Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 446/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   446/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΗΔΗ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: α] …………..ενεργούσας για τον εαυτό της ατομικά και ως ασκούσα τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου της …………., β] ……….., εξ αδιαθέτου κληρονόμων του θανόντος μετά την άσκηση της εφέσεώς του – ενάγοντος και αρχικού εκκαλούντος – ………….., τους οποίους στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος τους Άννα Κοντοσέα και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «………..» (………..), ……………, η οποία στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο αρχικός εκκαλών ………. άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 16.12.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/21.12.2016 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2203/2017 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε αυτό κατά τόπο αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων – αρχικός εκκαλών με την από 6.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./28.12.2018 έφεση, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αρχικώς η 21η.5.2020 και στη συνέχεια, κατόπιν ματαιώσεως της συζητήσεώς της κατ’ αυτήν, συνεπεία της εφαρμογής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της Χώρας (από 13.3.2020 έως 31.5.2020) εξαιτίας του ιού COVID – 19, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η οποία ορίστηκε αυτεπαγγέλτως, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 74 § 2 του Ν. 4690/2020, δυνάμει της με αριθμό 52/12.6.2020 Πράξεως της Εφέτη Πειραιώς που ορίστηκε προς τούτο από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Η πληρεξούσια δικηγόρος του αρχικού εκκαλούντος παραστάθηκε στο ακροατήριο, γνωστοποίησε το θάνατό του, δήλωσε ότι τη δίκη επαναλαμβάνουν οι ανωτέρω αναφερόμενοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του και ανέπτυξε τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Στο άρθρο 74 § 2 του Ν. 4690/2020, που περιλαμβάνει διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων μετά την αναστολή της λειτουργίας τους κατά το χρονικό διάστημα από 13.3.2020 έως 31.5.2020, προς αντιμετώπιση του ιού COVID – 19, ορίζεται ότι «Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και με οποιαδήποτε διαδικασία ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής, δηλαδή μέχρι και τις 31.5.2020, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του δικαστή, ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο σε σύντομη κατά το δυνατόν δικάσιμο […]. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου και στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι σε περίπτωση κατά την οποία έφεση κατ’ αποφάσεως πολιτικού δικαστηρίου είχε προσδιοριστεί για να συζητηθεί σε δικάσιμο εντός του χρονικού διαστήματος από 13.3.2020 έως και 31.5.2020 και η συζήτησή της ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων εξαιτίας του ιού COVID-19, με πράξη του προέδρου ή του δικαστή του αντίστοιχου πολιτικού τμήματος εκάστου Εφετείου ορίζεται νέα σύντομη δικάσιμος, χωρίς όμως να απαιτείται να επιδοθεί κλήση από τον έναν διάδικο στον άλλο για τη συζήτηση της υπόθεσης, καθώς η εγγραφή της στο οικείο πινάκιο που γίνεται από τον γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (ΜονΕφΠειρ. 29/2021, 82/2021, πρώτη δημοσίευση αμφοτέρων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), εφόσον βέβαια ο απολιπόμενος κατά τη μετά τη ματαίωση προσδιορισθείσα οίκοθεν δικάσιμο διάδικος είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία η συζήτηση της εφέσεως ματαιώθηκε λόγω της αναστολής.

Εν προκειμένω, με την υπ’ αριθμ. 53/12.6.2020 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Μαρίας Κωττάκη, Εφέτη, σε συνδυασμό προς τη με αριθμό 37/14.5.2020 όμοια του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, νομότυπα εισήχθη ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, αυτεπαγγέλτως και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 § 2 του Ν. 4690/2020, η από 6.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./28.12.2018 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./17.12.2019 έφεση του ……….., η οποία δεν εκφωνήθηκε κατά την αρχικώς για τη συζήτησή της ορισθείσα δικάσιμο της 21ης.5.2020, εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID – 19. Όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη με αριθμό ………./28.2.2020 επιδοτήρια έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς ………….., αντίγραφο της ένδικης έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για την ημερομηνία της ματαιωθείσας συζητήσεως (21.5.2020) είχε επιδοθεί νομίμως στην πληρεξούσια δικηγόρο και αντίκλητο κατ’ άρθρο 143 § 1 ΚΠολΔ της εφεσίβλητης ………….., δικηγόρο Αθηνών, που την είχε εκπροσωπήσει κατά την τελευταία συζήτηση της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (ΑΠ 207/2020, ΑΠ 470/2019, ΑΠ 41/2018, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά την επαναπροσδιορισθείσα δικάσιμο η υπόθεση εκφωνήθηκε νομότυπα από τη σειρά του οικείου πινακίου, στο οποίο είχε εγγραφεί με πρωτοβουλία της Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, όμως η εφεσίβλητη νομίμως εκπροσωπούμενη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία με την επωνυμία «…………», το διακριτικό τίτλο «………..» και έδρα στα ……… της Κρήτης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Συνεπώς, εφόσον η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, η απολιπόμενη εφεσίβλητη πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση σα να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 § 4 εδαφ. α ΚΠολΔ).

ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286 περ. α, 287 §§ 1, 2 και 290 ΚΠολΔ, που κατ’ άρθρο 524 § 1 εδαφ. α του ιδίου Κώδικα εφαρμόζονται και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται αν, μετά την άσκηση της εφέσεως και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, αποβιώσει κάποιος διάδικος (ΜονΕφΑιγ. 14/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του διακοπτικού γεγονότος (του θανάτου) στην οποία δικαιούται να προβεί, με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωσή του στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξης, εκείνος που έχει το δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή εκείνος που μέχρι την επέλευση του θανάτου ήταν πληρεξούσιος του θανόντος. Η επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί μπορεί να γίνει εκούσια με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, ως τέτοιου, στην περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου, νοουμένου του καθολικού διαδόχου του (ΑΠ 102/2020, ΑΠ 194/2012, ΜονΕφΠατρ. 305/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. ………./18.11.2019 ληξιαρχική πράξη θανάτου της Ληξιάρχου του Δήμου Μυλοποτάμου της Δημοτικής Ενότητας Γεροποτάμου Ρεθύμνου Κρήτης προκύπτει ότι ο ως άνω εκκαλών, ………….., απεβίωσε στις 16.11.2019, δηλαδή μετά την άσκηση της ένδικης έφεσης, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 28.12.2018, κατέλειπε δε πλησιέστερους συγγενείς του και μοναδικούς εξ αδιαθέτου, όσον αφορά την κινητή περιουσία του και τις χρηματικές κατά τρίτων απαιτήσεις του, για την ικανοποίηση των οποίων διεξήχθη η δίκη στον πρώτο βαθμό,  κληρονόμους του τη σύζυγό του ……… και τα τέκνα ….. – ……. και ……….., που απέκτησε από το γάμο του με αυτήν, από τα οποία η πρώτη είναι ενήλικη, αφού γεννήθηκε στις 10.8.2000 και ο δεύτερος, που γεννήθηκε στις 29.9.2003, ανήλικος, νόμιμα εκπροσωπούμενος από την ως άνω μητέρα του ………… Επομένως, νομίμως, σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, οι ανωτέρω κληρονόμοι του αποβιώσαντος αρχικού διαδίκου, δια της νομίμως παρισταμένης και εκπροσωπούσας αυτούς πληρεξουσίου δικηγόρου τους Άννας Κοντοσέα, που είχε εκπροσωπήσει το θανόντα και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δήλωσαν στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως το θάνατο του καθολικού δικαιοπαρόχου τους και την εκούσια στο όνομά τους επανάληψη της βιαίως εκ του λόγου τούτου διακοπείσας δίκης, η οποία, συνεπώς, νομίμως και παραδεκτώς συνεχίζεται από αυτούς, των οποίων η ιδιότητα ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αρχικού εκκαλούντος αποδεικνύεται από α] το με αριθμό πρωτοκόλλου ………./20.11.2019 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών, που εκδόθηκε από την προϊσταμένη του Γραφείου Δημοτικής Κατάστασης και Ληξιαρχείου του Δήμου Μυλοποτάμου Ρεθύμνης Κρήτης, β] την από 20.11.2019 βεβαίωση οικογενειακής κατάστασης, που εκδόθηκε από τη Διεύθυνση Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης του Υπουργείου Εσωτερικών, γ] το με αριθμό πρωτοκόλλου ………/28.11.2019 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης γάμου μεταξύ του θανόντος εκκαλούντος και της ………., που εκδόθηκε από τη Ληξίαρχο του Δήμου Αγίου Δημητρίου Αττικής και το υπ’ αριθμ. ……./22.11.2019 πιστοποιητικό της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Ρεθύμνου περί μη λύσεως ή ακυρώσεως του γάμου αυτού, δ] το υπ’ αριθμ. ……../21.11.2019 πρακτικό δημοσίευσης ιδιόγραφης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Ρεθύμνης, δυνάμει του οποίου δημοσιεύθηκε η από 25.5.2019 ιδιόγραφη διαθήκη του …………, στην οποία ο διαθέτης περιέλαβε διανεμητικές της ακίνητης μόνον περιουσίας του διατάξεις, ε] το υπ’ αριθμ. …../3.2.2020 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Ρεθύμνης περί μη δημοσίευσης άλλης διαθήκης του, στ] το υπ’ αριθμ. …../21.2.2020 πιστοποιητικό του ιδίου Γραμματέα περί μη αποποίησης της κληρονομιάς και ζ] το υπ’ αριθμ. ………./20.2.2020 πιστοποιητικό του ιδίου Γραμματέα περί μη αμφισβητήσεως του κληρονομικού δικαιώματος των ήδη εκκαλούντων.

