Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 444/2021

Αριθμός     444/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………..», ………….εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Αλέξανδρο Ελευθερίου  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:  ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Γεώργιο Χλωρό (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 21.11.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1109/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 3.6.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2019) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………../2019) αρχικά η 24η Σεπτεμβρίου 2020  και, μετά από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η κρινόμενη από 3-6-2019 (γεν.αριθμ.καταθ………./2019) έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ΄αριθμ.1109/ 2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί  νομότυπα με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (αρ. 495§1, 511 επ. Κ.Πολ.Δ.) και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ εξάλλου δεν παρήλθε γι’ αυτό η καταχρηστική προθεσμία των δύο  [2] ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης (27-03-2019) σύμφωνα με το άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά  την αντικατάσταση της ανωτέρω παραγράφου από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα, όπως στην προκειμένη περίπτωση (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 και 147 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση νόμιμα φερομένη στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (αρ. 19 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί στην συνέχεια κατά την ίδια ως άνω διαδικασία ,κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 532 και 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εφόσον  για το παραδεκτό αυτής (έφεσης) έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα παράβολο εκατό (100,00) ευρώ, που προβλέπεται από την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος 2.4.2012 κατ’ άρθρο 113 του ν. 4055/2012 και  αντικαταστάθηκε  το άρθρο 495 ΚΠολΔ: ί] από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα και ii] με τα άρθρα 35 § 2 και 45 του ν. 4446/2016,με έναρξη ισχύος από 23.1.2017.

Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται για κάθε δικόγραφο (αρθ. 117,118 ΚΠολΔ.), πρέπει να περιέχει επί πλέον: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής αρκεί για το ορισμένο και κατά συνέπεια το παραδεκτό της αγωγής να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής ορισμένης νομικής διατάξεως, στα οποία και θεμελιώνεται το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμα. Εξάλλου, η νομική αοριστία της αγωγής που ελέγχεται αυτεπάγγελτα, δηλαδή η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται αναιρετικά, ως παραβίαση από τον αριθ. 1 του άρθ. 559 του ΚΠολΔ, αντίθετα η ποσοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ. Εξάλλου, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 513 ΑΚ, ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης πώλησης είναι το πράγμα (κινητό ή ακίνητο), το τίμημα και η συμφωνία των συμβαλλομένων περί μετάθεσης της κυριότητας και πληρωμής του τιμήματος (ΑΠ 16/2009 ΕλλΔνη 2009. 521). Έτσι, η αγωγή του πωλητή κατά του αγοραστή με την οποία επιδιώκεται η καταβολή του τιμήματος πωληθέντων εμπορευμάτων, για να είναι ορισμένη πρέπει να περιέχει: α) την κατάρτιση της οικείας σύμβασης β) τα πωληθέντα και παραδοθέντα πράγματα και γ) την τιμή των πωληθέντων πραγμάτων ( ΑΠ 577/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 21-11-2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …………/2017) αγωγή της, η ενάγουσα μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης  εξέθετε ότι ασχολείται μεταξύ άλλων με την παραγωγή και εμπορία βιομηχανικών αερίων και συναφών ειδών και εξοπλισμού στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας και ο εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος ασχολείται επαγγελματικά με την επισκευή και συντήρηση πλοίων και σκαφών στις εγκαταστάσεις του στο Πέραμα Αττικής. Ότι στα πλαίσια της εμπορικής συνεργασίας με τον ενάγομενο, είχε πωλήσει και παραδώσει στον τελευταίο δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πώλησης κατά το χρονικό διάστημα από 2-3-2012 μέχρι 28-3-2013 τα λεπτομερώς περιγραφόμενα σ΄αυτήν (αγωγή) κατ΄είδος, ποσότητα και τιμή προϊόντα, αντί συνολικού τιμήματος ύψους 23.736,30 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ των εκδοθέντων τιμολογίων.

Ότι αυτός (εναγόμενος) κατέβαλε μέρος της ως άνω οφειλής ποσού 122,49 ευρώ που αφορά στο πρώτο τιμολόγιο, και εξακολουθεί να της οφείλει το ποσό των 23.613,81 ευρώ.

Ότι κατά τη συμφωνία των διαδίκων που αποτυπωνόταν και με ρητό όρο στα εκδοθέντα τιμολόγια, το τίμημα των πωληθέντων εμπορευμάτων ήταν εξοφλητέο εντός 120 ημερών από την έκδοση έκαστου τιμολογίου. Οτι ενώ ο εναγόμενος αν και παρέλαβε ανεπιφύλακτα τα εμπορεύματα δεν κατέβαλε το συμφωνηθέν τίμημα, παρά τις οχλήσεις της ενάγουσας, με αποτέλεσμα να της οφείλει το ως άνω ποσό.

Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ως ανω ποσό των 23.613,81 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την πάροδο 120 ημερών από την έκδοση κάθε τιμολογίου, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Ακόμη ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στα εν γένει δικαστικά της έξοδα.

Επί της αγωγής αυτής που δικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η εκκαλούμενη υπ΄αριθμ.1109/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία, αφού δέχθηκε ως ορισμένη και νόμιμη την αγωγή στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 513,341,345,346 ΑΚ, 907,908 και 176 του ΚΠολΔ, κατόπιν απέρριψε ως αόριστη την ένσταση εξόφλησης του επίδικου χρέους, που έκρινε ότι προέβαλε ο εναγόμενος, και αφού έκρινε ως νόμιμες τόσο την περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής και παραγραφής της επίδικης αξίωσης, ενστάσεις του εναγομένου, ερειδόμενες στις διατάξεις των άρθρων 281 και 250,251 παρ.1 και 253 του ΑΚ αντίστοιχα, απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, μη εξεταζομένων των ανωτέρω ενστάσεων και τέλος καταδίκασε την ενάγουσα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εναγομένου την οποία καθόρισε στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η ηττηθείσα ενάγουσα – εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της για τους λόγους που αναφέρονται σ`αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή.

