Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 445/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός    445/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας …….. την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσιος δικηγόρος της Ευαγγελία Παπαντωνοπούλου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………., τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Στέφανος Λύρας, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ο εφεσίβλητος – αντεκκαλών ……….. άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 18.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/18.12.2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 3374/2019 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα εταιρία με την από 12.2.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/12.2.2020 έφεσή της, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, καθώς και ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος με την από 10.9.2020 αντέφεσή του, που ασκήθηκε με δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου λαβόν αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/11.9.2020 και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά την ίδια ως ανωτέρω δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 12.2.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……/12.2.2020 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……/24.2.2020 έφεση της εκκαλούσας εδρεύουσας στην ……. Αττικής, επί της οδού …………. και νομίμως εκπροσωπούμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «………….», που στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 3374/2.10.2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 18.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../18.12.2018 αγωγή του εφεσίβλητου, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη προθεσμία από την δημοσίευσή της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Να σημειωθεί και ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Επομένως, πρέπει η κρινόμενη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω ειδική  διαδικασία. Μαζί της, προς το σκοπό διευκολύνσεως και επιταχύνσεως της διεξαγωγής της δίκης (άρθρα 246, 524 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ), πρέπει να συνεκδικαστεί και η παραδεκτώς ασκηθείσα από τον εφεσίβλητο με το από 10.9.2020 ιδιαίτερο δικόγραφο αντέφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 11.9.2020 (βλ. την υπ’ αριθμ. ……./2020 σχετικώς συνταχθείσα έκθεση) και, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ………./2020 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς . ………., επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 14.9.2020, δηλαδή τουλάχιστον οκτώ [8] ημέρες πριν από τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης (άρθρα 523 § 1 και 591 1 εδαφ. β, στοιχ. ζ ΚΠολΔ), με την οποία, όπως πιο κάτω ειδικότερα θα αναφερθεί, πλήττωνται κεφάλαια της εκκαλουμένης που έχουν προσβληθεί και με την έφεση.

ΙΙ. Ο ενάγων και ήδη αντεκκαλών – εφεσίβλητος ………….., ναυτικός, με την αγωγή που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή παραδεκτώς κατ’ άρθρο 224 εδαφ. β ΚΠολΔ διευκρινίστηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις του, στράφηκε κατά της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης ναυτιλιακής ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………..», πλοιοκτήτριας των υπό ελληνική σημαία επιβατηγών – οχηματαγωγών (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίων Α και HH, ολικής χωρητικότητας δεκαέξι χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα εννέα κόρων και ένδεκα εκατοστών (16.979,11) και δύο χιλιάδων τριακοσίων πενήντα πέντε κόρων και ενενήντα εννέα εκατοστών (2.355,99), αντίστοιχα, στα οποία απασχολήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη κατά την εκτέλεση των αναλυτικώς μνημονευόμενων δρομολογίων τους, ναυτολογηθείς, κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα του έτους 2017 στο πρώτο και του επομένου έτους [2018] στο δεύτερο, αντί των καθοριζομένων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων και εργαζόμενος υπερωριακά σ’ αυτά καθημερινά κατά τις ειδικότερες αγωγικές διακρίσεις, μέχρι τη λύση της τελευταίας συμβάσεώς του στις 30.9.2018 τύποις με κοινή συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου και κατ’ ουσίαν λόγω διακοπής των δρομολογίων του πλοίου HH, που διήρκεσε πέραν των εξήντα [60] ημερών. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος περαιτέρω, αφενός, ότι δεν έλαβε τη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως και, αφετέρου, ότι εργάστηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2017 και 2018, τα οποία δικαιούται, καθώς και πλήρη, πρώτον, την πρόσθετη αμοιβή του για την εκτέλεση των δρομολογίων εξπρές αμφοτέρων των πλοίων και, δεύτερον, την αποζημίωσή του για τις διανυκτερεύσεις που δικαιούτο αλλά δεν του χορηγήθηκαν, ζήτησε ο ενάγων να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το χρηματικό ποσόν των δώδεκα χιλιάδων διακοσίων εξήντα ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (12.260,28 €) για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησής του στο Ε/Γ – Ο/Γ Α, εορταστικών επιδομάτων του έτους 2017, αποζημιώσεως λόγω μη χορηγήσεως διανυκτερεύσεων και πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές του ίδιου πλοίου, καθώς και το χρηματικό ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων εκατόν σαράντα ενός ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (15.141,32 €) για τις ίδιες αιτίες (διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2018, πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές και αποζημιώσεως λόγω μη χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων), ως και για αποζημίωση απολύσεώς του από το Ε/Γ – Ο/Γ ΗΗ, το δε συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων τετρακοσίων ενός ευρώ και εξήντα λεπτών (27.401,60 €), που αναζητήθηκε κυρίως μεν με βάση τις εργασιακές του συμβάσεις και, επικουρικώς, κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις του ΑΚ, ζήτησε ο ενάγων να του καταβληθεί με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του άλλως από την επίδοση της αγωγής. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή κρίθηκε νόμιμη, κατά την κύρια όμως βάση της μόνον και, ακολούθως, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρεώθηκε η εναγόμενη, με διάταξη που κηρύχθηκε εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή, στην καταβολή συνολικού χρηματικού ποσού δεκατεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και δεκατεσσάρων λεπτών (14.974,14 €), κατά τις ειδικότερες ανά αιτία και πλοίο αναφερόμενες στο διατακτικό της διακρίσεις, νομιμοτόκως από την επόμενη ημέρα της λύσεως της τελευταίας σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος (1.10.2018), πλην του κονδυλίου της αποζημίωσης απολύσεως που κρίθηκε τοκοφόρο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη αμφότεροι οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή της εφέσεώς της η εκκαλούσα και της αντεφέσεώς του ο εφεσίβλητος, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως.

ΙΙΙ. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα αποδείξεως ………….., ναύτη, ο οποίος απασχολήθηκε μαζί με τον ενάγοντα καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, η οποία περιέχεται στα υπ’ αμφοτέρων των διαδίκων επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, των με αριθμούς …… και ………/27.2.2019 δύο [2] ενόρκων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεων των ………. και ………., αντίστοιχα, που συνυπηρέτησαν με τον ενάγοντα ο μεν πρώτος με την ειδικότητα του ναύκληρου σε αμφότερα τα πλοία κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, ο δε δεύτερος με την ειδικότητα του πρώτου μηχανοδηγού στο πλοίο ΗΗ κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεως του ενάγοντος σ’ αυτό, οι οποίες ελήφθησαν με την επιμέλεια της εναγομένης και του ενάγοντος αντίστοιχα και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλητεύσεως του αντιδίκου εκάστου επισπεύσαντος, όπως προκύπτει από τις με αριθμούς ……../22.2.2019 και ……/22.2.2019 επιδοτήριες εκθέσεις των δικαστικών επιμελητών στα Πρωτοδικεία Αθηνών ……….. και Πειραιώς …….., αντίστοιχα, οι οποίες όλες (κατάθεση και βεβαιώσεις) εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι ο ενόρκως υπέρ του ενάγοντος βεβαιών τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης, επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ. 3879/2012, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266), καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων ……….. είναι Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, κάτοχος του με αριθμό ……….. ναυτικού φυλλαδίου της ΙΣΤ ναυτικής περιφέρειας και, όπως προκύπτει από την ατομική του καρτέλα, που τηρούσε η εναγόμενη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία, πλοιοκτήτρια πολλών υπό ελληνική σημαία ακτοπλοϊκών πλοίων, μεταξύ των οποίων το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο Α, με αριθμό νηολογίου Πειραιώς ……..και ΙΜΟ………… ολικής χωρητικότητας δεκαέξι χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα εννέα κόρων και ένδεκα εκατοστών (16.979,11), υπό το διεθνές διακριτικό σήμα ……… και το πλοίο ΗΗ, της αυτής κατηγορίας, με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …… και IMO …….., ολικής χωρητικότητας δύο χιλιάδων τριακοσίων πενήντα πέντε κόρων και ενενήντα εννέα εκατοστών (2.355,99), υπό το διεθνές διακριτικό σήμα ……., απασχολήθηκε στα πλοία της συνεχώς επί πολλά έτη, αρχής γενομένης από το έτος 2000, έχοντας την ειδικότητα του ναύτη. Με σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου, όπως δεν αμφισβητείται, χρόνου που καταρτίστηκε στον Πειραιά στις 29.3.2017 μεταξύ του ενάγοντος και των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης, ο πρώτος ναυτολογήθηκε με την ίδια ειδικότητα στο πλοίο Α και παρείχε τις υπηρεσίες του σ’ αυτό μέχρι την 6η.10.2017, οπότε απολύθηκε στο λιμένα της ναυτολογήσεώς του με αμοιβαία συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Ακολούθησε νέα σύμβαση ναυτολόγησής του, που καταρτίστηκε πάλι στον Πειραιά, στις 8.5.2018, δυνάμει της οποίας απασχολήθηκε στο πλοίο HH με την ίδια ειδικότητα μέχρι την 30η.9.2018, οπότε και απολύθηκε στο λιμένα του Πειραιώς «αμοιβαία συναινέσει», όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο. Οι επίμαχες συμβάσεις ναυτικής εργασίας καταρτίστηκαν εγγράφως και από τα από την εναγόμενη προσκομιζόμενα αντίγραφά τους προκύπτει ότι για τον καθορισμό των όρων εργασίας και αμοιβής του ενάγοντος έγινε παραπομπή στην εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ. Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεως του ενάγοντος στο πλοίο Α ίσχυσε αποκλειστικώς η ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2017, που υπογράφηκε στις 17.8.2017, κυρώθηκε στις 27.10.2017 με την υπ’ αριθμ. …………../2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 4005) στις 17.11.2017, διότι οι φορείς της συλλογικής αυτονομίας που την συνομολόγησαν περιέλαβαν σ’ αυτήν ρήτρα (την ακροτελεύτια) περί αναδρομικής από 1.1.2017 ισχύος της, η οποία καταλαμβάνει έτσι και τους διαδίκους (οι οποίοι αμφότεροι ήσαν κατά το έτος 2017 μέλη των συλλογικών οργανώσεων που συνυπέγραψαν τη συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και, ειδικότερα, ο μεν ενάγων μέλος της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας (ΠΝΟ), όπως πιστοποιείται από το γεγονός της παρακρατήσεως από τις μηνιαίες αποδοχές του εισφοράς υπέρ αυτής, η δε εναγόμενη μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ), όπως και η ίδια δεν αμφισβητεί), για το λόγο ότι κατά το χρόνο της υπογραφής της ΣΣΝΕ η εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος δεν είχε λυθεί (περί του ότι η αναδρομική ισχύς που εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ κατά τη σύναψή τους καταλαμβάνει ενοχικώς όσες ατομικές συμβάσεις των μελών των οργανώσεων που συμβλήθηκαν καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι τότε βλ. ΜονΕφΠειρ. 371/2016, 376/2016, 719/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1132/2005, ΕΝαυτΔ 2005/425, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου η ίδια ΣΣΝΕ ρύθμιζε τους όρους εργασίας και αμοιβής του ενάγοντος και κατά τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του στο πλοίο ΗΗ το έτος 2018, όπως και οι διάδικοι ορθώς υποστηρίζουν, δέχθηκε δε και η εκκαλουμένη, καθώς οι διατάξεις της διάδοχης ΣΣΝΕ (του έτους 2018), που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/80350/2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 5084/14.11.2018) και έτσι κατέστη γενικά υποχρεωτική, ουδέποτε κατέλαβε τους διαδίκους, παρά την περί αναδρομικής από 1.1.2018 ισχύος της ρητή πρόβλεψή της, επειδή κατά την υπογραφή της (στις 31.10.2018) η εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος είχε, όπως συνομολογείται, λυθεί, με αποτέλεσμα η από 8.5.2018 ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος που καταρτίστηκε σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της ΣΣΝΕ του έτους 2017 και, παράλληλα, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής του ναυτολογούμενου παρέπεμψε στη «Συλλογική Σύμβαση Εργασίας» να εξακολουθεί διεπόμενη από την, ελλείψει νεότερης, τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ. 205/2019, αδημ.). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της ως άνω εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ της ιδίας ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Κατά την ίδια ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 §§ 1, 2) ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του ναύτη ορίστηκε σε χίλια εκατόν πενήντα επτά ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτά (1.157,99 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτά (254,76 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 € Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια δεκαεπτά ευρώ και δέκα λεπτά {[(1.157,99 € + 254,76 € : 22) = 64,21 € + 19,21 € =] 83,42 € Χ 5 ημέρες = 417,10 €}, το δε ωρομίσθιο του ναύτη καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (6,69 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτά (8,38 €) και σε δέκα ευρώ και πέντε λεπτά (10,05 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος κατά τις ναυτολογήσεις του τα έτη 2017 και 2018 ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες τετρακόσια σαράντα ένα ευρώ και τριάντα επτά λεπτά (2.441,37 €). Πέραν των ελάχιστων αυτών νόμιμων αποδοχών, όπως η εναγόμενη συνομολογεί, αποδεικνύεται άλλωστε και από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος, η εργοδότρια του κατέβαλε για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησης κατ’ αμφότερα τα επίδικα έτη (2017 και 2018) κατ’ αποκοπή αμοιβή για υπερωριακή εργασία που αντιστοιχούσε σε τριάντα πέντε [35] ώρες κατά τα Σάββατα, η οποία κάλυπτε την απασχόλησή του επί οκτάωρο καθενός από τα 4,33 Σάββατα εκάστου μηνός, κατ’ άρθρο 13 §§ 1 και 5 της ως άνω ΣΣΝΕ και επί 10,67 ώρες για κάθε αργία του μήνα, κατ’ άρθρο 18 της ΣΣΝΕ, ανεξαρτήτως μάλιστα αν πράγματι παρασχέθηκε εργασία σε αργία το συγκεκριμένο μήνα. Το συνολικό ποσό που καταβαλλόταν κάθε μήνα στον ενάγοντα για τις αιτίες αυτές ήταν σταθερό και ανερχόταν σε τετρακόσια πενήντα πέντε ευρώ και πενήντα επτά λεπτά (455,57 €). Προσθέτως, από τα ίδια έγγραφα της μισθοδοσίας του ενάγοντος προκύπτει ότι η εναγόμενη κατά το έτος 2017 του κατέβαλε, επιπλέον των ανωτέρω, παγίως, χρηματικά ποσά προκειμένου να καλύπτεται η υπερωριακή του εργασία κατά τις καθημερινές εργάσιμες ημέρες και τις Κυριακές. Όπως και η ίδια συνομολογεί, στον ενάγοντα καταβλήθηκαν κατά το έτος αυτό [2017] χρηματικά ποσά διακοσίων πενήντα ενός ευρώ και δέκα λεπτών (251,10 €) για καθένα των μηνών Απριλίου και Μαΐου (για πλήρη απασχόληση τριάντα [30] ημερών), κλάσμα αυτού (10%, δηλαδή 25,11 €) για απασχόληση τριών [3] ημερών το μήνα Μάρτιο, τετρακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και πενήντα λεπτών (418,50 €) για καθένα των μηνών Ιουνίου, Ιουλίου και Σεπτεμβρίου, εξακοσίων εξήντα εννέα ευρώ και σαράντα ενός λεπτών (669,41 €) για το μήνα Αύγουστο και πενήντα ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (50,22 €) για απασχόληση επί πέντε [5] ημέρες το μήνα Οκτώβριο. Η αναγωγή των χρηματικών αυτών ποσών σε ώρες υπερωριακής εργασίας, με βάση την απλή προσαύξηση του ωρομισθίου του ενάγοντος (25%), οδηγεί στο συμπέρασμα, το οποίο και η εναγόμενη επιβεβαιώνει, ότι ο ενάγων έλαβε αμοιβή που αντιστοιχεί σε τριάντα [30], πενήντα [50] και ογδόντα [80] ώρες μηνιαίας υπερωριακής εργασίας και, ειδικότερα, για απασχόλησή του πέραν του οκταώρου του επί μία [1] ώρα κατά τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο και Οκτώβριο, επί περίπου δύο [2] ώρες κατά τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Σεπτέμβριο και επί τρεις και πλέον ώρες [3,19] κατά το μήνα Αύγουστο του έτους 2017 (669,41 € ÷ 8,38 € το ωρομίσθιο = 79,88 ώρες υπερωριακής εργασίας ÷ 25 καθημερινές ημέρες και Κυριακές = 3,19 ώρες ανά ημέρα). Εξάλλου, όπως προκύπτει από το ναυτολόγιό του, κατά την ίδια χρονική περίοδο (29.3.2017 – 6.10.2017) στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο Α απασχολούνταν ως κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος ένας [1] ναύκληρος, δύο [2] υποναύκληροι, δώδεκα [12] ναύτες και δύο [2] ναυτόπαιδες. Τα γενικά και ειδικά καθήκοντα και οι λοιπές εργασιακές υποχρεώσεις των ναυτών καθορίζονται στον Κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας που ισχύει για τα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία χωρητικότητας μείζονος των πεντακοσίων (500) κόρων (ΒΔ 683/1960, ΦΕΚ Α 158/4.8.1960), στις διατάξεις των άρθρων 62 και 63 του οποίου ορίζεται ότι οι ναύτες τελούν υπό τις διαταγές και τον έλεγχο του ναύκληρου και βοηθούν αυτόν και τον υποναύκληρο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και, ειδικότερα, εκτελούν, αφενός μεν κατά φυλακές (βάρδιες), τις εργασίες πηδαλιούχου, οπτήρα και αγγελιοφόρου γέφυρας, αφετέρου δε εκτός φυλακής (βάρδιας), μεταξύ άλλων, τις εργασίες καθαριότητας και συντηρήσεως του σκάφους και των σωσιβίων μέσων του, όπως και κάθε εργασία σχετική προς την ειδικότητά τους. Επιπλέον, στις διατάξεις των άρθρων 136 § 1 και 137 του ιδίου Κανονισμού ορίζεται ότι «Οι διηρημένοι εις τας γενικάς εργασίας καταστρώματος άνδρες εργάζονται υπό την επίβλεψιν του Ναυκλήρου και του Υπαναυκλήρου ένδον εις καθαρισμούς, αποσκωρίασιν ελασμάτων, χρωματισμούς, καθαρισμόν των υδροσυλλεκτών και δεξαμενών πρωραίας και πρυμναίας ζυγοσταθμίσεως, προετοιμασίαν των κυτών διά φόρτωσιν ή εκφόρτωσιν, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, εις πρωρατικά έργα, ευθέτισιν των αποθηκών υλικών συντηρήσεως σκάφους και των κυτών προς πρόληψιν μετατοπίσεως, αναμίξεως, βλάβης, φθοράς ή κλοπής του φορτίου πυρκαϊάς, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εις πάσαν άλλην εργασίαν της ειδικότητός των, διατασσομένην υπό του Υπάρχου (άρθρο 136 § 1) και ότι «1. Το προσωπικόν καταστρώματος κατανέμεται κατά τον κατάπλουν, την αγκυροβολίαν, την άπαρσιν και τον απόπλουν επί τη βάσει του οικείου πίνακος διαιρέσεως προσωπικού ως εξής: α) ο Πλοίαρχος επί της γεφύρας, β) ο Ύπαρχος όπου θεωρείται αναγκαίον, γ) ο Υποπλοίαρχος εις το πρόστεγον μετά του Ναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος, δ) ο Ανθυποπλοίαρχος εις το επίστεγον μετά του Υποναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος…, ε) ο Δόκιμος αξιωματικός επί της γεφύρας διά την διαβίβασιν των παραγγελμάτων, στ) ο Πηδαλιούχος εις το πηδάλιον. 2. Κατά τον κατάπλουν και την αγκυροβολίαν, την μεθόρμισιν ως και την άπαρσιν και τον απόπλουν, δεν τηρούνται αι συνήθεις ώραι εργασίας, αλλά πάντες εργάζονται διά την κανονικήν και ασφαλή αγκυροβολίαν και όρμισιν του πλοίου ή διά την κανονικήν άπαρσιν αυτού και πέραν έτι των ωρών εργασίας, χωρίς τούτο να θεωρήται υπερωρία. 3. Εάν το πλοίον είναι ηγκυροβολημένον εις ανοικτόν όρμον ή εις άλλο αγκυροβόλιον ουχί ασφαλές δύναται κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου να εξακολουθήση η εργασία κατά φυλακάς ως εν πλώ». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 146 § 2 του ιδίου ΒΔ «εν όρμω το προσωπικόν καταστρώματος υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον του Υπάρχου και υπό την διεύθυνσιν του Ναυκλήρου, ασχολείται εις καθαρισμούς, υποσκωρίασιν ελασμάτων χρωματισμούς, καθαρισμόν υδροσυλλεκτών και δεξαμενών, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων,  πρωρατικά έργα και εις πάσαν άλλην εργασίαν σκάφους, διατασσομένην υπό του Υπάρχου, συμφώνως προς το ωρολόγιον πρόγραμμα ημερησίας εργασίας εν όρμω, χειμερινόν ή θερινόν, αναλόγως της εποχής του έτους», ενώ στο άρθρο 148 προβλέπεται ότι «1. Διά την φύλαξιν και ασφάλειαν του σκάφους εν όρμω παραμένει εν αυτώ εις ή περισσότεροι Αξιωματικοί καταστρώματος και εις ή και περισσότεροι ναύται, κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου, εν ημέρα από πρωΐας μέχρις εσπέρας, ότε εναλλάσσονται δι’ άλλων μέχρι της επομένης πρωΐας. 2. Εκ τούτων, ο μεν Αξιωματικός επιβλέπει την τάξιν και ασφάλειαν του σκάφους και την κανονικήν εκτέλεσιν της εργασίας υπό των ναυτών φυλάκων, δεν υποχρεούται όμως να παραμένη άγρυπνος, οι δε ναύται φύλακες παραμένοντες άγρυπνοι, οφείλουσι να κυκλοφορώσιν εν τω πλοίω να εξασφαλίζωσιν αυτό κατά κλοπής ή πυρκαϊάς ή οιασδήποτε άλλης αταξίας, να προσέχωσι την κανονικήν φωτοβολίαν των φανών αγκυροβολίας και ιδαιτέρως την όρμισιν και τα πρυμνήσια του πλοίου και να ειδοποιώσιν αμέσως εν περιπτώσει οιασδήποτε ανωμαλίας ή εκτάκτου περιστατικού τον εν τω πλοίω Αξιωματικόν καταστρώματος. Ο ναύτης νυκτοφύλαξ καλεί τους εν τω πλοίω εκ του προσωπικού καταστρώματος προς έγερσιν κατά τας κεκανονισμένας ώρας. 3. Ο τε Αξιωματικός καταστρώματος και οι ναύται φύλακες παραμένουσιν εν τω πλοίω μέχρις εναλλαγής των, μεθ’ o απέρχονται απαλλασσόμενοι πάσης εργασίας επί δωδεκάωρον, όσοι εξ αυτών ηγρύπνησαν, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, καθ’ ας η παρουσία των κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου είναι απαραίτητος». Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια της ναυτολογήσεως του ενάγοντος κατά το έτος 2017 το πλοίο Α διενεργούσε πολύωρους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες, οι οποίοι επεκτείνονταν και κατά τις νυκτερινές ώρες, με αφετηρία τον λιμένα του Πειραιώς και προορισμό τη Νήσο Μυτιλήνη του Βορείου Αιγαίου δια μέσου της Νήσου Χίου και επιστροφή μέσω του ίδιου ενδιάμεσου λιμένα στον Πειραιά. Συγκεκριμένα, τα δρομολόγια του πλοίου είχαν ως εξής: Α] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 29.3.2017 έως 15.6.2017 και από 18.9.2017 έως 6.10.2017 το πλοίο αναχωρούσε κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή από τον Πειραιά στις 21:00, για να καταπλεύσει διαδοχικά στη Χίο και στη Μυτιλήνη στις 04:50 και στις 08:00 το πρωινό της επόμενης ημέρας αντίστοιχα, δηλαδή μετά από ταξίδι ένδεκα [11] ωρών έχοντας παραμείνει στον ενδιάμεσο λιμένα επί ημίωρο. Από τη Μυτιλήνη αναχωρούσε στις 20:00 το βράδυ εκάστης Τρίτης, Πέμπτης και Κυριακής και κατέπλεε στον Πειραιά στις 07:10 της Τετάρτης, της Παρασκευής και της Δευτέρας αντίστοιχα, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών στο λιμένα της Χίου στις 22:40, όπου παρέμενε επί τριάντα [30] πρώτα λεπτά της ώρας. Σημειώνεται ότι μετά την άφιξη του πλοίου στη Μυτιλήνη κάθε Σάββατο στις 08:00 το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο εκεί, όπου και διανυκτέρευε, το δε επόμενο δρομολόγιό του αναχωρούσε μετά από τριάντα έξι [36] ώρες στις 20:00 της Κυριακής. Β] Κατά το χρονικό διάστημα από 16.6.2017 έως 17.9.2017 το πλοίο εκτέλεσε το ίδιο δρομολόγιο, όμως, αφενός τα ταξίδια της Κυριακής και της Τρίτης από Μυτιλήνη ήταν συντομότερα, αφού κατέπλεε στον Πειραιά στις 06:35 το πρωί της Δευτέρας και της Τετάρτης αντίστοιχα, αντί στις 07:10 και, αφετέρου, πύκνωσαν οι πλόες του, καθώς κάθε Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο αμέσως μετά την άφιξή του στη Μυτιλήνη στις 08:00 αναχωρούσε άμεσα στις 09:00 για το ταξίδι της επιστροφής και δια μέσου της Χίου (άφιξη στις 12:00 και απόπλους στις 12:20) κατέπλεε στον Πειραιά στις 19:10 της ιδίας ημέρας, για να αναχωρήσει και πάλι αμέσως στις 21:00 για το ίδιο δρομολόγιο προς Χίο Μυτιλήνη. Διπλό δρομολόγιο δεν γινόταν τις Κυριακές και κάθε Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη του εν λόγω χρονικού διαστήματος, ενώ κανένα ταξίδι δεν είχε διάρκεια υπερβαίνουσα τις δώδεκα [12] ώρες. Να σημειωθεί εδώ ότι, όπως προκύπτει από τις εγγραφές στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου και όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη κατά την ουσιαστική έρευνα του σχετικού με την αποζημίωση για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις αγωγικού κονδυλίου, χωρίς το κεφάλαιό της αυτό να έχει πληγεί από οποιονδήποτε διάδικο και συνεπώς να μην έχει μεταβιβαστεί στο δεύτερο βαθμό, ο ενάγων δεν μετείχε στα δρομολόγια του πλοίου 1] στις 10.5.2017, ημέρα Τετάρτη, από Πειραιά και στις 11.5.2017, ημέρα Πέμπτη από Μυτιλήνη, αφού του χορηγήθηκε διανυκτέρευση στις 10.5.2017 και επέστρεψε στο πλοίο στις 07:30 της Παρασκευής 12.5.2017, 2] στις 19.6.2017, ημέρα Δευτέρα από Πειραιά και στις 20.6.2017, ημέρα Τρίτη από Μυτιλήνη, αφού στις 19.6.2017 του χορηγήθηκε διανυκτέρευση και επέστρεψε στο πλοίο στις 19:30 της Τετάρτης 21.6.2017, 3] στις 26.7.2017, ημέρα Τετάρτη από Πειραιά, στις 27.7.2017 από Μυτιλήνη και την ίδια ημέρα από Πειραιά (διπλό δρομολόγιο), αφού στις 26.7.2017 του χορηγήθηκε διανυκτέρευση και επέστρεψε στο πλοίο στις 19:20 της Παρασκευής 28.7.2017, 4] στις 16.8.2017, ημέρα Τετάρτη από Πειραιά, στις 17.8.2017 από Μυτιλήνη και την ίδια ημέρα από Πειραιά (διπλό δρομολόγιο), αφού στις 16.8.2017 του χορηγήθηκε διανυκτέρευση και επέστρεψε στο πλοίο στις 20:00 της Παρασκευής 18.8.2017 και 5] στις 20.9.2017, ημέρα Τετάρτη από Πειραιά και στις 21.9.2017 από Μυτιλήνη, αφού στις 20.9.2017 του χορηγήθηκε διανυκτέρευση και επέστρεψε στο πλοίο στις 07:00 της Παρασκευής 22.9.2017. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεώς του στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο Α εργάστηκε υπερωριακά και, συγκεκριμένα, απασχολήθηκε κατά μεν τη χειμερινή περίοδο (από 29.3.2017 έως 15.6.2017 και από 18.9.2017 έως 5.10.2017) επί δώδεκα [12] ώρες, κατά δε τη θερινή περίοδο (από 16.6.2017 έως 17.9.2017) επί δεκατέσσερις [14] ώρες ημερησίως. Καταρχάς επισημαίνεται ότι ο ισχυρισμός του αυτός είναι αβάσιμος τουλάχιστον όσον αφορά τις δέκα [10] ημέρες, που, όπως προαναφέρθηκε, απουσίαζε από το πλοίο έχοντας λάβει άδεια διανυκτέρευσης, κατά τις οποίες δεν εργάστηκε καθόλου, επομένως, ούτε και υπερωριακά. Κατά τα λοιπά ο ενάγων, όπως οι ισχυρισμοί του διευκρινίστηκαν με τις πρωτόδικες προτάσεις του, υποστήριξε ότι απασχολήθηκε ως ναύτης βάρδιας εκτελώντας δύο [2] τετράωρες βάρδιες ημερησίως, παρατεινόμενες κατ’ εντολή του πλοιάρχου επί μία [1] ώρα τόσο πριν την έναρξή τους όσο και μετά τη λήξη τους, με αποτέλεσμα κατά τη χειμερινή περίοδο να εκτελεί κατ’ ουσίαν δύο [2] εξάωρες βάρδιες, ενώ κατά τη θερινή περίοδο απασχολούταν επί δύο [2] ακόμη ώρες με την φορτοεκφόρτωση των οχημάτων στους λιμένες προσεγγίσεως του πλοίου, με την ασφάλισή τους, με εργασίες καθαρισμού του χώρου φόρτωσής τους (γκαράζ) και με εργασίες πρόσδεσης, αγκυροβολίας, απόδεσης και απάρσεως του πλοίου. Η εναγόμενη, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι η πραγματική απασχόληση του αντιδίκου της δεν υπερέβαινε σε ημερήσια βάση τις οκτώ [8] ώρες της βάρδιας του, αφού με τις εργασίες φορτοεκφόρτωσης των οχημάτων και καθαρισμού του γκαράζ ήταν επιφορτισμένοι οι ημερεργάτες ναύτες του πλοίου (daymen: ντεϊμάνηδες) και μόνον κατ’ εξαίρεση παρείχε υπερωριακή εργασία, η οποία, όμως, ουδέποτε υπερέβη τη μία [1] ώρα ημερησίως κατά τη χειμερινή περίοδο και τις δύο [2] ώρες ημερησίως κατά τη θερινή. Βέβαια, ενόψει των αμοιβών που του κατέβαλε, πρέπει να θεωρηθεί αποδεδειγμένη η [όχι εξαιρετική αλλά] καθημερινή υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος τουλάχιστον κατά μία [1] ώρα τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο και Οκτώβριο, κατά δύο [2] ώρες τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Σεπτέμβριο και κατά τρεις [3] και πλέον ώρες το μήνα Αύγουστο του έτους 2017, με αποτέλεσμα ερευνητέα να αποβαίνει πλέον η υπερβάλλουσα χρονική διάρκεια της καθημερινής εργασίας του και μέχρι τις δώδεκα [12] και δεκατέσσερις [14] ώρες, που επικαλείται ο ενάγων. Σχετικές είναι η κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως ……….. και η ένορκη βεβαίωση του ………….. Από αυτούς ο πρώτος ανέφερε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι στο πλοίο Α κατά το επίδικο χρονικό διάστημα απασχολούνταν οκτώ [8] ή εννέα [9] ναύτες, ότι οι ναύτες εργάζονταν είτε ως ημερεργάτες είτε σε δύο [2] τετράωρες βάρδιες και ότι κάθε ναύτης βάρδιας εργαζόταν όχι μόνον κατά τη διάρκειά της αλλά και δύο [2] ώρες πριν και δύο [2] ώρες μετά από αυτήν απασχολούμενος με τα ίδια έργα όπως και οι ημερεργάτες. Η κατάθεση αυτή κρίνεται αναξιόπιστη, δεδομένου ότι ο μάρτυρας εμφανίζεται να αγνοεί τον αληθή αριθμό των ναυτών που στελέχωναν το κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος του πλοίου Α κατά το έτος 2017, δεν εξηγεί τη διαφοροποίηση στα καθήκοντα και το ωράριο μεταξύ ημερεργατών ναυτών και ναυτών βάρδιας και, κυρίως, υπερβαίνει και αυτούς ακόμα τους αγωγικούς ισχυρισμούς, αφού αναφέρεται σε καθημερινή εργασία του ενάγοντος συνολικής διάρκειας δεκαέξι [16] ωρών (δύο [2] τετράωρες βάρδιες παρατεινόμενες επί τετράωρο ακόμα η καθεμία). Αντιστοίχως, ο μάρτυρας της εναγομένης βεβαίωσε ενόρκως ότι οι έξι [6] από τους δώδεκα [12] ναύτες του πλοίου, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, εναλλάσσονταν σε ζεύγη στις φυλακές (βάρδιες) του πλοίου, ενώ οι υπόλοιποι έξι [6] εργάζονταν ως ημερεργάτες απασχολούμενοι υπό τις οδηγίες και την εποπτεία του ναύκληρου και επικουρούμενοι από τους δύο [2] ναυτόπαιδες στις εργασίες κατάπλου και απόπλου και σε εργασίες καθαρισμού του πλοίου, χρωματισμού και αποσκοριώσεως των ελασμάτων του (σημειωτέον ότι αυτό συνέβαινε μόνον όταν το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 136 § 2 του ως άνω Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας, εν πλω οι εργασίες αυτές δεν επιτρέπονται) και διευκρίνισε ότι οι ημερεργάτες ναύτες πραγματοποιούσαν εργασίες συντηρήσεως και καθαρισμού του πλοίου τις πρωινές ώρες κατά τις οποίες το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο και κενό επιβατών και συμμετείχαν στην πρόσδεση και απόδεση του πλοίου κατά τους κατάπλους και απόπλους του, ενώ εκτελούσαν και τις εργασίες ασφαλίσεως των μεταφερομένων με αυτό οχημάτων, προς αποφυγή ενδεχομένου μετατοπίσεώς τους κατά τη διάρκεια του πλου, απασχολούμενοι μέχρι τη δωδεκάτη μεσημβρινή καθ’ εκάστη και στη συνέχεια, από τις 17:00 ή τις 18:00, οπότε ξεκινούσε η επιβίβαση στον Πειραιά και στη Μυτιλήνη αντίστοιχα, μέχρι τις 21:00, οπότε τελείωνε το ημερήσιο ωράριό τους. Ειδικά κατά τον κατάπλου και τον απόπλου του πλοίου ο ίδιος μάρτυρας ανέφερε ότι δύο [2] από τους ημερεργάτες μαζί με έναν [1] υποναύκληρο βρίσκονταν στην πλώρη του πλοίου και τρεις [3] ακόμα μαζί με τον έτερο υποναύκληρο και τους ναυτόπαιδες έπαιρναν θέση στην πρύμνη, ενώ ο έκτος ημερεργάτης απασχολούταν στη γέφυρα. Αντιθέτως, για τους ναύτες βάρδιας κατέθεσε ότι αυτοί ήσαν χωρισμένοι σε τρεις [3] ομάδες των δύο [2] και αναλάμβαναν εκ περιτροπής τις έξι [6] κυλιόμενες τετράωρες βάρδιες του εικοσιτετραώρου, κατά τρόπον ώστε ανά δύο [2] να εργάζονται κάθε ημέρα δύο [2] τετράωρα με χρονική απόσταση οκτώ [8] ωρών μεταξύ τους. Έτσι, δύο [2] ναύτες αναλάμβαναν τις βάρδιες 04:00 έως 08:00 και 16:00 έως 20:00, άλλοι δύο [2] τις βάρδιες 08:00 – 12:00 και 20:00 – 24:00 και οι υπόλοιποι δύο [2] τις βάρδιες 12:00 – 16:00 και 00:00 – 04:00. Κατά τους πλόες ο ένας [1] ναύτης βάρδιας παρέμενε στη γέφυρα του πλοίου και βοηθούσε τον αξιωματικό φυλακής εκτελώντας και χρέη πηδαλιούχου του πλοίου, ενώ ο έτερος του ζεύγους παρέμενε στη διάθεση του αξιωματικού φυλακής και σε ετοιμότητα για την εκτέλεση γενικών εργασιών. Οι δύο [2] ναύτες εκάστης βάρδιας εναλλάσσονταν στα καθήκοντα αυτά ανά μία [1] ώρα όσο το πλοίο βρισκόταν εν πλω, ενώ στο λιμάνι παρέμεναν καθ’ όλη τη διάρκεια του τετραώρου στον καταπέλτη του πλοίου εκτελώντας χρέη φύλακα. Οι ναύτες κάθε βάρδιας συμμετείχαν στις εργασίες πρόσδεσης και απόδεσης του πλοίου, μαζί με τους ημερεργάτες ναύτες, τους ναυτόπαιδες και τους υποναύκληρους, μόνον όταν αυτές συνέπιπταν με τη βάρδια τους. Ο ίδιος μάρτυρας βεβαίωσε, τέλος, ότι ο ενάγων απασχολούταν πάντοτε στη βάρδια 04:00 – 08:00 και 16:00 – 20:00. Να σημειωθεί ότι ο τελευταίος δεν προβάλει διαφορετικό ισχυρισμό ως προς το ωράριο της βάρδιας που (συνομολογεί ότι) εκτελούσε στο πλοίο. Κατά τον ……………., ο ενάγων ως ναύτης βάρδιας δεν εκτελούσε εργασίες φορτοεκφόρτωσης οχημάτων στους λιμένες, αφού με αυτές ήταν επιφορτισμένοι οι ημερεργάτες. Η κατάθεσή του, όμως, στο σημείο αυτό, αντιτίθεται ευθέως στο γεγονός της τακτικής κάθε μήνα καταβολής από την εναγομένη στον ενάγοντα πρόσθετης αμοιβής για την έχμαση οχημάτων, η οποία αποδεικνύεται από τους μισθοδοτικούς λογαριασμούς του και από την οποία συνάγεται η συμμετοχή του στις εργασίες αυτές, δεδομένου ότι κατά το άρθρο 30 § 1 της ως άνω ΣΣΝΕ η πρόσθετη αμοιβή για τη φορτοεκφόρτωση και την έχμαση (πρόσδεση με ιμάντες στο κύτος του πλοίου) των οχημάτων καταβάλλεται στα μέλη του κατώτερου προσωπικού καταστρώματος που ασχολούνται με τις εργασίες αυτές. Από όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι το χρονικό διάστημα της καθημερινής εργασίας του ενάγοντος στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο Α καθοριζόταν από το ωράριο εκάστης βάρδιας του και από το πρόγραμμα των δρομολογίων του πλοίου. Αποδεικνύεται έτσι ότι κατά τα χρονικά διαστήματα από 29.3.2017 έως 15.6.2017 και από 18.9.2017 έως 5.10.2017 η βραδινή βάρδια του [04:00 – 08:00] συνέπιπτε πάντοτε, κατά τους τρεις [3] κάθε εβδομάδα πλόες με αφετηρία τον Πειραιά, με την άφιξη του πλοίου στη Χίο και στη Μυτιλήνη [04:50 και 08:00]. Τούτο σημαίνει ότι στη Χίο, αν δε βρισκόταν στο πηδάλιο, απασχολούταν στη φορτοεκφόρτωση των οχημάτων και στην πρόσδεση και απόδεση του πλοίου, εντός πάντως του οκταώρου του, ενώ στη Μυτιλήνη η βάρδια του παρατεινόταν μέχρι τις 09:00, αφού συμμετείχε στις εργασίες του κατάπλου όπως όλο το πλήρωμα καταστρώματος. Τούτο σημαίνει τρεις [3] ώρες υπερωρίας, ανά μία [1] κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο. Κατά τους πλόες από τη Μυτιλήνη, η απογευματινή βάρδια του [16:00 – 20:00] τελείωνε με την αναχώρηση του πλοίου, με αποτέλεσμα να έχει κατά τη διάρκειά της (και όχι υπερωριακώς) εκτελέσει όλες τις σχετικές εργασίες (φόρτωσης οχημάτων και άπαρσης) που περιλαμβάνονταν στα καθήκοντά του, ενώ δεν μετείχε στις αντίστοιχες εργασίες στον ενδιάμεσο λιμένα της Χίου, αφού το πλοίο κατέπλεε εκεί στις 22:40 και απέπλεε στις 23:10 και κατά το χρονικό διάστημα αυτό, που απείχε πλέον των δύο [2] ωρών από την προηγούμενη βάρδια του, ο ίδιος αναπαυόταν, προκειμένου να αναλάβει τα καθήκοντα της βραδινής βάρδιας του στις 04:00. Κατά τα ίδια, τρία [3] εβδομαδιαίως, δρομολόγια προς Πειραιά η βραδινή βάρδια του συνέπιπτε με την άφιξη του πλοίου στον Πειραιά [07:10] και μέχρι τη λήξη της [08:00] είχε ολοκληρωθεί η πρόσδεση στο λιμένα, η αγκυροβολία και η εκφόρτωση των οχημάτων. Κατά τις, τρεις [3] ανά εβδομάδα, αναχωρήσεις του πλοίου από τον Πειραιά [στις 21:00] ο ενάγων έχοντας ολοκληρώσει την απογευματινή βάρδια του στις 20:00 παρέτεινε το ωράριό του κατά μία [1] ώρα, προκειμένου να συμμετάσχει στις εργασίες φόρτωσης των οχημάτων και απόδεσης του πλοίου. Επομένως, κατά το χρονικό αυτό διάστημα ο ενάγων είχε έξι [6] συνολικά ώρες υπερωριακής απασχόλησης κάθε εβδομάδα (08:00 – 09:00 εκάστης Τρίτης, Πέμπτης και Σαββάτου και 20:00 – 21:00 εκάστης Δευτέρας, Τετάρτης και Παρασκευής). Βέβαια, τούτο δε συνέβη την Τετάρτη 10.5.2017, την Πέμπτη 11.5.2017, την Δευτέρα 19.6.2017, την Τρίτη 20.6.2017, την Τετάρτη 20.9.2017 και την Πέμπτη 21.9.2017, κατά τις οποίες ο ενάγων δε βρισκόταν στο πλοίο έχοντας λάβει άδεια διανυκτέρευσης. Περαιτέρω, απασχόληση αυτού επί δύο [2] ώρες ή μία [1] ώρα πριν από κάθε απογευματινή βάρδια του [16:00 – 20:00] δεν διαπιστώνεται, δεδομένου ότι κατά τις ώρες αυτές το πλοίο βρισκόταν πάντοτε σε λιμάνι και οι εργασίες στις οποίες θα μπορούσε να μετάσχει λόγω της ειδικότητάς του (αποσκοριώσεις ελασμάτων, χρωματισμοί κλπ) είχαν ήδη εκτελεστεί από τους ημερεργάτες ναύτες, οι οποίοι τις είχαν ολοκληρώσει ήδη από τις 12:00. Εξάλλου, κατά το χρονικό διάστημα από 16.6.2017 έως 17.9.2017 ο χρόνος εργασίας του ενάγοντος δεν μεταβλήθηκε, αφού και τα δρομολόγια του πλοίου δεν διαφοροποιήθηκαν. Έτσι, το ωράριό του παρέμεινε αναλλοίωτο από την άφιξη του πλοίου στη Μυτιλήνη στις 08:00 της Κυριακής μέχρι την αναχώρηση από τον ίδιο λιμένα την Πέμπτη στις 09:00, οπότε άρχιζαν τα διπλά δρομολόγια της εβδομάδας. Μέχρι τότε ο ενάγων είχε πέντε [5] ώρες υπερωρίας την εβδομάδα (ανά  μία [1] ώρα κάθε Δευτέρα και Τετάρτη στον Πειραιά [20:00 – 21:00] και ανά μία [1] ώρα κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή στη Μυτιλήνη [08:00 – 09:00]. Το απόγευμα της Πέμπτης η βάρδια του συνέπιπτε με την άφιξη του πλοίου στον Πειραιά [στις 19:10] και παρατεινόταν κατά μία [1] ώρα ακόμα, μέχρι την επόμενη αναχώρησή του για Χίο – Μυτιλήνη στις 21:00 και το ίδιο ακριβώς συνέβαινε τόσο την Παρασκευή όσο και το Σάββατο. Ωριαία παράταση της βραδινής βάρδιας του είχε ο ενάγων και κατά την άφιξη στη Μυτιλήνη τις Παρασκευές και τα Σάββατα στις 08:00, αφού το πλοίο αναχωρούσε αμέσως (στις 09:00) για το δρομολόγιο της επιστροφής. Επομένως, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα ο ενάγων είχε δέκα [10] ώρες υπερωρίας ανά εβδομάδα, οι δύο [2] εκ των οποίων το Σάββατο. Επιπλέον, για τις βραδινές αφίξεις όλων των θερινών δρομολογίων του πλοίου στη Χίο ισχύουν όσα αναφέρθηκαν για τη χειμερινή περίοδο, ενώ κατά τις πρωινές αφίξεις του και την εικοσάλεπτη παραμονή του εκεί (από 12:00 έως 12:20), στο δρομολόγιο των 09:00 από Μυτιλήνη προς Πειραιά, δηλαδή κάθε Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο, ο ενάγων συμμετείχε μαζί με τους ημερεργάτες, τους ναυτόπαιδες και τους ναύτες της αντίστοιχης βάρδιας στις εργασίες φορτοεκφόρτωσης οχημάτων και πρόσδεσης – απόδεσης του πλοίου, κατά το χρονικό διάστημα από 11:30 έως 13:00, δηλαδή επί μιάμιση [1,5] ώρα, εκτός της δικής του βάρδιας, όπως υποδηλώνει η καταβολή εκ μέρους της εναγόμενης αυξημένης τόσον της υπερωριακής αμοιβής του, όσον και της πρόσθετης αμοιβής για έχμαση οχημάτων καθ’ όλη τη θερινή περίοδο του έτους 2017. Συνεπώς, κατά το ερευνώμενο χρονικό διάστημα ο ενάγων απασχολούταν υπερωριακά επί δεκατέσσερις και μισή ώρες κάθε εβδομάδα και, συγκεκριμένα, επί μία [1] ώρα κάθε Κυριακή, Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη και επί τρεισήμισι [3,5] ώρες κάθε Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο. Άλλες εργασίες της ειδικότητάς του (χρωματισμούς, αποσκοριώσεις) ο ενάγων δεν εκτελούσε δεδομένου ότι τις περισσότερες ώρες του εικοσιτετραώρου το πλοίο βρισκόταν εν πλω, ενώ στους λιμένες οι ίδιες εργασίες εκτελούνταν από τους ημερεργάτες ναύτες σε χρόνο εκτός οποιασδήποτε βάρδιας του ενάγοντος. Να σημειωθεί εδώ, βέβαια, ότι ο τελευταίος δεν απασχολήθηκε καθόλου την Τετάρτη 26.7.2017, την Πέμπτη 27.7.2017, την Τετάρτη 16.7.2017 και την Πέμπτη 17.7.2017, αφού απουσίαζε από το πλοίο έχοντας λάβει άδεια διανυκτερεύσεως, διήμερης κάθε φορά διάρκειας. Με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν αποδεικνύεται ότι κατά τη ναυτολόγησή του στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο Α κατά το χρονικό διάστημα από 29.3.2017 έως και 5.6.2017 (στις 6.10.2017 απολύθηκε) ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά επί μία [1] ώρα κάθε Δευτέρα από τις συνολικά είκοσι τέσσερις [24] του χρονικού αυτού διαστήματος, κάθε Τρίτη από τις συνολικά είκοσι πέντε [25], κάθε Τετάρτη από τις συνολικά είκοσι τέσσερις [24] του ιδίου χρονικού διαστήματος και κάθε Κυριακή από τις δεκατέσσερις [14] συνολικά του χρονικού διαστήματος από 16.6.2017 έως και 17.9.2017 (τις δώδεκα [12] Κυριακές των διαστημάτων από 29.3.2017 έως 15.6.2017 και από 18.9.2017 έως 5.10.2017 δεν απασχολήθηκε υπερωριακά) και, εν συνόλω, επί ογδόντα επτά ώρες κατά τις ως άνω καθημερινές ημέρες και Κυριακές (24 + 25 + 24 + 14 = 87 ημέρες Χ 1 ώρα/ημέρα = 87 ώρες). Επιπλέον, απασχολήθηκε υπερωριακά Α] επί μία [1] ώρα κάθε Πέμπτη από τις δώδεκα [12] συνολικά των χρονικών διαστημάτων από 29.3.2017 έως 15.6.2017 και από 18.9.2017 έως 5.10.2017 και επί μία [1] ώρα κάθε Παρασκευή από τις συνολικά δεκατρείς [13] των ιδίων χρονικών διαστημάτων, δηλαδή, εν συνόλω, επί είκοσι πέντε ώρες κατά τις ως άνω καθημερινές ημέρες (12 + 13 = 25 ημέρες Χ 1 ώρα/ημέρα = 25 ώρες), Β] επί τρεισήμισι [3,5] ώρες κάθε Πέμπτη από τις δώδεκα [12] συνολικά του χρονικού διαστήματος από 16.6.2017 έως και 17.9.2017 και επί ίσο χρόνο κάθε Παρασκευή από τις δεκατέσσερις [14] συνολικά του ιδίου χρονικού διαστήματος και, εν συνόλω, επί ενενήντα μία ώρες κατά τις ως άνω καθημερινές ημέρες (12 + 14 = 26 ημέρες Χ 3,5 ώρες/ημέρα = 91 ώρες), Γ] επί μία [1] ώρα κάθε Σάββατο από τα δεκατρία [13] συνολικά των χρονικών διαστημάτων από 29.3.2017 έως 15.6.2017 και από 18.9.2017 έως 5.10.2017 και επί τρεισήμισι [3,5] ώρες κάθε Σάββατο από τα συνολικά δεκατέσσερα [14] του χρονικού διαστήματος από 16.6.2017 έως και 17.9.2017 και, εν συνόλω, επί εξήντα δύο ώρες Σαββάτου [(13 Σάββατα Χ 1 ώρα =) 13 ώρες + (14 Σάββατα Χ 3,5 ώρες =) 49 ώρες = 62 ώρες]. Τέλος, Δ] ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά επί μία [1] ώρα κατά τις αργίες της Μεγάλης Παρασκευής 14.4.2017, της Δευτέρας του Πάσχα 17.4.2017, της Κυριακής 23.4.2017, ημέρας του Αγίου Γεωργίου, της Δευτέρας 1ης Μαΐου 2017, της Πέμπτης 25.5.2017, ημέρας της Αναλήψεως και της Τρίτης 15 Αυγούστου 2017 και επί τρεισήμισι [3,5] ώρες την Πέμπτη 14.9.2017, δηλαδή επί συνολικά εννιάμισι [9,5] ώρες κατά τις ως άνω αργίες [(6 ημέρες Χ 1 ώρα =) 6 ώρες + (1 ημέρα Χ 3,5 ώρες =) 3,5 ώρες = 9,5 ώρες]. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται για αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησής του για τις εκατόν εβδομήντα οκτώ [87 + 91 = 178] ώρες της πέραν του οκταώρου εργασίας που παρείχε κατά τις ως άνω Κυριακές και καθημερινές ημέρες της ναυτολογήσεώς του το συνολικό χρηματικό ποσό των χιλίων τετρακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (178 ώρες Χ 8,38 € το ωρομίσθιο = 1.491,64 €), έναντι του οποίου έχει ήδη λάβει δύο χιλιάδες πεντακόσια δύο ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (2.502,44 €), όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις πληρωμής του, με αποτέλεσμα η απαίτηση του να έχει εξοφληθεί. Εξάλλου, με δεδομένο ότι η εργασία του κατά τις πρώτες οκτώ [8] ώρες εκάστου Σαββάτου και καθεμίας αργίας του ενδίκου χρονικού διαστήματος έχει ήδη εξοφληθεί κατά τα ανωτέρω, με την καταβολή παγίως τετρακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (455,57 €) ανά έκαστο μήνα πλήρους απασχόλησης του και κατά κλάσμα αυτού για κάθε μήνα απασχόλησης μικρότερης διάρκειας, ο ενάγων δικαιούται αμοιβή για τις εβδομήντα μία και μισή [62 + 9,5 = 71,5] ώρες της πέραν του οκταώρου απασχόλησης του κατά τα ως άνω Σάββατα και τις προαναφερθείσες αργίες και, συνολικά, δικαιούται το χρηματικό ποσόν των επτακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και εξήντα ευρώ (71,5 ώρες Χ 10,05 το ωρομίσθιο = 718,60 €). Η εκκαλουμένη με τις παραδοχές ότι ο ενάγων απασχολήθηκε ως ναύτης βάρδιας επί δέκα [10] ώρες κάθε ημέρας των χρονικών διαστημάτων από 29.3.2017 έως 15.6.2017 και από 18.9.2017 έως 5.10.2017 και επί δώδεκα [12] ώρες κάθε ημέρας του χρονικού διαστήματος από 16.6.2017 έως 17.9.2017 επιδίκασε σ’ αυτόν, μετ’ αφαίρεση των ήδη κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του καταβληθέντων, το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων τεσσάρων ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (2.304,67 €) συνολικά και, ειδικότερα, οκτακόσια εξήντα οκτώ ευρώ και πενήντα ένα λεπτά (868,51 €) για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες και χίλια τετρακόσια τριάντα έξι ευρώ και δεκαέξι λεπτά (1.436,16 €) για αμοιβή υπερωριών κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές. Η κρίση αυτή είναι εσφαλμένη και το σφάλμα εντοπίζεται στο γεγονός ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για τον προσδιορισμό των ωρών της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος συνυπολόγισε, μεταξύ άλλων, τρεις [3] ώρες φορτοεκφορτωτικής οχημάτων εργασίας του πριν την έναρξη εκάστου δρομολογίου με αφετηρία τον Πειραιά στις 21:00, παραβλέποντας το γεγονός ότι οι δύο [2] πρώτες από τις τρεις [3] αυτές ώρες εντάσσονταν στο ωράριο της απογευματινής βάρδιας του ενάγοντος [16:00 – 20:00] και η αντίστοιχη εργασία εκτελούταν στα πλαίσια του ημερήσιου οκταώρου του και όχι υπερωριακώς. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι αναχωρήσεις το πλοίο από τον Πειραιά δεν είχε σε καθημερινή βάση αλλά μόνον τρεις [3] φορές την εβδομάδα κατά τα χειμερινά δρομολόγια και πέντε [5] κατά τη θερινή περίοδο. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση πρέπει κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της να εξαφανιστεί κατά παραδοχή ως βάσιμου του πρώτου λόγου της ένδικης έφεσης κατά το συναφές σκέλος του, απορριπτομένου παραλλήλως του πρώτου λόγου της αντέφεσης κατά το αντίστοιχο μέρος του. Εξάλλου, από τη ναυτολόγησή του στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο Α, που δεν διήρκεσε ολόκληρο το έτος 2017, ο ενάγων δικαιούται αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, η οποία θα προσδιοριστεί κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 14 της  προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981) και κατά τις οποίες για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), στις οποίες περιλαμβάνεται και το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), αποριπτομένου, συνεπώς, ως νομικά αβάσιμου του σχετικού αντίθετου ισχυρισμού της εκκαλούσας, που προβάλλεται στα πλαίσια του δεύτερου λόγου της έφεσής της. Με βάση τις διατάξεις αυτές η αναλογία των επιδομάτων που δικαιούται ο ενάγων θα υπολογιστεί με βάση το άθροισμα των ελάχιστων νόμιμων μηνιαίων αποδοχών του, όπως αυτές παραπάνω προσδιορίστηκαν στο χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα ενός ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (2.441,37 €) και του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής που η εναγόμενη του κατέβαλε πραγματικά. Κατά συνέπεια, ο ενάγων δικαιούται: Α] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2017 το χρηματικό ποσόν των τετρακοσίων τριάντα δύο ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών [(2.441,37 € οι νόμιμες αποδοχές + 706,67 € ο μέσος όρος των καταβληθέντων κατά το χρονικό διάστημα από 29.3.2017 έως και 30.4.2017 {455,57 € + 251,10 € + 45,56 € + 25,11 €, που του κατέβαλε η εναγόμενη + 80,40 € που εξακολουθούν οφειλόμενα κατά τα ανωτέρω = 857,74 €/33 ημέρες Χ 30 ημέρες = 779,76} = 3.221,13 € ÷ 2 = 1.610,56 € ÷ 15 = 107,37 € Χ 4,125 οκταήμερα (33 ημέρες ÷ 8) = 442,90 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητεί ο ενάγων, αποδεικνύεται άλλωστε από τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του, του έχει καταβάλει διακόσια εξήντα ευρώ και σαράντα ένα λεπτά (260,41 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των εκατόν ογδόντα δύο ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (432,83 € – 260,41 € = 182,49 €) και Β] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Χριστουγέννων του έτους 2017 το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών [(2.441,37 € οι νόμιμες αποδοχές + 1.469,90 € ο μέσος όρος των καταβληθέντων κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2017 έως και 5.10.2017 για αμοιβή υπερωριακής εργασίας + 121,13 € ο μέσος όρος όσων εξακολουθούν οφειλόμενα για την ίδια αιτία κατά τα ανωτέρω {638,20 €/158 ημέρες Χ 30 ημέρες = 121,13 €} = 4.032,40 € Χ 2/25 = 322,59 € Χ 8,315 δεκαεννεαήμερα (158 ημέρες ναυτολόγησης ÷ 19) = 2.682,35 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητεί ο ενάγων, αποδεικνύεται άλλωστε από τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του, καταβάλει χίλια εννιακόσια εβδομήντα πέντε ευρώ και τριάντα δύο λεπτά (1.975,32 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των επτακοσίων επτά ευρώ και τριών λεπτών (2.682,35 – 1.975,32 € = 707,03 €). Συνολικώς δε για την αιτία αυτή οφείλεται στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των οκτακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (182,49 € + 707,03 € = 889,52 €). Επομένως, η εκκαλουμένη που για την αιτία αυτή επιδίκασε στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των επτακοσίων οκτώ ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (708,84 €) έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου της ένδικης αντέφεσης κατά το σχετικό μέρος του, απορριπτομένου παραλλήλως του δεύτερου λόγου της έφεσης κατά το συναφές σκέλος του. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε (ορθώς) ότι κατά το χρονικό διάστημα από 16.6.2017 έως 17.9.2017 το ίδιο πλοίο εκτέλεσε 20,95 δρομολόγια εξπρές, κατά την έννοια του άρθρου 33 § 1 της ως άνω ΣΣΝΕ, αφού πραγματοποιούσε τρία [3] δρομολόγια κάθε εβδομάδα αναχωρώντας πρόωρα από τον αφετήριο λιμένα (του Πειραιώς) κατά 4,17 ώρες πριν τη συμπλήρωση εξαώρου από την άφιξή του εκεί και, έτσι συμπλήρωνε 12,51 ώρες πρόωρης αναχώρησης σε εβδομαδιαία βάση (4,17 Χ 3 = 12,51) ή 1,56 εξπρές δρομολόγια (12,51 ÷ 8 = 1,56) για κάθε μία από τις συνολικά 13,43 εβδομάδες του εν λόγω χρονικού διαστήματος. Με βάση τις παραδοχές αυτές και επειδή η διάρκεια κάθε κυκλικού δρομολογίου υπερέβαινε τις δώδεκα [12] ώρες, επιδίκασε κατ’ αποδοχή του αντιστοίχου κεφαλαίου της αγωγής, στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των χιλίων διακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (1.268,73 €), ως υπόλοιπο οφειλόμενης πρόσθετης αμοιβής του, το οποίο, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των §§ 3, 4 και7 του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ, υπολόγισε αθροίζοντας στο μέσο όρο των υπερωριών που δέχθηκε ότι πραγματοποίησε τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του, για τον προσδιορισμό των οποίων συνυπολόγισε και το επίδομα άδειας μετά τροφοδοσίας με τη σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της σταθερής και μόνιμης καταβολής του. Ήδη οι διάδικοι δεν αμφισβητούν τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές που εκτέλεσε το πλοίο ούτε τον τρόπο υπολογισμού τους και πλήττουν αμφότεροι την εκκαλουμένη κατά το ερευνώμενο κεφάλαιό της μόνο για εσφαλμένη εκτίμηση των ωρών της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, ενώ η εκκαλούσα υποστηρίζει, επιπλέον, ότι κατά παράβαση του νόμου συνυπολογίστηκε το επίδομα άδειας μετά τροφοδοσίας. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νομικά αβάσιμος, δεδομένου ότι για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού, που λαμβάνονται ως βάση καθορισμού της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, συνυπολογίζεται τόσον ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του όσον και το επίδομα άδειας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., 265/2016, 51/2016, ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, με συνυπολογισμό του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του, όπως υπολογίστηκε ανωτέρω, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν σε τέσσερις χιλιάδες τριάντα δύο ευρώ και σαράντα λεπτά (4.032,40 €) και, επομένως, δικαιούται αυτός ως πρόσθετη αμοιβή του για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές κατά το έτος 2017 το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων οκτακοσίων δεκαπέντε ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (4.032,40 € Χ 1/30 Χ 20,95 = 2.815,96 €), έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη χωρίς η κρίση της αυτή να πλήττεται, χίλια διακόσια ενενήντα έξι ευρώ και τριάντα εννέα λεπτά (1.296,39 €), με αποτέλεσμα να του οφείλονται ακόμα χίλια πεντακόσια δεκαεννέα ευρώ και πενήντα επτά λεπτά (2.815,96 € – 1.296,39 € = 1.519,57 €). Επομένως, η εκκαλουμένη που για την αιτία αυτή επιδίκασε στον ενάγοντα μικρότερο χρηματικό ποσό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου της ένδικης αντέφεσης κατά το σχετικό μέρος του, απορριπτομένου παραλλήλως του δεύτερου λόγου της έφεσης κατά το συναφές σκέλος του. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι το επόμενο έτος 2018 ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο ΗΗ, της πλοιοκτησίας της εναγομένης, με σύμβαση που, όπως προαναφέρθηκε, καταρτίστηκε εγγράφως στις 8.5.2018. Κατά το χρονικό διάστημα από την έναρξη της ναυτολόγησής του και μέχρι τις 24.5.2018, δηλαδή επί δεκατέσσερις [14] καθημερινές ημέρες και Κυριακές, δύο [2] Σάββατα και μία [1] αργία (στις 17.5.2018, ημέρα της Αναλήψεως), το πλοίο παρέμενε ακινητοποιημένο στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Περάματος, προκειμένου να εκτελεστούν εργασίας επισκευής και συντηρήσεώς του. Κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα ο ενάγων συμμετείχε στις εργασίες αυτές και υποστήριξε ότι απασχολήθηκε επί δίωρο ημερησίως πέραν του νομίμου οκταώρου του. Η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι η διάρκεια της ημερήσιας εργασίας του δεν υπερέβη κατά μέσο όρο τις οκτώ [8] ώρες και για το λόγο αυτό του επιδίκασε αντίστοιχη αμοιβή μόνον για τις είκοσι τέσσερις [24] ώρες εργασίας του κατά τα Σάββατα 12 και 19.5.2018 και για την αργία της 17ης.5.2018, συνολικού ύψους διακοσίων σαράντα ενός ευρώ και είκοσι λεπτών (24 ώρες Χ 10,05 € το ωρομίσθιο = 241,20 €), στην οποία καταλόγισε εκατόν τριάντα τρία ευρώ και ογδόντα δύο λεπτά (133,82 €), που από την έγγραφη ανάλυση μισθοδοσίας του ενάγοντος για το ως άνω χρονικό διάστημα προέκυπτε ότι του είχε καταβάλει η εναγόμενη για «υπερωρίες». Όμως, από τις εγγραφές στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου, που αφορούν στο κρίσιμο χρονικό διάστημα, προκύπτει, αφενός, ότι επισκευαστικές εργασίες δεν εκτελέστηκαν το Σάββατο 12.5.2018 και, αφετέρου, ότι η έναρξη των εργασιών αυτών όλες τις υπόλοιπες ημέρες γινόταν καθημερινά στις 08:00 το πρωί. Από τις ίδιες εγγραφές προκύπτει ακόμα ότι οι ημερήσιες εργασίες περατώθηκαν στις 16:00, δηλαδή με την πάροδο του νόμιμου οκταώρου, στις 8, 9, 10, 14, 15 και 16.5.2018, ότι στις 13.5.2018, ημέρα Κυριακή ο ενάγων εκτέλεσε καθήκοντα φύλακα του πλοίου κατά το ίδιο οκτάωρο (08:00 – 16:00) και ότι οι επισκευαστικές εργασίες περατώθηκαν στις 17:00, δηλαδή εννέα [9] ώρες μετά ην έναρξή τους στις 18.5, 19.5 (ημέρα Σάββατο), 20.5 (ημέρα Κυριακή), 22, 23 και 24.5. Αντιθέτως, στις 17.5 (αργία) οι εργασίες διήρκεσαν από τις 08:00 έως τις 20:21, δηλαδή επί δωδεκάμισι [12,5] περίπου ώρες και στις 21.5.2018 (ημέρα Δευτέρα) επί δεκατρείς [13] ώρες (08:00 – 21:00), επειδή διενεργήθηκαν δοκιμαστικοί πλόες. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο ενάγων δικαιούται: α] για υπερωριακή εργασία δέκα [10] ωρών κατά τις ως άνω καθημερινές και Κυριακές το χρηματικό ποσό των ογδόντα τριών ευρώ και ογδόντα λεπτών (10 ώρες Χ 8,38 € το ωρομίσθιο = 83,80 €) και β] για υπερωριακή εργασία εικοσιμίας και μισής ωρών κατά το Σάββατο 19.5.2018 και την αργία της 17ης.5.2018 (9 ώρες + 12,5 ώρες = 21,5 ώρες) το χρηματικό ποσό των διακοσίων δεκαέξι ευρώ (21,5 ώρες Χ 10.05 € το ωρομίσθιο = 216 €) και συνολικά για την αιτία αυτή διακόσια ενενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα λεπτά (83,80 € + 216 € = 299,80 €), έναντι των οποίων έχει ήδη λάβει, όπως προαναφέρθηκε, εκατόν τριάντα τρία ευρώ και ογδόντα δύο λεπτά (133,82 €), με αποτέλεσμα να εξακολουθεί οφειλόμενο το ποσό της διαφοράς από εκατόν εξήντα πέντε ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτά (299,80 € – 133,82 € = 165,98 €), κατά τον εν μέρει βάσιμο λόγο της ένδικης αντέφεσης κατά το συναφές σκέλος του. Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών επισκευής και συντηρήσεώς του το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο ΗΗ με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2932/2001, δρομολογήθηκε ως ημερόπλοιο στην ακτοπλοϊκή γραμμή Πειραιάς – Σίφνος – Ίος – Θήρα με επιστροφή για το χρονικό διάστημα από 25.5.2018 έως 30.9.2018. Για την εκτέλεση του δρομολογίου του το πλοίο αναχωρούσε από το λιμένα του Πειραιώς στις 07:05 και προσέγγιζε διαδοχικά τη Σίφνο, όπου κατέπλεε στις 09:45 και από όπου αναχωρούσε στις 10:00 και την Ίο, όπου κατέπλεε στις 11:30 και από όπου αναχωρούσε στις 11:40, για να αφιχθεί στη Θήρα στις 12:35 και μετά από σαραντάλεπτη παραμονή στο λιμάνι της να αναχωρήσει στις 13:15 για το αντίστροφο δρομολόγιο της επιστροφής στον Πειραιά, πραγματοποιώντας αποεπιβιβάσεις επιβατών στους ίδιους ενδιάμεσους λιμένες, δηλαδή στην Ίο (άφιξη στις 14:05 και αναχώρηση στις 14:15) και στη Σίφνο (άφιξη στις 15:45 και αναχώρηση στις 15:55) και να καταπλεύσει στην αφετηρία του στις 18:45 της ίδιας πάντοτε ημέρας, δηλαδή μετά από κυκλικό ταξίδι διάρκειας ένδεκα [11] ωρών και πενήντα [50] λεπτών. Κατά το χρονικό διάστημα από 18.6.2018 έως 30.9.2018 το πλοίο εκτελούσε το παραπάνω δρομολόγιο σε καθημερινή βάση, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 25.5.2018 έως και 17.6.2018 δεν πραγματοποιούσε πλόες εκάστη Τρίτη και Τετάρτη. Ομοίως δρομολόγια δεν έγιναν στις 25, 26, 27, 29 και 30.9.2018, ενώ ανεκτέλεστο παρέμεινε και το δρομολόγιο της Κυριακής 27.5.2018. Κατά το χρονικό διάστημα από 25.6.2018 έως και 2.9.2018 κάθε Παρασκευή και Κυριακή το πλοίο επέκτεινε τους πλόες του και κατά τις νυκτερινές ώρες, αφού μετά την άφιξή του στον Πειραιά στις 18:45 εκτελούσε νέο δρομολόγιο προς Σύρο και Μύκονο με επιστροφή στην αφετηρία. Συγκεκριμένα, κάθε Παρασκευή απέπλεε από τον Πειραιά στις 19:30, προσέγγιζε στη Σύρο στις 22:25, όπου παρέμενε για δεκαπέντε [15] λεπτά της ώρας και κατέπλεε στη Μύκονο στις 23:20, από όπου αναχωρούσε αμέσως (στις 23:30) για να πλεύσει απευθείας στον Πειραιά, όπου έφθανε στις 02:40 του Σαββάτου, ενώ κάθε Κυριακή μετά την αναχώρησή του την ίδια ώρα από τον Πειραιά (19:30) προσέγγιζε πρώτα στη Μύκονο (άφιξη στις 22:45 και αναχώρηση στις 22:55) και μετά στη Σύρο (άφιξη στις 23:30), από όπου αναχωρούσε στις 23:40 και κατέπλεε απευθείας στον Πειραιά στις 02:40 της Δευτέρας. Για την πληρότητα της οργανικής σύνθεσης του κατώτερου προσωπικού καταστρώματος ήταν απαραίτητοι κατά το νόμο (ΠΔ 177/1974, ΦΕΚ Α 64/13.3.1974) ένας [1] ναύκληρος και πέντε [5] ναύτες, όμως από το ναυτολόγιο του πλοίου επιβεβαιώνεται ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι λόγω των αυξημένων λειτουργικών αναγκών του είχε ναυτολογήσει διπλάσιο αριθμό μελών του πληρώματος και, όσον αφορά το κατώτερο προσωπικό καταστρώματος, απασχολούσε δύο [2] ναύκληρους και ένδεκα [11] ναύτες. Ο ενόρκως υπέρ της εναγομένης βεβαιών μαρτυρεί ότι ο ένας [1] από τους ένδεκα [11] ναύτες εκτελούσε χρέη νυχτοφύλακα [και, επομένως, κατά νόμο δε μετείχε στις πρωινές εργασίες του πληρώματος καταστρώματος], ενώ οι υπόλοιποι δέκα [10] είχαν κατανεμηθεί σε δύο [2] ισάριθμες βάρδιες, τις εργασίες καθεμίας από τις οποίες διηύθυνε ο ένας [1] από τους δύο [2] ναύκληρους. Το ωράριο της πρώτης βάρδιας [πρωινής], κατά τον ίδιο μάρτυρα, άρχιζε από τον απόπλου και ολοκληρωνόταν στη Θήρα, οπότε αναλάμβανε καθήκοντα η απογευματινή βάρδια μέχρι τον Πειραιά, στα καθήκοντα δε αυτά περιλαμβανόταν μόνον η εκτέλεση υπηρεσίας στο γκαράζ του πλοίου για λόγους ασφάλειας του πλου, με την οποία ήταν επιφορτισμένοι όλοι οι ναύτες, οι οποίοι όμως εναλλάσσονταν στο έργο του επόπτη ασφαλείας – φύλακα ανά μία [1] ώρα ο καθένας. Την εναλλαγή αυτή επιβεβαιώνουν και οι μάρτυρες του ενάγοντος, οι οποίοι όμως αποσιωπούν την ύπαρξη των δύο [2] ομάδων. Το γεγονός αυτό, όμως, επιβεβαιώνεται από το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου, που αποτελεί πλέον αξιόπιστη βάση αντλήσεως συμπερασμάτων, δεδομένου ότι ως προς την ακρίβεια των εγγραφών του υπόκειται στη θεώρηση της λιμενικής αρχής (άρθρα 41, 49 ΚΙΝΔ και 46, 114 ΚΔΝΔ) και η μη ορθή τήρησή του επάγεται κυρώσεις (πειθαρχικές και ποινικές) για τον πλοίαρχο (Δ. Μυλωνόπουλος, Δημόσιο και Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 2012, σελ. 63 επομ.). Από το ημερολόγιο λοιπόν προκύπτει ότι καθ’ εκάστη και περί ώρα 12:30 περίπου, καθ’ ον χρόνο το πλοίο έχει καταπλεύσει στη Θήρα και πριν από την αναχώρησή του από εκεί, λαμβάνει χώρα «αλλαγή πληρώματος από Α σε Β» και μάλιστα ο πλοίαρχος παραδίδει ενυπογράφως τη διακυβέρνηση του πλοίου σε άλλον πλοίαρχο. Υπό τα δεδομένα αυτά και ενόψει του νομοθετικού καθορισμού των καθηκόντων και των υποχρεώσεων των μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος, όπως αυτά ανωτέρω περιγράφονται, το Δικαστήριο πείθεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από 25.5.2018 έως και 30.9.2018 και κατά το δρομολόγιο Πειραιάς – Θήρα