Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 432/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  432/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας ενάγουσας: …………. ενεργούσης για τον εαυτό της ατομικά, καθώς και ως ασκούσα τη γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας της ……….. για λογαριασμό αυτής, ………………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Κυριακή Μπαλτά.

Των εφεσιβλήτων εναγομένων:1) Της ……….. εταιρείας …………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευφροσύνη Πετρίδου με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, 2) Της ……………. εταιρείας …………… και 3) Της ………….. εταιρείας ………….. οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Ευγενία Μοσχανδρέου.

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 29.5.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……………./12.6.2018) αγωγή της, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’αριθμ. 2857/2019 οριστική απόφαση του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε αυτή καθ’ολοκληρίαν.

Η εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό ενάγουσα με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 11.12.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../13.12.2019 στον πρώτο βαθμό και  με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./13.12.2019 στο δεύτερο βαθμό) έφεσή της, η οποία αρχικά προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 7ης.5.2020, κατά την οποία η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε εξαιτίας της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 για το χρονικό διάστημα από 13.3.2020 έως 31.5.2020, προσβάλλει την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίο στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, που προσδιορίσθηκε αυτεπαγγέλτως με την υπ’αριθμ. 52/2020 Πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη του ιδίου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ.2 του ν.4690/2020, κατόπιν της ματαίωσης της συζήτησής της κατά την αρχικά προσδιορισθείσα δικάσιμο, και εγγράφηκε στο πινάκιο, και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, η πληρεξούσια δικηγόρος της πρώτης των εφεσιβλήτων δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσε τις προτάσεις της, με τις οποίες και ζήτησε να γίνουν δεκτά τα ειδικότερα σ’αυτές αναφερόμενα, ενώ οι πληρεξούσιες δικηγόροι της εκκαλούσας και των δεύτερης και τρίτης των εφεσιβλήτων εμφανίσθηκαν και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν στο ακροατήριο.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στο άρθρο 614 του ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε  με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 και εφαρμόζεται,  σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 και στο εξής ένδικα μέσα και αγωγές, και, συνεπώς και στην κρινόμενη περίπτωση, ορίζεται ότι: «Κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών δικάζονται οι μισθωτικές διαφορές, οι διαφορές από οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία, οι εργατικές διαφορές, οι διαφορές επαγγελματιών και οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, οι διαφορές από αμοιβές, οι διαφορές για ζημιές από αυτοκίνητα, οι διαφορές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές και οι διαφορές από πιστωτικούς τίτλους: 1… 2… 3. Εργατικές διαφορές είναι: α) οι διαφορές από παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία με αφορμή την παροχή της εργασίας αυτής μεταξύ των εργαζομένων ή των διαδόχων τους ή εκείνων που κατά το νόμο έχουν δικαίωμα από την παροχή εργασίας τους και των εργοδοτών ή των διαδόχων τους, β) οι διαφορές από την παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία με αφορμή την παροχή της εργασίας αυτής μεταξύ εκείνων που εργάζονται μαζί στον ίδιο εργοδότη, γ) οι διαφορές από συλλογική σύμβαση εργασίας ή από διατάξεις που εξομοιώνονται προς διατάξεις συλλογικής σύμβασης μεταξύ εκείνων που υπάγονται στις διατάξεις αυτές ή μεταξύ αυτών και τρίτων, δ) οι παρεμπίπτουσες αγωγές κατά δικονομικών εγγυητών στις δίκες που αφορούν τις διαφορές των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου, καθώς και ε) οι αγωγές κατά ομοδίκων των εναγομένων στις δίκες που αφορούν τις διαφορές των περιπτώσεων α΄και β΄της παρούσας παραγράφου, εφόσον εναχθούν από κοινού ή προσεπικληθούν». Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 16 § 2 και 614 § 3 περ.α΄του ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι το μονομελές πρωτοδικείο είναι αρμόδιο (εφόσον λόγω ποσού δεν είναι αρμόδιο το ειρηνοδικείο), να δικάσει, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κάθε διαφορά, από σύμβαση ή και απλή σχέση εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων ή των διαδόχων τους ή των κατά νόμο δικαιουμένων εκ της παροχής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτήρα της διαφοράς ως απορρέουσας από σύμβαση ή απλή σχέση εργασίας ή από αδικοπραξία που προκλήθηκε εξ αφορμής της εργασίας ή από αδικαιολόγητο πλουτισμό. Το μονομελές πρωτοδικείο δικάζει, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών και τις διαφορές από εργατικά ατυχήματα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 37 του ΕισΝΚΠολΔ, μετά την κατάργηση της διάταξης του άρθρου 13 του ν. 551/1915, με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΕισΝΚΠολΔ. Ομοίως, κατά την ορθότερη και κρατούσα στη νομολογία άποψη, υπάγεται στην καθ’ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου και εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος σε εργατικό ατύχημα ή λόγω ψυχικής οδύνης των μελών της οικογένειας του θανατωθέντος σε εργατικό ατύχημα, εφόσον η αγωγή στρέφεται κατά του εργοδότη και των υπ’αυτού προστηθέντων και αποδίδεται σ’αυτόν ή στους προστηθέντες από αυτόν πταίσμα για την επέλευση του ατυχήματος αυτού και το αξιούμενο ποσό είναι μεγαλύτερο από εκείνο που ορίζεται για την αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου, δοθέντος ότι πρόκειται περί αδικοπραξίας που τελέστηκε εξ αφορμής της εργασίας (ΟλΑΠ 433/1968, ΑΠ 1530/2004), και δη ανεξαρτήτως του εάν οι αξιώσεις αυτές πηγάζουν από την εργατική νομοθεσία ή από τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου. Αντίθετη παραδοχή θα οδηγούσε, α) στο ανεπιεικές αποτέλεσμα, όπως, επί αδικοπραξίας σε βάρος μισθωτού από συνάδελφο του, που ενεργούσε ως προστηθείς του κοινού εργοδότη, να μην μπορεί να ασκηθεί κοινή αγωγή συγχρόνως κατά του εργοδότη και του προστηθέντος και β) στη διάσπαση του ενιαίου βιοτικού συμβάντος και στη δημιουργία κινδύνου έκδοσης αντιφατικών κατ’ουσίαν αποφάσεων (βλ. σχετ. ΑΠ 182/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Τέλος στη διάταξη του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, ως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87, με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, από 1.1.2016) και αντικαταστάθηκε από 23 Ιανουαρίου 2017 με τα άρθρα 35 παρ.2 και 45 του Ν. 4446/2016  (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), ορίζεται ότι:…«3.Εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης…υποχρεούται να καταθέσει παράβολο, που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας, ως εξής: Α. Για το ένδικο μέσο της έφεσης: α)…β) κατά απόφασης Μονομελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ, γ)…Β…Γ…Σε περίπτωση που ασκήθηκε ένα ένδικο μέσο από ή κατά περισσότερων διαδίκων κατατίθεται ένα παράβολο από τους εκκαλούντες…Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο σε αυτόν, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο. Η υποχρέωση της παρούσας παραγράφου δεν ισχύει για τις διαφορές των άρθρων 614 αριθμ.3 και 5, και 592 αριθμ. 1 και 3». Εν προκειμένω η κρινόμενη από 11.12.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./13.12.2019 στον πρώτο βαθμό και  με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../13.12.2019 στο δεύτερο βαθμό) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας κατά της υπ’αριθμ.2857/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, επί της από 29.5.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./12.6.2018) αγωγής της εκκαλούσας, διώκουσας την επιδίκαση σ’αυτήν υπό διττή ιδιότητα, το μεν ατομικά, το δε ως ασκούσα τη γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας της, απαιτήσεών τους, αφενός μεν αποζημίωσης για την αποκατάσταση της περιουσιακής τους ζημίας, συνισταμένης στη στέρηση της διατροφής, που εδικαιούντο από τον αποβιώσαντα σύζυγο και πατέρα τους αντίστοιχα ………………….., προσληφθέντα για να εργασθεί ως ένοπλος φρουρός στο αναφερόμενο στο δικόγραφο πλοίο (όπου και ναυτολογήθηκε ως μέλος του πληρώματός του) από την πρώτη εναγόμενη, η οποία, δυνάμει σύμβασης έργου καταρτισθείσας με την τρίτη εναγόμενη, φερόμενη ως διαχειρίστρια, πλην όμως στην πραγματικότητα εφοπλίστρια του ανωτέρω πλοίου, κυριότητας της δεύτερης εναγομένης, άλλως θεωρούμενη κατά τη σύναψη της εν λόγω εργολαβικής σύμβασης ως ενεργήσασα στο δικό της όνομα/έμμεση αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας/δεύτερης εναγομένης, είχε αναλάβει την υποχρέωση παροχής υπηρεσιών – διά προσληφθέντος από την ίδια προσωπικού – φύλαξης και προστασίας του πλοίου από τους σύμφυτους με τη ναυσιπλοΐα κινδύνους, και ιδίως αυτόν της πειρατείας, την οποία (αποζημίωση) αξιώνουν κατά τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου εξαιτίας του θανάτου του προαναφερθέντος προσώπου επί του πλοίου, που αποτελεί ναυτεργατικό ατύχημα υπό την έννοια του ν.551/1915, και μπορεί να αποδοθεί στη μη τήρηση από τα προστηθέντα των εναγομένων φυσικά πρόσωπα των ειδικότερα διαλαμβανομένων στην αγωγή διατάξεων νόμων του ελληνικού, αλλά και του λιβεριανού δικαίου, οι οποίες προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων σε πλοίο, αφετέρου δε χρηματικής ικανοποίησης της ψυχικής οδύνης, που υπέστησαν από το θάνατό του, οφειλομένου σε αποκλειστική υπαιτιότητα, και δη σε αμέλεια των ανωτέρω προσώπων, επίσης με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις του αστικού δικαίου, των δεύτερης και τρίτης των εναγομένων ενεχομένων ως προστησασών τα υπαίτια πρόσωπα, καθώς και ως κυριών του έργου/προστησασών την ίδια την εργολάβο και εργοδότρια του θανατωθέντος εταιρεία, άλλως ως πλασματικών εργοδοτριών του τελευταίου, επικουρικώς δε απαιτήσεων της ιδίας και της θυγατέρας της σε βάρος απασών των εναγομένων, που αφορούν στην περιορισμένη κατ’αποκοπήν αποζημίωση του άρθρου 3 του ν.551/1915 λόγω του επισυμβάντος θανάτου του συζύγου και πατρός τους, η οποία αναλογεί στην καθεμία τους κατά τα 2/5 και τα 3/5 αντίστοιχα, κατά της υπ’αριθμ. 2857/2019 οριστικής απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου, και με την οποία (προσβαλλόμενη απόφαση) η αγωγή απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν εν μέρει ως μη νόμιμη, και εν μέρει ως ουσία αβάσιμη, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 13.12.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. στον πρώτο βαθμό ……………/13.12.2019), ήτοι εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των εξήντα (60) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης στην ενάγουσα, κάτοικο αλλοδαπής, και δη ………….., που συντελέσθηκε, με την επιμέλεια των δεύτερης και τρίτης των εναγομένων, στις 14.10.2019, όπως προκύπτει από τη σχετική χειρόγραφη επισημείωση στην εμπρόσθια σελίδα του πρώτου φύλλου του προσκομιζομένου από την ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα αντιγράφου της εκκαλουμένης του διενεργήσαντος την επίδοση διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή  …………, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Σημειωτέον ότι οι περί απαραδέκτου του ένδικου μέσου προβληθείσες αιτιάσεις της πρώτης εφεσίβλητης λόγω της μη καταβολής και κατάθεσης από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της έφεσης του προβλεπομένου στη διάταξη του 495 παρ.3 Α΄στοιχ.