Με βάση το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή αυτή είναι επαρκώς ορισμένη, αφού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια και πληρότητά της για την θεμελίωση της νομικής βασιμότητά αυτής στη διάταξη του άρθρου 513 ΑΚ, αξίωσε όσα στοιχεία απαιτούνται από τη διάταξη αυτή και τα οποία αναφέρονται ανωτέρω και όχι λιγότερα ή διάφορα απ’ αυτά, ενώ προσδιορίζονται με σαφήνεια η κατάρτιση των διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως εντός του προαναφερόμενου χρονικού διαστήματος, τα πωληθέντα και παραδοθέντα εμπορεύματα κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή μονάδος για κάθε συγκεκριμένη πώληση και ο χρόνος πίστωσης για την καταβολή του τιμήματος εκάστης πώλησης, καθώς και το συνολικό τίμημα των ποσοτήτων αυτών, τα οποία εμφαίνονται στα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από την ενάγουσα σχετικά παραστατικά (τιμολόγια πώλησης- δελτία αποστολής), από τα οποία επίσης προκύπτει και ο χρόνος παράδοσης και παραλαβής από τον εναγόμενο των εν λόγω εμπορευμάτων, καθώς και  το καταβληθέν μέρος του τιμήματος για κάθε επί μέρους πώληση.

Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός του εναγομένου- εφεσίβλητου που επαναφέρει με τις κατατεθείσες προτάσεις του και στο παρόν Δικαστήριο περι αοριστίας της αγωγής (ζήτημα που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο) λόγω του ότι στο δικόγραφό της η ενάγουσα δεν επισυνάπτει τα ανεξόφλητα εκ μέρους του τιμολόγια και δεν προκύπτει ρητά και με σαφήνεια η αγορασθείσα ποσότητα εκάστου είδους και η ημερομηνία παράδοσης των τιμολογίων σ΄ αυτόν καθώς και ότι δεν προκύπτει και δεν αναφέρεται η αποδοχή των τιμολογίων και των όρων που περιέχονται σε αυτά (τιμολόγια), είτε από τον ίδιο (εναγόμενο), είτε από εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του, απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος, καθόσον όλα τα ανωτέρω δεν αποτελούν στοιχεία της αγωγής κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αλλά αντικείμενο απόδειξης των πραγματικών περιστατικών της αγωγής.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στην ίδια κρίση, δεν προέβη σε εσφαλμένη  εφαρμογή του νόμου αλλά ορθά, κατά το αποτέλεσμα, έκρινε, παρά το γεγονός ότι δεν διέλαβε στην εκκαλούμενη απόφασή του ειδικές αιτιολογίες, στην συμπλήρωση των οποίων, επιτρεπτώς, προβαίνει το Δικαστήριο τούτο (πρβλ. άρθρο 534 του ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 262 § 1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, προκύπτει ότι τα στοιχεία της ένστασης εξόφλησης, των οποίων πρέπει να γίνεται επίκληση για το ορισμένο αυτής, είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής (ΑΠ 1591/2017, ΑΠ 1881/2014, ΑΠ 1688/2012, ΑΠ 1163/2011, ΑΠ 178/2010, ΕφΑιγ. 41/2020, ΕφΠειρ 85/2015, ΕφΠειρ 28/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Κατά το άρθρο 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε τους ορισμούς του νόμου αναφορικά με το βάρος της απόδειξης, που ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ. Κατά τη διάταξη αυτή, κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα, που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Το βάρος της απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό βάρος προσδιορίζει το διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο με παρεμπίπτουσα απόφασή του για τη διεξαγωγή αποδείξεων, επιβάλλει την ευθύνη προσκομιδής των αποδεικτικών μέσων, για τη βεβαίωση, στον αναγκαίο βαθμό, των πραγματικών γεγονότων που θεμελιώνουν την αξίωσή του. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση της προδικαστικής απόφασης. Το αντικειμενικό βάρος απόδειξης προσδιορίζει το διάδικο, ο οποίος φέρει τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων επέλευσης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια του εσφαλμένου προσδιορισμού του διαδίκου που φέρει τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας, στοιχειοθετεί τον παραπάνω λόγο αναίρεσης. Ειδικότερα, εσφαλμένη επιβολή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν σχηματίζει από τις αποδείξεις που προσκομίστηκαν, τη δικανική πεποίθηση που απαιτεί ο νόμος, για την παραδοχή ορισμένου αιτήματος, αμφιβάλλει, δηλαδή, για την ουσιαστική βασιμότητα κάποιου ισχυρισμού, ο οποίος, σύμφωνα με το νόμο, θεμελιώνει το αίτημα της αγωγής, ένστασης κλπ και τον οποίο ισχυρισμό οφείλει να αποδείξει ο διάδικος που υπέβαλε το αίτημα, οπότε το δικαστήριο πρέπει να απορρίψει το αίτημα αυτό. Αν δεν το απορρίψει, υποπίπτει στη νομική πλημμέλεια της παραπάνω διάταξης. Ήτοι, ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος προϋποθέτει ότι το δικαστήριο, μετά την εξάντληση όλων των νόμιμων αποδεικτικών μέσων, αμφιβάλλει, οπότε ελέγχεται αναιρετικά η εσφαλμένη κατανομή ανάμεσα στους διαδίκους του κινδύνου της αμφιβολίας του, αν, δηλαδή, ο αμφίβολος ισχυρισμός ορθά κρίθηκε ως βάσιμος ή αβάσιμος (ΑΠ 847/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 224, 237, 242 παρ. 1, 261, 262 παρ. 1 και 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι ο εναγόμενος έχει τη δυνατότητα, αμυνόμενος κατά της αγωγής, να επιδιώξει είτε την κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε με αυτή, προβάλλοντας με ένσταση νέα πραγματικά γεγονότα, που παρεμποδίζουν οριστικά ή προσωρινά την άσκηση του δικαιώματος αυτού, είτε να αρνηθεί, εν όλω ή εν μέρει, την αλήθεια των πραγματικών γεγονότων που θεμελιώνουν την ιστορική βάση της αγωγής, αμφισβητώντας απλώς την αλήθειά τους ή προσθέτοντας στην αμφισβήτηση αυτή και τους λόγους που δικαιολογούν την αναλήθειά τους. Η διάκριση μεταξύ απλής ή αιτιολογημένης άρνησης αφενός και ένστασης αφετέρου έχει ιδιαίτερη σημασία ως προς το βάρος της απόδειξης, καθόσον στην περίπτωση της άρνησης ο ενάγων φέρει το δικονομικό βάρος της απόδειξης των θεμελιωτικών της ιστορικής βάσης της αγωγής του πραγματικών περιστατικών, ενώ στην περίπτωση της ένστασης ο εναγόμενος-ενιστάμενος βαρύνεται με την απόδειξη των νέων γεγονότων που θεμελιώνουν την ένστασή του. Ο ενάγων υπέχει το βάρος να αρνηθεί τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν μια ένσταση, όχι, όμως και τα γεγονότα που στηρίζουν την αιτιολογία άρνησης της αγωγής του. Τέλος, η διάκριση μεταξύ αιτιολογημένης άρνησης και ένστασης έχει ιδιαίτερη σημασία ως προς την οριοθέτηση του αναιρετικού ελέγχου, καθόσον ο λόγος αναίρεσης που προβλέπεται από το άρθρο 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ συντρέχει μόνο όταν ο κίνδυνος της αμφιβολίας του δικαστηρίου της ουσίας αφορά την απόδειξη των γεγονότων που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή ένστασης και όχι της αιτιολογημένης άρνησης (ΑΠ 181/2020, ΑΠ 59/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση πρέπει να σημειωθούν τα εξής :  Ο εφεσίβλητος – εναγόμενος είχε ισχυρισθεί πρωτοδίκως και επαναφέρει τον σχετικό ισχυρισμό με τις κατατεθειμένες στο Δικαστήριο τούτο προτάσεις του, αμφισβητώντας όμως τις ένδικες διαδοχικές συμβάσεις πώλησης κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, ότι ουδέν οφείλει στην ενάγουσα από συμβάσεις πώλησης, πλην του ποσού των 926,14 ευρώ που αφορούσε άλλη αιτία και δη οφειλόμενα μισθώματα για χρήση μηχανήματος της ενάγουσας. Ο ισχυρισμός αυτός εσφαλμένα κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως ένσταση εξόφλησης (και απορρίφθηκε αυτή ως αόριστη), αφού κατά το ανωτέρω περιεχόμενό τους οι εν λόγω ισχυρισμοί του εναγομένου – εφεσίβλητου αποτελούν άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής της ενάγουσας – εκκαλούσας και όχι ένσταση και δη ένσταση εξόφλησης, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προεκτέθηκε, και επομένως, ενόψει της άρνησης αυτής, η αντίδικός του – ενάγουσα φέρει το βάρος απόδειξης των γεγονότων που συγκροτούν τη βάση της αγωγής της και τον κίνδυνο, εντεύθεν, της αμφιβολίας του Δικαστηρίου ως προς τη συνδρομή των γεγονότων αυτών.