με επιστροφή όλοι οι ναύτες, πλην του νυχτοφύλακα, αναλάμβαναν υπηρεσία στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο ΗΗ μία [1] ώρα πριν τον απόπλου από τον Πειραιά, δηλαδή στις 06:00 και συμμετείχαν στις εργασίες φορτώσεως των οχημάτων, έχμασης αυτών (η καταβολή της σχετικής πρόσθετης αμοιβής του ενάγοντος επιβεβαιώνεται από τις μισθοδοτικές του αποδείξεις), απόδεσης και απάρσεως μέχρι τουλάχιστον στις 07:30. Οι ίδιοι ναύτες συμμετείχαν όλοι στις εργασίες πρόσδεσης και απόδεσης του πλοίου στους ενδιάμεσους λιμένες και αποεπιβίβασης των οχημάτων, όπως και στις αντίστοιχες εργασίες στον Πειραιά κατά την ολοκλήρωση του δρομολογίου, οι οποίες διαρκούσαν επί μία [1] ώρα πριν και μετά την άφιξη σε κάθε ενδιάμεσο λιμένα και επί μιάμιση [1,5] ώρα στον Πειραιά (45΄ πριν την άφιξη και 45΄ μετά από αυτήν). Ο διαμερισμός των ναυτών σε βάρδιες, για τις οποίες κάνει λόγο ο ενόρκως υπέρ της εναγομένης βεβαιών, σχετίζεται μόνον με την εκτέλεση της υπηρεσίας στο γκαράζ του πλοίου κατά τη διάρκεια του πλου, στην οποία εναλλάσσονταν οι πέντε [5] ναύτες κάθε βάρδιας ανά μία [1] ώρα του πεντάωρου ταξιδιού προς τη Θήρα (πρωινή βάρδια] και του ισόχρονου ταξιδιού της επιστροφής από εκεί στον Πειραιά [απογευματινή βάρδια]. Η υπηρεσία αυτή συνίστατο στην υποχρεωτική παρουσία του ναύτη στο γκαράζ για την επιτήρηση του χώρου και την αντιμετώπιση οποιουδήποτε συμβάντος θα έθετε ενδεχομένως σε κίνδυνο την αξιοπλοΐα του πλοίου. Άλλες εργασίες στο κατάστρωμα, της ειδικότητας του ναύτη, δεν μπορούσαν κατά νόμο να εκτελεστούν εν πλω, ενώ και οι ανοικτοί χώροι καταστρώματος στο ίδιο πλοίο ήσαν περιορισμένοι. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο ενάγων εργαζόταν πράγματι καθ’ υπέρβαση του οκταώρου στο εν λόγω πλοίο, κατά την εκτέλεση του παραπάνω δρομολογίου, όμως, η διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησής του δεν υπερέβαινε τις εννέα [9] ώρες. Προς τούτο συνάδει και το γεγονός ότι η εναγόμενη, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του, του κατέβαλε σε μόνιμη βάση χρηματικό ποσό ύψους διακοσίων σαράντα επτά ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (247,72 €) για καθένα μήνα πλήρους απασχόλησης, με αιτιολογία «υπερωρίες», το οποίο αντιστοιχούσε σε υπερωριακή απασχόληση διάρκειας μίας [1] περίπου ώρας κατά τις καθημερινές και Κυριακές (247,72 € ÷ 8,38 € το ωρομίσθιο = 29,56 ώρες ÷ 26 ημέρες = 1,13 ώρες υπερωρίας ανά ημέρα). Το ποσό αυτό δεν αυξήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 25.6.2018 έως και 2.9.2018, μολονότι τότε το πλοίο εκτελούσε εβδομαδιαίως, πλην των ανωτέρω, δύο [2] ακόμα νυκτερινά δρομολόγια προς Σύρο – Μύκονο με επιστροφή. Όσον αφορά τα διπλά αυτά δρομολόγια της Παρασκευής και της Κυριακής ο ενόρκως υπέρ της εναγομένης βεβαιών καταθέτει ότι εκτελούνταν από την πρωινή βάρδια με τη συμμετοχή και του νυχτοφύλακα (ευλόγως, αφού κατά το χρόνο της υπηρεσίας που θα εκτελούσε εν όρμω το πλοίο ταξίδευε) και χωρίς την παρουσία στο πλοίο των μελών της απογευματινής βάρδιας, που μετά την ολοκλήρωση της υπηρεσίας τους είχαν αποβιβαστεί στον Πειραιά, για να επανέλθουν στο πλοίο το επόμενο πρωί. Ο ενάγων μετείχε στην απογευματινή βάρδια, όπως η εναγόμενη επικαλείται, χωρίς ο ισχυρισμός της αυτός να αντικρούεται πειστικά, αφού τόσο ο ενάγων όσο και οι υπέρ αυτού μαρτυρούντες αρνούνται ότι το σύστημα των δύο [2] βαρδιών τηρούταν πράγματι στο πλοίο, επικαλούμενοι ότι οι σχετικές εγγραφές στο ημερολόγιο γέφυρας ήταν εικονικές και μη ανταποκρινόμενες στην πραγματικότητα, ενδεχόμενο που δεν αποδέχεται το Δικαστήριο ως αληθές. Άλλωστε, για την εκτέλεση εκάστου βραδινού κυκλικού δρομολογίου, που διαρκούσε περίπου επτά [7] ώρες, αρκούσε η νόμιμη οργανική σύνθεση του πλοίου, που, όσον αφορά το κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος, αριθμούσε έναν [1] ναύκληρο και πέντε [5] ναύτες, συν το νυχτοφύλακα, που βρισκόταν μόνιμα στο γκαράζ του πλοίου για λόγους ασφαλείας του πλου, όπου, άλλωστε, θα περιπολούσε ακόμα και αν το πλοίο ναυλοχούσε. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο ενάγων δεν μετείχε σε κανένα από τα βραδινά δρομολόγια, με αποτέλεσμα να μη δικαιούται ούτε υπερωριακή αμοιβή ούτε πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές. Για την εξαγωγή του συμπεράσματος αυτού το Δικαστήριο συνεκτιμά ότι, όπως από τις αποδείξεις πληρωμής του αποδεικνύεται, ο ενάγων δεν έλαβε καμία αμοιβή ούτε για πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση ούτε για δρομολόγια εξπρές κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και, μολαταύτα, όχι μόνο δεν κατήγγειλε τη σύμβασή του επικαλούμενος βαριά παράβαση των έναντι αυτού καθηκόντων του πλοιάρχου, συνιστάμενη στη μη καταβολή των δεδουλευμένων του (άρθρο 74 ΚΙΝΔ) αλλά ούτε καν διαμαρτυρήθηκε οποτεδήποτε πριν την έγερση της ένδικης αγωγής του ούτε στο ναύκληρο και άμεσο προϊστάμενό του …………… ούτε στους υπέρ αυτού καταθέτοντες συναδέλφους του. Συνεκτιμά ακόμα το Δικαστήριο και το γεγονός ότι ο ενάγων επικαλείται, αφενός, υπερδεκαοκτάωρη, πλην απλήρωτη, εργασία του στο πλοίο κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, τη στιγμή που, κατά τα προαναφερθέντα, η εναγομένη του έχει καταβάλει κατά τις ναυτολογήσεις του στα πλοία της ποσά αμοιβής για υπερωρίες που δεν αποδεικνύει ότι πραγματοποίησε και, αφετέρου, μη χορήγηση καμίας διανυκτερεύσεως κατά την υπηρεσία του στο  Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο ΗΗ, μολονότι είναι προφανές ότι αυτό (πλην των ως άνω διπλών δρομολογίων) λειτουργούσε ως ημερόπλοιο και δεν υπήρχε κανένας λόγος η πλοιοκτησία του να επιβαρύνεται με το κόστος των κατ’ άρθρο 16 της ΣΣΝΕ αποζημιώσεων, τη στιγμή που το πλοίο διανυκτέρευε καθ’ εκάστη στο λιμένα του Πειραιώς (να σημειωθεί εδώ και ότι το σχετικό αγωγικό κονδύλιο έχει τελεσιδίκως απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, μετά την δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του παραδοχή του ενάγοντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι «εκ παραδρομής περιελήφθη στην αγωγή»). Συνεπώς, η εκκαλουμένη που έκρινε αντίθετα καθίσταται εξαφανιστέα ως προς τα αντίστοιχα κεφάλαιά της κατά παραδοχή του πρώτου και του τρίτου λόγου της ένδικης έφεσης κατά τα αντίστοιχα σκέλη τους. Μετά ταύτα και με δεδομένο ότι έχει εξοφληθεί για την οκτάωρη απασχόλησή του κατά τα Σάββατα και τις αργίες δια της πάγιας καταβολής χρηματικού ποσού τετρακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και δεκατριών λεπτών (455,13 €) ανά έκαστο μήνα πλήρους απασχόλησης του και κατά κλάσμα αυτού για κάθε μήνα απασχόλησης μικρότερης διάρκειας, κρίνεται ότι ο ενάγων για την παροχή υπερωριακής της εργασίας του δικαιούται: Α] για τις ενενήντα επτά [97] συνολικά ώρες της πέραν του οκταώρου εργασίας που παρείχε κατά τις ως άνω δεκαεπτά [17] Κυριακές και ογδόντα [80] καθημερινές ημέρες της χρονικής περιόδου από 25.5.2018 έως 28.9.2018 (17 + 80 ημέρες Χ 1 ώρα ημερησίως = 87 ώρες) το χρηματικό ποσόν των οκτακοσίων δώδεκα ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών (97 ώρες Χ 8.38 € το ωρομίσθιο = 812,86 €) και Β] για τις είκοσι [20] συνολικά ώρες της πέραν του οκταώρου απασχολήσεώς του κατά τα δεκαοκτώ [18] Σάββατα και τις δύο [2] αργίες (15.8.2018 και 14.9.2018) του ως άνω χρονικού διαστήματος [18 + 2 = 20 ημέρες Χ 1 ώρα ημερησίως = 20 ώρες] το χρηματικό ποσό των διακοσίων ενός ευρώ [20 ώρες Χ 10.05 το ωρομίσθιο = 201 €] και, εν συνόλω, χίλια δεκατρία ευρώ και ογδόντα έξι λεπτά (812,86 € + 201 € = 1013,86 €). Έναντι του ποσού αυτού η εναγομένη του έχει ήδη καταβάλει, όπως αποδεικνύεται από τα εκκαθαριστικά σημειώματα της μισθοδοσίας του και όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, χωρίς η κρίση της αυτή να αμφισβητείται, χίλια εξήντα ένα ευρώ και τριάντα έξι λεπτά (49,54 € + 247,22 € + 247,22 € + 247,22 € + 247,22 € + 8,54 € + 14,40 € = 1.061,36 €), με αποτέλεσμα η απαίτησή του να έχει εξοφληθεί, κατά το βάσιμο πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης κατά το συναφές σκέλος του. Τέλος, για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Χριστουγέννων του έτους 2018 ο ενάγων δικαιούται το χρηματικό ποσό των χιλίων επτακοσίων εξήντα επτά ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών [(2.441,37 € οι νόμιμες αποδοχές + 400,91 € ο μέσος όρος των καταβληθέντων κατά το χρονικό διάστημα από 8.5.2018 έως και 30.9.2018 για αμοιβή υπερωριακής εργασίας + 34,10 € ο μέσος όρος όσων εξακολουθούν οφειλόμενα για την ίδια αιτία κατά τα ανωτέρω {165,98 €/146 ημέρες Χ 30 ημέρες = 34,10 €} = 2.876,38 € Χ 2/25 = 230,11 € Χ 7,69 δεκαεννεαήμερα (146 ημέρες ναυτολόγησης ÷ 19) = 1.767,24 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητεί ο ενάγων, αποδεικνύεται άλλωστε από τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του, καταβάλει τετρακόσια σαράντα ένα ευρώ και ενενήντα ένα λεπτά (441,91 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των χιλίων τριακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (1.767,24 € – 441,91 € = 1.325,33 €). Η εκκαλουμένη, που για την ίδια αιτία επιδίκασε στον ενάγοντα υπέρτερο χρηματικό ποσό, ύψους δύο χιλιάδων τριών ευρώ και εννέα λεπτών (2.003,09 €), έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου της ένδικης έφεσης κατά το συναφές σκέλος του, απορριπτομένων των όσων αντίθετων προβάλλει ο ενάγων με το δεύτερο λόγο της αντεφέσεώς του. Έσφαλε, όμως, η εκκαλουμένη και ως προς την εφαρμογή του νόμου, όπως και η εκκαλούσα βασίμως υποστηρίζει στα πλαίσια του ίδιου λόγου της εφέσεώς της, επειδή επιδίκασε το ποσό που αντιστοιχούσε στη διαφορά του επίμαχου εορταστικού επιδόματος νομιμοτόκως από την επομένη της τελευταίας αποναυτολόγησης του ενάγοντος, δηλαδή από την 1η.10.2018, μολονότι η σχετική απαίτηση του ενάγοντος δεν είχε ακόμη καταστεί κατά νόμο ληξιπρόθεσμη (περί του ότι για την πληρωμή του επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων ως δήλη ημέρα καταβολής ορίζεται από το νόμο η 31η Δεκεμβρίου του έτους για το οποίο οφείλεται και, συνεπώς, η τοκοφορία του δεν άρχεται σε προγενέστερο χρονικό σημείο βλ. ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 265/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου τούτου στο διαδίκτυο, όπου και περαιτέρω παραπομπές).

