Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 15/2019

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:   15/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 05/10/2017 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……… και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ….., αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……. και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……….., κατά της με αριθμ. 3383/14-07-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, όπως η τελευταία διάταξη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015- και 520 ΚΠολΔ, εφόσον η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης στον εκκαλούντα (βλ. σχετ. από 04/10/2017 κατασχετήριο της εφεσίβλητης) και δεν αμφισβητείται ειδικώς από την εφεσίβλητη. Επομένως, εφόσον δεν υφίσταται υποχρέωση κατάθεσης από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο παραβόλου για την προκείμενη διαφορά των άρθρων 592 παρ. 3 περ. α΄, 593 επ., 610 επ. του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήτοι μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015 (βλ. άρθρο 495 § 3 τελ. εδ. Κ.Πολ.Δ., όπως η § 3 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015- και όπως το α΄ εδ. της παρ. 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α΄, 240/22.12.2016 –έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση– άρθρο 45 του Ν. 4446/2016), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 27/06/2016 αγωγή της η ενάγουσα, κατ’ ορθή εκτίμηση, ισχυρίστηκε ότι ο μετά του εναγομένου τελεσθείς, στις 27/10/1974, θρησκευτικός γάμος της, από τον οποίο απέκτησαν δύο (2) τέκνα, ήδη ενήλικα, λύθηκε με τη με αριθμ. 526/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, ότι μετά την απαγγελία της λύσεως του γάμου τους, αδυνατεί να εξασφαλίσει τη διατροφή της, διότι στερείται περιουσίας και εισοδημάτων, ότι κατά το χρόνο έκδοσης του διαζυγίου βρίσκεται σε τέτοια ηλικία (65 ετών) και κατάσταση υγείας, που δεν επιτρέπουν ν’ αναγκαστεί ν’ αρχίσει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, ώστε να εξασφαλίζει από αυτό τη διατροφή της και ότι ο εναγόμενος είναι εύπορος και για αυτό είναι δικαιούχος διατροφής έναντι αυτού. Για τους λόγους δε αυτούς ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να προκαταβάλλει σε αυτήν, το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, ως τακτική σε χρήμα διατροφή της, για το χρονικό διάστημα των δύο (2) ετών από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής, το ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ μηνιαίως, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε δόσης μέχρι την πλήρη εξόφληση. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 3383/14-07-2017 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, την 01/02/2017, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 παρ. 3 περ. α΄, 593 επ., 610 επ. του ΚΠολΔ), έκανε δεκτή την αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο, ήδη εκκαλούντα, να προκαταβάλλει στην ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ως τακτική σε χρήμα διατροφή της, το ποσό των τετρακοσίων πενήντα ευρώ (450 ευρώ) µηνιαίως, με το νόμιμο τόκο από τη καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης έως την εξόφληση, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή και επέβαλε σε βάρος του εναγομένου τα πέραν των προκαταβληθέντων δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460,00) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εκκαλών, με την από 05/10/2017 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………. και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……….., αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………… και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …….., για τους αναφερομένους στην έφεσή του λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, συνοψίζονται σ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και να εξαφανιστεί άλλως να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη.

Κατά το άρθρο 1442 ΑΚ: “Εφόσον ο ένας από τους πρώην συζύγους δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματά του ή από την περιουσία του, δικαιούται να ζητήσει διατροφή από τον άλλο: 1. αν κατά την έκδοση του διαζυγίου ή κατά το τέλος των χρονικών περιόδων που προβλέπονται στις επόμενες περιπτώσεις βρίσκεται σε ηλικία ή σε κατάσταση υγείας που δεν επιτρέπει να αναγκαστεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, ώστε να εξασφαλίζει από αυτό τη διατροφή του 2. αν έχει την επιμέλεια ανηλίκου τέκνου και γι΄αυτό το λόγο εμποδίζεται στην άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος 3. αν δεν βρίσκει σταθερή κατάλληλη εργασία ή χρειάζεται κάποια επαγγελματική εκπαίδευση και στις δύο όμως περιπτώσεις για ένα διάστημα που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα τρία χρόνια από την έκδοση του διαζυγίου 4. σε κάθε άλλη περίπτωση όπου η επιδίκαση διατροφής κατά την έκδοση του διαζυγίου επιβάλλεται από λόγους επιείκειας” (ΑΠ 1532/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1414/2017 Δημ. Νόμος, AΠ 1084/2014 ΤΝΠΔΣΑθ, ΑΠ 1427/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1567/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1389/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 348/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 88/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 469/2005 ΕλλΔικ 2005.1425, ΑΠ 868/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 624/2002 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1442 και 1443 ΑΚ, προς εκείνες των άρθρων 1487 και 1493 του ίδιου