Εξάλλου, κατά μεν το άρθρο 270 § 2 ΚΠολΔ “το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη καθενός. Συμπληρωματικά μπορεί να λαμβάνει υπόψη και να εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394”, κατά δε το άρθρο 445 ιδίου κώδικα “έγγραφα ιδιωτικά συντεταγμένα σύμφωνα με τους νομίμους τύπους, εφόσον η γνησιότητά τους αναγνωρίστηκε ή αποδείχτηκε, αποτελούν πλήρη απόδειξη ότι η δήλωση που περιέχουν προέρχεται από τον εκδότη του εγγράφου, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι τα ιδιωτικά έγγραφα, των οποίων η γνησιότητα αναγνωρίστηκε ή αμφισβητηθείσα αποδείχθηκε, αποτελούν πλήρη απόδειξη ότι η δήλωση που περιέχεται σ` αυτά προέρχεται από τον εκδότη του εγγράφου, επιτρεπομένης ανταποδείξεως και επομένως στα ιδιωτικά αυτά έγγραφα ο νόμος δεν προσδίδει αυξημένη έναντι των λοιπών αποδεικτική δύναμη, αλλά συνεκτιμώνται ελεύθερα από το δικαστήριο μαζί και με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, και επομένως και τους μάρτυρες (ΑΠ 1731/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά δε το άρθρο 443 ΚΠολΔ, για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη, ως εκδότης δε, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, θεωρείται εκείνος, ο οποίος αναλαμβάνει υποχρέωση από το έγγραφο. Έτσι τα τιμολόγια, τα οποία στις συναλλαγές εκδίδονται από τους εμπόρους για φορολογικούς κυρίως λόγους, δεν έχουν αποδεικτική δύναμη για εκείνον στο όνομα του οποίου έχουν εκδοθεί, καθόσον δεν φέρουν την υπογραφή του (ΑΠ 922/2018, ΑΠ 933/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από την υπ΄αριθμ……../ 2018  ένορκη βεβαίωση μάρτυρα του εναγομένου, που λήφθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά κατοπιν νομότυπης κλήτευσης της αντιδίκου του –ενάγουσας (βλ. σχετ. υπ΄αριθμ. ……/19-03-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………), από την υπ΄αριθμ. ………./02-06-2021 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα της ενάγουσας ληφθείσα ενώπιον του Συμ/φου Αθηνών …………. κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του εναγομένου (βλ.σχετ.υπ΄αριθμ. ………..΄/ 28-05-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, …………) παρ’ ότι, για την τελευταία αυτή ένορκη βεβαίωση που δόθηκε στο πλαίσιο της παρούσας δίκης (παραδεκτά κατ΄αρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ), δεν τηρήθηκε η διάταξη του άρθρου 421 του ΚΠολΔ, ως προς την αρμοδιότητα του Συμβολαιογράφου, ενώπιον του οποίου δόθηκε, (ο μάρτυρας τυγχάνει κάτοικος Μάνδρας Αττικής και καθ’ ύλην αρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό, όπου και προσκομίστηκε, είναι το Εφετείο Πειραιά), καθώς κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, πρέπει να υιοθετηθεί η συσταλτική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 424 του ΚΠολΔ, στις περιπτώσεις των παρατυπιών ήσσονος σημασίας, όπως εν προκειμένω, αφού επιτυγχάνεται ο σκοπός στον οποίο αποβλέπουν οι συγκεκριμένες διατάξεις, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι ούτε καν η άσκηση αγωγής ενώπιον αναρμοδίου δικαστηρίου δεν επιφέρει τέτοιο απαράδεκτο (σχετ. Π. Μαντή «Τροποποιήσεις του ν.4335/2015 στο δίκαιο της απόδειξης. Οι νέες διατάξεις για τη διαταγή πληρωμής. Διαχρονικό δίκαιο», ΕλλΔνη 2017.σελ. 1025 επ., Π. Γιαννόπουλος-Χρ. Τριανταφυλλίδης «Οι τροποποιήσεις στου ν.4335/2015 στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στο πεδίο του δικαίου της αποδείξεως» ΕλλΔνη 2016.665 επ., Β. Χατζηιωάννου, Η ένορκη βεβαίωση μετά το ν. 4335/2015, Σημειώσεις για το μάθημα «Αστικό Δικονομικό Δίκαιο I» στη Νομική Σχολή Δ.Π.Θ.),ούτε μπορεί να συναχθεί ότι η παρατυπία αυτή, δηλαδή η επιλογή αναρμόδιου Συμβολαιογράφου ήταν ηθελημένη (Π. Γιαννόπουλος-Χρ. Τριανταφυλλίδης ό.π. σελ. 683), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εταιρεία δραστηριοποιείται μεταξύ άλλων, με την παραγωγή και εμπορία βιομηχανικών αερίων και συναφών ειδών και εξοπλισμού και στα πλαίσια της εμπορικής της αυτής δραστηριότητας (όταν λειτουργούσε με την επωνυμία «………..») συναλλάχθηκε με τον εναγόμενο ο οποίος ασχολείται επαγγελματικά με την επισκευή και συντήρηση πλοίων και σκαφών στις εγκαταστάσεις που έχει στο Πέραμα Αττικής και συγκεκριμένα, βάσει της από 30-12-2011 έγγραφης προσφοράς συνεργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίστηκε μεταξύ τους, η ενάγουσα ανέλαβε να πωλεί και ο εναγόμενος να αγοράζει για τις ανάγκες της επιχείρησής του, υγρό οξυγόνο προς 0,51 ευρώ το λίτρο πλεον ΦΠΑ, αέριο οξυγόνο προς 0,90 ευρώ το κυβικό μέτρο πλέον ΦΠΑ και αέριο κοργκόν προς 2,12 ευρώ ανα κυβικό μέτρο πλέον ΦΠΑ, εντος φιαλών και συστοιχιών φιαλών ιδιοκτησίας της ενάγουσας, ενώ κάθε παράδοση υγρού οξυγόνου συμφωνήθηκε να επιβαρύνεται με επιβάρυνση πιστοποιητικού καταλληλότητας ποσού 20,00 ευρώ πλέον