Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 345/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης    345 /2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη, Εφέτη και Ελένη Νικολακοπούλου,  Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ….., 2) της εταιρείας ………….. 3) …………. 4) ………… 5) ………… και 6) ………….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο δια του  πληρεξουσίου δικηγόρου Νικολάου Μαθιόπουλου και

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …………. 2) ……… 3) …………. και 4) ………….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους Γρηγόριο Τιμαγένη και Βασίλειο Σκουτέρη, 5) …………. που δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 6) …………. που δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 7) της εταιρείας ………….., η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Μαρίας-Αγγελικής Βλάχου.

Οι τέσσερις πρώτοι των εφεσιβλήτων, άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 19.9.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………./19.9.2016 αγωγή κατά των εκκαλούντων καθώς και των πέμπτου, έκτου και έβδομης των εφεσιβλήτων, επί της οποίας εξεδόθησαν η υπ’αριθμ.4930/2017 μη οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου και ακολούθως η υπ’αριθμ.2026/2019 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την έκανε εν μέρει δεκτή.

Τις αποφάσεις αυτές προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, οι δεύτερος, τρίτος, έκτη, έβδομος, όγδοη και ένατη των εναγομένων και ήδη εκκαλούντες, με την από 18.9.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/18.9.2019 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …………./26.9.2019 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 18.9.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../18.9.2019 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../26.9.2019 έφεση των εκκαλούντων, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.2026/2019 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 19.9.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./19.9.2016 αγωγής των ………….., ήδη τεσσάρων πρώτων των εφεσιβλήτων, σε βάρος της πρώτης εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «………….», με καταστατική έδρα στη Μονρόβια Λιβερίας και εγκατεστημένο γραφείο στον Πειραιά, ήδη έβδομης εφεσίβλητης, των δευτέρου, τρίτου, έκτης, έβδομου και όγδοης των εναγομένων, ……………, ήδη εκκαλούντων, καθώς και των τετάρτου και πέμπτου των εναγομένων, ………….., ήδη πέμπτου και έκτου των εφεσιβλήτων και της ένατης των εναγομένων αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…………», με καταστατική έδρα τις Νήσους Μάρσαλ, νομίμως εκπροσωπούμενης, ήδη δεύτερης εκκαλούσας και την έκανε εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά αβάσιμη, συνεκκαλουμένης και της συναφούς μη οριστικής υπ’αριθμ.4930/2017 αποφάσεως του ιδίου Δικαστηρίου, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, ερήμην του πέμπτου και έκτου των εφεσιβλήτων, καθόσον, όπως προκύπτει από τις υπ’αριθμ………….΄και ………..΄/10.10.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………….., που προσκομίζουν και επικαλούνται οι εκκαλούντες, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ανωτέρω έφεσης, με πράξη καταθέσεως και προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την παρούσα δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα σ’αυτούς, πλην όμως  δεν εμφανίστηκαν κατά τη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, πρέπει, συνεπώς, να δικασθούν ερήμην, αλλά η διαδικασία να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτοί παρόντες [άρθρο 524 παρ.4 εδαφ.α΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 44 παρ. 1 του ν. 3994/2011 και η συγκεκριμένη παράγραφος εξακολουθεί να ισχύει υπό τον Ν.4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από 1.1.2016 ένδικα μέσα, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ (όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015 – ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και τις διατάξεις του άρθρου 591 παρ.1 α΄ ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015), που εφαρμόζονται στην διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, κατ’εφαρμογή του άρθρου 524 παρ.1 ΚΠολΔ (όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015)].

ΙΙ. Οι ενάγοντες, με την προαναφερθείσα αγωγή τους, εξέθεσαν ότι η πρώτη εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «……………», εδρεύει κατά το καταστατικό της στην Λιβερία και έχει σκοπό τη διαχείριση των φορτηγών πλοίων ξηρού φορτίου (bulk carriers) και υγρού φορτίου (tankers), της οικογενειακής ναυτιλιακής επιχείρησης, τα οποία είναι εγγεγραμμένα στα νηολόγια Πειραιά και φέρουν, κατά πλείστον αλλοδαπή σημαία, πλην ενός που φέρει ελληνική, ενώ έχει εγκαταστήσει  γραφείο στον Πειραιά, που ασκείται η διοίκηση της και ιδρύθηκε από τους αδελφούς, ……….., δεύτερο των εναγομένων και τον ήδη αποβιώσαντα πατέρα τους, ……………, με ποσοστό συμμετοχής εκάστου σε αυτή 50%, εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του οποίου τυγχάνουν αυτοί, ως τέκνα του, είχαν δε εκδοθεί 100 μετοχές που παριστούσαν το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου και ήταν ενσωματωμένες σε έναν και μόνο ανώνυμο μετοχικό τίτλο (υπ’ αριθμόν 1), συνδικαιούχοι του οποίου ήταν τα ανωτέρω αδέρφια, ιδρυτές της εταιρείας, …………….. και …………. σε ποσοστό 50% έκαστος και ότι μετά το θάνατο του πατέρα τους ………. και της συζύγου του, μητέρας των εναγόντων, οι τελευταίοι υπεισήλθαν αιτία κληρονομικής διαδοχής στην ιδρυόμενη εκ του ως άνω μοναδικού τίτλου μετοχική σχέση, εις τρόπον ώστε να έχουν καταστεί συνδικαιούχοι του ως άνω τίτλου και της απορρέουσας εξ αυτού μετοχικής σχέσεως κατά ποσοστό 50% ισομερώς, από κοινού με τον θείο τους, δεύτερο των εναγομένων, στον οποίο ανήκει το υπόλοιπο ποσοστό εξ αδιαιρέτου, πλην όμως αυτός υπό τις παραινέσεις και προτροπές της δεύτερης συζύγου του, …….., έκτης των εναγομένων και των τέκνων τους, ……… και ………., έβδομου και όγδοης των εναγομένων, παρέπεισε τα νόμιμα μέλη του διμελούς διοικητικού συμβουλίου της, ως άνω, εναγομένης διαχειρίστριας εταιρείας, ……….. και ……………, τέταρτο και πέμπτο των εναγομένων, να υπογράψουν στον Πειραιά την από 24.4.2015 απόφαση του ΔΣ, κατά το περιεχόμενο της οποίας ο ως άνω μετοχικός τίτλος, που ενσωμάτωνε όλες τις μετοχές της εταιρείας και ανήκε κατ’ ισομοιρία, αφενός στους ενάγοντες, ως τέκνα του αρχικού δικαιοπαρόχου και κατόχου του και αφετέρου στον δεύτερο εναγόμενο, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, ακυρώθηκε δια αντικαταστάσεως του από δύο μετοχικούς τίτλους, που δεν ανταποκρίνονταν στην αληθινή μετοχική σύνθεση της εταιρείας και δη από έναν ονομαστικό τίτλο (υπ’ αριθμόν 2) εκδοθέντα στο όνομα του δεύτερου εναγομένου, …………….. ., που παριστούσε ποσοστό 52% επί του μετοχικού κεφαλαίου, που ακολούθως μεταβιβάσθηκε στην συμμετοχική εταιρεία συμφερόντων του με την επωνυμία «……….», ένατη των εναγομένων και από έναν ανώνυμο εις τον κομιστή μετοχικό τίτλο (υπ’ αριθμόν 3), που παριστούσε ποσοστό 48% επί του μετοχικού κεφαλαίου και, κατά τους ισχυρισμούς του …………….. ., αποτελούσε την πραγματική συμμετοχή του πατέρα των εναγόντων, …….. στο μετοχικό κεφάλαιο της και, ως εκ τούτου, η ως άνω ληφθείσα στον Πειραιά απόφαση του ΔΣ της εναγομένης διαχειρίστριας εταιρείας είναι πρωτίστως άκυρη, ως αντιβαίνουσα στο νόμο, εφόσον απαιτείτο η συναίνεση όλων των συνδικαιούχων για την διανομή του κοινού εν λόγω μοναδικού μετοχικού τίτλου, με αποτέλεσμα να μην αναπτύσσει καμία έννομη συνέπεια, άλλως είναι ακυρώσιμη διότι υφαρπάχθηκε με εξαπάτηση των εναγομένων μελών του ΔΣ, ……….. και ………., από τον δεύτερο εναγόμενο και τον υιό του, έβδομο των εναγομένων, άλλως νοθεύτηκε η βούληση τους, αφού εμφιλοχώρησε ουσιώδης πλάνη εν τη δηλώσει, κατά την υπογραφή της εν λόγω απόφασης των μελών του, ως άνω, συλλογικού οργάνου, εις τρόπον ώστε, να υφίσταται διάσταση μεταξύ της πραγματικής βουλήσεως τους και της δηλώσεως βουλήσεως, που εκφράσθηκε δια της υπογραφής της ως άνω αποφάσεως του ΔΣ  και ότι για τον ίδιο λόγο είναι άκυρη και η από 27.4.2015 απόφαση του ΔΣ, που ακολούθησε για την περαιτέρω μεταβίβαση του ονομαστικού τίτλου (υπ’ αριθμόν 2), που εκδόθηκε στο όνομα του δευτέρου εναγομένου,   …………….., στην ένατη εναγομένη εταιρεία. Ακολούθως, οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι ο δεύτερος εναγόμενος,  ενεργώντας, ως πληρεξούσιος, της εμφανιζόμενης πλέον, ως μετόχου της πρώτης  εναγομένης, ενάτης εναγομένης εταιρείας, κατά ποσοστό 52%, συγκάλεσε γενική συνέλευση των μετόχων της πρώτης εναγομένης εταιρείας στο Μονακό και με την από 2.9.2015 απόφαση αυτής,  αντικατέστησε το  έως τότε νομίμως εκλεγέν ΔΣ αυτής, ένεκα υποτιθέμενης παραίτησης των ανωτέρω εναγομένων μελών του και διόρισε  στη θέση του νέο,  αποτελούμενο από τον ίδιο, τον τρίτο των εναγομένων, που τελούσε υπό τις εντολές του και τον τέταρτο των εναγομένων, παρά το γεγονός ότι οι ενάγοντες ουδέποτε κλήθηκαν σαν μέτοχοι για να παρασταθούν, ούτε γνώριζαν περί της ως άνω γενικής συνέλευσης, ούτε είχαν παράσχει στον ……………..   σχετικό πληρεξούσιο για να τους εκπροσωπήσει, όπως αναληθώς αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό της, η δε από 1.9.2015 εξουσιοδότηση, που φέρεται να έχει δώσει η τρίτη των εναγόντων,   …………….. προς τον θείο της,   …………….. για να την εκπροσωπήσει στην εν λόγω γενική συνέλευση των μετόχων, που σε κάθε περίπτωση ήταν προϊόν απάτης, άλλως πλάνης της, δεν αφορά τους λοιπούς ενάγοντες, οι οποίοι ούτε προσκλήθηκαν νόμιμα, ούτε παραστάθηκαν ή εκπροσωπήθηκαν στην γενική αυτή συνέλευση, οι δε ως άνω πλημμέλειες καθιστούν άκυρη την ανωτέρω απόφαση τούτης, όπως και την, με την ίδια ημερομηνία, σχετική απόφαση του νέου ΔΣ, που λήφθηκε στο Μονακό, περί συγκρότησης του σε σώμα και γι’αυτό δεν αναπτύσσουν καμία έννομη συνέπεια, άλλως διότι η εν λόγω απόφαση του νέου ΔΣ υπογράφεται και από τον   …………….., πλην όμως η υπογραφή του ετέθη εξ ουσιώδους πλάνης δια εξαπατήσεως του από τον δεύτερο και τον έβδομο των εναγομένων και, ως εκ τούτου, είναι ακυρώσιμη, οι δε φερόμενες από 1.9.2015 επιστολές παραίτησης των μέχρι τότε νομίμων δύο μελών του ΔΣ της πρώτης εναγομένης εταιρείας, τετάρτου και πέμπτου των εναγομένων, υφαρπάστηκαν ομοίως με εξαπάτηση τους και είναι ακυρώσιμες, οι δε ενάγοντες ανακάλυψαν τα ανωτέρω αναφερόμενα, στις 14.4.2016, όταν πληροφορήθηκαν, ότι με εντολή του   …………….. μεταφέρθηκαν από τραπεζικούς λογαριασμούς της εναγομένης διαχειρίστριας εταιρείας σε ατομικούς τραπεζικούς λογαριασμούς στο όνομα το δικό του και της εναγομένης συζύγου του, ποσά της τάξεως των 15.000.000 Δολαρίων ΗΠΑ, κατόπιν σχετικής από 13.4.2016 απόφασης του ΔΣ της εταιρείας, εν αγνοία τους, περί διανομής μερίσματος και επιπλέον, στις 2.6.2016 έλαβε χώρα στο Λονδίνο συνεδρίαση του παράνομου ΔΣ της πρώτης εναγομένης εταιρείας αποτελούμενου από τον   …………….., τον …………… και τον   …………….., στην οποία παραστάθηκαν μόνο οι δύο πρώτοι, και αποφασίσθηκε η Γενική Συνέλευση των μετόχων της εταιρείας για τις 24.6.2016, που κατόπιν αναβολής για τις 28.6.2016 και διακοπής της, έλαβε χώρα στις 6.7.2016, χωρίς να κληθούν οι ενάγοντες, οπότε και ελήφθη απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων, μόνο με τις ψήφους της εκπροσωπουμένης από τον δεύτερο εναγόμενο, ένατης εναγομένης, με την οποία παύθηκε από μέλος του ΔΣ ο   ……………..  και ανακλήθηκαν όλες οι αρμοδιότητες του, αποφασίσθηκε δε η εκλογή νέου ΔΣ αποτελούμενου από τους …………., δεύτερο και τρίτο των εναγομένων και . …………….., υιό του . …………….., έβδομο των εναγομένων, η δε ως άνω από 6.7.2016 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων είναι άκυρη, αφού συγκλήθηκε από μη νομίμως εκλεγέν και συγκροτηθέν ΔΣ και δεν συγκροτήθηκε νόμιμα, για τους προαναφερόμενους λόγους, επιπλέον δε ισχυρίστηκαν ότι από τις παράνομες και υπαίτιες εκτιθέμενες πράξεις των δευτέρου, έκτης, εβδόμου και όγδοης των εναγομένων, προκλήθηκαν σοβαρά προβλήματα σχετικά με την κίνηση των τραπεζικών λογαριασμών της πρώτης εναγομένης, που τηρούνται στα αναφερόμενα στην αγωγή πιστωτικά ιδρύματα και συνακόλουθα σοβαρά προσκόμματα στη διενέργεια πληρωμών της πρώτης εναγομένης, προς τα πληρώματα των πλοίων, το προσωπικό, τους προμηθευτές κλπ.. Με βάση το ανώτερο ιστορικό, οι ενάγοντες επικαλούμενοι έννομο συμφέρον συνιστάμενο στην αμφισβήτηση της μετοχικής τους ιδιότητας στο μετοχικό κεφάλαιο της πρώτης εναγομένης, καθώς και στην εμφάνιση δυσλειτουργιών στη λειτουργία της τελευταίας, ζητούν, κατ’ ορθή εκτίμηση του αιτητικού της αγωγής, να αναγνωριστεί: α) η εταιρική ιδιότητα τους, ως μετόχων της πρώτης εναγομένης εταιρείας, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου και κατ’ ισομοιρίαν, ως συνδικαιούχοι με τον δεύτερο εναγόμενο, μέτοχο κατά το υπόλοιπό 50%, του συνόλου των μετοχών της πρώτης εναγομένης, β) ότι είναι άκυρη η απόφαση του ΔΣ της πρώτης εναγομένης της 24.4.2015, ως ενσωματώνεται στο με την ίδια ημερομηνία πρακτικό της, με την οποία απεφασίσθη η διανομή του ανωτέρω μόνου μετοχικού τίτλου, ως γενόμενη άνευ της συναινέσεως τους, ως συνδικαιούχων, των ενσωματωμένων μετοχών της εταιρείας, γ) ότι είναι άκυρη η γενόμενη άνευ της συναινέσεως τους διανομή των κοινών μετοχών και του με αριθμό 1 μετοχικού τίτλου, καθώς και η αντικατάσταση του με τους ανωτέρω υπό στοιχεία 2 και 3 και ακολούθως και 4, τίτλους και επομένως, ότι παραμένουν συνδικαιούχοι των εν λόγω μετοχών κατά 50% αδιαιρέτως και κατ’ ισομοιρίαν, ομού μετά του δευτέρου εναγομένου, δικαιούχου των μετοχών κατά το λοιπό 50%, δ) ότι είναι άκυρη η από 27.4.2015 απόφαση του ΔΣ της πρώτης εναγομένης και η υπ’ αυτής γενόμενη αντικατάσταση του μετοχικού τίτλου 2 με το μετοχικό τίτλο 4, ως ενσωματώνεται η ανωτέρω στο με ίδια ημερομηνία πρακτικό της, ε) ότι τυγχάνουν άκυρες οι αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων της πρώτης εναγόμενης της 2.9.2015 και της 6.7.2016, καθώς και οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης, που φέρονται ότι έλαβαν χώρα στις 2.9.2015 και στις 2.6.2016, ως ενσωματώνονται οι ανωτέρω αποφάσεις στα με ίδια ημερομηνία πρακτικά τους αντιστοίχως, στ) ότι είναι άκυρες, άλλως να ακυρωθούν, οι από 1.9.2015 παραιτήσεις του τέταρτου και πέμπτου των εναγομένων, καθώς και η από 1.9.2015 εξουσιοδότηση της τρίτης ενάγουσας για τη ΓΣ της 2.9.2015, η) ότι το διοικητικό συμβούλιο της πρώτης εναγόμενης αποτελείται από τον τέταρτο και πέμπτο των εναγομένων, που εξελέγησαν νομότυπα κατά την γενική συνέλευση της 18ης-2.2014, άλλως ότι εξακολουθεί να υφίσταται η έννομη σχέση τούτων, ως μελών του ΔΣ της πρώτης εναγόμενης και τέλος, να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη.

Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε αρχικά η συνεκκαλούμενη υπ’αριθμ.4930/2017 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία, προκειμένου να κριθούν, κατά το εφαρμοστέο δίκαιο της Λιβερίας, τα ζητήματα της εγκυρότητας των προσβαλλομένων πράξεων των οργάνων της πρώτης εναγομένης εταιρείας, της ιδιότητας των εναγόντων, ως μετόχων, αυτής, της νομιμότητας ή όχι της παραίτησης των εναγομένων μελών του ΔΣ της και τις συνέπειες της, ως προς την έννομη σχέση, που συνδέει τα μέλη αυτά με την εναγομένη εταιρεία και σχετίζεται με την αντιπροσωπευτική εξουσία των οργάνων της και εντεύθεν την νόμιμη και δικαστική εκπροσώπηση της πρώτης εναγομένης εταιρείας, καθώς και όσον αφορά τα επικαλούμενα ελαττώματα των δηλώσεων βουλήσεως τους, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, κατ’άρθρο 254 ΚΠολΔ, προκειμένου οι ενάγοντες να προσκομίσουν νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου με το κείμενο των σχετικών διατάξεων του λιβεριανού δικαίου ή γνωμοδότηση νομομαθούς, καθώς και τυχόν θεωρητική και νομολογιακή ερμηνεία των διατάξεων αυτών, αναφορικά με τα συναφή μνημονευόμενα ειδικότερα ζητήματα.