κώδικα, στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1443 ΑΚ, συνάγεται ότι, γενική προϋπόθεση για τη γένεση αξιώσεως διατροφής πρώην συζύγου, όταν ο γάμος λύθηκε με διαζύγιο, μετά την ισχύ του ν. 1329/1983, είναι η απορία του δικαιούχου πρώην συζύγου και η ευπορία του υποχρέου, επιπλέον δε, από την πλευρά του δικαιούχου πρέπει να συντρέχει και μία από τις ειδικότερες προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1442 ΑΚ. Ως απορία του δικαιούχου θεωρείται η αδυναμία του πρώην συζύγου να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματα και την περιουσία του, ευπορία δε του υποχρέου, που δεν σημαίνει κάποιο ιδιαίτερο πλούτο, είναι η δυνατότητα αυτού να παράσχει στο δικαιούχο διατροφή χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη δική του διατροφή. Έτσι είναι δυνατό, ενόψει όλων των συνθηκών ηλικίας, υγείας, ικανότητας ή δυνατότητας προς εργασία, εισοδημάτων, περιουσίας και γενικώς της ζωής του πρώην συζύγου, συγκριτικώς πάντοτε προς την ευπορία του υποχρέου, να γεννηθεί δικαίωμα πλήρους ή συμπληρωματικής διατροφής και όταν ο πρώτος έχει μικρής εκτάσεως απρόσοδη περιουσία της οποίας είτε είναι δυσχερής η εκποίηση είτε επιβάλλεται η διατήρηση για λόγους πρόνοιας προς εξασφάλισή του στο μέλλον για την αντιμετώπιση έκτακτης οικονομικής ανάγκης (ΑΠ 1532/2017 ό.π., ΑΠ 1414/2017 ό.π., AΠ 1084/2014 ό.π., ΑΠ 1427/2012 ό.π., ΑΠ 1567/2012 ό.π., ΑΠ 1389/2012 ό.π., Α.Π. 2142/2007, ΑΠ 1095/2006, ΑΠ 348/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 88/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 469/2005 ΕλλΔικ 2005.1425, ΑΠ 868/2004 ό.π., ΑΠ 624/2002 Δημ. Νόμος, ΑΠ 228/2000, ΑΠ 1901/1999 ΕλλΔ 42.106, ΑΠ 319/1999 ΕλλΔικ 1999.1717, ΜονΕφΠειρ 348/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 442/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 5/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 407/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 1086/1999 Δημ. Νόμος, ΕΑ 4202/1998 ΕλλΔικ 1998.1355, ΕΑ 1604/1995 ΕλλΔικ 37.1120). Από τη διάταξη δε του άρθρου 1442 Α.Κ. προκύπτει, ότι η μεν βασική προϋπόθεση της αξιώσεως διατροφής, ήτοι “η αδυναμία εξασφαλίσεως της διατροφής, του πρώην συζύγου από τα εισοδήματα ή την περιουσία του”, πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της πρώτης συζητήσεως της αγωγής διατροφής, η δε πρόσθετη προϋπόθεση της αδυναμίας ενάρξεως ή συνεχίσεως της ασκήσεως επαγγέλματος (1442 παρ.1 ΑΚ) ή της υπάρξεως λόγων επιείκειας για την παροχής διατροφής (1442 αρ. 4 ΑΚ) πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο “εκδόσεως του διαζυγίου” (ΑΠ 1414/2017 ό.π., ΑΠ 868/2004 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, από την ίδια αυτή διάταξη, συνδυασμένη και με το επόμενη άρθρο 1443 εδ. α` ΑΚ, όπως και αυτό ισχύει μετά το ν. 1329/1983, που ορίζει ότι οι διατάξεις των άρθρων 1487, 1493, 1494 και 1498 ΑΚ εφαρμόζονται αναλόγως και για το δικαίωμα διατροφής μετά το διαζύγιο, συνάγεται ότι η αξίωση διατροφής μετά το διαζύγιο παρέχεται μόνον όταν η διατροφή δικαιολογείται από λόγους κοινωνικούς, ώστε ο πρώην σύζυγος να μη μείνει αβοήθητος, όταν δεν μπορεί με τα εισοδήματα, την περιουσία ή το δυνάμενο να ασκηθεί από αυτόν επάγγελμα, να καλύψει τις ανάγκες διατροφής του, όπως αυτές προκύπτουν από τις μετά το διαζύγιο, συνθήκες της ζωής του (ΑΠ 1414/2017 ό.π., ΑΠ 1095/2006 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 442/2016 ό.π.). Συνεπώς, από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων των άρθρων 1442 και 1443 Α.Κ. συνάγεται ότι, στοιχεία της βάσεως της αγωγής διατροφής μετά το διαζύγιο είναι: α) η αμετάκλητη λύση του γάμου, β) η απορία (αδυναμία) του δικαιούχου να διατραφεί από τα εισοδήματά του, ή από την περιουσία του, καταναλίσκοντας και το κεφάλαιο αυτής, γ) ότι απορία και αδυναμία του θα διαρκέσει καθ’ όλο τον επίδικο της αγωγής χρόνο, δ) η ευπορία (δυνατότητα) του υποχρέου και ε) μία τουλάχιστον από τις διαζευκτικώς διατυπωμένες και περιοριστικώς αναφερόμενες ειδικές προϋποθέσεις του άρθρου 1442 (1 έως 3) (βλ. σχετ. Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τόμ. Β΄ έκδ. 2001 σελ. 551, ΑΠ 673/2001 Δημ. Νόμος, ΕΑ 8832/2004 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, ο ένας από τους πρώην δύο συζύγους δικαιούται να ζητήσει διατροφή από τον άλλο, σύμφωνα προς την προαναφερομένη διάταξη του άρθρου 1442 ΑΚ, πλην των περιπτώσεων α), β) και δ), που αφορούν στην ηλικία ή την κατάσταση υγείας του δικαιούχου, στην μη άσκηση επαγγέλματος υπ` αυτού συνεπεία της ασκήσεως επιμέλειας ανηλίκου τέκνου, σε λόγους επιείκειας και στην περίπτωση υπό στοιχείο γ) δηλαδή αν ο παραπάνω δικαιούχος σύζυγος δεν βρίσκει σταθερή κατάλληλη εργασία, ή χρειάζεται κάποια επαγγελματική εκπαίδευση, για ένα διάστημα όμως που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα τρία έτη από την έκδοση του διαζυγίου (ΑΠ 228/2000 ΕλλΔνη 2000.1314, ΑΠ 1473/1990 ΕλλΔνη 33.129, ΕφΛαρ 178/2005 Δημ. Νόμος, ΕΑ 6726/1999 ΕλλΔνη 1999.1584, ΕΘ 12/1994 Αρμ 1994.676). Συγκεκριμένα, η τρίτη περίπτωση των προϋποθέσεων για τη μεταγαμιαία διατροφική αξίωση αναφέρεται στη χρονικά περιορισμένη παροχή διατροφής στον άπορο σύζυγο, σε δύο υποπεριπτώσεις, δηλαδή στην περίπτωση που δεν βρίσκει σταθερή κατάλληλη εργασία, από λόγους αντικειμενικούς (π.χ. ανεργία, γενική οικονομική διατάραξη στις συνθήκες της αγοράς κ.λ.