηματικές μηνιαίες καταβολές πραγματοποιηθείσες καθ’ όλο το χρονικό διάστημα των ενδίκων ναυτολογήσεών του ως «έκτακτες αμοιβές» του, συμφηφιστέες με τις αξιώσεις του ναυτικού για την υπερωριακή απασχόλησή του κατά τις Κυριακές και τις καθημερινές ημέρες και το οποίο η εκκαλουμένη καταλόγισε στο σύνολο της οφειλόμενης διαφοράς των αποδοχών του, κατά παραδοχή σχετικής ενστάσεως της εναγομένης, χωρίς η πρωτοβάθμια κρίση να προσβληθεί από τον ενάγοντα – εφεσίβλητο. Επομένως, στον ενάγοντα εξακολουθεί οφειλόμενο το χρηματικό ποσό των πεντακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών [2.442,44 € – (141,77 € + 1.751,84 €) = 548,83 €] και συνολικώς για την αιτία αυτή (αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης) το ποσό των εννιακοσίων εξήντα έξι ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών [417,86 € + 548,83 = 966,69 €].

V. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 7 § 1 της ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Σε ολόκληρο το πλήρωμα, περιλαμβανομένου του Πλοιάρχου και του Α΄ Μηχανικού, που εργάζεται σε πλοία που δραστηριοποιούνται σε γραμμές για τις οποίες έχει συναφθεί Σύμβαση Δημόσιας Υπηρεσίας (αγόνων) χορηγείται ειδικό επίδομα εκ ποσοστού 7% (επτά τοις εκατό) επί του μισθού ενεργείας της § 1 του άρθρου 1 για απασχόληση στις γραμμές αυτές επί 30 ημέρες. Για απασχόληση επί ολιγότερων των 30 ημερών καταβάλλεται αναλογία». Από τη διάταξη αυτή που κατά το έτος 2018 αποτελούσε κατά τα προαναφερθέντα συμβατικό όρο της συμφωνίας ναυτολόγησης του ενάγοντος, προκύπτει ότι εφόσον ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, έχει αναλάβει με σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας την εξυπηρέτηση άγονης γραμμής, υποχρεούται να καταβάλει στο σύνολο του πληρώματος σχετικό επίδομα, το οποίο δεν χορηγείται ως αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης ούτε συμψηφίζεται με την υπερωριακή εργασία αλλά καταβάλλεται προσθέτως, δηλαδή πέραν του μισθού ενέργειας και των λοιπών επιδομάτων της ναυτικής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το ύψος του επιδόματος καθορίζεται ως ποσοστό του μισθού ενέργειας, δηλαδή ανά ειδικότητα των δικαιουμένων και οφείλεται πλήρες αν το πλοίο (και όχι ο δικαιούμενος ναυτικός) απασχολείται στην άγονη γραμμή ολόκληρο το μήνα και μειωμένο, αν τα επιδοτούμενα δρομολόγια διενεργούνται ορισμένες μόνον ημέρες μηνιαίως. Τούτο μπορεί να συμβαίνει και όταν το δρομολόγιο της άγονης γραμμής αποτελεί τμήμα της ακτοπλοϊκής γραμμής που εξυπηρετεί το πλοίο (άρθρο 180α ΚΔΝΔ). Προϋπόθεση πάντως για την καταβολή του επιδόματος αποτελεί η επιδότηση των δρομολογίων του πλοίου για την προσέγγισή του στους λιμένες της άγονης γραμμής, που καταβάλλεται όταν προς τούτο έχει συναφθεί σύμβαση κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2932/2001 «Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στις θαλάσσιες ενδομεταφορές – Σύσταση Γενικής Γραμματείας Λιμένων και Λιμενικής Πολιτικής – Μετατροπή Λιμενικών Ταμείων σε Ανώνυμες Εταιρείες και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 145/27.6.2001), όπως ισχύει, μεταξύ του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και του εκμεταλλευόμενου το πλοίο, με την οποία ανατίθεται σ’ αυτόν η δημόσια υπηρεσία της θαλάσσιας μεταφοράς επιβατών και εμπορευμάτων σε νήσους που για οικονομικούς λόγους δεν καλύπτονται από τα τακτικά δρομολόγια των ναυτιλιακών εταιριών. Η σύμβαση αυτή είναι διοικητική (Π. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 2015, αρ. 1163, σελ. 641) και κατά την ειδικότερη νομική της φύση αποτελεί σύμβαση παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας (ΕπΑνΣτΕ 425/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Γκιτσάκης, Η παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας και δημόσιου έργου, 2006, σελ. 693 – 699), αφού το αντάλλαγμα για την παροχή της υπηρεσίας (ναύλος) εισπράττεται από τον ανάδοχο, στον οποίο καταβάλλεται και πρόσθετη αμοιβή (επιδότηση των δρομολογίων) εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής (Απ. Γέροντας, σε Απ. Γέροντα/Σ. Λύτρα/Π. Παυλόπουλου/Γλ. Σιούτη/Σ. Φλογαΐτη, Διοικητικό Δίκαιο, 2018, σελ. 378). Δεδομένου ότι η σύμβαση παραχώρησης δεν αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη, δημοσιευτέα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η μνεία της δεν αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής ούτε η ύπαρξή της λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο αλλά ο χαρακτηρισμός μιας δρομολογιακής γραμμής ως άγονης αποτελεί αντικείμενο αποδείξεως (ΕφΠειρ. 1128/2006, αδημ.), το βάρος της οποίας φέρει ο ενάγων που την επικαλείται.

