Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 420/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     420/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα T.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α.    ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) Εταιρίας ……….., 2) Εταιρίας ………… και 3) ……….., οι οποίες παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Παύλου Σιούφα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….. ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Τρύφωνα Αλυκάτορα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Και

Β.    ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Τρύφωνα Αλυκάτορα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρίας …………, 2) Εταιρίας …………… και 3) ……………… οι οποίες παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Παύλου Σιούφα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Ο εκκαλών στην Β έφεση – εφεσίβλητος στην Α έφεση άσκησε την από 4-11-2019 και με ΓΑΚ …….. και ΕΑΚ ……../5-11-2019 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά των εφεσίβλητων στη Β’ έφεση – εκκαλούντων στην Α’ έφεση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ίδια άνω ειδική διαδικασία, η με αριθ. 3209/2020 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή αυτή έγινε εν μέρει δεκτή. Κατά της τελευταίας ως άνω απόφασης παραπονούνται: α) οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες – εφεσίβλητοι με την κρινόμενη από 21-10-2020 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../22-10-2020 έφεσή τους και β) ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος με την κρινόμενη από 14-4-2021 και με ΓΑΚ ….. και Ε.Α.Κ. …./14-4-2021 έφεσή του, οι οποίες, με τις με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../23-10-2020 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …../16-4-2021 πράξεις αντίστοιχα, ορίσθηκαν να συζητηθούν στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία και συζητήθηκαν.                Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την υποβολή των ως άνω δηλώσεων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι υπό κρίση: α) από 21-10-2020 και με ΓΑΚ …… και ΕΑΚ …../22-10-2020 έφεση των εταιριών «……………..» και «…………… και του …………. κατά του …………. (στο εξής: Α έφεση) και β) από 14-4-2021 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……../14-4-2021 έφεση του ……….. κατά των εταιριών «……………..» και «…………». και του ………… (στο εξής: Β έφεση), οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 3209/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών  – εργατικών διαφορών, επί της από 4-11-2019 και με ΓΑΚ …… και ΕΑΚ ……/5-11-2019 αγωγής του εκκαλούντος στη Β έφεση) είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, όπως τα άρθρα 495, 518 και 591 ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αντίστοιχα). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλούντων, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Δωδ. 225/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Ι. Με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 762/1978 «περί αστικής ευθύνης του ως αντιπροσώπου συνάπτοντος εν Ελλάδι σύμβαση εργασίας μετά του ναυτικού» ορίζεται ότι «εάν ο εργοδότης ναυτικού, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, δεν έχει μόνιμη κατοικία στην Ελλάδα ή είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο ως αντιπρόσωπος αυτού συνάπτων στην Ελλάδα σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη, ευθύνεται σε ολόκληρο με αυτόν για όλες τις απορρέουσες από τη σχέση ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι του ναυτικού (παρ. 1). Εάν την ανωτέρω σύμβαση με το ναυτικό συνήψε στην Ελλάδα νομικό πρόσωπο, ημεδαπό ή αλλοδαπό, με τον εργοδότη ενέχονται ατομικώς εις ολόκληρο για τις κατά την προηγούμενη παράγραφο απαιτήσεις του ναυτικού, όλα τα από του χρόνου της συνάψεως της συμβάσεως μέχρι του χρόνου της από το ναυτικό ασκήσεως των εξ αυτής αξιώσεων του εκπροσωπήσαντα ή εκπροσωπούντα το νομικό αυτό πρόσωπο, φυσικά πρόσωπα» (παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αν ο εργοδότης του ναυτικού είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρία, ο αντιπρόσωπος αυτής που συνήψε στην Ελλάδα με τον ναυτικό σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη ευθύνεται σε ολόκληρο με αυτόν για κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη σχέση ναυτικής εργασίας. Αν τη σύμβαση αυτή κατάρτισε στην Ελλάδα ημεδαπό ή αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ως αντιπρόσωπος με την προεκτεθείσα έννοια, τότε για τις απαιτήσεις του ναυτικού ευθύνεται σε ολόκληρο με τον εργοδότη και το φυσικό πρόσωπο που εκπροσώπησε το νομικό πρόσωπο. Η σύμβαση αυτή δεν είναι αναγκαίο να γίνει εγγράφως. Η σύμβαση προσλήψεως του ναυτικού για να ναυτολογηθεί σε πλοίο είναι ιδιότυπη οριστική σύμβαση και παράγει τα αποτελέσματα που θέλησαν τα μέρη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 361 Α.