Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 417/2021

Αριθμός     417/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….. ως μοναδικού εξ αδιαθέτου κληρονόμου της αποβιώσασας …………., οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Γεώργιου Κούτση (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΚΑΘ΄ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:  Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον κ. Υπουργό των Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει ενταύθα,  το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Ζωή Τσιούρδα.

Η αρχικώς ενάγουσα ………., κατοίκου εν ζωή Αθηνών, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από  ……. (αριθμ. εκθ. καταθ.  ……../2010) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2639/2013 μη οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτήν.

Με την, κατατεθείσα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και με αριθμό κατάθ. ……../2016, κλήση του ………. (ήδη καλούντος-εφεσιβλήτου), με την ιδιότητά του ως νομίμου κληρονόμου της προαναφερθείσας αρχικώς ενάγουσας, η οποία απεβίωσε την ………, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, το οποίο, συζητήσεως γενομένης,  εξέδωσε την υπ΄ αριθμ. 3929/2018 απόφασή του, με την οποία δέχθηκε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το εναγόμενο και ήδη καθ΄ ου η κλήση-εκκαλούν, Ελληνικό Δημόσιο,  με την από 19.4.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2019) αρχικά η 19η.3.2020, οπότε ματαιώθηκε η συζήτηση αυτής, λόγω της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων εξαιτίας του μέτρου της προσωρινής αναστολής  της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας κατά το χρονικό διάστημα από 13-3-2020 μέχρι 31-5-2020 στα πλαίσια λήψης εκτάκτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID–19.

Ήδη, με την, κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από 21.5.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  …………./2020) κλήση του  καλούντος-εφεσιβλήτου, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιόν του στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του καλούντος-εφεσιβλήτου, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η δικαστική πληρεξουσίου ΝΣΚ του καθ΄ ου η κλήση-εκκαλούντος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Νόμιμα φέρεται με την υπ΄αριθμόν ………/2020 κλήση του εφεσίβλητου η με αριθμό καταθ. ………../2019 έφεση του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου για την οποία είχε ορισθεί δικάσιμος η 19-3-2020 κατά την οποία η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε λόγω του μέτρου της προσωρινής αναστολής  της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας κατά το χρονικό διάστημα από 13-3-2020 μέχρι 31-5-2020 στα πλαίσια λήψης εκτάκτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊούCOVID–19.

Η κρινόμενη  με   αριθμό καταθ.  ………../2019 έφεση κατά της υπ΄αριθμόν 3929/2018 οριστικής απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της συμπροσβαλλομένης υπ΄αριθμόν 8759/2010 μη οριστικής   απόφασης  Μονομελούς   Πρωτοδικείου  Πειραιά   που εκδόθηκαν   κατά την τακτική διαδικασία,  αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθώς η  οριστική απόφαση  δημοσιεύτηκε  στις  27-8-2018, επιδόθηκε στο εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο  στις 21-3-2019 (βλ. υπ΄αριθμόν ………./2019 έκθεση επίδοσης  του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, …………)  και  η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 22-4-2019 (άρθρα 495, 511, 513, 516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 2  και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την αυτή ως άνω   διαδικασία, ενώ είναι αυτονόητο ότι δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου άσκησης έφεσης αφού η έφεση ασκείται από το   εκκαλούν  Ελληνικό Δημόσιο.

Με την αγωγή επί της οποίας εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις  η ενάγουσα   ιστορούσε  ότι είναι κυρία  ενός ακινήτου   επιφανείας 280τμ κατά τον τίτλο  κτήσεως  και 289τμ κατά τις μετρήσεις του Κτηματολογίου κειμένου στη θέση «…»  ή «….»  Αμπελακίων που φέρει  τον αριθμό 3 στο Λ΄ οικοδομικό τετράγωνο της περιοχής και  ΚΑΕΚ  …………., το οποίο απέκτησε με μεταβίβαση αιτία πωλήσεως από τους ιδιοκτήτες  αυτού δυνάμει του αναφερόμενου στην αγωγή συμβολαίου που μεταγράφηκε νομότυπα στα βιβλία μεταγραφών του αρμοδίου Υποθηκοφυλακείου επί του οποίου έκτοτε  ασκούσε πράξεις νομής όπως και οι δικαιοπάροχοι αυτής  άμεσοι και απώτεροι από το έτος 1850 και εντεύθεν. Ωστόσο, στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αμπελακίων Σαλαμίνας έχει αναγραφεί ως  αποκλειστικός κύριος του ακινήτου  το  εναγόμενο και ήδη  εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο  αμφισβητεί το δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας   προβάλλοντας ίδιον δικαίωμα κυριότητας. Ζήτησε δε, ν΄ αναγνωρισθεί κυρία  του ακινήτου αυτού  το οποίο απέκτησε με παράγωγο τρόπο λόγω διαδοχικών νομότυπων μεταβιβάσεων, άλλως με τακτική  ή έκτακτη  χρησικτησία καθώς οι δικαιοπάροχοι αυτού ασκούσαν  τις αναφερόμενες πράξεις  νομής  στο ακίνητο αυτό ως τμήμα ευρύτερης έκτασης   για τριάντα και πλέον έτη  πριν την 11-9-1915 και ειδικότερα από το 1850 και εντεύθεν, άλλως  με ειδική χρησικτησία  κατ΄αρθρο 4 του ν 3127/2003  καθώς  το επίδικο ακίνητο κείται εντός του αναγνωρισμένου την 14-3-1971  οικισμού Κυνόσουρας  με αριθμό κατοίκων μικρότερο των 2.000. Ζήτησε επίσης   να διορθωθεί η ανακριβής πρώτη εγγραφή ώστε να αναγραφεί η ίδια  αποκλειστική   κυρία   αυτού.

