Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 457/2021

Αριθμός     457/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ, Μυρσίνη Δεληγιαννίδου.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  ………..η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Γεώργιο Ανδρούτσο.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατέθεσαν α) η εφεσίβλητη την από 17.4.2018 (ΓΑΚ.ΕΑΚ ………/2018) αίτησή της και β) το εκκαλούν την από 29.5.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2018) κύρια παρέμβαση. Επί των ως άνω αίτησης και κυρίας παρέμβασης, εκδόθηκε εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1099/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου      το ήδη εκκαλούν  με την από  3.5.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2019) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εκκαλούντος καθώς και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση, με αριθμ.κατάθ. ………./2019 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1099/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και έκανε δεκτή την με αριθμ. κατάθ. ………./2018 αίτηση περί διόρθωσης ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής και απέρριψε την ασκηθείσα από το Ελληνικό Δημόσιο και ήδη, εκκαλούν, με αριθμ. κατάθ. …………/2018 κύρια παρέμβαση, ασκήθηκε παραδεκτά, νόμιμα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 2) χωρίς καταβολή παραβόλου έφεσης, κατ’άρθρ.495 παρ.3 ΚΠολΔ, λόγω της εκ του νόμου απαλλαγής του εκκαλούντος, δεδομένου ότι το Δημόσιο, κατά το άρθρο 19  §  1 του Κωδ. Δ/τος της 26-6/10.7.1944 σε συνδυασμό με άρθρο 36 ΠΔ 28/1931 (ΦΕΚ α’ 239/1931) απαλλάσσεται της προκαταβολής των τελών της δίκης, μεταξύ των οποίων και το εν λόγω παράβολο (βλ. Μιχάλης και Άντα Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α΄, έκδοση 2018, άρθρο 495, αρ. 19, σελ. 849765). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Με την πρωτοδίκως κριθείσα αίτησή της, η αιτούσα, …………, ζήτησε να διορθωθεί η ανακριβής πρώτη κτηματολογική εγγραφή «αγνώστου ιδιοκτήτη» του πλήρως περιγραφόμενου κατά θέση, έκταση και όρια ακινήτου, επειδή παρέλειψε να δηλώσει στο κτηματολόγιο το νομίμως αποκτηθέν δια παραγώγου τρόπου εμπράγματο δικαίωμά της σ’ αυτό, όπως λεπτομερώς εξέθεσε. Το εκκαλούν, Ελληνικό Δημόσιο άσκησε κύρια παρέμβαση και ζήτησε να απορριφθεί η αίτηση και να διορθωθεί η ως άνω ανακριβής πρώτη κτηματολογική εγγραφή, επειδή το ίδιο είναι κύριος του επίδικου ακινήτου, γιατί, όπως υποστηρίζει, το ακίνητο βρίσκεται σε οικόπεδο που βρίσκεται εντός Δημοσίου Κτήματος και ευρύτερης έκτασης, καταγεγραμμένης ως ανέκαθεν δημόσιο κτήμα, γνωστό με το όνομα «……….» ή «….», η οποία περιλαμβάνει τις γαίες, που κείνται στη θέση «……..», «….», «……….», «………» και «………» και ότι απέκτησε την κυριότητα της έκτασης αυτής, α)δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης και των σχετικών πρωτοκόλλων του Λονδίνου, δικαιώματι πολέμου, επικουρικά, β)δυνάμει της ανωτέρω Συνθήκης, ως έκταση ανήκουσα προ της Επανάστασης, σε Οθωμανούς υπηκόους, οι οποίοι τα εγκατέλειψαν και δεν καταλήφθηκαν από τρίτους, γ)ως αδέσποτο κτήμα, δυνάμει του άρθρου 16 του από Ιουνίου 1837 νόμου περί διάκρισης κτημάτων, του άρθρου 2 παρ.1 Α.