Εν προκειμένω, ο ενάγων με την αγωγή του υποστήριξε ότι το πλοίο της εναγομένης κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα ήταν δρομολογημένο «και» σε γραμμές για τις οποίες είχαν συναφθεί συμβάσεις δημόσιας υπηρεσίας και εκτελούσε επιδοτούμενους πλόες καθημερινώς επί τριάντα [30] ημέρες ανά μήνα, προσεγγίζοντας εντός καθεμίας από τις συνολικά τετρακόσιες σαράντα οκτώ (448) ημέρες, που διήρκεσαν οι ναυτολογήσεις του, τους λιμένες «Πάτμου, Λέρου, Σύμης, Καταπόλων ή και άλλους λιμένες των ακριτικών νησιών, όπως Λειψοί, Καστελόριζο κ.α». Ανεξαρτήτως του ότι από τους επικαλούμενους και προσκομιζόμενους πίνακες των δρομολογίων του πλοίου δεν επιβεβαιώνονται πλόες του προς τους Λειψούς ή το Καστελόριζο, ο ενάγων δεν διευκρινίζει το λόγο για τον οποίο επιδιώκει τη λήψη πλήρους του επιδόματος του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ για τους πλόες προς Σύμη και Κατάπολα, μολονότι ταυτόχρονα υποστηρίζει ότι τους λιμένες αυτούς προσέγγιζε το πλοίο μόνο ανά μία [1] φορά κάθε δεύτερη εβδομάδα του θέρους του έτους 2018, ενώ παράλληλα παραλείπει την προσκομιδή των συμβάσεων ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας των ετών 2017 και 2018, με βάση τις οποίες το τμήμα «Πάτμος – Λέρος» του δρομολογίου Πειραιάς – Ρόδος χαρακτηρίστηκε ως άγονη γραμμή και, επομένως, για τα δρομολόγια από και προς αυτούς η εναγόμενη λάμβανε επιδότηση, ώστε να υποχρεούται στην καταβολή επιδόματος. Η τελευταία, χωρίς να προσκομίζει οποιαδήποτε σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, συνομολόγησε τόσο πρωτοδίκως όσο και με την έφεσή της ότι κατά την επίδικη χρονική περίοδο το πλοίο BS1 εκτέλεσε τριάντα πέντε [35] συνολικά δρομολόγια άγονης γραμμής, για τα οποία η αντίστοιχη αξίωση του ενάγοντος έχει εξοφληθεί με την καταβολή εκ μέρους της συνολικού χρηματικού ποσού εβδομήντα πέντε ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (75,37 €). Η δικαστική αυτή ομολογία της έχει μεν τη δεσμευτική δύναμη που της προσνέμει η διάταξη του άρθρου 352 § 1 ΚΠολΔ, που κατ’ άρθρο 524 αυτού εφαρμόζεται και στα πλαίσια της έκκλητης δίκης, όμως, το αποδεικτικό πόρισμα που συνάγεται από αυτήν περιορίζεται στον αριθμό των δρομολογίων που εκτελέστηκαν ανά έτος και στο ύψος του καταβληθέντος ανά έτος επιδόματος, χωρίς να εκτείνεται στον αριθμό των δρομολογίων που το πλοίο εκτελούσε ανά μήνα και των ημερών που το πλοίο απασχολούταν στην άγονη γραμμή μηνιαίως. Αντιθέτως, η εκκαλούσα ρητά αμφισβητεί ότι το πλοίο πραγματοποιούσε πλόες άγονης γραμμής και τις τριάντα [30] ημέρες καθενός από τους μήνες των επίδικων ναυτολογήσεων του ενάγοντος. Η αμφισβήτηση αυτή ενεργοποίησε το βάρος αποδείξεως των αγωγικών ισχυρισμών, στο οποίο ο ενάγων δεν ανταποκρίθηκε, αφού ελλείψει προσκομιδής των σχετικών συμβάσεων απέτυχε να αποδείξει ότι το πλοίο απασχολήθηκε σε συγκεκριμένη άγονη γραμμή όλες ή ορισμένες μόνον (και πόσες) ημέρες εκάστου μηνός των ναυτολογήσεών του, με αποτέλεσμα να παρίσταται αδύνατος ο υπολογισμός της αναλογίας έστω του επιδόματος του άρθρου 7 της ΣΣΝΕ το οποίο τυχόν δικαιούται (πέραν του καταβληθέντος μέρους του). Παρά ταύτα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι το πλοίο απασχολήθηκε σε άγονες γραμμές (τις οποίες δεν προσδιόρισε) επί 15,16 τριακονθήμερα, δηλαδή επί τετρακόσιες πενήντα πέντε (455) περίπου ημέρες (περισσότερες και από αυτές που ο ενάγων ανέφερε στην αγωγή του) και ακολούθως του επιδίκασε για την αιτία αυτή το συνολικό ποσό των εννιακοσίων ευρώ και ενενήντα τεσσάρων ευρώ (900,94 €). Έτσι που έκρινε εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει, κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου της ένδικης έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της και να απορριφθεί ως προς αυτό η αγωγή ως αβάσιμη.

