Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 283/2021

Αριθμός     283/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τμήμα 4ο )

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον δικαστικό πληρεξούσιο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Δημήτριο Βολτή (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Πέτρο Αναπλιώτη.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατέθεσαν α) η εφεσίβλητη την από  5.4.2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2011) αίτησή της και β) το εκκαλούν  την από 2.7.2014 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2014) κύρια παρέμβαση. Επί αυτών εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 865/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  τις απέρριψε αμφότερες.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  το καθ΄ου η αίτηση-κυρίως παρεμβαίνων και ήδη εκκαλούν με την από  13.2.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2019) αρχικά η 16η.1.2020, μετά δε από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο δικαστικός πληρεξούσιος ΝΣΚ του εκκαλούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του  με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Με το άρθρο 6 § ι§ 1, 2 και 3 τουν. 2664/1998, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από τους ν. 3127/2003 και 3481/2006 ορίζονται τα εξής: «1. Πρώτες εγγραφές είναι εκείνες που καταχωρίζονται ως αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες, σύμφωνα με την παράγραφο 2, περίπτωση β` του άρθρου 3. Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, υπόκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος κεφαλαίου. 2. Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής, μπορεί να ζητηθεί με αγωγή ενώπιον του αρμοδίου καθ` ύλην και κατά τόπον Πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά, της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία οκτώ (8) ετών εκτός αν πρόκειται για το Ελληνικό Δημόσιο ή εργαζομένους μόνιμα στο εξωτερικό…, για τους οποίους η προθεσμία άσκησης της αγωγής είναι δέκα (10) ετών. Η αποκλειστική προθεσμία αυτής της παραγράφου αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, της απόφασης του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος, που προβλέπει το άρθρο 1 παράγραφος 3. Η αγωγή απευθύνεται κατά του αναγραφόμενου ως δικαιούχου του δικαιώματος στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή ή κατά των καθολικών του διαδόχων και κοινοποιείται, με ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως, στον Προϊστάμενο του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου…. 3. α) Στην περίπτωση των αρχικών εγγραφών με την ένδειξη «άγνωστου ιδιοκτήτη» κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 9, αντί της προβλεπόμενης στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου αγωγής, η διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, η οποία υποβάλλεται ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου και μέχρις ότου ορισθεί αυτός στο Μονομελές Πρωτοδικείο της τοποθεσίας του ακινήτου, που δικάζει κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την κατάθεση της και επί ποινή απαραδέκτου, η αίτηση αυτή κοινοποιείται από τον αιτούντα στο Ελληνικό Δημόσιο και εγγράφεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Τα ανωτέρω ισχύουν και στη περίπτωση της κυρίας παρέμβασης. Εάν στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου έχουν ήδη καταχωρισθεί και άλλες αιτήσεις ή κύριες παρεμβάσεις με αντίστοιχο περιεχόμενο, η μεταγενέστερη αίτηση κοινοποιείται από τον αιτούντα επί ποινή απαραδέκτου και εντός της ως άνω προθεσμίας στους προηγούμενους αιτούντες ή κυρίως παρεμβαίνοντες. Η κοινοποίηση της αιτήσεως στις ανωτέρω περιπτώσεις γίνεται με επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της. Εφόσον η αίτηση γίνει τελεσιδίκως δεκτή, διορθώνεται η εγγραφή. Εάν η αίτηση απορριφθεί ως νόμω ή ουσία αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού… β) Με την αίτηση της προηγουμένης παραγράφου μπορεί να ζητηθεί η διόρθωση της εγγραφής και στην περίπτωση που ο αιτών επικαλείται ως τίτλο κτήσης πράξη μεταγραπτέα κατά το άρθρο 1192 αρ. 1-4 ΑΚ, η οποία δεν έχει μεταγραφεί στο Υποθηκοφυλακείο. Στην περίπτωση αυτή, με την αίτηση ζητείται η διόρθωση της πρώτης εγγραφής και η καταχώρηση του δικαιώματος στο φερόμενο στο μη μεταγεγραμμένο τίτλο ως αποκτώντα, εφόσον συντρέχουν όλες οι κατά το ουσιαστικό δίκαιο προϋποθέσεις για την κτήση του δικαιώματος». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, όταν με αυτή φέρεται τούτο ως «αγνώστου ιδιοκτήτη» ο επικαλούμενος ότι είναι κύριος αυτού ή δικαιούχος οποιουδήποτε άλλου εγγραπτέου στο Κτηματολόγιο δικαιώματος, θα επιτύχει τη διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής, με την άσκηση της σχετικής αιτήσεως ενώπιον του Κτηματολογικού δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου και μέχρι να ορισθεί, ενώπιον του μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας του ακινήτου, που δικάζει κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η εν λόγω αίτηση δεν απαιτείται να στρέφεται εναντίον οποιουδήποτε άλλου προσώπου ούτε του Ελληνικού Δημοσίου, ο δε Ο.Κ.Χ.Ε., καθώς και οι Προϊστάμενοι των κτηματολογικών Γραφείων δεν προσλαμβάνουν την ιδιότητα του διαδίκου με μόνη την απεύθυνση αυτής εναντίον τους, εκτός αν συντρέχουν οι περιπτώσεις των άρθρων 748 § 3, 752 και 753ΚΠολΔ. Αντικείμενο της συγκεκριμένης δίκης είναι η διαπίστωση της υπάρξεως του σχετικού εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος κατά την καταχώρηση της πρώτης εγγραφής και η διόρθωση της τελευταίας, σύμφωνα με αυτή τη διαπίστωση, χωρίς τη διάγνωση οποιουδήποτε αμφισβητούμενου δικαιώματος, αφού η εγγραφή «αγνώστου ιδιοκτήτη» δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση αλλά έλλειψη διαπιστώσεως του υπάρχοντος δικαιώματος, ενώ για το παραδεκτό της ως άνω αίτησης πρέπει, μεταξύ άλλων, να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) να ασκηθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία (8) ή δέκα (10) ετών, κατά περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, από τη δημοσίευση στην εφημερίδα της Κυβέρνησης της απόφασης του Ο.Κ.Χ.Ε για την εφαρμογή του κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή, β) να καταχωρηθεί στο οικείο κτηματολογικό φύλλο μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την κατάθεση της και γ) να κοινοποιηθεί αντίγραφο της αίτησης μέσα στην ίδια προθεσμία των είκοσι ημερών στο Ελληνικό Δημόσιο. Συνακόλουθα τούτων, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας ζητείται μόνο η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής και όχι η αναγνώριση της κυριότητας του αιτούντος, ανεξαρτήτως του ότι ερευνάται από το Δικαστήριο ως προϋπόθεση η ύπαρξη του επικαλούμενου δικαιώματος της κυριότητας για την αιτούμενη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής χωρίς όμως να καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου. Τούτο άλλωστε ενισχύεται και από την προαναφερόμενη ως άνω διάταξη του άρθρου 6 § 3α του ν. 2664/1998 όπως ήδη ισχύει, σύμφωνα με την οποία εάν η αίτηση απορριφθεί ως νόμω ή ουσία αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει την αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού και επιπρόσθετα από το ότι στην τελευταία αυτή παράγραφο (άρθρο 6 § 2) προβλέπεται ρητά ως αίτημα της αγωγής «η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση» (ΕφΑθ4959/2010, ΕφΑΘ 3060/2009, ΕφΑΘ 265/2008, ΕφΑΘ 4502/2007, ΕφΑΘ 4080/2008 ΕλΔ 50.873, ΕφΑΘ 2943/2008, ΕφΑΘ 1298/2008 ΕλΔ 49.1518 και 1715 αντίστοιχα, ΝΟΜΟΣ).

Το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, άσκησε την από 13.2.2019 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………../14.2.2019) έφεσή του κατά της υπ΄αριθ. 865/1.3.2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά τη διαδικασία τη εκούσιας δικαιοδοσίας  (άρθρ. 739 επ. ΚΠολΔ, 6 παρ. 3α ν. 2664/1998) και απέρριψε τόσο την από 5.4.2011 αίτηση της εφεσίβλητης – καθ ής η κύρια παρέμβαση, όσο και την από 2.7.2014 κύρια παρέμβαση του εκκαλούντος. Η έφεση αυτή ασκήθηκε νομότυπα 495 παρ. 1,2, 511, 513 παρ. 1, 516, 517 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της προθεσμίας του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται κοινοποίηση της εκκαλούμενης απόφασης, για δε το παραδεκτό της δεν απαιτείται να καταβληθεί παράβολο έφεσης κατ΄άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, επειδή το εκκαλούν ελληνικό δημόσιο δεν έχει τέτοια υποχρέωση (8 ν.1920/1939 σε συνδυασμό με 19 παρ. 1 κδ 26.6/10.7.1944). Πρέπει συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.