β΄του ΚΠολΔ παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, εφόσον προσβάλλεται απόφαση μονομελούς πρωτοδικείου, απορριπτέες τυγχάνουν ως αβάσιμες, διότι με την αγωγή, όπως το περιεχόμενο αυτής προεκτέθηκε συνοπτικά, κατάγεται προς κρίση εργατική διαφορά εκ των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 614 παρ.3 στοιχ. α΄και ε΄του του ΚΠολΔ, η οποία εκδικάζεται κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία της ανωτέρω διάταξης, και δη διαφορά από εργατικό ατύχημα του ν.551/1915, σωρευομένης στο αγωγικό δικόγραφο αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης μελών της οικογένειας του θανατωθέντος σε τέτοιο ατύχημα, που επίσης εκδικάζεται κατά την αυτή ειδική διαδικασία, της αγωγής στρεφομένης κατά της εργοδότριας του αποβιώσαντος εργαζομένου (πρώτης εναγομένης) και των ομοδίκων της (λοιπών εναγομένων με τις προαναφερόμενες διακρίσεις όσον αφορά τις ιδιότητές τους, με τις οποίες φέρονται ως συνυπόχρεες προς αποκατάσταση της περιουσιακής και μη ζημίας της ενάγουσας και της ανήλικης θυγατέρας της), με αποτέλεσμα να μην ισχύει εν προκειμένω η υποχρέωση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουυσας και ήδη εκκαλούσας προς καταβολή κατά την κατάθεση της έφεσής της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου του συγκεκριμένου παραβόλου του ασκηθέντος ένδικου μέσου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο τελευταίο εδάφιο της διάταξης του άρθρου 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, όπως αναλυτικά εκτέθηκε στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω όσον αφορά το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).Η ενάγουσα με την από 29.5.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………../12.6.2018) αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ισχυρίσθηκε ότι ο ήδη αποβιώσας ……………, εν ζωή σύζυγος της ιδίας και πατέρας της απ’αυτήν εκπροσωπουμένης ανήλικης θυγατέρας τους ………………, της οποίας ασκεί πλέον η ίδια αποκλειστικά τη γονική μέριμνα, προσλήφθηκε από την πρώτη εναγόμενη (εταιρεία εδρεύουσα κατά το καταστατικό της στη ………… της Κύπρου, αλλά στην πραγματικότητα στη ……. Αττικής, με αντικείμενο της δραστηριότητάς της την παροχή υπηρεσιών ασφαλείας σε ναυτιλιακές εταιρείες για την αντιμετώπιση των εκ της ναυσιπλοΐας κινδύνων των πλοίων τους, και κυρίως αυτού της πειρατείας, διά της πρόσληψης και διάθεσης ένοπλου προσωπικού, που επιβιβάζεται και εργάζεται στο πλοίο της εκάστοτε αντισυμβαλλομένης της εταιρείας), δυνάμει καταρτισθείσας μεταξύ τους σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας, προκειμένου να απασχοληθεί, αντί μηνιαίου μισθού 1.200 δολαρίων Η.Π.Α., ως ένοπλος φρουρός στο πλοίο με την ονομασία «S», κυριότητας της δεύτερης εναγομένης, εταιρείας με καταστατική έδρα στη ….. της Λιβερίας και πραγματική στη ……. Αττικής, τη φύλαξη και προστασία του οποίου είχε η εργοδότριά του/πρώτη εναγόμενη αναλάβει, αντί αμοιβής, δυνάμει σύμβασης έργου, που κατήρτισε με την τρίτη εναγόμενη, εταιρεία επίσης κατά το καταστατικό της εδρεύουσα στη ….., αλλά στην πραγματικότητα στην Ελλάδα, φερόμενη τύποις ως διαχειρίστρια του πλοίου, αλλά ουσιαστικά εφοπλίστρια αυτού, η οποία είχε εν προκειμένω εν τοις πράγμασι επιφυλάξει για τον εαυτό της τη διεύθυνση και την επίβλεψη του αναληφθέντος έργου και το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς την εργολάβο εταιρεία κατά τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι βρίσκονται σε σχέση πρόστησης του άρθρου 922 του ΑΚ. Ότι ο ανωτέρω, όντας απολύτως υγιής κατά την επιβίβασή του στο πλοίο και σε άριστη φυσική κατάσταση, έχοντας υποβληθεί προηγουμένως σε όλες τις απαιτούμενες ιατρικές εξετάσεις και πιστοποιηθεί ικανός να ασκήσει τα καθήκοντά του, απεβίωσε αιφνιδίως στις 3.9.2017 επί του πλοίου, στο οποίο και είχε ναυτολογηθεί, υποστάς οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, καθώς και ότι η ίδια και η θυγατέρα της διατηρούν αξιώσεις σε βάρος απασών των εναγομένων, που ασκούν με την αγωγή, απορρέουσες εκ του εν λόγω εργατικού ατυχήματος και του επελθόντος συνεπεία αυτού θανάτου του προς καταβολή αποζημίωσης για την αποκατάσταση της περιουσιακής τους ζημίας και χρηματικής ικανοποίησης της ψυχικής τους οδύνης. Ότι η τρίτη εναγόμενη, ως κυρία του ως άνω έργου, λογίζεται εργοδότρια του αποβιώσαντος, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθυνόμενη με την εργολάβο/πρώτη εναγόμενη για το επίδικο εργατικό ατύχημα και τις εξ αυτού αξιώσεις τους, ως υπόχρεη να μεριμνά για την ασφάλεια των εργαζομένων στο πλοίο της, πέραν της ιδιότητάς της ως προστήσασας την εργολάβο εταιρεία, και με βάση τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ.5 του ν.1846/1951 και 2 παρ.3 του π.δ/τος 70/1990, εφαρμοζομένων εν προκειμένω αναλογικώς. Ότι, επικουρικώς, για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η τρίτη εναγόμενη δεν ασκούσε τον εφοπλισμό του πλοίου, αλλά απλώς το διαχειριζόταν τεχνικά και εμπορικά, η δεύτερη εναγόμενη ευθύνεται πλέον αυτή ως πλοιοκτήτρια για τις αξιώσεις τους, ενώ η τρίτη εναγόμενη ενέχεται, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τη δεύτερη, ως έμμεση αντιπρόσωπος αυτής κατά τη σύναψη της σύμβασης έργου με την πρώτη εναγόμενη, με βάση τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 212 του ΑΚ, άλλως με βάση τις διατάξεις του ν.4078/2012, με τον οποίο κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας του έτους 2006. Ότι ο θάνατος του ανωτέρω, που επήλθε υπό τις αναλυτικά εκτιθέμενες στην αγωγή συνθήκες, οφείλεται στη μη τήρηση από τους προστηθέντες των εναγομένων (και δη τον αργηγό της προσληφθείσας από την πρώτη εναγόμενη ομάδας των ένοπλων φρουρών, καθώς και από τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος του πλοίου), των αναφερομένων στο δικόγραφο διατάξεων νόμων του ελληνικού και του λιβεριανού δικαίου, οι οποίες καθορίζουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων σε πλοίο, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη αυτής, και τις προβλεπόμενες ενέργειες για την παροχή της προσήκουσας ιατρικής βοήθειας σε ασθενούντα ναυτικό, και τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την παραβίαση από τα ως άνω πρόσωπα των εν λόγω διατάξεων, καθώς και σε αποκλειστική υπαιτιότητα (αμέλεια) των προσώπων αυτών με βάση τις διατάξεις του κοινού δικαίου, οι οποίοι, ως όφειλαν και μπορούσαν, δε μερίμνησαν ώστε ο αποβιώσας να εργάζεται και να διαβιοί στο πλοίο υπό συνθήκες ασφαλείς για την υγεία του, αλλά αντίθετα, λόγω ανησυχίας τους για ενδεχόμενη πειρατική επίθεση κατά την εκτέλεση του πλου, υποχρέωναν τους φρουρούς σε υπερωριακή και εξαντλητική απασχόληση υποβάλλοντάς τους σε πολύωρες και εξουθενωτικές προπονήσεις (μάλιστα την προηγουμένη του συμβάντος είχε λάβει χώρα μία τέτοια ιδιαίτερα έντονη και σκληρή προπόνηση, στην οποία συμμετείχε ο αποβιώσας, φέροντας βαρύ οπλισμό, κατά τις μεσημβρινές ώρες, υπό τον καυτό ήλιο), όπερ, σε συνδυασμό με τις δυσμενείς κλιματολογικές συνθήκες, που επικρατούσαν στη θαλάσσια περιοχή, όπου έπλεε το πλοίο (πολύ υψηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια της ημέρας και αυξημένα επίπεδα υγρασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας), και την έλλειψη κλιματισμού στους χώρους του, είχε ως αποτέλεσμα τη βαρύτατη σωματική και ψυχική του καταπόνηση, που τελικά προκάλεσε το έμφραγμα, το οποίο, λόγω της μη έγκαιρης και ιατρικά ενδεδειγμένης αντιμετώπισής του, όταν εκδηλώθηκαν τα συμπτώματά του, που έγιναν εξαρχής αντιληπτά ως τέτοια, διά της παροχής σ’αυτόν άμεσα των κατάλληλων και προσηκουσών πρώτων βοηθειών, επέφερε αιτιωδώς το θάνατό του, σύμφωνα με τα διεξοδικά στην αγωγή διαλαμβανόμενα. Ότι ο αποβιώσας κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα συμμετείχε στη διατροφή της ιδίας (της ενάγουσας) και της ανήλικης θυγατέρας τους μέχρι την ενηλικίωση της τελευταίας στις 30.6.2034 κατά τα ποσά των 150 και των 600 δολαρίων Η.Π.Α.αντίστοιχα το μήνα, τα οποία αυτές απώλεσαν εξαιτίας του θανάτου του, καθώς και ότι για τον ίδιο λόγο βίωσαν βαθύτατη θλίψη και στενοχώρια, η δε ηλικίας 1,5 έτους ανήλικη έχοντας αντιληφθεί τον πόνο της μητέρας της, της οποίας μάλιστα (ανήλικης) με την πάροδο του χρόνου η θλίψη και το αίσθημα απώλειας θα καθίστανται εντονότερα λόγω της συνειδητοποίησης της απουσίας του πατέρα της και της στέρησης των φροντίδων και νουθεσιών του. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, υπό τη διττή ιδιότητα, με την οποία ασκεί την αγωγή, κυρίως μεν με βάση τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου και τη διάταξη του άρθρου 16 του ν.551/1915 ως αποζημίωση λόγω της στέρησης της μηνιαίας διατροφής, που η ίδια και το ανήλικο τέκνο τους εδικαιούντο από τον θανόντα για το χρονικό διάστημα από 4.9.2017 (επομένη του συμβάντος) έως 30.6.2034 κατά τα προεκτεθέντα, το συνολικό ποσό των 30.300 δολαρίων Η.Π.Α. (150 δολάρια Η.Π.Α. το μήνα Χ 202 μήνες) όσον αφορά τη διατροφή της ιδίας, και το ποσό των 121.200 δολαρίων Η.Π.Α. (600 δολάρια Η.Π.Α. το μήνα Χ 202 μήνες) ως απολεσθείσα διατροφή της θυγατέρας της, άλλως το σε ευρώ ισόποσο των αιτουμένων ως άνω ποσών στο αλλοδαπό νόμισμα με βάση την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, καταβλητέο εφάπαξ για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο δικόγραφο λόγους, άλλως σε 202 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, ποσού 150 δολαρίων Η.Π.Α. η καθεμία, καταβλητέας εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, άλλως επικουρικώς, επίσης αλληλεγγύως, με βάση τη διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 του ν.551/1915, που προβλέπει την εις ολόκληρον αντικειμενική ευθύνη για την καταβολή της προβλεπομένης στον ως άνω νόμο περιορισμένης κατ’αποκοπήν αποζημίωσης για την περίπτωση εργατικού ατυχήματος του κυρίου της επιχείρησης και του εργολάβου, της πρώτης εναγομένης επιπροσθέτως ενεχομένης κατά το άρθρο 2 του ιδίου νόμου ως κυρίας επιχείρησης στην οποία χρησιμοποιούνται εκρηκτικές ύλες, το συνολικό ποσό των 17.799,075 ευρώ, ως την καθοριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1,2,3 και 6 του ιδίου νόμου, και ανερχόμενη στο μηνιαίο μισθό του θανόντος, ποσού 1.200 δολαρίων Η.Π.Α. (1.039,87 ευρώ κατά την ισοτιμία των 2 νομισμάτων του χρόνου σύνταξης της αγωγής) 5 ετών αποζημίωση, εκ της οποίας αναλογούν στην ίδια (την ενάγουσα) τα 2/5 και στην ανήλικη θυγατέρα της τα υπόλοιπα 3/5, ήτοι το ποσό των 7.119,63 ευρώ και το ποσό των 10.679,445 ευρώ αντίστοιχα, καθώς και το ποσό των 150.000 ευρώ εις εκάστην ως χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής τους οδύνης, με το νόμιμο τόκο για όλα τα ανωτέρω ποσά από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, σε περίπτωση δε επιδίκασης της αποζημίωσης λόγω της στέρησης της διατροφής, που εδικαιούντο από το θανόντα σε μηνιαίες δόσεις, αντί του εφάπαξ αιτουμένου να τους καταβληθεί για την ίδια αιτία χρηματικού ποσού, από τότε που έκαστη δόση θα καταστεί απαιτητή, μέχρι την εξόφληση, και να καταδικασθούν οι εναγόμενες εταιρείες στη δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’αριθμ. 2857/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή καθ’ολοκληρίαν εν μέρει ως μη νόμιμη και εν μέρει ως κατ’ουσίαν αβάσιμη. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απόφαση, αφού κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο α) ότι είχε διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1βii, 2 και 8 περ.1 του Κανονισμού Ε.Ε. 1215/2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», διότι έγινε δεκτό ότι η πραγματική έδρα απασών των εναγομένων βρίσκεται στην Ελλάδα, όπου ασκείται η διοίκησή τους και αναπτύσσεται η δραστηριότητά τους, και δε συμπίπτει, επομένως, με την καταστατική τους έδρα, σε κάθε περίπτωση ότι, όσον αφορά την τρίτη εναγόμενη, καθιδρύεται διεθνής δικαιοδοσία του ως άνω Δικαστηρίου λόγω της ιδιότητάς της ως ομοδίκου των συνεναγομένων της εταιριών, κατά τη διάταξη του άρθρου 8 περ.1 του ιδίου Κανονισμού, β) ότι η αγωγή αρμόδια καθ’ύλην και κατά τόπον εισήχθη προς εκδίκαση στο ως άνω Δικαστήριο κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών (άρθρο 614 αριθμ.3, 621 επ. του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 82 του Κ.Ι.Ν.Δ.), ειδικότερα δε, όσον αφορά τις δεύτερη και τρίτη των εναγομένων, που ενάγονται ως προστήσασες την πρώτη εναγόμενη, εργοδότρια του αποβιώσαντος, ότι επίσης παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση η αγωγή κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, διότι πρόκειται περί απλών ομοδίκων της συνεναγομένης τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 614 παρ.3 περ.ε΄του ΚΠολΔ, απορριφθεισών ως αβασίμων των προβληθεισών αιτιάσεών τους περί υλικής αναρμοδιότητας του ως άνω Δικαστηρίου να εκδικάσει ως προς τις ίδιες την αγωγή, η οποία, όπως ισχυρίσθηκαν, και θα έπρεπε να παραπεμφθεί με βάση το αίτημά της στο Πολυμελές Πρωτοδικείο για να εκδικασθεί  κατά την τακτική διαδικασία, και προηγηθείσης της κρίσης ότι οι ανωτέρω εναγόμενες, που δε μετέχουν στην εργασιακή σχέση του θανόντος, δε φέρουν την ιδιότητα ούτε του πλασματικού εργοδότη του, καθόσον οι επικαλούμενες στην αγωγή διατάξεις του Α.Ν.1846/1951, και του π.