Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 14/2019

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:   14/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 [ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 528 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, αν ασκηθεί έφεση από το διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως (ΑΠ 476/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1572/2013 Δημ. Νόμος). Από τη διάταξη αυτή του άρθρου 528 ΚΠολΔ, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης κατά της απόφασης, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος στον πρώτο βαθμό, προκύπτει, ότι, ανεξάρτητα από τη διαδικασία με την οποία δίκασε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δηλαδή είτε κατά την τακτική διαδικασία, είτε κατά την ειδική διαδικασία και ανεξάρτητα από το αν η απουσία του εκκαλούντος διαδίκου συνεπάγεται τεκμήριο ομολογίας ή παραιτήσεώς του, ή αν ο διάδικος δικάσθηκε σαν να ήταν παρών, η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση εφέσεως από τον εναγόμενο, που δικάσθηκε ερήμην, λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας και επιφέρει την εξαφάνιση της ερήμην αποφάσεως, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς δηλαδή να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της εφέσεως, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της και ότι στην περίπτωση αυτή ο εκκαλών – εναγόμενος μπορεί να προβάλλει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που θα μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, αν είχε παραστεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ. (βλ. ΑΠ 1572/2013 ό.π., ΑΠ 1906/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 27/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 123/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 22/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 67/2002 ΤΝΠΔΣΑθ, EΘ 1531/1999 Αρμ. 1999 σ. 1517, ΕΑ 6074-6082/1998 ΕλλΔικ 1998 σ. 1383. Στ. Ματθία, ΕλλΔικ 36 σ. 11). Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, να ακουσθεί και να προβάλει στο Εφετείο, όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες, που, ενδεχομένως, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί, ως προς όλες τις διατάξεις της. Αντίθετα, αν με το εφετήριο προβάλλει ως εναγόμενος μόνον ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως πχ. παραγραφής, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η αξίωση, αλλά μόνο κατά το διατακτικό της (Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ., ΜονΕφΑθ 3706/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 362/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 54/2013 Δημ. Νόμος). Για να επέλθει, όμως, το αποτέλεσμα της εξαφάνισης της απόφασης, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, αλλά μόνον αν είναι νόμιμος, έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (ΕφΘρ 73/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 9/2013 Δημ. Νόμος, Σαμουήλ, ό.π., σελ. 99). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, άσκησε, εναντίον των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, την από 2-10-2015 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……….. και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………… αγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας, την 08-02-2017, ερήμην των εναγομένων, κατά την τακτική διαδικασία, με τη με αριθμό 1129/14-3-2017 οριστική απόφασή του, έκανε δεκτή την αγωγή, ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, λόγω της ερημοδικίας των εναγομένων (άρθρο 271 § 3 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 3994/2011). Εναντίον της ως άνω αποφάσεως οι εναγόμενοι, ως ηττηθέντες διάδικοι, άσκησαν νόμιμα και εμπρόθεσμα την υπό κρίση από 02/06/2017 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε, στις 12/06/2017, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……… και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………., αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 