Μετά την πλήρωση των ταχθεισών ως άνω προϋποθέσεων εκ μέρους των εναγόντων, εισήχθη η υπόθεση με κλήση τους για συζήτηση και εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’αριθμ.2026/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο νομίμως συγκροτήθηκε (αρθ. 254 παρ. 3 ΚΠολΔ) υπό σύνθεση διάφορη εκείνης υπό την οποία εξεδόθη η προαναφερθείσα μη οριστική υπ’αριθμ.4930/2017 απόφαση, καθόσον συνέτρεξαν εξαιρετικοί προς τούτο φυσικοί και νομικοί λόγοι (ΑΠ 2006/2013, ΑΠ 871/2011, ΑΠ 834/2010 δημ.ΤΝΠ “Νόμος”) και ειδικότερα, η Πρόεδρος της σύνθεσης, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Κωνσταντίνα Λέκκου, αποχώρησε από το Ναυτικό Τμήμα και στην θέση της ορίστηκε Πρόεδρος του Τμήματος, ο Βασίλειος Τσελέπης, Πρόεδρος Πρωτοδικών, ο δε σύνεδρος, Πρωτοδίκης, Χαρίλαος Παππάς, ορίστηκε Ανακριτής και στην θέση του τοποθετήθηκε ο Γεώργιος Σερετίδης, Πρωτοδίκης. Με την εκκαλουμένη αυτή οριστική απόφαση, αφού το Δικαστήριο έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία, προς έρευνα της ένδικης διαφοράς, κατ’άρθρο 3 ΚΠολΔ, ως εκ του τόπου της πραγματικής έδρας της πρώτης εναγομένης εταιρείας και της κατοικίας του τέταρτου και του πέμπτου των εναγομένων και λόγω ομοδικίας για τους λοιπούς και εφαρμοστέο τυγχάνει, όσον αφορά μεν το κληρονομητό της μετοχικής σχέσης και των μετοχικών τίτλων, το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο της ιθαγένειας του κληρονομούμενου,   …………….., όσον αφορά δε την εγκυρότητα των προσβαλλομένων αποφάσεων των οργάνων της πρώτης εναγομένης, την έννομη σχέση των μελών του διοικητικού συμβουλίου της, τέταρτου και πέμπτου των εναγομένων, με αυτήν, την εγκυρότητα των δηλώσεων παραίτησης τους και τις συνέπειες της, ως προς την αντιπροσωπευτική τους εξουσία, κατά το δίκαιο της καταστατικής έδρας της πρώτης εναγομένης, ήτοι το Λιβεριανό και τέλος, αναφορικά με τα εμπράγματα δικαιώματα επί των ένδικων μετοχών, το ελληνικό δίκαιο, ως εκ του τόπου, όπου βρίσκονται τα αξιόγραφα, κρίθηκε νόμιμη η αγωγή, κατά τις αντίστοιχα εφαρμοζόμενες διατάξεις και ακολούθως, αφού έγινε δεκτό ότι ο δεύτερος εναγόμενος, ………… και ο αποθανών αδελφός του, ………………, ήταν μέτοχοι της πρώτης εναγομένης και συνδικαιούχοι, κατ’ισομοιρία, του ανώνυμου μετοχικού τίτλου της και, λόγω κληρονομικής διαδοχής, κατέστησαν συνδικαιούχοι της μετοχικής σχέσης και του μετοχικού τίτλου, κατά ποσοστό 50% οι ενάγοντες τέκνα τούτου και ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις της ΓΣ και του ΔΣ της πρώτης εναγομένης εταιρείας, περί αντικατάστασης του εν λόγω μετοχικού τίτλου, περαιτέρω μεταβίβασης του εκδοθέντος στο όνομα του δευτέρου εναγομένου, εκλογής νέου διοικητικού συμβουλίου και συγκρότησης του σε σώμα, σύγκλησης απ’αυτό γενικής συνέλευσης και εκλογής απ’αυτήν νέου διοικητικού συμβουλίου, είναι αυτοδικαίως άκυρες, ως αντιβαίνουσες στις οικείες διατάξεις του νόμου και του καταστατικού της εταιρείας, ενώ οι από 1.9.2015 εξουσιοδότηση και παραιτήσεις αντίστοιχα, δεν ήταν μεν προϊόντα πλάνης ή απάτης, αλλά δεν έφεραν τα σκοπούμενα έννομα αποτελέσματα,  έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε αφενός την εταιρική ιδιότητα των εναγόντων, ως μετόχων της πρώτης εναγομένης κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, κατ’ισομοιρίαν και συνδικαιούχων με τον δεύτερο εναγόμενο του συνόλου των μετοχών της εταιρείας και αφετέρου την ακυρότητα των προσβαλλομένων αποφάσεων του ΔΣ και ΓΣ της εναγομένης και ότι το ΔΣ αυτής αποτελείται από τον τέταρτο και πέμπτο των εναγομένων.

Κατά της ανωτέρω οριστικής αποφάσεως, παραπονούνται ήδη με την ένδικη έφεση οι ηττηθέντες εναγόμενοι, για τους αναφερομένους λόγους, που στο σύνολο τους ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, όπως ειδικότερα εκτίθεται στο δικόγραφο και ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης οριστικής αποφάσεως, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, αλλά και της συνεκκαλουμένης μη οριστικής, αν και δεν περιλαμβάνει οριστικές διατάξεις, ούτε προσβάλλεται με ειδικό λόγο έφεσης, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη της.

III. Ενόψει του ότι στην υπό κρίση περίπτωση πρόκειται περί ιδιωτικής διαφοράς από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέσης με στοιχεία αλλοδαπότητας (Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ., Γεν. Μερ, παρ. 2), τίθεται θέμα εξεύρεσης του εφαρμοστέου επ’αυτής δικαίου. Ως προς το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο λεκτέα τα εξής: Kατά το άρθρο 10 του ΑΚ η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Τα επιμέρους ζητήματα που ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. Ως «έδρα» νοείται στη διάταξη αυτή όχι η καταστατική, αλλά η πραγματική, δηλαδή ο τόπος, στον οποίο είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, με άλλα λόγια ο τόπος στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υπόστασής του, στον οποίο ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για την λειτουργία του αποφάσεις. Απόκλιση από τον θεσπιζόμενο με το άρθρο 10 ΑΚ κανόνα της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου εισάγεται (πέραν εκείνης του άρθρου 24§3 εδάφ. 2 της κυρωθείσης με τον ν. 2893/1954 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας της 3-8-1954 μεταξύ της Ελλάδας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, περίπτωση που δεν ενδιαφέρει εδώ), με το άρθρο 1 ν. 791/1978, σύμφωνα με το οποίο ναυτιλιακές εταιρίες  που η σύσταση τους έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήταν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων (με εξαίρεση αυτές που είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες σκαφών αναψυχής) με ελληνική σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή ήθελαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 ν.27/1975 (που έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 28 του ν.814/1978, τροποποιηθεί με το άρθρο 75§5 του ν. 1892/1990 και αντικατασταθεί εκ νέου με το άρθρο 4 του ν. 2234/1994) ή των α.ν. 89/1967 και  378/1968, διέπονται ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, στην οποία βρίσκεται κατά το καταστατικό τους η (μόνη) έδρα τους, ανεξάρτητα από τον τόπο, από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους. Με τη διάταξη του άρθρου 25§7 του ν. 27/1975, όπως ισχύει κατά τα ανωτέρω, η εφαρμογή των διατάξεων αυτών του άρθρου 1 ν.791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές εταιρίες, πλοιοκτήτριες πλοίων με ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία τους διαχειρίζονται γραφεία ή υποκαταστήματα εταιριών του άρθρου 25 ν. 27/1975, όπως ισχύει κατά τα ανωτέρω. Η προαναφερθείσα περίπτωση αποτελεί εξαιρετικό δίκαιο, κατ’ απόκλιση του άρθρου 10 του ΑΚ, όπως η έννοιά του προσδιορίσθηκε ανωτέρω, αφού οι ως άνω διατάξεις ρητά συνδέουν την ικανότητα δικαίου αυτών των εταιριών στην Ελλάδα με το δίκαιο της χώρας της καταστατικής έδρας τους (ΟλΑΠ 2/2003 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος = ΕΕμπΔ 2003.60 = ΧρΙΔ 2003.240 = ΔΕΕ 2003.525, όπου σημείωση Λίας Αθανασίου και Σπυρίδωνος Αλεξανδρή στις σελίδες 527 επόμ. = ΕΝαυτΔ 2003.35, όπου και σημείωση Αθανασίου Μακράκη στη σελίδα 38 = ΝοΒ 2003.1392 = ΕπισκΕμπΔ 2003.117, όπου και εισαγωγικό σημείωμα Κωνσταντίνου Παμπούκη = ΕλλΔνη 2003.388, όπου και η πρόταση του Εισαγγελέα του ΑΠ Ευάγγελου Κρουσταλλάκη στη σελίδα 391, ΟλΑΠ 2/1999 ΑρχΝ 1999.351 = ΕλλΔνη 1999.271 = ΔΕΕ 1999.605 = Δ 2000.210 = ΕΕμπΔ 1999.364 = ΕπισκΕμπΔ 1999.451 = ΕΝαυτΔ 1999.81 = ΝοΒ 1999.1113 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 28 του ΑΚ, οι κληρονομικές σχέσεις διέπονται από το δίκαιο της ιθαγένειας, που είχε ο κληρονομούμενος, όταν πέθανε. Η εν λόγω διάταξη που υιοθετεί την αρχή της ενότητας της κληρονομίας, ορίζει εφαρμοστέο επί της κληρονομίας κινητών και ακινήτων, οπουδήποτε και αν αυτά κείνται, καθώς και για όλες τις δημιουργούμενες από την κληρονομία αυτή σχέσεις, το δίκαιο της κατά το χρόνο του θανάτου ιθαγένειας του κληρονομουμένου. Μεταξύ των δημιουργουμένων από την κληρονομία σχέσεων είναι και το κληρονομητό ή μη των κεφαλαιουχικών εταιριών, όπου λόγω του μη προσωποπαγούς χαρακτήρα της έννομης σχέσης, όπως συμβαίνει, κατά το άρθρο 773 του ΑΚ επί προσωπικών εταιριών, ισχύει το κληρονομητό, οπότε σε περίπτωση αλλοδαπής εταιρίας, με το δίκαιο της ιθαγένειας του κληρονομουμένου θα κριθεί αν, σε ποιον και με ποιους όρους μεταβιβάζεται το περιουσιακό τους στοιχείο, δηλαδή τα κληρονομικά μερίδια ή οι μετοχές της εταιρίας, οι οποίες (μετοχές) ενσωματώνουν σε αξιόγραφο (τίτλο) σταθερό ποσοστό του κεφαλαίου της εταιρείας και σαν πράγμα είναι αντικείμενο κυριότητας και κληρονομίας. Έτσι, στην περίπτωση των ναυτιλιακών εταιριών του άρθρου 1 του Ν. 791/78, σύμφωνα με το οποίο και κατ’απόκλιση του κανόνα του άρθρου 10 ΑΚ, ορίζεται ότι εφόσον η σύσταση τους έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας και ήταν ή είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίου υπό Ελληνική σημαία (με εξαίρεση αυτές που είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες σκαφών αναψυχής) διέπονται ως προς τη σύσταση ή ικανότητα δικαίου, από το δίκαιο της χώρας, στην οποία βρίσκεται η καταστατική τους έδρα, ανεξαρτήτως του τόπου στον οποίο διευθύνονται εξ ολοκλήρου οι υποθέσεις τους (ΑΠ 1183/2019, ΑΠ 201/2014, ΤΝΠ Νόμος), το κληρονομητό ή όχι των μετοχών τους και ο τρόπος που υπεισέρχονται στην κληρονομία οι κληρονόμοι, αλλά και το ποσοστό τους θα κριθεί κατά το δίκαιο της ιθαγένειας, που είχε ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του (ΑΠ 1421/2014 ΔΕΕ 2015.244). Επομένως, επί των δημιουργουμένων εκ κληρονομίας σχέσεων, όπως είναι και το κληρονομητό ή μη των κεφαλαιουχικών εταιριών, ή αυτών που προσομοιάζουν με κεφαλαιουχικές, το δίκαιο της ιθαγένειας του κληρονομουμένου θα κρίνει αν, σε ποιον και με ποιους όρους μεταβιβάζονται ως κληρονομικά μερίδια οι μετοχές της εταιρίας, οι οποίες ενσωματώνουν σε αξιόγραφο (τίτλο) σταθερό ποσοστό του κεφαλαίου της εταιρίας και σαν πράγμα είναι αντικείμενο κυριότητας και κληρονομίας. Ειδικότερα, από το δίκαιο της ιθαγένειας του κληρονομουμένου ρυθμίζονται, εκτός των άλλων, η ύπαρξη και η έκταση του κληρονομικού δικαιώματος (ΕφΑθ 8614/1999 ΕλλΔνη 2002.1078, ΕφΘεσ 2010/2003 Αρμ 2005.849), ο χρόνος επέλευσης της κληρονομικής διαδοχής, οι προϋποθέσεις, με τις οποίες μπορεί να γίνει κάποιος κληρονόμος, η κτήση και η αποποίηση της κληρονομίας, τα ένδικα βοηθήματα του κληρονόμου κατά του προσώπου που αντιποιείται το κληρονομικό του δικαίωμα και τα ζητήματα, που αφορούν τον εκτελεστή της διαθήκης (Σπ.Βρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 1988,  κεφ ε΄, § 2, σελ 201 και Αστικός Κώδικας Απ Γεωργιάδη – Μιχ. Σταθόπουλου, άρθρο 28, αριθμ 2, 3, σελ. 53). Όμως τα ζητήματα, που σχετίζονται με τη νομή και τα εμπράγματα δικαιώματα στα κληρονομιαία πράγματα ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας, όπου βρίσκονται (άρθρο 27 ΑΚ), ενώ κατά το δίκαιο αυτό ρυθμίζεται και η προστασία του εμπραγμάτου δικαιώματος, καθώς και τα διαθέσιμα μέσα για την προστασία του σε περίπτωση προσβολής (ΕφΑθ 8614/1999 ΕλλΔνη 2002.1078). Ειδικότερα κατά το άρθρο 27 του ΑΚ, η νομή και τα εμπράγματα δικαιώματα σε κινητά και ακίνητα ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας που βρίσκονται. Σύμφωνα με την τελευταία διάταξη το δίκαιο της τοποθεσίας του πράγματος (lex rei sitae), κινητού ή ακινήτου, εφαρμόζεται για όλα τα εμπράγματα δικαιώματα, καθορίζοντας τα είδη τους, το περιεχόμενο τους, τον τρόπο κτήσης, μεταβίβασης και απώλειας τους, κατά το ίδιο δε δίκαιο ρυθμίζεται η προστασία των εμπραγμάτων δικαιωμάτων και τα διαθέσιμα για την προστασία αυτών σε περίπτωση προσβολής μέσα (ΕφΠειρ 852/2013 ΔΕΕ 2013.1192). Επί ανωνύμων χρεογράφων τα επί του χαρτίου εμπράγματα δικαιώματα κρίνονται από τη lex rei sitae (στην περίπτωση των ενσωμάτων αξιογράφων, όπως είναι οι ανώνυμες μετοχές, από το δίκαιο του τόπου, όπου ευρίσκεται το αξιόγραφο, lex cartae sitae), ενώ τα εκ του χαρτίου δικαιώματα από το δίκαιο, που διέπει την έννομη σχέση που συστήθηκε με την έκδοση του, και δη στην περίπτωση των ανωνύμων μετοχών από το δίκαιο της καταστατικής έδρας της εταιρίας, που τις εξέδωσε (lex sedis, ΕφΑθ 4648/2014 ΔΕΕ 2015.145). Περαιτέρω, ως προς τη δυνατότητα ένας ή περισσότεροι μετοχικοί τίτλοι να ενσωματώνουν περισσότερες από μία μετοχές, ονομαστικές ή στον κομιστή, αν δύναται ένας μετοχικός τίτλος να ανήκει σε περισσότερους, το είδος και τον αριθμό των μετοχών, που μπορεί να εκδώσει η εταιρία τύπου Corporation, πως εκπροσωπείται η εταιρία αυτή, πώς συγκαλείται και συνέρχεται η Γενική Συνέλευση των μετόχων μίας τέτοιας εταιρίας, ποιοι θεωρούνται μέτοχοι, ποιοι μέτοχοι δικαιούνται να συμμετάσχουν και να ψηφίσουν στη Γενική Συνέλευση, ποιες είναι οι απαιτήσεις απαρτίας και πλειοψηφίας για τη λήψη απόφασης από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων, αν η παράβαση των διατάξεων αυτών επισύρει ακυρότητα και πώς αυτή απαγγέλλεται, τούτο θα κριθεί σύμφωνα με το δίκαιο της καταστατικής έδρας της πρώτης εναγομένης εταιρείας, και συγκεκριμένα με το δίκαιο της Λιβερίας. Ειδικότερα, στην κρινόμενη περίπτωση, από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τους ενάγοντες-εφεσιβλήτους από 21.2.2020, 16.9.2019, 29.1.2018 και 30.1.2017 Νομικές Πληροφορίες του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, σχετικά με την εμπορική ανώνυμη εταιρία (business corporation), τις μετοχές της εταιρίας αυτού του τύπου και την ακυρότητα των εταιρικών πράξεων, κατά το Λιβεριανό δίκαιο, τις από 27.10.2017 και 14.11.2017 συμπληρωματικές γνωμοδοτήσεις του δικηγόρου Λιβερίας, ………., τις από 11.5.2018 και 9.11.2018 γνωμοδοτήσεις του δικηγόρου Ν.Υόρκης, ………., την από 14.9.2018 γνωμοδότηση του δικηγόρου Λιβερίας και εταίρου στην δικηγορική εταιρεία “…………..”, ………, την από 14.9.2018 γνωμοδότηση του δικηγόρου Ουάσιγκτον, …………, την από 8.2.2017 γνωμοδότηση του δικηγόρου Λιβερίας ……… και τις διατάξεις του Λιβεριανού Νόμου περί Eμπορικών Eταιριών του 1976 (Title 5 Associations Law, 1976 Liberian Codes of Laws revised), οι οποίες προσκομίζονται από τους διαδίκους αυτούσιες, προκύπτουν τα ακόλουθα: Στη Λιβερία, τα ζητήματα τα σχετικά με την εταιρία τύπου Cοrporation ρυθμίζονται από τον νόμο περί εμπορικών εταιριών του 1976 (Business Corporation Act 1976 – εφεξής: Νόμος), ο οποίος περιλαμβάνεται στον πέμπτο τίτλο («Τίτλος 5 – Δίκαιο Ενώσεων») του Κώδικα Νόμων της Λιβερίας (τέθηκε σε ισχύ την 3η lανουαρίου 1977). Για θέματα που δεν καλύπτονται από τη νομοθεσία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι κανόνες του αγγλικού και αμερικανικού κοινοδικαίου (το δίκαιο, δηλαδή, που διαμορφώθηκε από τη νομολογία με βάση τις προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις και την αρχή της επιείκειας). Ο εν λόγω τύπος εταιρίας, τόσο ως προς τα γενικά χαρακτηριστικά του (π.χ. μετοχικό κεφάλαιο, γενικές συνελεύσεις, διοικητικό συμβούλιο, μερίσματα, εκκαθάριση, κλπ.), όσο και ως προς τον τρόπο σύστασης και λειτουργίας του, προσιδιάζει περισσότερο προς τις ανώνυμες εταιρίες  του ελληνικού δικαίου, με περισσότερη ωστόσο ευελιξία ως προς τη σύσταση και λήψη αποφάσεων των οργάνων της. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 4.4 του ως άνω νόμου, στο υποχρεωτικό περιεχόμενο του καταστατικού περιλαμβάνεται ρητή μνεία του αριθμού των μετοχών που μπορούν να εκδοθούν καθώς και της φύσης τους (ως μετοχές ονομαστικές ή ανώνυμες, μετά ή άνευ ονομαστικής αξίας κλπ). Σύμφωνα με την παράγραφο 5.1.(1) του Νόμου, η εταιρία έχει την εξουσία να εκδώσει τον αριθμό των μετοχών που αναφέρεται στο καταστατικό της. Τέτοιες μετοχές μπορούν να ανήκουν σε μία ή περισσότερες κατηγορίες ή σε μία ή περισσότερες σειρές εντός μίας κατηγορίας, καθεμία από τις οποίες κατηγορίες μπορεί να περιέχει μετοχές με ή χωρίς ονομαστική αξία, μπορεί να είναι ονομαστικές μετοχές ή μετοχές στον κομιστή, με δικαίωμα ψήφου, πλήρες ή περιορισμένο, ή χωρίς δικαίωμα ψήφου και κατανεμημένες σε τέτοιες σειρές ή έχουσες τέτοιες εξουσίες, δικαιώματα προτίμησης, δικαιώματα συμμετοχικά, ειδικά δικαιώματα και χαρακτηριστικά ή περιορισμούς, όπως θα ορίζει το καταστατικό ή η απόφαση περί έκδοσης τέτοιων μετοχών που λαμβάνεται από το διοικητικό συμβούλιο δυνάμει ρητής προς τούτο εξουσιοδότησης από τις διατάξεις του καταστατικού. Ο Νόμος δεν περιλαμβάνει διάταξη σχετικά με τη δυνατότητα ένας ή περισσότεροι μετοχικοί τίτλοι, οι οποίοι ενσωματώνουν μία ή περισσότερες μετοχές στον κομιστή ή και ονομαστικές μετοχές, να ανήκουν σε περισσότερα από ένα πρόσωπα από κοινού. Το κοινοδίκαιο προβλέπει τη δυνατότητα ορισμένο περιουσιακό στοιχείο να ανήκει από κοινού σε περισσότερα πρόσωπα. Εφόσον δεν προκύπτει άλλως από τον νόμο ή τη συμφωνία μεταξύ των μερών, η σχέση χαρακτηρίζεται ως «tenancy in common» (κατοχή από κοινού), η οποία συνίσταται στην κοινή και εξ αδιαιρέτου κατοχή ενός πράγματος από δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με ίσα ή ανόμοια μερίδια. Κάθε κάτοχος από κοινού κατέχει το κοινό αντικείμενο βάσει συγκεκριμένου τίτλου και είναι κύριος ενός αδιαίρετου δικαιώματος επί του αντικειμένου. «Κατοχή από κοινού» υφίσταται σε κάθε περίπτωση που το περιουσιακό στοιχείο αποτελεί αντικείμενο κυριότητας δύο ή περισσότερων προσώπων δυνάμει μεταβίβασης, κληρονομικής διαδοχής, δικαστικής απόφασης κ.λπ. Σύμφωνα με την παράγραφο 7.11.(1) του Νόμου, οι καταχωρισμένοι μέτοχοι που έχουν ονομαστικές μετοχές και οι κομιστές ανώνυμων μετοχών με δικαίωμα ψήφου στη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρίας έχουν μία ψήφο για κάθε μετοχή, εκτός αν το καταστατικό ορίζει άλλως. Σύμφωνα δε με τους κανόνες του κοινοδικαίου σχετικά με την «κατοχή από κοινού», η κατοχή του περιουσιακού στοιχείου από έναν εκ των «κατόχων από κοινού» λογίζεται ως κατοχή από όλους. Περαιτέρω, η «κατοχή από κοινού» αποτελεί σχέση εμπιστοσύνης, κατά την οποία κάθε «κάτοχος από κοινού» έχει υποχρέωση να ενεργεί με γνώμονα το κοινό συμφέρον. Οι «κάτοχοι από κοινού» αποφασίζουν από κοινού για τα ζητήματα που αφορούν το κοινό αντικείμενο, ενώ ένας «κάτοχος από κοινού» δεν μπορεί να δεσμεύσει τους λοιπούς «κατόχους από κοινού» ως προς το κοινό αντικείμενο, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή τους ή τη μεταγενέστερη έγκρισή τους. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που μία μετοχή η οποία αντιπροσωπεύει μία ψήφο, ανήκει από κοινού και εξ αδιαιρέτου σε περισσότερα πρόσωπα, τα πρόσωπα αυτά, ως «κάτοχοι από κοινού», ψηφίζουν από κοινού, ανεξάρτητα από το ποσοστό συμμετοχής του καθενός στην κοινή κυριότητα του μετοχικού τίτλου. Σύμφωνα με την παράγραφο 5.8.(1) του Νόμου, οι μετοχές της εταιρίας αντιπροσωπεύονται με πιστοποιητικά που υπογράφονται από δύο αξιωματούχους της εταιρίας (officers), εκτός αν έχει οριστεί μόνον ένας αξιωματούχος ή αν ως αρμόδιος έχει οριστεί οποιοσδήποτε εκ των αξιωματούχων της εταιρίας, οπότε τα πιστοποιητικά υπογράφονται από το πρόσωπο αυτό. Οι υπογραφές των αξιωματούχων σε πιστοποιητικό μπορεί να είναι ομοιοτυπικό αντίγραφο, αν το πιστοποιητικό υπογράφεται επιπλέον από πράκτορα (transfer agent) ή αν έχει καταχωρισθεί από αρχειοφύλακα άλλον από την ίδια την εταιρεία ή τους υπαλλήλους της. Σε περίπτωση που οποιοσδήποτε αξιωματούχος που έχει υπογράψει ή που ομοιοτυπικό αντίγραφο της υπογραφής του έχει τεθεί σε πιστοποιητικό, έχει παύσει να φέρει την ιδιότητα τέτοιου αξιωματούχου πριν από την έκδοση του πιστοποιητικού, το πιστοποιητικό μπορεί να εκδοθεί από την εταιρεία και θα φέρει την ίδια ισχύ, σαν αυτός (ο αξιωματούχος) να είχε την ιδιότητα του αξιωματούχου κατά την ημερομηνία έκδοσης. Σύμφωνα με την παράγραφο 5.8.(6) του Νόμου, η εταιρεία μπορεί να προβεί στην έκδοση νέου πιστοποιητικού σε αντικατάσταση προϋπάρχοντος σε περίπτωση απώλειας, κλοπής ή καταστροφής αυτού, εφόσον το διοικητικό συμβούλιο πεισθεί για το αληθές των σχετικών ισχυρισμών. Η εταιρεία μπορεί να ζητήσει από τον κύριο του απολεσθέντος, κλαπέντος ή καταστραφέντος πιστοποιητικού να καταβάλει στην εταιρεία εγγύηση επαρκή για την αποζημίωση της σε περίπτωση έγερσης αγωγής εναντίον της σχετικά με την έκδοση του νέου πιστοποιητικού. Ο Νόμος δεν αναφέρει άλλη περίπτωση αντικατάστασης πιστοποιητικού. Επίσης, σύμφωνα με τους κανόνες του κοινοδικαίου,  «η κατοχή από κοινού» λήγει με τη διανομή του κοινού αντικειμένου μεταξύ των κατόχων από κοινού» είτε κατόπιν μεταξύ τους συμφωνίας είτε με δικαστική απόφαση. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατή η αντικατάσταση του κοινού πιστοποιητικού που ενσωματώνει όλες τις κοινές μετοχές με περισσότερα από ένα πιστοποιητικά, χωρίς τη συναίνεση όλων των από κοινού κατόχων του κοινού πιστοποιητικού.