ΦΠΑ και η μεταφορά των φιαλών και συστοιχιών φιαλών με επιβάρυνση επικίνδυνου φορτίου (ADR) ποσού 2,00 ευρώ πλέον ΦΠΑ ανά συστοιχία φιαλών και 0,20 ευρώ πλεον ΦΠΑ ανά φιάλη. Ετσι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πώλησης που σύναψαν μεταξύ τους κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο του έτους 2012 μέχρι και τον Μάρτιο του έτους 2013,η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στον εναγόμενο τα  εμπορεύματα (αέριο κοργκόν, υγρό οξυγόνο, υγρό προπάνιο κλπ) που περιγράφονται αναλυτικά κατά ποσότητα, τιμή μονάδος και αξία στα παρακάτω τιμολόγια πώλησης-δελτία αποστολής που εκδόθηκαν για το σκοπό αυτό από την ενάγουσα και ειδικότερα :1) Με το υπ΄αριθμ. ………./21-3-2012 δελτίο αποστολής σε συνδυασμό με τα υπ΄αριθμ. ……../31-3-2012 και ………../31-3-2012 τιμολόγια με τα οποία πώλησε και παράδωσε στον εναγόμενο 2.127,50 λίτρα υγρού οξυγόνου προς 0,51 ευρώ ανα λίτρο πλέον ΦΠΑ 23%, πλέον επιβάρυνσης πιστοποιητικού καταλληλότητας 20 ευρώ πλεον ΦΠΑ 23% και συνολικά 1.359,19 ευρώ.2) Με το υπ΄αριθμ……./21-3-2012 δελτίο αποστολής σε συνδυασμό με το υπ΄αριθμ………./31-3-2012 τιμολόγιο με τα οποία πώλησε και παράδωσε 410 κιλά υγρού προπανίου σε 2 δεξαμενές ιδιοκτησίας της προς 1,25 ευρώ ανα κιλό πλεον ΦΠΑ 23%,πλεον επιβάρυνσης ADR2,00 ευρώ ανα δεξαμενή πλεον ΦΠΑ 23% και συνολικά 635,30 ευρώ.3) Με το υπ΄αριθμ………../4-4-2012 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο πώλησε και παρέδωσε στον εναγόμενο 283,20 κυβικά μέτρα αερίου κοργκόν προς 2,12 ευρώ ανα κυβικό μέτρο πλεον ΦΠΑ 23% εντος 2 συστοιχιών 12 φιαλών ιδιοκτησίας της, πλέον επιβάρυνση ADR2,00 ευρώ ανα συστοιχία, πλεον ΦΠΑ και συνολικά 743,39 ευρώ.4) Με το υπ΄αριθμ. ………./26-4-2012 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο με το πώλησε και παρέδωσε στον εναγόμενο 424,8 κυβικά μέτρα αερίου κοργκόν προς 2,12 ευρώ ανα κυβικό μέτρο πλεον ΦΠΑ εντος 3 συστοιχιών 12 φιαλών ιδιοκτησίας της, πλεον επιβάρυνση ADR 2,00 ευρώ ανα συστοιχία, πλεον ΦΠΑ και συνολικά 1.115,09 ευρώ.5) Με το υπ΄αριθμ……../ 2-5-2012 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο πώλησε και παρέδωσε στον εναγόμενο 283,20 κυβικά μέτρα αερίου κοργκόν προς 2,12 ευρώ ανα κυβικό μέτρο πλεον ΦΠΑ 23% εντος 2 συστοιχιών 12 φιαλών ιδιοκτησίας της, πλεον επιβάρυνση ADR2,00 ευρώ ανα συστοιχία, πλεον ΦΠΑ καθώς και 128,40 κυβικά μέτρα αερίου οξυγόνου προς 0,90 ευρώ ανα κυβικό μέτρο πλεον ΦΠΑ εντος μίας συστοιχίας 12 φιαλών ιδιοκτησίας της, πλεον επιβάρυνση ADR2,00 ευρώ ανα συστοιχία, πλεον ΦΠΑ 23% και συνολικά 887,99 ευρώ. 6) Με το υπ΄αριθμ………../ 9-5-2012 δελτίο αποστολής- τιμολόγιο πώλησε και παρέδωσε στον εναγόμενο 424,8 κυβικά μέτρα αερίου κοργκόν προς 2,12 ευρώ ανα κυβικό μέτρο πλεον ΦΠΑ 23%, εντος 3 συστοιχιών 12 φιαλών ιδιοκτησίας της, πλεον επιβάρυνση ADR2,00 ευρώ ανα συστοιχία, πλεον ΦΠΑ και συνολικά 1.115,09 ευρώ.7) Με το υπ΄αριθμ. ………/8-5-2012 δελτίο αποστολής σε συνδυασμό με τα υπ΄αριθμ. ………/31-5-2012 και ………./31-5-2012 τιμολόγια, με τα οποία πώλησε και παρέδωσε στον εναγόμενο 2.530 λίτρα υγρού οξυγόνου προς 0,51 ευρώ ανα λίτρο πλεον ΦΠΑ 23% πλεον επιβάρυνσης πιστοποιητικού καταλληλότητας 20 ευρώ, πλεον ΦΠΑ 23% και συνολικά 1.611,67 ευρώ. 8) Με το υπ΄αριθμ………../ 29-5-2012 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο με το οποίο πώλησε και παρέδωσε στον εναγόμενο 424,8 κυβικά μέτρα αερίου κοργκόν προς 2,12 ευρώ ανα κυβικό μέτρο πλεον ΦΠΑ 23% εντος 3 συστοιχιών 12 φιαλών ιδιοκτησίας της, πλεον επιβάρυνση ADR2,00 ευρώ ανα συστοιχία, πλεον ΦΠΑ 23% και συνολικά 1.115,09 ευρώ. 9) Με το υπ΄αιθμ……../ 30-5-2012 δελτίο αποστολής σε συνδυασμό με τα υπ΄αριθμ………./ 31-5-2012 και ………./ 31-5-2012 τιμολόγια με τα οποία πώλησε και παρέδωσε στον εναγόμενο 1.840 λίτρα υγρού οξυγόνου προς 0,51 ευρώ ανα λίτρο πλεον ΦΠΑ 23%,πλεον επιβάρυνσης πιστοποιητικού καταλληλότητας 20 ευρώ πλεον ΦΠΑ 23% και συνολικά 1.178,83 ευρώ.10) Με το υπ΄αριθμ…………/ 8-6-2012 δελτίο αποστολής- τιμολόγιο με το οποίο πώλησε και παρέδωσε στον εναγόμενο 424,8 κυβικά μέτρα αερίου κοργκόν προς 2,12 ευρώ ανα κυβικό μέτρο πλεον ΦΠΑ 23% εντος 3 συστοιχιών 12 φιαλών ιδιοκτησίας της, πλεον επιβάρυνση ADR2,00 ευρώ ανα συστοιχία, πλεον ΦΠΑ 23% και συνολικά 1.115,09 ευρώ.11) Με το υπ΄αριθμ…………./ 22-6-2012 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο πώλησε και παρέδωσε στον εναγόμενο 424,80 κυβικά μέτρα αερίου κοργκόν προς 2,12 ευρώ ανα κυβικό μέτρο πλεον ΦΠΑ 23% εντος 3 συστοιχιών 12 φιαλών ιδιοκτησίας της, πλεον επιβάρυνση ADR2,00 ευρώ ανα συστοιχία, πλεον ΦΠΑ 23% καθώς και 385,20 κυβικά μέτρα αερίου οξυγόνου προς 0,90 ευρώ ανα κυβικό μέτρο πλεον ΦΠΑ 23% εντος 3 συστοιχιών 12 φιαλών ιδιοκτησίας της, πλεον επιβάρυνση ADR2,00 ευρώ ανα συστοιχία, πλεον ΦΠΑ 23% και συνολικά 1.548,89 ευρώ.12) Με το υπ΄αριθμ………./ 