Κ. και κατά συνέπεια, αν αυτή έγινε στην Ελλάδα, υπάρχει εις ολόκληρον ευθύνη των υπόχρεων που αναφέρονται στην ως άνω διάταξη για τις υποχρεώσεις που πηγάζουν απ’ αυτήν ή την σύμβαση ναυτολογήσεως που επακολούθησε (Α.Π. 424/1995, Ε.Ν.Δ. 24, 124, Α.Π. 168/1999, Ε.Ν.Δ. 27, 278 Εφ.Πειρ. 756/2018, Εφ.Πειρ. 711/2018, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 172/2003, Ε.Ν.Δ. 31, 132 επομ, Εφ.Πειρ. 704/2002, Ε.Ν.Δ. 30, 370 επ, Εφ.Πειρ. 184/1997, Ε.Ν.Δ. 25, 58, Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σ. 415 επομ.). Εξάλλου, από την άνω διάταξη του άρθρου 1 Ν. 762/1978 προκύπτει ότι, η κατά τη διάταξη αυτή ευθύνη του αντιπροσώπου του αλλοδαπού εργοδότη, ρυθμίζεται σε κάθε περίπτωση από το ελληνικό δίκαιο και ειδικότερα από τον ως άνω Νόμο, οι διατάξεις του οποίου αποτελούν κανόνες άμεσης εφαρμογής κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 7 παρ. 2 της Δ.Σ. της Ρώμης, ενώ περιέχουν συγχρόνως λανθάνοντες κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που καθορίζουν ως εφαρμοστέο δίκαιο για την ευθύνη του αντιπροσώπου τη Lex Fori (Α.Π. 1224/2019, www.areiospagos.gr, Α.Π. 168/1999, Ε.Ν.Δ. 27, 278, Εφ.Πειρ. 482/2008, Εφ.Πειρ. 237/2007, Εφ.Πειρ. 307/2005, Εφ.Πειρ. 94/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος 3, 189, 192, 193, 361, 648, 651- 653 και 679 του Α.Κ.  και 53 του Κ.Ι.Ν.Δ. συνάγεται ότι και στο πεδίο της ναυτικής εργασίας ισχύει η αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συναλλαγών στο μέτρο που δεν περιορίζεται από κανόνες δημόσιας τάξης. Βάσει της αρχής αυτής γίνεται δεκτό ότι ο ναυτικός μπορεί με τη σύμβαση ναυτολογήσεώς του να αναλάβει έγκυρα την παράλληλη εκτέλεση περισσότερων καθηκόντων επί του πλοίου μέσα στο νόμιμα χρονικά όρια, όπως γίνεται συνήθως κατά την αναπλήρωση ελλείποντος μέλους του πληρώματος. Στην περίπτωση αυτή ο ναυτικός, άσχετα με το χρόνο της ημερήσιας απασχόλησής του για κάθε αυτοτελή και διαφορετική υπηρεσία, δικαιούται να λάβει όλες τις αποδοχές των ειδικοτήτων – υπηρεσιών που προσέφερε, εφόσον με την εργασία που προσέφερε εξαντλείται το περιεχόμενο τους (Εφ.Πειρ. 666/2020,Εφ.Πειρ. 109/2019, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 97/2008, Εφ.Πειρ. 480/2007, Εφ.Πειρ. 187/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Πέραν αυτών, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 349, 374, 648, 653, 656 του Α.Κ. και 53 και 60 του Κ.Ι.Ν.Δ, για να γεννηθεί η παραπάνω αξίωση του ναυτικού, αρκεί ο τελευταίος να βρίσκεται σε απλή ετοιμότητα προς εργασία, έχοντας στη διάθεση του πλοιάρχου όλες τις υπηρεσίες που κατόπιν συμφωνίας ανέλαβε να εκτελέσει, αδιάφορα αν αυτές δεν χρησιμοποιήθηκαν για λόγους που αφορούν τον εργοδότη και δεν οφείλονται σε λόγους ανωτέρας βίας ή σε πταίσμα του εργαζομένου (Εφ.Πειρ. 62/2019, Εφ.Πειρ. 629/2018, Εφ.Πειρ. 458/2018, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 109/2019, Εφ.Πειρ. 231/2013, Εφ.Πειρ. 480/2007, Εφ.Πειρ. 747/2005, Εφ.Πειρ. 712/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αν όμως η απασχόληση του ναυτικού είναι μειωμένη σε κάποια από τις παραπάνω εργασίες, τότε επιτρέπεται να γίνει ανάλογη ελάττωση του αντίστοιχου μισθού μόνο αν η μειωμένη απασχόληση οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε ρητή ή σιωπηρή συμφωνία η οποία έχει διαλάβει τη λεγόμενη ρήτρα υποαπασχολήσεως, που επιτρέπει αντίστοιχη μείωση της αντιπαροχής του εργοδότη (Α.Π. 326/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1007/2000, Ε.Ν.Δ. 29, 40, Α.Π. 33/1992, Ε.Ν.Δ. 1993, 239, Α.Π. 178/1981, Νο.Β. 29, 1387, Εφ.Πειρ. 62/2019, ό.α, Εφ.Πειρ. 629/2018, ό.α, Εφ.Πειρ. 109/2019, Εφ.Πειρ. 255/2018, www.efeteio-peir.gr). Εξάλλου, με το άρθρο 89 παρ. 1 και 4 του Ν.Δ. 187/1973 «περί Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου», ορίζεται ότι, εξαιρετικώς επιτρέπεται ελλιπής κατ’ αριθμό σύνθεση του πληρώματος μετά παρεχομένη αρμοδίως έγκριση, καθώς και ότι για την περίπτωση εκτελέσεως πλου με ελλιπή σύνθεση πληρώματος ο «μισθός των ελλειπόντων μελών του πληρώματος κατανέμεται υποχρεωτικώς και κατά δικαία αναλογία μεταξύ των υπολοίπων μελών του πληρώματος, που επιβαρύνονται με την εργασία των ελλειπόντων είτε με υπερωρία, είτε με ένταση της ιδίας των εργασίας». Οι περί συνθέσεως του πληρώματος όμως διατάξεις του Ν.