Σύμφωνα με  τις παραγράφους 7.5.,7.6. l, 7.10. του Νόμου, στη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρίας συμμετέχουν οι μέτοχοι, που καταχωρίζονται εκ των προτέρων βάσει των μετοχικών τους τίτλων, καθώς και τα πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί να εκπροσωπήσουν μετόχους, δυνάμει πληρεξουσίου (proxy), που υπογράφεται από τον μέτοχο ή πληρεξούσιο του. Σε περίπτωση μετοχών που ανήκουν από κοινού, κατ’ ιδανικά μερίδια, σε περισσότερους από έναν δικαιούχους, η εξουσιοδότηση για τη συμμετοχή στη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας  πρέπει να δοθεί από όλους τους από κοινού δικαιούχους βάσει της εσωτερικής τους σχέσης. Περαιτέρω, σύμφωνα με το δίκαιο της Λιβερίας, οι εταιρικές μετοχές θεωρούνται γενικά ατομική ιδιοκτησία, η οποία δύναται να μεταβιβάζεται όπως κάθε άλλο περιουσιακό στοιχείο, εκτός αν κάτι τέτοιο απαγορεύεται από το Καταστατικό ή από τον εσωτερικό Κανονισμό της εταιρίας. Σύμφωνα με το Λιβεριανό Δίκαιο των Εταιριών (τμήμα 5.8.2.) το καταστατικό μπορεί να προβλέπει ότι μετά από αίτηση ενός μετόχου αυτός μπορεί να ανταλλάξει τις μετοχές στον κομιστή που κατέχει με ονομαστικές μετοχές ή τις ονομαστικές του μετοχές με μετοχές στον κομιστή. Η μετοχική ιδιότητα για τη συμμετοχή προσώπων που επικαλούνται ότι είναι μέτοχοι της εταιρίας στη Γ.Σ. των μετόχων της μπορεί να αποδειχθεί με οποιοδήποτε έγγραφο, διαθήκη, μία εγγραφή ή μία αυθεντική αγορά μετοχών από την εταιρία καθ’εαυτή ή από άλλους κατόχους μετοχών ή από τα εταιρικά αρχεία, τα οποία θα αποδεικνύουν πως και πότε τα πρόσωπα αυτά απέκτησαν τις μετοχές της εταιρίας (από 8.2.2017 γνωμοδότηση του δικηγόρου Λιβερίας ……………..).

Περαιτέρω, τα ζητήματα τα σχετικά με το διοικητικό συμβούλιο λιβεριανής εταιρείας τύπου “corporation”, ρυθμίζονται από το κεφάλαιο 6 του Νόμου. Σύμφωνα με την παράγραφο 6.1. τούτου, το διοικητικό συμβούλιο είναι το όργανο που διοικεί και εκπροσωπεί την εταιρεία, ενώ σύμφωνα με την παράγραφο 6.2 του Νόμου, τα ειδικά προσόντα των μελών του διοικητικού συμβουλίου ορίζονται από το καταστατικό. Ο Νόμος δεν περιλαμβάνει διάταξη που να ορίζει ρητά τη φύση της έννομης σχέσης που δημιουργείται μεταξύ μελών του διοικητικού συμβουλίου και της εταιρείας, αν δηλαδή είναι αμιγώς οργανική ή υπάρχει και άλλη εσωτερική συμβατική σχέση· όπως, ωστόσο, προκύπτει από τη διάταξη της παραγράφου 6.12 του Νόμου, η ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου δεν είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του υπαλλήλου (employee) ή του αξιωματούχου (officer) της εταιρείας. Η ρύθμιση αυτή συνάδει με τον κανόνα του κοινοδικαίου ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να εξυπηρετούν την εταιρεία υπό οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα. Ως εκ τούτου, δεν αποκλείεται μέλος του διοικητικού συμβουλίου να έχει και άλλη έννομη σχέση, όπως π.χ. σύμβαση εργασίας, η οποία παραμένει σε ισχύ  μετά τη λήξη της ιδιότητας του μέλους του διοικητικού συμβουλίου, χωρίς να θίγονται τα εκ της σχέσης αυτής δικαιώματα, εξουσίες και υποχρεώσεις. Η εκλογή και η θητεία των μελών του διοικητικού συμβουλίου ορίζεται στην παράγραφο 6.4. του Νόμου, η οποία έχει σε μετάφραση ως εξής: § 6.4. Εκλογή και θητεία των μελών του διοικητικού συμβουλίου. 1. Τρόπος και θητεία. Το διοικητικό συμβούλιο εκλέγεται σε κάθε ετήσια συνέλευση των μετόχων με θητεία ως την επόμενη ετήσια συνέλευση, με εξαίρεση την περίπτωση της παραγράφου 6.5 (κατηγοριοποίηση μελών του διοικητικού συμβουλίου). Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει την εκλογή ενός ή περισσότερων μελών του διοικητικού συμβουλίου από τους κατόχους μετοχών συγκεκριμένης τάξης ή σειράς. 2. Διάρκεια θητείας. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου διατηρούν την ιδιότητά τους έως την εκπνοή της περιόδου για την οποία έχουν εκλεγεί και μέχρι ο διάδοχός τους να εκλεγεί και διοριστεί, ή έως να παραιτηθούν. Σύμφωνα με τον κανόνα του κοινοδικαίου, η έναρξη της οργανικής σχέσης του μέλους του διοικητικού συμβουλίου με την εταιρεία προϋποθέτει, εκτός από την εκλογή του, την αποδοχή της ανάληψης των καθηκόντων του. Η αποδοχή μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, δηλαδή μπορεί να συνάγεται από τις περιστάσεις, όπως π.χ. από την εν τοις πράγμασι εκτέλεση των καθηκόντων του μέλους του διοικητικού συμβουλίου ή ακόμη και από τη μη άρνηση ανάληψης των καθηκόντων του, αφού ενημερωθεί για την εκλογή του. Όπως προκύπτει από την παράγραφο 6.4.2 σε συνδυασμό με την παράγραφο 6.9. του Νόμου, η ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου και κατ’ επέκταση η οργανική του σχέση με την εταιρεία  λήγει: α) με την εκπνοή της περιόδου για την οποία έχει εκλεγεί, και συγκεκριμένα μέχρι ο να εκλεγεί και διοριστεί ο διάδοχός του, β) με την παραίτησή του και γ) με την απομάκρυνσή του με απόφαση της γενικής συνέλευσης της εταιρείας. Ο Νόμος δεν ρυθμίζει ειδικότερα τη λήξη της θητείας του μέλους του διοικητικού συμβουλίου με παραίτηση. Κατά τους κανόνες του κοινοδικαίου, η δήλωση παραίτησης είναι άτυπη, δηλαδή μπορεί να είναι προφορική ή να συνάγεται από τις περιστάσεις, αρκεί να προκύπτει σαφώς. Η παραίτηση ισχύει, δηλαδή επιφέρει έννομα αποτελέσματα, από τον χρόνο περιέλευσης στην εταιρεία, χωρίς να απαιτείται για την εγκυρότητά της η αποδοχή ή η έγκρισή της από την εταιρεία (εκτός αν η αποδοχή ή έγκριση έχει τεθεί ως όρος της ισχύος και της επέλευσης των αποτελεσμάτων της). Επισημαίνεται δε ότι όπως προαναφέρθηκε, η εταιρεία διοικείται και εκπροσωπείται από το διοικητικό συμβούλιο, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 6.1. του Νόμου. Εξάλλου κατά την παράγραφο 2.2 (ζ) του ίδιου Νόμου, η εταιρεία, με την επιφύλαξη των περιορισμών που προβλέπονται από τους νόμους και το καταστατικό έχει την εξουσία «να επιλέγει και να διορίζει στελέχη, υπαλλήλους και άλλους εκπροσώπους (agents) της εταιρίας, να καθορίζει τα καθήκοντά τους…». Όπως καταφαίνεται από τις διατάξεις αυτές, το όργανο εκπροσώπησης της εταιρείας είναι καταρχήν το διοικητικό συμβούλιο, το οποίο μπορεί να αναθέσει την εκπροσώπηση σε άλλα πρόσωπα και να καθορίσει τις εξουσίες των προσώπων αυτών υπό τους περιορισμούς του νόμου και του καταστατικού. Ο Νόμος δεν ρυθμίζει ρητά σε ποιο όργανο πρέπει να υποβληθεί η δήλωση παραίτησης όλων των μελών του διοικητικού συμβουλίου. Επισημαίνεται, όμως, ότι ο Νόμος προβλέπει δύο όργανα της εταιρείας: το διοικητικό συμβούλιο (παράγραφοι 6.1. επ.) και τη γενική συνέλευση των μετόχων (παράγραφοι 7.1. επ.). Σύμφωνα με την παράγραφο 6.6.1. του Νόμου, οι κενές θέσεις μελών του διοικητικού συμβουλίου καλύπτονται με απόφαση της πλειοψηφίας των μελών του διοικητικού συμβουλίου, ακόμη και αν δεν υπάρχει απαρτία, εκτός αν το καταστατικό ορίζει ότι οι εν λόγω θέσεις καλύπτονται με απόφαση της γενικής συνέλευσης. Ο Νόμος δεν ρυθμίζει συγκεκριμένα ποιος εκπροσωπεί την εταιρεία σε περίπτωση παραίτησης όλων των μελών του διοικητικού συμβουλίου έως την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου και πώς επηρεάζεται η εκπροσώπηση της εταιρείας εάν κατόπιν παραίτησης όλων των μελών του διοικητικού συμβουλίου επακολούθησε εκλογή μελών διοικητικού συμβουλίου με απόφαση γενικής συνέλευσης η οποία τυγχάνει άκυρη. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι σύμφωνα με τον κανόνα του κοινοδικαίου -που ουσιαστικά επαναλαμβάνεται στη διάταξη της παραγράφου 6.4.2. του Νόμου-, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου διατηρούν την ιδιότητά τους και μετά τη λήξη της θητείας τους, μέχρι την εκλογή και ανάληψη καθηκόντων από τους διαδόχους τους, για όσο χρόνο η εταιρεία συνεχίζει τη λειτουργία της (holdover doctrine). Πρόκειται για έναν κανόνα που αποσκοπεί στην εξασφάλιση της συνέχειας της εταιρείας σε σχέση με τρίτους. Η σχετική νομολογία δέχεται μεν ότι ο κανόνας καταρχήν δεν ισχύει σε περίπτωση παραίτησης μέλους του διοικητικού συμβουλίου, ωστόσο, στις διαθέσιμες πηγές δεν εντοπίστηκε δικαστική απόφαση που να αντιμετωπίζει την περίπτωση παραίτησης όλων των μελών του διοικητικού συμβουλίου και την εν συνεχεία εκλογή νέων μελών με άκυρη απόφαση της γενικής συνέλευσης. Εξάλλου, ο Νόμος δεν περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με την επίδραση στην παραίτηση μέλους του διοικητικού συμβουλίου της διάστασης μεταξύ δήλωσης και βούλησης λόγω πλάνης ή απάτης. Σύμφωνα με τους κανόνες του κοινοδικαίου, η δικαιοπραξία που καταρτίζεται συνεπεία ουσιώδους πλάνης είναι καταρχήν άκυρη (void), δηλαδή στερείται έννομων συνεπειών· μπορεί, ωστόσο, να αποκτήσει ισχύ, εφόσον επικυρωθεί. Αν η πλάνη οφείλεται σε αμέλεια, η δικαιοπραξία είναι ισχυρή. Το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη ικανοποίηση (relief) σε περίπτωση κατάρτισης δικαιοπραξίας συνεπεία πλάνης στον ζημθιωθέντα. Το πρόσωπο που προέβη στην κατάρτιση της δικαιοπραξίας συνεπεία πλάνης μπορεί να επικαλεστεί την πλάνη, προκειμένου να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του βάσει της δικαιοπραξίας. Περαιτέρω, κατά το κοινοδίκαιο, η δικαιοπραξία που καταρτίζεται συνεπεία απάτης είναι ακυρώσιμη κατ’ επιλογή του ζημιωθέντος από αυτή (avoidable at the option of the injured person). (Νομική πληροφορία από 29.1.2018 Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου).