ΙΙΙ. Με την ένδικη έφεση πλήττεται η με αριθμό 2203/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) επί της από 16.12.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../21.12.2016 αγωγής του ήδη αποβιώσαντος – αρχικού εκκαλούντος, με την οποία κατήχθησαν σε δίκη περιουσιακές αξιώσεις του ενάγοντος (υπόλοιπο αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης, επίδομα ιματισμού, διαφορές εορταστικών επιδομάτων του έτους 2015 και πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές που πραγματοποιήθηκαν  εντός του επιδίκου χρονικού διαστήματος, ως και για αποζημίωση απολύσεως), συνολικού ύψους είκοσι μιας χιλιάδων εξακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (21.659,78 €), προερχόμενες από την ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας που συνήψε με την εναγομένη, οι οποίες γεννήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα ισχύος της συμβάσεως αυτής που διήρκεσε από την 19.12.2014, οπότε ο ενάγων ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίο ΒΚ, της πλοιοκτησίας της εναγομένης, μέχρι τις 13.11.2015, που απολύθηκε επειδή το πλοίο διέκοψε τα δρομολόγιά του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά παραδοχή σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, δέχθηκε ότι με έγκυρη ρήτρα που είχε περιληφθεί στην ως άνω εργασιακή σύμβαση οι διάδικοι είχαν παρεκτείνει την τοπική αρμοδιότητα και καταστήσει αποκλειστικά αρμόδια για την εκδίκαση της διαφοράς τους τα δικαστήρια της πόλης των Χανίων Κρήτης και για το λόγο αυτό με την εκκαλούμενη απόφασή του κηρύχθηκε αναρμόδιο κατά τόπον και παρέπεμψε την υπόθεση στο τοπικά αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων. Η κατά της αποφάσεως αυτής έφεση του ενάγοντος με την οποία μέμφεται την πρωτοβάθμια κρίση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, όσον αφορά αποκλειστικά την απόρριψη του πρωτοδίκως προταθέντος ισχυρισμού του περί ακυρότητας της ρήτρας παρεκτάσεως λόγω καταχρηστικότητας, αντιθέσεώς της στα χρηστά ήθη και καταπλεονεξίας, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 § 1 περ. α, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα του μοναδικού λόγου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

IV. Κατά τον ΚΠολΔ η τοπική αρμοδιότητα, δηλαδή το ποσοστό της καθ’ ύλην αρμοδιότητας που ασκεί καθένα συγκεκριμένο και γεωγραφικά εντοπισμένο δικαστήριο, συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση της πολιτικής δίκης, που πρέπει να συντρέχει προκειμένου το δικαστήριο να εξετάσει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής (ΑΠ 703/2005, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Από τη νομική της φύση συνάγεται, πρώτον, ότι το βάρος αποδείξεως της κατά τόπον αρμοδιότητας φέρει ο ενάγων και, δεύτερον, ότι η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτησή της δεν συνιστά ένσταση αλλά άρνηση της συγκεκριμένης διαδικαστικής προϋπόθεσης (ΕφΛαρ. 109/2002, Δικογραφία 2002/212 ΕφΠειρ. 818/1993, ΑρχΝ 1995/55, Γ. Νικολόπουλος, Η έννοια και η λειτουργία της ενστάσεως στο αστικό δικονομικό δίκαιο, 1987, σελ. 119, Ε. Τσαρούχη, σε Π. Κολοτούρου [επιμ.] Ενστάσεις κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2011, [4], αρ. 331, σελ. 200). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 22 επομ. και 42 – 44 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η τοπική αρμοδιότητα καθορίζεται από το νόμο, όμως, επί διαφορών με περιουσιακό αντικείμενο, είναι δυνατή η παρέκτασή της με συμφωνία των διαδίκων, δυνάμει της οποίας ένα τοπικά αναρμόδιο κατά το νόμο πρωτοβάθμιο δικαστήριο καθίσταται αρμόδιο, η οποία, όταν πρόκειται για μελλοντικές διαφορές, είναι έγκυρη εφόσον καταρτίζεται εγγράφως, αναφέρεται σε συγκεκριμένη έννομη σχέση από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές αυτές και προσδιορίζει το ή τα δικαστήρια που καθίστανται αρμόδια (ΜονΕφΘεσ. 305/2016, Αρμ. 2018/967, ΜονΕφΘεσ. 1823/2014, Αρμ. 2019/359). Η έγκυρη συμφωνία παρεκτάσεως, ως έκφραση της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης (ΟλΑΠ 4/1992, Δνη 1992/749 = ΔΕΝ 1992/864 = ΕΕΔ 1993/275 = ΕΝαυτΔ 1992/193 = ΝοΒ 1992/707), παράγει δικονομική δέσμευση και, αν δεν περιέχει αντίθετη πρόβλεψη, δημιουργεί αποκλειστική αρμοδιότητα, η οποία υπερισχύει της νόμιμης γενικής δωσιδικίας του εναγομένου αλλά και των συντρεχουσών ειδικών δωσιδικιών, με αποτέλεσμα ο ενάγων να στερείται του κατά το άρθρο 41 ΚΠολΔ δικαιώματος επιλογής, σε περίπτωση δε που εισαγάγει τη διαφορά προς εκδίκαση στο δικαστήριο που θα ήταν αρμόδιο αν δεν υπήρχε η συμφωνία παρεκτάσεως, αποκρούεται με την επίκληση της σχετικής ρήτρας. Το δικαίωμα του εναγομένου στην προβολή της αναρμοδιότητας, που θεμελιώνεται σε έγκυρη δικονομική συμφωνία, είναι δικονομικής φύσεως (ΜονΕφΠειρ. 480/2020, ΜονΕφΑθ. 106/2018, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και για το λόγο αυτό δεν υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, στον οποίον εμπίπτει η άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 948/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1542/2014, ΧρΙΔ 2015/205, ΑΠ 1697/2013, ΧρΙΔ 2014/371, ΑΠ 1288/1994, ΕΕΔ 1996/41, ΑΠ 37/1989, Δνη 1990/798 = ΕΕΝ 1989/932 = ΕΕΔ 1990/29, ΤριμΕφΠειρ. 640/2018, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα αυτού του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, Α. Βαθρακοκοίλης, σε Π. Κατσιρούμπα [επιμ.] Ενστάσεις στην Πολιτική Δίκη, 2018, [4], αρ. 7, σελ. 119) ούτε ελέγχεται με βάση τα παραγγέλματα του άρθρου 116 ΚΠολΔ, το οποίο επιβάλλει μεν την καλόπιστη και σύμφωνα με τα χρηστά ήθη διεξαγωγή της δίκης, χωρίς όμως να οδηγεί σε απαράδεκτο ή ακυρότητα της κατ’ αντίθεση προς αυτά επιχειρούμενης διαδικαστικής πράξεως αλλά, ενδεχομένως, σε επιβολή ποινής τάξεως στο διάδικο ή στον πληρεξούσιο δικηγόρο του, σύμφωνα με το άρθρο 205 ΚΠολΔ είτε ακόμη και σε επιδίκαση αποζημιώσεως (ΑΠ 563/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1595/2014, ΕΕμπΔ 2015/101 = ΕπισκΕΔ 2014/358, ΑΠ 639/2012, Δνη 2013/1345, ΑΠ 1414/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 72/2018, αδημ., προσκομιζόμενη). Ο δικονομικός όμως χαρακτήρας της ως άνω συμφωνίας δεν αποκλείει την εφαρμογή σε ορισμένη έκταση διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου, που αναφέρονται στην