Με την από 5.4.2011 αίτησή της η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι έχει καταστεί με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία) αλλά και με παράγωγο τρόπο (τακτική χρησικτησία κατόπιν ατύπου δωρεάς από τον πατέρα της) πλήρης και αποκλειστική κυρία του υπ΄αριθ. ΚΑΕΚ ………… γεωτεμαχίου που βρίσκεται στον προσφυγικό συνοικισμό ……. στο Δήμο Κερατσινίου, ζήτησε ν΄αναγνωριστεί ότι είναι πλήρης και αποκλειστική κυρία αυτού, να διορθωθεί η ανακριβής πρώτη εγγραφή σχετικά με αυτό που φέρεται ως «αγνώστου ιδιοκτήτη» ώστε να φαίνεται η πλήρης και αποκλειστική κυριότητά της και να διαταχθεί ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου να καταχωρίσει την απόφαση που θα εκδιδόταν στα οικεία κτηματολογικά βιβλία. Στα πλαίσια της δίκης που ανοίχτηκε με την ανωτέρω αίτηση, το εκκαλούν άσκησε την από 2.7.2014 κύρια παρέμβασή του κατά της εφεσίβλητης, ισχυριζόμενο ότι το επίδικο είναι τμήμα ευρύτερης εδαφικής έκτασης που περιήλθε σε αυτό από την αναφερόμενη απαλλοτρίωση υπέρ του Υπουργείου Υγείας και εσφαλμένα καταχωρίστηκε στα οικεία κτηματολογικά βιβλία Πειραιώς ως «αγνώστου ιδιοκτήτη» και ζήτησε όπως αφού απορριφθεί η ανωτέρω αίτηση, διορθωθεί η σχετική με το επίδικο ανακριβής εγγραφή ώστε να φαίνεται η πλήρης και αποκλειστική κυριότητά του επί του επιδίκου,  να υποχρεωθεί η αιτούσα να του το αποδώσει και να καταδικαστεί η αιτούσα στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την ως άνω αίτηση ως προς το αίτημα περί διόρθωσης της ανακριβούς εγγραφής με βάση την έκτακτη χρησικτησία ως απαράδεκτη, διότι μετά την επίκληση της αιτούσας περί κτήσης της κυριότητας του επιδίκου «αγνώστου ιδιοκτήτη» με έκτακτη χρησικτησία, έπρεπε ν΄ασκηθεί η αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998 κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ενώ ως προς την επίκληση κτήσης της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απέρριψε την αίτηση ως αόριστη λόγω ελλιπούς αναφοράς των στοιχείων του άρθρου 1041 ΑΚ και δη της άσκησης της νομής με κάποιο νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο. Στη συνέχεια, απέρριψε την ως άνω κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου, λόγω έλλειψης, μετά την απόρριψη της αίτησης, ενεστώτος εννόμου συμφέροντος, εν όψει του ότι μόλις η πρώτη εγγραφή καταστεί οριστική και μη υπάρχουσας νέας αίτησης, το επίδικο θα θεωρείται ότι ανήκει στο κυρίως παρεμβαίνον. Τέλος δε συμψήφισε τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το κυρίως παρεμβαίνον για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 79, 80, 747 και 752 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας είναι δυνατή η άσκηση κύριας παρέμβασης, εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 69 του ίδιου κώδικα, της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Ειδικότερα, ενώ στη δίκη της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος αναφέρεται στη θετική ή αρνητική διάγνωση  του επιδίκου δικαιώματος, στις περιπτώσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος συνίσταται στην παραδοχή ή στην απόρριψη της αίτησης αναφορικά με το αιτούμενο ρυθμιστικό μέτρο. Στη δίκη της εκούσιας δικαιοδοσίας εφόσον η παρέμβαση του τρίτου επιδιώκει την απόρριψη της αίτησης με την οποία ανοίχθηκε η δίκη ή τη ρύθμιση του επίδικου αντικειμένου κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνο που ζητείται με την αίτηση, πρόκειται για κύρια παρέμβαση (ΑΠ 148/2014, ΕΠολΔ 2014.764, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 83/2020). Εξάλλου, κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους της. Κατά δε το άρθρο 536 ΚΠολΔ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και κρατήσει αυτό την υπόθεση για περαιτέρω κατ΄ουσίαν συζήτηση, γιατί τότε αυτό υποκαθιστά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε όλα του τα δικαιώματα, δηλαδή δεν δικάζει πλέον την έφεση, αλλά την αγωγή και μπορεί ακόμη και να χειροτερεύσει τη θέση του εκκαλούντος, πάντα όμως μέσα στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης με το οποίο διαγράφονται τα όρια της δίκης αυτής, αλλιώς ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 παρ. 8 ΚΠολΔ, (ΑΠ 