Περαιτέρω, οι βασικές διατάξεις σχετικά με τις συνελεύσεις των μετόχων του ανωτέρω τύπου εταιρίας έχουν περιληφθεί στο κεφάλαιο 7 του Νόμου, σύμφωνα με τις οποίες: «7.1. Συνελεύσεις μετόχων. 1. Τόπος της συνέλευσης. Οι συνελεύσεις των μετόχων μπορούν να λαμβάνουν χώρα είτε εντός είτε εκτός Λιβερίας, όπως ορίζεται από τον εσωτερικό Κανονισμό (Bylaws). 2. Χρόνος διενέργειας της συνέλευσης. Εργασίες. Εκτός εάν οι διευθυντές (μέλη ΔΣ) εκλεγούν με έγγραφη συναίνεση αντί ετήσιας συνέλευσης, όπως επιτρέπεται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, η ετήσια συνέλευση των μετόχων θα πραγματοποιείται για την εκλογή διευθυντών (μελών ΔΣ) σε ημερομηνία και ώρα, που θα καθορίζεται από ή σύμφωνα με τον τρόπο που προβλέπεται στον εσωτερικό κανονισμό (Bylaws)…». Η παράγραφος 7.1.3 του Νόμου ρυθμίζει τις συνέπειες της μη σύγκλησης γενικής συνέλευσης των μετόχων κατά τον ενδεδειγμένο χρόνο, και έχει σε μετάφραση ως εξής: «3. Παράλειψη σύγκλησης της συνέλευσης…Αν η ετήσια συνέλευση για την εκλογή των μελών του διοικητικού συμβουλίου δε γίνει κατά την ημερομηνία που έχει ορισθεί γι’αυτήν, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου συγκαλούν τη συνέλευση στον κατά το δυνατόν συντομότερο χρόνο. Σε περίπτωση παράλειψης σύγκλησης της ετήσιας συνέλευσης για περίοδο ενενήντα ημερών μετά την ημερομηνία που έχει οριστεί γι’αυτή ή, αν δεν έχει προσδιορισθεί ημερομηνία για περίοδο δεκατριών μηνών από τη σύσταση της εταιρίας ή από την τελευταία ετήσια συνέλευσή της, κάτοχοι τουλάχιστον του ενός δεκάτου των μετοχών, που δικαιούνται να ψηφίσουν για την εκλογή μελών του διοικητικού συμβουλίου μπορούν να ζητήσουν εγγράφως τη σύγκληση έκτακτης συνέλευσης, προσδιορίζοντας το χρόνο γι’αυτήν, ο οποίος δε μπορεί να είναι λιγότερος από δύο μήνες, ή περισσότερο από τρεις μήνες από την ημερομηνία της αντίστοιχης πρόσκλησης. Ο γραμματέας της εταιρίας, μόλις λάβει την έγγραφη αίτηση, ενημερώνει πάραυτα για τη συνέλευση αυτή, ή, αν παραλείψει να το πράξει, εντός των 5 επόμενων εργασίμων ημερών, μπορεί να το πράξει κάθε μέτοχος, που υπογράφει την αίτηση. Οι μετοχές της εταιρίας, που εκπροσωπούνται στην εν λόγω συνέλευση, είτε αυτοπροσώπως, είτε με πληρεξούσιο, είτε με δικηγόρο, και έχουν το δικαίωμα ψήφου σ’αυτή, συνιστούν απαρτία, παρά τυχόν αντίθετη διάταξη του καταστατικού ή του εσωτερικού κανονισμού». Στην παράγραφο 7.1.4 του Νόμου ορίζεται ότι: «Ειδικές (έκτακτες) συνελεύσεις. Ειδικές (έκτακτες συνελεύσεις των μετόχων μπορεί να συγκαλούνται από το διοικητικό συμβούλιο ή από πρόσωπο ή από πρόσωπο ή πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται προς τούτο από το καταστατικό ή τον εσωτερικό κανονισμό. Σε αυτές τις ειδικές συνελεύσεις θα λαμβάνονται μόνο αποφάσεις, που σχετίζονται με τον σκοπό ή τους σκοπούς, που καθορίζονται στην πρόσκληση που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 7.2.». Η συνέλευση, που συγκαλείται σύμφωνα  με την παράγραφο 7.1.3 του Νόμου σε περίπτωση παράλειψης σύγκλησης της ετήσιας συνέλευσης διακρίνεται από την έκτακτη συνέλευση, που συγκαλείται σύμφωνα με την παράγραφο 7.1.4 του ιδίου Νόμου και δεν επηρεάζεται από τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία σύγκλησης της τελευταίας. Περαιτέρω, η πρόσκληση των μετόχων στη γενική συνέλευση της ανωτέρω εταιρίας ρυθμίζεται στην παράγραφο 7.2. του Νόμου, στην οποία προβλέπονται τα εξής: «1. Η απαίτηση (για πρόσκληση). Κάθε φορά που σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου οι μέτοιχοι απαιτείται ή επιτρέπεται να λάβουν αποφάσεις σε συνέλευση, η έγγραφη πρόσκληση πρέπει να αναφέρει τον τόπο, την ημερομηνία και την ώρα της συνέλευσης, και, εκτός αν πρόκειται για την ετήσια συνέλευση, θα σημειώνει ότι δίδεται από ή με εντολή του προσώπου, ή των προσώπων που συγκαλούν τη συνέλευση. Η πρόσκληση ειδικής (έκτακτης) συνέλευσης θα αναφέρει επίσης το σκοπό, για τον οποίο συγκαλείται η συνέλευση…2. Πρόσκληση μετόχων κατόχων ανώνυμων μετοχών. Η πρόσκληση σε συνέλευση παραδίδεται στους μετόχους που είναι κάτοχοι ανώνυμων μετοχών σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1.9. Η πρόσκληση περιλαμβάνει δήλωση των προϋποθέσεων υπό τις οποίες οι μέτοχοι μπορούν να παραστούν στη συνέλευση και να ασκήσουν το δικαίωμα ψήφου». Σύμφωνα με την παράγραφο 1.9 του Νόμου, η παράδοση προσκλήσεων σε μετόχους που είναι κάτοχοι ανώνυμων μετοχών τελείται κατά τον τρόπο, που ορίζει το καταστατικό της εταιρίας. Απουσία τέτοιας διάταξης ή αδυναμία παράδοσης της πρόσκλησης κατά τον προβλεπόμενο τρόπο, η πρόσκληση δημοσιεύεται σε δημοσίευμα γενικής κυκλοφορίας στη Λιβερία ή στα μέρη που η εταιρία έχει τόπο επιχειρηματικής δραστηριότητας. Προσκλήσεις, που απαιτούν από το μέτοχο να προβεί σε ενέργειες, προκειμένου να διασφαλίσει δικαίωμα ή προνόμιό του, δημοσιεύονται σε χρόνο που εύλογα να επιτρέπει την τέλεση των ενεργειών αυτών. Σύμφωνα με την παράγραφο 7.3 του Νόμου, δεν απαιτείται η πρόσκληση μετόχου, ο οποίος έχει υποβάλει υπογεγραμμένη παραίτηση από την πρόσκληση είτε αυτοπροσώπως είτε διά εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου, είτε πριν είτε ύστερα από τη συνέλευση. Η παρουσία μετόχου στη συνέλευση, είτε αυτοπροσώπως είτε διά εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου, χωρίς να αμφισβητήσει πριν από τη λήξη της την έλλειψη πρόσκλησης, ισοδυναμεί με παραίτησή του από την πρόσκληση. Περαιτέρω, η παράγραφος 7.5.1 του Νόμου ρυθμίζει τον καθορισμό της ημερομηνίας εγγραφής (record day) για την πρόσκληση ή για το δικαίωμα ψήφου στη γενική συνέλευση. Η εν λόγω διάταξη έχει σε μετάφραση ως εξής: «7.5 Καθορισμός ημερομηνίας εγγραφής.1.Ημερομηνία εγγραφής για την πρόσκληση ή για το δικαίωμα ψήφου στη συνέλευση. Προκειμένου η εταιρία να προσδιορίσει τους μετόχους, που έχουν δικαίωμα πρόσκλησης ή δικαίωμα ψήφου σε οποιαδήποτε συνέλευση των μετόχων ή σε οποιαδήποτε μετ’αναβολή αυτής συνέλευση, το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να ορίσει ημερομηνία εγγραφής, η οποία δε μπορεί να προηγείται της απόφασης του διοικητικού συμβουλίου, που την ορίζει και δε μπορεί να απέχει πάνω από εξήντα ημέρες και κάτω από δέκα ημέρες από την ημέρα της συνέλευσης. Αν το διοικητικό συμβούλιο δεν ορίσει τέτοια ημερομηνία εγγραφής, ημερομηνία εγγραφής για τον προσδιορισμό των μετόχων που έχουν δικαίωμα πρόσκλησης ή δικαίωμα ψήφου στη συνέλευση των μετόχων είναι το πέρας των εργασιών της ημέρας, που προηγείται της ημέρας της πρόσκλησης, ή εάν δεν υφίσταται υποχρέωση πρόσκλησης, το πέρας των εργασιών της ημέρας που προηγείται της ημέρας της συνέλευσης. Ο προσδιορισμός των εγγεγραμμένων μετόχων με δικαίωμα πρόσκλησης ή ψήφου στις συνελεύσεις των μετόχων ισχύει για κάθε μετ’αναβολή συνέλευση, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να ορίσει νέα ημέρα εγγραφής για τη μετ’αναβολή συνέλευση». Η παράγραφος 7.10 του Νόμου αναφέρεται στον προσδιορισμό των μετόχων, που μετέχουν στη γενική συνέλευση τέτοιου τύπου λιβεριανής εταιρίας βάσει του καταλόγου μετόχων, και έχει ως εξής: «7.10.Κατάλογος μετόχων στις συνελεύσεις. Ο κατάλογος των μετόχων, που είναι κάτοχοι ονομαστικών μετοχών κατά την ημερομηνία εγγραφής και των μετόχων, που είναι κάτοχοι ανώνυμων μετοχών και έχουν δικαίωμα ψήφου κατά την ημερομηνία εγγραφής, επικυρωμένος από τον αξιωματούχο της εταιρίας, που είναι υπεύθυνος για την κατάρτισή του από το όργανο μεταβίβασης, προσκομίζεται σε κάθε συνέλευση μετόχων, εφόσον το ζητήσει οποιοσδήποτε μέτοχος κατά τη συζήτηση ή πριν απ’αυτή. Εάν το δικαίωμα ψήφου μετόχου σε συνέλευση αμφισβητηθεί, ο ελεγκτής της συνέλευσης ή ο προεδρεύων σε αυτή ζητά την προσκόμιση του καταλόγου ως απόδειξη του δικαιώματος των προσώπων, των οποίων το δικαίωμα ψήφου στη συνέλευση αμφισβητείται, ενώ όλα τα πρόσωπα, που εμφαίνονται στον κατάλογο ως μέτοχοι με δικαίωμα ψήφου δύνανται να ψηφίσουν στην εν λόγω συνέλευση». Περαιτέρω στην παράγραφο 7.11 του Νόμου ορίζονται τα κάτωθι: «Δικαίωμα μετόχου. Κάθε δηλωμένος μέτοχος (μέτοχος ονομαστικών μετοχών) κατά την ημέρα καταγραφής και κάθε μέτοχος ανώνυμων μετοχών κατά την ημέρα καταγραφής, ο οποίος νομιμοποιείται να ψηφίσει, θα δικαιούται σε κάθε συνέλευση των μετόχων μίας ψήφου για κάθε μετοχή, που βρίσκεται στο όνομά του, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά από το καταστατικό». Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι μέτοχοι, που δικαιούνται να συμμετάσχουν σε συνέλευση των μετόχων, προσδιορίζονται επί τη βάσει του καταλόγου μετόχων, που προβλέπεται στο άρθρο 7.10 του Νόμου (αλλά και στο άρθρο II παρ.5 του εσωτερικού κανονισμού των τεσσάρων πρώτων εναγομένων). Ο κατάλογος καταρτίζεται από τον εταιρικό αξιωματούχο (ο οποίος εάν δεν προβλέπεται διαφορετικά από το καταστατικό ή τον Εσωτερικό Κανονισμό είναι ο Γραμματέας της εταιρίας), ο οποίος είναι υπεύθυνος για την προετοιμασία του από τον πράκτορα μεταβίβασης μετοχών (transfer agent). Σε περίπτωση που η εταιρία δεν έχει διορίσει πράκτορα μεταβίβασης μετοχών (transfer agent) o κατάλογος ετοιμάζεται απ’αυτόν τον εταιρικό αξιωματούχο. Ο αξιωματούχος αυτός ετοιμάζει τον κατάλογο επί τη βάσει των αρχείων/στοιχείων που είναι διαθέσιμα στην εταιρία. Ο κατάλογος συνιστά δεσμευτική απόδειξη ως προς τα πρόσωπα, που δικαιούνται να συμμετάσχουν και να ψηφίσουν στη συνέλευση των μετόχων τόσο έναντι των μετεχόντων στη συνέλευση, όσο και έναντι οποιουδήποτε τρίτου. Το δικαίωμα ενός προσώπου που αναγράφεται στον κατάλογο να μετάσχει και να ψηφίσει σε συνέλευση μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο ενώπιον δικαστηρίου στη Λιβερία ή ενώπιον δικαστηρίου που έχει δικαιοδοσία και μέχρι να αποφανθεί το δικαστήριο οποιοσδήποτε μπορεί και οφείλει να στηρίζεται στον κατάλογο ψηφιζόντων σε σχέση με τα πρόσωπα, που δικαιούνται να συμμετάσχουν στη συνέλευση των μετόχων, χωρίς να αμφισβητεί την εγκυρότητά του ή τα αρχεία, τις πληροφορίες ή τα τεκμήρια επί τη βάσει των οποίων ο κατάλογος έχει συνταχθεί από τον εταιρικό αξιωματούχο, που είναι υπεύθυνος για τη σύνταξή του. Συνεπώς, οι δικαιούχοι μετοχών στον κομιστή δε χρειάζεται να παρουσιάσουν τους ίδιους τους μετοχικούς τίτλους στον κομιστή κατά τη διάρκεια της συνέλευσης των μετόχων. Με άλλα λόγια εάν οι δικαιούχοι μετοχών στον κομιστή περιλαμβάνονται στον κατάλογο, που προβλέπεται στο άρθρο 7.10 του Νόμου, δικαιούνται να ψηφίσουν στη συνέλευση των μετόχων (από 11.4.2017 γνωμοδότηση του δικηγόρου Λιβερίας …………). Περαιτέρω, οι διατάξεις των άρθρων 7.7.1. και 7.7.2 αναφέρονται στην απαρτία των μετόχων στις γενικές συνελεύσεις του συγκεκριμένου τύπου εταιρίας, και ορίζουν τα εξής: «7.7. Απαρτία των μετόχων.1. Αριθμός που συνιστά απαρτία. Εκτός αν το καταστατικό προβλέπει άλλως, η πλειοψηφία των μετόχων με δικαίωμα ψήφου, που εκπροσωπούνται, είτε αυτοπροσώπως είτε με πληρεξούσιο, συνιστά απαρτία στη συνέλευση των μετόχων, ωστόσο η απαρτία δε μπορεί να αποτελείται από ποσοστό κατώτερο του ενός τρίτου των μετοχών με δικαίωμα ψήφου στη συνέλευση. 2. Αποχώρηση των μετόχων κατά το σχηματισμό απαρτίας. Εφόσον καταρχάς υπάρχει απαρτία κατά την έναρξη της συνέλευσης, αυτή δεν απόλλυται σε περίπτωση επακόλουθης αποχώρησης μετόχων». Τέλος, σύμφωνα με τους κανόνες του κοινοδικαίου, η άκυρη (void) δικαιοπραξία ή σύμβαση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα (η ακυρότητα επέρχεται αυτοδικαίως). Ως ακυρώσιμη (voidable) δικαιοπραξία ή σύμβαση νοείται αυτή που λόγω συγκεκριμένου ελαττώματός της μπορεί να ακυρωθεί με δικαστική απόφαση. Μέχρι να ακυρωθεί, παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματά της η δε προσβολή της εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαιούχου του δικαιώματος ακύρωσης. Κάθε δικαιοπραξία ή σύμβαση που είναι αντίθετη στον νόμο είναι καταρχήν άκυρη απ’αρχής. Δεν προβλέπεται η ακυρωσία των πράξεων που παραβιάζουν τον νόμο ή το καταστατικό αναφορικά με την αντικατάσταση του πιστοποιητικού μετοχών. Συνεπώς, τέτοια πράξη είναι αυτοδικαίως άκυρη. Ομοίως, δεν προβλέπεται η ακυρωσία των πράξεων που παραβιάζουν τον νόμο ή το καταστατικό αναφορικά με τη συμμετοχή στη γενική συνέλευση της εταιρείας προσώπων που είναι μέτοχοι ή εξουσιοδοτούνται εγκύρως από μέτοχο. Συνεπώς, οι αποφάσεις γενικής συνέλευσης στην οποία συμμετέχουν πρόσωπα, που δεν είναι μέτοχοι ούτε εξουσιοδοτούνται εγκύρως από μέτοχο, είναι αυτoδικαίως άκυρες (από 30.1.2017 Νομική Πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου). IV. Από τις παραδεκτά προσκομιζόμενες το πρώτον (άρθρο 529 παρ.1 του ΚΠολΔ) ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου στο πλαίσιο της έκκλητης δίκης, υπ’αριθμ. ….. και …../19.2.2020 ένορκες βεβαιώσεις των ………….. και ………… αντίστοιχα, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, ……., που συντάχθηκαν με την επιμέλεια των εναγόντων-εφεσιβλήτων, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, κλήτευσης των εναγομένων – εκκαλούντων (υπ’αριθ….΄, …΄, …΄, ….΄/14.2.2020 και …., …, …., …./14.2.2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …………, αντίστοιχα), μη λαμβανομένων υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφενός των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από τους ενάγοντες υπ’αριθμ. …./25-1-2017, …../25-1-2017, …./25-1-2017, …./26-1-2017 και …/26-1-2017 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων …………., αντίστοιχα, οι οποίες ελήφθησαν επιμελεία τους ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, χωρίς όμως προηγούμενη νομότυπη, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, κλήτευση των εναγομένων, καθόσον στις σχετικές κλήσεις δεν προσδιορίζεται συγκεκριμένος τόπος και χρόνος εξέτασης εκάστου μάρτυρα, αλλά γίνεται παράθεση πολλαπλών διαφόρων ημερομηνιών και ωρών εξέτασης εκάστη ημερομηνία, τόσο ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, όσο και ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, ούτως ώστε να μην πληρούται η εκ των όρων του υποστατού των ενόρκων βεβαιώσεων, προηγούμενη νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου για να δυνηθεί να παραστεί κατά την εξέταση, με το οριζόμενο από την ανωτέρω διάταξη συγκεκριμένο περιεχόμενο κλήσης του, με αποτέλεσμα οι δοθείσες ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, να είναι ανυπόστατες ως αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 275/2013 ΝΟΜΟΣ) και αφετέρου των προσκομιζομένων από την έβδομη εφεσίβλητη εταιρεία υπ’αριθμ….. και …./2017 ενόρκων βεβαιώσεων, καθόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων, περαιτέρω δε από τις υπ’αριθμ. …../24.1.2017 και …../24.1.2017 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Συμβολαιογραφούντος Διευθύνοντος το Προξενικό Γραφείο της Ελλάδας στο Λονδίνο …….., Γραμματέα Πρεσβείας Α΄, των μαρτύρων ………… και …………, αντίστοιχα και την υπ’αριθμ. ……../2017 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ………., ενώπιον της συμβολαιογραφούσας Διευθύνουσας το Προξενικό Γραφείο της Πρεσβείας της Ελλάδος στη Νίκαια της Γαλλίας, οι οποίες δόθηκαν, επιμελεία των εναγομένων, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης των εναγόντων (υπ’αριθμ….., …. και …./18.1.2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……………), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια μεταξύ των οποίων και οι ένορκες βεβαιώσεις και μαρτυρικές καταθέσεις, που δόθηκαν στα πλαίσια άλλων δικών, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ.γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), ανεξάρτητα αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο …………., πατέρας του δευτέρου εναγομένου, . …………….. και  του ήδη αποβιώσαντος αδερφού του, …………….., πατρός των εναγόντων, πριν από αρκετές δεκαετίες άρχισε να δραστηριοποιείται ενεργά στο χώρο της ναυτιλίας δια της εκμεταλλεύσεως πλοίων αναπτύσσοντας κυρίαρχη δράση, η οποία σταδιακώς με το πέρασμα των ετών απέβη προσοδοφόρα. Αρχικώς στα κέρδη από την εκμετάλλευση και διαχείριση των πλοίων συμμετείχε ο ίδιος ο   ……………..  σε ποσοστό 80%, ενώ στο υπόλοιπο 20% ποσοστό επί των κερδών συμμετείχε ο καπετάνιος ……….., πεθερός του δευτέρου εναγομένου. Μετά τον επισυμβάντα κατά το έτος 1960 θάνατο του . …………….. υπεισήλθαν στη κληρονομία αυτού, δυνάμει κληρονομικής εκ διαθήκης διαδοχής, ο δεύτερος εναγόμενος ………… σε ποσοστό 35%, ο ήδη αποβιώσας ………. σε ποσοστό 35% και η έτερη αδερφή τους . …………….. σε ποσοστό 10%, ενώ το υπόλοιπο 20% εξακολουθούσε να ανήκει στον ……….. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το έτος 1960 ιδρύθηκε η εταιρεία υπό την επωνυμία «…… .» με αντικείμενο εμπορικής δραστηριότητας τη διαχείριση των πλοίων του οικογενειακού στόλου με γραφεία στο Λονδίνο. Περί το έτος 1973 ο ………. αποχώρησε και έτσι η συμμετοχή των τριών αδερφών στα κέρδη από την εκμετάλλευση των πλοίων ανήλθε σε ποσοστό 45% για τον . …………….., σε ποσοστό 45% για τον . …………….. και σε ποσοστό 10% για τη αδερφή τους . ………………  Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις προέκυψε ότι στις 18.2.1986 ιδρύθηκε με κοινή απόφαση των αδερφών . …………….., δευτέρου εναγομένου και . …………….., πατέρα των εναγόντων, σύμφωνα με τους ορισμούς του λιβεριανού δικαίου, η πρώτη εναγομένη αλλοδαπή εταιρεία υπό την επωνυμία «……………» με καταστατική έδρα την Μονρόβια της Λιβερίας, με αριθμό εγγραφής ………, η οποία έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα με βάση τις διατάξεις του ΑΝ.378/1968, Ν.814/1978, Ν.2234/1994, Ν.3752/2009 και Ν.4150/2013, η δε εγκατάσταση της εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμόν 1241.1895/19/22144/5.4.1996 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Ναυτιλίας, για σκοπούς σύμφωνα με το καταστατικό της, που αφορούν πράξεις διαχείρισης εκμετάλλευσης, ναύλωσης ασφάλισης, διακανονισμού αβαριών, μεσιτείας αγοραπωλησιών, ή ναυπηγήσεων, ή ασφαλίσεων πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία πάνω από 500 κόρους ολικής χωρητικότητας, με εξαίρεση τα επιβατηγά ακτοπλοϊκά πλοία που εκτελούν εσωτερικούς πλόες και δεν έχει μέχρι σήμερα ανακληθεί. Έτσι, η ανωτέρω πρώτη εναγομένη εταιρεία κατά τον επίδικο χρόνο διαχειριζόταν τέσσερα (4) δεξαμενόπλοια (tankers) και πέντε (5) πλοία ξηρού φορτίου (bulkers) και ειδικότερα: α) Το δεξαμενόπλοιο Μ/Τ «K» με αριθμό νηολογίου ……………, υπό σημαία Λιβερίας, πλοιοκτησίας της εταιρείας υπό την επωνυμία «…………..», με καταστατική έδρα την Μονρόβια της Λιβερίας, β) το δεξαμενόπλοιο Μ/Τ «GN» με αριθμό νηολογίου ………., υπό ελληνική σημαία, πλοιοκτησίας της εταιρείας υπό την επωνυμία «…………….», με καταστατική έδρα την Μονρόβια της Λιβερίας, γ) το δεξαμενόπλοιο Μ/Τ «AG» με αριθμό νηολογίου ….., υπό ελληνική σημαία, πλοιοκτησίας της εταιρείας υπό την επωνυμία «……….», με καταστατική έδρα την Μονρόβια της Λιβερίας, δ) τo δεξαμενόπλοιο Μ/Τ «D» με αριθμό νηολογίου ……, υπό ελληνική σημαία, πλοιοκτησίας της εταιρείας υπό την επωνυμία « …………..», με καταστατική έδρα την Μονρόβια της Λιβερίας και τα φορτηγά πλοία ξηρού φορτίου (bulk carriers): ε) M/V «AG» υπό ελληνική σημαία, πλοιοκτησίας της εταιρείας υπό την επωνυμία «…………….», στ) M/V «AC» πλοιοκτησίας της εταιρείας «………….», ζ) M/V «AP» πλοιοκτησίας της εταιρείας «………», η) M/V «CD» και θ) M/V «ΑΡ». Επίσης αποδείχθηκε ότι νόμιμοι εκπρόσωποι των εγκατεστημένων στην Ελλάδα γραφείων της πρώτης εναγομένης, καθ’όλο το χρονικό διάστημα, που διέδραμε από την αρχή της λειτουργίας της έως και σήμερα ορίστηκαν: α) Σύμφωνα με το από 18.2.1992 πρακτικό συνεδρίασης του ΔΣ της εταιρείας, οι …………… και ……………, β) σύμφωνα με το από 25.2.1996 πρακτικό του ΔΣ, ο ……………. και 3) σύμφωνα με το από 21.11.2016 πλέον πρόσφατο πρακτικό συνεδρίασης ΔΣ, του οποίου αμφισβητείται η εγκυρότητα, νόμιμος εκπρόσωπος φέρεται ο ……………. Περαιτέρω, η λειτουργία της εναγόμενης διαχειρίστριας εταιρείας διέπεται από τα οριζόμενα στον Εσωτερικό Κανονισμό της (by laws), που μεταξύ άλλων προβλέπει τα ακόλουθα: «… Δ] Ο συνολικός αριθμός των μετοχών που η Εταιρεία μπορεί να εκδώσει είναι 100 ονομαστικές ή /και ανώνυμες μετοχές άνευ ονομαστικής αξίας. Ο κάτοχος του μετοχικού τίτλου που αντιπροσωπεύει μετοχές εις τον κομιστή μπορεί να ανταλλάσσει τον τίτλο για άλλο τίτλο στο όνομά του για ίδιο αριθμό μετοχών και ο κάτοχος μετοχικού τίτλου, που αντιπροσωπεύει ονομαστικές μετοχές μπορεί να ανταλλάσσει τον τίτλο για άλλο τίτλο εις τον κομιστή για ίδιο αριθμό μετοχών». Άρθρο III ΔΣ Τμήμα 1 : « Το ΔΣ το οποίο θα πρέπει να αποτελείται από τουλάχιστον τρία μέλη εκτός αν οι μετοχές της Εταιρείας ανήκουν σε λιγότερους από τρεις μετόχους οπότε το ΔΣ θα απαρτίζεται από τόσα μέλη όσα και οι μέτοχοι, διαχειρίζεται τις υποθέσεις και την περιουσία της Εταιρείας. Εντός των ορίων του παρόντος Κανονισμού ο αριθμός των μελών του ΔΣ μπορεί να καθορίζεται, είτε με ψήφο της πλειοψηφίας των μελών του ΔΣ ή των μετόχων. Τμήμα 2 Πώς εκλέγεται: «Εκτός αν άλλως ορίζεται από το νόμο ή στο τμήμα 4 του παρόντος, Οι Διευθυντές της Εταιρείας …εκλέγονται από την ετήσια συνέλευση των μετόχων. Κάθε Διευθυντής εκλέγεται για να υπηρετήσει έως την επόμενη συνέλευση και μέχρι να εκλεγεί αντικαταστάτης του, εκτός σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή παύσης ή πρόωρης λήξης της θητείας του». Τμήμα 3 Παύση : « Έκαστος ή όλοι οι διευθυντές μπορούν να παυθούν αναιτίως ή για σπουδαίο λόγο με πράξη του ΔΣ. Άρθρο 2 Μέτοχοι, Τμήμα – Ειδική Συνεδρίαση: Ειδικές συνεδριάσεις των μετόχων, εκτός και αν προβλέπεται διαφορετικά από το νόμο, δύναται να συγκληθούν για οποιοδήποτε λόγο ή λόγους και σε οποιοδήποτε χρόνο από τον Πρόεδρο ή μετά από εντολή του Διοικητικού Συμβουλίου, ή από τον Πρόεδρο ή από τον Γραμματέα ή από το Βοηθό Γραμματέα, όποτε κάτι τέτοιο γραπτώς ζητείται από μετόχους οι οποίοι κατέχουν τουλάχιστον 10% των μετοχών της Εταιρείας με δικαίωμα ψήφου σε τέτοια συνεδρίαση. Τέτοιο αίτημα θα πρέπει να αναφέρει το σκοπό ή τους σκοπούς της προτεινόμενης ειδικής συνεδρίασης. Τέτοιες συνεδριάσεις θα πραγματοποιούνται σε τόπο, ημερομηνία και χρόνο που θα υποδεικνύεται στην πρόσκληση από τον αξιωματούχο της εταιρείας που συγκαλεί τέτοια συνεδρίαση. Η δραστηριότητα ων ανωτέρω ειδικών συνεδριάσεων θα περιορίζεται στους σκοπούς που αναφέρονται στην πρόσκληση. Τμήμα 3 – Πρόσκληση Συνεδριάσεων : Πρόσκληση για κάθε ετήσια ή ειδική συνεδρίαση των μετόχων, πλην εκείνης για την σύγκληση της οποίας προβλέπει διαφορετικά ο νόμος, η οποία αναφέρει την ημερομηνία, την ώρα, τον τόπο και τον σκοπό, και στην περίπτωση ειδικών συνεδριάσεων το όνομα του προσώπου ή των προσώπων υπό τις οδηγίες του οποίου συντελείται η πρόσκληση, θα πρέπει να εγχειρίζεται στα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνεται ή να στέλνεται μέσω ταχυδρομείου, τηλέγραφου, τηλεγραφήματος, τηλέτυπου, τουλάχιστον δεκαπέντε και όχι πέραν των εξήντα ημερών πριν κάθε τέτοια συνεδρίαση, σε κάθε εγγεγραμμένο μέτοχο με δικαίωμα να ψηφίζει, καθώς και σε κάθε μέτοχο, του οποίου οι μετοχές θα δύνανται να υπόκειται σε εκτίμηση δυνάμει πράξης προτεινόμενης σε αυτή την συνεδρίαση, η πρόσκληση θα πρέπει να περιλαμβάνει δήλωση του σκοπού αυτού αλλά και για το σκοπό αυτό. Σε περίπτωση που η πρόσκληση σταλεί μέσω ταχυδρομείου, αυτή θεωρείται ότι παραδόθηκε με την κατάθεση της στο ταχυδρομείο, υπόψη του μετόχου στην διεύθυνση του, όπως αυτή εμφανίζεται στο μητρώο των μετόχων της Εταιρείας ή σε διεύθυνση που ο μέτοχος έχει δηλώσει στο Γραμματέα. Δεν απαιτείται να αποσταλεί πρόσκληση σε μέτοχο ο οποίος έχει παραιτηθεί του δικαιώματος πρόσκλησης είτε πριν είτε μετά τη συνεδρίαση ή σε μέτοχο που παρακολουθεί τη συνεδρίαση και ο οποίος δεν διαμαρτύρεται για τη μη πρόσκλησή του μέχρι το τέλος της συνεδρίασης. Σε περίπτωση κατά την οποία η εταιρεία εκδώσει οποιαδήποτε τάξη μετοχών στον κομιστή, πρόσκληση για όλες τις συνεδριάσεις θα πρέπει να αποσταλεί στη διεύθυνση που ο κομιστής έδωσε στην εταιρεία τουλάχιστον 15 ημέρες πριν τη συνεδρίαση.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με τα με ημερομηνία 18.2.1986 πρακτικά, κατά την συνεδρίαση του ΔΣ, αποτελούμενου από τον   …………….., ως πρώτο μέλος, Πρόεδρο-Διευθυντή και τον   ………….., ως δεύτερο μέλος, Γραμματέα Διευθυντή, αποφασίστηκε η έκδοση ενός ανώνυμου (bearer share) μετοχικού τίτλου, στον οποίο ενσωματώθηκαν 100 μετοχές εις τον κομιστή χωρίς ονομαστική αξία, που αντιπροσώπευαν το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου. Ο ως άνω μοναδικός μετοχικός τίτλος έλαβε τον αριθμό 1, ενώ δεν προσδιορίσθηκε επί του τίτλου το ιδανικό μερίδιο κάθε συνδικαιούχου του, αντίστοιχο με το ποσοστό συμμετοχής του στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας, από δε τα άρθρα του προσκομιζόμενου με επίκληση καταστατικού και του εσωτερικού κανονισμού της πρώτης εναγομένης, δεν προκύπτει ο καθορισμός του ποσοστού της μετοχικής σχέσης καθενός εκ των μετόχων αντίστοιχου με την εισφορά τους για τη δημιουργία του μετοχικού κεφαλαίου, εφόσον δεν καταχωρήθηκαν ούτε ο αριθμός, ούτε τα στοιχεία των πραγματικών δικαιούχων των μετοχών, πάντως οι συγκεκριμένες περιστάσεις καταδεικνύουν ότι η συμμετοχή τους ήταν ισάξια. Αρχικά, προς τούτο συνηγορεί το γεγονός ότι, πριν την ίδρυση της πρώτης εναγομένης, είχε ιδρυθεί ομοίως από τους αδελφούς, .. …………….. και … …………….., αλλά και τον …. .., δυνάμει του υπ’αριθμ………/1964 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., νομίμως δημοσιευθέντος, η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………….» στα αγγλικά «………….”, με έδρα τον Πειραιά και τους ίδιους ακριβώς, ως άνω, σκοπούς και αντικείμενο δραστηριότητας με την μετέπειτα συσταθείσα λιβεριανή εναγομένη εταιρεία, που την αντικατέστησε και οδήγησε στην λύση της με την από 12.5.1986 συμβολαιογραφική πράξη, δηλαδή κυρίως την διαχείριση και πρακτόρευση του οικογενειακού στόλου …………….. και την εκπροσώπηση της ανωτέρω ναυτιλιακής επιχείρησης ‘……………” με έδρα το Λονδίνο, με ισότιμη συμμετοχή των συνεταίρων αδελφών ………. και . …………….., βάσει της ισάξιας εισφοράς τους στο μετοχικό κεφάλαιο, έκαστος των οποίων ανέλαβε οκτώ εταιρικά μερίδια και μετά την μεταβίβαση ανά ένα από τον καθένα στον ……….., επτά έκαστος και τέσσερα ο εταίρος ………, σε κάθε πάντως περίπτωση και σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν οι εναγόμενοι-εκκαλούντες, δεν προκύπτει, ούτε δικαιολογείται από τις εκτιθέμενες περιστάσεις, ούτε συνέτρεξαν άλλοι παράγοντες, μήτε γίνεται επίκληση τέτοιων, ούτως ώστε ο δεύτερος εναγόμενος να προέβη μόνος του στην ίδρυση της εναγομένης εταιρείας και να υπήρξε μοναδικός μέτοχος αυτής, δεδομένου ότι αυτή συστάθηκε προκειμένου να συνεχίσει την δραστηριότητα της ως άνω ΕΠΕ και ήταν φυσικό και εύλογο επακόλουθο να έχει την ίδια μετοχική σύνθεση και δη να συμμετέχουν σ’αυτή από κοινού και ισότιμα αμφότερα τα αδέλφια, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτή απασχολούνταν με την διαχείριση των ανωτέρω τεσσάρων δεξαμενόπλοιων, πλοιοκτησίας των ως άνω εταιρειών, στις οποίες συμμετείχαν κατά ποσοστό 45% έκαστος των αδελφών, ήτοι κατά το ίδιο ακριβώς ποσοστό στα κέρδη και τις ζημίες, όπως  άλλωστε συνομολογούν οι εναγόμενοι – εκκαλούντες, χωρίς συνάμα να δικαιολογούν με επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών τον αποκλεισμό του . …………….. από την συμμετοχή του στην διαχειρίστρια εναγομένη εταιρεία των ανωτέρω δεξαμενόπλοιων, αλλά και των υπό την διαχείριση της φορτηγών πλοίων, που του ανήκαν. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη λιβεριανή εταιρεία αποτελούσε τρόπον τινά   εταιρεία «καθρέπτη» (mirror company), όπως χαρακτηρίζεται στην ναυτιλιακή πρακτική, της αγγλικής ναυτιλιακής επιχείρησης «……….”, ως αβασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι – εκκαλούντες, εφόσον δε έφερε τέτοια χαρακτηριστικά, ούτε η πραγματική της έδρα ήταν στο Λονδίνο, όπου ήταν τα γραφεία της δεύτερης, αλλά στο εγκατεστημένο γραφείο της στον Πειραιά και τούτο δεν αναιρείται από το ότι διοικούνταν από τα ίδια πρόσωπα, ήτοι τον …………….. και . …………….., είχε μάλιστα αναλάβει την πρακτόρευση της δεύτερης. Αντίθετα αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη εταιρεία λειτούργησε απρόσκοπτα με την ενεργό παρουσία και τις δραστηριότητες των αδερφών . …………….. και . …………….., που με την πάροδο των ετών συνέβαλαν στην ανθηρή ενεργό ναυτιλιακή δράση της, χωρίς εσωτερικά προβλήματα ή αμφισβητήσεις περί του ισότιμου ποσοστού της συμμετοχής των δύο αδερφών, οι οποίοι αρμονικά συνυπήρχαν αναλαμβάνοντας τα ηνία της ως άνω εταιρείας, χωρίς ουδέποτε το ισότιμο της συμμετοχής τους να αμφισβητηθεί από κανέναν, ούτε βέβαια από τον δεύτερο εναγόμενο,  . ……………..,  που για πρώτη φορά αμφισβήτησε το ποσοστό συμμετοχής του αδελφού του, οκτώ έτη μετά τον θάνατο του. Συγκεκριμένα, στις 23.6.2008 ο . ……………… απεβίωσε και άφησε μόνους εγγύτερους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του,  τη σύζυγο του   …………….., σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου και τα τέκνα του-ενάγοντες, …………… σε ποσοστό ¾ εξ αδιαιρέτου, επί του συνόλου της κληρονομιαίας περιουσίας, στην οποία περιλαμβάνεται και το δικαίωμα κυριότητας, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, επί του ανώνυμου μετοχικού τίτλου των 100 μετοχών της πρώτης εναγομένης εταιρείας, στην κυριότητα του οποίου υπεισήλθαν κατά το αναλογούν σε έκαστο κληρονομικό μερίδιο, κατά τις διατάξεις της πρώτης τάξης της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, κατ’ άρθρο 1813 και 1820 ΑΚ, σύμφωνα με το εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο, που αποτελεί το δίκαιο της ιθαγένειας του κληρονομουμένου   …………….., κατά τα ρηθέντα στην οικεία μείζονα σκέψη της παρούσας.  Εν συνεχεία, μετά και το θάνατο της . …………….., που επισυνέβη την 12.9.2013, το εξ αδιαιρέτου ποσοστό κυριότητας της τελευταίας επί του ενδίκου ανώνυμου μετοχικού τίτλου περιήλθε ισομερώς, δυνάμει των διατάξεων της πρώτης τάξης της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, κατ’ άρθρο 1813 ΑΚ, στους ενάγοντες, ήτοι τα τέκνα του ……………… και της . …………….., ούτως ώστε αυτοί να έχουν καταστεί συγκύριοι, κατ’ισομοιρίαν, του εξ αδιαιρέτου κληρονομιαίου μεριδίου ποσοστού 50% των μετοχών της πρώτης εναγομένης εταιρείας. Οι σχέσεις των εναγόντων, που κατέστησαν, λόγω κληρονομικής διαδοχής, κοινωνοί επί των κοινών αυτών μετοχών, κατά το ήμισυ εξ αδιαιρέτου, παρέμειναν αρμονικές με τον θείο τους, δεύτερο των εναγομένων, μέχρι το έτος 2015, οπότε, ενόψει της έκδοσης ονομαστικών μετοχών σε αντικατάσταση των ανώνυμων μετοχών της εταιρείας, κατ’απαίτηση της δανείστριας τράπεζας «The Royal Bank of Scotland Plc”, ο δεύτερος εναγόμενος αποφάσισε με τις παραινέσεις, τις προτροπές και την φορτικότητα της δεύτερης συζύγου του, έκτης των εναγομένων και των τέκνων τους, ……………… και . …………….., έβδομου και όγδοης των εναγομένων, να καταστήσει τον εαυτό του κύριο του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών, ήτοι ποσοστού 52% του μετοχικού κεφαλαίου, προβαίνοντας στις ακόλουθες ενέργειες, εν αγνοία και χωρίς την συναίνεση των εναγόντων, οι οποίοι μόλις τον Απρίλιο του 2016, αντιλήφθηκαν τη μεταφορά 15.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, από τους κοινούς εταιρικούς λογαριασμούς της διαχειρίστριας εταιρείας και των πλοιοκτητριών εταιρειών των υπό διαχείριση πλοίων, σε λογαριασμούς  συμφερόντων του εναγομένου θείου τους,    …………….. και αντέδρασαν διαμαρτυρόμενοι, οπότε ξέσπασαν έντονες έριδες, που εξελίχθηκαν σε σφοδρή πολυετή δικαστική διαμάχη.