12/06/2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………. και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …….., καθόσον, από τα έγγραφα της δικο­γραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ενώ από τη δημοσίευσή της (στις 14-03-2017) μέχρι την κατάθεση της κρινόμενης εφέσεως στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (στις 12-06-2017) δεν παρήλθε διετία (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως η τελευταία διάταξη ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015-, 520, 522, 524 παρ. 1, 2 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 10/2018 Δημ. Νόμος). Κατόπιν, σύμφωνα με τα ανωτέρω, εφόσον κατατέθηκε από τους εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο το παράβολο ύψους εκατό (100) ευρώ (βλ. άρθρο 495 § 3 Κ.Πολ.Δ., όπως η § 3 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015- και όπως το α΄ εδ. της παρ. 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α΄, 240/22.12.2016 –έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση – άρθρο 45 του Ν. 4446/2016), πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυ­πικά και ουσιαστικά δεκτή και η εκκαλούμενη απόφαση να εξαφανισθεί, μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της. Περαιτέρω, πρέπει να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να δικασθεί η υπόθεση από την αρχή, κατά την τακτική διαδικασία, να ερευνηθεί δε η ένδικη αγωγή ως προς το παραδεκτό, νόμω και ου­σία βάσιμο αυτής (άρθρο 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 79 παρ.1 του ν. 5960/1933 “περί επιταγής”, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ` αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται, αντικειμενικά μεν 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, 2) υπογραφή του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου ή εταιρίας, που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και 4) έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή, οπωσδήποτε κατά το χρόνο εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή της εκδόσεως επιταγής που είναι ακάλυπτη (ΑΠ Ποιν 858/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ Ποιν 891/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ Ποιν 671/2013 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής, δηλαδή επιταγής, η οποία κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της στην πληρώτρια τράπεζα δεν πληρώθηκε, λόγω έλλειψης αντίστοιχων κεφαλαίων του εκδότη, αποτελεί, κατά τις διατάξεις του άρθρ. 79 του ν. 5960/1933, αξιόποινη πράξη (πλημμέλημα), όταν ο εκδότης ενήργησε από δόλο, που μπορεί να είναι και ενδεχόμενος (άρθρ. 27 παρ. 1 ΠΚ), αφού, μετά την αντικατάσταση του αρχικού άρθρ. 79 του ν. 5960/1933 με το άρθρ. 1 του ν.δ/τος 1325/1972, δεν αποτελεί πλέον στοιχείο της ποινικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος η έκδοση της επιταγής εν γνώσει του ότι δεν υπάρχουν ή δεν θα υπάρξουν κατά την εμφάνισή της προς πληρωμή αντίστοιχα κεφάλαια. Έτσι δολίως ενεργεί ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής όχι μόνο όταν γνωρίζει ότι δεν έχει κατά την έκδοση ή δεν θα έχει κατά την πληρωμή της επιταγής αντίστοιχα κεφάλαια, αλλά και όταν γνωρίζει ότι ο λογαριασμός του κατά τους χρόνους αυτούς ενδέχεται να είναι χωρίς διαθέσιμα κεφάλαια και αποδέχεται το ενδεχόμενο αυτό (ΑΠ 1069/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 671/2013 ό.π., ΑΠ 1051/2012, ΜονΕφΛαρ 7/2017 Δημ. Νόμος). Οι διατάξεις του άρθρ. 79 του ν. 5960/1933 έχουν θεσπισθεί για την προστασία τόσο δημόσιου όσο και του ατομικού συμφέροντος του δικαιούχου της επιταγής, και μάλιστα, μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του παραπάνω άρθρου με το άρθρ. 4 § 1 του ν. 2408/1996, αυτό είναι το κατ’ εξοχήν έννομο συμφέρον που προστατεύεται. Συνεπώς, η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής αποτελεί για τον εκδότη της, που ενήργησε δολίως κατά την ανωτέρω έννοια, αδικοπραξία, που τον υποχρεώνει, κατά τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, σε ισόποση κατ’ αρχήν με το ποσό της επιταγής αποζημίωση και εύλογη λόγω ηθικής βλάβης χρηματική ικανοποίηση του νόμιμου κομιστή της, ο οποίος μάλιστα δεν είναι αναγκαίο να είναι αυτός που την εμφάνισε στην πληρώτρια τράπεζα, αλλά μπορεί να είναι και προηγούμενος οπισθογράφος που πλήρωσε την επιταγή και έγινε κομιστής με δικαίωμα αναγωγής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, με την έννοια ότι η ζημία του είναι απότοκη της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή (Ολ ΑΠ 29/2007, ΑΠ 1069/2017 ό.