π.) και όχι από λόγους που αναφέρονται στο πρόσωπο του δικαιούχου ή στην οικογενειακή κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά τη λύση του γάμου και στην περίπτωση που έχει ανάγκη κάποιας επαγγελματικής εκπαίδευσης, την οποία δεν απέκτησε λόγω του γάμου του και που απαιτείται για την ανεύρεση κατάλληλης και σταθερής εργασίας (βλ. σχετ. ΕφΛαρ 178/2005 Δημ. Νόμος, Κ. Παπαδόπουλος, Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τόμ. Α΄ έκδ. 2001 σελ. 560). Ως κατάλληλη εργασία, θεωρείται αυτή που συναρτάται με τις ατομικές, πνευματικές, σωματικές ιδιότητες και ικανότητες του δικαιούχου, με βάση και το βιοτικό του επίπεδο στη διάρκεια του γάμου, αν, όμως, αυτή ήταν μεγάλη, αλλά σε συνδυασμό και με την κατάσταση της αγοράς εργασίας, ενώ, οι κατά τη διάρκεια του γάμου συνθήκες ζωής του δικαιούχου δεν συνεκτιμώνται. Επιπρόσθετα απαιτείται και το στοιχείο της σταθερής εργασίας, έννοια που υποδηλώνει την εργασία, που έχει κάποια μονιμότητα και όχι προσωρινή και αβέβαιη διάρκεια. Οι λόγοι αδυναμίας ανεύρεσης εργασίας είναι χωρίς έννομη επιρροή, αρκεί ο δικαιούμενος να μην έχει εφησυχάσει, αλλά να έχει καταβάλει τις αναγκαίες ενέργειες για την ανεύρεση εργασίας, που έχει τα ανωτέρω χαρακτηριστικά: Ως σταθερή μπορεί να χαρακτηρισθεί και μία εποχιακή εργασία, εφόσον με το εισόδημα, που αποκομίζει ο δικαιούχος, κατά το διάστημα της εργασίας του, μπορεί να ικανοποιήσει τις διατροφικές του ανάγκες για όλο το χρόνο (βλ. σχετ. ΕφΛαρ 178/2005 Δημ. Νόμος, Βαθρακοκοίλη το νέο Οικογενειακό Δίκαιο”, έκδ. 2000, αρθρ. 1442 παρ. 14 σελ. 539, Κ. Παπαδόπουλος, Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τόμ. Α΄ έκδ. 2001 σελ. 560). Περαιτέρω, οι προϋποθέσεις επιδίκασης διατροφής και ο καθορισμός της έκτασης και το ύψος αυτής κρίνονται από το χρόνο έγερσης της αγωγής ή επί αιτήματος για την επιδίκαση από την υπερημερία, από το χρόνο επέλευσής της. Το δικαίωμα αυτό πρέπει να έχει γεννηθεί κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 1626/2000 ΕλλΔικ 2001.710, ΑΠ 1155/1987 ΕΕΝ 1988.614, Ε. Κουνογέρη – Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, τόμ. Ι, έκδ. 1998 σελ. 306, 307). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 1443 εδ. α΄ του ΑΚ, ρητά ορίζεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 1487, 1493, 1494 και 1498 εφαρμόζονται αναλόγως και για το δικαίωμα διατροφής μετά το διαζύγιο. Με την παραπομπή στην Α.Κ. 1487 παρέχεται δικαίωμα στον εναγόμενο υπόχρεο σε μεταγαμιαία διατροφή προβολής του ισχυρισμού διακινδύνευσης της ίδιας αυτού διατροφής εν όψει και των λοιπών υποχρεώσεών του (βλ. σχετ. ΑΠ 469/2005 Δημ. Νόμος). Η μερική απορία του υπόχρεου επιφέρει μερική απαλλαγή του από την υποχρέωση της μεταγαμιαίας διατροφής με την προβολή της ενστάσεως διακινδύνευσης της δικής του διατροφής (ΕΑ 8716/2003 ΕλλΔικ 2004.1465).

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 1/2016, Ολ ΑΠ 2/2013, Ολ ΑΠ 7/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 997/2017 ό.π., ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (Ολ ΑΠ 1/1999, ΑΠ 997/2017 ό.π.). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 ό.π.). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 997/2017 ό.π., ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Τέλος, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Εξάλλου, κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ., με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους (ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 755/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015, ΜονΕφΠειρ 400/2016 Δημ. Νόμος), το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής και μπορεί αν ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του να εξετάσει αυτεπάγγελτα και να την απορρίψει μετ’ εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ως μη νόμιμη, χωρίς έτσι να γίνεται η εκδιδόμενη απόφαση επιβλαβέστερη γι’ αυτόν (ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος). Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή και απορρίφθηκε ένσταση του εναγομένου κατ’ αυτής, ο τελευταίος με την άσκηση έφεσης κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μπορεί να επαναφέρει στο Εφετείο την ένσταση αυτή, μόνο με λόγο έφεσης ή με πρόσθετο λόγο και όχι απλά με τις προτάσεις του (ΑΠ 747/2017 ό.π., ΑΠ 431/2016 ό.π.).

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος, που εξετάστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και όσα κατέθεσε ο ανωμοτί εξετασθείς εναγόμενος, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι καταθέσεις των οποίων περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, σε συνδυασμό με όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος) και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3 , 339 και 395 του ΚΠολΔ – ΑΠ 60/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1201/2007 Δημ. Νόμος), πλην της προσκομιζόμενης επιστολής της θυγατέρας των διαδίκων προς τη μητέρα της, η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε για τη συναγωγή τεκμηρίων, διότι αποτελεί μη επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο, ως μαρτυρία του τέκνου των διαδίκων, η οποία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, έγινε με αποκλειστικό σκοπό να χρησιμοποιηθεί στην ένδικη δίκη (άρθρα 592 παρ. 3 περ. α΄ και 597 παρ. 2 περ. β΄ του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α 87) (βλ. σχετ. Ν. Λεοντή, Ειδικές Διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2018, σελ. 89 επ. -91-) (σχετ. με τη διάταξη του άρθρου 601 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α 87, βλ. σχετ. ΑΠ 1704/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 417/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1909/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2134/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 126/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1496/2002 Δημ. Νόμος, ΑΠ 648/1989 Δημ. Νόμος), από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο θρησκευτικό γάμο, κατά τους Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, στις 27/10/1974, στον Ιερό Ναό ………. Ν. Αττικής. Η ενάγουσα γεννήθηκε το έτος 1951, ενώ ο εναγόμενος το έτος 1948. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν δύο (2) τέκνα, τη … και τον …., που γεννήθηκαν στις 13-5-1975 και 7-9-1981 αντίστοιχα και είναι ήδη ενήλικα. Δυνάμει δε της με αριθμ. 526/18-02-2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, απαγγέλθηκε η λύση του γάμου των διαδίκων. Η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη στις 14-12-2015, όπως ειδικώς δεν αμφισβητείται και ο γάμος των διαδίκων λύθηκε και πνευματικά (βλ. σχετ. τη με αριθμ. …….. έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου …. Μ.Κ., σε συνδυασμό με το με αριθμ. πρωτ. …… πιστοποιητικό του Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά περί μη ασκήσεως τακτικών και έκτακτων ενδίκων μέσων κατά της με αριθμ. 526/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς -διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας- και το από 4-1-2016 Διαζευκτήριο της Ιεράς Μητρόπολης Νίκαιας). Η ενάγουσα, κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου της, ήταν ηλικίας 64 ετών και κατά το χρόνο της συζήτησης της υπόθεσης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 01/02/2017, ήταν ηλικίας 66 ετών. Κατά τη διάρκεια της διάσπασης της εγγάμου συμβιώσεως των διαδίκων, οι διάδικοι συνήψαν το από 30/4/2008 ιδιωτικό συμφωνητικό ρύθμισης της διατροφής της ενάγουσας, δυνάμει του οποίου ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να προκαταβάλλει σε αυτήν, μηνιαίως, ως διατροφή της, το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 01/05/2008 έως 30/04/2010, συμφωνήθηκε δε ότι «…μετά την πάροδο δύο ετών, δηλ. την 30/04/2010 και ανάλογα με τη μελλοντική κλιμάκωση των εξόδων διατροφής και διαβίωσης και τις γενικές συνθήκες που θα επικρατούν τότε, το ως άνω ποσό διατροφής, θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα ανά δύο χρόνια συνεχώς με εκάστοτε νέα προφορική ή γραπτή συμφωνία…». Εν συνεχεία, η ενάγουσα άσκησε την από 02/08/2012 και με αριθμ. κατάθ. …….. αγωγή της, εναντίον του εναγομένου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των διατροφών, ζητώντας την επιδίκαση σε αυτήν διατροφής, λόγω διάσπασης της εγγάμου συμβιώσεώς τους, από εύλογη γι αυτήν αιτία. Επί της αγωγής αυτής, μετά από συζήτηση, που έγινε ερήμην του εναγομένου, στις 06/02/2013, εκδόθηκε η με αριθμ. 1762/27-03-2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία διατροφών, δυνάμει της οποίας έγινε εν μέρει δεκτή η από 02/08/2012 αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, ορίστηκε παράβολο ερημοδικίας, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να προκαταβάλει, μέσα στις πέντε (5) πρώτες ημέρες κάθε μήνα, και για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ως τακτική διατροφή σε χρήμα στην ενάγουσα, ατομικά, λόγω της διάσπασης της εγγάμου συμβιώσεώς τους, από εύλογη γι αυτήν αιτία, προς συμπλήρωση της διατροφής της, το ποσό των διακοσίων ογδόντα (280,00) ευρώ μηνιαίως, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε δόσης και μέχρι την εξόφλησή της, επεβλήθη δε σε βάρος του εναγομένου μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των πεντακοσίων πενήντα (550) ευρώ, στο οποίο περιλαμβανόταν και το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ, το οποίο έπρεπε να έχει προκαταβάλει ο εναγόμενος. Μετά την αμετάκλητη δε λύση του γάμου των διαδίκων, η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την υπό κρίση αγωγή, την οποία επέδωσε στον εναγόμενο στις 6/7/2016 (βλ. σχετ. επισημείωση της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου …. Μ. Κ. επί επικυρωμένου φωτ/φου της υπό κρίση αγωγής), ζητώντας να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει, ατομικά, ως τακτική σε χρήμα μηνιαία διατροφή της, λόγω διαζυγίου, το ποσό των τετρακοσίων πενήντα ευρώ (450,00 ευρώ) μηνιαίως, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας καταβολής, για το χρονικό διάστημα των δύο (2) ετών από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1391, 1442 και 1438 Α.Κ., προκύπτει ότι, η, υπάρχοντος του γάμου, περί διατροφής αξίωση της συζύγου, λόγω ευλόγου διακοπής της εγγάμου συμβιώσεως, παύει από τότε που καταστεί αμετάκλητη η κηρύττουσα τη λύση του γάμου δικαστική απόφαση, της μετά το διαζύγιο ενδεχόμενη περί διατροφής αξιώσεως αυτής (συζύγου) από το άρθρο 1442 ΑΚ., αποτελούσας νέα, επί διαφορετικών κατά νόμο προϋποθέσεων θεμελιούμενη, αξίωση, για την οποία απαιτείται η έγερση νέας αγωγής (ΑΠ 785/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2070/2007, ΜονΕφΠειρ 442/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 348/2016 ό.π., ΜονΕφΠειρ 407/2015 ό.π.). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος είναι συνταξιούχος του Ν.Α.Τ. και λαμβάνει μηνιαίως, ως σύνταξη (κύρια και επικουρική), περίπου, το συνολικό καθαρό ποσό των 1.133 ευρώ (βλ. σχετ. με αριθμ. πρωτ. …..… ενημερωτικό σημείωμα συντάξεων της Δ/νσης Παροχών – Τμήματος Μητρώου και Μεταβολών Συνταξιούχων του Ν.Α.Τ., το οποίο χορηγήθηκε στην αιτούσα κατόπιν της με αρ. πρωτ. ……. Εισαγγελικής Παραγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά). Διαμένει στη … …. σε μίσθια οικία και καταβάλει μηνιαίο μίσθωμα ύψους περίπου 270,00 ευρώ. Βαρύνεται, επίσης, με τις δαπάνες για τη λειτουργία της κατοικίας αυτής (Δ.Ε.Η, ΕΥΔΑΠ κ.λ.