υπόσταση και την εγκυρότητα της ρήτρας παρεκτάσεως (ΑΠ 423/2018, ΧρΙΔ 2019/204), που συνήθως περιλαμβάνεται στο κείμενο συμβάσεως του ουσιαστικού δικαίου. Έτσι, για να απαλλαγεί ο ενάγων από τη δικονομική δέσμευσή του να απευθύνει την αγωγή στο επιλεγέν με τη ρήτρα παρεκτάσεως δικαστήριο δύναται μόνο να προσβάλει είτε καθ’ υποφοράν με την αγωγή του είτε με την προσθήκη στις προτάσεις του, αμυνόμενος κατά του περί αναρμοδιότητας του δικάζοντος δικαστηρίου ισχυρισμού του εναγομένου, που επικαλείται τη συμφωνία παρεκτάσεως, το κύρος της ρήτρας αυτής επικαλούμενος ακυρωσία ή ακυρότητά της και ειδικότερα είτε ελάττωμα της βουλήσεώς του κατά τα άρθρα 140 επομ., 146 και 150 ΑΚ (ΕφΑθ. 4262/1990, Δνη 1991/576, Β. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση [κατ’ άρθρο], τόμος Α, 1996, άρθρο 43, αρ. 7, σελ. 293) είτε εικονικότητά της κατά το άρθρο 139 του ιδίου Κώδικα (Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [- Νίκας], Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, 2000, άρθρο 42, αρ. 6, σελ. 100) είτε αντίθεσή της στα χρηστά ήθη κατά τα άρθρα 178 και 179 ΑΚ, η οποία (ανηθικότητα) καταφάσκεται ιδίως όταν δεσμεύεται υπέρμετρα η ελευθερία του προσώπου, όπως μπορεί να συμβεί και κατά τη συνομολόγηση της παρεκτάσεως της τοπικής αρμοδιότητας (ΑΠ 1158/2000, Δνη 2001/1292 = ΔΕΝ 2001/22 = ΕΕΔ 2002/416, ΑΠ 884/1994, Δνη 1996/605 = ΕΕμπΔ 1995/669, ΕφΠατρ. 216/1995, Δνη 1996/1615) με ειδική ρήτρα που μπορεί να περιληφθεί και σε ατομική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η οποία μάλιστα θεωρείται καταρχήν έγκυρη, έστω και αν το επιλεγόμενο δικαστήριο δεν έχει κάποιο σύνδεσμο με τους συμβαλλόμενους ή με το αντικείμενο της διαφοράς (ΜονΕφΘεσ. 1408/2019, Αρμ. 2020/1168). Πάντως, για να κριθεί βάσιμος ο ισχυρισμός αυτός του διαδίκου που ενάγει για την ικανοποίηση αξιώσεων του από σύμβαση εργασίας, του οποίου η ευδοκίμηση (και η παραδοχή της ακυρότητας της συμφωνίας παρεκτάσεως) θα έχει ως συνέπεια τον καθορισμό της αρμοδιότητας βάσει των γενικών περί δωσιδικιών διατάξεων του ΚΠολΔ (ΜονΕφΘεσ. 1170/2020, Αρμ. 2021/423, ΕφΑθ. 2779/1984, Δ 1984/709, ΕφΑθ. 2012/1980, ΝοΒ 1980/1211), πρέπει να διαπιστωθεί όχι μόνον ότι η συνομολόγηση της ρήτρας παρεκτάσεως δεν ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης διαπραγμάτευσης των μερών αλλά και ότι ο ίδιος κατέστη, ως το ασθενέστερο από τα συμβαλλόμενα μέρη, αντικείμενο εκμεταλλεύσεως λόγω της απειρίας του ή της ανάγκης του για εργασία και υποχρεώθηκε, κατά την άσκηση των δικαιωμάτων του που απορρέουν από την εργασιακή του σύμβαση, να υποβληθεί σε δικαστικό αγώνα κάτω από ιδιαίτερα δυσμενείς γι’ αυτόν συνθήκες είτε λόγω αδυναμίας εξεύρεσης του κατάλληλου νομικού παραστάτη, για να τον εκπροσωπήσει ενώπιον του κατά παρέκταση αρμόδιου δικαστηρίου είτε εξαιτίας της ανάγκης υποβολής του σε αυξημένες δαπάνες, συνεπεία της αποστάσεως του δικαστηρίου από τον τόπο της κατοικίας ή της εργασίας του είτε εξαιτίας της ύπαρξης διαδικαστικών ή άλλων εμποδίων ή μειονεκτημάτων, όπως η αδυναμία εξευρέσεως μαρτύρων (ΑΠ 977/1985, ΝοΒ 1986/845, ΜονΕφΘεσ. 1170/2020, ο.π., ΕφΠειρ. 280/1995, ΕΝαυτΔ 1996/200, ΕφΠειρ. 