16-6-2012 δελτίο αποστολής σε συνδυασμό με τα υπ΄αριθμ…………/ 29-6-2012 και ………../ 29-6-2012 τιμολόγια με τα οποία πώλησε και παρέδωσε στον εναγόμενο 2.300 λίτρα υγρού οξυγόνου προς 0,51 ευρώ ανα λίτρο πλεον ΦΠΑ 23%, πλεον επιβάρυνσης πιστοποιητικού καταλληλότητας 20 ευρώ, πλεον ΦΠΑ 23% και συνολικά 1.467,39 ευρώ.13) Με το υπ΄αριθμ………./ 5-7-2012 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο με το οποίο πώλησε και παρέδωσε στον εναγόμενο 283,20 κυβικά μέτρα αερίου κοργκόν προς 2,12 ευρώ ανα κυβικό μέτρο πλεον ΦΠΑ 23% εντος 2 συστοιχιών 12 φιαλών ιδιοκτησίας της, πλέον επιβάρυνσης ADR 2,00 ευρώ ανα συστοιχία, πλεον ΦΠΑ 23% και συνολικά 743,39 ευρώ.14) Με το υπ΄αριθμ………../ 19-7-2012 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο με το οποίο πώλησε και παρέδωσε στον εναγόμενο 283,20 κυβικά μέτρα αερίου κοργκόν προς 2,12 ευρώ ανα κυβικό μέτρο πλεον ΦΠΑ 23%,εντος 2 συστοιχιών 12 φιαλών ιδιοκτησίας της, πλεον επιβάρυνσης ADR 2,00 ευρώ ανα συστοιχία, πλεον ΦΠΑ 23% και συνολικά 743,39 ευρώ. 15) Με το υπ΄αριθμ………../18-7-2012 δελτίο αποστολής σε συνδυασμό με τα υπ΄αριθμ………./27-7-2012 και ………./27-7-2012 τιμολόγια με τα οποία πώλησε και παρέδωσε στον εναγόμενο 2.300 λίτρα υγρού οξυγόνου προς 0,51 ευρώ ανα λίτρο πλεον ΦΠΑ 23%,πλεον επιβάρυνσης πιστοποιητικού καταλληλότητας 20 ευρώ, πλεον ΦΠΑ 23% και συνολικά 1.467,39 ευρώ.16) Με τα υπ΄αριθμ……/4-5-2012,……../9-5-2012, ……/4-6-2012, ……/22-6-2012 και ……/19-7-2012 σε συνδυασμό με τα υπ΄αριθμ. ……../13-11-2012 και ………./13-11-2012 τιμολόγια με τα οποία πώλησε η ενάγουσα και παρέδωσε στον εναγόμενο υγρό προπάνιο και αντίστοιχα 205 κιλά προς 1,24 ευρώ πλέον ΦΠΑ 23% εντος μίας δεξαμένης,410 κιλά προς 0,97 ευρώ πλεον ΦΠΑ 23% εντος δύο δεξαμενών και 205 κιλά προς ο,94 ευρώ πλεον ΦΠΑ 23% εντος μίας δεξαμενής, καθώς και επιβάρυνση ADR 2,00 ευρώ ανα δεξαμενή και συνολικά 1.857,91 ευρώ. 17) Με το υπ΄αριθμ…………/ 21-3-2013 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο με το οποίο πώλησε και παρέδωσε στον εναγόμενο 283,20 κυβικά μέτρα αερίου κοργκόν προς 2,12 ευρώ ανα κυβικό μέτρο πλεον ΦΠΑ 23% εντος 2 συστοιχιών 12 φιαλών ιδιοκτησίας της, πλεον επιβάρυνσης ADR 2,00 ευρώ ανα συστοιχία, πλεον ΦΠΑ 23% καθώς και 410 κιλά υγρού προπανίου προς 1,160 ευρώ ανα κιλό πλεον ΦΠΑ εντος 2 δεξαμενών ιδιοκτησίας της, πλεον επιβάρυνσης ADR 2,00 ευρώ ανα δεξαμενή, πλεον ΦΠΑ 23% και συνολικά 1.333,30 ευρώ.18) Με το υπ΄αριθμ………./ 28-3-2013 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο με το οποίο πώλησε και παρέδωσε στον εναγόμενο 283,20 κυβικά μέτρα αερίου κοργκόν προς 2,12 ευρώ ανα κυβικό μέτρο πλεον ΦΠΑ 23% εντος 2 συστοιχιών 12 φιαλών ιδιοκτησίας της,πλεον επιβάρυνσης ADR 2,00 ευρώ ανα συστοιχία, πλεον ΦΠΑ 23% και συνολικά 743,39 ευρώ και 19) Με το υπ΄αριθμ……./20-3-2013 δελτίο αποστολής σε συνδυασμό με τα υπ΄αριθμ………/31-3-2013 τιμολόγια με τα οποία πώλησε και παρέδωσε στον εναγόμενο 2.760 λίτρα υγρού οξυγόνου προς 0,51 ευρώ ανα λίτρο πλεον ΦΠΑ 23%  και συνολικά 1.731,35 ευρώ. Ετσι η συνολική οφειλή από τα ως ανω τιμολόγια ανέρχεται στο ποσό των  (1,359,19 + 635,30 + 743,39 + 1.115,09 + 887,99 + 1.115,09 + 1.611,67 + 1.115,09 + 1.178,83 + 1.115,09 + 1.548,89 + 1.467,39 + 743,39 + 743,39 + 1.467,39 + 1857,91 + 1.333,30 + 743,39 + 1.731,35 =) 22.513,13 ευρώ, από το οποίο ποσό, όπως συνομολογεί η ενάγουσα, ο εναγόμενος της έχει καταβάλει 122,49 ευρώ και επομένως το οφειλόμενο υπόλοιπο ανέρχεται σε 22.390,64 ευρώ, το οποίο αρνείται μέχρι σήμερα να της καταβάλει αν και παρέλαβε ανεπιφύλακτα τα αναγραφόμενα στα επίδικα τιμολόγια εμπορεύματα είτε ο ίδιος, είτε υπάλληλοι της επιχείρησής του. Μεταξύ δε των διαδίκων συμφωνήθηκε βάσει ρητού όρου που περιλαμβάνεται στα παραπάνω τιμολόγια η πίστωση του τιμήματος κάθε πωλήσεως και ορίστηκε ημερομηνία εξόφλησης αυτού 120 ημέρες από την έκδοση του σχετικού παραστατικού εγγράφου. Για όλα δε τα ανωτέρω κατέθεσε με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο και ο μάρτυρας της ενάγουσας ………….. – ως υπεύθυνος πωλητής της, ο οποίος, όπως βεβαίωσε, παρακολουθούσε στενά την εκτέλεση των παραγγελιών του εναγομένου, και ότι τις υπογραφές επι των παραστατικών τις έβαλαν προφανέστατα υπάλληλοι του εναγομένου που εκείνος είχε εξουσιοδοτήσει να παραλαμβάνουν τα εμπορεύματα, για την αξιοπιστία του οποίου το Δικαστήριο δεν έχει λόγους να αμφιβάλλει, χωρίς η κατάθεσή του να αναιρείται ουσιωδώς από τη γενικόλογη και αόριστη σε πολλά σημεία κατάθεση της μάρτυρα του εναγομένου (ο οποίος αρνείται όλες τις επίδικες πωλήσεις) ……………. η οποία ως βοηθός λογιστή, όπως κατέθεσε, απασχολείται στο λογιστήριο της επιχείρησης του εναγομένου από το έτος 2014, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο του χρονικού διαστήματος που έλαβαν χώρα οι επίδικες πωλήσεις.