Δ. 187/1973 (άρθρα 87 επομ.), εφαρμόζονται μόνον επί πλοίων υπό Ελληνική σημαία, διότι ανάγονται στο Δημόσιο Δίκαιο. Επομένως, η αξίωση ναυτικού που υπηρετεί σε πλοίο με ξένη σημαία για μισθό ελλείποντος μέλους του πληρώματος, δεν ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Ελληνικού Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου, ούτε από τα συναφή Προεδρικά και Νομοθετικά Διατάγματα που ορίζουν τη σύνθεση των πληρωμάτων, εκτός αν υπάρχει ειδική συμφωνία των μερών στη σύμβαση ναυτολογήσεως ότι η σύνθεση του πληρώματος θα είναι αυτή που προβλέπεται από το Ελληνικό δίκαιο, ενώ η γενική συμφωνία εφαρμογής του δικαίου τούτου δεν αρκεί όπως πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να θεμελιωθεί τέτοια αξίωση στο Ελληνικό δίκαιο, όταν αυτό κριθεί ως εφαρμοστέο στη σύμβαση, επειδή αρμόζει σ’ αυτή ή συνάγεται τέτοιος μετασυμβατικός καθορισμός αυτού. Αντίθετα, για τη νομική βασιμότητα της ως άνω αξίωσης πρέπει να γίνει επίκληση και απόδειξη του αλλοδαπού Νόμου για τη σύνθεση του πληρώματος (Εφ.Πειρ. 187/2005, ό.α, Εφ.Πειρ. 487/1986, Ε.Ν.Δ. 14, 337, Εφ.Πειρ. 639/1993, Ε.Ν.Δ. 22, 80 επομ.). Διαφορετική όμως είναι η περίπτωση (όπως η κρινόμενη, βλ. παρακάτω) κατά την οποία ο ναυτικός συμφωνεί εξ υπαρχής με τη σύμβαση ναυτολόγησης ή με μεταγενέστερη πρόσθετη συμφωνία ότι θα παρέχει στα νόμιμα χρονικά όρια περισσότερες από μία κύριες εργασίες. Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, 3, 189, 192, 193,361,648, 651 έως 653 και 659 του Α.Κ, 53 του Κ.Ι.Ν.Δ. συνάγεται ότι η αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως, στο μέτρο που δεν περιορίζεται από κανόνες δημοσίας τάξεως, ισχύει και στο πεδίο της ναυτικής εργασίας, γι’ αυτό και μπορεί με τη σύμβαση ναυτολόγησης ή κατόπιν νεότερης και τροποποιητικής εκείνης συμφωνίας με τον Πλοίαρχο, να συνομολογηθεί έγκυρα ότι ο ναυτικός θα παρέχει μέσα στα νόμιμα χρονικά όρια περισσότερες από μία αυτοτελείς εργασίες στο πλοίο, είτε εν όλω είτε μερικώς. Σ’ αυτήν την περίπτωση ο ναυτικός δικαιούται σε απόληψη του αθροίσματος των αποδοχών των εργασιών που συμφωνήθηκε να παρέχει, εφόσον εξαντλεί το περιεχόμενο των υπηρεσιών, άλλως δικαιούται ανάλογο ποσοστό αμοιβής, προς το τμήμα εργασίας που εκτέλεσε. Η αξίωση του ναυτικού να λάβει την αντίστοιχη με την πρόσθετη απασχόληση αμοιβή απορρέει από τη σχετική ενοχική δέσμευση, με βάση την οποία παρέχονται οι υπηρεσίες που του ανατέθηκαν (άρθρο 361 Α.Κ.) και όχι από τις διατάξεις δημοσίου δικαίου που αφορούν τη σύνθεση του πληρώματος του πλοίου και την αναπλήρωση των μελών που ελλείπουν και επομένως σε περίπτωση εκτελέσεως, κατά συμφωνία, καθηκόντων κάποιας ειδικότητας η ύπαρξη ή μη οργανικής θέσεως στη σύνθεση του πληρώματος του πλοίου δεν ασκεί καμιά επιρροή στο κύρος της συμβάσεως, πολύ περισσότερο αφού και ο υπεράριθμος κατά τη νόμιμη σύνθεση ναυτικός δικαιούται να λάβει το μισθό της ειδικότητας τα καθήκοντα της οποίας εκτελεί (Α.Π. 520/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1007/2000, Ε.Ν.Δ. 29, 40, Α.Π. 840/1997, Ε.Ν.Δ. 25, 433, Α.Π. 33/1992, Ε.Ν.Δ. 21, 239, Α.Π. 178/1981, Νο.Β. 29, 1387, Εφ.Πειρ.  666/2020, Εφ.Πειρ. 255/2018, www.efeteio.peir.gr). Και                ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 72 του Κ.Ι.Ν.Δ. «η σύμβαση ναυτολογήσεως δύναται κατά πάντα χρόνο να λυθεί δια καταγγελίας υπό του πλοιάρχου, μη υποχρεωμένου όπως τηρήσει προθεσμία καταγγελίας. Κατά το άρθρο 75 παρ. 3 του Κ.Ι.Ν.Δ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 78 του Α.Ν. 373/1968 «εις περίπτωσιν καταγγελίας της συμβάσεως κατά το άρθρο 72 ο ναυτικός δικαιούται εις αποζημίωσιν, εκτός εάν η καταγγελία δικαιολογήται εκ παραπτώματος αυτού». Τέτοιο παράπτωμα, ως λόγος αναποζημίωτης απόλυσης, αποτελεί, σύμφωνα με τη νομολογία, κάθε υπαίτια και βαριά παράβαση των καθηκόντων του ναυτικού που τελείται με πράξη ή παράλειψη αντίθετη προς το νόμο, τη σύμβαση ναυτολόγησης, τους κανονισμούς, τις ναυτικές συνήθειες που επικρατούν, τις νόμιμες διαταγές των προϊσταμένων του και την επιβαλλόμενη πειθαρχία (Εφ.Πειρ. 212/2002, Ε.Ν.Δ. 30, 206,  με σχόλιο Αντ. Σέργη, Εφ.Πειρ. 930/2000, Ε.Ν.Δ. 29, 141). Κατά δε το άρθρο 76 Κ.Ι.Ν.Δ, «η κατά τας διατάξεις του προηγουμένου άρθρου αποζημίωσις συνίσταται εις ποσόν ίσον προς τον μισθόν δέκα πέντε ημερών. Εάν η λύσις της συμβάσεως ναυτολογήσεως εγένετο εν τη αλλοδαπή, η αποζημίωσις διπλασιάζεται προκειμένου μεν περί λιμένος της Μεσογείου, του Ευξείνου Πόντου, της Ερυθράς Θαλάσσης και της Ευρώπης, τριπλασιάζεται δε περί οιουδήποτε άλλου λιμένος». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, που δεν διακρίνουν μεταξύ σύμβασης αορίστου ή ορισμένου χρόνου, προκύπτει ότι έχουν εφαρμογή και όταν η σύμβαση ναυτολόγησης είναι ορισμένου χρόνου (Εφ.Πειρ. 187/2005, ό.α.).