1062/2005 ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, Η έφεση, εκδ. 1993, αρ. 1137). Ετσι, αν η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως για τυπικό λόγο, χωρίς να ερευνηθεί η ουσία αυτής και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνει παραδεκτή και νόμω βάσιμη την αγωγή, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να ερευνήσει την ουσία της, κάνοντας αυτή δεκτή ή απορρίπτοντάς την, ανεξάρτητα αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο την ερεύνησε ή όχι κατ΄ουσίαν (ΑΠ 1065/2009, 298/2010, ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, από το περιεχόμενο της κύριας παρέμβασης και το περιεχόμενο της κρινόμενης έφεσης του κυρίως παρεμβάντος, προκύπτει ότι το παρεμβαίνον – εκκαλούν, επικαλείτο σαφώς τον τρόπο με τον οποίο το επίδικο περιήλθε στην κυριότητά του κατά τους ισχυρισμούς του, είχε αυτοτελές αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας, όπως και προφανές έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινόμενης παρέμβασης, καθόσον προέβαλε δικαιώματα επί του επιδίκου, ως προερχόμενο από μείζονα έκταση, απαλλοτριωθείσα υπέρ του Υπουργείου Υγείας. Συνεπώς, η κύρια παρέμβαση, η οποία για το παραδεκτό της είχε ασκηθεί εμπρόθεσμα και είχε καταχωριστεί αντίγραφό της στο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου, αποτελούσε, κατ΄εκτίμηση του περιεχομένου της αυτοτελή αίτηση, κατ΄άρθρ. 6 παρ. 3β  ν. 2664/1998 και έπρεπε  να ερευνηθεί περαιτέρω για την ουσιαστική της βασιμότητα μετά την απόρριψη της συνεκδικαστέας κύριας αίτησης. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την κύρια παρέμβαση ως απαράδεκτη, έσφαλε και πρέπει, γενομένου δεκτού του 1ου  σχετικού λόγου της κρινόμενης έφεσης, να εξαφανιστεί εν μέρει η εκκαλουμένη ως προς την απόρριψη της κύριας παρέμβασης, ακολούθως να κρατηθεί η υπόθεση (η από 2.7.2014 κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου) και να δικαστεί από το παρόν δικαστήριο η κύρια παρέμβαση, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν και σε αυτές των άρθρων 974 και 1045 ΑΚ, να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Με την υπ` αριθμ. 3473 της 14-2/5-3-1923 απόφαση της Επαναστάσεως του 1922 ορίστηκε, κατά τροποποίηση από το άρθρο 17 του Συντάγματος του 1911, ότι επί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων ακινήτων για γεωργική αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών ή για εγκατάσταση γενικά προσφύγων, ομογενών ή μη, επιτρέπεται η κατάληψη των ακινήτων και πριν από την καταβολή της αποζημίωσης. Όμοια παρέκκλιση από το άρθρο 17 του Συντάγματος του 1911 εισήγαγε και το, στηριζόμενο στην απόφαση αυτή, ν.δ. της από 4/9 Ιουνίου 1923 “περί παραχωρήσεως δημοσίων κτημάτων και αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ιδιωτικών τοιούτων προς αστικήν αποκατάστασιν προσφύγων”, με τα άρθρα 3 και 4 του οποίου επιτράπηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση, με σκοπό την αστική αποκατάσταση προσφύγων, κάθε είδους οικοπέδων και αγροτικών κτημάτων, εκτός φυτειών, που ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, η οποία ενεργείται με απόφαση των Υπουργών Γεωργίας και Υγιεινής, Πρόνοιας και Αντιλήψεως. Σύμφωνα, όμως, με το άρθρο 2 παρ. 5 του από 29/30-4-1953 β. δ/τος “περί κωδικοποιήσεως των κειμένων διατάξεων περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων κλπ.”, προσφυγικές απαλλοτριώσεις ανακαλούνται αυτοδικαίως από τις 15 Απριλίου 1957, εφόσον μέχρι τη χρονολογία αυτή δεν εχώρησε ούτε κατάληψη ούτε αποζημίωση. Με τη διάταξη αυτή επιδιώχθηκε εκκαθάριση των εκκρεμοτήτων από τις ρυθμίσεις απαλλοτριώσεων δυνάμει του άρθρου 119 του Συντάγματος του 1927 ή άλλων προγενεστέρων κατά παρέκκλιση από τους ορισμούς των συνταγματικών διατάξεων για την προστασία της ιδιοκτησίας (ΑΠ 557/2012, ΝΟΜΟΣ). Υπό την έννοια του ανωτέρω όρου “κατάληψη” περιλαμβάνεται “πάσα καθ` οιονδήποτε τρόπον εξουσίασις του απαλλοτριωθέντος χώρου υπό του Υπουργείου Κοινωνικής Προνοίας ή των περιφερειακών αυτού υπηρεσιών” (πρβλ. άρθρα 64 παρ. 5 του β.δ. 330/1960 και 145 του Αγρ. Κώδ.). Υπάγονται, συνεπώς, σ` αυτήν υλικές πράξεις με τις οποίες καθυποτάσσεται το ακίνητο στην εξουσία του Δημοσίου, η δε μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 7 του. ν.