π., ΑΠ 1008/2010, ΜονΕφΛαρ 7/2017 ό.π.). Ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον κομιστή της, ακόμη και αν αυτή είναι μεταχρονολογημένη, οπότε ευθύνεται κατά τα άρθρ. 28, 29 §§ 1 & 4 και 56 του ν. 5960/1933, αν η επιταγή εμφανισθεί προς πληρωμή οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που πραγματικά εκδόθηκε και λήγει την όγδοη ημέρα μετά την αναγραφόμενη στο σώμα της επιταγής ημεροχρονολογία έκδοσης (ΑΠ 1069/2017 ό.π., ΑΠ 705/2007). Περαιτέρω, την αδικοπρακτική ευθύνη του εκδότη ακάλυπτης επιταγής δεν αποκλείει το γεγονός ότι την υπέγραψε αυτός ως νόμιμος εκπρόσωπος εταιρείας και απλώς στην περίπτωση αυτή ευθύνεται, κατά το άρθρ. 71 ΑΚ, εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας και μάλιστα ανεξάρτητα από τη μορφή της εταιρείας ως προσωπικής ή κεφαλαιουχικής, αφού και στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιρειών ο νόμιμος εκπρόσωπός τους ναι μεν δεν ευθύνεται ατομικά για τα εταιρικά χρέη, ευθύνεται, όμως, κατά τις γενικές διατάξεις, για τις αδικοπραξίες του, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, επομένως και για την έκδοση ακάλυπτης επιταγής (ΑΠ 1069/2017 ό.π., AΠ 1083/2008, 1051/2012, ΕφΑθ 2026/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 415/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΛαρ 7/2017 ό.π., ΜονΕφΠειρ 219/2015 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ προκύπτει ότι, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων του, τα οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 65, 67 και 68 AK, αντιπροσωπεύουν αυτό και εκφράζουν τη βούλησή του, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων, που τους είχαν ανατεθεί και παράγει υποχρέωση αποζημίωσης για τον πράξαντα ή τον παραλείψαντα, που ευθύνεται εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο (ΑΠ 271/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 133/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 202/2016 Δημ. Νόμος). Στην εταιρία περιορισμένης ευθύνης δε, ο διαχειριστής αυτής δεν έχει μεν προσωπική ευθύνη για τα χρέη της εταιρίας, είναι, όμως, δυνατή η ευθύνη του από αδικοπραξία υπό τη συνδρομή των οριζομένων στη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ. προϋποθέσεων (ΑΠ 271/2015 ό.π.). Η αρχή, δηλαδή, της μη ευθύνης του διαχειριστή δεν ισχύει, όταν υπάρχει ευθύνη αυτού από αδικοπραξία, κατά τις γενικές αρχές, οπότε θεμελιώνεται και ιδιαίτερη αυτού ευθύνη. Έτσι, επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής από το διαχειριστή της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρίας, η υποχρέωση προς αποζημίωση του κομιστή της επιταγής βαρύνει, κατά πρώτο λόγο, τον “εκδόντα την επιταγήν” και, κατά δεύτερο λόγο, το ίδιο το νομικό πρόσωπο της εταιρίας (ΑΠ 271/2015 ό.π.). Ο κομιστής της επιταγής μπορεί δε, μαζί με την αγωγή από το αδίκημα να σωρεύσει και αίτημα προσωπικής κράτησης του εκδότη για την εκτέλεση της αξίωσης από το αδίκημα. Το αίτημα για την απαγγελία της προσωπικής κράτησης είναι νόμιμο και όσον αφορά το διαχειριστή της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, εφόσον αυτός είναι “ο δράστης του αδικήματος”, δηλαδή, το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, το οποίο εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή, καθόσον, η εξαίρεση της παρ. 3 του άρθρου 1047 του ΚΠολΔ αναφέρεται μόνο στην απαγόρευση της προσωπικής κράτησης των εκπροσώπων ανωνύμων εταιριών και εταιριών περιορισμένης ευθύνης για χρέη εμπορικά ή από δικαιοπραξία, που βαρύνουν μόνο το νομικό πρόσωπο και όχι για χρέη από αδικοπραξία, που βαρύνουν το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, έστω και αν αυτό τέλεσε την αδικοπραξία στα πλαίσια των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί (ΑΠ 271/2015 ό.π., ΕφΠειρ 133/2016 ό.