δ/τος 70/1990 δε μπορούν να τύχουν εν προκειμένω αναλογικής εφαρμογής, και γ) ότι ο προβληθείς ισχυρισμός της δεύτερης εναγομένης περί απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής ως προς την ίδια λόγω μη νομότυπης κλήτευσής της να παραστεί κατά τη συζήτησή της πρέπει ν’απορριφθεί ως απαράδεκτος, λόγω μη επίκλησης συγκεκριμένης δικονομικής βλάβης εκ της  φερομένης πλημμελούς κλήτευσής της, δεδομένου ότι παρέστη προσηκόντως κατά τη συζήτηση και αντέταξε πλήρως τα επιχειρήματά της προς αντίκρουση της αγωγής, ακολούθως η αγωγή κρίθηκε νόμιμη, με βάση το ελληνικό δίκαιο, το οποίο έγινε δεκτό ότι εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση, που κατάγονται προς κρίση αξιώσεις από εργατικό ατύχημα, με αποτέλεσμα η διαφορά να διέπεται από το δίκαιο της σύμβασης, και δη το ελληνικό, ως το δίκαιο της χώρας, με το οποίο παρουσιάζει το στενότερο σύνδεσμο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 και 8 του Κανονισμού Ε.Ε. 593/2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», στηριζόμενη στις ειδικότερα αναφερόμενες σ’αυτήν διατάξεις, της κύριας βάσης αυτής κριθείσας ως νόμιμης ως προς όλες τις εναγόμενες, με την παραδοχή ότι ο αποβιώσας, κάτοχος ναυτικού φυλλαδίου, αποτελούσε μέλος του πληρώματος του πλοίου, και όχι απλό επιβαίνοντα, και απασχολείτο σ’αυτό με σύμβαση παροχής ναυτικής και όχι χερσαίας εργασίας, μη υπαγόμενος στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α., ως ναυτικός υπό στενή έννοια, παρέχοντας υπηρεσίες κατά τον πλου προς εκπλήρωση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, όπερ συνεπάγεται ότι δεν ισχύει για την πρώτη εναγόμενη η απαλλαγή από την ευθύνη της προς καταβολή αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία, που προβλέπεται στον Α.Ν. 1846/1951, πλην της επικουρικής της βάσης κατά το μέρος που στρέφεται κατά των δεύτερης και τρίτης των εναγομένων, ως προς το οποίο η αγωγή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, καθόσον έγινε δεκτό ότι οι ανωτέρω διάδικοι δεν έχουν την ιδιότητα του εργοδότη, ούτε του κυρίου επιχείρησης εκ των αναφερομένων στο Ν.551/1915, και, συνεπώς, δεν υπέχουν την αντικειμενική ευθύνη αποζημίωσης, που προβλέπεται από τις διατάξεις του νόμου αυτού, και του αιτήματος που αφορά στην καταβολή αποζημίωσης στην ενάγουσα (για τον εαυτό της και για λογαρισμό της ανήλικης θυγατέρας της) σε δολάρια Η.Π.Α., που επίσης απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, ενώ κρίθηκε ως νόμιμο το επικουρικά προβληθέν αίτημα περί καταβολής του σε ευρώ ισόποσου του ανωτέρω ποσού δολαρίων Η.Π.Α. με βάση την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά την ημέρα της πληρωμής του. Στη συνέχεια, διερευνήθηκε η αγωγή από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, κατά το μέρος, κατά το οποίο κρίθηκε νόμιμη, και, κατόπιν εκτίμησης των προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων, πλην των προσκομισθεισών από τις δεύτερη και τρίτη των εναγομένων υπ’αριθμ……/28.9.2019 και …../28.2.2019 ένορκων βεβαιώσεων, οι οποίες δε λήφθηκαν υπόψη ως ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, καθόσον κρίθηκε ότι δε δόθηκαν κατά την αναγραφόμενη στην κλήση της ενάγουσας, που δεν παρέστη κατά τη λήψη τους, ημερομηνία (28.1.2019), με αποτέλεσμα να μην έχει προηγηθεί νόμιμη κλήτευσή της, έγινε δεκτό ότι ο θάνατος του ανωτέρω προσώπου προήλθε από εσωτερικά παθολογικά αίτια, και, επομένως, δε δύναται να θεωρηθεί εργατικό ατύχημα υπό την έννοια του ν.551/1915, με την παραδοχή ότι δεν οφείλεται σε αμέλεια των προστηθέντων των εναγομένων, και δη ούτε στην προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 16 του ανωτέρω νόμου ειδική αμέλεια, συνιστάμενη στην παράβαση των επικαλουμένων στην αγωγή διατάξεων περί των όρων ασφαλείας των εργαζομένων σε πλοίο, και των προβλεπομένων ενεργειών για την παροχή της προσήκουσας ιατρικής βοήθειας σε ασθενούντα ναυτικό, ούτε, όμως, και σε αμέλεια του κοινού αστικού δικαίου όσον αφορά στις συνθήκες παροχής της εργασίας του στο συγκεκριμένο πλοίο, ή στις πρώτες βοήθειες, που του παρασχέθηκαν μετά την εκδήλωση των συμπτωμάτων του εμφράγματος, και, κατόπιν τούτου, απορρίφθηκε η αγωγή καθ’ολοκληρίαν ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε η ενάγουσα υπό διττή ιδιότητα, ατομικά για τον εαυτό της και ως ασκούσα τη γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας της και για λογαριασμό της τελευταίας,  ως εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, την κρινόμενη από 11.12.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………./ 13.12.2019 στον πρώτο βαθμό και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………./ 13.12.2019 στο δεύτερο βαθμό) έφεσή της, με έννομο συμφέρον που απορρέει από τη βλάβη της, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σχετικά με την κρίση του επί της απόρριψης της αγωγής ως μη νόμιμης κατά την επικουρική βάση της ως προς τις δεύτερη και τρίτη των εναγομένων, καθώς και περί της μη αναλογικής εφαρμογής εν προκειμένω των διατάξεων του Α.Ν. 1846/1951 και του π.δ./τος 70/1990, που αποδίδουν την ιδιότητα του εργοδότη και στον κύριο του έργου (πλασματικός εργοδότης) με τις αντίστοιχες υποχρεώσεις σε περίπτωση ατυχήματος εργαζομένου (που επίσης αναφέρεται στις ανωτέρω εναγόμενες), αφετέρου δε σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά τις παραδοχές της εκκαλουμένης επί της ουσίας της υπόθεσης και, κατ’επέκταση, την απόρριψη της αγωγής της ως ουσιαστικά αβάσιμης, με αίτημα την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, και την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης, ούτως ώστε να γίνει καθ’ολοκληρίαν δεκτή η ασκηθείσα αγωγή της.Κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν.551/1915 (που κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατά το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ), το οποίο εφαρμόζεται και επί ναυτικής εργασίας, κατά το άρθρο 2 του ίδιου νόμου και 66 περ.β΄ του ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958), ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του, ή εξ αφορμής αυτής, σε ναυτικό, και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, θεωρείται κάθε βλάβη, που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της υπό τις σχετικές περιστάσεις (βλ. ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 35.160, ΑΠ 1616/2003 ΕλλΔνη 2004.767). Επίσης, κατά το άρθρο 1 του ανωτέρω νόμου (551/1915), υπόχρεος προς αποζημίωση για εργατικό ατύχημα του παθόντος και των εξ αυτού δικαιουμένων προσώπων είναι «ο κύριος της επιχείρησης». Στο πλαίσιο του ναυτεργατικού δικαίου, κύριος της ναυτικής επιχείρησης είναι ο πλοιοκτήτης, εκτός δε αυτού και ο εφοπλιστής, καθώς και ο απλός κύριος του πλοίου, που δεν έχει τον εφοπλισμό (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), ο οποίος ευθύνεται μόνον με το πλοίο (άρθρα 84, 105 και 106 του ΚΙΝΔ, βλ.σχετ. ΕφΠειρ 310/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 229/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 795/2010 ΕΝαυτΔ 2010.385, ΕφΠειρ 482/2008 ΕΝαυτΔ 2008.401). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η νομιμοποίηση του διαδίκου, δηλαδή η εξουσία διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα για συγκεκριμένη έννομη σχέση, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης (ΑΠ 75/2018, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ) και ερευνάται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της (ΑΠ 1617/2011, ΝοΒ 2012/890). Η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου του επίδικου δικαιώματος ή της υπό κρίση έννομης σχέσης, όπως αυτή ως προς το αντικείμενο και τους φορείς της καθορίζεται από τον κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που καλείται σε εφαρμογή (Ολ. ΑΠ 18/2005, Δ/νη 2005/706, Δ 2005/703). Για το λόγο αυτό τα γεγονότα στα οποία θεμελιώνεται η (κατά κανόνα ή συνήθης) νομιμοποίηση ταυτίζονται με τα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση και της ιστορικής βάσης της αγωγής (Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 68). Επομένως, νομιμοποιείται καταρχήν ως ενάγων ή εναγόμενος εκείνος που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο ως δικαιούχος ή υπόχρεος αντίστοιχα (ΑΠ 82/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο στάδιο της έρευνας του παραδεκτού της αγωγής η κατά κανόνα νομιμοποίηση έχει χαρακτήρα τυπικό (Λ. Κιτσαράς, Η πλαγιαστική άσκηση των δικαιωμάτων, 2007, σελ. 22) ή υποθετικό (Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, 2016, § 38, σελ. 912, σημ. 1087), υπό την έννοια ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης αρκεί για τη νομιμοποίηση αμφοτέρων (ΑΠ 380/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να ασκεί καταρχήν επιρροή η αλήθεια ή η αναλήθεια αυτού, έστω δηλαδή και αν το επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα δεν υφίσταται στην πραγματικότητα ή είναι ξένο ως προς τους διαδίκους. Η επίκληση περιστατικών θεμελιωτικών της νομιμοποίησης καθιστά δυνατή την έκδοση απόφασης επί της ουσίας της διαφοράς (Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, 2014, σελ. 24), ενώ η έλλειψη συνδρομής της παραπάνω διαδικαστικής προϋπόθεσης συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής (ΑΠ 1736/2017 ΤριμΕφΠειρ. 224/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 112/2006 ΕπισκΕμπΔ 2006/520 ΑχΝομ 2007.443, ΕφΠειρ 455/2005 ΠειρΝ 2005/361, ΕφΑθ 5685/1999 ΕλλΔνη 2000.528, ΜονΕφΘεσ 1221/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς περαιτέρω έρευνα από το δικαστήριο. Η απόρριψη γίνεται τότε για λόγους τυπικούς και αποτελεί την κύρωση του απαραδέκτου που προκαλείται όταν, υπό τα επικαλούμενα, κάποιος από τους διαδίκους (ή και αμφότεροι) δεν έχει εξουσία διεξαγωγής της δίκης, επειδή δε μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση, δεν είναι δηλαδή φορέας του καταγόμενου στη δίκη δικαιώματος ή της αντίστοιχης υποχρέωσης. Εξάλλου, αν τα πραγματικά περιστατικά που εκθέτει ο ενάγων ως θεμελιωτικά του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει, δεν ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, η αγωγή απορρίπτεται ως νομικά αβάσιμη (ΑΠ 1595/2014 ΕΕμπΔ 2015/101, ΔΕΕ 2015/166, ΕπισκΕμπΔ 2014/358, Μ. Σταθόπουλος – Κ. Μπέης, Συρροή έλλειψης νομιμοποίησης και νομικώς αβασίμου της αγωγής, γνμδ σε Δ 1994.278 επομ.), ενώ αν τα πραγματικά περιστατικά, των οποίων έγινε επίκληση προς θεμελίωση της νομιμοποίησης επάγονται μεν ως έννομη συνέπεια την κτήση του επίδικου δικαιώματος και τη γέννηση της αντίστοιχης υποχρέωσης αλλά παραμείνουν αναπόδεικτα κατά το στάδιο της έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, αυτή απορρίπτεται κατ’ουσίαν (ΑΠ 199/2017, ΑΠ 455/2017, ΑΠ 1157/2015, ΑΠ 60/2010, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Δεληκωστόπουλος, Οι δικονομικοί λόγοι αναίρεσης, 2009, § 12, αρ. 30, σελ.397) λόγω ανυπαρξίας του δικαιώματος (ΑΠ 40/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Λ. Σινανιώτης, Η νομιμοποίησις των διαδίκων εν τη πολιτική δίκη, 1965, σελ.66 επομ.). Στην προκειμένη περίπτωση, για τη κατά νόμο θεμελίωση της αγωγής κατά την επικουρική της βάση όσον αφορά τις δεύτερη και τρίτη των εναγομένων, και, κατ’επέκταση, της ευθύνης τους για την καταβολή στη ενάγουσα υπό τη διττή ιδιότητα, υπό την οποία ασκεί την αγωγή, της προβλεπομένης στα άρθρα 1,2,3 και 6 του ν.551/1915 περιορισμένης κατ’αποκοπήν αντικειμενικής αποζημίωσης, λόγω του επισυμβάντος στο αναφερόμενο στο δικόγραφο πλοίο θανάτου του συζύγου της και πατρός της απ’αυτήν εκπροσωπουμένης στη δίκη ανήλικης θυγατέρας τους, ο οποίος, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, οφείλεται σε ναυτεργατικό ατύχημα υπό την έννοια του βίαιου συμβάντος του άρθρου 1 του ανωτέρω νόμου, γίνεται επίκληση στο δικόγραφο ότι οι ανωτέρω εναγόμενες ενέχονται σχετικώς ως κυρίες της ναυτικής επιχείρησης, και συγκεκριμένα ως στην πραγματικότητα εφοπλίστρια η δεύτερη και ως κυρία του πλοίου η τρίτη αντίστοιχα, άλλως η δεύτερη εξ αυτών ως έμμεση αντιπρόσωπος κατά την κατάρτιση της σύμβασης έργου με την πρώτη εναγόμενη για την παροχή υπηρεσιών προστασίας και φύλαξης του πλοίου της τρίτης εναγομένης/πλοιοκτήτριας, όπου ο θανών παρείχε την εργασία του ως ένοπλος φρουρός ασφαλείας, με βάση τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 212 του ΑΚ. Ενόψει τούτων, η αγωγή είναι νόμιμη και κατά την επικουρική της βάση ως προς τις δεύτερη και τρίτη των εναγομένων, οι οποίες ως κυρίες επιχείρησης «μεταφοράς δι’ύδατος» με τις διακρίσεις περί των ιδιοτήτων τους, που ήδη αναφέρθηκαν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, ενέχονται προς καταβολή στην ενάγουσα της αιτουμένης – περιορισμένης αποζημίωσης του ν.551/1915 (άρθρο 2 του ως άνω νόμου), και δη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την πρώτη εναγόμενη, που εν προκειμένω φέρεται να ευθύνεται σχετικώς με την ιδιότητα του «υπεργοδότη» του αποβιώσαντος σε εργατικό ατύχημα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 του ιδίου νόμου, και τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο για τη θεμελίωση της νομικής βασιμότητας της επικουρικής βάσης της αγωγής όσον αφορά την ως άνω διάδικο.  