VΙ. Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι  ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.).

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του συνυπολόγισε το επίδομα αδείας, με την σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της σταθερής καταβολής του από την εργοδότρια εναγομένη, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος της ένδικης έφεσης, κατά το συναφές δεύτερο σκέλος του, με το οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο. Ομοίως ορθώς, με την πιο κάτω εξαίρεση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά τον καθορισμό των εν λόγω επιδομάτων συνυπολόγισε το μέσο όρο της αμοιβής του ενάγοντος για την παροχή δωδεκάωρης ημερησίως εργασίας κατά το χρονικό διάστημα από 18.5.2018 έως 2.9.2018, απορριπτομένου των σχετικών, αντίθετων αιτιάσεων της εκκαλούσας. Αντιθέτως, πλημμέλεια της εκκαλουμένης αποτελεί κατά τα προαναφερθέντα η εφαρμογή εσφαλμένου ωρομισθίου για τον υπολογισμό της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος και, εν συνεχεία, του μέσου όρου της για το ίδιο χρονικό διάστημα. Σφάλμα επίσης συνιστά, κατά παραδοχή ως βασίμου του πρώτου λόγου της έφεσης κατά το συναφές σκέλος του, ο για τον ίδιο σκοπό συνυπολογισμός του μέσου όρου υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος για τα λοιπά χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του (από 20.4.2017 έως 13.8.2017, από 17.8.2017 έως 4.1.2018 και από 18.2.2018 έως 18.5.2018) επί τη βάσει αμοιβών υπέρτερων αυτών που εδικαιούτο και του καταβλήθηκαν από την εναγόμενη. Επομένως, με βάση τις πιο πάνω παραδοχές και ενόψει του ότι οι ελάχιστες νόμιμες και καταβαλλόμενες μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα σε δύο χιλιάδες ενενήντα επτά ευρώ και πενήντα επτά λεπτά (2.097,57 €), ο ενάγων δικαιούται: Α] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Χριστουγέννων του έτους 2017 το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών [(2.097,57 € + 327,82 € μέσος όρος καταβληθείσας υπερωριακής αμοιβής {2.710,02 € ÷ 248 ημέρες απασχόλησης Χ 30 ημέρες} + 8,38 € μέσος όρος καταβληθέντος επιδόματος άγονης γραμμής {69,32 € συνολικές καταβολές για την αιτία αυτή ÷ 248 ημέρες Χ 30 ημέρες} = 2.433,77 €) Χ 2/25 = 194,70 € Χ 13,05 δεκαεννεαήμερα (248 ÷ 19) = 2.540,85 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητεί ο εφεσίβλητος, καταβάλει χίλια τριακόσια πενήντα ένα ευρώ και ενενήντα λεπτά (1.351,90 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των χιλίων εκατόν ογδόντα οκτώ ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (1.188,95 €), Β] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2018 το χρηματικό ποσόν των επτακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και εξήντα λεπτών [(2.097,57 € + 384,68 € μέσος όρος καταβληθείσας υπερωριακής αμοιβής {975,54 € ÷ 76 ημέρες απασχόλησης Χ 30 ημέρες} + 1,71 € μέσος όρος καταβληθέντος επιδόματος άγονης γραμμής {4,33 € συνολικές καταβολές για την αιτία αυτή ÷ 76 ημέρες Χ 30 ημέρες}) = 2.483,96 € ÷ 2 = 1.241.89 € ÷ 15 = 82,80 € Χ 9,5 οκταήμερα (76 ημέρες ÷ 8) = 786,60 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητεί ο εφεσίβλητος, καταβάλει 484,42 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των τριακοσίων δύο ευρώ και δεκαοκτώ λεπτών (302,18 €) και Γ] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2018 το χρηματικό ποσόν των χιλίων εξακοσίων σαράντα επτά ευρώ και εξήντα λεπτών [(2.097,57 € + 1.060,68 € μέσος όρος καταβληθείσας υπερωριακής αμοιβής {4.384,16 € ÷ 124 ημέρες απασχόλησης Χ 30 ημέρες} + 0,52 € μέσος όρος καταβληθέντος επιδόματος άγονης γραμμής {2,71 € συνολικές καταβολές για την αιτία αυτή ÷ 124 ημέρες Χ 30 ημέρες} = 3.158,77 €) Χ 2/25 = 252,70 € Χ 6,52 δεκαεννεαήμερα (124 ÷ 19) = 1.647,60 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητεί ο εφεσίβλητος, καταβάλει οκτακόσια τριάντα δύο ευρώ και εξήντα τρία λεπτά (832,63 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των οκτακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (814,97 €). Συνολικώς δε για την αιτία αυτή οφείλεται στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων τριακοσίων έξι ευρώ και δέκα λεπτών (1.188,95 € + 302,18 € + 814,97 € = 2.306,10 €).