Ειδικότερα, ο δεύτερος εναγόμενος, ………., συγκάλεσε, επιμελεία του, στις 24.4.2015 στον Πειραιά το διοικητικό συμβούλιο της πρώτης εναγομένης, αποτελούμενο από τον . …………….., που ενήργησε, ως Πρόεδρος και τον . …………….., που ενήργησε, ως Γραμματέας, το οποίο με την από 24.4.2015 απόφαση του, όπως περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα πρακτικά συνεδρίασης του, αποφάσισε την ακύρωση και την καταστροφή του ως άνω μοναδικού μετοχικού τίτλου, που ενσωμάτωνε όλες τις μετοχές της εταιρείας και την έκδοση δύο νέων μετοχικών τίτλων για ολόκληρο το μετοχικό κεφάλαιο και συγκεκριμένα εκδόθηκε ένας ονομαστικός μετοχικός τίτλος με τον αριθμόν 2, για 52 μετοχές εκδοθείς στο όνομα του δευτέρου εναγομένου, . …………….. και ένας μετοχικός τίτλος στον κομιστή με τον αριθμόν 3, για 48 μετοχές, για να παραδοθούν στους νόμιμους κυρίους τους. Περαιτέρω, το διοικητικό συμβούλιο της πρώτης εναγομένης έλαβε την από 27.4.2015 απόφαση του, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα πρακτικά συνεδρίασης του, με την οποία ακυρώθηκε ο υπ’αριθμ.2 ονομαστικός μετοχικός τίτλος και εκδόθηκε νέος μετοχικός τίτλος με αριθμό 4, στο όνομα της ένατης εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «……………….», αποκλειστικών συμφερόντων του δεύτερου εναγομένου, που ομοίως παριστούσε ποσοστό 52% επί του μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης εναγομένης εταιρείας. Επίσης, λίγους μήνες μετά, ήτοι στις 2.9.2015 κατά την Γενική Συνέλευση των μετόχων της πρώτης εναγομένης εταιρείας, που έλαβε χώρα στο Μονακό και στην οποία, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα πρακτικά συνεδρίασης της, παραστάθηκε ο δεύτερος εναγόμενος, τόσο ως πληρεξούσιος της ένατης εναγομένης εταιρείας, εγγεγραμμένου κυρίου των 52 μετοχών της εταιρείας, όσο και, ως πληρεξούσιος,  των κυρίων των  48 ανώνυμων μετοχών (εκ προφανούς παραδρομής ανεγράφη πάλι 52), βάσει της από 1.9.2015 εξουσιοδότησης της τρίτης ενάγουσας, . …………….., ο οποίος ενήργησε, ως Πρόεδρος και ο τρίτος εναγόμενος, ………, ως Γραμματέας, ανακοινώθηκαν οι υποβληθείσες από 2.9.2015 παραιτήσεις των δύο μελών του διοικητικού συμβουλίου,   …………….. , ως Προέδρου και …………., ως Γραμματέα, τετάρτου και πέμπτου των εναγομένων και αποφασίστηκε να γίνουν αυτές δεκτές με άμεση ισχύ, καθώς και η εκλογή και ορισμός, ως μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, του . …………….., του ………. και του ……………….. Ακολούθως, την ίδια μέρα, ήτοι στις 2.9.2015, το κατά τα ως άνω εκλεγέν ΔΣ συγκροτήθηκε σε σώμα και με τη σχετική από 2.9.2015 απόφαση του, που επακολούθησε, κατένειμε τις μεταξύ των εκλεγέντων μελών/Διευθυντών θέσεις και ορίστηκε ο ………….., ως Πρόεδρος, ο ……., ως Αντιπρόεδρος και ο ………….., ως Γραμματέας-Ταμίας. Περαιτέρω, με την από 2.6.2016 απόφαση του ίδιου διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης εταιρείας, που έλαβε χώρα στο Λονδίνο, με παρόντες τον δεύτερο εναγόμενο,   …………….. και τον τρίτο εναγόμενο, ……., απόντος του τέταρτου εναγομένου, …………, αποφασίστηκε η ανάκληση όλων των εξουσιών και πληρεξουσίων, που είχαν δοθεί στον τελευταίο και του δικαιώματος υπογραφής για όλους τους λογαριασμούς στις συναλλαγές της εταιρείας με τις τράπεζες, λόγω άρσης της εμπιστοσύνης του Προέδρου στο πρόσωπο του και η σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της εταιρείας στις 26.6.2016. Κατά αυτήν, που έλαβε χώρα, κατόπιν αναβολής της για τις 28.6.2016 και διακοπής της στις 6.7.2016, με παρόντες τον . …………….. και τον ………., παρισταμένης της τρίτης ενάγουσας, . …………….. δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, διαμαρτυρόμενης για έλλειψη εξουσιοδότησης της φερόμενης ως μετόχου, ένατης εναγομένης, προς τον δεύτερο εναγόμενο και για την αποπομπή του …………, αποφασίστηκε, κατά πλειοψηφία, η παύση του …………. από Γραμματέα/ταμία και μέλος της εταιρείας και η εκλογή νέου ΔΣ αποτελούμενου από τον δεύτερο εναγόμενο,   …………….., τον τρίτο εναγόμενο, ………….. και τον έβδομο εναγόμενο,   ………………