Επί της ανωτέρω  νομίμου αγωγής (369,974,976,1000,1045,1051 ΑΚ και 4 παρ 1 του ν 3127/2003, 70,176 ΚΠολΔ και 6 παρ 1 και 2, 7 του ν 2664/1998, όπως ίσχυαν προ της τροποποιήσεώς με την διάταξη του άρθρου 24 παρ 1 του ν 3983/2011) εκδόθηκε η με αριθμό 2639/2013 μη οριστική  απόφαση Μονομελούς   Πρωτοδικείου  Πειραιά με την οποία απορρίφθηκε  η αγωγή ως αόριστη ως προς την κύρια βάση που θεμελιώνεται σε παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας  για το λόγο ότι ο ενάγων δεν συμπλήρωσε με το δικόγραφο των Προτάσεων  παρά την από μέρους του Ελληνικού Δημοσίου  αμφισβήτηση  της κυριότητας του, τον αρχικό δικαιοπάροχο αυτού ο  οποίος  κατά την ανεξαρτησία του Ελληνικού Κράτους  κατείχε το επίδικο ακίνητο  δυνάμει οθωμανικού τίτλου, έστω και ακύρου  ή ότι κύριοι αυτού ήταν Οθωμανοί ιδιώτες στους οποίους είχε αναγνωρισθεί  το δικαίωμα κυριότητας οι οποίοι πώλησαν το ακίνητο αυτό στον απώτατο δικαιοπάροχο του ενάγοντος, ούτε  επικαλέστηκε  ότι ο απώτατος δικαιοπάροχος αυτού  κατά την έναρξη ισχύος του Β.Δ/τος της 17-11-1836   «περί ιδιωτικών δασών»  εμφάνισε εντός της ανατρεπτικής προθεσμίας ενός έτους από τη δημοσίευση του νόμου αυτού  συγκεκριμένους τίτλους ιδιοκτησίας  για την αναγνώριση του ως κυρίου. Επίσης, απορρίφθηκε η αγωγή ως μη νόμιμη ως προς την βάση αυτής που θεμελιώνεται σε τακτική χρησικτησία με την αιτιολογία ότι ο τρόπος αυτός κτήσης κυριότητας  είχε αποκλεισθεί από το προϊσχύσαν του Αστικού Κώδικα  βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο. Περαιτέρω, η αγωγή κρίθηκε νόμιμη ως προς την  επικουρική βάση της έκτακτης    χρησικτησίας και ως προς την έτερη  επικουρική βάση της ειδικής  χρησικτησίας κατ΄αρθρο 4 του ν 3127/2003  και  περαιτέρω  διατάχθηκε η επανάληψη της συζητήσεως της υπόθεσης προκειμένου  να προσκομισθεί έγγραφο από τον Δήμο Σαλαμίνας ή από την Νομαρχία Πειραιά ή από την αρμόδια πολεοδομική αρχή από το οποίο  να  προκύπτει αν υφιστατο  στην Κυνοσούρα Σαλαμίνας  οριοθετημένος οικισμός  με πληθυσμό προ της ενάρξεως του ν 3127/2003   που δεν υπερέβαινε  τους  2000 κατοίκους, αλλά και  να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να διακριβωθεί εάν το επίδικο ακίνητο βρίσκεται σε περίπτωση που υφίσταται οριοθετημένος οικισμός Κυνοσούρας εντός αυτού,  καθώς, επίσης και  εάν το επίδικο ακίνητο βρίσκεται εντός του ΑΒΚ …. δημοσίου κτήματος ή εντός του ΑΒΚ …. δημοσίου κτήματος  και  τέλος, εάν το επίδικο ακίνητο εμπίπτει στη χωρική αρμοδιότητα της τέως Κοινότητας Σελληνίων ή της τέως Κοινότητας Αμπελακίων. Μετά την διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης  και την προσκόμιση των αιτούμενων εγγράφων από μέρους του ήδη εφεσίβλητου ως μοναδικού κληρονόμου της αποβιώσασας ενάγουσας εξεδόθη η με αριθμό 3929/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία  αναγνωρίστηκε   η ενάγουσα  κυρία  του επιδίκου ακινήτου  καθώς δέχθηκε το Δικαστήριο ότι ο αρχικός δικαιοπάροχος του ενάγοντος, ……………… ασκούσε πράξεις νομής στο επίδικο ακίνητο ως τμήμα ευρύτερης έκτασης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα ετών προ της 11-9-1915 τις οποίες συνέχισαν οι κληρονόμοι αυτού και μετέπειτα η ενάγουσα.  Περαιτέρω δε,  διατάχθηκε η διόρθωση των αρχικών εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας  ώστε ν΄αναγραφεί  η ενάγουσα  ως αποκλειστική κυρία  του ακινήτου αυτού με αιτία κτήσης την χρησικτησία.

Ήδη, κατά των ανωτέρω αποφάσεων  βάλλει  το  Ελληνικό Δημόσιο   παραπονούμενο    για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων  και ζητεί  την εξαφάνιση  αυτών   και την καθ΄ολοκληρίαν απόρριψη της αγωγής του  αντιδίκου του.