VII. Περαιτέρω, με την αγωγή του ο ενάγων διεκδίκησε την καταβολή ένδεκα χιλιάδων εξακοσίων ενός ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (11.601,87 €) συνολικά ως διαφορές πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές κατά τα χρονικά διαστήματα από 20.6.2017 έως 5.9.2017 και από 11.6.2018 έως 5.9.2018. Η εναγόμενη αρνήθηκε ότι οφείλει το ποσό αυτό και επικουρικώς προέβαλε ένσταση εξοφλήσεως του ενάγοντος για την εν λόγω αιτία με την προς αυτόν καταβολή ενενήντα έξι λεπτών (Ο,96 €) το μήνα Απρίλιο του έτους 2017, τριών ευρώ και είκοσι έξι λεπτών (3,26 €) το μήνα Μάιο 2017, διακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και σαράντα λεπτών (248,40 €) το μήνα Ιούνιο 2017, πεντακοσίων πενήντα επτά ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτών (557,79 €) το μήνα Ιούλιο 2017, τριακοσίων οκτώ ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (308,15 €) για το διάστημα 1 έως 13 Αυγούστου 2017, τριακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών (349,89 €) για το διάστημα από 17 έως 31 Αυγούστου 2017, ενενήντα εννέα ευρώ και είκοσι επτά λεπτών (99,27 €) το μήνα Σεπτέμβριο 2017, εξήντα πέντε ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών (65,65) το μήνα Δεκέμβριο 2017, δεκαεννέα ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (19,53 €) το μήνα Φεβρουάριο του επομένου έτους 2018, ενενήντα επτά ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (97,64 €) το μήνα Μάρτιο 2018, εκατόν δεκατεσσάρων ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (144,57 €) το μήνα Απρίλιο 2018, σαράντα έξι ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (46,97 €) το μήνα Μάιο 2018, εκατόν σαράντα έξι ευρώ και εξήντα λεπτών (146,60 €) το μήνα Ιούνιο 2018, τριακοσίων είκοσι ενός ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (321,57 €) το μήνα Ιούλιο 2018, τριακοσίων είκοσι ενός ευρώ και ενενήντα λεπτών (321,90 €) το μήνα Αύγουστο 2018, τριάντα επτά ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (39,78 €) το μήνα Σεπτέμβριο 2018 και είκοσι δύο ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (22,78 €) για αναδρομικά του έτους 2018. Οι καταβολές αυτές συμποσούνται μεν σε δύο χιλιάδες επτακόσια ενενήντα τέσσερα ευρώ και εβδομήντα ένα λεπτά (2.794,71 €), όμως, από εσφαλμένο αριθμητικό υπολογισμό προτάθηκε σε εξόφληση ποσό μόλις επτακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (739,23 €). Η εκκαλουμένη έκρινε την αγωγή ως προς την εν λόγω αιτία εν μέρει βάσιμη για ποσό υπολειπόμενο των καταβολών και, συγκεκριμένα, για το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων εξήντα επτά ευρώ και εξήντα έξι λεπτών (2.667,66 €) και η κρίση της αυτή δεν προσβλήθηκε από τον ενάγοντα. Ακόμα και αν η ίδια κρίση ήταν εσφαλμένη, το παρόν Δικαστήριο δε θα μπορούσε να αυξήσει το ποσό που επιδικάστηκε στον ενάγοντα, αφού τότε θα χειροτέρευε ανεπίτρεπτα (άρθρο 536 § 1 ΚΠολΔ) η θέση της εκκαλούσας. Ακολούθως, από το ως άνω συνολικό ποσό (των 2.667,66 €) η εκκαλουμένη, παρασυρθείσα από την εσφαλμένη εκ μέρους της εναγομένης άθροιση των καταβληθέντων, αφαίρεσε μόνον επτακόσια τριάντα εννέα ευρώ και είκοσι τρία λεπτά (739,23 €) και κατά παραδοχή της σχετικής ενστάσεως κατά ένα μέρος της αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης στην προς τον ενάγοντα καταβολή της διαφοράς των χιλίων εννιακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (1.928,43 €).