Κατ’ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την αγωγή ως προς τις ανωτέρω εναγόμενες κατά την επικουρική της βάση ως μη νόμιμη, διότι έκρινε, με βάση τα ειδικότερα στην αγωγή εκτιθέμενα, ότι αυτές «δεν έχουν την ιδιότητα του εργοδότη, αλλά ούτε και του κυρίου έργου εκ των αναφερομένων στις διατάξεις του ν.551/1915, και συνεπώς δεν υπέχουν την αντικειμενική ευθύνη αποζημίωσης που προβλέπεται από τις διατάξεις του νόμου αυτού» έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα με το υπό στοιχεία α΄σκέλος του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσής της, ο οποίος πρέπει να γίνει δεκτός, και, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιο αυτό, και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα κατά την επικουρική της βάση και ως προς τις εναγόμενες αυτές, ως προς τις οποίες είναι επίσης νόμιμη, στηριζόμενες στις διατάξεις, που αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη.Στη διάταξη του άρθρου 1 του π.δ./τος 70/1990, που αφορά στην «υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων σε ναυπηγεία», ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις αυτού του Π.Δ/τος εφαρμόζονται σε ναυπηγικές και ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες. Διατάξεις που δεν τροποποιούνται με το διάταγμα αυτό εξακολουθούν να ισχύουν», στη διάταξη του άρθρου 3 του αυτού π.δ/τος, που αναφέρεται στις «υποχρεώσεις για τη λήψη και τήρηση μέτρων Υγιεινής και Ασφάλειας» ότι:«1. Ο κύριος του έργου, ο εργολάβος, ο υπεργολάβος και ο παρέχων το χώρο είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος και ιδιαίτερα με τις υποχρεώσεις που προσδιορίζονται στα επόμενα άρθρα», ενώ στην παράγραφο 3 του άρθρου 2 του ιδίου π.δ./τος προβλέπεται ότι: Εννοιολογικοί Προσδιορισμοί. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος θεωρούνται: 1…2… 3. Κύριος του έργου: Ο πλοιοκτήτης, εφοπλιστής, νομέας, ο κάτοχος του πλοίου ή άλλης πλωτής κατασκευής όπου εκτελείται ύστερα από εντολή του και για λογαριασμό του ναυπηγοεπισκευαστικό έργο. Ο κύριος του έργου μπορεί να εκπροσωπείται από το νόμιμο εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του ή τον Πλοίαρχο του πλοίου». Περαιτέρω, στο άρθρο 8 του κεφαλαίου Β΄του Α.Ν. 1846/1951 «Θεσμικός περί ΙΚΑ νόμος» προβλέπονται τα ακόλουθα:« Οι κάτωθι  εν  τω  παρόντι  χρησιμοποιούμενοι  όροι  σημαίνουσιν αντιστοίχως: 1…2…3…4… 5.  Εργοδότης:  α)  Τα  φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου δια λογαριασμόν των οποίων  τα  υπαγόμενα  εις  την  ασφάλισιν πρόσωπα  προσφέρουν  την  εργασίαν  των.  β) …γ) Για τις οικοδομικές εργασίες, που εκτελούνται από τον κύριο του έργου ή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων (εργολάβων, υπεργολάβων), ως εργοδότης θεωρείται ο κύριος του κτίσματος που ανεγείρεται, συμπληρώνεται, μεταρρυθμίζεται, επισκευάζεται ή κατεδαφίζεται. Ειδικά επί αναθέσεως οικοδομικών έργων εργολαβικώς κατά το σύστημα της αντιπαροχής, εργοδότες θεωρούνται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο αρχικός κύριος ή οι αρχικοί συγκύριοι του οικοπέδου και ο εργολάβος κατασκευαστής». Τέλος, στο πλαίσιο της δικαστικής διάγνωσης μιας διαφοράς η χρησιμοποίηση της μεθόδου της αναλογίας νόμου προϋποθέτει, αφενός μεν την ύπαρξη ακούσιου κενού ως προς τη νομοθετική ρύθμιση μιας συγκεκριμένης βιοτικής σχέσης, δηλαδή το να έχει αφεθεί αρρύθμιστη, αφετέρου δε την ομοιότητα της εν λόγω βιοτικής σχέσης, κατά τα ουσιώδη σημεία της, με άλλη νομοθετικώς ρυθμισμένη. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει κενό που να απαιτεί συμπλήρωση με αναλογία, δηλαδή με προσφυγή σε έναν άλλο κανόνα δικαίου, όταν ο νομοθέτης άφησε μία περίπτωση αρρύθμιστη είτε διότι δεν τον ενδιέφερε η ρύθμισή της είτε, κατά μείζονα λόγο, διότι δεν επιθυμούσε να τη ρυθμίσει (ΟλΑΠ 15,16/2013, ΑΠ 730/2018, ΑΠ 488/2015, ΑΠ 874/2008, ΑΠ 139/2006, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα επικαλέσθηκε στο δικόγραφο της αγωγής της ότι οι δεύτερη και τρίτη των εναγομένων ευθύνονται προς καταβολή της αιτουμένης αποζημίωσης για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, που υπέστησαν λόγω της απώλειας του ποσού της διατροφής, την οποία εδικαιούντο, τόσο η ίδια όσο και η ανήλικη θυγατέρα τους, από τον ανωτέρω αποβιώσαντα υπό συνθήκες, που συνιστούν εργατικό ατύχημα του ν.551/1915, το οποίο έλαβε χώρα στο αναφερόμενο στο δικόγραφο πλοίο, όχι μόνο ως προστήσασες την εργολάβο και εργοδότρια του θανόντος πρώτη εναγόμενη, που είχε αναλάβει με σύμβαση έργου τη φύλαξη του πλοίου από τους κατά τους πλου αναφυομένους κινδύνους, και είχε προσλάβει τον αποβιώσαντα, προκειμένου να εργασθεί στο πλοίο ως ένοπλος φρουρός, αλλά σε κάθε περίπτωση και ως «πλασματικές εργοδότριες» αυτού, επίσης υπόχρεες, ομού μετά της εργολάβου, για την τήρηση των επίσης διαλαμβανομένων στην αγωγή μέτρων ασφαλείας των εργαζομένων στο πλοίο, εκ της μη τήρησης των οποίων από τους προστηθέντες τους, αλλά και του γενικότερου καθήκοντος πρόνοιας για εξασφάλιση συνθηκών προστασίας της υγείας των ναυτικών, και δη από αμελή και παράνομη εργοδοτική συμπεριφορά τους, προκλήθηκε αιτιωδώς ο θάνατος του ανωτέρω,  δυνάμει των διατάξεων του Α.Ν. 1846/1951 και του π.δ./τος 70/1990, εφαρμοζομένων εν προκειμένω αναλογικώς, ήτοι ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή μη σχέσης πρόστησης μεταξύ αυτών και της πρώτης εναγομένης, διότι πρόκειται περί ακούσιου νομοθετικού κενού, και, επιπροσθέτως, υφίσταται προφανής ομοιότητα μεταξύ των ρυθμιζομένων από τις εν λόγω διατάξεις περιπτώσεων, που αφορούν σε οικοδομικές και ναυπηγικές/ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες αντίστοιχα, και της κρινόμενης περίπτωσης (παροχή υπηρεσιών στο πλοίο δυνάμει συμβάσεων έργου, που εγκυμονούν κινδύνους για τους εργαζομένους σε όλες αυτές τις περιπτώσεις). Αναλογική εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων στην κρινόμενη περίπτωση, στην οποία η πρώτη εναγόμενη είχε αναλάβει με σύμβαση έργου την παροχή υπηρεσιών ασφαλείας στο πλοίο εφοπλισμού της δεύτερης και κυριότητας της τρίτης των εναγομένων, άλλως πλοιοκτησίας της τρίτης εναγομένης, διά της πρόσληψης από την ίδια (πρώτη εναγόμενη) και απασχόλησης επί του πλοίου ένοπλου προσωπικού, ούτως ώστε οι δεύτερη και τρίτη εναγόμενες να εξομοιώνονται κατά νόμο με εργοδότη του αποβιώσαντος με τις εκ της ιδιότητας αυτής απορρέουσες έννομες συνέπειες, και να υπέχουν για τον επισυμβάντα επί του πλοίου θάνατό του  τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις του εργοδότη για την περίπτωση εργατικού ατυχήματος του ν.551/1915 σε περίπτωση μη τήρησης μέτρων υγιεινής και ασφαλείας των εργαζομένων στο πλοίο, δεν είναι δυνατή, διότι, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, δε συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις της αναλογίας. Και τούτο διότι, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι πρόκειται περί ακούσιου κενού ως προς τη νομοθετική ρύθμιση της σύμβασης έργου για την παροχή υπηρεσιών ασφαλείας σε πλοίο από ένοπλους φρουρούς, δεν υφίστανται ομοιότητες της συγκεκριμένης αρρύθμιστης περίπτωσης, κατά τα ουσιώδη της σημεία και γνωρίσματα, με τις περιπτώσεις, που ρυθμίζονται από τις ανωτέρω διατάξεις, ως προς τις οποίες η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι τυγχάνουν εν προκειμένω αναλογικής εφαρμογής, και αφορούν στην εκτέλεση στο πλοίο οικοδομικών εργασιών (ο Α.Ν. 1846/1951 περί Ι.Κ.Α.) και ναυπηγικών και ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών (το π.δ. 70/1990), πολλώ δε μάλλον που στην προκειμένη περίπτωση ο αποβιώσας, με βάση τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, προσληφθείς για να εργασθεί στο πλοίο ως ένοπλος φρουρός, πλην όμως ναυτολογημένος σ’αυτό, και, επομένως, μέλος του πληρώματός του και εργαζόμενος επ’αυτού αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού, παρέχοντας υπηρεσίες για την εκπλήρωση του σκοπού της ναυτικής του αποστολής, ανεξαρτήτως του ότι δεν παρείχε ναυτική εργασία, και, συνεπώς ναυτικός όντας, ήταν ασφαλιστέος στο Ν.Α.Τ. και όχι στο Ι.Κ.Α., στο οποίο αφορά ο απολύτως ειδικός Α.Ν.1846/1951, αποδίδοντας την ιδιότητα του εργοδότη των υπαγομένων στην ασφάλιση του ως άνω ταμείου εργαζομένων μόνον από την άποψη της εφαρμογής των διατάξεων του νόμου αυτού και στον κύριο του έργου (πλασματικός εργοδότης), χωρίς όμως να καθιστά τον τελευταίο υπεύθυνο για την τήρηση των μέτρων ασφαλείας των εργαζομένων, όπως ο ν.551/1915 με τις σ’αυτόν ειδικότερα αναφερόμενες διακρίσεις, με την περαιτέρω επισήμανση ότι οι διατάξεις του π.δ.70/1990 δε θα μπορούσαν εκ των πραγμάτων να εφαρμοσθούν αναλογικά, πλην των σ’αυτό ρητά διαλαμβανομένων εργασιών, και σε κάθε περίπτωση εκτέλεσης εν δυνάμει επικίνδυνου έργου στο πλοίο για την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος, όπου εξ ορισμού επικρατούν λόγω της φύσης του χώρου σχεδόν πάντοτε συνθήκες, που εγκυμονούν κινδύνους για τους παρέχοντες τις σχετικές υπηρεσίες, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο της εκάστοτε σύμβασης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε ομοίως, δεν ερμήνευσε, ούτε εφήρμοσε εσφαλμένα το νόμο, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εκκαλούσα με το αντίστοιχο σκέλος (υπό στοιχεία γ΄) του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων.Κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν.551/1915 (που κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24.7/25.8.1920, διατηρήθηκε σε ισχύ μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατ’ άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ και εφαρμόζεται επί ναυτικής εργασίας, κατά τα άρθρα 2 του ίδιου νόμου και 66 περ. β΄του ν. 3816/1958, ΚΙΝΔ), ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε ναυτικό και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης θεωρείται κάθε βλάβη που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της υπό συγκεκριμένες περιστάσεις. Έτσι, όταν η βλάβη συνίσταται σε εκδήλωση νέας ασθένειας ή επιδείνωση προϋπάρχουσας, που είναι συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας υπό τους συμφωνημένους όρους ή τις συνήθεις περιστάσεις, ακόμη και δυσμενείς, αλλά συναφείς με το καθορισμένο είδος εργασίας, χωρίς τη μεσολάβηση εξωτερικού γεγονότος ξένου προς τον οργανισμό του παθόντος, δε μπορεί να γίνει λόγος για βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής και δεν πρόκειται για ναυτεργατικό ατύχημα. Χωρίς την ύπαρξη βίαιου συμβάντος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν δημιουργείται υποχρέωση του εργοδότη, από τον ως άνω νόμο, προς καταβολή αποζημίωσης στον εργαζόμενο (ΑΠ 961/2018 Α΄ 961/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, εργατικό ατύχημα από βίαιο συμβάν, όπως προεκτέθηκε, αποτελεί η σωματική βλάβη η οποία είχε ως συνέπεια το θάνατο του εργαζόμενου, εφόσον επήλθε από αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός. Τέτοιο γεγονός θεωρείται και η νόσος που προκλήθηκε, εκδηλώθηκε ή και επιδεινώθηκε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής από έκτακτη και αιφνίδια επενέργεια εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς την ιδιοσυστασία του οργανισμού του παθόντος και προς τη βαθμιαία και προοδευτική εξασθένηση και φθορά του, λόγω της φύσης και του είδους της εργασίας και των συνδεομένων με αυτή δυσμενών όρων παροχής της. Τέτοια έκτακτη και αιφνίδια επενέργεια εξωτερικού αιτίου υφίσταται, είτε όταν κατά την εκτέλεση της εργασίας διαμορφώθηκαν εκτάκτως δυσμενείς συνθήκες, που δεν είναι συμφυείς προς τους συνηθισμένους όρους παροχής της, είτε όταν η απασχόληση του εργαζόμενου εξακολούθησε, έστω και υπό κανονικές συνθήκες, μετά την εκδήλωση της νόσου, με αποτέλεσμα την επιδείνωσή της, αφού στην τελευταία περίπτωση ο εργοδότης που οφείλει να ρυθμίζει τα της εργασίας έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και υγεία του εργαζόμενου, δεν μπορεί να αξιώσει τη συνέχιση της απασχόλησής του και αν δεν τον θέσει εκτός υπηρεσίας, οι συνθήκες παροχής της εργασίας αποβαίνουν εξαιρετικές και ασυνήθιστα δυσμενείς, προσλαμβάνοντας έτσι το χαρακτήρα του βίαιου συμβάντος. Στην τελευταία περίπτωση βασική προϋπόθεση για τη μετατροπή των κανονικών συνθηκών εργασίας σε ασυνήθιστες και εξαιρετικά δυσμενείς, μετά την εκδήλωση της νόσου του εργαζόμενου, είναι η παραβίαση της έναντι αυτού υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη και γι’αυτό ακριβώς δεν υπάρχει τέτοια παραβίαση και συνακόλουθα εργατικό ατύχημα με την παραπάνω έννοια, όταν ο εργοδότης δεν γνωρίζει, ούτε αγνοεί υπαίτια ότι