804/1994, ΑρχΝ 1995/322, ΕφΑθ. 6716/1991, Δνη 1993/1630, ΕφΑθ. 2056/1987, Δνη 1987/1469, ΕφΑθ. 78/1985, ΕΕΔ 1986/365). Πάντως, μόνη η δυσχέρανση του ενάγοντος στη δικαστική επιδίωξη των αξιώσεών του δια της απλής οικονομικής επιβάρυνσής του δεν καθιστά τη ρήτρα παρεκτάσεως ούτε ανήθικη ούτε καταπλεονεκτική, καθώς τούτο συμβαίνει μόνον όταν η συνομολόγησή της, χωρίς να ανταποκρίνεται στα εύλογα συμφέροντα του εναγομένου, συνεπάγεται αποτελέσματα που δημιουργούν ουσιώδη και υπερβολική ανισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών σε βάρος του ενάγοντος, κατά τρόπον ώστε αυτός να μην αποτολμά καν να προβεί σε οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια και, συνακόλουθα, να αποστερείται των νόμιμων δικαιωμάτων του (ΑΠ 423/2018, ο.π., ΑΠ 977/1985, ο.π., ΜονΕφΘεσ. 283/2020, Αρμ. 2021/422, ΜονΕφΑθ. 140/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η κατάφαση του κύρους της ρήτρας παρεκτάσεως οδηγεί το δικάζον δικαστήριο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 40 ΚΠολΔ, στην κήρυξη της τοπικής αναρμοδιότητάς του και στον προσδιορισμό ως αρμόδιου του επιλεγέντος δικαστηρίου, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση με οριστική του απόφαση.

V. Στην περίπτωση που κρίνεται, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της πρωτοβάθμιας δίκης προκύπτει ότι η εναγομένη ναυτιλιακή εταιρεία, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του, πρότεινε ισχυρισμό περί ελλείψεως της κατά τόπο αρμοδιότητάς του, που αναπτύχθηκε συνοπτικώς προφορικά με αναφορά στις προτάσεις της, επικαλούμενη όρο της από 22.12.2014 ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, από την οποία απέρρεαν οι ένδικες αξιώσεις του. Πράγματι, στη σύμβαση αυτή, όπως και στην προγενέστερη από 21.2.2014 όμοια, είχε περιληφθεί ρήτρα που όριζε ότι «Κατά ρητή συμφωνία των μερών, η παρούσα σύμβαση και οι εκ της υπηρεσίας του ναυτικού στο Πλοίο ή εξ αφορμής αυτής πάσης φύσεως διαφορές θα διέπονται αποκλειστικά από το Ελληνικό Δίκαιο και υπάγονται αποκλειστικά στα καθ’ ύλην αρμόδια Δικαστήρια της πόλεως των Χανίων – Ελλάδα, αποκλειόμενης σε κάθε περίπτωση της εφαρμογής οποιουδήποτε αλλοδαπού Δικαίου και την αρμοδιότητα οποιωνδήποτε αλλοδαπών Δικαστηρίων». Κατ’ ουσίαν με τη ρήτρα αυτή καθίσταται αποκλειστική η δωσιδικία της ενάγουσας στα δικαστήρια του τόπου της καταστατικής έδρας της, όσον αφορά τις διαφορές από την επιχειρηματική της δραστηριότητα ως πλοιοκτήτριας έναντι των απασχολούμενων από αυτήν ναυτικών, που άλλως θα μπορούσαν να την εναγάγουν (αν δεν επέλεγαν τα δικαστήρια των Χανίων κατ’ άρθρο 25 § 2 ΚΠολΔ) και στα δικαστήρια του τόπου καταρτίσεως εκάστης σύμβασης ναυτικής εργασίας (κατ’ άρθρο 33 ΚΠολΔ) ή στα δικαστήρια του Πειραιώς που με βάση ειδική νομοθεσία διατηρούν συντρέχουσα αρμοδιότητα για την εκδίκαση ναυτεργατικών υποθέσεων. Πρωτοδίκως, ο ενάγων δεν αμφισβήτησε τη συνομολόγηση της ρήτρας αυτής, που φέρει άλλωστε την υπογραφή του ούτε το κύρος της από την άποψη του τύπου και του αναγκαίου περιεχομένου της, αμυνόμενος, όμως, κατά του ισχυρισμού αυτού με την προσθήκη στις προτάσεις του υποστήριξε ότι η επίμαχη