Ήδη με τον τέταρτο λόγο της έφεσή της η εκκαλούσα επαναφέρει τον ισχυρισμό της περί ολικής εξοφλήσεως της συγκεκριμένης απαίτησης του ενάγοντος με καταβολή δύο χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (2.794,71 €), που είχε προταθεί και πρωτοδίκως, ο οποίος και πρέπει να γίνει δεκτός καθώς αποδεικνύεται βάσιμος. Ειδικότερα, από τις αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος που φέρουν τη μη ρητώς αμφισβητούμενης γνησιότητας υπογραφή του λαβόντος και επέχουν θέση εξοφλητικής αποδείξεως (άρθρο 424 εδαφ. α ΑΚ) προκύπτει ότι αυτός έλαβε για την εν λόγω αιτία («διπλά δρομολόγια») όλα τα παραπάνω αναλυτικώς αναφερόμενα χρηματικά ποσά και, επομένως, η κρινόμενη απαίτησή του έχει εξοφληθεί καθ’ ολοκληρίαν. Να σημειωθεί ότι αποδεδειγμένη θεωρείται και η καταβολή τριακοσίων οκτώ ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (308,15 €), τριάντα εννέα ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (39,78 €) και είκοσι δύο ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (22,78 €), που αναγράφονται στις εξοφλητικές αποδείξεις που εκδόθηκαν για το χρονικό διάστημα 1 – 13 Αυγούστου 2017, για το Σεπτέμβριο 2018 και για τα αναδρομικά του έτους 2018, μολονότι επ’ αυτών δεν έχει τεθεί η υπογραφή του ενάγοντος και τούτο διότι τα ποσά αυτά περιέχονται στις υπέρτερες αποδοχές του (ύψους 1076,53 €, 221,83 € και 247,84 € αντίστοιχα) για τα συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, που καταβλήθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό του, στον οποίο παγίως η εναγόμενη κατέθετε τη μισθοδοσία του (και συγκεκριμένα στο με αριθμό …………. της Τράπεζας Πειραιώς) στις 14.8.2017, 4.9.2018 και 17.1.2019 αντίστοιχα, όπως προκύπτει από τα αντίγραφα κινήσεως του λογαριασμού αυτού που ο ίδιος προσκομίζει. Άλλωστε, την καταβολή του ποσού των χιλίων εβδομήντα έξι ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (1.076,53 €) στις 14.8.2017, το οποίο αντιστοιχεί στο σύνολο των αποδοχών του για το χρονικό διάστημα από 1 έως 13 Αυγούστου 2017 και στο οποίο εμπεριέχεται το ποσό των τριακοσίων οκτώ ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (308,15 €), που αντιστοιχεί στην πρόσθετη αμοιβή του για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ο ενάγων συνομολογεί με το δικόγραφο των από 24.9.2020 προτάσεών του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (βλ. σελ. 10 αυτού). Κατόπιν αυτών πρέπει να γίνει δεκτός ο ερευνώμενος λόγος έφεσης και μετ’ εξαφάνιση της εκκαλουμένης ως προς το κεφάλαιό της αυτό λόγω του αποδεικτικού σφάλματός της να απορριφθεί η αγωγή κατά το αντίστοιχο κεφάλαιο της ως ουσιαστικά αβάσιμη.

VIΙΙ. Εξάλλου, στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 της ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§ 3)».