π.) (ήτοι, κατά μέσον όρον, 25 ευρώ μηνιαίως), για τη διατροφή του και τη συντήρηση της μίσθιας οικίας (ήτοι, κατά μέσον όρον, 195 ευρώ μηνιαίως), για την ένδυση και υπόδησή του (ήτοι, κατά μέσον όρον, 25 ευρώ μηνιαίως), καθώς και με το ποσό των 69 ευρώ μηνιαίως για την αποπληρωμή οφειλών προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ.. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος είναι, συγκύριος, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου, ενός διαμερίσματος του 3ου ορόφου, τριών (3) δωματίων, εμβαδού 62,79 τ.μ., που βρίσκεται επί της οδού . .. αρ. …., στον ΄…….. (βλ. σχετ. το με αρ. …….. κτηματολογικό φύλλο και διάγραμμα του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας – Ρέντη, με ΚΑΕΚ ……..), το οποίο αποφεύγει να εκμισθώσει, όπως έπραττε κατά το παρελθόν, λαμβάνοντας, εν γνώσει των λοιπών συγκυρίων, το συνολικό ποσό του μισθώματος, ώστε ν’ αποκομίσει, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, τουλάχιστον, το ποσό των 230 ευρώ μηνιαίως (σχετ. ΑΠ 1507/2001 ΝοΒ 50 1618, ΕφΑθ 8716/2003 ό.π.). Σημειωτέον, ότι δεν αποδείχθηκε ότι δεν είναι δυνατή η εκμίσθωση του ως άνω διαμερίσματος, λόγω παλαιότητάς του, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος ή ότι οι λοιποί συγκύριοι του ακινήτου, ήτοι τ’ αδέλφια του εναγομένου, μόνιμοι κάτοικοι Η.Π.Α., δεν συμφωνούν στην περαιτέρω εκμίσθωση του ως άνω ακινήτου. Συνεπώς, το ποσό των 230 ευρώ μηνιαίως, το οποίο ο εναγόμενος θα εισέπραττε από την εκμίσθωση του ως άνω ακινήτου, αλλά με σκοπό ματαιώσεως, ολικά ή μερικά, της υποχρεώσεώς του για την καταβολή διατροφής στην ενάγουσα, πρώην σύζυγό του, απέφυγε να συμπληρώσει το εισόδημά του με την εκμίσθωσή του, καθώς, επικαλείται την έλλειψη εισοδημάτων του, συνεπεία της μη εκμίσθωσής του, προκειμένου να αποδείξει την αδυναμία προς διατροφή της πρώην συζύγου του, επιδεικνύοντας αδιαφορία για την υποχρέωση διατροφής αυτής και ενεργώντας έτσι κατά τρόπο αντίθετο προς την καλή πίστη, πρέπει να συνυπολογισθεί, κατ’ άρθρο 288 Α.Κ., στις οικονομικές δυνάμεις του εναγομένου, για τον προσδιορισμό του ποσού της διατροφής της ενάγουσας, εφόσον από δική του πρωτοβουλία επήλθε μείωση των εισοδημάτων του (βλ. σχετ. ΑΠ 1507/2001 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 432/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 148/2016 Δημ. Νόμος). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, με την ως άνω με αριθμό 1762/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διατροφών, κρίθηκε ότι η ενάγουσα δικαιούταν, κατ’ άρθρο 1391 ΑΚ, πλήρους διατροφής σε χρήμα, λόγω της διάσπασης της εγγάμου συμβιώσεώς τους από εύλογη γι αυτήν αιτία, το ύψος της οποίας προσδιορίσθηκε στο ποσό των 280 ευρώ μηνιαίως, προς συμπλήρωση της διατροφής της, ενόψει του ότι είχε γίνει δεκτό ότι ο εναγόμενος είχε εκχωρήσει σε αυτήν, προς συμπλήρωση της μηνιαίας διατροφής της, επιπλέον το ποσό των 250 ευρώ, το οποίο εισέπραττε μηνιαίως από την εκμίσθωσή του ως άνω ακινήτου. Λόγω δε της άρνησης του εναγομένου προς εκούσια συμμόρφωση προς την ως άνω δικαστική απόφαση, η ενάγουσα προέβη σ’ εκτέλεση, αρχικά, της με αριθμό 1762/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία) και εν συνεχεία της με αριθμ. 3383/2017 (εκκαλουμένης) αποφάσεως του ιδίου Δικαστηρίου, δυνάμει των από 20-6-2013 και 04-10-2017 κατασχετηρίων εις χείρας τρίτου (ήτοι του Ν.Α.Τ.) αντίστοιχα (βλ. σχετ. με αριθμ. ……. έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………. και με αριθμ. ……… έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου … …..). Παρακρατείται δε κάθε μήνα από τη σύνταξη του εναγομένου το ποσό των 237,65 ευρώ, από 01/12/2017, και μέχρι εξοφλήσεως για την οφειλόμενη, δυνάμει της εκκαλουμένης αποφάσεως, διατροφή της ενάγουσας (βλ. σχετ. το με αριθμ. πρωτ. …….. έγγραφο του Τμήματος Επεξεργασίας Ναυτικής Υπηρεσίας του ΝΑΤ). Ο εναγόμενος βαρύνεται, επίσης, με την αποπληρωμή οφειλών του προς τραπεζικά ιδρύματα, από προσωπικά – καταναλωτικά δάνεια, τα οποία είχε λάβει κατά το παρελθόν, ύψους περίπου 29.000 ευρώ. Η δαπάνη για την εξυπηρέτηση των καταναλωτικών αυτών δανείων, όμως, δεν προαφαιρείται από τα εισοδήματα του εναγομένου, όπως π.χ. από τη σύνταξή του, αλλά λαμβάνεται υπόψη, ως στοιχείο προσδιοριστικό της αξίας της περιουσίας του, η οποία πρέπει να εκληφθεί ότι μειώνεται κατά τα ποσά των δανείων, καθώς και ως στοιχείο προσδιοριστικό των συνθηκών διαβίωσής του (ΑΠ 120/2013 ό.π., ΑΠ 230/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 680/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 837/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 471/2005 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 159/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 407/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 749/2014 ό.π., ΕφΚρητ 238/2012 αδημ., ΕφΠειρ 197/2006 αδημ., ΕφΠειρ 158/2006 αδημ., ΕφΠειρ 399/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 736/2004 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΔωδ 167/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 596/2004 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΛαρ 797/2003 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΠατρ 394/2003 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕΘ 2241/2000 Δημ. Νόμος). Άλλα εισοδήματα ή περιουσία δεν αποδείχθηκε ότι έχει ο εναγόμενος ούτε βαρύνεται με την κατά νόμο διατροφή άλλου προσώπου, καθώς τα τέκνα του είναι ήδη ενήλικα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, γεννηθείσα το έτος 1951 (ήτοι ηλικίας 65 περίπου ετών κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής), κατά τη διάρκεια της ουσιαστικής έγγαμης συμβίωσης, συνέβαλε στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κυρίως με την παροχή της προσωπικής εργασίας της στην οικογενειακή τους στέγη και την ανατροφή των τέκνων τους, αλλά και με τα εισοδήματά της, από την περιστασιακή της εργασία, ως γαζώτρια φασόν κατ’ οίκον. Δεν έχει θεμελιώσει, όμως, συνταξιοδοτικό δικαίωμα, λόγω μη ασφαλιστικής της κάλυψης, κατά το χρονικό διάστημα εργασίας της (βλ. σχετ. με αριθμ. …….. βεβαίωση του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών του Ι.