Με τον πρώτο λόγο εφέσεως το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  έπρεπε  να κηρύξει την συζήτηση της υπόθεσης απαράδεκτη καθώς  ο ενάγων δεν είχε προσκομίσει πιστοποιητικό  ΕΝΦΙΑ κατ΄εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 54Α παρ 5 του ν. 4174/2013.  Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος καθόσον στην προκειμένη περίπτωση  η πρώτη συζήτηση της αγωγής έλαβε χώρα στις  18-2-2013, ενώ το άρθρο 54 Α με το οποίο προβλέφθηκε η σχετική υποχρέωση  προστέθηκε στο νόμο 4174/2013 με το άρθρο 9 παρ 2 του ν 4223/2013 (ΦΕΚ 31-12-2013) το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 59 παρ 2 του αυτού νόμου έχει ισχύ  από 1-1-2014. Ως εκ τούτου κατά την πρώτη συζήτηση της  ένδικης αγωγής  δεν είχε θεσπισθεί ακόμη η υποχρέωση αυτή. Ενόψει δε, του ότι  η   επαναληφθείσα συζήτηση η οποία  έγινε  στις 27-11-2017  θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης ,ήτοι της συζήτησης της 18-2-2013 κρίνεται ότι δεν απαιτείται η προσκόμιση του σχετικού πιστοποιητικού ΕΝΦΙΑ αφού δεν δύναται να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση αγωγής μετά  την έκδοση (μη οριστικής) απόφασης.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης  το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι παρά το νόμο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν κήρυξε απαράδεκτη την ένδικη αγωγή λόγω αοριστίας  αφού ο ενάγων  δεν συμπλήρωσε  την ιστορική βάση της αγωγής που θεμελιώνεται στις διατάξεις έκτακτης χρησικτησίας  μολονότι αμφισβήτησε την κυριότητα των δικαιοπαρόχων  αυτού (άμεσων και απώτερων) και ειδικότερα δεν ανέφερε συγκεκριμένες πράξεις νομής από τον απώτερο δικαιοπάροχο αυτού  επί τριακονταετία προ της 11-9-1915 που απαιτούνταν κατά  το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου  21 του ΝΔ/τος 29-4/16-3-1926 για την κτήση κυριότητας επι δημοσίου κτήματος. Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος  κατ΄ουσίαν καθόσον ο ενάγων εκθέτει στην αγωγή  ότι από το 1850 ο απώτερος δικαιοπάροχος αυτού, ………..  ασκούσε πράξεις νομής στο ακίνητο αυτό ως τμήμα ευρύτερης έκτασης  με καλή πίστη, καθώς   καλλιεργούσε στο επίδικο ακίνητο αμπέλια και έβοσκε  σ΄αυτό  τα ζώα του  (βλ σελίδες 3, 11 , 15 και 19   της αγωγής) πράξεις τις οποίες συνέχισαν οι  κληρονόμοι  αυτού, ………….και ……………  μετά δε  τον θάνατο του τελευταίου τις αυτές  πράξεις  συνέχισαν με καλή πίστη  οι κληρονόμοι αυτού, ………. και …………. (βλ σελίδα 15 της αγωγής), οι οποίοι πώλησαν και μεταβίβασαν  το ακίνητο αυτό  στον …………….., ο οποίος συνέχισε την άσκηση των αυτών πράξεων νομής σε ολόκληρο το ακίνητο με καλή πίστη, ενώ μετά τον θάνατο αυτού οι κληρονόμοι του συνέχισαν την άσκηση πράξεων νομής  με καλή πίστη  και  το έτος 1961 πώλησαν  το ακίνητο αυτό στην ……….., η οποία  άσκησε πράξεις νομής,  όπως η διαμόρφωση ιδιωτικών δρόμων εντος του ευρύτερου ακινήτου  και η δημιουργία  επιμέρους γεωτεμαχίων. Εξάλλου, εκτίθεται στο δικόγραφο ότι πράξεις  νομής όπως  η χρησιμοποίησή του ακινήτου αυτού  ως κατοικία συνέχισε ν΄ασκεί και  ο ειδικός διάδοχος της ………., . . και ακολούθως η καθολική διάδοχος – εγγονή αυτού, ……… καθώς και ο ειδικός διάδοχος αυτής, ……… τον οποιο κληρονόμησαν οι άμεσοι δικαιοπάροχοι τη ενάγουσας α)  ………. , β)  ………. γ) …………, δ) …………  και ε) …………… Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με τις προσβαλλόμενες   υπ΄αριθμόν 2639/2013 μη οριστική απόφαση και υπ΄αριθμόν 3929/2018 οριστική απόφαση δέχτηκε τα ίδια  και έκρινε ως ορισμένη την επικουρική βάση της αγωγής η οποία θεμελιώνεται στις διατάξεις περί έκτακτης χρησικτησίας  ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με τον  σχετικό λόγο της έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Από τις ρυθμίσεις που ακολούθησαν της Συνθήκης του Λονδίνου της 6 Ιουνίου 1827 και περιέχονται στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 “Περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19.6/1-7-1830 σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του ν. της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα τα οποία κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως και ακολούθως κατείχοντο από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό, κατά το οθωμανικό δίκαιο, τίτλο (ταπί). Σημειωτέον ότι ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα δεν μπορεί να γίνει λόγος για την περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31-3-1833 με βάση την από 27-6/9-7-1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών αρχών, ενώ εξάλλου, κατά τη διάρκεια της τρίτης Τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (25-5-1827 έως 31-3-1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος, ως έχων, κατά το οθωμανικό δίκαιο, την κυριαρχία εφ’ όλης της γης, που ανήκε στο οθωμανικό κράτος, είχε εκδώσει θέσπισμα με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους Οθωμανούς και Έλληνες, την κυριότητα των ήδη κατεχομένων απ’ αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά δικαιώματα τους αναγνωρίσθηκαν ακολούθως με το από 21-1/3-2-1830 Πρωτόκολλο “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και με την προαναφερόμενη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως. Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Β.