Με την ένδικη αγωγή του ο ενάγων επικαλέστηκε ότι κατά τα χρονικά διαστήματα των διαδοχικών ναυτολογήσεών του η εναγομένη πλοιοκτήτρια εταιρία ουδέποτε του παρείχε διανυκτέρευση χωρίς μάλιστα να του καταβάλει πλήρες το νόμιμο αντάλλαγμα για τις μη παρασχεθείσες διανυκτερεύσεις και ζήτησε να αποζημιωθεί για είκοσι τέσσερις (24) διανυκτερεύσεις τις οποίες στερήθηκε εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε τους ισχυρισμούς του κατά ένα μέρος και του επιδίκασε αποζημίωση ύψους τετρακοσίων ένδεκα ευρώ και σαράντα επτά λεπτών (411,47 €). Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι ο ενάγων έλαβε δύο [2] άδειες διανυκτέρευσης στις 27.7.2017 και στις 31.8.2018. Τούτο επιβεβαιώνεται από τις αντίστοιχες αιτήσεις του, που εγκρίθηκαν με την υπογραφή του προϊστάμενου Αρχιθαλαμηπόλου, του Υπάρχου και του Πλοιάρχου του πλοίου. Επομένως, ο ενάγων για τους μήνες Ιούλιο του έτους 2017 και Αύγουστο του έτους 2018 έλαβε τις προβλεπόμενες  άδειες διανυκτέρευσης και δεν δικαιούται αποζημιώσεως. Αντιθέτως, οι  από 1.9.2018 και 3.9.2018 αιτήσεις του ενάγοντος, στις οποίες η εναγόμενη επιχειρεί να θεμελιώσει τη χορήγηση αντιστοίχων αδειών διανυκτέρευσης, δε φέρουν υπογραφή του Πλοιάρχου του πλοίου, όπως απαιτείται για τη χορήγηση διανυκτέρευσης, σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως. Επομένως, ο ενάγων δεν έλαβε δεκατρείς [13] ακόμα άδειες διανυκτέρευσης για το έτος 2017 και δέκα [10] άδειες για το έτος 2018, τις οποίες δικαιούτο. Η εναγομένη ισχυρίζεται, βέβαια, ότι όλες οι νόμιμες διανυκτερεύσεις χορηγήθηκαν στον ενάγοντα, από αυτές όμως στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου καταγράφονταν μόνον εκείνες που χορηγούνταν στους ναυτικούς που απουσίαζαν από τους πλόες του πλοίου και τούτο «για λόγους ασφάλειας». Ο ισχυρισμός της αυτός επιβεβαιώνεται μεν από το μάρτυρα ανταποδείξεως, όμως από μόνη την κατάθεση αυτή δεν κλονίζεται το αντίθετο αποδεικτικό συμπέρασμα του Δικαστηρίου τούτου, δεδομένου ότι η μνεία στο ημερολόγιο γέφυρας των χορηγούμενων στα μέλη του πληρώματος αδειών διανυκτέρευσης συνιστά νόμιμη υποχρέωση του πλοιάρχου κάθε ακτοπλοϊκού πλοίου, που θεσπίστηκε όχι μόνο για λόγους ασφάλειας των πλόων του, δια της συμμετοχής σ’ αυτούς επαρκούς για την αξιοπλοΐα του αριθμού ναυτικών αλλά και για αποδεικτικούς λόγους. Επομένως, ενόψει του ότι η εναγομένη δεν είχε ρυθμίσει τις υπηρεσίες των μελών του πληρώματος, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η χορήγηση των ως άνω διανυκτερεύσεων του ενάγοντος σε κάποιο λιμένα αφετηρίας ή προορισμού των δρομολογίων του ανωτέρω πλοίου της, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, οφείλεται σ’ αυτόν η προβλεπόμενη αποζημίωση διανυκτέρευσης, η οποία ανέρχεται στο συνολικό χρηματικό ποσό των εννιακοσίων εβδομήντα ευρώ και εξήντα λεπτών [(13 + 10 μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις =) 23 διανυκτερεύσεις Χ 42,20 € ανά διανυκτέρευση (928,36 € ο μισθός ενέργειας καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα/22) = 970,60 €), από το οποίο πρέπει να αφαιρεθούν πεντακόσια εξήντα επτά ευρώ και πενήντα τρία λεπτά (567,53 €), που από τις αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος αποδεικνύεται ότι του έχουν καταβληθεί, με αποτέλεσμα το υπόλοιπο της απαιτήσεώς του από την αιτία αυτή να ανέρχεται σε τετρακόσια τρία ευρώ και επτά λεπτά (970,60 – 567,53 € = 403,07 €). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του προσδιόρισε το οφειλόμενο για την αιτία αυτή υπόλοιπο της σχετικής απαιτήσεως του ενάγοντος στο ως άνω χρηματικό ποσό (411,47 €), λαμβάνοντας ως βάση το μισθό ενέργειας όχι της ΣΣΝΕ του έτους 2017, όπως κατά τα ανωτέρω όφειλε αλλά εκείνον της επόμενης ΣΣΝΕ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό εν μέρει βάσιμο πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσης.

IΧ. Εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984,  ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 2/2019, ΧρΙΔ 2019/504). Πάντως, η ανωτέρω διάταξη έχει εφαρμογή στην περίπτωση που ο δικαιούχος ασκεί το δικαίωμα  επιδιώκοντας την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει σ’ αυτό, το οποίο πράγματι υφίσταται, όχι δε και όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα της αγωγής, αποκρούοντας το δικαίωμα ως μη αναγνωριζόμενο από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και  η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝ 2003/70). Τέλος, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων αποδοχών του (ΑΠ 1158/2009, Ε7/2012/996, ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕΦΠειρ. 397/2020, αδημ.).

Με τον έκτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη – εκκαλούσα επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση περιουσιακών αξιώσεων που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις αξιώσεις αυτές. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς ουδέποτε να ισχυριστεί ότι υποαμείβεται, αντιθέτως, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της εργοδότριας καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράσει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων  αποδοχών του και υπέγραφε άνευ επιφυλάξεως τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής) κατ’ ουσίαν αναγνώριζε και διαβεβαίωνε την εναγόμενη ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτού του τελευταίου απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας υποστηρίζοντας ότι τον έχει εξοφλήσει πλήρως. Και αν όμως γινόταν δεκτό ότι ο ισχυρισμός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 ΚΠολΔ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, στα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση καταχρηστικότητας, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Άλλωστε, η περιγραφόμενη στάση του εναγομένου συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος του μισθωτού θα συνιστούσε μια τέτοια υπογραφή σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος ο ναυτικός και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότρια, η οποία θα τις ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη. Εξάλλου, μόνον το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τον επίμαχο ισχυρισμό της εναγομένης ως νομικά αβάσιμο και, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, ο ερευνώμενος λόγος θα απορριφθεί ως αβάσιμος.