π., ΕφΠειρ 219/2015 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, ναι μεν η ανάληψη υποχρεώσεως από επιταγή μπορεί να γίνει και με εκπρόσωπο (άρθρο 11 του Ν. 5960/1933), ο οποίος μπορεί να υπογράψει είτε με το δικό του όνομα, για λογαριασμό, όμως, του αντιπροσωπευόμενου (εκδότη), οπότε πρόκειται για έμμεση αντιπροσώπευση (άρθρο 6 εδ. β του Ν. 5960/1933), επί της οποίας υποκείμενο της δημιουργούμενης σχέσεως είναι αυτός ο ίδιος ο αντιπρόσωπος, είτε να υπογράψει και με το όνομα του αντιπροσωπευόμενου μόνο ή με το δικό του όνομα και τη δήλωση ότι ενεργεί στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου (εκδότη), οπότε πρόκειται για άμεση αντιπροσώπευση (άρθρο 10 και 11 του Ν. 5960/1933), επί της οποίας υποκείμενο της ιδρυόμενης σχέσεως δεν είναι ο δικαιοπρακτών αντιπρόσωπος, αλλά ο αντιπροσωπευόμενος. ΄Ομως, η ύπαρξη πληρεξουσιότητας προς ενέργεια από τον πληρεξούσιο εμπορικών πράξεων στο όνομα των νομίμων εκπροσώπων εταιρίας, που παρεχώρησαν την πληρεξουσιότητα αυτή, στις οποίες πράξεις περιλαμβάνεται και η έκδοση επιταγής, δεν καλύπτει την παράνομη πράξη της εκδόσεως επιταγής χωρίς αντίκρυσμα, γιατί αντιπροσώπευση στην αδικοπραξία δεν είναι δυνατή. Με βάση τις παραπάνω προϋποθέσεις και του σκοπού της διατάξεως του άνω άρθρου 79 παράγραφος 1 του Ν. 5960/1933, προκύπτει κατά τρόπο σαφή ότι δράστης (αυτουργός) του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής μπορεί να είναι μόνο ο “εκδίδων” επιταγή, χωρίς αντίκρισμα, δηλαδή αυτός που πραγματοποιεί την επί του τίτλου δήλωση βουλήσεως υπογράφοντας το έγγραφο της επιταγής και θέτει αυτό σε κυκλοφορία, ανεξάρτητα από το πρόσωπο για το οποίο επέρχονται οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από αυτή. Στην περίπτωση δε που ο φερόμενος ως αντιπρόσωπος εξέδωσε ακάλυπτη επιταγή, ενέχεται ο ίδιος ως αυτουργός της παράνομης αυτής πράξεως, ο δε εντολέας του ενέχεται ως ηθικός αυτουργός ή συνεργός, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 46 ή 47 του ΠΚ.. Στην περίπτωση αυτή γεννιέται (όπως προαναφέρθηκε και για τον αυτουργό), παράλληλα η προς αποζημίωση ευθύνη του ηθικού αυτουργού, ήτοι συνεργού, ο οποίος, στο πεδίο εφαρμογής του ΑΚ, ευθύνεται εις ολόκληρο με τον αυτουργό αντιπρόσωπο (άρθ. 914, 926). Συναυτουργία στην έκδοση ακάλυπτης επιταγής μπορεί να νοηθεί μόνο στην περίπτωση της από κοινού έκδοσης [υπογραφής] της ίδιας επιταγής από περισσότερα πρόσωπα (ΑΠ Ποιν 1498/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ Ποιν 858/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ Ποιν 891/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ Ποιν 671/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1503/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ Ποιν 2442/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ Ποιν 398/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ Ποιν 103/2006 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 45 Π.Κ., “αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός”. Με τον όρο “από κοινού” νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμέτοχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές (ΑΠ Ποιν 1498/2016 ό.π., ΑΠ Ποιν 858/2016 ό.π., ΑΠ Ποιν 103/2006 ό.π.). Από τη διάταξη δε του άρθρου 46 παρ. 1α’ του ΠΚ προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της απόφασης να διαπράξει ορισμένη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως πειθώ, φορτικότητα, απειλή, υπόσχεση αμοιβής κλπ, β) η διάπραξη από τον άλλον της πράξης αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για τη διάπραξη από τον άλλον της αντικειμενικής υπόστασης ορισμένου εγκλήματος, με γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξης (ΑΠ Ποιν 308/2013 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων, με την υπό κρίση αγωγή του, όπως παραδεκτά συμπληρώθηκε και διορθώθηκε με τις έγγραφες προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 224 εδ. β’ ΚΠολΔ), εκθέτει, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι διατηρεί εμπορική συνεργασία με την τέταρτη εναγομένη εταιρία περιορισμένης ευθύνης. Ότι οι πρώτος και δεύτερος των εναγομένων είναι