Δ/τος της 17-11/1-12-1836 “περί ιδιωτικών δασών” που έχει ισχύ νόμου, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες οι οποίες πριν από την έναρξη του περί ανεξαρτησίας απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες. Για την αναγνώριση των τελευταίων ως ιδιωτικών δασών, ώφειλαν οι ιδιοκτήτες των δασικών εκτάσεων, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του διατάγματος αυτού, να παρουσιάσουν στη Γραμματεία του Υπουργείου Οικονομικών τους τίτλους ιδιοκτησίας, διαφορετικά θεωρούνται δημόσια δάση. Έτσι με τις διατάξεις αυτές του πιο πάνω Β.Δ/τος θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας σε όλα τα δάση που υπήρχαν πριν την ισχύ του διατάγματος αυτού στα όρια του Ελληνικού Κράτους, τα οποία δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση, όμως, εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικουμένου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (23.3) 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ.3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος Β.Ρ. Δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 Εισ.ΝΑ.Κ έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα που ανήκαν στο Δημόσιο, ακόμη και αν αυτά ήταν δημόσια δάση ή δασικές εκτάσεις. Προϋπόθεση της χρησικτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ήταν η άσκηση νομής πάνω στο ακίνητο και χωρίς νόμιμο τίτλο, αλλ’ απλώς με καλή πίστη ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν.20 παρ. 12 Πανδ.(5-8), 27 Πανδ. (18.1), 10, 18 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16) τη συνδρομή της οποίας, ενόψει της φύσης της, ως ενδιάθετης κατάστασης, συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικώς από τα περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, καθώς και με διανοία κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του εφ’ όσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με το νόμο της 21.6/3-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, στο άρθρο 21 του οποίου ορίσθηκε ότι “ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων κτημάτων, εφαρμόζονται οι εν τω πολιτικώνόμω διατάξεις”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προς εκείνες του ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου” που εκδόθηκαν σε εκτέλεσή του και ακόμη του άρθρου 21 ν.δ. της 22-4/26-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης” που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του α.ν. 1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων” με τις οποίες απαγορεύθηκε κάθε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των κτημάτων αυτού από 26-5-1926 και εφεξής, συνάγεται ότι προκειμένου περί δημοσίων κτημάτων, όπως είναι και τα δημόσια δάση, είναι δυνατή η απόκτηση από άλλον κυριότητας σε αυτά με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών με διανοία κυρίου και καλή πίστη, είχε συμπληρωθεί μέχρι 11-9-1915 (Ολ.ΑΠ 75/1987). Εφόσον δε, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, αποκτήθηκε κυριότητα σε δάσος ή σε δασική έκταση με έκτακτη χρησικτησία μέχρι 11- 9-1915, δεν ασκεί έννομη επιρροή στην κυριότητα που αποκτήθηκε, η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1του ν. 998/1979 “περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας” με την οποία ορίζεται ότι “σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημοσίου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιοδήποτε δικαίωμα, εμπράγματο ή όχι, επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κ.λ.π. το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματός του”. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 Β.Δ./τος 3/15-12-1833 “περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834” όλα τα λιβάδια, δηλαδή οι βοσκότοποι, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί) εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Η έννοια αυτή προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 ν. Κ.Θ. της 31-1/18-2-1864 “περί βοσκημίσων γαιών” με την οποία ορίζεται ότι το Δημόσιο ως και οι κοινότητες διατηρούν ανέπαφα τα δικαιώματα όσα προ της εποχής ταύτης είχαν επί των αμφισβητουμένων λιβαδίων άνευ βλάβης των παρά τρίτων αποκτηθέντων δικαιωμάτων, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 3 του ν. ΨΝΖ της 27-3/1-4- 1880 “περί κοινοτικών και εθνικών λιβαδίων” κατά την οποία το Δημόσιο, ως προς τα εθνικά και οι κοινότητες ως προς τα κοινοτικά λιβάδια διατηρούν απέναντι των ιδιωτών τη νομική κατοχή επί των βοσκησίμων τόπων, επί των οποίων εγένοντο μέχρι το έτος 1864, τοποθετήσεις ποιμνίων. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διατάξεις περί κτήσεως κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, προκύπτει ότι είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας επί λιβαδίων ή βοσκοτόπων υπό ιδιωτών, εφόσον αυτοί τους ενέμοντο με διανοία κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι και την 11-9-1915. Ούτε τέλος, απαιτείτο από τις άνω διατάξεις ως προϋπόθεση της αξιουμένης καλής πίστεως για την κτήση κυριότητας επί δημοσίου δάσους και γενικώς επί δημοσίων κτημάτων πραγμάτων, με έκτακτη χρησικτησία, η ύπαρξη ταπίου υπέρ του χρησιδεσπόζοντος ή η εκ μέρους αυτού υποβολή τίτλων ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 3 παρ. α’ του άνω από 17-11-1836 β.δ/τος (ΑΠ 1355/2014, ΝΟΜΟΣ).