Ν.1539/38 και 972ΑΚ, δ) λόγω τακτικής, άλλως έκτακτης χρησικτησίας, ασκώντας τις αναφερόμενες πράξεις νομής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 1099/2019 απόφασή του, έκανε  δεκτή την αίτηση και διόρθωσε την κτηματολογική εγγραφή, ενώ απέρριψε την παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου. Εναντίον αυτής της απόφασης παραπονείται το εκκαλούν για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όσον αφορά το κεφάλαιο αυτής που απέρριψε την παρέμβασή του και για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, όσον αφορά το κεφάλαιο αυτής, που έκανε  δεκτή την αίτηση. Ζητά την εξαφάνιση της απόφασης, την κατ’ ουσίαν παραδοχή της παρέμβασής του και την απόρριψη της αίτησης.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχεται στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και από όλα τα έγγραφα, τα οποία νομίμως προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Επίδικο ακίνητο είναι το ευρισκόμενο επί της οδού …………., στο Κερατσίνι, γεωτεμάχιο, έκτασης 114τ.μ., που καταχωρήθηκε στο κτηματολογικό γραφείο Πειραιά με ΚΑΕΚ ………….. Με βάση το με αριθμ. ……../11.8.1972 προικοσύμφωνο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς σε τόμο ……. και με α.α. ……., ο ……………, διατηρώντας υπέρ του ιδίου και της συζύγου του, …………, εφ’ όρου ζωής την επικαρπία, συνέστησε υπέρ της κόρης του, αιτούσας και ήδη, εφεσίβλητης, …………, προίκα, σύμφωνα με τα άρθρα 1412 παρ.2 και 1414 του ΑΚ, οπότε και παραχώρησε κατά τη μέλλουσα διοίκηση και επικαρπία στον γαμπρό του, ……….., κατά, δε, τη ψιλή κυριότητα στην κόρη του το επίδικο ακίνητο. Το τελευταίο περιγράφεται στο συμβόλαιο ως μία ισόγεια οικία, συγκείμενη από τρία δωμάτια, επί οικοπέδου έκτασης 116 τ.μ., κείμενη στη θέση «……….» της περιφέρειας του Δήμου Κερατσινίου, εντός του σχεδίου πόλης, εμφαινομένου του οικοπέδου υπό τον αριθμό 13 στο από 6 Ιουλίου του 1962 σχεδιάγραμμα του μηχανικού …………, προσαρτημένου στο με αριθμό ………/1962 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς … ., συνορευόμενο ανατολικά με οικόπεδο με αριθμό 12, δυτικά με το με αριθμό 14, νότια με τα με αριθμούς 2 και 3 οικόπεδα, άπαντα ιδιοκτησίας ……… και βόρεια με οδό …….. Ο ίδιος είχε αποκτήσει κατά κυριότητα το επίδικο, δυνάμει του με αριθμό ……../22.5.1965 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………., με αγορά από την …………, το οποίο μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πειραιά σε τόμο …….. και με α.α……., σε συνδυασμό με την νόμιμα μεταγραφείσα, με αριθμό ……./1966 πράξη εξόφλησης υπολοίπου τιμήματος του ιδίου συμβολαιογράφου, στη, δε, …….. το οικόπεδο είχε περιέλθει σε ευρύτερη έκταση με το με αριθμό ………/1929 διανεμητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά, …………, νομίμως μεταγραφέντος σε τόμο ……… και με α.α. ……….. Εν συνεχεία, ο επικαρπωτής ……… απεβίωσε στις 2.5.1973, η, δε, συνεπικαρπώτρια, ………., απεβίωσε στις 16.5.1997 και δοθέντος επιπλέον, ότι με τα άρθρα 56 και 57 του ν. 1329/1983 καταργήθηκε ο θεσμός της προίκας και αυτοδικαίως τα προικώα περιήλθαν στις γυναίκες, υπέρ ων συστήθηκαν, η αιτούσα και ήδη, εφεσίβλητη, κατέστη πλήρης κυρία του επίδικου ακινήτου μετά το έτος 1997. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι κατόπιν αίτησης του ……….., προικολήπτη, εκδόθηκε από την Υπηρεσία Πολεοδομίας, η με αριθμό ……./16.7.1976 άδεια για την προσθήκη α΄ ορόφου επί της ισόγειας οικίας του επιδίκου, το επίδικο ακίνητο, με ΚΑΕΚ …………, βρίσκεται στη δημοτική ενότητα Κερατσινίου, του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας, επί της οδού ………. (βλ. την με αριθμό ………../20.9.2018 βεβαίωση του Δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας) κατά, δε, την κατάθεση του μάρτυρα βρίσκεται εντός οικιστικής-αστικής περιοχής, με πολυόροφες οικοδομές και