μοναδικοί εταίροι, διαχειριστές και νόμιμοι εκπρόσωποι της τετάρτης των εναγομένων, με δυνατότητα να δρουν, εκπροσωπούν και ενεργούν επ’ ονόματι αυτής κάθε πράξη διαχείρισης και διάθεσης, κατά περίπτωση, αναγόμενη στο σκοπό της, από κοινού, αλλά και ο καθένας εξ αυτών να ενεργεί και μόνος του τις διαχειριστικές πράξεις και την εκπροσώπησή της, άνευ συμπράξεως του ετέρου. Ότι ο τρίτος των εναγομένων, πατέρας των δύο πρώτων εναγομένων, ήταν πρώην εταίρος, διαχειριστής και εκπρόσωπος της τετάρτης των εναγομένων, έως τον Απρίλιο του έτους 2003, πλην, όμως, εξακολουθεί έκτοτε να μετέχει ενεργά στη διαχείριση και τη λειτουργία της, μ’ εντολές, υποδείξεις, οδηγίες, προτροπές, παραινέσεις και γενικότερα την καθοδήγηση των δύο πρώτων εναγομένων. Ότι οι δύο πρώτοι των εναγομένων, στα πλαίσια των καθηκόντων τους και υπό τις υποδείξεις, προτροπές, παραινέσεις και την καθοδήγηση τόσο του ενός προς τον άλλον, κατά περίπτωση, όσο και του τρίτου των εναγομένων, πατρός τους, εξέδωσαν, υπό την εταιρική επωνυμία και σφραγίδα της τετάρτης των εναγομένων εταιρίας, που εκπροσωπούσαν, σε χρέωση του με αριθμ. ……. λογαριασμού, που αυτή τηρούσε στην πληρώτρια τράπεζα με την επωνυμία «………», στο …. (…..), έγκυρες μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές, συνολικού ποσού 71.300 ευρώ, πληρωτέες σε διαταγή του ενάγοντος, λόγω της εμπορικής τους συνεργασίας. Ότι, ειδικότερα, ο πρώτος εναγόμενος, υπό την ανωτέρω ιδιότητά του και στα πλαίσια των καθηκόντων του, υπό τις υποδείξεις, προτροπές και την καθοδήγηση του δεύτερου και του τρίτου των εναγομένων, εξέδωσε, σε διαταγή του ενάγοντος, και παρέδωσε σε αυτόν, για λογαριασμό της τέταρτης εναγομένης, στις 11-7-2012, 11-7-2012, 6-8-2012 και 17-9-2012, τις με αριθμούς …………. αντίστοιχα μεταχρονολογημένες επιταγές, στο Αιγάλεω τις πρώτη, δεύτερη και τέταρτη εξ αυτών και στην Αθήνα την τρίτη επιταγή, ποσού 15.650,00 ευρώ η καθεμία από τις δύο πρώτες, ποσού 22.000,00 ευρώ η τρίτη και ποσού 10.000,00 ευρώ η τέταρτη εξ αυτών, οι οποίες έφεραν την υπογραφή του στη θέση του εκδότη, υπό την εταιρική επωνυμία και σφραγίδα της τετάρτης των εναγομένων και ήταν πληρωτέες στο κατάστημα της τράπεζας με την επωνυμία «……….» στο ……. (……….). Ότι τις δύο πρώτες ως άνω επιταγές, οι οποίες εκδόθηκαν πραγματικά στις 11-7-2012, αλλά φέρουν ημερομηνίες έκδοσης 5-10-2012 και 17-10-2012 αντίστοιχα, οπισθογράφησε και παρέδωσε ο ενάγων στην εταιρεία με την επωνυμία «……..» και το διακριτικό τίτλο «………», που εδρεύει στον ……, η οποία, επίσης, τις οπισθογράφησε και παρέδωσε στην εταιρεία με την επωνυμία «………», η οποία, ως τελευταία νόμιμη κομίστρια, τις εμφάνισε εμπρόθεσμα προς πληρωμή στην Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ (η πρώτη για να εξοφληθεί συμψηφιστικά μέσω γραφείου συμψηφισμού Αθηνών και η δεύτερη έπειτα από ρητή εξουσιοδότηση της πληρώτριας τράπεζας στο σώμα της επιταγής), στις 15-10-2012 και 23-10-2012 αντίστοιχα, πλην, όμως, οι επιταγές αυτές δεν πληρώθηκαν, λόγω έλλειψης αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στους λογαριασμούς της εκδότριας εταιρίας, επί των οποίων είχαν εκδοθεί, όπως τούτο σαφώς προκύπτει από τις βεβαιώσεις των αρμοδίων υπαλλήλων των τραπεζών, στις οποίες εμφανίστηκαν, επί των σωμάτων των επίδικων επιταγών. Ότι, κατόπιν αυτών, ο ενάγων ανέλαβε και πάλι τις επιταγές, αφού κατέβαλε το αντίτιμό τους στην ως άνω τελευταία κομίστρια εταιρία και ως εκ τούτου, κατέστη πλέον νόμιμος κομιστής των εν λόγω επιταγών εξ αναγωγής. Ότι τις άλλες δύο επιταγές, με φερόμενες ημερομηνίες έκδοσης 5-11-2012 και 15-1-2013, εμφάνισε ο ενάγων εμπρόθεσμα προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, στις 7-11-2012 και 15-11-2012, αντίστοιχα, πλην, όμως, δεν πληρώθηκαν ελλείψει υπολοίπου, όπως αυτό βεβαιώθηκε στα σώματα των επιταγών. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος, υπό την ανωτέρω ιδιότητά του και στα πλαίσια των καθηκόντων του, υπό τις υποδείξεις, προτροπές και την καθοδήγηση του πρώτου και του τρίτου των εναγομένων, εξέδωσε, σε διαταγή του ενάγοντος, και παρέδωσε σε αυτόν, για λογαριασμό της τέταρτης εναγομένης, στις 17-8-2012, στο Αιγάλεω, την υπ’ αριθμό ……… μεταχρονολογημένη επιταγή, με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 15η-11-2012, ποσού 8.000,00 ευρώ, η οποία έφερε την υπογραφή του στη θέση του εκδότη, υπό την εταιρική επωνυμία και σφραγίδα της τετάρτης των εναγομένων και ήταν πληρωτέα στο κατάστημα της τράπεζας με την επωνυμία «…….» στο …. (………), την οποία, καίτοι εμφάνισε ο ενάγων εμπρόθεσμα προς πληρωμή, την 15/11/2012, στην πληρώτρια τράπεζα, δεν πληρώθηκε, ελλείψει αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρίας επί του οποίου είχε εκδοθεί, όπως τούτο προκύπτει από τη βεβαίωση του αρμοδίου υπαλλήλου της τράπεζας, στην οποία εμφανίστηκε, επί του σώματος της επίδικης επιταγής. Ότι οι δύο πρώτοι εναγόμενοι ενήργησαν εντός των πλαισίων των καθηκόντων τους, ενώ, λόγω της ιδιότητάς τους ως διαχειριστών, γνώριζαν, όταν εξέδιδαν τις ως άνω επιταγές, την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων στον προαναφερόμενο λογαριασμό της τετάρτης των εναγομένων, τόσο κατά τον πραγματικό χρόνο έκδοσης αυτών, όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης αυτών προς πληρωμή, ομοίως δε και ο τρίτος εναγόμενος, ο οποίος συνέπραξε στην έκδοση των επίδικων επιταγών, ως ηθικός αυτουργός, γνώριζε, κατά τους χρόνους αυτούς, την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων, λόγω της συνεχούς ανάμιξής του στη λειτουργία της τέταρτης εναγομένης. Ότι οι δύο πρώτοι εναγόμενοι διέπραξαν και το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας στο αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής (καθένας ως προς τον έτερο εξ αυτών), κατά συναυτουργία με τον τρίτο εναγόμενο, οι δε δεύτερος και τρίτος τέλεσαν την εν λόγω αξιόποινη πράξη κατ’ εξακολούθηση. Ότι από τη μη πληρωμή των επιταγών ο ενάγων υπέστη ισόποση με τη συνολική αξία των επίδικων επιταγών περιουσιακή ζημία, ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 71.300,00 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ενεχόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 71.300,00 ευρώ, ως αποζημίωση από την αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, λόγω της έκδοσης των ως άνω ακάλυπτων επιταγών, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ν’ απαγγελθεί η προσωπική κράτηση των εναγομένων φυσικών προσώπων, διάρκειας ενός έτους, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας, όπως προκύπτει από την εκκαλουμένη, καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις νόμιμες προσαυξήσεις, είναι αρκούντως ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα αναγκαία κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχεία για τη θεμελίωσή της και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 12, 28, 29, 79 Ν. 5960/1933, 45, 46 § 1 εδ. α’, 98 ΠΚ, 65, 67, 68, 71, 297, 298, 330 εδ. α’, 340, 345, 346, 481, 914, 926 ΑΚ, 176, 183 και 1047 § 1β΄ ΚΠολΔ. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1047 παρ. 3 ΚΠολΔ δεν αποκλείει την προσωπική κράτηση για χρέη από αδικοπραξία, που βαρύνουν το ίδιο το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο – διαχειριστή της Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης, έστω και αν η διαπραχθείσα απ` αυτό αδικοπραξία, έλαβε χώρα στο πλαίσιο των καθηκόντων, που του είχαν ανατεθεί. Επομένως, η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 368 Κ.Πολ.Δ, όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 37 παρ. 1 του Ν. 3994/2011, «Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει ένα ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει, ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης» (παρ. 1). «Το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης» (παρ. 2). Εκ τούτων συνάγεται, ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση, κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς “ειδικές” γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, αλλά “ιδιάζουσες” τέτοιες γνώσεις, οπότε οφείλει, στην περίπτωση αυτή, να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες. Επομένως, εάν δεν υπάρχει παραδοχή του δικαστηρίου ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, η μη λήψη υπόψη ισχυρισμού του