Από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του  πρωτοβάθμιου  Δικαστηρίου  και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την συμπροσβαλλόμενη μη οριστική απόφαση  πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, την με αριθμό καταθ. …./2014 έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε ο  ……….., αγρονόμος τοπογράφος μηχανικός  και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα  που  προσκομίζουν  νομοτύπως και επικαλούνται οι διάδικοι,  είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα,  είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων μεταξύ των οποίων και  την με ημερομηνία 24-2-2015  τεχνική έκθεση του τεχνικού συμβούλου του εκκαλούντος, ………….., αγρονόμου – τοπογράφου – μηχανικού,  αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στη θέση «…»  ή «…….»  Αμπελακίων Σαλαμίνας βρίσκεται ακίνητο το οποίο  έχει καταχωρισθεί στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας  με αριθμό ΚΑΕΚ ………., επιφανείας  289 τμ κατά τις μετρήσεις του Κτηματολογίου  και 280τμ  κατά το υπ΄αριθμόν ……./7-3-1996 συμβόλαιο πώλησης της  συμβολαιογράφου Πειραιά, ……………  που μεταγράφηκε  στις 26-3-1996  στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας στον τόμο …. και με αριθμό …. δυνάμει του οποίου πωλήθηκε και   μεταβιβάστηκε  στην ενάγουσα  το ακίνητο αυτό  από τους  α)  ……….., β)   ………… γ) …………., δ) ……….. και ε) …………. Το ακίνητο αυτό περιλαμβάνεται  στο με στοιχείο  ………..   Οικοδομικό Τετράγωνο της ανωτέρω περιοχής  και αποτελούσε   τμήμα ευρύτερης έκτασης στην οποία ο απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας, ………..  από το 1850 ασκούσε πράξεις νομής με καλή πίστη, όπως η καλλιέργεια αμπέλου  και η βόσκηση ζώων μέχρι το έτος 1899 που απεβίωσε  έχοντας την πεποίθηση ότι ασκώντας τις πράξεις αυτές  δεν προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητας τρίτου. Μετα τον θάνατό του υπεισήλθαν στην κληρονομία και συνέχισαν  τις αυτές πράξεις   τα παιδιά  του  α) ……..  ο οποιος απεβίωσε στις 22-5- 1932  και β) ……  ο οποιος απεβίωσε το έτος 1908. Μετά  τον θάνατο του ………  τα παιδιά του ………  και ……….. . υπεισήλθαν στην κληρονομία του πατέρα τους συνεχίζοντας τις αυτές πράξεις νομής  και ακολούθως, μεταβίβασαν αιτία πωλήσεως  στο θείο τους, ……..   δυνάμει του υπ΄αριθμόν ……../17-3-1908 συμβολαίου του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ….. που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … και με αριθμό ….  το μερίδιο που είχαν κληρονομήσει από τον πατέρα τους, ……….. Ο  ………  συνέχισε την άσκηση πράξεων νομής με καλή πίστη  ως αποκλειστικός νομέας  του ακινήτου αυτού  καλλιεργώντας αμπέλια και χρησιμοποιώντας το υπόλοιπο τμήμα για την βόσκηση ζώων του. Μετά τον θάνατο του ……… το ακίνητο περιήλθε στους κληρονόμους του και συγκεκριμένα στην χήρα αυτού, …… και στα τέκνα του, ……….., οι οποίοι υπεισήλθαν στην κληρονομία συνεχίζοντας τις πράξεις νομής του δικαιοπαρόχου τους. Η χήρα του ………. απεβίωσε το έτος 1937  και το μερίδιο της περιήλθε στα ανωτέρω δέκα τέκνα αυτής, οι οποίοι υπεισήλθαν στην κληρονομία και  συνέχισαν την άσκηση πράξεων νομής στο επίδικο ακίνητο. Μετά τον θάνατο του ……… που επισυνέβη το έτος 1952 το μερίδιο του περιήλθε  στην σύζυγό του …….. και στα τέκνα του …….., ……… οι οποίοι συνέχισαν τις αυτές πράξεις νομής στο ακίνητο αυτό. Μετά τον θάνατο του ……. (……….)  που επισυνέβη το έτος 1954 το μερίδιο του περιήλθε στην σύζυγο του …….. και στους αδελφούς του ,……………. οι οποίοι αποδέχτηκαν την κληρονομία αυτή με τις υπ΄αριθμούς ……./ 1961 και ……../ 1961  πράξεις αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αθηνών ………. που μεταγράφηκαν στα οικεία βιβλία μεταγραφών συνεχίζοντας τις αυτές πράξεις νομής στο ακίνητο αυτό. Μετά τον θάνατο του ………. το μερίδιο του περιήλθε στην σύζυγο του … και στα τέκνα του ………… οι οποίοι αποδέχτηκαν την κληρονομιά με την με αριθμό ………/1961  Πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών και συνέχισαν την άσκηση των ως άνω πράξεων νομής. Μετά τον θάνατο του ………. που επισυνέβη το 1958  το μερίδιο του περιήλθε στην σύζυγό του   ………. και στους αδελφούς του, …………, τα τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του ………… και τα τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του ………….. οι οποίοι αποδέχτηκαν την κληρονομιά με την υπ΄αριθμόν ………/ 1961 Πράξη αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αθηνών, ……… που μεταγράφηκε στα οικεία βιβλία μεταγραφών και συνέχισαν την άσκηση των αυτών πράξεων νομής στο ακίνητο αυτό, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο ………. κατασκεύασε οικία εντός αυτού  βάσει της υπ΄αριθμόν ……../1961 άδειας οικοδομής  της Πολεοδομίας Πειραιά. Μετά τον θάνατο της  …….. συζύγου ………..  που επισυνέβη το έτος 1960 το μερίδιο αυτής περιήλθε στον σύζυγο της …….. και στα τέκνα της, ………… οι οποίοι αποδέχτηκαν την κληρονομια με την υπ΄αριθμόν ………./1961 Πράξη αποδοχής κληρονομίας της αυτής συμβολαιογράφου που μεταγράφησε στα οικεία βιβλία μεταγραφών και συνέχισαν την άσκηση των αυτών πράξεων νομής στο ακίνητο αυτό.