Κ.Α.). Από το έτος δε 2003 είναι άνεργη. Από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο αποδεικτικό ανανέωσης του Ο.Α.Ε.Δ. προκύπτει ότι η ενάγουσα είχε δελτίο ανεργίας ενεργό έως και την 7-10-2016, οπότε ανανεώθηκε έως την 7-4-2017 και εν συνεχεία έως την 7/10/2018, ήτοι καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα. Δεν εμφανίζεται, επίσης, εγγεγραμμένη στο Μητρώο Επιδοτούμενων του ΟΑΕΔ, ούτε λαμβάνει κάποιο επίδομα από την Πρόνοια (βλ. σχετ. την από 14/10/2016 βεβαίωση του Ο.Α.Ε.Δ., τη με αρ. πρωτ. ………. βεβαίωση του Τμήματος Κοινωνικών Υπηρεσιών του Δήμου Νίκαιας – Αγίου Ιωάννη Ρέντη, καθώς και τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματός της των φορολογικών ετών 2015 και 2017). Το έτος 2008, όμως, διαπιστώθηκε ότι η ενάγουσα έπασχε από όγκο του ενδομήτριου (κακοήθη) και υπεβλήθη σε σχετική επέμβαση, ενώ το έτος 2010 υπεβλήθη σε νέα χειρουργική επέμβαση στο δεξιό μαστό, λόγω καρκίνου, καθώς και σε αφαίρεση λεμφαδένων της δεξιάς μασχάλης. Ακολούθως, υπεβλήθη σε ακτινοθεραπείες και ορμονοθεραπείες και της συνεστήθη η αποφυγή βαριάς χειρωνακτικής εργασίας για τον κίνδυνο λεμφοιδήματος (βλ. σχετ. την από 08-02-2008 Ιστολογική ΄Εκθεση του Παθολογοανατομικού Τμήματος του Τζανείου Νοσοκομείου, τα από 07-02-2011 και από 25-10-2011 πιστοποιητικά του Β’ Χειρουργικού Τμήματος του Αντικαρκινικού – Ογκολογικού Νοσοκομείου «ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ» και το από 13-5-2013 εξιτήριο του Νοσοκομείου «Άγιος Σάββας», μετά από αναφερομένη νοσηλεία στη Β’ Χειρουργική Κλινική, λόγω αφαίρεσης μικρών καλοήθων όγκων στην περιοχή της αρχικής επέμβασης στο δεξιό μαστό). Σύμφωνα δε με την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από 4/4/2012 και με αρ. ……… γνωμάτευση της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής του ΚΕ.ΠΑ, το ποσοστό της αναπηρίας της ανέρχεται σε 60%, κατά ιατρική πρόβλεψη, από 14/11/2011 έως 30/11/2012. Τον Ιούλιο δε του έτους 2015 διαγνώστηκε ότι πάσχει από νεοδιαγνωσθείσα καρδιακή ανεπάρκεια και συγκεκριμένα από κολπική μαρμαρυγή, οστεοπόρωση, χολολιθίαση και αναιμία (βλ. ιδίως το από 7-7-2015 ενημερωτικό σημείωμα που υπογράφει ο Ιατρός ………, Καρδιολόγος της Καρδιολογικής Κλινικής του Τζάνειου Νοσοκομείου Πειραιά, σε συνδυασμό με την από 16-10-2015 εξέταση μέτρησης οστικής πυκνότητας του διαγνωστικού κέντρου «Απεικονιστική ….», την από 5-01-2016 εξέταση – διάγνωση του διαγνωστικού κέντρου …., το από 4-2-2016 ιατρικό εξιτήριο του Καρδιολογικού Τμήματος του Θριάσιου Νοσοκομείου Ελευσίνας και την από 6-6-2016 ιατρική γνωμάτευση του Ιατρού Καρδιολόγου του ΠΕ.ΔΥ. Νίκαιας ….). Λόγω των ως άνω προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει, απαιτείται η τακτική ιατρική της παρακολούθηση και η συνεχής υποβολή της σε αναγκαίες ιατρικές εξετάσεις. Η ενάγουσα, όμως, κατά την αμετάκλητη λύση του γάμου των διαδίκων, λόγω της ηλικίας της και των προβλημάτων υγείας της, δεν ήταν σε θέση να αρχίσει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, με σταθερή καθημερινή απασχόληση, ώστε να εξασφαλίζει από αυτό τη διατροφή της. Η ηλικία και τα προβλήματα της υγείας της, ενόψει και των κρατουσών συνθηκών στην αγορά εργασίας, δεν της επιτρέπουν, επίσης, ν’ αναγκαστεί ν’ αρχίσει την άσκηση, κατάλληλου για την ηλικία και την υγεία της, επαγγέλματος, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα των δύο (2) ετών από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής (ήτοι αρχής γενομένης από 07/07/2016), ώστε να εξασφαλίζει από αυτό τη διατροφή της. Ούτε, άλλωστε, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα απασχολείται σε κάποια εργασία, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος. Η ενάγουσα διαμένει σε οικία δύο (2) δωματίων, επιφανείας 55 τ.μ., κυριότητάς της, που βρίσκεται επί της οδού …….., στη ….. . Ν. Αττικής. Στην οικία αυτή διαμένει μαζί με τον ενήλικο υιό της. Συνεπώς, δεν επιβαρύνεται με δαπάνες μίσθωσης, παρά μόνο με την αναλογία συμμετοχής της στα λειτουργικά έξοδα της οικίας αυτής (Δ.Ε.Η, ΕΥΔΑΠ κλπ) και τις κοινόχρηστες δαπάνες, ενώ έχει ν’ αντιμετωπίσει και τις δαπάνες διατροφής, ενδύσεως και ψυχαγωγίας της. Η προαναφερόμενη οικία δεν μπορεί να εκποιηθεί, δεδομένου ότι καλύπτει τις στεγαστικές ανάγκες της ενάγουσας. Ενώ, περαιτέρω,  με βάση  τη διέπουσα το θεσμό αρχή της επιείκειας, δεν δύναται να αξιωθεί η εκποίηση του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου της ενάγουσας, καθώς η διατήρησή του επιβάλλεται από λόγους πρόνοιας προς εξασφάλιση της ενάγουσας στο μέλλον για αντιμετώπιση έκτακτης και απρόβλεπτης οικονομικής ανάγκης  ή επιδείνωσης της υγείας της. Πέραν της ως άνω ιδιόκτητης οικίας, η ενάγουσα είναι κυρία του με αριθμ. κυκλοφορίας ……….. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητου, εργοστασίου κατασκευής Hyundai Accent, με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας το έτος 1997. Δυνάμει δε της με αριθμ. ……. Πράξεως του Προέδρου Εφετών Πειραιά, ορίστηκε πληρεξούσιος Δικηγόρος για την ενάγουσα, κατά τις διατάξεις του Ν. 3226/2004, προκειμένου να παρασταθεί και εκπροσωπήσει αυτήν κατά τη συζήτηση της υπό κρίση εφέσεως. Η ανάλογη μηνιαία διατροφή της ενάγουσας, σύμφωνα με το άρθρο 1493 ΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται, κατά παραπομπή του άρθρου 1443 εδ. 1 ΑΚ και στη διατροφή μετά το διαζύγιο, η οποία προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες της δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής της, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτή μένει σε ιδιόκτητη οικία και δεν βαρύνεται με την καταβολή μισθώματος (ήτοι για σίτιση, ένδυση, υπόδηση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ψυχαγωγία, δαπάνες συντήρησης και λειτουργικών εξόδων της κατοικίας), ανέρχεται, κατά το επίδικο χρόνο των δύο (2) ετών από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής, στο συνολικό ποσό των 450 ευρώ μηνιαίως [ήτοι 200 ευρώ για διατροφή, 600 ευρώ ετησίως (: 12 = 50) για ένδυση-υπόδηση, 100 ευρώ μηνιαίως για λειτουργικές δαπάνες της οικίας της, 600 ευρώ ετησίως (: 12 = 50) για πετρέλαιο θέρμανσης, 600 ευρώ ετησίως (: 12 = 50) για ιατρικές εξετάσεις και περίθαλψη -πέραν της συμμετοχής της-]. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ο εναγόμενος δεν αμφισβητεί ειδικώς με την υπό κρίση έφεσή του ούτε το ύψος των διατροφικών αναγκών της ενάγουσας, αλλά ούτε και τα προβλήματα της υγείας της, όπως έγιναν αυτά δεκτά με την εκκαλουμένη απόφαση. ΄Αλλη περιουσία ή πόρους από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει η ενάγουσα, ούτε επιβαρύνεται με τη διατροφή τρίτου προσώπου υποχρεωμένου από το νόμο να διατρέφει. Συνεπώς, εφόσον αποδείχθηκε η συνδρομή των προϋποθέσεων της περ. 1 του άρθρου 1442 Α.Κ. και ειδικότερα αποδείχθηκε ότι, κατά την έκδοση του διαζυγίου, η ενάγουσα βρισκόταν σε ηλικία και κατάσταση υγείας, που δεν επιτρεπόταν να αναγκαστεί ν’ αρχίσει την άσκηση επαγγέλματος, ώστε να εξασφαλίζει από αυτό τη διατροφή της και αποδείχθηκε τόσο η ως άνω απορία της ενάγουσας, δηλαδή η αδυναμία της να αντιμετωπίσει τις ανάγκες διατροφής της, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά το διαζύγιό της, καθώς και η αδυναμία της να εξεύρει σταθερή, κατάλληλη για την ηλικία και τα προσόντα της, εργασία, σε συνδυασμό με τη δυσκολία, που παρατηρείται στην αγορά εργασίας, όπου η ανεργία πλήττει τις γυναίκες προχωρημένης ηλικίας, όσο και η ευπορία του εναγομένου, δηλαδή η δυνατότητα του τελευταίου να παράσχει σε αυτήν διατροφή, χωρίς να κινδυνεύει η ιδία αυτού διατροφή, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, η ενάγουσα δικαιούται ανάλογης διατροφής, η οποία ανέρχεται, για το χρονικό διάστημα των δύο (2) ετών, από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής (ήτοι αρχής γενομένης από 07/07/2016), λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών της ζωής της μετά το διαζύγιο και συνεκτιμωμένων των συνθηκών ζωής και των οικονομικών δυνάμεων του εναγομένου, στο ποσό των 450 ευρώ μηνιαίως, το οποίο ανταποκρίνεται στα απαραίτητα για τη συντήρησή της έξοδα (διατροφή, ένδυση – υπόδηση, κοινόχρηστες δαπάνες, δαπάνες για λογαριασμούς κοινής ωφέλειας και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη). Για να κριθεί αν υπάρχει ή όχι απορία ή ευπορία, σύμφωνα με τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, πρέπει να εξαντλούνται προηγουμένως όλες οι οικονομικές δυνατότητες που παρέχονται στο δικαιούχο και τον υπόχρεο, αντίστοιχα τα εισοδήματα και η περιουσία τους, ακόμη και αν η τελευταία αποτελείται από μη προσοδοφόρα στοιχεία, οπότε πρέπει αυτά να εκποιηθούν. Πρέπει να σημειωθεί, όμως, ότι στην προκείμενη περίπτωση γεννάται δικαίωμα διατροφής υπέρ της ενάγουσας, παρά την ύπαρξη του ως άνω ακίνητου περιουσιακού της στοιχείου, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, επιβάλλεται η διατήρησή του για λόγους πρόνοιας προς εξασφάλισή της στο μέλλον για την αντιμετώπιση έκτακτης και απρόβλεπτης οικονομικής ανάγκης, ενόψει και των προβλημάτων υγείας της (ΑΠ 1389/2012 ό.π., ΑΠ 1427/2012 ό.π.). Την ως άνω διατροφή ο εναγόμενος μπορεί να παρέχει χωρίς να διακινδυνεύει η δική του διατροφή, καθόσον το εναπομένον ποσό των 913 ευρώ μηνιαίως, μετ’ αφαίρεση του πιο ποσού των 450 ευρώ μηνιαίως, από το μηνιαίο εισόδημά του, συνολικού ύψους 1.363 ευρώ (ήτοι 1.133 + 230), επαρκεί για την αντιμετώπιση των ατομικών του αναγκών του [ήτοι 270 ευρώ, για μηνιαίο μίσθωμα της οικίας, όπου διαμένει, 25 ευρώ μηνιαίως για δαπάνες για τη λειτουργία της κατοικίας αυτής (Δ.Ε.Η, ΕΥΔΑΠ κλπ), 195 ευρώ μηνιαίως για τη διατροφή του και τη συντήρηση της μίσθιας οικίας, 25 ευρώ μηνιαίως για την ένδυση και υπόδησή του, 69 ευρώ μηνιαίως για την αποπληρωμή οφειλών προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ. και το υπόλοιπο ποσό για την αποπληρωμή των λοιπών δανειακών του υποχρεώσεων]. Συνεπώς, η, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1443 εδ. 1 και 1487 του Α.Κ., ένσταση διακινδύνευσης, που πρόβαλε ο εναγόμενος, με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, αλλά και με τις έγγραφες προτάσεις του, επαναφέρεται δε με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, είναι απορριπτέα και ως  κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Συνεπώς, εφόσον αποδείχθηκε η δυνατότητα του εναγομένου να παράσχει την ως άνω διατροφή στην ενάγουσα, χωρίς να κινδυνεύει η ιδία αυτού διατροφή, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ο ισχυρισμός του περί παραπομπής της υποχρέωσης διατροφής της ενάγουσας σε άλλους υποχρέους, ήτοι στον ενήλικο υιό της, …………, άλλως στον πατέρα της, …. …., ο οποίος, γεννηθείς το έτος 1925, συνταξιούχος του Ι.Κ.