δ. 266/1974 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί αποκαταστάσεως των αστών προσφύγων κειμένης νομοθεσίας”, με την οποία προς την κατάληψη εξομοιώνονται και η οριοθεσία της απαλλοτριωθείσας έκτασης ή η κτηματογράφηση ή η ρυμοτόμηση ή η αποτύπωση σε τοπογραφικό διάγραμμα θεωρημένο από την αρμόδια υπηρεσία ή η παραχώρηση τμήματος αυτής για την εξυπηρέτηση γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, ως ψευδοερμηνευτική, δεν έχει αναδρομική ισχύ (Ολ.Α.Π.389/1978, Α.Π.401/2005, Α.Π.1087/1996, ΝΟΜΟΣ). Τέτοια κατάληψη αποτελεί και η παραχώρηση του όλου ή μέρους του ακινήτου που απαλλοτριώθηκε σε δικαιούχο αποκατάστασης ή εγκατάστασης, σύμφωνα με το σκοπό της απαλλοτρίωσης, είναι δε ζήτημα πραγματικό εάν η μερική αυτή κατάληψη θεωρείται ως κατάληψη ολόκληρης της έκτασης, (ΑΠ 401/2005, ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, από 15 Απριλίου 1957, ακίνητο που απαλλοτριώθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. της 4/9 Ιουνίου 1923, του οποίου έγινε πραγματική κατάληψη από το Δημόσιο και για το οποίο καταβλήθηκε αποζημίωση, ανήκει σ` αυτό, εφόσον το είχε με εμφανείς υλικές πράξεις καταλάβει και ασκούσε δια των οργάνων του φυσική εξουσία σε αυτό (AΠ 1598/2018, ΝΟΜΟΣ). Οι υλικές αυτές πράξεις εξουσίασης συνιστούν καθεαυτές πράξεις κατάληψης εάν έγιναν με εμφανείς εργασίες και ενέργειες στο ακίνητο που δηλώνουν την πραγματική περιέλευσή του σε αυτόν που τις ενήργησε. ΄Ετσι, εμβαδομετρήσεις, κτηματογραφήσεις, και σύνταξη ρυμοτομικών και κτηματογραφικών διαγραμμάτων, δεν συνιστούν καθεαυτές κατάληψη, παρά μόνον εάν έγιναν με εμφανείς εργασίες και ενέργειες στο ακίνητο κατά τα ανωτέρω (ΑΠ 925/1996 ΕΕΝ 1998.149, 1683/1001, Δνη 1993.576, ΕφΘεσσ1959/2003, ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της αιτούσας …………., (το κυρίως παρεμβαίνον δεν εξέτασε μάρτυρα) που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται και χρησιμοποιούνται είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα, έστω και εάν δεν μνημονεύεται ειδικά, καθώς και των υπ΄αριθ. … και …. από 12.3.2012 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων της αιτούσας, …….. και ………, τις οποίες συνέταξε η συμβολαιογράφος Αθηνών ……….., (έστω και χωρίς ν΄αποδεικνύεται η επίδοση κλήσης για τη σύνταξή τους στο αντίδικο της αιτούσας, γιατί στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας ισχύει το ανακριτικό σύστημα και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο  που εφαρμόζει το ανακριτικό σύστημα και έχει απεριόριστη εξουσία να λάβει υπ΄όψιν αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, ή είναι άκυρα, ή ανυπόστατα ή εκτός του καταλόγου του άρθρου 339 ΚΠολΔ, αποδεσμευόμενο από τους αποδεικτικούς τύπους της αυστηρής απόδειξης, βλ. ΑΠ 528/2017, 769/2015, 411/2012, ΕφΑιγ 83/2020, ΝΟΜΟΣ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Το επίδικο βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως της κτηματικής περιφέρειας πρώην Δήμου Κερατσινίου και ήδη σήμερα της Δημοτικής Κοινότητας Κερατσινίου – Δημοτικής Ενότητας Κερατσινίου – Δήμου Κερατσινίου Δραπετσώνας – Περιφερειακής Ενότητας Πειραιά – Περιφέρειας Αττικής, στον προσφυγικό συνοικισμό ……, επί της οδού …………., είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, επιφανείας  145 τμ σύμφωνα με το κτηματολογικό διάγραμμα του ΟΚΧΕ και φέρει ΚΑΕΚ ……… Συνορεύει δε, Βόρεια με ιδιοκτησία ΚΑΕΚ ……., Ανατολικά με την οδό ….. πλάτους 8 μ., Νότια με συνεχόμενη ιδιοκτησία αιτούσας με ΚΑΕΚ …….  και Δυτικά με ιδιοκτησία ΚΑΕΚ ……….  Το ακίνητο αυτό περιλαμβάνεται εντός ευρύτερης έκτασης 493.600 τετραγωνικών μέτρων, η οποία απαλλοτριώθηκε το έτος 1928 για τη δημιουργία προσφυγικού συνοικισμού στη Δραπετσώνα του Πειραιά. Συγκεκριμένα, με την υπ΄αριθ. 77992/28.8.1928 Απόφαση των Υπουργών Γεωργίας και Υγιεινής κλπ. που εκδόθηκε με βάση το από 4.6.1923 ν.