Στη συνέχεια, οι ανωτέρω μεταβίβασαν την ευρύτερη επιφάνεια στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο στην …… το γένος ………, αιτία πωλήσεως δυνάμει του υπ΄αριθμόν ……../1961 συμβολαίου του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε στον τόμο ….. και με αριθμό ……..,  η οποία  άσκησε πράξεις νομής στο ακίνητο αυτό προβαίνοντας σε χάραξη ιδιωτικών δρόμων και σε κατάτμηση της συνολικής επιφάνειας σε επιμέρους ακίνητα και ακολούθως, μεταβίβασε το επίδικο ακίνητο αιτία πωλήσεως στον ………… δυνάμει του υπ΄αριθμόν ……../30-3-1962  συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών, …….. που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο ……. και με αριθμό …. Ο …….. κατέλιπε με διαθήκη το ακίνητο αυτό στην εγγονή του, ………., η οποία αποδέχτηκε την κληρονομία αυτή με την υπ΄αριθμόν ………./1-3-1994  πράξη αποδοχής κληρονομίας  της συμβολαιογράφου Πειραιά ………. που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. και με αριθμό ……. Στη συνέχεια, η  ……. μεταβίβασε το ακίνητο αυτό αιτία πωλήσεως στον ……………. δυνάμει του υπ΄αριθμόν ……./1-3-1946 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιά …….. που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …… και με αριθμό ……… Ο ……….. απεβίωσε την 22-9-1994 και κληρονομήθηκε από τους  δικαιοπαρόχους της ενάγουσας α) ………., β) ………, γ) ………., δ) ……….και ε) ……….. οι οποιοι αποδεχτηκαν την κληρονομιαία περιουσία με την υπ΄αριθμόν ……../23-3-1995 πράξη αποδοχής κληρονομίας  της συμβολαιογράφου Πειραιά ……….    που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου  Σαλαμίνας στον τόμο …….. και με αριθμό ……….. Ακολούθως, οι ανωτέρω κληρονόμοι του ……….. πώλησαν και μεταβίβασαν στην ενάγουσα, ………και ……… το επίδικο ακίνητο, όπως προαναφέρθηκε δυνάμει του υπ΄αριθμόν ………/7-3-1996 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιά ……….. που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. και με αριθμό ….., η οποία συνέχισε την άσκηση πράξεων νομής στο ακίνητο αυτό χρησιμοποιώντας το ως κατοικία και επιμελούμενη των δένδρων και φυτών που είχαν φυτέψει οι δικαιοπάροχοι αυτής αλλά και η ίδια μετέπειτα. Καθ΄ολη την διάρκεια των ετών που προηγήθηκαν από το 1850 και εντεύθεν  οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας, άμεσοι και απώτεροι  ασκούσαν πράξεις νομής στο επίδικο ακίνητο με καλή πίστη,  όπως η καταμέτρηση,  η επόπτευση αυτού, η  καλλιέργεια αμπελιού και η  βόσκηση ζώων, όπως προαναφέρθηκε,  δίχως ποτέ να το εγκαταλείψουν, ενώ η ενάγουσα  ασκούσε   πράξεις νομής από το έτος 1996 και εντεύθεν δίχως να έχει αποβληθεί από   το   εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο,  το οποίο το πρώτον,  το έτος 2003  διεκδίκησε το  ακίνητο  αυτό  ζητώντας να καταχωριστεί στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας ως Δημόσιο Κτήμα.

Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι το επίδικο ακίνητο έχει περιέλθει στην κυριότητα του  δυνάμει της από 27-6/9-7-1832  Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και των από 3-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 σχετικών πρωτοκόλλων του Λονδίνου  «δικαιώματι πολέμου»  (JUREBELLICO),  ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου και των υπηκόων του στο οποίο ανήκε προ και μέχρι την επανάσταση του 1821 κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού  Κράτους, αλλά στην κυριότητα του περιήλθαν, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην  προεκτιθέμενη μείζονα σκέψη, εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών τα οποία κατά την διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές  δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα τα οποία  κατά το χρόνο υπογραφής  των ως άνω Πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί  από τους αναχωρήσαντες  από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους  αυτών και δεν είχαν καταληφθεί  από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του νόμου της 21-6/10-7-1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», όχι όμως και όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως και ακολούθως, κατείχοντο από Έλληνες ιδιώτες  με διάνοια κυρίου έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό, κατά το οθωμανικό δίκαιο, τίτλο (ταπί). Πρέπει να σημειωθεί ότι ως προς τα ευρισκόμενα στην Σαλαμίνα οθωμανικά κτήματα όπως και για τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, δεν μπορεί να γίνει λόγος για την περιέλευση τους  στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου αφού η  Σαλαμίνα όπως και η Αττική   δεν κατακτήθηκε με τα όπλα,  αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος  το 1832  με βάση το από 21-1/3-2-1830  Πρωτόκολλο «περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος» και τα ερμηνευτικά αυτού Πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830,  την  από 27-6/9-7-1832 Συνθήκη  Κωνσταντινούπολης  «περί οριστικού  διακανονισμού  των ορίων της Ελλάδος», αλλά  και  το από 30-8-1832  Πρωτόκολλο της  Συνδιάσκεψης του Λονδίνου και κατόπιν συμφωνιών  μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών αρχών. Περαιτέρω,  ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι  η επίδικη έκταση  περιήλθε στην κυριότητα του  δυνάμει της ως άνω Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως  και των ως άνω Πρωτοκόλλων  ως ανήκουσα προ της επαναστάσεως  του 1821 σε Οθωμανούς υπηκόους  οι οποίοι κατά το χρόνο της υπογραφής των Πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλείψει τις περιοχές των Αθηνών, Πειραιώς, Στερεάς και Πελοποννήσου που είχαν  προσδιορισθεί ως περιοχές μέλλουσες ν΄αποτελέσουν το Ελληνικό Κράτος, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι η έκταση αυτή προ της επαναστάσεως του 1821 ανήκε σε Οθωμανούς υπηκόους. Επιπρόσθετα, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι  το επίδικο ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα του βάσει των διατάξεων του βδ της 17-11-1836 «περί ιδιωτικών δασών» καθόσον από το έτος 1820 έως και το έτος 1998 αποτελούσε (δημόσια) δασική έκταση βάσει των αεροφωτογραφιών του έτους 1945 και 1998 κρίνεται αβάσιμος καθόσον με τις διατάξεις αυτές  θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας σε όλα τα δάση που υπήρχαν πριν την ισχύ του διατάγματος  αυτού στα όρια του Ελληνικού Κράτους, τα οποία δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες  υπό την προϋπόθεση, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προεκτιθέμενη μείζονα σκέψη, της ιδιότητας του διεκδικούμενου ως δάσους  κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος  του διατάγματος αυτού, η οποία (προϋπόθεση) στην προκειμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχει αφού το εκκαλούν  προς απόδειξη του ισχυρισμού του επικαλείται αεροφωτογραφίες του 1945, οι οποίες δεν επαρκούν ενόψει του χρόνου λήψης τους  αφού αναφέρονται σε μεταγενέστερο κατά εκατό δέκα έτη χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα του βάσει του βδ 3/15-12-1833 «περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοιδιόκτητα λιβάδεια εγγειου φόρου κατά τα έτη 1833 – 1834» καθώς αποτελούσε βοσκότοπο ή λιβάδι κρίνεται ως αβάσιμος καθόσον με τις διατάξεις αυτές  θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας σε όλους τους βοσκότοπους και τα λιβάδια  που υπήρχαν πριν την ισχύ του διατάγματος  αυτού στα όρια του Ελληνικού Κράτους, υπο την προϋπόθεση της ιδιότητας του διεκδικούμενου ως βοσκότοπου ή λιβαδιου  κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος  του διατάγματος αυτού, η οποία στην προκειμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχει. Εξάλλου, ο ισχυρισμός  του εκκαλούντος ότι το επίδικο περιήλθε στην κυριότητα του με τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία κρίνεται απορριπτέος καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι το  Ελληνικό Δημόσιο ασκούσε  πράξεις νομής στο επίδικο ακίνητο, αλλά αντιθέτως ότι ο απώτερος δικαιοπάροχος του ενάγοντος,  ……… ασκούσε πράξεις νομής από το 1850 και εντεύθεν, τις οποίες συνέχισαν οι κληρονόμοι αυτού, όπως προαναφέρθηκε. Τέλος, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι το επίδικο περιήλθε στην κυριότητα του ως αδέσποτο κρίνεται απορριπτέος καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι το ακίνητο αυτό ήταν αδέσποτο ή ότι  είχε εγκαταλειφθεί από τους (αναχωρήσαντες) Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτού  και δεν είχε καταληφθεί από τρίτους, αλλά αντιθέτως ότι ο απώτερος δικαιοπάροχος του ενάγοντος,  ………… ασκούσε πράξεις νομής από το 1850 και εντεύθεν, τις οποίες συνέχισαν οι κληρονόμοι αυτού, όπως προαναφέρθηκε, με την πεποίθηση ότι δεν βλάπτουν δικαιώματα τρίτων. Εξάλλου, και αν ακόμη υποτεθεί ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε δημόσιο κτήμα  ή δάσος που κατά τεκμήριο ανήκε στο Ελληνικό Δημόσιο, είχε συμπληρωθεί  μέχρι  11-9-1915    τριακονταετής άσκηση πράξεων νομής με καλή πίστη (με την πεποίθηση ότι δεν βλάπτει δικαιώματα τρίτων)  στο πρόσωπο του  ………..   με συνυπολογισμό  στο χρόνο νομής αυτού του  χρόνου  νομής των δικαιοπαρόχων του    α) ………. (εκ των οποίων απέκτησε τη νομή κατά ½ εξ αδιαιρέτου με ειδική διαδοχή δυνάμει του προαναφερόμενου συμβολαίου νομίμως μεταγραφέντος) γ)  ………… και δ) ………… (εκ του οποίου  απέκτησε το ½ εξ αδιαιρέτου λόγω κληρονομικής διαδοχής με ανάμειξη στην κληρονομία). Ως εκ τούτου ο ………. ο οποίος απεβίωσε το 1932 είχε  καταστεί στις 11-9-1915  κύριος  της επίδικης  εκτάσεως  και αν ακόμη υποτεθεί ότι αποτελούσε δημόσιο κτήμα. Το γεγονός δε, ότι  ο …………… ασκούσε πράξεις νομής στο επίδικο ακίνητο κατά ½ εξ αδιαιρέτου μέχρι το 1908 και ακολούθως κατά 100%   επιβεβαιώνεται  και από το  προαναφερόμενο υπ΄αριθμόν ……../1908 συμβόλαιο του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμινας ………… που μεταγράφηκε  στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, καθόσον πέραν του ότι  αναφέρεται σ΄αυτό   ότι οι αδελφοί ……….. στις 17-3-1908 πωλησαν  στον …………,  το ½ εξ αδιαιρέτου του εν λόγω ακινήτου το οποιο  περιήλθε σ΄αυτούς από «πατρική κληρονομιά», ήτοι από κληρονομία του πατέρα τους, …….,  επισημαίνεται επίσης  ότι το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου ανήκε  στον …………    Εκ των αναφορών αυτών   συνάγεται αφενός μεν  γενική αναγνώριση του ……….  