Επομένως, η εκκαλούμενη η οποία απέρριψε την αγωγή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου, όπως βάσιμα παραπονείται ήδη η εκκαλούσα – ενάγουσα με την ένδικη έφεση της, γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε παραδοχή της έφεσής της και σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης.

Σύμφωνα με το άρθρο 250 αριθμ.1 ΑΚ σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις των εμπόρων για εμπορεύματα που χορήγησαν και επομένως και οι αξιώσεις αυτών για καταβολή του τιμήματος από τα πωληθέντα εμπορεύματα. Κατά δε τα άρθρα 251 και 253 ΑΚ, η παραγραφή των παραπάνω αξιώσεων αρχίζει από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν και κατέστη δυνατή η επιδίωξή τους. Εξάλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 261 εδ. α’ και 263 του ΑΚ, η έγερση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή, κάθε δε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες (από της γενομένης παραιτήσεως ή από την τελεσίδικη απόρριψη της πρώτης αγωγής), η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή (ΑΠ 695/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος, με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, πρότεινε την ένσταση παραγραφής της επιδιωκόμενης με την ένδικη αγωγή αξίωσης της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, ισχυριζόμενος ειδικότερα ότι για τα επίδικα τιμολόγια που αφορούν το έτος 2012 η αξίωση της ενάγουσας που πηγάζει από τις εν λόγω επίδικες διαδοχικές συμβάσεις πωλήσεως για το διάστημα αυτό, έχει παραγραφεί κατ΄άρθρο 250 ΑΚ, καθόσον από την έκδοσή τους έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας. Ο νόμιμος αυτός ισχυρισμός του εναγομένου (που επαναφέρει και με τις κατατεθειμένες προτάσεις του στο παρόν Δικαστήριο) πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος και τούτο διότι κατά το νόμιμο ως και ουσία βάσιμο ισχυρισμό της ενάγουσας που χαρακτηρίζεται ως αντένσταση κατ’ άρθρο 261 του ΑΚ, που προβλήθηκε με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, προς αντίκρουση του ανωτέρω ισχυρισμού του εναγομένου, αποδεικνύεται ότι η παραγραφή των επίδικων αξιώσεων, που άρχισε από την 21-03-2012 για τις πωλήσεις που έγιναν εντός του έτους 2012 και κατέστησαν ληξιπρόθεσμες μετά την πάροδο 120 ημερών από την έκδοση των αντίστοιχων τιμολογίων, δηλ. εντός του έτους 2012 και η παραγραφή των αντίστοιχων ως ανω αξιώσεων που άρχισε την 1-1-2013 και συμπληρώθηκε στις 31-12-2017, διακόπηκε με την επίδοση στις 27-12-2017 της κρινόμενης αγωγής της ενάγουσας (βλ.σχετ. υπ΄αριθμ……… Γ΄/27-12-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …………..).

Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ.ΑΠ 7/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), μόνη δε η μακρά αδράνεια του δικαιούχου, ακόμη και αν δημιούργησε στον οφειλέτη ή τον προσβολέα την πεποίθηση ότι αυτός δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του, δεν καθιστά τη μεταγενέστερη άσκησή του καταχρηστική, υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος, εκτός αν συνοδεύεται από ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, έτσι ώστε η με τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς, όχι δε κατ` ανάγκην και αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες, για την αποτροπή των οποίων κρίνεται, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, επιβεβλημένη η θυσία του αξιούμενου δικαιώματος. Η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος προϋποθέτει τη γέννηση και την ύπαρξή του. Συνεπώς η επίκληση περιστατικών, η αλήθεια των οποίων αποκλείει τη γέννηση ή συνεπάγεται την κατάλυση του δικαιώματος δε θεμελιώνει και ένσταση καταχρηστικής άσκησής του, αλλά είτε συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της στηριζόμενης στο δικαίωμα αυτό αγωγής, είτε θεμελιώνει άλλη παρακωλυτική ή καταλυτική του δικαιώματος ένσταση (ΑΠ 536/2017, ΑΠ 1799/2006, ΕφΑιγ 41/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσίβλητος- εναγόμενος είχε ισχυριστεί πρωτοδίκως ότι « η άσκηση της κρινόμενης αγωγής είναι καταχρηστική γιατι η ενάγουσα κατά τρόπο μεθοδευμένο και στεψόδικο επιδιώκει να εισπράξει το αιτούμενο δια της αγωγής ποσό, ακόμη και πέντε χρόνια μετα την έκδοση των επίδικων τιμολογίων. Ο ίδιος, μετα πάροδον πέντε ετών, είχα δικαιολογημένως σχηματίσει την πεποίθηση ότι ουδεν όφειλα στην ενάγουσα εταιρεία, όχι μόνο γιατι πράγματι έχω εξοφλήσει τα τιμολόγια, αλλά και γιατι ουδέποτε με είχαν οχλήσει προς τούτο, δεδομένου ότι κατέβαλα το τίμημα αγοράς τους σε εκπροσώπους της εναγούσης, πρι προβώ σε νέα παραγγελία. Ετσι, βάσιμα και δικαιολογημένα είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι ουδεν οφείλω, αφου σύμφωνα και με την πρακτική που είχε υιοθετηθεί μεταξύ εμού και των εκπροσώπων της εναγούσης θα έπρεπε πρώτα να έχω εξοφλήσει παλαιότερα τιμολόγια, προκειμένου να προμηθευτώ νέα εμπορεύματα, οπότε για τον λόγο αυτό η κρινόμενη αγωγή δεον να απορριφθεί ως καταχρηστική». Με αυτό το περιεχόμενο η εν λόγω ένσταση καταχρηστικής άσκησης της αγωγής (που επαναφέρει ο εναγόμενος με τις κατατεθειμένες και στο παρον Δικαστήριο προτάσεις του) κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν εμπίπτουν στο πραγματικό του άρθρου 281 ΑΚ, ήτοι της προφανούς υπέρβασης των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος της ενάγουσας να ζητήσει το τίμημα των πωληθέντων εμπορευμάτων, αφού η επικαλούμενη καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος αφενός ταυτίζεται με τον ισχυρισμό περί εξόφλησης της ένδικης οφειλής της και  αφετέρου με το γεγονός ότι η ενάγουσα άσκησε το δικαίωμα προς ικανοποίηση της ένδικης απαίτησής της, που βέβαια δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά, πολύ περισσότερο αφού δεν συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, ενώ, σε κάθε περίπτωση δεν γίνεται επίκληση αντιφατικής συμπεριφοράς της ενάγουσας, τέτοιας που να της είχε δημιουργήσει την εύλογη πεποίθηση ότι θα απείχε από την δικαστική επιδίωξη ικανοποίησης της κατ’ αυτού (εναγομένου) αξίωσής της.