δ. «περί παραχωρήσεως δημοσίων κτημάτων και αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ιδιωτικών τοιούτων προς αστικήν αποκατάστασιν προσφύγων», που δημοσιεύθηκε στο υπ΄αριθ. 73Β/18.9.1928 ΦΕΚ, κηρύχτηκε απαλλοτριωτέα έκταση υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, με σκοπό την εγκατάσταση προσφύγων στη Δραπετσώνα του Πειραιά, προκειμένου να πληρωθεί ο σκοπός του ανωτέρω διατάγματος, καθόσον εντός των ιδρυθησομένων πλήρων συνοικισμών θα εγκαθίσταντο πλέον μονίμως πρόσφυγες ή άστεγοι (άρθρο 40 του ανωτέρω ν.δ.). Δυνάμει του υπ΄αριθ……../7.4.1970 παραχωρητηρίου, το υπ΄αριθ. 28/7 ΑΝΩ οικόπεδο, όμορο με το επίδικο, παραχωρήθηκε στον πατέρα της εφεσίβλητης, ο οποίος το χρησιμοποιούσε έκτοτε σαν προέκταση της αυλής του και σαν κήπο (είχε τοποθετήσει κούνιες και μια μπασκέτα για τα παιδιά, είχε φυτέψει δέντρα, είχε κατασκευάσει βόθρο για την εξυπηρέτηση της οικίας του που βρισκόταν στο όμορο οικόπεδο, είχε τοποθετήσει κολονάκια από μπετόν περιμετρικά, στάθμευε το αυτοκίνητό του  και το έτος 1982 το παραχώρησε ατύπως στην εφεσίβλητη, εν όψει του γάμου της που τελέστηκε στις 30.5.1982, η οποία το χρησιμοποιεί έκτοτε αδιαλείπτως μαζί με την οικογένειά της για τους ίδιους λόγους, το συντηρεί  και ανέκαθεν  το χρησιμοποιούσε για να παίζουν τα δικά της παιδιά, ηλικίας σήμερα 38 και 34 ετών. Επίσης, βελτίωσε την περίφραξή του με νέα μάντρα από τσιμεντόλιθους, τοποθέτησε σιδερένια αυλόπορτα με κλειδαριά, φύτεψε λεμονιές και χαρουπιά των οποίων συλλέγει τους καρπούς και άρχισε να καλλιεργεί κηπευτικά, τα οποία ποτίζονται με σύστημα σωληνώσεων από την οικία της, τσιμεντόστρωσε με σκαπτικά μηχανήματα τον προϋφιστάμενο χώρο στάθμευσης και σταθμεύουν εκεί οικογενειακώς τα αυτοκίνητά τους, τοποθετούν τα εργαλεία του κήπου τους, εγκατέστησε έπιπλα κήπου  και ψησταριά. Επίσης, συνέδεσε το επίδικο με τον αγωγό αποχέτευσης από το 2001 που δημιουργήθηκε το δίκτυο του Δήμου, πληρώνει τον ΕΝΦΙΑ που αντιστοιχεί, το καθαρίζει ανελλιπώς, το συντηρεί και το επιβλέπει μέχρι σήμερα, χωρίς να ενοχληθεί από κανέναν (βλ. ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και υπ΄αριθ. 2613 και 2614 ως άνω ένορκες βεβαιώσεις). Δηλαδή το κατέχει και ασκεί επ΄ αυτού εμφανείς υλικές πράξεις νομής από το έτος 1982, συνεχίζοντας τη νομή του πατέρα της που άρχισε το 1970. Επισημαίνεται, ότι η άσκηση εκ μέρους της αιτούσας της νομής επί του επιδίκου σύμφωνα με τα ανωτέρω, διενεργείτο με διάνοια κυρίου και η ανωτέρω κρίση δεν αναιρείται από το γεγονός ότι  το έτος 1996, η αιτούσα υπέβαλε προς τη Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας Πειραιά,  την υπ΄αριθ. πρωτ. ………/12.6.1996 αίτησή της ζητώντας τη διενέργεια αυτοψίας αναφέροντας επί λέξει “… Σας παρακαλώ να γίνει αυτοψία στο οικόπεδο (8) που βρίσκεται στην …… επί της οδού …  &  που το κατέχω από το 1970 κατά πληροφορίες δεν υπάρχει άλλος δικαιούχος & σας παρακαλώ να μου το παραχωρήσετε”. Με την ανωτέρω αίτηση η εφεσίβλητη η οποία νεμόταν επί μία εικοσαετία και πλέον το επίδικο με προσμέτρηση του χρόνου νομής και του πατέρα της κατά τα ανωτέρω, επιχείρησε να προσδώσει τυπική εγκυρότητα και να λάβει αναγνώριση της κυριότητάς της από το Ελληνικό Δημόσιο, γνωρίζοντας ότι έχει καταστεί κυρία αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Αυτό προκύπτει από το περιεχόμενο  της  ανωτέρω αίτησης και το γεγονός ότι παραθέτει το χρόνο έναρξης της νομής του επιδίκου, ήτοι το έτος 1970, (ανεξαρτήτως εάν χρησιμοποιεί τη λέξη «κατέχω»), επιδιώκοντας αφενός να γνωστοποιήσει ότι έχει αποκτήσει κυριότητα στη Δημόσια  Αρχή στην οποία απευθύνεται (Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας της Νομαρχίας Πειραιά), αφετέρου δε να πετύχει την αναγνώριση της πραγματικής κατάστασης από την ανωτέρω Αρχή, ότι δηλαδή έχει καταστεί κυρία του επιδίκου. Η υποβολή της παραπάνω αίτησης, σε καμία περίπτωση δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι παραιτήθηκε από την κυριότητα του επιδίκου ή ότι αναγνώρισε την κυριότητα του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, όπως ισχυρίζεται το τελευταίο με την κρινόμενη έφεσή του. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι μεταγενέστερα η  εφεσίβλητη  συνέδεσε το επίδικο με το δίκτυο αποχέτευσης και άρχισε να πληρώνει ΕΝΦΙΑ, (βλ. κατάθεση μάρτυρα) παράλληλα με τη συνέχιση των πράξεων νομής επί του επιδίκου, συμπεριφερόμενη δηλαδή σαν ιδιοκτήτρια αυτού.