ο εργαζόμενος είναι ασθενής και γενικότερα ότι η κατάσταση της υγείας του δεν επιτρέπει την εξακολούθηση της απασχόλησής του. Περαιτέρω, τέτοιες έκτακτες συνθήκες υπάρχουν και σε περίπτωση έκτακτης υπερωριακής εργασίας, όταν αυτή παρέχεται πέρα από τις κανονικές ώρες για μεγάλο χρονικό διάστημα αλλά με την προϋπόθεση ότι και αυτή, όπως και κάθε άλλο βίαιο συμβάν, θα κρίνεται από το Δικαστήριο της ουσίας βάσει των περιστατικών που συντρέχουν κάθε φορά, ως πρόσφορη αιτία του ατυχήματος. Η κρίση για το εάν οι όποιες συνθήκες εργασίας είναι έκτακτες, όλως εξαιρετικές ή ανώμαλες θα πρέπει να σχηματισθεί, αφενός μεν από τη σύγκρισή τους με τους κανονικούς όρους εργασίας του συγκεκριμένου ναυτικού, όπως αυτοί προκύπτουν, όχι από το τι ισχύει γενικά στη ναυτική εργασία, αλλά από την συγκεκριμένη ατομική σύμβαση εργασίας, από την εφαρμοζόμενη ΣΣΕ και από τη γενική εργατική νομοθεσία στο βαθμό που αυτή ρυθμίζει και τη ναυτική εργασία, λαμβανομένων υπόψη βέβαια και των ιδιαιτέρων συνθηκών της τελευταίας, αφετέρου δε από το εάν (οι συνθήκες εργασίας) επέφεραν υπέρμετρη καταπόνηση του οργανισμού του εργαζομένου (ερευνώνται στην προκειμένη περίπτωση και παράγοντες όπως η ηλικία, η υγεία του ναυτικού, η φύση και το είδος της παρεχόμενης εργασίας), ούτως ώστε να προκαλέσουν ή να διευκολύνουν την εκδήλωση της νόσου τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή (ΕφΠειρ 111/2013 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου ως ατύχημα, το οποίο επήλθε εξ αφορμής της εργασίας θεωρείται, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις, και εκείνο που δεν αποτελεί άμεση συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας, συνδέεται, όμως, με αυτήν αιτιωδώς. Τέτοια περίπτωση ατυχήματος εξ αφορμής της εργασίας αποτελεί και η μετά την εκδήλωση του εξακολούθηση της παραμονής του ναυτικού στο πλοίο, έστω και υπό κανονικές συνθήκες, χωρίς, όμως, να παρέχεται σ’αυτόν η προσήκουσα ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, είτε αυτό οφείλεται σε αμέλεια του πλοιάρχου ή τρίτου ή και χωρίς αυτήν και μάλιστα από οποιαδήποτε αιτία, εάν η παράλειψη αυτή, ως πρόσφορη αιτία, επέφερε την επιδείνωση της υπάρχουσας ασθένειας του, η οποία διαφορετικά, με την παροχή της δέουσας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, τόσο με την μορφή της άμεσης, άλλως έγκαιρης, έναρξης της προσήκουσας θεραπευτικής αγωγής, θα ήταν δυνατόν ενόψει των συγχρόνων ιατρικών μεθόδων και μεσών ν’αποφευχθεί ή να περιορισθούν οι συνέπειές της (ΑΠ 1014/2003 ΕλλΔνη 45.151). Ακόμη, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του, ή όταν έλαβε χώρα, σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δε συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί ν’ ασκήσει σχετική αγωγή για την αξίωση αποζημίωσης κατά το άρθρο 3 του ν. 551/1915. Ειδικότερα, τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικώς προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων. Έτσι, δεν αρκεί ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση για πλήρη αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα διατηρεί την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής) αυτού ή των προστηθέντων απ’ αυτόν προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 του ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τήρησης επιβαλλομένων όρων ασφαλείας, ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά το ν.551/1915 δεν επεκτείνεται και στην χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι’ αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα. Έτσι, σε περίπτωση ναυτεργατικού ατυχήματος ο παθών έχει το επιλεκτικό δικαίωμα ν’ αξιώσει έναντι του υπόχρεου προς αποζημίωση είτε την περιορισμένη κατ’ αποκοπή αποζημίωση του άρθρου 3 του ν. 551/1915 είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928-932 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του ν. 551/1915, εφόσον, όμως, στη δεύτερη περίπτωση, το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί ειδικών όρων ασφαλείας των εργαζομένων ή σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του. Συνεπώς ο παθών έχει επιλεκτικό δικαίωμα ν’ ασκήσει την μία ή την άλλη αξίωση, οι αξιώσεις δηλαδή αυτές συρρέουν διαζευκτικώς, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ’ αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης (κοινού δικαίου ή του ν. 551/1915) αποκλείεται να ζητήσει ο δικαιούχος ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 του ΑΚ, που αφορά την διαζευκτική ενοχή, χωρίς, όμως, ν’ αποκλείεται η επικουρική άσκηση της μιας σε σχέση με την άλλη, που ασκείται κυρίως (βλ. ΑΠ 1132/1997 ΕλλΔνη 40 621, ΑΠ 600/1996 ΕλλΔνη 40 117, ΕφΠειρ 281/2011 ΕΝαυτΔ 2011 304, Ι. Ληξιουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» σελ. 578-579). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 914 του ΑΚ συνάγεται ότι η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (βλ. ΑΠ 838/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 641/2011 ΧρΙΔ 2012.114). Ακόμη, πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν μπορεί να θεμελιωθεί, στην εν λόγω περίπτωση, και στο ότι δεν τηρήθηκαν από αυτούς, οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που επιβάλλουν όρους υγιεινής και ασφαλείας, για τη διαφύλαξη της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 662 του ΑΚ, είτε, η τήρηση των μέτρων αυτών από τον εργοδότη, επιβάλλεται από τους νόμους, διατάγματα ή κανονισμούς που προβλέπουν τα μέτρα αυτά. Περαιτέρω, στον Κανονισμό «περί εργασίας επί των Ελληνικών Φορτηγών Πλοίων, ολικής χωρητικότητας 800 κόρων και άνω», που εκδόθηκε με εξουσιοδότηση του άρθρου 67 του κωδικοποιημένου με το από 11.3.52 Β.Δ. ν. 6392/1934 “περί Ποινικού και Πειθαρχικού Κώδικος του Εμπορικού Ναυτικού” (ΦΕΚ 83 Α’/1952), και εγκρίθηκε με το Β.Δ. 806/30.11/16.12.1970, περιέχονται διατάξεις που θεσμοθετούν τέτοιους όρους ασφαλείας των επί των πλοίων εργαζομένων ναυτικών, όπως η διάταξη του άρθρου 10 αυτού, σύμφωνα με την οποία ο πλοίαρχος λαμβάνοντας γνώση ασθενείας ή ατυχήματος κάποιου από του επιβαίνοντες, μεριμνά να παρασχεθούν αμέσως στον πάσχοντα οι πρώτες βοήθειες (εδαφ.1). Παρέχει την, κατά τον πρόχειρο ιατρικό οδηγό, ενδεικνυόμενη βοήθεια και ζητεί, εν ανάγκη, με τον ασύρματο του πλοίου, ιατρική συνδρομή, τηλεγραφώντας τα συμπτώματα της νόσου (εδαφ.2). Σε περίπτωση βαρείας ασθενείας ή ατυχήματος, οφείλει «συν τη παροχή των πρώτων βοηθειών να επιζητήσει την προσέγγιση με άλλο πλοίο που να διαθέτει ιατρό ή την αποστολή καταλλήλων μέσων μεταφοράς του πάσχοντος ή να καταπλεύσει εφόσον είναι δυνατό στον πλησιέστερο λιμένα και να συνεννοηθεί με Λιμενική ή Προξενική Αρχή για την εισαγωγή του πάσχοντος σε Νοσοκομείο ή Κλινική (εδαφ. 3α).  Με τη διάταξη αυτή, θεσμοθετούνται σαφώς ειδικοί κανόνες ασφαλείας των απασχολουμένων στο πλοίο ναυτικών, η μη τήρηση των οποίων προσδίδει, σε περίπτωση θανάτου εργαζομένου στο πλοίο, στα κατά νόμο δικαιούμενα πρόσωπα, αξίωση πλήρους αποζημίωσης, κατά τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου, κατά τα προεκτεθέντα. Ωστόσο, εκτός από την περίπτωση που τα συμπτώματα της ασθένειας είναι εμφανή και έκδηλα, και ο πλοίαρχος δύναται ως εκ τούτου να έχει άμεση γνώση, βασική πηγή πληροφόρησης του τελευταίου αποτελεί ο ίδιος πάσχων ναυτικός, δεδομένου ότι αυτός γνωστοποιεί την ένταση και το είδος των συμπτωμάτων της ασθένειάς του, και ο πλοίαρχος οφείλει, με βάση αυτήν την πληροφόρηση, να αξιολογήσει την περίπτωση και να ενεργήσει αναλόγως. Η λήψη καθενός εκ των προβλεπομένων από τη προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 10 του Β.Δ.806/1970 μέτρων εξαρτάται από την προηγούμενη διάγνωση της κατάστασης του πάσχοντος. Η ορθή διάγνωση αυτής δεν είναι βεβαίως μεταξύ των υποχρεώσεων του πλοιάρχου, αφού κάτι τέτοιο αποτελεί έργο των ειδικών ιατρών. Εκείνο όμως που επιβάλλεται να πράξει ο πλοίαρχος είναι να διακρίνει ως μέσος συνετός άνθρωπος, αν πρόκειται για συνήθη περίπτωση, ή αν επιβάλλεται να ζητήσει προς αντιμετώπιση αυτής ιατρική συνδρομή, προβαίνοντας στις καθοριζόμενες από την παρ.1 και 2 ενέργειες, ή αν πρόκειται για βαρεία ασθένεια να προβεί και στις καθοριζόμενες από την παρ.3 του άρθρου αυτού ενέργειες (AΠ 1000/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), υπό την αυτονόητη βέβαια προϋπόθεση ότι περιήλθαν σε γνώση του, κατά τρόπο πλήρη, τα εκδηλωθέντα συμπτώματα του πάσχοντος ναυτικού και του δηλώθηκε προς συνεκτίμηση και το τυχόν ιατρικό ιστορικό του (ΕφΠειρ 417/2013 ΕφΠειρ 283/2011 ΕΝΑΥΤΔ 2011/300, βλ. και Καμβύση Ναυτικό Δίκαιο 1ος τομ., σελ. 357). Οι προαναφερθείσες διατάξεις του Β.Δ.806/1970, οι οποίες αφορούν ειδικούς κανόνες ασφαλείας των απασχολουμένων στο πλοίο ναυτικών, είναι κανόνες αναγκαστικού δικαίου, αφού η εφαρμογή τους δε μπορεί να παρακαμφθεί με σχετική συμφωνία του εργοδότη με τον εργαζόμενο και αποτελούν κανόνες αμέσου εφαρμογής στο πλαίσιο του Κανονισμού 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης.6.2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές – Ρώμη I, καθόσον αποσκοπούν στην οργάνωση της εργασίας, που είναι ιδιαιτέρως σημαντικός θεσμός στο δικαιϊκό σύστημα της Ελλάδας (ΜονΕφΠειρ 229/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ομοίως δεν εμπίπτει στην ως άνω έννοια η τυχόν παράβαση των κανόνων του Διεθνούς Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης (ISM Code), γιατί οι εν λόγω διατάξεις δεν προβλέπουν ειδικούς όρους ασφαλείας του προσωπικού του πλοίου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 16 παρ.1 του Ν.551/1915, ήτοι δεν προσδιορίζουν συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφάλειας του πληρώματος, αλλά θέτουν το κανονιστικό πλαίσιο και τις προδιαγραφές για την καθιέρωση τέτοιων ειδικών κανόνων και πρακτικών, προς συμμόρφωση με τις λειτουργικές και διαχειριστικές απαιτήσεις, που θέτουν, για την διασφάλιση της ασφάλειας στην θάλασσα και της πρόληψης ανθρώπινου τραυματισμού ή απώλειας ζωής, καθώς και την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 360/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 του Α.Κ. και 1, 2 και 3 του ν. 551/1915 προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για  ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Ειδικότερα, για να δικαιούνται τα κατά νόμο δικαιούμενα πρόσωπα χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ. (ΑΠ 1117/1986 ΕλλΔνη 28.113, ΑΠ 600/1996 ΕλλΔνη 40.117, ΑΠ 1486/1995 ΕΝΔ 24.222, ΑΠ Ολ 444/64 ΕΕΝ 1968.16, ΕφΠειρ 109/95 ΕΝΔ 23.206, ΕφΠειρ 83/94 ΕΝΔ 22.261), δηλαδή να συντρέχει αμέλεια αυτών και ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και του επιζήμιου αποτελέσματος. Υπάρχει δε η αιτιώδης αυτή συνάφεια όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης ήταν πρόσφορη να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1602/2012 ΕΝΑΥΤΔ 2013.17). Σημειωτέον ότι, σε κάθε περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση για αποζημίωση, διατηρείται η αξίωση των συγγενών του θανόντος για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής) αυτού ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 του ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τήρησης των επιβαλλομένων όρων ασφαλείας (ΟλΑΠ 1117/1986 ΝοΒ 35.891, ΑΠ 1438/2002 ΕλλΔνη 45.716), ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά τον ν. 551/1915 δεν επεκτείνεται και στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, καθόσον γι’αυτή απαιτείται υπαιτιότητα. Είναι βέβαια δυνατή η σώρευση στο ίδιο δικόγραφο αγωγής, εφόσον συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις για την γένεση καθεμίας, τόσο της αξίωσης για επιδίκαση αποζημίωσης του ν. 551/1915, όσο και της αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη, που υπέστη ο παθών από εργατικό ατύχημα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 84 εδαφ.β΄ του ΚΙΝΔ, ο πλοιοκτήτης ευθύνεται από τις αδικοπραξίες που διέπραξε ο πλοίαρχος ή το πλήρωμα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί. Την ίδια ευθύνη κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις υπέχει, όπως προκύπτει από το συνδυασμό της άνω διάταξης με τα άρθρα 86, 105 και 106 του ΚΙΝΔ, και ο εφοπλιστής, ήτοι αυτός που εκμεταλλεύεται για λογαριασμό του πλοίο που ανήκει σε άλλο. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 914 και 922 του ΑΚ, συνάγεται ότι ο πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής (προστήσας) ευθύνεται όταν η αδικοπραξία μέλους του πληρώματος (προστηθέντος) δεν είναι άσχετη ή ξένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, αλλά βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την υπηρεσία αυτή, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση, ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΚΙΝΔ συνάγεται ότι εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του το πλοίο το οποίο ανήκει κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο. Ο εφοπλιστής απαραιτήτως στηρίζεται είτε σε κάποια έννομη σχέση εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση γυμνού πλοίου, χρησιδάνειο) μεταξύ αυτού και του κυρίου του πλοίου είτε στην άσκηση απλώς της νομής του πλοίου, που την απέκτησε με άκυρη μεταβιβαστική σύμβαση από τον κύριο του πλοίου ή και αυθαιρέτως. Βασική προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκήσει και πράγματι ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και εκτός από την απόλαυση των κερδών επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από τη εκμετάλλευσή του. Εξάλλου, από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι ο εφοπλιστής οφείλει να δηλώσει από κοινού με τον κύριο του πλοίου στη λιμενική αρχή του τόπου της νηολόγησής του ότι το πλοίο αυτό θα το εκμεταλλεύεται αυτός (εφοπλιστής) για δικό του λογαριασμό. Η δημοσιότητα αυτή αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων και στην εξυπηρέτηση των έννομων συμφερόντων της ιδιοκτησίας του πλοίου. Εάν δε γίνει τέτοια δήλωση, από την έλλειψη της οποίας τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου το εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης, επιτρέπεται ανταπόδειξη εναντίον του μαχητού αυτού τεκμηρίου δηλαδή επιτρέπεται να αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην πιο πάνω αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το εν λόγω πλοίο για δικό του λογαριασμό είναι δηλαδή ο εφοπλιστής. Ειδικότερα, ως εκμετάλλευση, η οποία πάντως δεν ταυτίζεται με τη διαχείριση του πλοίου, νοείται η διενέργεια ναυτιλιακών εργασιών (όπως μεταφορά προσώπων και πραγμάτων, αλιεία, ρυμούλκηση) με σκοπό το κέρδος, ενώ στοιχεία αυτής (εκμετάλλευσης) είναι η ναυτική διεύθυνση του πλοίου από τον εφοπλιστή. Ακόμη, βασική προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκήσει και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση του πλοίου και εκτός από την απολαβή των κερδών, επωμίζεται απεριορίστως και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Αντιθέτως, ο διαχειριστής συναλλάσσεται σχετικώς με το πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη με τους ενδιαφερόμενους τρίτους, ως άμεσος αντιπρόσωπός του, κατά την έννοια του άρθρου 211 του ΑΚ, τα έννομα αποτελέσματα δε κάθε επιχειρούμενης ενέργειας απ’αυτόν, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση του διαχειριστή και εκείνος (πλοιοκτήτης) ευθύνεται προς τους δανειστές του. Ο διαχειριστής έχει προσωπική ευθύνη μόνον, όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενο περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό εκείνου, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 689/2013 ΔΕΕ 2014.65, ΕφΠειρ 762/2013 ΕΝαυτΔ 2013.190, ΕφΠειρ 153/2008 ΕΝαυτΔ 2008.315). Ειδικότερα στο πεδίο των ναυτικών εμπορικών συναλλαγών, περίπτωση άμεσης αντιπροσωπείας συνιστά η σύμβαση που συνάπτει με τρίτον ο διαχειριστής του πλοίου (συνηθέστατα κεφαλαιουχική εταιρία), ο οποίος έχει αναλάβει με συμφωνία με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή την επ’ αμοιβή διοίκηση της επιχείρησης του πλοίου, δηλαδή την παροχή υπηρεσιών σχετικών με τη διαχείριση της εκμετάλλευσής του από άποψη τεχνική (δηλαδή ως προς τη μέριμνα για τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου) ή/και εμπορική (δηλαδή ως προς την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων, της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων και της εν γένει διεκπεραίωσης όλων των υποθέσεων που σχετίζονται με το πλοίο). Ο διαχειριστής δεν μετέχει στον επιχειρηματικό κίνδυνο της πλοιοκτησίας ή του εφοπλισμού ούτε αποβλέπει σε άμεσο οικονομικό όφελος από την εκμετάλλευση του πλοίου (Π. Αβραμέας, Όρια της ελευθερίας των μερών στις συμβάσεις διαχείρισης πλοίων, σε Εκμετάλλευση του πλοίου και συμβατική ελευθερία, Πρακτικά και Εισηγήσεις 2ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1995, έκδοση ΔΣΠ, 1995, σελ. 299 επομ. [302]), αφού η έννομη σχέση που τον συνδέει με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή αποτελεί μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά και οι περί εντολής διατάξεις των άρθρων 713 επομ. ΑΚ (ΤριμΕφΠειρ 497/2013 ΔΕΕ 2013/824, ΕΝαυτΔ 2013/110 ΕΕμπΔ 2013/950, ΜΕφΠειρ 195/2015, ΔΕΕ 2015/718, ενώ για τη νομική φύση της σύμβασης διαχείρισης γενικότερα βλ. Λ. Αθανασίου, Η σύμβαση διαχείρισης εταιρείας, σε Δ/νη 2004/973 επομ. [979], Στ. Γεωργιάδη, Η σύμβαση διοίκησης και διαχείρισης επιχείρησης [management agreement], σε ΧρΙΔ 2003/603 επομ. [606]). Για το λόγο αυτό ο διαχειριστής του πλοίου που συναλλάσσεται με τρίτους για υποθέσεις του πλοίου ενεργεί καταρχήν στο όνομα και για λογαριασμό του εκμεταλλευόμενου αυτό πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, του οποίου είναι άμεσος αντιπρόσωπος, με συνέπεια τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας που επιχειρεί στα πλαίσια της συμβατικής προς αυτόν υποχρεώσεώς του και εντός των ορίων της εξουσίας που του παραχωρήθηκε με τη σύμβαση διαχείρισης να επέρχονται ευθέως και αμέσως στο πρόσωπο του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή (ΜονΕφΠειρ. 360/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειρ. 63/2013, ΕΝαυτΔ 2013/114, Δ/νη 2014/181, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2003, § 28 IV 1 Β, σελ. 137 – 138, § 82 ΙΙ, σελ. 365 – 367, Αχ. Μπεχλιβάνης, παρατηρήσεις υπό της ΕφΠειρ. 468/2011, ο.π. [1292], Α. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 437 επομ. [448]). Ενεχόμενος, επομένως, για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που γεννώνται από τη συναλλακτική δραστηριότητα του διαχειριστή του πλοίου δεν είναι ο ίδιος αλλά ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο (ΤριμΕφΠειρ 262/2012 ΕΝαυτΔ 2012/269, ΕΕμπΔ 2013/411, ΜονΕφΠειρ 110/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Και μόνον όταν, είτε δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή, ούτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία για λογαριασμό τους, είτε η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του, υπέχει ατομική ευθύνη προς εκπλήρωση ο διαχειριστής, σύμφωνα με την αρχή του εμφανούς (ΑΠ 1988/2014 ΕΕμπΔ 2016/139, ΑΠ 689/2013, ΕΝαυτΔ 2013/183, ΧρΙΔ 2013/688, Ε7 2014/424, ΕΕμπΔ 2013/946, ΔΕΕ 2014/65, ΤριμΕφΠειρ. 762/2013, ΕΝαυτΔ 2013/190, ΕΕμπΔ 2014/173, ΜονΕφΠειρ 660/2015, ΜονΕφΠειρ. 362/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι δανειστές από τη δράση του διαχειριστή μπορούν να στραφούν κατά του εκμεταλλευόμενου το πλοίο, πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή και να αξιώσουν από αυτόν την εκτέλεση της σχετικής συμβάσεως ή την καταβολή αποζημίωσης για τη μη εκπλήρωσή της, δε δικαιούνται, όμως, να ζητήσουν ικανοποίηση της απαίτησής τους από το διαχειριστή (Α. Αντάπασης, ο.π., σελ. 449), του οποίου, άλλωστε, παράλληλη και αλληλέγγυα ευθύνη ιδρύεται νομοθετικά μόνον κατ’ εξαίρεση, όταν η εξομοίωσή του προς τον εκμεταλλευόμενο το πλοίο επιβάλλεται από λόγους προστασίας του οικείου εννόμου αγαθού (όπως συμβαίνει με το άρθρο 12 § 1 εδαφ. β του Ν. 743/1977 ««Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» [ΦΕΚ Α΄319/17.10.1977], όπως ισχύει) ή πρόνοιας είτε υπέρ συγκεκριμένου ιδιώτη αντισυμβαλλομένου (όπως συμβαίνει με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 762/1978 «Περί αστικής ευθύνης του ως αντιπροσώπου του εργοδότου συνάπτοντος εν Ελλάδι σύμβασιν εργασίας μετά ναυτικού» [ΦΕΚ Α΄45/30.3.1978]) είτε της δημόσιας περιουσίας (όπως συμβαίνει με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 27/1975 «Περί φορολογίας πλοίων» [ΦΕΚ Α΄77/22.4.1975 και άλλες παρεμφερείς εξαιρετικές διατάξεις, περί των οποίων βλ. Α. Αντάπαση, ο.π., σελ. 452). Εκ των προαναφερθέντων παρέπεται ότι η έννοια του όρου της διαχείρισης πλοίου είναι νομική και υποδηλώνει ενέργεια του διαχειριστή υπό την ιδιότητα του αμέσου αντιπροσώπου του εκμεταλλευόμενου το πλοίο (ΜΠρΠειρ 19/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του ΚΙΝΔ συνάγεται ότι, όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλαδή εναντίον εκείνου που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει κατά νομική κυριολεξία παθητική σε ολόκληρο ενοχή (βλ. άρθρο 481 του ΑΚ) διότι ο οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο κύριος του πλοίου ευθύνεται, για την απαίτηση αυτή μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό αυτού στοιχείο, το πλοίο. Δηλαδή, δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου με αυτή του εφοπλιστή για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά πραγματοπαγής και περιορισμένη, εφόσον ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοί­ου και μέχρι την αξία αυτού. Ο κύριος του πλοίου απλώς είναι υποχρεωμένος να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων. Η αγωγή κατά του κυρίου του πλοίου (εκτός του εφοπλιστή) αποσκοπεί στην ύπαρξη τίτλου εκτελεστού και κατ’αυτού (ΑΠ 776/2010 ΕΝΔ 2011.314, ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009.800, ΑΠ 991/1991 ΕΝΔ 1992.70, ΕΠ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕΠ 795/2010 ΕΝΔ 2010.385, ΕΠ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΕΠ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕΠ 82/2006 ΕΝΔ 2006.290, ΕΠ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕΠ 746/2003 ΕΝΔ 2003.368). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του, δηλαδή διαπράττοντας αδικοπραξία. Κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, για να υπάρχει σχέση πρόστησης, δηλαδή χρησιμοποίηση από ένα πρόσωπο (τον προστήσαντα) ενός άλλου προσώπου (του προστηθέντος) σε θέση ή απασχόληση (διαρκή ή μεμονωμένη εργασία), που αποβλέπει στη διεκπεραίωση υπόθεσης ή υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου (προστήσαντος), πρέπει να υπάρχει εξάρτηση, έστω και χαλαρή, ανάμεσα στον προστήσαντα και στον προστηθέντα, ώστε ο πρώτος να μπορεί να δίνει στον δεύτερο εντολές ή οδηγίες και να τον ελέγχει ή επιβλέπει κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανέθεσε. Ο προστήσας ευθύνεται αντικειμενικά προς αποζημίωση του τρίτου, ο οποίος ζημιώθηκε από αδικοπραξία που τελέστηκε από τον προστηθέντα και τελεί σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την εκτέλεση της υπό διεκπεραίωση υπόθεσης του προστήσαντος.  Εξάλλου από τα άρθρα 681, 688 – 691 και 698 του ΑΚ προκύπτει ότι ο εργολάβος δε θεωρείται, καταρχήν, προστηθείς του εργοδότη, όταν όμως ο εργοδότης επιφύλαξε για τον εαυτό του, ρητώς ή σιωπηρώς, τη διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτέλεσης του έργου και, μάλιστα, το δικαίωμα παροχής δεσμευτικών εντολών και οδηγιών προς τον εργολάβο, ο τελευταίος θεωρείται ότι βρίσκεται σε σχέση πρόστησης προς τον εργοδότη (ΑΠ 224/2020, ΑΠ 47/2020,  ΑΠ 142/2020, ΑΠ 1237/2018, ΑΠ 374/2018, Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Τέλος,  από τις διατάξεις των άρθρων 53 επ. του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι «πλήρωμα» είναι το σύνολο των προσώπων (ναυτικών) που είναι ναυτολογημένο σε ορισμένο πλοίο, στην έννοια δε αυτού περιλαμβάνονται όλα τα πρόσωπα που εργάζονται στο πλοίο και είναι οργανικά ταγμένα για την εκπλήρωση της ναυτικής αποστολής του, ανεξάρτητα από το είδος της εργασίας που προσφέρουν και από την εγγραφή ή όχι αυτών στο ναυτολόγιο ή την ασφάλισή τους στο NAT. Ειδικότερα, προκειμένου τα παραπάνω πρόσωπα, να θεωρηθούν ως ναυτικοί, με την έννοια ότι εμπίπτουν στον όρο «πλήρωμα», θα πρέπει να έχουν ναυτολογηθεί σε ορισμένο πλοίο και συνακόλουθα να αποτελούν μέλη συγκροτημένου πληρώματος, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους για τις ανάγκες του πλοίου και έχουν υποχρέωση συμμετοχής στους πλόες αυτού (ΕφΠειρ 344/2010 ΕΝΑΥΤΔ 2011.113). Δεν είναι, όμως, απαραίτητη η πραγματική εκτέλεση του πλου και η αντιμετώπιση θαλασσίων κινδύνων, δηλαδή κατά την εκπλήρωση της ναυτικής του αποστολής (ΑΠ 365/2005 ΕλλΔνη 2006.1663, ΕφΠειρ 371/2010 ΕΝΔ 2011.110, ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝΔ 2008.106), αδιαφόρως του είδους της παρεχομένης εργασίας, είτε δηλαδή πρόκειται για καθαρά ναυτική ή άλλη εργασία, ως και της εγγραφής ή μη αυτών στο ναυτολόγιο του πλοίου ή της ασφάλισης ή μη στο NAT ή στο ΙΚΑ (ΑΠ 12/1985 ΕΝΔ 1986.74, ΕφΠειρ 973/2005 ΕΝΔ 2005.432, ΕφΠειρ 30/2008 ο.π., ΕφΠειρ 267/99 ΕΝΔ 1999.86, ΕφΠειρ 294/99 ΕΝΔ 1999.25).Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) α) Την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος των δεύτερης και τρίτης των εναγομένων ………….., η οποία δόθηκε κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, και περιέχεται, απομαγνητοφωνηθείσα, στα ταυτάριθμα με την ανωτέρω απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) τις καταθέσεις των εκτός δίκης εξετασθέντων με πρωτοβουλία των δεύτερης και τρίτης των εναγομένων μαρτύρων τους ………… και ……………., οι οποίες περιέχονται στις υπ’αριθμ…../2019 και …../2019 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις τους ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, με την επισήμανση ότι οι ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις, προσκομισθείσες και στον πρώτο βαθμό και μη ληφθείσες υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ως ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, καθώς έγινε δεκτό ότι δεν είχε προηγηθεί νόμιμη κλήτευση της ενάγουσας να παραστεί κατά τη λήψη τους, διότι σε αυτές αναγράφεται ότι δόθηκαν στις 28.9.2019 και στις 28.2.2019 αντίστοιχα, ενώ στην από 23.1.2019 κλήση, που επιδόθηκε στην ενάγουσα αυθημερόν (βλ.σχετ. την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ……../23.1.2019 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή . ……………) αναφέρεται ότι πρόκειται να ληφθούν στις 28.1.2019, επαναπροσκομίζονται από τις ανωτέρω διαδίκους στη δίκη ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου επί της έφεσης της ενάγουσας και παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη ως ίδια αποδεικτικά μέσα του άρθρου 421 του ΚΠολΔ, καθόσον, σύμφωνα με την επίσης προσκομιζόμενη από τις δεύτερη και τρίτη των εναγομένων από 21.9.2020 βεβαίωση του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πειραιώς ……………, οι εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις όντως λήφθηκαν στις 28.1.2019, ήτοι κατά την αναγραφόμενη στην κλήση της ενάγουσας ημερομηνία, και εκ παραδρομής αναγράφηκε τόσο στο πρωτότυπο, όσο και στα αντίγραφα αυτών ως ημερομηνία λήψης τους για μεν την ένορκη βεβαίωση του ………….. η 28η.9.2019, για δε την έτερη ένορκη βεβαίωση του …………. η 28η.2.2019, γ) την παραδεκτά προσκομισθείσα το πρώτον στη δίκη επί της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 529 παρ.1 του ΚΠολΔ) κατάθεση του εκτός δίκης εξετασθέντος, με πρωτοβουλία επίσης των δεύτερης και τρίτης των εναγομένων και ήδη δεύτερης και τρίτης των εφεσιβλήτων, ως άνω μάρτυρός τους …………., η οποία δόθηκε, με το αυτό ακριβώς περιεχόμενο με την προσκομισθείσα στον πρώτο βαθμό ένορκη βεβαίωση του ιδίου μάρτυρος, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας προκειμένου να παραστεί κατά τη λήψη της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ………../18.9/2020 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή …………, και περιέχεται στην υπ’αριθμ………./2020 ένορκη βεβαίωση, που λήφθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, λαμβανόμενη υπόψη ως ίδιο αποδεικτικό μέσο, των προβληθεισών αιτιάσεων της εκκαλούσας περί μη λήψης υπόψη της συγκεκριμένης ένορκης βεβαίωσης του εξετασθέντος και στον πρώτο βαθμό μάρτυρος και απόκρουσής της απ’ αυτό το Δικαστήριο ως απαράδεκτης κατά τη διάταξη του άρθρου 529 παρ.2 του ΚΠολΔ, διότι, κατά τους ισχυρισμούς της, η εκ νέου κατάθεση του ιδίου προσώπου υποκρύπτει από πλευράς των αντιδίκων της, που την προσκόμισαν, πρόθεση στρεψοδικίας, απορριπτομένων ως αβασίμων, καθώς, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η ένορκη βεβαίωση του ως άνω προσώπου, δε λήφθηκε υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με αποτέλεσμα, με την επιμέλεια των ιδίων διαδίκων, να δοθεί εκ νέου και στο δεύτερο βαθμό, και μάλιστα με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο με την προηγούμενη, χωρίς ουδεμία απολύτως προσθήκη, ή διαφοροποίηση, προφανώς για την περίπτωση, που η πρωτοδίκως ληφθείσα, επαναπροσκομιζόμενη και στο πλαίσιο της έκκλητης δίκης, δε λαμβανόταν υπόψη από το παρόν Δικαστήριο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης επί των κεφαλαίων της εκκαλουμένης, που μεταβιβάσθηκαν ενώπιόν του με την άσκηση της έφεσης, δ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και ε) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η πρώτη εναγόμενη, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, συσταθείσα και οργανωθείσα κατά το κυπριακό δίκαιο, με καταστατική έδρα στη … της Κύπρου και πραγματική επαγγελματική εγκατάσταση στη …. Αττικής, όπου ασκείται η διοίκησή της και η διαχείριση των εταιρικών της υποθέσεων, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η παραδοχή αυτή του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να πλήττεται ειδικά με την ένδικη έφεση, δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της αντί αμοιβής παροχής υπηρεσιών ασφαλείας σε ναυτιλιακές εταιρείες, οι οποίες εκμεταλλεύονται πλοία ως πλοιοκτήτριες ή εφοπλίστριες, προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι σύμφυτοι με τη ναυσιπλοΐα κίνδυνοι, που απειλούν το πλήρωμα, το πλοίο και το φορτίο του, και κυρίως ο κίνδυνος της πειρατείας, σε εκτέλεση  σχετικών συμβάσεων έργου, τις οποίες κάθε φορά συνάπτει με τις εταιρείες αυτού του είδους, εκπληρώνοντας τη συμβατικά αναληφθείσα υποχρέωσή της διά της αποστολής και διάθεσης κατάλληλα εκπαιδευμένου και έμπειρου ένοπλου προσωπικού, το οποίο προσλαμβάνει και αμοίβει η ίδια, και το οποίο επιβιβάζεται, διαμένει, σιτίζεται και απασχολείται επί του πλοίου της εκάστοτε αντισυμβαλλομένης της για ορισμένο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο διαρκεί η διεύλευση του πλοίου από τη συγκεκριμένη θαλάσσσια περιοχή, στην οποία αφορά κάθε φορά η συμφωνία τους. Πρόκειται περί παγίως καθιερωμένης διεθνώς πρακτικής τα περισσότερα εμπορικά πλοία, που πλέουν σε θαλάσσιες περιοχές, οι οποίες έχουν χαρακτηρισθεί από ασφαλιστικές εταιρείες ως περιοχές υψηλού κινδύνου (high risk areas), στις οποίες περιλαμβάνονται τα ύδατα της Δυτικής Αφρικής και ο Ινδικός Ωκεανός, όπου συνήθως σημειώνονται επιθέσεις πειρατών, να επανδρώνονται για όσο διαρκεί ο πλους από τις συγκεκριμένες περιοχές, με προσληφθέντες από εταιρείες, που παρέχουν αυτού του είδους τις υπηρεσίες, επαγγελματίες ένοπλους φρουρούς, συνήθως κατόπιν απαίτησης της ασφαλιστικής τους εταιρείας, για τη διαφύλαξη και προστασία του πληρώματος, του φορτίου και του ίδιου του πλοίου από τέτοιες επιθέσεις κυρίως, που συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλεια της παγκόσμιας ναυσιπλοΐας. Συνήθως η ομάδα των ένοπλων φρουρών φύλαξης εμπορικών πλοίων, οι οποίοι, πρώην στρατιωτικοί στην πλειοψηφία τους, διαθέτουν την κατάλληλη εκπαίδευση για την αναχαίτιση πειρατικών επιθέσεων εν πλω με τη χρήση όπλων και πυρομαχικών, αποτελείται από τέσσερα (4) συνολικά άτομα, ένας εκ των οποίων εκτελεί καθήκοντα αρχηγού της ομάδος (team leader), υπό τις οδηγίες, εντολές και διαταγές του οποίου τελούν οι υπόλοιποι κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, απάντων των μελών της ομάδας υπόχρεων όντων να βρίσκονται ανά πάσα στιγμή σε πλήρη επιχειρησιακή ετοιμότητα καθόλη τη διάρκεια της διέλευσης του πλοίου από την καθοριζόμενη στη σύμβαση γεωγραφική αυξημένου κινδύνου περιοχή, προκειμένου να προστατεύσουν, ως οφείλουν, το πλήρωμα, το φορτίο του, αλλά και το ίδιο το πλοίο από ενδεχόμενη απόπειρα πειρατείας. Μάλιστα, με σκοπό την ταχύτερη εξοικείωση της ομάδας φύλαξης με το πλήρωμα και το πλοίο, ο επικεφαλής της, αμέσως μετά την επιβίβασή τους στο πλοίο και προ της εισόδου του πλοίου στην περιοχή υψηλού κινδύνου, στην οποία αφορά η σύμβαση, που έχει υπογράψει η εργοδότριά τους εταιρεία, με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή του πλοίου, οργανώνει γενικό εκπαιδευτικό γυμνάσιο, κατόπιν συνεννόησης με τον πλοίαρχο ως προς τον κατάλληλο χρόνο διεξαγωγής του, με τη συμμετοχή των μελών του πληρώματος, ενώ καθόλη τη διάρκεια της διεύλευσης του πλοίου από τη συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή τα μέλη της ομάδας συμμετέχουν και σε άλλα τέτοια γυμνάσια, που οργανώνονται από τον αρχηγό της ομάδας, προκειμένουν να διατηρούν την επιχειρησιακή τους ετοιμότητα, και, επιπροσθέτως, εκτελούν εκ περιτροπής σε 24ωρη βάση βάρδιες επαγρύπνησης, ώστε να εντοπισθεί έγκαιρα και να αντιμετωπισθεί επιτυχώς τυχόν κίνδυνος απειλεί την ασφάλεια του πλοίου. Ο τρόπος εσωτερικής λειτουργίας της ομάδας επί του πλοίου (καθορισμός και εκτέλεση βαρδιών, διεξαγωγή γυμνασίων για την αντιμετώπιση εικονικών επιθέσεων από πειρατές, κατά τη διάρκεια των οποίων έκαστο μέλος λαμβάνει την προκαθορισμένη θέση του στο πλοίο, εκπαίδευσή της και προπονήσεις για την ενδυνάμωση της φυσικής κατάστασης των μελών της) προβλέπεται στο έγγραφο των Τυποποιημένων Διαδικασιών Λειτουργίας (Standard Operations Procedures) της εταιρίας παροχής υπηρεσιών φύλαξης, που συνήθως προσαρτάται ως παράρτημα στις συμβάσεις έργου, τις οποίες συνάπτει η εν λόγω εταιρεία με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή του πλοίου, για την ορθή εφαρμογή των οποίων αποκλειστικά υπεύθυνος είναι ο αρχηγός της ομάδας, ο οποίος, όντας επικεφαλής της, συντονίζει, επιβλέπει, εποπτεύει και ελέγχει τους φρουρούς κατά την άσκηση της εργασίας τους, κατανέμει καθήκοντα και ορίζει τις βάρδιες, που έκαστος θα εκτελέσει, αποφασίζει για τη διεξαγωγή τυχόν γυμνασίων για τη διατήρηση και επαύξηση του βαθμού επιχειρησιακής ετοιμότητας των φρουρών, και, επιπροσθέτως αξιολογεί τα ήδη ληφθέντα στο πλοίο μέτρα ασφαλείας και προτείνει, εφόσον κριθεί απαραίτητο, επιπρόσθετα, χωρίς συνήθως εμπλοκή, συμμετοχή ή ανάμειξη του πλοιάρχου του πλοίου στον τρόπο λειτουργίας ή δράσης της ομάδας, διά δεσμευτικών εντολών και οδηγιών του προς τους φρουρούς αναφορικά με την εκτέλεση του αναληφθέντος έργου της φύλαξης του πλοίου, ελλείψει των απαιτουμένων προς τούτο ειδικών γνώσεων, εκπαίδευσης και εμπειρίας, ει μη μόνον υπό τη μορφή ενημέρωσής του από τον αρχηγό της ομάδας προ της διεξαγωγής γυμνασίων και ασκήσεων και λήψης της σύμφωνης γνώμης του περί της καταλληλότητας του επιλεγέντος χρόνου προκειμένου να μην παρακωλύεται η εύρυθμη λετουργία του πλοίου [βλ. σχετ. περί των ανωτέρω τις καταθέσεις των μαρτύρων των δεύτερης και τρίτης των εναγομένων, που δόθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (……….) και υπό μορφήν ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς (…….. και ………..), εκ των οποίων οι μεν …….. και ………. εργάζονται στην τρίτη εναγόμενη, διαχειρίστρια μεγάλου αριθμού πλοίων, για τη φύλαξη των οποίων η τελευταία συνάπτει για λογαριασμό του πλοιοκτήτη σχετικές συμβάσεις έργου, ο δε Παπαγρηγοράκης απασχολείται σε εταιρεία, που παρέχει τέτοιου είδους υπηρεσίες σε πλοία. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στη …….. Αττικής, στις 16 Αυγούστου 2017, μεταξύ αφενός μεν της τρίτης εναγομένης, εταιρείας με καταστατική έδρα στη …….. της Λιβερίας, αλλά πραγματική στη ……. Αττικής, ενεργήσασας ως διαχειρίστριας του δεξαμενόπλοιου με την ονομασία «S», σημαίας Λιβερίας, κ.ο.