Με την προαναφερθείσα από 4-11-2019 αγωγή του ο ενάγων και ήδη εκκαλών στη Β’ έφεση – εφεσίβλητος στην Α’ έφεση ισχυρίστηκε ότι, με σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου (3 μηνών), που κατήρτισε στις 30-8-2019, με τη δεύτερη εναγόμενη, η οποία ενεργούσε ως διαχειρίστρια, αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, που εδρεύει στις Νήσους Μάρσαλ και είναι πλοιοκτήτρια του, υπό σημαία Νήσων Μάρσαλ Δ/Ξ πλοίου με την επωνυμία «SP», με αριθμό νηολογίου ….., προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε στο άνω πλοίο, με την ειδικότητα του Α’ Μηχανικού, αντί συμφωνηθέντος κλειστού μηνιαίου μισθού 10.000,00 ευρώ. Ότι με συμπληρωματική σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου (15 ημερών), που κατήρτισε την ίδια άνω ημερομηνία συμφωνήθηκε να παρέχει παράλληλα τις υπηρεσίες του στο ως άνω πλοίο και με την ειδικότητα του Β’ Μηχανικού, για χρονικό διάστημα 15 ημερών από την έναρξη της ναυτολόγησής του, αντί εφάπαξ έξτρα αμοιβής 10.000,00 ευρώ. Ότι περί τις αρχές Οκτωβρίου του 2019 η δεύτερη εναγομένη τον ενημέρωσε ότι θα έπρεπε να αποβιβαστεί από το πλοίο μέχρι την 4-10-2019 προκειμένου να αντικατασταθεί, καταγγέλλοντας έτσι πρόωρα τη σύμβαση εργασίας του, χωρίς ωστόσο να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, αλλά ούτε και τις συμφωνηθείσες αποδοχές για την εκτελεσθείσα 15ήμερη παράλληλη απασχόλησή του ως Β’ Μηχανικού. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, οι δύο πρώτες υπό τις προαναφερθείσες ιδιότητές τους και ο τρίτος με την ιδιότητά του ως νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης, να του καταβάλουν α) για αποζημίωση απόλυσης  15.616,05 ευρώ, β) για συμφωνηθείσες αποδοχές για την εκτέλεση πρόσθετων καθηκόντων Β’ Μηχανικού 10.000,00 ευρώ και γ) για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητάς του ως εργαζόμενου ναυτικού 2.000,00 ευρώ, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο σύμφωνα με τις διαλαμβανόμενες στην αγωγή διακρίσεις, έως την πλήρη εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη με αριθμό 3209/2020 οριστική του απόφαση, αφού απέρριψε το κονδύλι χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ως μη νόμιμο και το κονδύλι συμφωνηθείσας αμοιβής για παράλληλη απασχόληση ελλείποντος Β’ Μηχανικού ως αβάσιμο κατ’ ουσία, στη συνέχεια δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσία και δη ως προς το κονδύλι αποζημίωσης απόλυσης και υποχρέωσε τους εναγόμενους, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστο, να καταβάλουν στον ενάγοντα για την άνω αιτία το ποσό των 15.000,00 ευρώ, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή και με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Ήδη με τις υπό κρίση εφέσεις τους ο ενάγων και οι εναγόμενοι παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ο μεν ενάγων με σκοπό να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η αγωγή του, οι δε εναγόμενοι προκειμένου να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή.

Μόνον η μη πληρωμή των νόμιμων αποδοχών δεν συνιστά αδικοπραξία, διότι η παράλειψη του υπόχρεου προς πληρωμή αυτών δεν οδηγεί σε απώλεια τους, ώστε ο δικαιούχος να υφίσταται περιουσιακή ζημία, αλλά αντιθέτως, ο τελευταίος μπορεί να τα διεκδικήσει με ευθεία αγωγή (άρθρο μόνο Α.Ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο δ’ παρ. 1 του Ν. 2336/1995 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 23 παρ. 1 του N. 4578/2018, Α.Π. 359/2020, Α.Π. 670/2016, Α.Π. 1114/2013, Α.Π. 547/2007, Α.Π. 1436/2002, Α.Π. 1346/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 259/1981, Νο.Β. 29, 1486). Ειδικότερα η παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων μπορεί να θεμελιώσει αξίωση του εργαζομένου προς αποζημίωση κατά τα άρθρα 914, 297 και 298 Α.Κ. μόνο για τη ζημία, που υπέστη από το ως άνω αδίκημα, δηλαδή από την υπαίτια καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών του – η οποία καλύπτεται καταρχήν από τους οφειλόμενους, σε κάθε περίπτωση, τόκους υπερημερίας (άρθρο 346 Α.Κ.) – και όχι για την πληρωμή των ίδιων των αποδοχών, έστω και αν ζητούνται ως αποζημίωση (βλ. πάγια νομολογία, Α.Π. 1017/2008, Νο.Β. 2008, 2139, Α.Π. 1436/2002, ΕλλΔνη 2004, 757, Εφ.Πειρ. 49/2018, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Ιωαν. 264/2006, Ε.Εργ.Δ. 2007, 93, Εφ.Πειρ. 892/2005, Πειρ.Νομ. 2005, 507, Εφ.Θεσ. 584/2005 Δ.Ε.Ε. 2006, 89), ενώ ακόμη και η άκυρη απόλυση του μισθωτού, είτε για τυπικούς λόγους είτε λόγω παράβασης του άρθρου 281 Α.Κ, δεν συνιστά καθαυτή προσβολή της προσωπικότητας αυτού, ώστε να μπορεί να θεμελιώσει κατά τα άρθρα 59 και 932 του ΑΚ αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (Εφ.Πειρ. 475/2019, Εφ.Πειρ. 595/2019, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Αθ. 5592/1999, ΕλλΔνη 2000, 1402).

Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της Β έφεσης ο ενάγων διατυπώνει κατά της εκκαλουμένης απόφασης την αιτίαση ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα της αγωγής να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 2.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής του βλάβης από την παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς του ως εργαζόμενου ναυτικού, συνιστάμενη ειδικότερα στην αιφνίδια και άνευ δικού του παραπτώματος καταγγελία της σύμβασης εργασίας του χωρίς να εκπληρώσουν έστω τις ελάχιστες νόμιμες υποχρεώσεις τους, με αποτέλεσμα να του προκαλέσουν τεράστιο άγχος για την επιβίωση αυτού και της οικογενείας του, καθώς δεν είχε άλλους οικονομικούς πόρους εκτός από το μισθό του. Ο άνω λόγος  έφεσης παραδεκτά προβλήθηκε, πλην όμως, ακόμη και αν αληθεύουν στο σύνολό τους τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν το ιστορικό του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσία, διότι, όπως αναφέρθηκε στην ανωτέρω νομική σκέψη, δεν συνιστά αδικοπραξία η μη πληρωμή των νομίμων αποδοχών του εργαζομένου, ούτε και μόνη η απροειδοποίητη και άνευ υπαιτιότητάς του καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, αφού η μεν παράλειψη του υπόχρεου προς πληρωμή των αποδοχών του δεν οδηγεί σε απώλειά τους ώστε ο δικαιούχος να υφίσταται περιουσιακή ζημία, αλλά αυτός μπορεί να τις διεκδικήσει με ευθεία αγωγή, η δε απροειδοποίητη και άνευ υπαιτιότητάς του καταγγελία της σύμβασης εργασίας του δεν συνιστά αφ’ εαυτής αδικοπραξία, αφού δεν θα ήταν παράνομη χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση και διατηρεί ο εργαζόμενος ενοχική αξίωση κατά του εργοδότη του για αποζημίωση απόλυσης και συνεπώς δεν υφίσταται ζημία του ούτε μπορεί να γίνει λόγος για εφαρμογή των διατάξεων περί προσβολής προσωπικότητας προς θεμελίωση κατά τα άρθρα 59 και 932 Α.Κ. αξίωσής του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, έστω με πιο συνοπτική αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας, επίσης έκρινε το άνω αίτημα της αγωγής απορριπτέο ως μη νόμιμο, ορθά τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 281, 297, 298, 914 και 932 Α.Κ. και του άρθρου μόνου του Α.Ν. 690/1945 ερμήνευσε και εφήρμοσε και όσα αντίθετα υποστηρίζει ο ενάγων με το δεύτερο λόγο της έφεσής του είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης ……………, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και από τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να λαμβάνονται παντάπασιν υπόψη οι υπ’ αριθ. ………/20-1-2020 και ………/ 20-1-2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγομένων ……… και ………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………., ενόψει του ότι λήφθηκαν εν απουσία και χωρίς νόμιμη κλήση του ενάγοντος και συγκεκριμένα λόγω του ότι, ενώ η κλήση που επιδόθηκε σ’ αυτόν ανέγραφε ότι οι ένορκες βεβαιώσεις των προαναφερθέντων θα δοθούν αντίστοιχα στις 12:00 και 12:30 της 17-1-2020 ή / και της 20-1-2020, αυτές δόθηκαν αντίστοιχα στις 12:20 και 12:05 τη δεύτερη άνω ημερομηνία, ήτοι η πρώτη 20 λεπτά αργότερα και η δεύτερη 25 λεπτά νωρίτερα από την ειδικά προβλεπόμενη ώρα για καθεμία (άρθρα 421, 422 παρ. 1, 424 Κ.Πολ.Δ, όπως προστέθηκαν με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015, Α.Π. 977/2020, Εφ.Δωδ. 99/2020, Εφ.Δωδ. 29/2021, Εφ.Πειρ. 96/2021, Εφ.Πειρ. 32/2020, Εφ.Αιγ. 79/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Σε εκτέλεση σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας τριών μηνών, που κατήρτισε στην Αθήνα στις 30-8-2019 με τη δεύτερη εναγόμενη, η οποία ενεργούσε ως διαχειρίστρια, αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, που εδρεύει στις Νήσους Μάρσαλ και είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Νήσων Μάρσαλ Δ/Ξ πλοίου «SP» (με αριθμό νηολογίου ………, IMO No ……., DWT ……….), ο ενάγων, Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, ναυτολογήθηκε στις 31-8-2019 με την ειδικότητα του Α’ Μηχανικού στο άνω πλοίο στο λιμένα της Φουτζέϊρα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, αντί συμφωνηθέντος κλειστού μηνιαίου μισθού 10.000,00 ευρώ (βασικός μισθός 1.801,28 ευρώ, υπερωρίες κλειστές 1.891,34 ευρώ, επίδομα δεξαμενόπλοιου 2.982,92 ευρώ, μηνιαία άδεια 641,26 ευρώ, bonus πλοιοκτητών και άλλα επιδόματα 656,76 ευρώ και επίδομα συντήρησης 2.026,44 ευρώ). Ταυτόχρονα, μεταξύ των μερών καταρτίστηκε και μία δεύτερη, πανομοιότυπη συμπληρωματική σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, με τους ίδιους ακριβώς λοιπούς όρους, με την οποία ο ενάγων ανέλαβε έγκυρα την παράλληλη εκτέλεση καθηκόντων ελλείποντος Β’ Μηχανικού για διάστημα 15 ημερών από τη ναυτολόγησή του, αντί συμφωνηθέντος κλειστού μισθού 10.000,00 ευρώ, ενόψει του ότι, κατά το διάστημα από 1-9-2019 έως 15-9-2019, δεν υπηρετούσε στο άνω πλοίο Β’ Μηχανικός, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες καταστάσεις πληρώματος (crewlists) και συνομολογείται από τους διαδίκους. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, με εργασία (βάρδιες Β’ Μηχανικού) που προσέφερε στο άνω πλοίο κατά το άνω διάστημα, εξάντλησε και το περιεχόμενο της παράλληλης ειδικότητας που ανέλαβε, εκτελώντας πλήρως τα σχετικά συμβατικά του καθήκοντα. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η δεύτερη άνω σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος για να εκτελέσει και καθήκοντα ειδικότητας Β’ Μηχανικού για διάστημα 15 ημερών από τη ναυτολόγησή του καταρτίστηκε για τυπικούς λόγους (ήτοι για να επιδεικνύεται αυτή στις λιμενικές αρχές της Φουτζέϊρα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων μέχρι τη ναυτολόγηση στο πλοίο Β’ Μηχανικού, ώστε να εμφανίζεται πλήρης η οργανική σύνθεση πληρώματος) και ότι ο ενάγων δεν κάλυψε στην πραγματικότητα την ελλείπουσα θέση Β’ Μηχανικού και ως εκ τούτου δεν δικαιούται τη συμφωνηθείσα σχετική πρόσθετη αμοιβή. Όμως οι εναγόμενοι δεν απέδειξαν τον άνω ισχυρισμό τους, ο οποίος αναιρείται από την αντίθετη ειδική άνω έγγραφη συμφωνία τους με τον ενάγοντα, που επιβεβαιώνεται από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης του τελευταίου ……….., ενώ οι ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων τους ……….. και ………….., τις οποίες και μόνον επικαλούνται και προσκομίζουν προς απόδειξή του, λογίζονται ανυπόστατες, μη δυνάμενες να ληφθούν υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Σε άλλη άποψη δεν οδηγείται το Δικαστήριο από το από 21-9-2019 ηλεκτρονικό μήνυμα του πλοιάρχου του άνω πλοίου προς τη δεύτερη εναγόμενη μετά του συνημμένου λογαριασμού για την έγκριση έξτρα πληρωμής του ναυτολογημένου στο πλοίο Γ’ Μηχανικού ………….. με το ποσό των 892,00 δολ. Η.ΠΑ. «για επιπρόσθετες αμοιβές / εργασίες για την έλλειψη του Β’ Μηχανικού», τα οποία οι εναγόμενοι επικαλούνται και προσκομίζουν, ισχυριζόμενοι περαιτέρω ότι ο άνω Γ’ Μηχανικός ήταν εκείνος που άσκησε στην πραγματικότητα τα επίμαχα καθήκοντα ελλείποντος Β’ Μηχανικού και που αμείφθηκε αντίστοιχα απ’ αυτές. Τούτο ενόψει του ότι ο άνω ναυτικός ήταν κατώτερης ιεραρχικά ειδικότητας από την άνω ελλείπουσα και ήταν αντίθετο προς τη ναυτική τέχνη και το συμβαίνον στα πλοία να εκτελέσει τα αντίστοιχα καθήκοντα ενώ υπήρχε ναυτικός ανώτερης ειδικότητας, πολύ δε περισσότερο χωρίς να του έχουν ανατεθεί τα καθήκοντα αυτά εγγράφως από τους εναγόμενους και ενώ οι τελευταίοι τα είχαν εξαρχής αναθέσει εγγράφως στον ενάγοντα με την άνω συμπληρωματική σύμβαση ναυτολόγησής του. Υπό τα δεδομένα αυτά η καταβολή στον άνω ναυτικό (Γ’ Μηχανικό) του αναφερόμενου στον άνω λογαριασμό ποσού 892,00 δολ. Η.Π.Α) δεν αντιπροσώπευε εφάπαξ αμοιβή του για παράλληλη απασχόλησή του ως Β’ Μηχανικού κατά το διάστημα από 1-9-2019 έως 15-9-2019 που δεν υπήρχε στο πλοίο Μηχανικός αυτής της ειδικότητας (άλλωστε το άνω ποσό υπολείπονταν καταφανώς του αντίστοιχου πλήρους μισθού Β’ Μηχανικού, αλλά (αντιπροσώπευε) έξτρα αμοιβή του για πρόσθετες εργασίες που εκτέλεσε στα πλαίσια της δικής του ειδικότητας, δεδομένου ότι η εργασία του ως Γ’ Μηχανικού επιβαρύνθηκε εκ των πραγμάτων από την απουσία Β’ Μηχανικού και από τη συμμετοχή του στην αντιμετώπιση βλαβών της μηχανής του πλοίου που άρχισαν αν ανακύπτουν από 17-9-2019. Η δε αναγραφή στο άνω ηλεκτρονικό μήνυμα  «για επιπρόσθετες αμοιβές / εργασίες για την έλλειψη του Β’ Μηχανικού» ήταν τυπική, προς δικαιολόγηση της καταβολής προς αυτόν έξτρα αμοιβής που ζήτησε για τις άνω πρόσθετες εργασίες που εκτέλεσε, για τις οποίες δεν υπήρχε ειδική πρόβλεψη στη σύμβασή του για εφάπαξ έξτρα αμοιβή του. Εξάλλου, το άνω ποσό έξτρα αμοιβής του ενάγοντος (10.000,00 ευρώ) που συμφωνήθηκε με την άνω συμπληρωματική σύμβαση ναυτικής εργασίας του ήταν εύλογο, στα πλαίσια της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συναλλαγών, ενόψει της επιτακτικής ανάγκης άμεσης κάλυψης από έμπειρο ναυτικό όπως ο ενάγων (για λόγους ευθύνης, εμπειρίας, εμπιστοσύνης και καλλίτερης γνώσης του αντικειμένου), της ελλείπουσας ειδικότητας του Β’ Μηχανικού στο άνω δεξαμενόπλοιο (τύπου Oil / Chemical Tanker), το οποίο ήταν αγκυροβολημένο στο λιμένα Φουτζέϊρα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, υπόκειτο σε ελέγχους των τοπικών λιμενικών αρχών και επειγόταν  να αποπλεύσει. Σημειώνεται εδώ εκ του περισσού ότι, για την πληρωμή στον ενάγοντα του άνω συμφωνηθέντος μισθού ελλείποντος Β’ Μηχανικού, θα αρκούσε, κατά τα αναφερόμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη, καθ’ όλο το άνω διάστημα που δεν υπήρχε άλλος ναυτολογημένος στο πλοίο με την άνω ειδικότητα, να βρισκόταν αυτός (ενάγων) σε απλή ετοιμότητα προς τέτοια εργασία, έχοντας στη διάθεση του πλοιάρχου όλες τις υπηρεσίες που κατόπιν συμφωνίας ανέλαβε να εκτελέσει, αφού δεν αποδείχθηκε ότι οι υπηρεσίες αυτές (βάρδιες Β’ Μηχανικού) δεν χρησιμοποιήθηκαν για λόγους που οφείλονταν σε ανωτέρα βία ή σε πταίσμα του, αλλά, αντίθετα, αποδείχθηκε ότι εκτελέστηκαν κανονικά απ’ αυτόν. Μετά ταύτα, το κονδύλι 10.000,00 ευρώ για συμφωνηθείσα εφάπαξ αμοιβή ελλείποντος Β’ Μηχανικού πρέπει να γίνει δεκτό ως βάσιμο κατ’ ουσία. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι το άνω κονδύλι είναι αβάσιμο κατ’ ουσία, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, περί τις αρχές Οκτωβρίου 2019, αρμόδιος υπάλληλος της δεύτερης εναγομένης επικοινώνησε με τον ενάγοντα και τον ενημέρωσε ότι επρόκειτο να αντικατασταθεί από έτερο Α’ Μηχανικό. Ο ενάγων, αν και επιθυμούσε τη συνέχιση της εργασίας του, καθώς μάλιστα το εισόδημα απ’ αυτήν αποτελούσε το μοναδικό μέσο βιοπορισμού του και μέσο εξόφλησης των οικονομικών του υποχρεώσεων, κατ’ εντολή της δεύτερης εναγομένης αποβιβάστηκε από το πλοίο και αποναυτολογήθηκε στις 4-10-2019 στο λιμένα Μουσκάτ του Ομάν, απ’ όπου έγινε η παλιννόστησή του, δαπάνη της πλοιοκτήτριας. Ήτοι η σύμβαση του ενάγοντος λύθηκε πριν την πάροδο της συμφωνηθείσης διάρκειας αυτής, κατόπιν μονομερούς καταγγελίας εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης, η οποία ενεργούσε για λογαριασμό της πρώτης. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η επίδικη σύμβαση εργασίας λύθηκε κατόπιν παραίτησης του ενάγοντος, προσκομίζουν δε προς τούτο, νομίμως μεταφρασμένο, απόσπασμα του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου, της 25-9-2019, στο οποίο υπάρχει η εξής καταχώριση του Πλοιάρχου: «17.30. Ο Α’ μηχανικός ήρθε στη γέφυρα και απαίτησε επαναπατρισμό του λόγω των πολλών προβλημάτων της μηχανής του σκάφους και των συνεχών διακοπών. Αυτός αμέσως κάλεσε τον κύριο ………, τεχνικό διευθυντή και απαίτησε επαναπατρισμό. Μετά από τηλεφωνική επικοινωνία με τον τεχνικό διευθυντή κύριο ………. αυτός μου ζήτησε να τον καθησυχάσω και μου υποσχέθηκε ότι το Τμήμα Πληρωμάτων θα τακτοποιήσει το ζήτημα του αντικαταστάτη στο επόμενο διαθέσιμο λιμάνι. Μετά την απαιτηθείσα αποβίβασή του αυτός ήταν απογοητευμένος και δεν εκτελεί τη δουλειά του». Ωστόσο, η σχετική εγγραφή, στην οποία προέβη ο πλοίαρχος του πλοίου, ως αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας εταιρίας και όχι ως δημόσιος λειτουργός και την οποία αμφισβητεί ο ενάγων, επιδέχεται ανταπόδειξης με κοινά αποδεικτικά μέσα (Α.Π. 883/2013, Ε.Ν.Δ. 2014, 33, Α.Π. 205/1978, Νο.Β. 27, 47, Εφ.Πειρ. 212/2016, Εφ.Πειρ. 836/2010, Εφ.Πειρ. 456/2008, Εφ.Πειρ. 977/2003, Εφ.Πειρ. 474/1997, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ενώ δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκε στη θεώρηση της αρμόδιας Λιμενικής ή Προξενικής Αρχής του κατάπλου του πλοίου (άρθρο 49 Κ.Ι.Ν.Δ.) για να έχει αυξημένη αποδεικτική δύναμη (Εφ.Πειρ. 11/2016, Εφ.Πειρ. 402/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), εν προκειμένω δε, από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων αποδεικνύεται ότι ο ενάγων, που είχε ειδικότητα μεγάλης ευθύνης, δεν εξέφρασε βούληση οικειοθελούς αποχώρησης από το πλοίο για οποιοδήποτε λόγο, καθώς αν τούτο συνέβαινε θα ζητείτο από αυτόν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και την οικεία πρακτική στις συμβάσεις ναυτικής εργασίας, να εγχειρίσει στον πλοίαρχο του πλοίου έγγραφη δήλωση παραίτησης υπογεγραμμένη από τον ίδιο, ώστε και οι εναγόμενοι να διασφαλίζονται έναντι απαιτήσεων που τυχόν θα ήγειρε εναντίον τους. Εν προκειμένω ο ενάγων ουδόλως προέβη σε τέτοια δήλωση, υπέγραψε με επιφύλαξη την απόδειξη πληρωμής των δεδουλευμένων αποδοχών του και η παλιννόστησή του έγινε με δαπάνη της πλοιοκτήτριας. Επομένως, δικαιούται αποζημίωση απόλυσης, δεδομένου ότι η καταγγελία της σύμβασής του δεν δικαιολογείτο από παράπτωμά του, η οποία (αποζημίωση), ενόψει του τόπου απόλυσής του (Μουσκάτ, Ομάν) και με βάση τις τακτικές αποδοχές του κατά τον τελευταίο μήνα πριν την απόλυσή του, με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, ανέρχεται στο ποσό των (10.000,00  ευρώ / 30 Χ 45ημέρες=) 15.000,00 ευρώ (άρθρα 75 παρ. 2 και 76 εδάφ. Β’ Κ.Ι.Ν.Δ.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, κατέληξε στην ίδια κρίση και δέχθηκε το άνω κονδύλι για το ίδιο άνω ποσό ως βάσιμο κατ’ ουσία, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ο μόνος λόγος της Α έφεσης των εναγομένων, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Σημειώνεται εδώ ότι με την ασκηθείσα Β έφεση του ενάγοντος δεν μεταβιβάστηκε η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο και ως προς το απορριφθέν με την εκκαλούμενη απόφαση περαιτέρω ποσό 616,05 ευρώ του άνω κονδυλίου, αφού η εκκαλουμένη απόφαση δεν προσβλήθηκε ως προς το κεφάλαιο αυτό. Έσφαλε όμως η εκκαλουμένη απόφαση κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη των επικαλούμενων από τον ενάγοντα διατάξεων των άρθρων 341 παρ. 1 και 655 Α.