Εξάλλου, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο δεν αποδείχτηκε ότι κατέλαβε την ανωτέρω έκταση και την έθεσε υπό την άμεση εξουσίασή του κατά τρόπο σταθερό και διαρκή, πριν την ημερομηνία 15.4.1957, οπότε οι απαλλοτριώσεις στα πλαίσια των οποίων δεν είχε καταβληθεί αποζημίωση και δεν είχε λάβει χώρα κατάληψη εκ μέρους του Δημοσίου, ανακαλούντο αυτοδικαίως όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας. Συγκεκριμένα, για την υλοποίηση της απαλλοτρίωσης σε σχέση με το σκοπό της, το εκκαλούν προέβη το έτος 1954 απλώς στη σύνταξη του υπ΄αριθ. ………/1954 διαγράμματος του μηχανικού ………, (βλ. υπ΄αριθ. πρωτ. …………/23.8.2011 πληροφοριακό έγγραφο της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πειραιώς), χωρίς να αποδεικνύονται ότι έγιναν εμφανείς υλικές  πράξεις νομής που  απαιτούνται για το σκοπό αυτόν και που δηλώνουν την πραγματική περιέλευσή του σ΄αυτόν που τις ενήργησε (ΕφΠειρ 492/2018, Ιστοσελίδα Εφ. Πειρ.). Επιπροσθέτως, το διάγραμμα αυτό   περιέχει 12 οικόπεδα, για τα οποία το εκκαλούν  εξέδωσε 4 παραχωρητήρια και μεταβίβασε οριστικά την κυριότητα για 3 από αυτά, όπως προκύπτει από τις επ΄αυτών περιγραφές των παραχωρουμένων ακινήτων, ήτοι : το οικόπεδο υπ΄αριθ. 3 που συνορεύει προς Νότο με το υπ΄αριθ. 2 οικόπεδο που αναφέρεται παρακάτω, (βλ. υπ΄αριθ.  ….. από 20.8.1964 παραχωρητήριο προς το ………), ½ εξ αδιαιρέτου του υπ΄αριθ. 7 ΑΝΩ που συνορεύει προς Νότον με το επίδικο σε πλευρά 16,07 μ. (βλ.  385/7.4.1970 παραχωρητήριο προς τον ………, πατέρα της αιτούσας), ½ εξ αδιαιρέτου του υπ΄αριθ. 7 ΚΑΤΩ που συνορεύει ομοίως προς Νότον με το επίδικο σε πλευρά 16,07 μ. (βλ. υπ΄αριθ. ……./20.4.1970 παραχωρητήριο προς τη ……..), το υπ΄αριθ. 2 που συνορεύει Δυτικά με το επίδικο σε πλευρά 9,15 μ. (βλ. υπ΄αριθ. ……../8.9.1972 παραχωρητήριο προς τον ………..). Όλα δε τα ανωτέρω παραχωρητήρια που προσκομίζονται από το εκκαλούν άρχισαν να εκδίδονται 7 έτη μετά τις 15.4.1957, (από το έτος 1964 και όχι από το έτος 1954 όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εκκαλούν σχετικά με το υπ΄αριθ. 3 οικόπεδο, πράγμα που προκύπτει από την επ΄αυτού αποτυπωμένη με μηχανικό τρόπο αλλά και χειρόγραφα ημερομηνία έκδοσης του υπ΄αριθ. ……. ως άνω παραχωρητηρίου, το οποίο μνημονεύει τις διατάξεις του υπ΄αριθ. 330/60 Β.Δ. και αυτές του Ν.Δ. 3713/57, καθώς και την υπ΄αριθ. Δ5/21791/61 απόφαση του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, πράγμα που σημαίνει ότι δεν εξεδόθη το έτος 1954 αλλά αργότερα και σε χρόνο που υπήρχαν τα ανωτέρω Β.Δ., Ν.Δ. και απόφαση – άλλωστε στο υπ΄αριθ. πρωτ. 29576/26414 από 23.8.2011 έγγραφο της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής αναφέρεται ότι το παραχωρητήριο προς τον ……. με αριθμό ……… εκδόθηκε στις 20.8.1964). Έτσι, δεν αποδεικνύεται ότι το κυρίως παρεμβαίνον  κατέλαβε το Οικοδομικό Τετράγωνο 28 στο οποίο περιλαμβάνεται το επίδικο πριν το έτος 1957 και εξουσίαζε αυτό μέχρι την ανωτέρω κρίσιμη ημερομηνία (15.4.1957) προκειμένου να υλοποιήσει το σκοπό της ως άνω απαλλοτρίωσης και  ασκώντας υλικές εμφανείς πράξεις νομής ώστε να διακόπτεται η άσκηση της νομής επί του επιδίκου από το δικαιοπάροχο της εφεσίβλητης – πατέρα της που άρχισε το έτος 1970, δηλαδή αμέσως μετά την έκδοση του υπέρ αυτού