Χ. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η ένδικη έφεση ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους της και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να επιδικαστεί στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα πέντε ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών [966,69 € + 1.188,95 € + 302,18 € + 814,97 € + 403,07 € = 3.675,86 €]. Με βάση δε το αίτημα του τελευταίου πρέπει Α] να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (2.558,71 €), που αντιστοιχεί στην διαφορά των αποδοχών υπερωριακής απασχόλησής του στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BS1, της αποζημιώσεως για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις και εορταστικού επιδόματος των Χριστουγέννων 2017, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και Β] να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της στην προς αυτόν καταβολή του συνολικού χρηματικού ποσού των χιλίων εκατόν δεκαεπτά ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (1.117,15 €) για όλες τις υπόλοιπες αιτίες που κρίθηκαν [διαφορές επιδομάτων δώρων εορτών], με το νόμιμο τόκο από το ίδιο ως άνω αφετήριο χρονικό σημείο και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΧΙ. Περαιτέρω, όπως, μεταξύ άλλων, προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεχθεί την έφεση οριστικά και κατ’ ουσίαν και απορρίψει ολικά ή εν μέρει την αγωγή, εφόσον αποδειχθεί ότι η απόφαση που προσβάλλεται εκτελέστηκε, διατάζει, αν το ζητήσει ο εκκαλών, κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, με αίτηση υποβαλλόμενη είτε με το δικόγραφο της έφεσης είτε με τις προτάσεις, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν την εκτέλεση της απόφασης που εξαφανίστηκε, η οποία πρέπει να προαποδεικνύεται. Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής απαιτείται, αφενός μεν, η οριστική και κατ’ ουσίαν παραδοχή της έφεσης κατ’ αποφάσεως του πρώτου βαθμού που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή και η συνεπεία αυτής απόρριψη της αγωγής και αφετέρου, η εκτέλεση της προσβληθείσας με την έφεση αποφάσεως, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης αλλά εκτείνεται και στο πεδίο της εκούσιας συμμόρφωσης του εναγομένου προς το διατακτικό της εκκαλουμένης, προς το σκοπό αποτροπής της εναντίον του εκτελέσεως με τα μέσα του ΚΠολΔ, εφόσον και αυτή είναι απότοκη της επιδικασθείσας και με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλισθείσας απαίτησης (ΑΠ 1118/2020, ΑΠ 1175/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν η απόρριψη της αγωγής είναι μερική, ανάλογη είναι και η επαναφορά των πραγμάτων (ΑΠ 1392/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1206/1992, Δνη 1994/1314 = Δνη 1994/1321 = ΕΕΔ 1993/1056, Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος πρώτος, ανατύπωση β΄ έκδοσης, 67, σελ. 182). Για τη συζήτηση του αιτήματος επαναφοράς των πραγμάτων δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου (ΑΠ 188/2003, Δνη 2003/716, ΜονΕφΠειρ 97/2012, ΕΝαυτΔ 2012/97), αφού το αίτημα αυτό δεν έχει αυτοτέλεια και δεν εισάγει νέο αντικείμενο δίκης (Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ι, Γενικό Μέρος, 2017, § 11, αρ. 85, σελ. 255), όμως, η προηγηθείσα εκτέλεση πρέπει να προαποδεικνύεται, καθόσον η έλλειψη της προαπόδειξης απολήγει σε απαράδεκτο του αιτήματος που υποβάλλεται στο δικαστήριο που δικάζει το ένδικο μέσο (ΜονΕφΔωδ. 275/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 5957/2009, Δνη 2001/1657, ΕφΑθ. 4395/1992, ΕΣυγκΔ 1993/375, Χ. Απαλαγάκη, Επαναφορά και Αποζημίωση μετά την αναγκαστική εκτέλεση, 1994, σελ. 70 επομ. [81- 83], Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τόμος Ε, 1997, άρθρο 914, αρ. 10, σελ. 191). Εάν η επαναφορά των πραγμάτων συνίσταται στην απόδοση χρημάτων, αποδοτέα είναι, εκτός άλλων, το κεφάλαιο, οι τόκοι του κεφαλαίου και οι επί του αθροίσματος αυτών (κεφαλαίου και τόκοι κεφαλαίου) νόμιμοι τόκοι, μετά από αίτημα του δικαιούχου – εκκαλούντος. Στο ποσό της επαναφοράς περιλαμβάνονται και οι φόροι που αντιστοιχούν στα καταβληθέντα και παρακρατήθηκαν από τον οφειλέτη για να αποδοθούν στο Δημόσιο για λογαριασμό του δανειστή (ΕφΑθ. 5084/2001, Δνη 2003/1413), εφόσον όμως πράγματι αποδόθηκαν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Οι τόκοι αρχίζουν από τον χρόνο επιδόσεως στον υπόχρεο εφεσίβλητο της αποφάσεως του εφετείου που διατάσσει την απόδοσή τους, καθόσον ο εφεσίβλητος καθίσταται υπερήμερος από την γνώση της ανατροπής της αποφάσεως, ενόψει του ότι πριν από τη γνωστοποίηση της εξαφάνισης της εκκληθείσας αποφάσεως κατέχει τα δοθέντα με βάση την απόφαση αυτή ως νόμιμο τίτλο (ΟλΑΠ 5/2001, Δνη 2001/378 = Δ 2001/698 = ΕΔΚΑ 2001/596 = ΕΕΔ 2001/315, ΑΠ 51/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, η εκκαλούσα εταιρία με τις προτάσεις της ισχυρίζεται ότι συμμορφούμενη με την εκκαλουμένη κατέβαλε στις 25.11.2019 στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων ευρώ (6.000 €), κατά το οποίο εκείνη κηρύχθηκε εν μέρει προσωρινά εκτελεστή και ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, δηλαδή να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να της αποδώσει τα καταβληθέντα με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της καταβολής τους.