Κ, επιδικάζοντας το άνω ποσό αποζημίωσης απόλυσης (15.000,00 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, αν και αυτός ζητούσε την καταβολή του από το χρόνο της απόλυσής του (5-10-2019), δεχόμενη ότι η άνω αποζημίωση δεν θεωρείται μισθός και ότι δεν υφίσταται ως προς αυτή δήλη ημέρα καταβολής, καίτοι η κρατούσα γνώμη στη νομολογία δέχεται το αντίθετο (Ολ.Α.Π. 39/2002, Α.Π. 1366/2017, Α.Π. 1317/2015, Α.Π. 813/2001, Εφ.Πειρ. 93/2021, Εφ.Πειρ. 23/2021, Εφ.Αν.Κρ. 2/2018, Εφ.Αθ. 419/2018, Εφ.Πειρ. 50/2016, Εφ.Πειρ. 217/2016, Εφ.Πειρ. 366/2016, Εφ.Πειρ. 11/2016, Εφ.Πειρ. 289/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, contra Εφ.Πειρ. 595/2020, Εφ.Πειρ. 19/2016, Εφ.Πειρ. 57/2015, Εφ.Πειρ. 53/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων με τον τρίτο λόγο της Β έφεσής του. Κατόπιν όλων αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει, αφού συνεκδικαστούν οι Α και Β εφέσεις αντιμωλία των διαδίκων: Α) Να απορριφθεί η Α έφεση των εναγομένων ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της και να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν νομίμου σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και Β) Να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η Β έφεση του ενάγοντος και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαιά της, για την ενότητα της εκτέλεσης (Α.Π. 1279/2004, Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Πειρ. 335/2021, Εφ.Πειρ. 371/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 155/2019, Εφ.Πατρ. 2792018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. Ε’, σ. 430-431, παρ. 1143, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, σ. 595, παρ. 2383), με την επισήμανση ότι παρέλκει η εξέταση του τέταρτου λόγου της Β έφεσης περί της επιβολής της δικαστικής δαπάνης του πρώτου βαθμού, δοθέντος ότι το σχετικό κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης συνέχεται αναγκαία με την ουσία της υπόθεσης, έτσι, ενόψει του ότι η ως άνω έφεση έγινε δεκτή κατ’ ουσία, εξαφανίζεται η εκκαλουμένη απόφαση και κατά το αντίστοιχο μέρος της (Εφ.Πειρ. 246/2020, www.efeteio-peir.gr, Σ. Σαμουήλ, Η έφεσις, παρ. 193Α, σ. 74). Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), να γίνει εν μέρει δεκτή η από 4-11-2019 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ ….. /5-11-2019 αγωγή, η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη κατά τα προαναφερθέντα, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται και αναλύονται στις υπό στοιχεία Ι, ΙΙ και ΙΙΙ άνω νομικές σκέψεις, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 481επ, 648, 653, 655 Α.Κ, 74 περ. 1, 176 Κ.Πολ.Δ, 1, 2, 53, 54, 60, 72 επ, 82, 84 Κ.Ι.Ν.Δ. και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, υπό την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας η πρώτη, της διαχειρίστριας και αντιπροσώπου της στην Ελλάδα η δεύτερη και του νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης ο τρίτος, να καταβάλουν στον ενάγοντα, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, για μισθό ελλείποντος Β’ Μηχανικού το ποσό των 10.000,00 ευρώ και για αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 15.000,00 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των (10.000,00 + 15.000,00) 25.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της δήλης ημέρας που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ήτοι αντίστοιχα από την πρώτη του επομένου μήνα από εκείνον κατά τον οποίον παρασχέθηκε από τον ενάγοντα η εργασία ελλείποντος Β’ Μηχανικού (ήτοι από 1-10-2019) και από την επομένη της απόλυσής του (ήτοι από 5-10-2019) και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στο ανάλογο της ήττας τους μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρο 183, σε συνδ. με άρθρα 106, 178 παρ. 1 και 189 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματός του (άρθρο 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις Α και Β εφέσεις αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά αυτές.

Ι. Απορρίπτει κατ’ ουσία την Α έφεση.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

ΙΙ. Δέχεται κατ’ ουσία τη Β έφεση.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 3209/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 4-11-2019 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ ……/5-11-2019 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Υποχρεώνει τους εναγόμενους να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο κατά τις διακρίσεις που γίνονται στο σκεπτικό και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Καταδικάζει τους εναγόμενους στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εξακοσίων (1.600,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 27 Αυγούστου  2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

                 Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