Οι ενάγοντες, κληρονόμοι   …………….., ισχυρίζονται ότι ουδέποτε κλήθηκαν για να συμμετέχουν στην, ως άνω, από 2.9.2015 γενική συνέλευση της εταιρείας στο Μονακό, ούτε γνώριζαν περί της συγκλήσεως αυτής, αφού ουδέποτε έλαβαν πρόσκληση για να παρασταθούν, η δε από 1.9.2015 εξουσιοδότηση, που φέρεται να έχει δώσει η τρίτη ενάγουσα αδερφή τους,   …………….., προς τον δεύτερο εναγόμενο θείο τους, ……………..  , για να τους εκπροσωπήσει, κατά τους ισχυρισμούς του, ως μετόχους στην εν λόγω γενική συνέλευση,  δεν αφορά τους λοιπούς τρεις ενάγοντες, οι οποίοι, ως προαναφέρθηκε, ούτε προσκλήθηκαν νόμιμα, ούτε παραστάθηκαν, μήτε εκπροσωπήθηκαν στην γενική συνέλευση, ο δε φερόμενος παρασταθείς, ως αντιπρόσωπος των μετόχων, δεύτερος των εναγομένων, δεν είχε νόμιμη εξουσιοδότηση από τους μετόχους. Επιπλέον ισχυρίζονται ότι και η επόμενη από 6.7.2016 γενική συνέλευση, δεν συγκλήθηκε νόμιμα, αφού συγκλήθηκε από ανύπαρκτο ΔΣ, που εξελέγη από την πρώτη, κατά τα άνω, ανυπόστατη, άλλως άκυρη γενική συνέλευση και στην οποία η ένατη εναγομένη δεν εκπροσωπήθηκε νομίμως από τον δεύτερο εναγόμενο, μήτε σ’αυτόν ανήκει, μέσω της ένατης εναγομένης, ποσοστό 52% των μετοχών της πρώτης εναγομένης εταιρείας, αφού οι ίδιοι, ως κληρονόμοι του   …………….., είναι μέτοχοι αυτής κατά 50%, η δε διανομή του μοναδικού μετοχικού τίτλου, που ενσωμάτωνε τις 100 μετοχές της εταιρείας έγινε χωρίς την συναίνεση τους.

Όσον αφορά το κρίσιμο ζήτημα της συμμετοχής των αδελφών, …………….. και   …………….., στην πρώτη εναγομένη εταιρεία «……….», οι εναγόμενοι-εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι αυτή ιδρύθηκε μόνο από τον δεύτερο εναγόμενο,   …………….. και όχι από κοινού με τον πατέρα των εναγόντων,   …………….., τελούσα υπό τον πλήρη έλεγχο του, ως μοναδικού ιδρυτή και αποκλειστικού δικαιούχου του ανώνυμου μετοχικού τίτλου της εν λόγω εταιρείας (Share Holder), ο οποίος μάλιστα τίτλος φυλασσόταν με εντολή του στο δικηγορικό γραφείο αδελφών Σιούφα στον Πειραιά.