Κατόπιν των ανωτέρω η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 22.513,13 ευρώ, νομιμότοκα από την επομένη της παρέλευσης της δήλης ημέρας καταβολής των τιμολογίων, ήτοι από την επομένη της παρέλευσης 120 ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου, κατά τα στο σκεπτικό της παρούσας αναφερόμενα.

Επίσης ο εναγόμενος πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας  και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρ. 106, 178 παρ.1 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου άσκησης έφεσης, που αυτή κατέθεσε, κατ` άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη  υπ΄αριθμ.1109/2019 οριστική απόφαση του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επι της από 21-11-2017 (γεν. αριθμ. καταθ. ………./ 2017) αγωγής.

Δέχεται εν μέρει αυτήν.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι δύο χιλιάδων πεντακοσίων δέκα τριών ευρώ και δεκατριών λεπτών (22.513,13), νομιμοτόκως από την επομένη της παρέλευσης της δήλης ημέρας καταβολής των ένδικων κατά το σκεπτικό της παρούσας αναφερομένων τιμολογίων, ήτοι από την επομένη της παρέλευσης 120 ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου.

Καταδικάζει τον εναγόμενο στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ. Και

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του e-παραβόλου με αριθμό ……………./2019 άσκησης έφεσης που κατέθεσε αυτή, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    9 Σεπτεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