διαδίκου για ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, σχετικού αιτήματος αυτού, δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 559 του ΚΠολΔ (ΑΠ 187/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 300/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 757/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 594/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 821/2013, ΑΠ 89/2013, ΕφΛαμ 162/2011 Δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση έφεσή τους οι εκκαλούντες αρνούνται τη γνησιότητα των υπογραφών, στη θέση του εκδότη, επί των επίδικων μεταχρονολογημένων τραπεζικών επιταγών, οι οποίες ήταν πληρωτέες στο κατάστημα της τράπεζας με την επωνυμία «………..» στο ……. (……….), ισχυριζόμενοι ότι δεν υπεγράφησαν από τον πρώτο και το δεύτερο των εναγομένων, όπως αναγράφεται στην ένδικη αγωγή και έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση, αλλά ότι οι τέσσερις (4) πρώτες επίδικες με αριθμ. ………… μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές, οι οποίες στην αγωγή φέρεται ότι εκδόθηκαν, από τον πρώτο των εναγομένων, στο Αιγάλεω, η πρώτη, η δεύτερη και η τέταρτη εξ αυτών και στην Αθήνα η τρίτη εξ αυτών, σε διαταγή του ενάγοντος, ποσού 15.650,00 ευρώ η καθεμία από τις δύο πρώτες, ποσού 22.000,00 ευρώ η τρίτη και ποσού 10.000,00 ευρώ η τέταρτη εξ αυτών, εκδόθηκαν στην πραγματικότητα από τον τρίτο των εναγομένων, ο οποίος είχε, δυνάμει του με αριθμ. ……… πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Γ. Σ., την εξουσιοδότηση να εκδίδει, οπισθογραφεί ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο μεταβιβάζει, υπογράφοντας υπό την εταιρική επωνυμία, επιταγές και άλλου είδους αξιόγραφα και έχει θέσει την υπογραφή του σε όλες τις επιταγές και ότι η με αριθμ. …….. μεταχρονολογημένη τραπεζική επιταγή, ποσού 8.000,00 ευρώ, η οποία φέρεται στην αγωγή ότι εκδόθηκε, στο Αιγάλεω, από το δεύτερο των εναγομένων, σε διαταγή του ενάγοντος, στην πραγματικότητα εκδόθηκε από τον πρώτο των εναγομένων. Για το εριζόμενο κρίσιμο τούτο θέμα περί της γνησιότητας ή μη των υπογραφών στη θέση του εκδότη επί των ως άνω επιταγών και τον προσδιορισμό του προσώπου, που υπέγραψε ως εκδότης τις επίδικες επιταγές, το Δικαστήριο δεν μπορεί να σχηματίσει ασφαλή δικανική πεποίθηση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, οι οποίες περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα, διότι, εν προκειμένω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης (δικαστικής γραφολογίας). Ως εκ τούτου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, για την ορθή διερεύνηση της υποθέσεως, είναι αναγκαίο να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προς συμπλήρωση των αποδείξεων, με τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, κατά τα άρθρα 254 παρ. 1, 368 παρ. 2, 369 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ, από ειδικό Γραφολόγο – Πραγματογνώμονα, περί του κρίσιμου αυτού θέματος, κατά παραδοχή του επικουρικά προβαλλόμενου, με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας Δικηγόρου τους στο ακροατήριο, σχετικού αιτήματος των εναγομένων (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 133/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 7/2017 Δημ. Νόμος), προκειμένου ν’ αποφανθεί με έγγραφη και πλήρως αιτιολογημένη γνωμοδότησή του, περί του εάν: α) οι υπογραφές, οι οποίες, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, φέρεται να έχουν τεθεί από τον πρώτο των εναγομένων στη θέση του εκδότη, υπό την εταιρική επωνυμία και σφραγίδα της τετάρτης των εναγομένων, επί των με αριθμ. ………… τραπεζικών επιταγών, ποσού 15.650,00 ευρώ η καθεμία από τις δύο πρώτες, ποσού 22.000,00 ευρώ η τρίτη και ποσού 10.000,00 ευρώ η τέταρτη εξ αυτών, οι οποίες εκδόθηκαν σε διαταγή του ενάγοντος και ήταν πληρωτέες στο κατάστημα της τράπεζας με την επωνυμία «…………» στο …… (…….), τέθηκαν πράγματι από τον πρώτο των εναγομένων, δηλαδή χαράχθηκαν από αυτόν, ή, όπως υποστηρίζουν, στα πλαίσια της, κατά τα ανωτέρω, άρνησής τους οι εναγόμενοι, από τον τρίτο των εναγομένων ή από άλλα πρόσωπα και β) η υπογραφή, η οποία, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, φέρεται