Από τα, ως άνω, μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη λιβεριανή εταιρεία «……………..», ιδρύθηκε με την πρωτοβουλία και ισότιμη συμμετοχή αμφοτέρων των αδερφών, …………….. και . ……………… Επιπλέον των ανωτέρω αποδειχθέντων, από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από τους ενάγοντες πιστοποιητικό ίδρυσης της εν λόγω εταιρείας, που εκδόθηκε με εντολή του Υπουργού Εξωτερικών της Δημοκρατίας της Λιβερίας και φέρει την επίσημη σφραγίδα του Υπουργείου Εξωτερικών της χώρας αυτής, επικυρωμένο με την σφραγίδα της Χάγης, προκύπτει ότι δεν υπήρξε ένας ιδρυτής της εταιρείας, αλλά ιδρυτές, καθόσον πιστοποιείται ότι όλες οι απαιτούμενες νόμιμες προϋποθέσεις που έπρεπε να εκτελεστούν από τους ιδρυτές (incorporators) έχουν τηρηθεί και αυτή ιδρύθηκε και απέκτησε νομική προσωπικότητα, ως Λιβεριανή μη εγχώρια εταιρεία, σύμφωνα με τον σχετικό νόμο, στις 18.2.1986. Η πρακτική που ακολουθήθηκε για την ίδρυση και την λειτουργία της ήταν η καθιερωμένη, όπως και για τις άλλες συσταθείσες εξωχώριες λιβεριανές εταιρείες της οικογένειας …………….., ήτοι μέσω του Διεθνούς Ναυτιλιακού και Εταιρικού Μητρώου της Λιβερίας [Liberian International Shipping and Corporate Registry (LISCR)], δια της σύνταξης και καταχώρησης του καταστατικού της (Articles of Incorporation) στο εν λόγω μητρώο, οπότε η εταιρεία απέκτησε νομική προσωπικότητα και λειτούργησε, δια της σύνταξης του εσωτερικού κανονισμού της (Βy laws), των από 19.2.1986 πρακτικών ίδρυσης της και διορισμού των διευθυντών της και της με την ίδια ημερομηνία ανάθεσης – εκχώρησης όλων των δικαιωμάτων, τίτλου και συμφερόντων, που απορρέουν από την αντίστοιχη συνδρομή του εγγεγραμμένου στο καταστατικό ιδρυτή της, ονόματι …………, υπαλλήλου του “……..”, στο μετοχικό κεφάλαιο της πρώτης εναγομένης εταιρείας, στην έκταση της μίας μετοχής από τις κοινές μετοχές της εταιρείας (to the extent of one (1) share of the common stock),  στον πρώτο διορισμένο, καθ’υπόδειξη των συνιδρυτών αδελφών, Πρόεδρο της, …….., που είχε, κατά συνθήκη, στην κατοχή του την μετοχή του εγγεγραμμένου ιδρυτή (subscriber’s share) για λογαριασμό των πραγματικών ιδρυτών και δικαιούχων, …………….. και . …………….., που βέβαια δεν καταγράφονταν στο σχετικό έγγραφο μεταβίβασης εγγραφής στο μετοχικό κεφάλαιο (transfer of subscription), ούτε στα οικεία πρακτικά της γενικής συνέλευσης της εταιρείας, προς διατήρηση της ανωνυμίας τους, που εξυπηρετούσε η ίδρυση μιας εξωχώριας λιβεριανής εταιρείας, ενώ εξουσιοδοτήθηκε η πρώτη εναγομένη εταιρεία να εκδώσει το σχετικό πιστοποιητικό της μετοχής αυτής στο όνομα του ανωτέρω καταχωρημένου μετόχου ή στο όνομα του κατονομαζόμενου απ’αυτόν. Ο ως άνω εκδοχέας των αντίστοιχων μετοχικών δικαιωμάτων, στα προσκομιζόμενα από 19.2.1986 πρώτα πρακτικά της γενικής συνέλευσης της εταιρείας εμφαίνεται, ως μοναδικός εντολοδόχος συνδρομής στο εταιρικό κεφάλαιο, ενώ, κατ’αυτήν, εξελέγησαν τα μέλη του πρώτου διοικητικού συμβουλίου της αποτελούμενου από τους …….., ως Πρόεδρο, …………….. ., ως Αντιπρόεδρο και …………, ως Γραμματέα και αποφασίστηκε ο τύπος του Πιστοποιητικού, που αντιπροσώπευε τις πλήρως πληρωθείσες και μη εκτιμητέες μετοχές της εταιρείας, άνευ ονομαστικής αξίας. Αφενός, το ότι ο αριθμός των διευθυντών των συγκροτούντων το αρχικό διοικητικό συμβούλιο ήταν τρείς, προβλεπόταν μεν από το καταστατικό της εταιρείας, καταδεικνύει όμως εναργώς ότι δεν υπήρχε ένας μοναδικός μέτοχος, ως αβασίμως υποστηρίζει ο δεύτερος εναγόμενος, καθόσον σύμφωνα με ρητή πρόβλεψη του Εσωτερικού Κανονισμού της εναγομένης εταιρείας (άρθρο 3 Τμήμα 1), συνωδά της αρχικής διατύπωσης της παραγράφου 6.3 του Λιβεριανού Νόμου, όπως  ίσχυε από την 3η Ιανουαρίου 1977, το διοικητικό συμβούλιο της πρώτης εναγομένης αποτελείται από τουλάχιστον τρεις διευθυντές εκτός αν οι μετοχές της εταιρείας ανήκουν πραγματικά σε λιγότερους από τρεις μετόχους, οπότε ο αριθμός των διευθυντών μπορεί να είναι ίσος με τον αριθμό των μετόχων. Η ρηθείσα νομοθετική διάταξη μετά την τροποποίησή της στις 19 Ιουνίου 2002, προβλέπει ότι ο ελάχιστος αριθμός του ΔΣ είναι ένα. Εντούτοις, το διοικητικό συμβούλιο της πρώτης εναγομένης ήταν αρχικά τριμελές, ενώ μεταγενέστερα, διμελές, αποτελούμενο από τους . …………….. και ………., και ομοίως κατά τους κρίσιμους επίδικους χρόνους αποτελείτο από δύο μέλη, τον . …………….. και τον . …………….., εκλεγέντων νομότυπα κατά την από 18.2.2014 γενική συνέλευση των μετόχων, δηλαδή ο αριθμός των μελών του ισοδυναμούσε με τον αριθμό των δύο πραγματικών δικαιούχων των μετοχών της εταιρείας, ……………… και …………….. ……………… Αφετέρου, αν και όπως προαναφέρθηκε, ο ως άνω εκδοχέας-εντολοδόχος της μετοχής του ιδρυτή, είχε το δικαίωμα εκδόσεως του δηλωτικού αυτής πιστοποιητικού στο όνομα του ή στο όνομα του προσώπου, που θα κατονόμαζε, σύμφωνα με τον λιβεριανό νόμο, κατά τον χρόνο εκείνο, δεν έλαβε χώρα έκδοση των τίτλων των 100 μετοχών, που αντιστοιχούσαν στο κεφάλαιο της εταιρείας, παρά μεταγενέστερα αποφασίστηκε από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας αποτελούμενο από τον . …………….., ως Πρόεδρο/Διευθυντή και …………, ως Γραμματέα/Διευθυντή, η έκδοση  ενός μετοχικού τίτλου των 100 μετοχών στον κομιστή, άνευ ονομαστικής αξίας, με τον σειριακό αριθμό 1, προκειμένου να παραδοθεί στους νόμιμους κυρίους ανάλογα με την συμμετοχή τους στην εταιρεία και όχι στον μοναδικό κύριο, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των με ημερομηνία 18.2.1986 πρακτικών. Ειδικότερα, τα από 18.2.1986 πρακτικά συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης εναγομένης εταιρείας συγκροτούμενου κατά τα ανωτέρω, από τους . …………….. και …………….., ήταν προχρονολογημένα, καθόσον δεν συντάχθηκαν, κατά την ημερομηνία, που φέρουν, ήτοι της ίδρυσης της εναγομένης εταιρείας, από το τότε, ως άνω, διοικητικό συμβούλιο αυτής, αλλά μεταγενέστερα, πλην όμως το γεγονός αυτό από μόνο του, δεν επιδρά στην εγκυρότητα τους, εφόσον αποτύπωναν την αληθή βούληση των συνιδρυτών της εναγομένης εταιρείας, αδελφών …………….., όπως ο υπ’αριθμ.1 μετοχικός τίτλος στον κομιστή, που ενσωμάτωνε το σύνολο των μετοχών της εταιρείας, ήτοι 100 ανώνυμες μετοχές, να έχει εκδοθεί κατά τον χρόνο σύστασης της, εν γνώσει και κατ’εντολή και του δευτέρου εναγομένου, που είχε μάλιστα πρωταγωνιστικό ρόλο στη διοίκηση της εταιρείας, σε κάθε δε περίπτωση με την συναίνεση του, σε συναπόφαση με τον αδελφό του, άλλωστε η γνησιότητα τους ουδόλως αμφισβητείται από τους διαδίκους. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι ο εν λόγω μετοχικός τίτλος δεν είχε εκδοθεί κατά την σύσταση της εταιρείας, ακόμα και αληθούς υποτιθέμενου, ότι εκδόθηκε μετά τον θάνατο του δικαιοπαρόχου των εναγόντων, . …………….., δεν αναιρεί την κτήση της μετοχικής ιδιότητας από αυτόν, κατά ποσοστό 50%, που αντιστοιχούσε στην εταιρική του συμμετοχή και συνεπώς του δικαιώματος κοινωνίας του επί των μετοχών της εταιρείας, όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι-εκκαλούντες, καθόσον η έκδοση του μετοχικού τίτλου έχει δηλωτικό χαρακτήρα, αντιπροσωπεύει το υφιστάμενο δικαίωμα του μετόχου επί του καταβληθέντος εταιρικού κεφαλαίου και δεν προσδίδει ανύπαρκτα μετοχικά δικαιώματα στον κάτοχο του. Περαιτέρω, το γεγονός ότι ο εν λόγω τίτλος βρισκόταν αρχικά στην κατοχή του δευτέρου εναγομένου, ως επιφορτισμένου κατά την λειτουργία της εταιρείας με την οργάνωση και φύλαξη των εταιρικών εγγράφων και μετά την αδόκητη αντικατάσταση του από τους επίδικους ακόλουθους ανωτέρω μετοχικούς τίτλους, εντέλει αυτοί παραδόθηκαν, όπως και λοιπά εταιρικά έγγραφα της εναγομένης εταιρείας και εν γένει φάκελοι των εταιρειών του ομίλου …………….., στην δικηγορική εταιρεία αδελφών Σιούφα, προς εκτέλεση της ανατεθειμένης εντολής αναδιάρθρωσης των δανείων, που είχαν συνάψει οι εν λόγω εταιρείες με την δανείστρια τράπεζα «The Royal Bank of Scotland Plc” και ονομαστικοποίησης των μετοχών, που τέθηκε ως προϋπόθεση, δεν συνεπάγεται την άρση της εξ αδιαιρέτου κυριότητας και νομής, κατά ποσοστό 50% των ανώνυμων τούτων μετοχών, από τον   …………….., ως πραγματικό εταίρο και μέτοχο της πρώτης εναγομένης εταιρείας με ισότιμη συμμετοχή και εντεύθεν από τους ενάγοντες κληρονόμους του, κατά τον λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, εφόσον η κατοχή τους αρχικά από τον δεύτερο εναγόμενο έως την ένδικη αντιποίηση της νομής και κατοχής τους απ’αυτόν, ακολούθως δε η κατοχή τους, κατ’εντολή του, από την ανωτέρω δικηγορική εταιρεία, δεν γινόταν διανοία τούτου, ως αποκλειστικού κυρίου, αλλά για λογαριασμό των πραγματικών συνδικαιούχων των μετοχών, αφενός του ίδιου του δευτέρου εναγομένου και αφετέρου των εναγόντων ανιψιών του, ως κληρονόμων του δικαιώματος κοινωνίας του αδελφού του και δη εξ αδιαιρέτου κυριότητας του επί των κοινών μετοχών, όπως προκύπτει εναργώς ιδίως από τις σχετικές επιστολές της δικηγορικής εταιρείας προς τον δεύτερο εναγόμενο και σε απάντηση σχετικού εξωδίκου των εναγόντων, απορριπτομένου του ισχυρισμού των εναγομένων-εκκαλούντων ότι εφόσον δεν κατέστησαν κομιστές, ο μεν δικαιοπάροχος των εναγόντων του υπ’αριθμ.1 μετοχικού τίτλου, οι δε ενάγοντες, του, προς αντικατάσταση του, υπ’αριθμ.3, που ενσωμάτωνε 48 ανώνυμες μετοχές, που, κατά τους ισχυρισμούς του δευτέρου εναγομένου, τους παραχώρησε, λόγω δωρεάς, ένεκα μη παράδοσης των τίτλων σ’αυτούς και κατά συνέπεια, δεν έχουν καταστεί κύριοι τούτων, ούτε μέτοχοι, ως εντελώς αβασίμου, καθόσον δεν πρόκειται εν προκειμένω για μεταβίβαση μετοχών στον κομιστή, ώστε να απαιτείται για την απόκτηση κυριότητας η καταβολή του αντιτίμου των μετοχών και η παράδοση των τίτλων, ως αβασίμως υπολαμβάνουν οι εναγόμενοι-εκκαλούντες, επικαλούμενοι αλυσιτελώς σχετική διάταξη του λιβεριανού νόμου, αλλά για απόκτηση της μετοχικής ιδιότητας και των μετοχικών δικαιωμάτων από τον   …………….., λόγω ισότιμης συμμετοχής με τον εναγόμενο αδελφό του στην κάλυψη του εταιρικού κεφαλαίου της πρώτης εναγομένης εταιρείας και κοινωνίας δικαιώματος επί των ενσωματωμένων στον εκδοθέντα μετοχικό τίτλο μετοχών και, λόγω κληρονομικής διαδοχής, από τους ενάγοντες, κατ’ισομοιρίαν, του κληρονομιαίου δικαιώματος εξ αδιαιρέτου κυριότητας επί των μετοχών αυτών, η δε παρακράτηση των τίτλων των 50 μετοχών της εταιρείας, που ανήκουν στους ενάγοντες, από τον δεύτερο εναγόμενο ή μέσω εντελλομένου προσώπου, συνιστά παράνομη κατοχή τους και δεν τον καθιστά δικαιούχο των ανώνυμων αυτών τίτλων και νόμιμο κομιστή τους, απορριπτομένων των  διαλαμβανομένων στους λόγους της έφεσης συναφών ισχυρισμών, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, ως αβασίμων. Εξάλλου, ο ίδιος ο δεύτερος εναγόμενος στην από 10.7.2015 επιστολή, που απευθύνει στην σύζυγο και τα παιδιά του, εναγομένους-εκκαλούντες, παραδέχεται ότι, μετά την ονομαστικοποίηση επ’ονόματι της ένατης εναγομένης εταιρείας – δεύτερης των εκκαλούντων των 52 μετοχών, που ισχυρίζεται ότι του ανήκουν, από τις 100, που είχε εκδώσει η πρώτη εναγομένη εταιρεία, οι υπόλοιπες 48 μετοχές αυτής, που παραμένουν στον κομιστή, παρόλο που κρατιούνται από τον ίδιο δεν του ανήκουν άμεσα ή έμμεσα, αλλά τις κατέχει ως θεματοφύλακας και του της είχε εμπιστευθεί ο αποθανών αδελφός του, ……………… και μετά τον θάνατο του, οι κληρονόμοι του στους οποίους ανήκουν. Ως εκ τούτου, τους δίνει την οδηγία, μετά τον θάνατο του, να παραδώσουν τις μετοχές αυτές επί του εταιρικού κεφαλαίου της ανωτέρω εταιρείας, στους νόμιμους κυρίους, τους κληρονόμους του θανόντος αδελφού του, ήτοι στα τέκνα του, ………………, ενάγοντες-εφεσιβλήτους, σύμφωνα με το αντίστοιχο μερίδιο τους στην κληρονομία του πατέρα και της μητέρας τους, ως νόμιμους κυρίους. Επισημαίνεται ότι, στην περίπτωση, που ο δεύτερος εναγόμενος, ………………. ήταν, όπως ισχυρίζεται, ο μοναδικός ιδρυτής και μέτοχος της πρώτης εναγομένης εταιρείας και αποκλειστικός κύριος του ανωνύμου τίτλου, που ενσωμάτωνε τις 100 μετοχές της, δεν υπήρχε λόγος να προβεί στην αντικατάσταση του με δύο μετοχικούς τίτλους ποσοστού 52% και 48% αντίστοιχα επί του εταιρικού κεφαλαίου, ο δε όψιμος ισχυρισμός του ότι η τοιαύτη κατανομή των μετοχών έλαβε χώρα από χαριστική αιτία και συγκεκριμένα, λόγω δωρεάς, προς τα ανίψια του-ενάγοντες, του ανωτέρω ποσοστού, αναιρείται προεχόντως από όσα ο ίδιος καταγράφει στην ανωτέρω επιστολή προς την οικογένεια του, που συντάχθηκε μάλιστα τρεις μήνες μετά την αντικατάσταση του μοναδικού υπ’αριθμ.1 μετοχικού τίτλου με τους υπ’αριθμ.2 και 3, που αντιπροσώπευαν αντίστοιχα τα ανωτέρω άνισα ποσοστά, από την οποία συνάγεται σαφώς ότι είχε πλήρη επίγνωση ότι δεν ήταν ο μοναδικός μέτοχος της εν λόγω εταιρείας και κύριος όλων των μετοχών, παρά μαζί με τον αδελφό του και γι’αυτό είχε στην κατοχή του τις εν λόγω κοινές μετοχές, που του είχε αυτός εμπιστευθεί, κατέχοντας τες και για λογαριασμό τούτου και μετά τον θάνατο του αδελφού του, για λογαριασμό των τέκνων αυτού, τα οποία, παρά τα όσα αντίθετα προέβαλε με τις πρωτόδικες προτάσεις του και επανέλαβε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την έφεση του, αναγνώριζε, ως νομίμους κυρίους των μετοχών αυτών, κατά τον λόγο της κληρονομικής τους μερίδας. Εξάλλου, η παροχή εξουσιοδότησης προς αυτόν από την   …………….., προκειμένου να την εκπροσωπήσει στην από 2.9.2015 γενική συνέλευση της εταιρείας, καθώς και το γεγονός ότι ο ίδιος ενήργησε, κατ’αυτήν, ως αντιπρόσωπος, στο όνομα και για λογαριασμό και των λοιπών εναγόντων θεωρώντας ότι η δοθείσα εξουσιοδότηση τους αφορά όλους, όπως υποστηρίζει και με τον συναφή λόγο της έφεσης του, ενέχει εγγενώς στην πεποίθηση του την ιδιότητα των εναγόντων, ως μετόχων, της εν λόγω εναγομένης εταιρείας, αλλιώς δεν θα παρίστατο ανάγκης παροχής εξουσιοδότησης, προκειμένου αυτοί να εκπροσωπηθούν κατά την γενική συνέλευση των μετόχων της, αν πράγματι ήταν ο μοναδικός μέτοχος και κύριος των μετοχών αυτής, η δε διαλαμβανόμενη στον έκτο λόγο της έφεσης δικαιολογία, ότι αυτό έγινε από λόγους αβροφροσύνης, επειδή οι ενάγοντες συμμετείχαν στα κέρδη των πλοιοκτητριών εταιρειών των υπό διαχείριση από την εναγομένη πλοίων και επειδή προτίθετο να τους καταστήσει μετόχους του 48% της διαχειρίστριας εναγομένης εταιρείας από χαριστική αιτία, ως εκ περισσού ζήτησε και έλαβε την σύμφωνη γνώμη τους για την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου δια της παροχής της εν λόγω εξουσιοδότησης, δεν κρίνεται επαρκής ούτε πειστική, μήτε αντέχει στην βάσανο της λογικής και της κοινής πείρας, απορριπτομένου του κρινόμενου ισχυρισμού των εναγομένων-εκκαλούντων, ως ουσιαστικά αβασίμου.  Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των εναγομένων-εκκαλούντων, που αναφέρονται στον πρωταγωνιστικό και κυρίαρχο ρόλο του   …………….. στην διοίκηση της εναγομένης εταιρείας και την λήψη των αποφάσεων, καθώς όπως χαρακτηριστικά καταθέτουν, ουδεμία σημαντική απόφαση λαμβανόταν χωρίς την έγκριση του και είχε πάντα τον πρώτο και τελευταίο λόγο στις αποφάσεις, κρατούσε δε στα χέρια του όλες τις μετοχές όλων των εταιρειών γιατί όλα τα μέλη της οικογένειας του είχαν εμπιστοσύνη. Εκ των κατατιθέμενων δεν προκύπτει ότι ο δεύτερος εναγόμενος ήταν μοναδικός ιδρυτής και μέτοχος της πρώτης εναγομένης, τουναντίον από την επισκόπηση των ενόρκων βεβαιώσεων τούτων σε συνδυασμό με τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τους αντιδίκους, καθώς και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, συνάγεται σαφώς ότι στην εναγομένη διαχειρίστρια εταιρεία των πλοίων του ομίλου, ήταν ισότιμος μέτοχος και συμμετείχε ενεργά ο αδελφός του ………….., ο οποίος ναι μεν έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση για τον αδελφό του, …………….. και του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον χειρισμό των εταιρικών υποθέσεων, αλλά είχε και αυτός αποφασιστική αρμοδιότητα και ισάξια ψήφο και συμμετοχή στα κέρδη, κατά ίσα μέρη και μετά τον θάνατο του τα παιδιά του, η δε μη ιδιαίτερη ανάμιξη τούτων στα εταιρικά θέματα, λόγω εμπιστοσύνης στον θείο τους και έλλειψης ανάλογης γνώσης και εμπειρίας, δεν αίρει την ιδιότητα τους, ως ισότιμων μετόχων, ως αβασίμως υπολαμβάνουν οι εναγομένοι-εκκαλούντες.

Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο κληρονομούμενος από τους ενάγοντες, …………. και ο αδελφός του, δεύτερος εναγόμενος, …………….., κατά το εφαρμοστέο συμπληρωματικώς, ελλείψει συγκεκριμένης προβλέψεως του Λιβεριανού νόμου, κοινοδίκαιο, ήταν συνδικαιούχοι του μοναδικού μετοχικού τίτλου της εναγομένης εταιρείας, υπ’αριθμό 1, κατ’ισομοιρίαν, ήτοι συγκύριοι κατά ίσα ιδανικά μερίδια των ενσωματωμένων σ’αυτόν 100 μετοχών αυτής, εφόσον η συμμετοχή τους στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας και συνακόλουθα στα κέρδη και τις ζημίες, ήταν ισότιμη, μετά δε τον θάνατο του   …………….. και της μεταποβιωσάσης συζύγου του, το εξ αδιαιρέτου μερίδιο του στις μετοχές της εταιρείας, κατ’εφαρμογή του ελληνικού δικαίου, εκ της ιθαγένειας του κληρονομουμένου, κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τους ενάγοντες τέκνα του, που υπεισήλθαν σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από την εν λόγω μετοχική σχέση, όντας μέτοχοι της πρώτης εναγομένης εταιρείας από κοινού, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, του υπολοίπου ποσοστού εξ αδιαιρέτου ανήκοντος στον δεύτερο εναγόμενο, απορριπτομένης της ένστασης ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης, ως ουσιαστικά αβάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του, ομοίως δέχθηκε ότι η συμμετοχή των δύο αδελφών στην ίδρυση της εταιρίας ήταν ισάξια και τους ανήκε από κοινού ο υπ’ αριθμό 1 μετοχικός τίτλος, οι δε ενάγοντες έχουν καταστεί δικαιούχοι από κοινού, κατ’ισομοιρίαν, του ανώνυμου τούτου μετοχικού τίτλου, που παριστούσε ποσοστό 50% του συνολικού καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης εταιρίας, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του πατρός τους, …………….., εν ζωή μετόχου κατά το κληρονομηθέν ποσοστό και της συγκληρονόμου μητρός τους, … …………….. και, ακολούθως, αναγνώρισε την εταιρική ιδιότητα των εναγόντων, ως μετόχων της πρώτης εναγομένης εταιρείας από κοινού, εξ αδιαιρέτου και κατ’ ισομοιρίαν, κατά 50%, ως συνδικαιούχων με τον δεύτερο εναγόμενο του 100% των μετοχών της, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με συνοπτική και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), απορριπτομένων των περί του αντιθέτου προβαλλομένων με τους πρώτο, τρίτο και τέταρτο λόγους της έφεσης αιτιάσεων των εκκαλούντων, ως ουσιαστικά αβασίμων. Απορριπτέος, ως αβάσιμος κατ’ουσίαν, κρίνεται και ο δεύτερος λόγος της έφεσης, καθόσον ερείδεται επί της εσφαλμένης προϋπόθεσης ότι η εκκαλουμένη απέδωσε στον δεύτερο εναγόμενο την ιδιότητα του εμφανούς εταίρου της πρώτης εναγομένης εταιρείας, ενώ η εκκαλουμένη δεν διαλαμβάνει τέτοια παραδοχή.