Η αίτηση αυτή, για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται, όπως εκτέθηκε, η καταβολή δικαστικού ενσήμου, είναι παραδεκτή και κατά το κύριο αίτημά της νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 914 του ΚΠολΔ. Όμως, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, το παρεπόμενο αίτημα της τοκοφορίας των καταβληθέντων είναι νόμιμο μόνο για το μετά την επίδοση της παρούσας χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, από το εκ μέρους της εκκαλούσας προσκομιζόμενο αντίγραφο της από 25.11.2019 απόδειξης καταβολής προσωρινά επιδικασθέντος κεφαλαίου προαποδεικνύεται ότι αυτή δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που την εκπροσώπησε και στο ακροατήριο τόσο του πρωτοβάθμιου όσο και του παρόντος Δικαστηρίου, εκουσίως και πριν την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της κατέβαλε στην πληρεξούσια δικηγόρο του ενάγοντος, που τον εκπροσώπησε και στο ακροατήριο τόσο του πρωτοβάθμιου όσο και του παρόντος Δικαστηρίου και ενεργούσε στο όνομα και για λογαριασμό του, το χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ (5.400 €), δια της παραδόσεως της με αριθμό ……… ισόποσης επιταγής της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ», που εκδόθηκε σε διαταγή της αμέσου αντιπροσώπου του ενάγοντος με χρέωση του λογαριασμού της εκκαλούσας και δεν αμφισβητείται ότι πληρώθηκε όταν νομοτύπως εμφανίστηκε στην πληρώτρια. Στην ίδια έγγραφη απόδειξη γίνεται μνεία του ότι «…από το προσωρινώς εκτελεστό επιδικασθέν κεφάλαιο … παρακρατήθηκε και θα αποδοθεί νόμιμα φόρος μισθωτών υπηρεσιών 10%, ήτοι ποσού 600,00 ευρώ…». Όμως, το παρακρατηθέν ποσό δεν προαποδεικνύει η εκκαλούσα ότι πράγματι το κατέβαλε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Κατ’ ακολουθίαν, μετά την κατά παραδοχή της εφέσεως εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την εν μέρει απόρριψη της αγωγής, πρέπει το κρινόμενο αίτημα επαναφοράς να γίνει εν μέρει δεκτό και ως βάσιμο κατ’ ουσίαν και να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν εκτελεστεί η προσωρινώς εκτελεστή διάταξη της εκκαλουμένης που εξαφανίστηκε και, ακολούθως, να υποχρεωθεί ο ενάγων να αποδώσει στην εναγομένη – εκκαλούσα το χρηματικό ποσόν κατά το οποίο τα προς αυτόν καταβληθέντα υπερβαίνουν τα σ’ αυτόν επιδικαζόμενα και, συγκεκριμένα, το ποσόν των χιλίων επτακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και δεκατεσσάρων λεπτών (5.400 € – 3.675,86 € = 1724,14 €), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας απόφασης.

ΧΙΙ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων

Δέχεται την έφεση τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.

Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (2.558,71 €) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των χιλίων εκατόν δεκαεπτά ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (1.117,15 €) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Δέχεται το κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ αίτημα της εκκαλούσας και διατάσσει την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν εκτελεστεί η προσωρινώς εκτελεστή διάταξη της απόφασης που εξαφανίστηκε.

Υποχρεώνει τον ενάγοντα να αποδώσει στην εναγόμενη το χρηματικό ποσό των χιλίων επτακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και δεκατεσσάρων λεπτών (1.724,14 €) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας αποφάσεως.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε πεντακόσια ευρώ (500 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Ιουλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