παραχωρητηρίου για το όμορο υπ΄αριθ. 28/7 ΑΝΩ ακίνητο, ενώ εάν λάβαινε χώρα κατάληψη και εξουσίαση του επιδίκου από το εκκαλούν και δη εμφανής και γνωστή προς όλους, η εφεσίβλητη δεν θα απηύθυνε στην ανωτέρω υπηρεσία του κυρίως παρεμβάντος αίτηση για παραχώρηση του (αδιάθετου) επιδίκου και δη με πανηγυρική γνωστοποίηση της άσκησης νομής  από εικοσαετίας και πλέον. Σημειώνεται ότι το εκκαλούν δεν αναφέρεται σε οποιαδήποτε εκ μέρους του άμεση αντίδραση σχετικά με τη γνωστοποίηση της άσκησης νομής εκ μέρους της αιτούσας. Επίσης, δεν αποδεικνύεται ότι κατελήφθη από το εκκαλούν ολόκληρο το ανωτέρω υπ΄αριθ. 28 οικοδομικό τετράγωνο προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με το σκοπό της απαλλοτρίωσης, ούτε καν  το μείζον τμήμα αυτού αλλά μόνο 3 οικόπεδα, ούτε προέκυψε η ενότητα ή η αυτοτέλεια του οικοδομικού  τετραγώνου του επιδίκου σε σχέση με τη μείζονα απαλλοτριωθείσα έκταση, καθόσον το προσκομιζόμενο σχεδιάγραμμα αφορά μόνο το συγκεκριμένο (υπ΄αριθ. 28) οικοδομικό τετράγωνο.   Τέλος, στην κρινόμενη έφεση αναφέρεται ότι η επίδικη έκταση είχε ανέκαθεν δασικό χαρακτήρα, γεγονός που επίσης δεν αποδεικνύεται ότι συνδέεται με το επίδικο και ούτε εξετάστηκε μάρτυρας του εκκαλούντος, όπως αναφέρει στην έφεσή του, (σελ.4, στιχ. τελευταίος αυτής). Συνεπώς, εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι μέχρι την 15.4.1957 το εκκαλούν είχε ενεργήσει επί του επιδίκου υλικές πράξεις κατοχής ή εξουσίασης ή καταβολή αποζημίωσης, η προαναφερθείσα απαλλοτρίωση έχει ανακληθεί αυτοδικαίως και το εκκαλούν δεν κατέστη κύριος του επιδίκου, μη υφισταμένου εγγραπτέου δικαιώματός του σε σχέση με το επίδικο ακίνητο. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη κύρια παρέμβαση και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της.  Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης πρέπει να επιβληθούν εις βάρος του εκκαλούντος (746 σε συνδυασμό με 176, 183, 192 παρ. 1 ΚΠολΔ) για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, (πρωτοδίκως δεν επιβλήθηκαν έξοδα και η κύρια παρέμβαση αντιμετωπίστηκε ενιαία με την αίτηση χωρίς ιδιαίτερα έξοδα η δε αιτούσα δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα), αλλά μειωμένα, κατ΄άρθρ. 22 παρ. 1 και 3 ν. 3693/1957 που διατηρήθηκε σε ισχύ με την εισαγωγή του ΚΠολΔ (ΕισΝ52 αρ. 18), 5 παρ. 12 ν. 1738/1987 και 2 υπ΄αριθ. 134423/8.12.1992 – 20.1.1993 ΚΥΑ Οικονομικών και Δικαιοσύνης και δεν μπορεί να υπερβεί για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας το ποσό των διακοσίων ευρώ (200 €), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ΄ ουσίαν.

Εξαφανίζει εν μέρει την υπ΄ αριθ 865/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Εκουσίας Δικαιοδοσίας)

Δικάζει επί της από 2.7.2014 κύριας παρέμβασης (υπ΄ αριθ. καταθ. ………../2014) του εκκαλούντος.

Απορρίπτει την κύρια παρέμβαση ως ουσιαστικά αβάσιμη

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εκατόν πενήντα ευρώ (150 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 25 Μαΐου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, του δικαστικού πληρεξουσίου ΝΣΚ του εκκαλούντος και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εφεσίβλητης.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