ρυμοτομία. Συνεπώς, αποδείχθηκε ότι η αιτούσα, αποκτώντας από τον αληθή κύριο με συμβολαιογραφικό έγγραφο, που μεταγράφηκε νομίμως, κατέστη κυρία του επίδικου ακινήτου, ήτοι, μίας ισόγειας οικίας ανεγερθείσας σε οικόπεδο εντός σχεδίου πόλης στο Δήμο Κερατσινίου, για το οποίο διαχρονικά καταρτίσθηκαν συμβολαιογραφικές πράξεις μεταβίβασης από το έτος 1929 και ότι το εμπράγματο δικαίωμά της προσβλήθηκε από την ανακριβή καταχώρηση του επιδίκου στο κτηματολόγιο, ως ανήκον σε άγνωστο ιδιοκτήτη. Περαιτέρω, το επίδικο εμφαίνεται και στο απόσπασμα του διαγράμματος εφαρμογής της επιτροπής έρευνας για τον ……….., της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά, με ημερομηνία Μάιος του 2003, να εμπίπτει εντός του Β.Κ. 1741 κτήματος. Επιπλέον, προσκομίζεται μία έκθεση και μία συμπληρωματική αυτής, των μηχανικών της ομάδας εργασίας έρευνας του ιδιοκτησιακού καθεστώτος περιοχής …. – …….., σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας, το λειβάδιο ……. δεν μπορεί να προσδιοριστεί με σαφή περιμετρικά όρια, λόγω έλλειψης τεχνικών στοιχείων. Περαιτέρω, αναφέρεται ότι το εν αυτώ συμπεριλαμβανόμενο ακίνητο στη θέση …….., είναι το ΒΚ …….., έκτασης 1000 στρεμμάτων περίπου, το οποίο αποτελούσε βουνώδη έκταση και τμήμα του ενδεχομένως να αποτελούσε εκκλησιαστική περιουσία της διαλελυμένης Μονής Αγίου ……., χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί κατ’ έκταση λόγω καταστροφής του διαγράμματος του έτους 1898 του …, που απεικονίζει τη θέση ……. και ότι το υπόλοιπο που αποτελούσε βουνό, ανεπίδεκτο καλλιέργειας ενδεχομένως να αποτελούσε εθνικό λειβάδιο, οι, δε, πέριξ αυτού περιοχές έχουν απαλλοτριωθεί για τον προσφυγικό συνοικισμό ……… Επιπλέον, αναφέρεται ότι καταγράφηκε το πρώτον, το έτος 1972, με την Δ/6410/2737/30.9.1972 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που έκανε δεκτή την 38/72 γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων. Το Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε απέκτησε κυριότητα επί του ανωτέρω επιδίκου ακινήτου με τους τρόπους, που επικαλέσθηκε στο δικόγραφο της κύριας παρέμβασής του. Ειδικότερα οι ισχυρισμοί του ότι το ανωτέρω μείζον ακίνητο, στο οποίο περιλαμβάνεται το επίδικο, περιήλθε στην κυριότητα τούτου ως διαδόχου του Οθωμανικού Δημοσίου, δυνάμει του πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 6/7.7.1830 και της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως του 1832, άλλως με τακτική, άλλως με έκτακτη χρησικτησία, καθώς κατέλαβε και εξακολουθεί να έχει τη νομή αυτού με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ουσίαν, αφού δεν αποδείχθηκαν από κανένα αποδεικτικό μέσο, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα δεν περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, με το δικαίωμα  του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και τουρκικών αρχών, καθώς και του ότι κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (δηλαδή από τις 25.5.1827 έως τις 31.3.1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παρεχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους (Οθωμανούς και Έλληνες) την κυριότητα των ήδη κατεχομένων απ’αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά, δε, ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίστηκαν, ακολούθως  με το από 21.1/3.2.1830 πρωτόκολλο ανεξαρτησίας της Ελλάδας και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως [ΑΠ 1132/2020, ΑΠ 769/2020, ΑΠ 832/2020 ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019, δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου]. Επίσης, εν