συμφωνία παρεκτάσεως θα έπρεπε να θεωρηθεί άκυρη κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 ΚΠολΔ και 178 – 179 ΑΚ, επειδή, αντιστοίχως, πρώτον, από την εκτιθέμενη συμπεριφορά της αντιδίκου του ευλόγως σχημάτισε την πεποίθηση ότι ο περί αναρμοδιότητας ισχυρισμός δεν θα προταθεί, δεύτερον, ο καθορισμός δικαστηρίων άλλων εκτός του Πειραιώς αποσκοπούσε στην παρέλκυση της δίκης και, τρίτον, η συγκεκριμένη ρήτρα παρεκτάσεως δεν υπήρξε αντικείμενο ελεύθερης διαπραγμάτευσης αλλά τέθηκε με αποκλειστικό σκοπό να δυσχεράνει τη θέση του, ώστε να μην κατορθώσει εν τέλει να τύχει δικαστικής προστασίας. Οι ισχυρισμοί αυτοί, που επαναφέρονται και στα πλαίσια της έκκλητης δίκης, είναι αβάσιμοι, οι μεν δύο [2] πρώτοι κατά το νόμο και ο τρίτος κατ’ ουσίαν. Πράγματι, όπως ήδη ανωτέρω εκτέθηκε, η επίκληση της επίμαχης δικονομικής ρήτρας δεν υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ και, επομένως, η παράλειψη της εναγομένης να κάνει χρήση της ίδιας ρήτρας κατά τη συζήτηση αγωγών άλλων ναυτικών που στράφηκαν εναντίον της, όπως ο ενάγων υποστήριξε, δε μπορεί, ακόμα και αν υπήρξε, να αδρανοποιήσει ή να καταργήσει το δικαίωμά της να ζητήσει την παραπομπή της υπόθεσης στο συμβατικά καθορισμένο ως αρμόδιο Δικαστήριο ειδικά στην επίδικη αγωγή. Εξάλλου, η πρόταση της τοπικής αναρμοδιότητας εν προκειμένω, ακόμα και αν μπορούσε να θεωρηθεί ως αντιδικονομική συμπεριφορά, δε θα μπορούσε να επιφέρει την ακυρότητα της προβολής εκ μέρους της εναγομένης του σχετικού ισχυρισμού ως διαδικαστικής πράξης και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η κατάθεση αγωγής ενώπιον αναρμόδιου δικαστηρίου, του οποίου έχει συμβατικά παρεκταθεί η τοπική αρμοδιότητα, συνιστά εξίσου παρελκυστική της δίκης ενέργεια όσο και η προβολή αναληθούς ισχυρισμού περί παρεκτάσεως. Τέλος, από το ίδιο το περιεχόμενο της επίμαχης ρήτρας προκύπτει ότι αυτή υπήρξε αντικείμενο ιδιαίτερης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων και δεν επιβλήθηκε μονομερώς στον ενάγοντα, χωρίς το συμπέρασμα τούτο να αναιρείται επειδή περιελήφθη σε συμβατικό κείμενο τους όρους του οποίου είχε προδιατυπώσει η εναγόμενη εργοδότρια. Ακόμα, όμως και αν ήθελε υποτεθεί το αντίθετο, η ίδια ρήτρα δεν παρήγαγε σημαντική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων σε βάρος μάλιστα του συγκεκριμένου ενάγοντος. Πράγματι, ο καθορισμός ως αρμόδιου ενός δικαστηρίου της Κρήτης για την άσκηση των συμβατικών αξιώσεων εργαζομένου που έχει τη μόνιμη κατοικία του σε όμορο νομό της ιδίας Νήσου κατ’ αποκλεισμό των Δικαστηρίων του Πειραιώς, όπου άλλως θα δωσιδικούσε η εναγόμενη λόγω της συντρέχουσας αρμοδιότητας που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, συνεπάγεται μάλλον εξοικονόμηση δαπανών κατά τη δικαστική τους επιδίωξη, παρά αύξησή τους, αφού δεν απαιτεί τη μετάβαση του ενάγοντος και την προετοιμασία του δικαστικού αγώνα σε τόπο εκτός της νησιωτικής περιφέρειας του τόπου της κατοικίας του. Ο καθορισμός άλλωστε ως αρμοδίου του δικαστηρίου τόσο της έδρας της εναγομένης όσο και της κατοικίας του ενάγοντος, όπως εν προκειμένω, είναι εύλογος, αφού συμβάλλει στη συγκέντρωση των υποθέσεων