ως συννομέα  μέχρι το 1908 (και αποκλειστικού  νομέα για το μετέπειτα διάστημα) του ακινήτου αυτού, αφετέρου δε αναγνώριση του πατέρα τους ως ετέρου συννομέα του ακινήτου αυτού κατά το υπόλοιπο ποσοστό μέχρι του θανάτου του που επισυνέβη το 1908. Η σύμμετρη δε, άσκηση πράξεων νομής των αδελφών …………. και ………. στο ακίνητο αυτό επιβεβαιώνει την παραδοχή  της  περιελευσης αυτού σ΄αυτούς   από κληρονομια του πατέρα τους, ………..  (ο οποίος απεβίωσε το 1899)  στην οποία αναμείχθηκαν  με γεωργικές καλλιέργειες και βόσκηση ζώων, όπως προαναφέρθηκε.  Η καλή πίστη δε, των ανωτέρω απώτερων δικαιοπαρόχων του ενάγοντος επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο από το 1850 μέχρις καταχωρίσεώς του κατά το έτος 2003  στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας ως αποκλειστικού κυρίου του επιδίκου ακινήτου που έγινε  το  έτος 2003, ήτοι για χρονικό διάστημα 153 ετών δεν απέβαλε τον εκάστοτε χρήστη του ακινήτου αυτού  αναγνωρίζοντάς σ΄αυτόν κατ΄ακολουθίαν το δικαίωμα  να συμπεριφέρεται με διάνοια κυρίου. Επίσης, η πεποίθηση των απώτερων δικαιοπαρόχων του ενάγοντος ότι το ακίνητο αυτό δεν αποτελεί δημόσιο κτήμα επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η Κοινότητα Σεληνίων άσκησε την με ημερομηνία  5-8-1963 αγωγή  ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά και κατά της ………….. (άμεσου δικαιοπαρόχου του ήδη εφεσιβλήτου ενάγοντος) για την οποία ορίσθηκε δικάσιμος η 18-10-1963 καθώς και  την με ημερομηνία 15-4-1965 αγωγή  ενώπιον του αυτού Δικαστηρίου  για την οποία ορισθηκε δικάσιμος η 25-2-1965 διεκδικώντας μεταξύ άλλων και την επίδικη έκταση από την ……, οι οποίες δεν εκδικάστηκαν καθώς επήλθε μεταξύ των διαδίκων συμβιβασμός  δυνάμει της  υπ΄αριθμόν ………/1969 συμβολαιογραφικής πράξεως του συμβολαιογράφου Πειραιώς . ………. αφού προηγουμένως η ……….. ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει  στην Κοινότητα Σεληνίων το ποσό των 200.000 δραχμών. Στις ενέργειες δε, αυτές δεν θα προέβαινε η Κοινότητα Σεληνίων  αν η επίδικη έκταση αποτελούσε Δημόσιο Κτήμα.  Εξάλλου, και τα πρωτόκολλα αποζημιώσεως που είχαν εκδοθεί για την  θέση Βάρβαρι της Κυνοσούρας ακυρώθηκαν με αποφάσεις του Ειρηνοδίκη Ελευσίνος  (βλ με ημερομηνία 15-10-1970 έγγραφο της Διεύθυνσης Φορολογίας  Δημοσίων Κτημάτων). Κατόπιν όλων αυτών δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ενάγουσα έχει καταστεί κυρία  του επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Παρά ταύτα έχει καταχωρισθεί  στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας  ότι το ακίνητο αυτό αποτελεί Δημόσιο Κτήμα που φέρει τον αριθμό ….. και  ανήκει εξ ολοκλήρου  στο εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο. Επομένως, πρέπει να διορθωθεί η ανακριβής αυτής πρώτη εγγραφή ώστε  να καταχωριστεί αποκλειστική  κυρία του ακινήτου αυτού  η ενάγουσα  με αιτία κτήσης την έκτακτη χρησικτησία δοθέντος ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης από τις διατάξεις των άρθρων 6 και 7 του ν 2664/1998 προθεσμίας από της  ημερομηνίας ισχύος του Κτηματολογίου στην επίδικη περιοχή. Σημειωτέον δε, ότι  η ενάγουσα απεβίωσε στις 12.1.2015,  και στη θέση της υπεισήλθε ως μοναδική πλησιέστερη συγγενής της ο υιός της, ……… (εφεσίβλητος) ο οποίος αποδέχτηκε  την κληρονομιαία περιουσία με την υπ΄ αριθμόν ……./2017 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………… η οποία καταχωρίστηκε στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας με αριθμό …… Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη δέχθηκε τα ίδια, έστω και εν μέρει  διαφορετική αιτιολογία  η οποία και αντικαθίσταται  από την αιτιολογία της απόφασης αυτής  και αναγνώρισε την ενάγουσα  κυρία της επίδικης έκτασης και περαιτέρω διέταξε την διόρθωση της αρχικής ανακριβούς εγγραφής  στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας προκειμένου να καταχωρισθει  η ενάγουσα  ως αποκλειστική  και πλήρης κυρία  αυτού με τίτλο κτήση την έκτακτη χρησικτησία, ορθά  κατ΄αποτέλεσμα έκρινε  και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με τους σχετικούς λόγους  έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας  πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής  (άρθρα 179,183 και 191 παρ 2 ΚΠολΔ, του άρθρου 22 του 3693/1957 που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 22 αριθμό 18 του ΕισΝΚΠολΔ σε συνδυασμό με την υπ΄αριθμόν 134423 /1992 Κοινή  Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ αριθμ 11/20-1-1993). Διάταξη περι επιστροφής παραβόλου άσκησης έφεσης  δεν πρέπει να περιληφθεί στην απόφαση αφού ως  προς το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο δεν νοείται   σχετική υποχρέωση (αρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  έφεση

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ  εν όλω τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    23 Αυγούστου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, του πληρεξουσίου δικηγόρου του καλούντος-εφεσιβλήτου και της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του καθ΄ ου η κλήση-εκκαλούντος.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