προκειμένω, ουδόλως αποδείχθηκε ότι το επίδικο ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο, ή σε Οθωμανούς ιδιώτες και εγκαταλείφθηκε από τους τελευταίους, μετά, δε, την απελευθέρωση δεν καταλήφθηκε από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του νόμου της 21.6./10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, με αποτέλεσμα να καταστεί αδέσποτη και να δημευθεί, όπως προβλέπεται στην ανωτέρω Συνθήκη και τα Πρωτόκολλα, προκειμένου να καταστεί κύριος αυτής το Ελληνικό Δημόσιο. Δεν αποδείχθηκε επίσης ότι η επίδικη έκταση ήταν δασική κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του από 17/29.11.1836 Β.Δ/τος, ούτε λιβάδι, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του ΒΔ της 12.12.1833 “περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834”, ώστε να ισχύει το τεκμήριο κυριότητας που θεσπίσθηκε υπέρ του Δημοσίου με τις διατάξεις των ως άνω διαταγμάτων σε όλα τα δάση και τα λιβάδια, που υπήρχαν πριν από την ισχύ του στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε  ιδιώτες [ΑΠ 894/2020, ΑΠ 34/2019, δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου]. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου ότι κατέστη κύριος του επιδίκου και του εν λόγω μείζονος ακινήτου με τακτική και έκτακτη χρησικτησία αποδείχθηκε αβάσιμος, καθόσον ουδέποτε το ανωτέρω χρησιδέσποσε αυτό, καθόσον ουδεμία πράξη νομής άσκησε επ’ αυτού ουδέποτε. Αντίθετο συμπέρασμα δεν δύναται να εξαχθεί εκ των ως άνω αποδεικτικών μέσων, αφού από κανένα εξ αυτών δεν προκύπτουν πράξεις φυσικής εξουσίασης του παρεμβαίνοντος ειδικώς για το επίδικο ακίνητο, ουδέποτε. Οι διενεργηθείσες τα έτη 1988 και 1989 δημοπρασίες εκ μέρους του Οικονομικού Εφόρου Πειραιώς για την μίσθωση χορτονομής έκτασης 10.000 στρεμμάτων στη θέση «………» ή «……..», καθώς και οι από την ίδια Αρχή εκμισθώσεις χορτονομής και βοσκής της αυτής περιοχής και των περιοχών «…….» «………….» των ετών 1895-1936, ουδόλως αποδείχθηκε ότι περιλάμβαναν και την επίδικη έκταση. Τα ίδια δεχόμενο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως προς την αίτηση διόρθωσης της εφεσίβλητης, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε το νόμο, τα αντίθετα, δε, υποστηριζόμενα από το εκκαλούν κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και η κρινόμενη έφεσή του. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης πρέπει να επιβληθούν εις βάρος του εκκαλούντος (746 σε συνδυασμό με 176, 183, 192 παρ. 1 ΚΠολΔ) για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, (πρωτοδίκως δεν επιβλήθηκαν έξοδα και η κύρια παρέμβαση αντιμετωπίστηκε ενιαία με την αίτηση χωρίς ιδιαίτερα έξοδα η, δε, αιτούσα δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα), αλλά μειωμένα, κατ΄άρθρ. 22 παρ. 1 και 3 ν. 3693/1957 που διατηρήθηκε σε ισχύ με την εισαγωγή του ΚΠολΔ (ΕισΝ52 αρ. 18), 5 παρ. 12 ν. 1738/1987 και 2 υπ΄αριθμ. 134423/8.12.1992 – 20.1.1993 ΚΥΑ Οικονομικών και Δικαιοσύνης και δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των διακοσίων ενενήντα τριών ευρώ (293€) (ΑΠ576/2018), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1099/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εκατόν πενήντα ευρώ (150€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  17 Σεπτεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του εκκαλούντος και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εφεσίβλητης.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