Α., απεβίωσε, στις 20/08/2018, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της υπόθεσης, ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. σχετ. τη αριθμ. πρωτ. ……… Ληξιαρχικής Πράξης θανάτου του ……….. του Ληξιαρχείου Νίκαιας – Αγ. I. Ρέντη Ν. Αττικής), ο οποίος (ισχυρισμός) προεβλήθη με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του, καταχωριζομένης στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, αλλά και με τις έγγραφες προτάσεις του, επαναφέρθηκε δε με το δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, εφόσον, κατ’ άρθρο 1491 Α.Κ., όταν κάποιο πρόσωπο είναι διαζευγμένο, όπως, εν προκειμένω η ενάγουσα, η υποχρέωση του πρώην συζύγου να παρέχει σε αυτό διατροφή, εφόσον υφίσταται τέτοια υποχρέωση, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 1442 Α.Κ., σε περίπτωση μη διακινδυνεύσεως της ιδίας διατροφής του, προηγείται σε σχέση με την υποχρέωση διατροφής που έχουν οι κατιόντες και οι ανιόντες του ίδιου προσώπου (βλ. σχετ. ΜονΕφΔωδ (μεταβ. Κω) 65/2013 Δημ. Νόμος, ΕΘ 1854/1999 Δημ. Νόμος, ΕΘ 412/1990 Δημ. Νόμος). Η υποχρέωση του ενήλικου υιού και του πατέρα της ενάγουσας να τη διατρέφουν θα υπήρχε, εν προκειμένω, μόνον εάν ο πρώην σύζυγός της, ενόψει των λοιπών υποχρεώσεών του, δεν ήταν σε θέση να παρέχει σε αυτήν την οφειλόμενη διατροφή, χωρίς να κινδυνεύει η δική του διατροφή ή αν, για πραγματικούς ή νομικούς λόγους, είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής η δικαστική επιδίωξη εναντίον του στην ημεδαπή. Ούτε, άλλωστε, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα μπορεί να στραφεί εναντίον άλλου υπόχρεου που θα μπορούσε να καταβάλει τη διατροφή αυτή (άρθρα 1488, 1489, 1490 και 1491 Α.Κ.) (βλ. σχετ. εκκαθαριστικά σημειώματα φορολογικών ετών 2015 και 2017 του υιού των διαδίκων και την από 19/01/2017 αίτηση κατάθεσης στον ΟΑΕΔ, σε συνδυασμό με το από 29-06-17 Ιατρικό Εξιτήριο του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Λαϊκό», την από 13-07-2017 Ιστολογική Εξέταση του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών – Ιατρικής Σχολής και εκκαθαριστικά σημειώματα των φορολογικών ετών 2015 και 2017 του πατέρα της ενάγουσας). Δεν αποδείχθηκε δε η δυνατότητα διατροφής αυτής, όπως προαναφέρθηκε, από την ύπαρξη περιουσίας ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία της και τα προβλήματα της υγείας της (βλ. σχετ. ΑΠ 687/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 62/2004 Δημ. Νόμος, ΕΑ 9823/1999 Δημ. Νόμος, ΕΑ 3784/1999 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, οι ισχυρισμοί, που προέβαλε ο εναγόμενος (με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας Δικηγόρου του, που καταχωρήθηκαν στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως), περί διακινδυνεύσεως της ιδίας διατροφής του και παραπομπής της ενάγουσας σε άλλους υπόχρεους, επαναφέρονται δε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τους πρώτο και δεύτερο των λόγων έφεσης αντίστοιχα, με την επίκληση του ενεργητικού της περιουσίας του και των λοιπών υποχρεώσεών του, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκανε δεκτή την υπό κρίση αγωγή, η οποία είναι αρκούντως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 1442 περ. 1, 1443, 1493, 1494, 1498 ΑΚ, ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να προκαταβάλλει στην ενάγουσα, εντός των πέντε πρώτων ημερών εκάστου μηνός και για χρονικό διάστημα δυο (2) ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής (ήτοι αρχής γενομένης από 07/07/2016), ως τακτική σε χρήμα διατροφή της, το ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450,00) ευρώ μηνιαίως, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας παροχής, μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, εκτίμησε τις αποδείξεις, απορρίπτοντας ως αβάσιμες τις προβληθείσες ενστάσεις του εναγομένου περί διακινδυνεύσεως της ιδίας διατροφής και παραπομπής της διατροφής της ενάγουσας σε άλλους υπόχρεους, έστω και με ελ­λιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει, μετά την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις πα­ρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται από τον εκκαλούντα τ’ αντίθετα.

Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 3383/14-07-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση. Τέλος, εφόσον, δυνάμει της με αριθμ. 95/2018 Πράξεως του Προέδρου Εφετών Πειραιά, ορίστηκε, κατόπιν αιτήσεως της εφεσίβλητης, περί παροχής σε αυτή νομικής βοήθειας, κατά τις διατάξεις του Ν. 3226/2004, η Δικηγόρος ………, προκειμένου να παρασταθεί και εκπροσωπήσει αυτήν, κατά τη συζήτηση της υπό κρίση εφέσεως, και όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, κατά τη συζήτηση της ένδικης έφεσης, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η εφεσίβλητη παρέστη δια της προαναφερομένης Δικηγόρου, η οποία κατέθεσε προτάσεις, τα δικαστικά έξοδα, από τα οποία απαλλάχθηκε η ενάγουσα – εφεσίβλητη και ταυτίζονται με την αποζημίωση της ορισθείσης ως άνω δικηγόρου της για την παράστασή της, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθ. 12 παρ. 2 ν. 3226/2004), πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου – εκκαλούντος, ο οποίος ηττάται (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος εκ μέρους της ενάγουσας (άρθ. 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), να επιδικασθούν δε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (βλ. σχετ. ΑΠ 334/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 75/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 73/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2236/2013 Δημ. Νόμος), σύμφωνα με τα κατωτέρω ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων εξήντα (360) ευρώ και επιδικάζει αυτά υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 09/01/2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