Περαιτέρω, σύμφωνα και με τα ρηθέντα στη οικεία νομική σκέψη, κάθε πράξη διοικήσεως και διαχείρισης των ως άνω κοινών αντικειμένων, θα κριθεί με βάση το ημεδαπό δίκαιο, ήτοι το δίκαιο του τόπου όπου βρίσκονται οι ένδικες μετοχές της πρώτης εναγομένης, δεδομένου ότι κατά το δίκαιο της καταστατικής έδρας αυτής προβλέπεται η αξιογραφική ενσωμάτωση των μετοχών, κατά τρόπο ώστε το δικαίωμα εκ του χαρτιού να ακολουθεί το δικαίωμα επί του χαρτιού (lex cartae sitae-άρθρο 27 ΑΚ). Εξάλλου, σύμφωνα με το ημεδαπό δίκαιο η σχέση κοινωνίας λήγει με τη διανομή του κοινού πράγματος, είτε κατόπιν συμφωνίας όλων των συγκυριών (εκούσια διανομή), είτε με δικαστική απόφαση (δικαστική διανομή). Ενόψει τούτων, στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν δυνατή η αντικατάσταση του κοινού μοναδικού πιστοποιητικού, που ενσωμάτωνε όλες τις μετοχές της πρώτης εναγομένης, με περισσότερα από ένα πιστοποιητικά, χωρίς την προηγούμενη συμφωνία ή τη μεταγενέστερη έγκριση όλων των συγκυρίων του κοινού πιστοποιητικού ή την άσκηση σχετικής αγωγής διανομής, δεδομένου ότι για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ως διανομή, λογίζεται και η ανωτέρω αντικατάσταση του κοινού αυτού αντικειμένου. Ως εκ τούτου, η από 24.4.2015 απόφαση του ΔΣ της πρώτης εναγομένης εταιρείας, με την οποία ακυρώθηκε ο υπ’ αριθμόν 1 κοινός μετοχικός τίτλος της, που ενσωμάτωνε 100 μετοχές, που παριστούσαν το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου και ήταν ενσωματωμένες σε αυτόν, δι’ αντικαταστάσεως του από δύο μετοχικούς τίτλους και δη έναν ονομαστικό τίτλο με τον αριθμό 2, που εκδόθηκε στο όνομα του . …………….. και παριστούσε ποσοστό 52% επί του καταβληθέντος μετοχικού κεφαλαίου και έναν ανώνυμο ή εις τον κομιστή τίτλο με τον αριθμόν 3, που παριστούσε ποσοστό 48% επί του μετοχικού κεφαλαίου, πλην όμως δεν αντιστοιχούσε στο εξ αδιαιρέτου ποσοστό των λοιπών μετόχων και δη των τεσσάρων εναγόντων, ως αντιβαίνουσα στο νόμο και δη στις διατάξεις των άρθρων 785, 798, 799 και 180 ΑΚ, είναι άκυρη, δοθέντος ότι για την απόσβεση του κοινού δικαιώματος επί του μοναδικού μετοχικού τίτλου και την τροποποίηση του μεγέθους των μερίδων των κοινωνών, με την διανομή του κοινού αυτού πράγματος σε δύο ξεχωριστούς τίτλους με άνισα μερίδια, απαιτείτο, ως προαναφέρθηκε, εκ του νόμου η προηγούμενη συμφωνία ή η μεταγενέστερη έγκριση όλων των «κατόχων από κοινού», κοινωνών συγκυρίων, ή σχετική δικαστική απόφαση, κατόπιν άσκησης σχετικής αγωγής, προϋποθέσεις που δεν αποδείχθηκε ότι τηρήθηκαν, ούτε τα διάδικα μέρη ισχυρίζονται ότι τηρήθηκαν, αλλά ο εκ των συγκυρίων των κοινών μετοχών, …….., προέβη άνευ συναινέσεως των εξίσου κυρίων εναγόντων ή εκ των υστέρων εγκρίσεως τους, παρανόμως και αυτοβούλως στην παύση της υφιστάμενης κοινωνίας επί του εν λόγω μετοχικού τίτλου και την έκδοση δύο νέων τίτλων με άνισα μέρη, τροποποιώντας αυθαίρετα το μέγεθος των μερίδων τους επί των μετοχών της εταιρείας. Παρέπεται ότι απολύτως και αυτοδικαίως άκυρη, ως αντιβαίνουσα στις προαναφερόμενες διατάξεις, είναι και η από 27.4.2015 ακολούθως εκδοθείσα απόφαση του ΔΣ, με την οποία αποφασίστηκε περαιτέρω αντικατάσταση του ονομαστικού τίτλου με τον αριθμό 2, που είχε εκδοθεί στο όνομα του δευτέρου εναγομένου, . …………….. και αντιπροσώπευε ποσοστό 52% επί του εισφερθέντος μετοχικού κεφαλαίου, με την έκδοση ενός νέου μετοχικού τίτλου με αριθμό 4, στο όνομα της ένατης εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «………………», αποκλειστικών συμφερόντων του δεύτερου εναγομένου, ήτοι ουσιαστικά έλαβε χώρα παράτυπη μεταβίβαση στην τελευταία του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών της εταιρείας, αν και αφενός, ο μεταβιβάσας δεν ήταν νόμιμος κύριος 52 μετοχών της εταιρείας, αλλά 50 και αφετέρου, απαιτούνταν για την μεταβίβαση τους η προηγούμενη συμφωνία όλων των συγκυρίων των μετοχών, ήτοι των εναγόντων, είτε η μεταγενέστερη έγκριση της από αυτούς, που δεν δόθηκαν. Περαιτέρω, όσον αφορά την από 2.9.2015 απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της πρώτης εναγομένης για την εκλογή νέου ΔΣ και την από 2.9.2015 απόφαση του ΔΣ περί συγκροτήσεως τούτου σε σώμα, υπήρξε εκ μέρους του εναγομένου,   …………….., καταρχήν νόθευση της μετοχικής σύνθεσης της γ.σ., καθόσον αυτός εμφαίνεται παριστάμενος, αφενός, ως πληρεξούσιος της ένατης εναγομένης εταιρείας, στην οποία είχε μεσολαβήσει, κατά τα άνω, παράνομη μεταβίβαση των 52 μετοχών της εταιρείας, με αποτέλεσμα αυτή να μην έχει καταστεί νόμιμη κυρία τούτων και αφετέρου, ως πληρεξούσιος,  των κυρίων των  48 μετοχών ανώνυμων μετοχών, βάσει της αμφισβητούμενης από 1.9.2015 εξουσιοδότησης της τρίτης ενάγουσας,   …………….., ενώ οι ενάγοντες είχαν την συγκυριότητα ποσοστού 50% των μετοχών της εταιρείας. Επιπρόσθετα, από την επισκόπηση του περιεχομένου της εν λόγω εξουσιοδότησης, που είχε ως εξής: «Προς κ……………… …………….. 1η Σεπτεμβρίου 2015. Με το παρόν ζητώ να παραστείτε στη συνέλευση των μετόχων της «………….», (εφεξής η «Εταιρεία»),η οποία έχει οριστεί να λάβει χώρα στις 2 Σεπτεμβρίου 2015 και να ψηφίσετε υπέρ της εκλογής του κ……………… …………….. του κ. …………. και του κ. …………, ως Διευθυντών της Εταιρείας. (Υπογραφή)», δεν συνάγεται ότι οι λοιποί τρεις ενάγοντες, αδέρφια της . …………….., παρείχαν ομοίως με αυτήν σχετική εξουσία στον θείο τους, . …………….., για να τους εκπροσωπήσει στην κατά τα ως άνω συγκληθείσα γενική συνέλευση των μετόχων της πρώτης εναγομένης, ούτε προκύπτει ότι είχαν καταστήσει πληρεξούσιο τους την αδελφή τους, . …………….., ούτως ώστε αυτή να μην έχει την πληρεξουσιότητα να εξουσιοδοτεί τον   …………….. να εκπροσωπήσει και τα αδέλφια της, …………, ως αβασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι-εκκαλούντες, καθόσον, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 7.5, 7.6 και 7.10 του Λιβεριανού νόμου, οι «κάτοχοι από κοινού» αποφασίζουν από κοινού για τα ζητήματα που αφορούν το κοινό αντικείμενο, ενώ ένας «κάτοχος από κοινού» δεν μπορεί να δεσμεύει τους λοιπούς, ως προς το κοινό αντικείμενο, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση τους ή τη μεταγενέστερη έγκριση τους, σε περίπτωση μετοχών που ανήκουν από κοινού, κατ’ιδανικά μερίδια, σε περισσότερους από έναν δικαιούχους, η εξουσιοδότηση για την συμμετοχή στην γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας πρέπει να δοθεί από όλους τους από κοινού δικαιούχους, βάσει της εσωτερικής τους σχέσης, γεγονός που δεν έλαβε χώρα στην προκειμένη περίπτωση, με συνέπεια η εκ των συγκυρίων των μετοχών,   …………….., να μην μπορεί να δεσμεύσει τους λοιπούς ενάγοντες, ο δε παριστάμενος, ως πληρεξούσιος και για λογαριασμό τους, ……….., να στερείται νομίμου εξουσιοδότησης προς εκπροσώπηση τους. Ένεκα τούτων, οι  αποφάσεις της από 2.9.2015 γενικής συνέλευσης της εταιρείας στο Μονακό, περί αποδοχής των από 2.9.2015 παραιτήσεων των δύο μελών του διοικητικού συμβουλίου, ……….., ως Προέδρου και …………, ως Γραμματέα, τετάρτου και πέμπτου των εναγομένων, καθώς επίσης, η εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας και ορισμός, ως μελών του, του . …………….., του ……… και του ……………, είναι αυτοδικαίως άκυρες, ως αντίθετες στις ανωτέρω διατάξεις του Λιβεριανού νόμου, λόγω κακής συγκρότησης και σύνθεσης της επίμαχης γενικής συνέλευσης, αφού συμμετείχε η ένατη εναγομένη, που δεν ήταν μέτοχος, ο δε δεύτερος εναγόμενος δεν εκπροσωπούσε το 52% του μετοχικού κεφαλαίου, μήτε είχε εξουσιοδοτηθεί νομίμως από τους ενάγοντες για να τους εκπροσωπήσει.

Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι η από 1.9.2015 εξουσιοδότηση της τρίτης ενάγουσας προς εκπροσώπηση της από τον δεύτερο εναγόμενο στην ανωτέρω γενική συνέλευση, καταρτίστηκε συνεπεία ουσιώδους πλάνης ή απάτης και ως εκ τούτου, δεν τίθεται ζήτημα ακυρότητας ή ακυρωσίας της, ωστόσο δεν  αναπτύσσει έννομες συνέπειες, λόγω της έλλειψης συναίνεσης των λοιπών συνδικαιούχων των κοινών μετοχών εναγόντων και συνεπώς, οι ενάγοντες δεν εκπροσωπούνταν νομίμως στην γ.σ. από τον δεύτερο εναγόμενο, απορριπτομένου του σχετικού αγωγικού αιτήματος περί αναγνώρισης της ακυρότητας της, άλλως κήρυξης της άκυρης, ως ουσία αβασίμου. Περαιτέρω, απολύτως και αυτοδικαίως άκυρες είναι και οι επακολουθήσασες από 2.9.2015 και 2.6.2016 πράξεις και αποφάσεις του μη εκλεγέντος νομίμως νέου ΔΣ της πρώτης εναγομένης για την συγκρότηση αυτού σε σώμα, την ανάκληση όλων των εξουσιών και πληρεξουσίων, που είχαν δοθεί στον τέταρτο εναγόμενο, . …………….. και την σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της εταιρείας για τις 26.6.2016 και κατόπιν αναβολής της για τις 28.6.2016 και διακοπής της για τις 6.7.2016, συνεπεία της άκυρης εκλογής του. Συνακόλουθα η από 6.7.2016 απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας, με την οποία επαύθη από την θέση του Γραμματέα/ταμία και μέλους της εταιρείας ο τέταρτος εναγόμενος, . ……………… και αποφασίσθηκε η εκλογή νέου ΔΣ αποτελούμενου από τον δεύτερο εναγόμενο, . …………….., τον τρίτο εναγόμενο, …….. και τον έβδομο εναγόμενο, . …………….., είναι αυτοδικαίως άκυρη, λόγω κακής σύγκλησης της από μη νομίμως συσταθέν και συγκροτηθέν δ.σ., αλλά και μη νόμιμης συγκρότησης και σύνθεσης της, για τους λόγους που προπαρατέθηκαν και συνεπώς, δεν παράγει έννομα αποτελέσματα.

Περαιτέρω, όσον αφορά τις από 1.9.2015 παραιτήσεις των μελών του δ.σ. της πρώτης εναγομένης, ήτοι του τετάρτου και πέμπτου των εναγομένων, το κύρος των οποίων θα κριθεί με βάση τους κανόνες του κοινοδικαίου, δεν αποδείχθηκε ότι υφαρπάχθηκαν οι υπογραφές των ανωτέρω μελών του δ.σ., συνεπεία ουσιώδους πλάνης ή απάτης εκ μέρους του δευτέρου και του εβδόμου των εναγομένων και συνεπώς, δεν δύναται εξ αυτού του λόγου να αναγνωριστούν, ως άκυρες ή να ακυρωθούν. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι κατά την υπογραφή των ανωτέρω δηλώσεων παραιτήσεως, οι τέταρτος και πέμπτος των εναγομένων, αμελώς ενεργούντες και χωρίς να γνωρίζουν το περιεχόμενο τους, προέβησαν στις σχετικές δικαιοπρακτικές δηλώσεις, γνωρίζοντας ότι αγνοούν το περιεχόμενο των ανωτέρω δηλώσεων παραιτήσεων και με την αντίληψη ότι αποδέχονται το περιεχόμενο αυτών οποιοδήποτε και αν είναι. Επομένως, η σχετική άγνοια (πλάνη) των ανωτέρω εναγομένων οφείλεται σε αμέλεια τους και επομένως, οι ανωτέρω παραιτήσεις τους παραμένουν ισχυρές, με βάση τις διατάξεις του κοινοδικαίου (από 29.1.2018 νομική πληροφορία), απορριπτομένης της αγωγής, ως ουσία αβάσιμης, αναφορικά με το αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας των εν λόγω παραιτήσεων, άλλως της ακύρωσης τους. Ωστόσο, οι τελευταίες δεν επέφεραν τα σκοπούμενα έννομα αποτελέσματα, ήτοι την κατάλυση της έννομης σχέσης, που συνδέει τα ανωτέρω μέλη του δ.σ. της πρώτης εναγομένης εταιρείας με αυτή. Τούτο δε διότι, οι ανωτέρω παραιτήσεις θα επέφεραν έννομα αποτελέσματα από τον χρόνο περιέλευσης τους στην εταιρεία και δεδομένου ότι ο Λιβεριανός νόμος δεν ρυθμίζει ρητά σε ποιο όργανο της εταιρείας πρέπει να υποβληθεί η δήλωση παραίτησης όλων των μελών του διοικητικού συμβουλίου, αλλά προβλέπει δύο όργανα της εταιρείας, το διοικητικό συμβούλιο και την γενική συνέλευση, στην προκειμένη περίπτωση η παραίτηση όλων των μελών του δ.σ. της πρώτης εναγομένης, έδει να περιέλθει στην γενική συνέλευση των μετόχων της, πλην όμως η από 2.9.2015 γενική συνέλευση της εταιρείας στην οποία περιήλθαν οι εν λόγω παραιτήσεις, δεν συγκροτήθηκε νομίμως και είχε κακή σύνθεση, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, αφού σ’αυτήν συμμετείχε η ένατη εναγομένη, που δεν ήταν μέτοχος, ο δε δεύτερος εναγόμενος δεν εκπροσωπούσε το 52% του μετοχικού κεφαλαίου, μήτε είχε εξουσιοδοτηθεί νομίμως από τους ενάγοντες για να τους εκπροσωπήσει και συνεπώς, οι επίμαχες παραιτήσεις δεν επέφεραν, ως έννομη συνέπεια, την λύση της οργανικής σχέσης των παραιτηθέντων με την εταιρεία και δεδομένης της άκυρης εκλογής νέου διοικητικού συμβουλίου, παραμένουν οι ίδιοι μέλη τούτου.

Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη έκρινε ότι οι προσβαλλόμενες, ως άνω, αποφάσεις της γενικής συνέλευσης και του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης εναγομένης εταιρείας-εφεσίβλητης, περί αντικατάστασης του μοναδικού  μετοχικού τίτλου της πρώτης εναγομένης με δύο νέους, έναν ονομαστικό με αριθμό 2 για 52 μετοχές και έναν ανώνυμο με αριθμό 3 για 48 μετοχές, αντικατάστασης του εκδοθέντος στο όνομα του δευτέρου εναγομένου-εκκαλούντος και έκδοσης νέου με αριθμό 4 στο όνομα της ένατης εναγομένης εταιρείας-εκκαλούσας, εκλογής νέου διοικητικού συμβουλίου και συγκρότησης του σε σώμα, σύγκλησης απ’αυτό γενικής συνέλευσης και εκλογής απ’αυτήν νέου διοικητικού συμβουλίου, είναι αυτοδικαίως άκυρες, ως αντιβαίνουσες στις οικείες διατάξεις του Λιβεριανού νόμου και του καταστατικού της εταιρείας, οι δε από 1.9.2015 εξουσιοδότηση και παραιτήσεις αντίστοιχα, δεν ήταν μεν προϊόντα πλάνης ή απάτης, αλλά δεν έφεραν τα σκοπούμενα έννομα αποτελέσματα και ακολούθως, αναγνώρισε την ακυρότητα των προσβαλλομένων εν λόγω αποφάσεων του δ.σ. και της γ.σ. της πρώτης εναγομένης-εφεσίβλητης και ότι το διοικητικό συμβούλιο αυτής αποτελείται από τον τέταρτο και πέμπτο των εναγομένων – εφεσιβλήτων, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), απορριπτομένων των πέμπτου, έκτου και έβδομου λόγων της έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμων.

V. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, να διαταχθεί δε η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στους εκκαλούντες, κατόπιν σχετικού αιτήματος τους, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην του πέμπτου και έκτου των εφεσιβλήτων και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ.2026/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται την έφεση τυπικά.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του καταβληθέντος από τους εκκαλούντες για την κατάθεση της έφεσης παραβόλου.

Επιβάλλει στους εκκαλούντες τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ για τον πρώτο, δεύτερο, τρίτη και τέταρτη των εφεσιβλήτων και στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ για την έβδομη εφεσίβλητη.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις  30.6.2020.

 Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής λόγω

συνταξιοδοτήσεώς της

και αποχωρήσεώς της από την

Υπηρεσία, η αρχαιότερη της

σύνθεσης Εφέτης, Μαρία Κωττάκη 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 9η.7.2021, με άλλη σύνθεση, λόγω συνταξιοδοτήσεως και αποχωρήσεως από την Υπηρεσία της Προέδρου Εφετών Δήμητρας Τσουτσάνη, αποτελούμενη από τους Δικαστές  Μαρία Κωττάκη, Προεδρεύουσα Εφέτη,  Μαρία Δανιήλ και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτες και τη Γραμματέα  Τριανταφυλλιά Λαμπροπούλου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡEYOYΣΑ ΕΦΕΤΗΣ                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