του εργοδότη στον ίδιο τόπο όπου βρίσκεται το κέντρο των βιοτικών συμφερόντων και του αντιδίκου του, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να θεωρηθεί ούτε καταπλεονεκτικός ούτε αναιρετικός της δυνατότητας άσκησης των δικονομικών δικαιωμάτων του τελευταίου. Άλλωστε, αντίθετα προς όσα αβάσιμα ο ενάγων υποστήριξε, δυσχέρανση δεν προκαλείται ούτε από την επικαλούμενη αδυναμία εξετάσεως μαρτύρων για την απόδειξη της αγωγής του στο Δικαστήριο των Χανίων ή εξευρέσεως κατάλληλου και εξειδικευμένου νομικού παραστάτη και τούτο ενόψει της νόμιμης δυνατότητας, αφενός, αποδεικτικής προσκομιδής στο δικαστήριο ενόρκων βεβαιώσεων συντασσομένων ενώπιον συμβολαιογράφου ή ειρηνοδίκη του τόπου της κατοικίας του μάρτυρα (άρθρα 421 – 424 ΚΠολΔ) και, αφετέρου, παραστάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου των Χανίων δικηγόρων διορισμένων σε οποιοδήποτε άλλο πρωτοδικείο της Χώρας (άρθρο 28 § 1 Ν. 4194/2013). Αλλά ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι ο ενάγων θα επιβαρυνόταν με τα έξοδα μετακίνησης των δικηγόρων και των μαρτύρων του στην Κρήτη (αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ως διαδίκου δεν απαιτείται), η επιβάρυνση αυτή κατ’ ουδένα τρόπο αναιρεί το δικαίωμά του πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, αφού είναι αμελητέα, σύμφυτη με τις συμφωνίες παρεκτάσεως αυτού του είδους και τη λειτουργία τους και δυνάμενη να αποκατασταθεί μέσω του μηχανισμού αποδόσεως των δικαστικών εξόδων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατά παραδοχή της ένστασης της κατά τόπο αναρμοδιότητάς του, λόγω αποκλειστικής αρμοδιότητας των Δικαστηρίων των Χανίων, συνεπεία ρητής συμφωνίας παρέκτασης, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο κατά τόπο και παρέπεμψε την υπόθεση για εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων, ως αποκλειστικά αρμόδιο, δεν έσφαλε κατά τη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε στην εκτίμηση των αποδείξεων και ο τα αντίθετα υποστηρίζων μοναδικός λόγος της ένδικης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

VΙ. Κατ’ ακολουθίαν και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης, αφού αυτή λόγω της ερημοδικίας της δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα ούτε υποβλήθηκε σε δικαστικά δαπανήματα. Για τον ίδιο λόγο, όμως, πρέπει να οριστεί παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως κατά της αποφάσεως αυτής ανακοπής ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, ανεξαρτήτως της υπάρξεως ή μη εννόμου συμφέροντος της εφεσίβλητης για την άσκησή της, καθόσον η συνδρομή του θα κριθεί κατά την εκδίκαση της ανακοπής που ενδεχομένως ασκήσει με βάση τους λόγους και τους ισχυρισμούς που θα προβάλει (ΟλΑΠ 15/2001, Δνη 2002/71 = ΝοΒ  2002/678 = Δ 2002/510).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας ερήμην της εφεσίβλητης

Ορίζει το παράβολο της ανακοπής ερημοδικίας στο χρηματικό ποσό των διακοσίων ενενήντα ευρώ (290 €).

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Σεπτεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

         Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