να έχει τεθεί από το δεύτερο των εναγομένων στη θέση του εκδότη, υπό την εταιρική επωνυμία και σφραγίδα της τετάρτης των εναγομένων, επί της με αριθμ. ……… τραπεζικής επιταγής, ποσού 8.000,00 ευρώ, η οποία εκδόθηκε σε διαταγή του ενάγοντος και ήταν πληρωτέα στο κατάστημα της τράπεζας με την επωνυμία «………» στο …….. (……….), τέθηκε πράγματι από το δεύτερο των εναγομένων, δηλαδή χαράχθηκε από αυτόν, ή, όπως υποστηρίζουν, στα πλαίσια της, κατά τα ανωτέρω, άρνησής τους οι εναγόμενοι, από τον πρώτο των εναγομένων ή από άλλο πρόσωπο, να επιφυλαχθεί δε το Δικαστήριο να ερευνήσει μετά ταύτα την ουσία της υπόθεσης, αναβαλλομένης της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής δικαστικών εξόδων, εν προκειμένω, σε βάρος κάποιου διαδίκου, διότι η παρούσα είναι μη οριστική (βλ. αρθρ. 191 § 1 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αριθμ. 1129/14-3-2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ ν’ αποφασίσει κατ’ ουσίαν οριστικά επί της υπό κρίση αγωγής.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της, ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, συζητήσεως της υποθέσεως, προκειμένου να διενεργηθεί η αμέσως κατωτέρω γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, με τη φροντίδα του επιμελεστέρου των διαδίκων.

ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα το …….. Ειδικό Δικαστικό Γραφολόγο (Αστυνομικό Υποδιευθυντή ΕΛ.ΑΣ ε.α.), κάτοικο …. (οδός …….., Τ.Κ. …., τηλ.-φαξ: ….., κιν.: ……), το όνομα του οποίου περιλαμβάνεται στον κατάλογο των πραγματογνωμόνων, που τηρείται στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, ο οποίος αφού δώσει το νόμιμο όρκο του πραγματογνώμονα, εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την προς αυτόν κοινοποίηση της παρούσας, ενώπιον του Δικαστηρίου και σε ημέρα και ώρα που θα οριστεί αρμοδίως, κατόπιν κλήσεως του επιμελέστερου των διαδίκων και αφού λάβει γνώση όλων των κρίσιμων εγγράφων της δικογραφίας, συγκεντρώσει από τους διαδίκους όσες πληροφορίες κρίνει απαραίτητες, καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο, που βρίσκεται στην κατοχή των διαδίκων ή κάποιας δημόσιας αρχής και αφού ζητήσει και λάβει από τους τρεις πρώτους των εναγομένων δείγματα της υπογραφής τους, καθώς και όσα άλλα στοιχεία θεωρήσει αναγκαία και ενεργήσει κάθε αναγκαία πράξη, θα γνωμοδοτήσει, με πλήρως αιτιολογημένη έκθεσή του, περί της γνησιότητας ή μη των υπογραφών επί των επίδικων επιταγών και ειδικότερα περί του εάν: α) οι υπογραφές, οι οποίες, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, φέρεται να έχουν τεθεί από τον πρώτο των εναγομένων στη θέση του εκδότη, υπό την εταιρική επωνυμία και σφραγίδα της τετάρτης των εναγομένων, επί των με αριθμ. ……….. τραπεζικών επιταγών, ποσού 15.650,00 ευρώ η καθεμία από τις δύο πρώτες, ποσού 22.000,00 ευρώ η τρίτη και ποσού 10.000,00 ευρώ η τέταρτη εξ αυτών, οι οποίες εκδόθηκαν σε διαταγή του ενάγοντος και ήταν πληρωτέες στο κατάστημα της τράπεζας με την επωνυμία «…. ..» στο …. (…….), τέθηκαν πράγματι από τον πρώτο των εναγομένων, δηλαδή χαράχθηκαν από αυτόν, ή από τον τρίτο των εναγομένων ή από άλλα πρόσωπα και β) η υπογραφή, η οποία, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, φέρεται να έχει τεθεί από το δεύτερο των εναγομένων στη θέση του εκδότη, υπό την εταιρική επωνυμία και σφραγίδα της τετάρτης των εναγομένων, επί της με αριθμ. ……… τραπεζικής επιταγής, ποσού 8.000,00 ευρώ, η οποία εκδόθηκε σε διαταγή του ενάγοντος και ήταν πληρωτέα στο κατάστημα της τράπεζας με την επωνυμία «…………» στο ……. (……), τέθηκε πράγματι από το δεύτερο των εναγομένων, δηλαδή χαράχθηκε από αυτόν, ή από τον πρώτο των εναγομένων ή από άλλο πρόσωπο. Η άνω έκθεση (γνωμοδότηση) πρέπει να κατατεθεί εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την όρκισή του στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, όπου θα συνταχθεί και η σχετική έκθεση καταθέσεως. Η νέα συζήτηση της υποθέσεως θα προσδιορισθεί με την κλήση του επιμελέστερου διαδίκου μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 09/01/2019, στον ίδιο τόπο, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