IV. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 70, 71, 72, 75 εδαφ. δ και 76 του Ν. 3816/1958 «Περί κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 32/28.2.1958), όπως ίσχυσαν από της εισαγωγής του ΚΊΝΔ, προέκυπτε ότι στο ναυτικό του οποίου, χωρίς να βαρύνεται με υπαιτιότητα, η σύμβαση εργασίας καταγγέλλεται από τον πλοίαρχο, οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η παύση (οριστική ή προσωρινή) των δρομολογίων του πλοίου και εντεύθεν η ακινητοποίησή του συνιστούσε ανυπαίτιο για το ναυτικό λόγο καταγγελίας της σύμβασής του, εφόσον αυτή δεν είχε συμφωνηθεί κατά πλου ή για ορισμένο αριθμό ταξιδιών, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η παραπάνω αποζημίωση. Με τη διάταξη του άρθρου 174 § 3 του μεταγενέστερου Ν.Δ. 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), που αναφέρεται στην επιτρεπτή διακοπή [μεταξύ άλλων και] των τακτικών δρομολογίων του πλοίου, εκείνων δηλαδή που έχουν εγκριθεί με διοικητική πράξη για ορισμένη χρονική περίοδο, ορίστηκε ότι δεν δικαιούνται της κατά τα άρθρα 75 και 76 ΚΙΝΔ αποζημιώσεως οι ναυτικοί που απολύονται λόγω διακοπής των δρομολογίων αυτών, εφόσον ναυτολογηθούν στο ίδιο πλοίο ή δεν αποδεχθούν την προσφερόμενη από τον εργοδότη επαναναυτολόγησή τους υπό τους αυτούς όπως και προηγουμένως όρους εντός ορισμένης προθεσμίας από της απολύσεώς τους. Κατά την έννοιά της η διάταξη αφορά μόνο στις περιπτώσεις διακοπής των εγκεκριμένων δρομολογίων, δηλαδή της προσωρινής παύσης εκτελέσεώς τους μολονότι υφίσταται δυνατότητα επαναλήψεώς τους. Η δε νομοθετική αποστέρηση του δικαιώματος αποζημιώσεως θεμελιώθηκε στην αντίληψη ότι στις προβλεπόμενες από το άρθρο 173 ΚΔΝΔ περιπτώσεις διακοπής των τακτικών δρομολογίων και, συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις της ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου για χρονικό διάστημα μέχρι εξήντα [60] ημερών, δυνάμενο υπό τους νόμιμους όρους να παραταθεί επί τριάντα [30] ακόμη ημέρες, της ανάγκης αποκατάστασης ζημίας ή βλάβης και της συνδρομής εξαιρετικών αναγκών ή ανώτερης βίας ή άλλης σοβαρής αιτίας, όπως οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, η απόλυση του ναυτικού δεν πρέπει να αποδοθεί σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αφού η μεν υποβολή του πλοίου σε ετήσια επιθεώρηση αποτελεί νόμιμη υποχρέωσή του, οι δε λοιπές περιστάσεις που επιβάλλουν τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων του πλοίου δεν προκαλούνται από τον ίδιο ούτε ανάγονται στη σφαίρα ευθύνης του. Για το λόγο αυτό ορίστηκε ότι ο εργοδότης (πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής) ενέχεται σε αποζημίωση του απολυόμενου για τις αιτίες αυτές ναυτικού μόνον εφόσον δεν τον επαναπροσλάβει εντός σαράντα [40] ημερών από την απόλυσή του συνεπεία είτε της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του είτε της επελεύσεως των λοιπών γεγονότων, αν και μετά την πάροδο του προσωρινού κωλύματος ναυσιπλοΐας, το πλοίο δύναται να επαναλάβει τα δρομολόγιά του, σύμφωνα με την εγκριτική αυτών διοικητική πράξη. Αν η διάταξη αυτή δεν είχε θεσπιστεί, θα παραγόταν υποχρέωση του εργοδότη να αποζημιώσει τον απολυόμενο ναυτικό κατά το άρθρο 75 εδαφ. δ ΚΙΝΔ σε κάθε περίπτωση παύσης των δρομολογίων του πλοίου, εγκεκριμένων ή μη, οριστικής ή ακόμα και προσωρινής. Αντιθέτως, με την εν λόγω διάταξη του ΚΔΝΔ ο απολυόμενος ναυτικός αποκτά δικαίωμα αποζημιώσεως μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου από την απόλυσή του και με τη συνδρομή μιας αρνητικής προϋποθέσεως, της μη επαναπρόσληψής του μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας και, επιπλέον, εφόσον τα δρομολόγια που εκτελούσε πριν την απόλυσή του ήταν διοικητικώς εγκεκριμένα. Ειδικώς επί επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων οι ΣΣΝΕ που συνάπτονται για να καθορίσουν τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων τους περιλαμβάνουν παγίως, από το έτος 1993 τουλάχιστον, διάταξη (άρθρο 27) ορίζουσα ότι «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών». Ο όρος «διακοπή των πλόων», του οποίου γίνεται χρήση στη διάταξη αυτή, έχει την ίδια έννοια με τον όρο «διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων» του άρθρου 174 ΚΔΝΔ και σημαίνει την προσωρινή παύση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο λόγος της διακοπής τους που προβλέπεται στο άρθρο 173 ΚΔΝΔ, θα μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι του πέρατος ισχύος της εγκριτικής τους πράξης. Η ίδια διάταξη είναι ευμενέστερη τόσο για τους ναυτικούς, που δικαιούνται αποζημιώσεως αν δεν επαναπροσληφθούν σε πλοίο που συνεχίζει τους πλόες τους μετά τη διακοπή τους, ανεξαρτήτως αν η αιτία της διακοπής αυτής περιλαμβάνεται η όχι στην περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 173 ΚΔΝΔ, όσο και για τους εργοδότες, αφού παρατείνει το χρόνο υποχρεωτικής (και άνευ δικαιώματος αποζημιώσεως) αναμονής των ναυτικών για την επαναπρόσληψή τους στις εξήντα [60] ημέρες, λαμβάνοντας υπόψη την ισόχρονη ανοχή του νόμου για τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων στην, συνηθέστερη στην πράξη, περίπτωση της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του. Από την άποψη αυτή η ίδια διάταξη (του άρθρου 27 [και] της εδώ εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ) είναι πράγματι ειδική και ως νεότερη κατισχύει του ΚΔΝΔ (ΑΠ 887/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), υπό την έννοια ότι αν ο ναυτικός απολυθεί από την εργασία του σε επιβατηγό – ακτοπλοϊκό σκάφος λόγω διακοπής (και όχι ολοκλήρωσης) των πλόων αυτού για οποιοδήποτε λόγο η απόλυσή του θεωρείται «προσωρινή» και μόνον αν δεν επαναναυτολογηθεί μέσα σε προθεσμία εξήντα [60] ημερών από την προσωρινή αυτή απόλυση του, η ανυπαίτια και χωρίς τη θέλησή του λύση της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας θεωρείται «οριστική», χωρίς να ενδιαφέρει αν επαναπροσληφθεί ή όχι, με αποτέλεσμα να του οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών. Αντιθέτως, στο πεδίο εφαρμογής της η ίδια διάταξη δεν περιλαμβάνει τις περιπτώσεις ολοκληρώσεως των δρομολογίων του πλοίου λόγω εξαντλήσεως των χρονικών ορίων που έθεσε η διοικητική πράξη της εγκρίσεώς τους, αφού τότε η απόλυση του ναυτικού ουδέποτε μπορεί να θεωρηθεί προσωρινή, μιας και, ελλείψει νέας διοικητικής εγκρίσεως, δεν υφίσταται νόμιμη δυνατότητα επαναλήψεως των ιδίων δρομολογίων του πλοίου. Και τούτο ανεξαρτήτως της νομικής φύσης της λυόμενης ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου και ανεξαρτήτως της κατ’ άρθρο 75 εδαφ. δ ΚΙΝΔ ευθύνης του εργοδότη στην περίπτωση που αυτή έχει συναφθεί για αόριστο χρόνο, καθώς, πράγματι, το αν ο ναυτικός επαναπροσληφθεί ή όχι αποβαίνει για τη θεμελίωση δικαιώματος αποζημιώσεως κρίσιμο μόνον αν έχει ναυτολογηθεί για αόριστο χρόνο, αφού σε αντίθετη περίπτωση η ατομική σύμβαση λήγει αυτοδικαίως κατ’ άρθρο 70 ΚΙΝΔ (Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 148, σελ. 80, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 325).

Εν προκειμένω, ο ενάγων με την αγωγή του υποστήριξε ότι η επισυμβάσα στις 30.9.2018, τύποις κοινή συναινέσει, απόλυσή του στην πραγματικότητα οφείλεται στη διακοπή των δρομολογίων του πλοίου που διήρκεσε πέραν των εξήντα [60] ημερών, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν επαναναυτολογήθηκε σ’ αυτό και με την επίκληση της διατάξεως του άρθρου 27 της ως άνω ΣΣΝΕ ζήτησε να αποζημιωθεί λαμβάνοντας το ισάξιο των αποδοχών του είκοσι δύο [22] ημερών. Η απαίτησή του αυτή ήταν ουσιαστικά αβάσιμη, διότι, όπως προκύπτει από τη υπ’ αριθμ. 2251.1-1/84578/17/24.11.2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, όπως ενόψει των επισκευών του τροποποιήθηκε το Μάρτιο του 2018, το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο ΗΗ στις 30.9.2018 ολοκλήρωσε και δεν διέκοψε τα δρομολόγια που είχε διοικητικώς με αυτήν εγκριθεί να εκτελέσει μόνο μέχρι τότε (30.9.2018). Άλλωστε, από την ένορκη βεβαίωση του …….   επιβεβαιώνεται ότι το πλοίο μέχρι την 27η.2.2019 δεν είχε εκτελέσει οποιοδήποτε δρομολόγιο παραμένοντας αργό σε λιμένα. Δεν συνέτρεχε, επομένως, εν προκειμένω ένα στοιχείο του πραγματικού της διατάξεως της οποίας ζητήθηκε η εφαρμογή. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι ο ενάγων, που δεν διώκει εφαρμογή του άρθρου 75 εδαφ. δ ΚΙΝΔ, είχε αποδεχθεί όρο στην από 8.5.2018 ατομική σύμβαση εργασίας του, που όριζε ότι η λήξη της συμβάσεώς του θα επερχόταν με το «πέρας των εγκεκριμένων δρομολογίων» του πλοίου, το χρονικό σημείο του οποίου ήταν, άλλωστε, από την έναρξη της ναυτολόγησής του γνωστό. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας να σημειωθεί και ότι η ίδια ρήτρα περί της χρονικής διάρκειάς της είχε περιληφθεί και στην προηγούμενη σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο Α, πλην όμως η σύμβασή του εκείνη λύθηκε με κοινή συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου στις 6.10.2017, πριν δηλαδή επέλθει το πέρας των εγκεκριμένων δρομολογίων του, που είχε οριστεί για τις 30.10.2017, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 2251.1-1/64459/16/19.7.2016 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε αντίθετα και επιδίκασε στον ενάγοντα χρηματικό ποσό δύο χιλιάδων εννιακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και τριάντα λεπτών (2.918,30 €) για την αιτία αυτή έσφαλε και κατά το συγκεκριμένο κεφάλαιό της πρέπει να εξαφανιστεί, κατά παραδοχή ως βάσιμου του τέταρτου λόγου της ένδικης έφεσης.

V. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες έφεση και αντέφεση ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν ή ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα 1] οκτακόσια ογδόντα τέσσερα ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτά ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης κατά τα έτη 2017 και 2018 (718,60 € + 165,98 € = 884,58 €), 2] δύο χιλιάδες διακόσια δεκατέσσερα ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτά (2.214,85 €) ως διαφορές επιδομάτων δώρων εορτών των ετών 2017 και 2018 (889,52 + 1.325,33 € = 2.214,85 €), 3] χίλια πεντακόσια δεκαεννέα ευρώ και πενήντα επτά λεπτά (1.519,57 €) ως διαφορές πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές κατά το έτος 2017 και 4] εκατόν πέντε ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτά (105,28 €) ως διαφορές αποζημίωσης λόγω μη χορηγήσεως αδειών διανυκτέρευσης κατά το έτος 2017, όπως δέχθηκε ήδη τελεσιδίκως η εκκαλουμένη και, συνολικά, το χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (884,58 € + 2.214,85 € + 1.519,57 € + 105,28 € = 4.724,28 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσεως της τελευταίας συμβάσεως ναυτολόγησης του ενάγοντος (1.10.2018), που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα και μέχρι την πλήρη εξόφληση, εκτός από το χρηματικό ποσό των χιλίων τριακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (1.325,33 €), που αντιστοιχεί στο επίδομα δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2018 και είναι κατά τα προεκτεθέντα τοκοφόρο από 1.1.2019.

VΙ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την έφεση και την αντέφεση.

Δέχεται αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.

Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (4.724,28 €), με το νόμιμο τόκο από την 1η.10.2018 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, πλην κονδυλίου χιλίων τριακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (1.325,33 €), για το οποίο νόμιμος τόκος οφείλεται από 1ης.1.2019.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει σε πεντακόσια ευρώ (500 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Σεπτεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