χ. 78.845, με αριθμό νηολογίου Μονρόβιας Λιβερίας …….., επ’ονόματι και για λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης, πλοιοκτήτριας του εν λόγω πλοίου, εταιρείας με καταστατική έδρα ομοίως στη ……., αλλά στην πραγματικότητα εδρεύουσας στη ……… (οι περί της πραγματικής έδρας των ανωτέρω εταιρειών παραδοχές της εκκαλουμένης δεν πλήττονται με την ένδικη έφεση), ως άμεσης αντιπροσώπου αυτής, όπως ρητά αναγράφεται στο κείμενο της σύμβασης κάτωθι της υπογραφής του εκπροσώπου της («for and on behalf of the owners, as agents only στο αγγλικό πρωτότυπο, για λογαριασμό των πλοιοκτητών, μόνον ως πράκτορες στην ελληνική μετάφραση), όπερ συνιστά σαφή δήλωση της ανωτέρω ότι κατά την καταρτιση της σύμβασης ενεργούσε επ’ ονόματι και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας, της αντιπροσώπευσης της τελευταίας απ’αυτήν συναγομένης σε κάθε περίπτωση και από τις διαγνωστές εκ μέρους της κάτωθι αναφερομένης αντισυμβαλλομένης της περιστάσεις, με τη χρήση του εφαρμοζομένου στη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική και προσδιοριστικού της ιδιότητας του διαχειριστή όρου «as agent only» ή, όπερ το αυτό, «as manager only», που αναφέρεται στην έννοια του αντιπροσώπου κατά το αγγλικό δίκαιο (ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝαυτΔ 2009/13), αφετέρου δε της πρώτης εναγομένης εταιρείας, καταρτίσθηκε εγγράφως σύμβαση έργου, με αντικείμενο την εκ μέρους της πρώτης εναγομένης αντί αμοιβής,  παροχή υπηρεσιών φύλαξης του ως άνω πλοίου από ένοπλους φρουρούς ασφαλείας, υπό την διεθνώς καθιερωμένη για συμβάσεις αυτού του είδους/τυποποιημένη μορφή σύμβασης με την κωδική ονομασία GUARDCON (Σύμβαση για την εργασία των φυλάκων ασφαλείας επί των πλοίων), που περιλαμβάνει προδιατυπωμένο κείμενο, το οποίο συμπληρώνεται από τα μέρη με τους ειδικότερους όρους της συγκεκριμένης σύμβασης ή διαγράφεται κατά περίπτωση, από τις 22.8.2017, η οποία ορίσθηκε ως ημερομηνία έναρξης της σύμβασης, έως τον κατάπλου του πλοίου στο λιμένα του Galle της νήσου Σρι Λάνκα, με καθοριζόμενη γεωγραφική περιοχή λειτουργίας της σύμβασης: Ερυθρά Θάλασσα, όπου η ομάδα των φρουρών θα επιβιβαζόταν κατά την ανωτέρω ημερομηνία – Κόλπος του Άντεν – Ινδικός Ωκεανός –  Γκάγιε (Galle) της Σρι Λάνκα, που συμφωνήθηκε ως τόπος αποβίβασης της ομάδας. Σημειωτέον ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στην εκκαλουμένη απόφασή του περί της ιδιότητας της τρίτης εναγομένης ως διαχειρίστριας του εν λόγω πλοίου, έχουσας αναλάβει με συμφωνία με την πλοιοκτήτρια δεύτερη εναγόμενη ήδη από το έτος 2009 τη διοίκηση της επιχείρησης του πλοίου, ήτοι την παροχή υπηρεσιών σχετικών με τη διαχείριση της εκμετάλλευσής του από άποψη τεχνική, δηλαδή ως προς τη μέριμνα για τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου, αλλά και εμπορική, δηλαδή ως προς την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων, της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων και της εν γένει διεκπεραίωσης όλων των υποθέσεων που σχετίζονται με το πλοίο (και όχι της στην πραγματικότητα εφοπλίστριας του πλοίου, εκμεταλλευομένης αυτό ουσιαστικά για δικό της λογαριασμό, όπως ισχυρίσθηκε η ενάγουσα με την αγωγή της, προκειμένου να θεμελιώσει την ευθύνη της ανωτέρω εναγομένης περί καταβολής των αιτουμένων ποσών της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης της ιδίας και της ανήλικης θυγατέρας της εκ του επισυμβάντος στο πλοίο θανάτου του συζύγου και πατρός της ανήλικης, προσληφθέντος από την πρώτη εναγόμενη να εργασθεί στο πλοίο ως ένοπλος φρουρός κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, φερομένου ως οφειλομένου σε εργατικό ατύχημα του ν.551/1915, ως κυρίας του έργου της φύλαξης του πλοίου και προστήσασας την εργολάβο πρώτη εναγόμενη κατά τις διατάξεις του  κοινού δικαίου), με την οποία (ιδιότητα της διαχειρίστριας) και συμβλήθηκε στην επίμαχη σύμβαση έργου, ενεργήσασα στο όνομα και για λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης/πλοιοκτήτριας, ως άμεση αντιπρόσωπος αυτής, δηλώνοντας ρητά κατά την κατάρτιση της σύμβασης την ιδιότητά της αυτή, με συνέπεια τα έννομα αποτελέσματα, όχι μόνον της εν λόγω σύμβασης, αλλά κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί στα πλαίσια της συμβατικής προς αυτήν υποχρέωσής της και εντός των ορίων της εξουσίας που της παραχωρήθηκε με τη σύμβαση διαχείρισης, να επέρχονται ευθέως και αμέσως στο πρόσωπο της πλοιοκτήτριας, η οποία και μόνον ενέχεται προς εκπλήρωση των εκ της συναλλακτικής δραστηριότητας της διαχειρίστριας του πλοίου της απορρεουσών υποχρεώσεων, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, και να μην υπέχει ατομική ευθύνη, ούτε με βάση τη διάταξη του άρθρου 212 του ΑΚ, στην οποία η ενάγουσα επίσης επιχειρεί με την αγωγή να θεμελιώσει την ευθύνη της για την καταβολή των αγωγικών αξιώσεων, δεν πλήττεται ειδικά με την ένδικη έφεση. Αποδείχθηκε επίσης ότι δυνάμει έγγραφης σύμβασης, που καταρτίσθηκε στο Προξενείο της Δημοκρατίας της Κύπρου στην Οδησσό της Ουκρανίας στις 2.6.2017 μεταξύ της πρώτης εναγομένης και του ήδη αποβιώσαντος ………….., Ουκρανού υπηκόου, γεννηθέντος στις 12.9.1968, κατόχου ναυτικού φυλλαδίου, εν ζωή συζύγου της ενάγουσας και πατρός της απ’αυτήν εκπροσωπουμένης ανήλικης θυγατέρας τους………………, που γεννήθηκε στις 22.2.2016, και τιτλοφορείται ως συμφωνία υποσύμβασης (Sub Contract Agreement στο αγγλικό πρωτότυπο της σύμβασης), ορισμένου χρόνου (6 μηνών, αρχής γενομένης από την αναχώρησή του από το σημείο αφετηρίας) ο τελευταίος ανέλαβε την υποχρέωση, αντί μηνιαίου μισθού 1.200 δολαρίων Η.Π.Α., να συμμετάσχει σε ναυτικές και χερσαίες επιχειρήσεις, που θα καθόριζε η αντισυμβαλλομένη του για τις επίσης προσδιοριζόμενες από την ίδια χρονικές περιόδους, ως μέλος ομάδας, και με τους ειδικότερα αναφερόμενους στο κείμενο της σύμβασης όρους, ασκώντας τα καθήκοντά του σύμφωνα με τις τυποποιημένες διαδικασίες λειτουργίας που σχετίζονται με την εργασία του, τους κανόνες εμπλοκής και ισχύος, τα σχέδια ασφαλείας, και τη νεότερη έκδοση των βέλτιστων πρακτικών διαχείρισης που σχετίζονται με τη ναυτική ασφάλεια. Μάλιστα, σύμφωνα με τον όρο 3 του προδιατυπωμένου κειμένου της ως άνω σύμβασης, ο φύλακας ασφαλείας υποχρεούται να ακολουθεί και να συμμορφώνεται με τις οδηγίες που του δίδονται από α) την εταιρεία ………….. (πρώτη εναγομένη) και το υποστηρικτικό προσωπικό αυτής, και β) τον αρχηγό της ομάδας (team leader) κατά τη διάρκεια της εργασίας για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής ο ανωτέρω απασχολήθηκε αρχικά επί του πλοίου «GS», ακολούθως στα πλοία «M» και «SC» και στη συνέχεια στις 26.8.2017 επιβιβάσθηκε, στην Ερυθρά Θάλασσα από την πλωτή πλατφόρμα  SL στο προαναφερόμενο πλοίο «S», πλοιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης, στο οποίο και ναυτολογήθηκε (βλ. σχετ. την αντίστοιχη εγγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο), προκειμένου να εργασθεί σ’αυτό ως ένοπλος φρουρός ασφαλείας, μέλος ομάδας τεσσάρων (4) ατόμων, με αρχηγό της ομάδας τον ……….  (……….), αλλά και του πληρώματός του, συμπεριληφθείς στον προσκομισθέντα κατάλογο των μελών του πληρώματος του πλοίου (crew list), ομού μετά των λοιπών τριών της ομάδας του προσωπικού ασφαλείας (η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι ο αποβιώσας αποτελούσε μέλος του συγκροτημένου πληρώματος του πλοίου,  και όχι απλός επιβαίνων, παρέχοντας ναυτική εργασία, οργανικά ταγμένος  για την εκπλήρωση του σκοπού της ναυτικής του αποστολής, δεν πλήττεται ειδικά με την ένδικη έφεση), το οποίο εκτελούσε πλου με τελικό προορισμό το λιμένα της Σιγκαπούρης, και ενδιάμεση προσέγγιση στο λιμένα της πόλης Γκάγιε (Galle) της Σρι Λάνκα, όπου η ομάδα των φρουρών και θα αποβιβαζόταν, όπως είχε ειδικότερα συμφωνηθεί μεταξύ της  πρώτης εναγομένης και της διαχειρίστριας του πλοίου τρίτης των εναγομένων, ενεργήσασας για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας, στην ως άνω σύμβαση έργου με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών φύλαξης και προστασίας του πλοίου διά της διάθεσης ένοπλου προσωπικού της κατά τη διέλευσή του από συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή υψηλού κινδύνου πειρατικών επιθέσεων, κατά τα προεκτεθέντα. Σημειωτέον ότι ο ανωτέρω, έχοντας,  μετά τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, υπηρετήσει στις  ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας, και συμμετάσχει στις εχθροπραξίες στο Αφγανιστάν, απόφοιτος του Κολεγίου Επιβολής Νόμου της Ουκρανίας, και υπάλληλος του Υπουργείου Εσωτερικών Υποθέσεων της χώρας αυτής, ήδη από το έτος 2012 απασχολείτο σε εταιρείες ασφαλείας ως μέλος ομάδας ένοπλων φρουρών για την προστασία εμπορικών πλοίων, που εκτελούσαν πλόες σε περιοχές με αυξημένο κίνδυνο πειρατικών επιθέσεων, όπως είναι ο Κόλπος του Άντεν, η θαλάσσια περιοχή της Σομαλίας, το στενό Malacca μεταξύ Ινδικού και Ειρηνικού Ωκεανού, η περιοχή μεταξύ των νήσων της Ινδονησίας κλπ., έχοντας αποκτήσει σημαντική εμπειρία στο συγκεκριμένο εργασιακό αντικείμενο. Η μεταξύ της πρώτης εναγομένης και του αποβιώσαντος σύμβαση συνιστά στην πραγματικότητα σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού που προσέδωσαν σ’αυτήν τα μέρη ως «υποσύμβαση» (προφανώς σε σχέση με την κύρια σύμβαση έργου), και στον προσληφθέντα ως «υπεργολάβο», καθώς ο τελευταίος, αναφορικά με τον χρόνο, τρόπο, και τρόπο άσκησης των καθηκόντων του, δε δρούσε κατά βούληση, αλλά σαφώς υπόκειτο κατά την εκτέλεση της εργασίας του στις δεσμευτικές εντολές και οδηγίες της εργοδότριάς του πρώτης εναγομένης, οι οποίες του διαβιβάζονταν από τον αρχηγό της ομάδας, που επίσης ασκούσε έλεγχο περί της συμμόρφωσης των μελών της στις δοθείσες εντολές του, όπως πέραν πάσης αμφιβολίας συνάγεται από την επισκόπηση των όρων του συμβατικού κειμένου, και ομοίως κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς η εν λόγω περιληφθείσα στην εκκαλουμένη απόφαση κρίση του να προσβάλλεται με την κρινόμενη έφεση. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ανωτέρω, όπως υποχρεούτο από τη σύμβαση εργασίας του και τις διεθνείς συμβάσεις, προ της ανάληψης των καθηκόντων του, υποβλήθηκε στις 11.7.2017 σε πιστοποιημένο ιατρικό κέντρο της Ουκρανίας, στις απαιτούμενες από την εργοδότριά του και τις εν λόγω συμβάσεις, που καθορίζουν τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την αξιολόγηση της υγείας των ναυτικών, οι οποίες θα πρέπει να πληρούνται προκειμένου να κριθούν ικανοί για την εκτέλεση ναυτικών καθηκόντων, ιατρικές εξετάσεις, μεταξύ των οποίων αιματολογικές εξετάσεις, ακτινογραφία θώρακος, και ηλεκτροκαρδιογράφημα, εκ των οποίων ουδέν παθολογικό διαπιστώθηκε, με αποτέλεσμα να κριθεί ικανός προς ναυτολόγηση και την παροχή της συγκεκεριμένης εργασίας του φρουρού πλοίου, και του χορηγήθηκε το προβλεπόμενο από τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας (ΜLC) του έτους 2006 ιατρικό πιστοποιητικό καταλληλότητας ναυτικού (βλ. το προσκομιζόμενο από όλα τα διάδικα μέρη ως άνω πιστοποιητικό σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, σύμφωνα με το οποίο ο ανωτέρω, με ύψος 1,66 εκ. και βάρος 88 κιλών, εξετάσθηκε προκειμένου να εργασθεί ως ένοπλος φρουρός, και εκ της ακτινογραφίας θώρακος δεν προέκυψαν παθολογικά ευρήματα στην καρδιά και τους πνεύμονες, και περαιτέρω διαπιστώθηκε ότι δεν πάσχει από μολυσματική ασθένεια, ενώ και το ηλεκτροκαρδιογράφημα και το καρδιαγγειακό του  σύστημα χαρακτηρίζονται ως φυσιολογικά). Αποδείχθηκε επίσης ότι στα καθήκοντα των φρουρών στο πλοίο περιλαμβανόταν, η υπό τις οδηγίες και εντολές του αρχηγού της ομάδας, συμμετοχή τους σε ασκήσεις και γυμνάσια, τα οποία πραγματοποιούντο στους εξωτερικούς του χώρους, φέροντας τον οπλισμό (ημιαυτόματα όπλα) και τον εξοπλισμό τους, που τους είχε χορηγηθεί από την εργοδότριά τους/πρώτη εναγόμενη, για την εκπαίδευσή τους και τη διατήρηση και επαύξηση της επιχειρησιακής τους ετοιμότητας, κατά τη διάρκεια των οποίων καλούντο να καταλάβουν τις καθορισμένες από τον αρχηγό θέσεις τους επί του πλοίου σε μία προσομείωση αντιμετώπισης κατάστασης πειρατικής επίθεσης, και σε βάρδιες επαγρύπνησης για τον έγκαιρο εντοπισμό κινδύνου, που εκτελούσαν σε 24ωρη βάση εκ περιτροπής, και επίσης ορίζονταν από τον αρχηγό της ομάδας. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι τα ανωτέρω γυμνάσια στους εξωτερικούς χώρους του πλοίου είναι προφανές ότι απαιτούσαν εκ των πραγμάτων σωματική δραστηριότητα και προσπάθεια των φρουρών, πλην όμως, συναφή, συμφυή και προσιδιάζουσα προς τη φύση της εργασίας, που είχαν αναλάβει να εκτελέσουν, ανταποκρινόμενη στους συμφωνημένους όρους και τις συνήθεις περιστάσεις παροχής της, άρρηκτα συνδεδεμένη με τα καθήκοντά τους, και ανάλογη της εκπαίδευσης και της φυσικής τους κατάστασης, η οποία δεν συνεπαγόταν ιδιαίτερη σωματική καταπόνηση και ψυχική επιβάρυνση του οργανισμού τους, πρόσφορη αντικειμενικά να επιφέρει βλάβη της υγείας τους, πολλώ δε μάλλον εξάντλησή τους, και δεν ήταν πολύωρα, αλλά περιορισμένης χρονικής διάρκειας, της ειθισμένης σε ανάλογες περιπτώσεις, ενώ οι προπονήσεις για την εκγύμνασή τους και την ενδυνάμωση της φυσικής τους κατάστασης πραγματοποιούντο, όχι στο εξωτερικό, αλλά στο εσωτερικό του πλοίου, σε ειδικά διαμορφωμένο και εξοπλισμένο χώρο γυμναστηρίου, εμφαινόμενο σε φωτογραφίες, που  έχουν προσαρτηθεί στην ένορκη βεβαίωση του …………….., όπως κατατέθηκε από τους εξετασθέντες μάρτυρες, είτε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, είτε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, και δεν αναιρείται από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Σημειωτέον επίσης ότι η δεύτερη των εναγομένων, για λογαριασμό της οποίας η τρίτη εξ αυτών συνήψε την ανωτέρω σύμβαση με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών φύλαξης και προστασίας του πλοίου της, κυρίως από επιθέσεις πειρατών κατά τον πλου του από ρητά καθορισμένη στη σύμβαση θαλάσσια περιοχή, και, επομένως, κυρία του συγκεκριμένου έργου, δεν φέρει την ιδιότητα της προστήσασας την εργολάβο εταιρεία, την οποία (ιδιότητα) η ενάγουσα επίσης επικαλείται στην αγωγή – μεταξύ άλλων – για τη θεμελίωση της ευθύνης της δεύτερης εναγομένης προς καταβολή των αιτουμένων ποσών (της αποζημίωσης προς αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας, και της χρηματικής ικανοποίησης της ψυχικής οδύνης της ιδίας και της ανήλικης θυγατέρας της), που ισχυρίζεται ότι της οφείλονται λόγω του επισυμβάντος θανάτου του συζύγου της και πατρός της ανήλικης, οφειλομένου σε επί του πλοίου, όπου εργαζόταν ως ένοπλος φρουρός ατύχημα του ν.551/1915, διότι εκ του συνόλου των προαναφερθέντων αποδεικτικών μέσων ουδόλως προέκυψε ότι η δεύτερη εναγόμενη είχε ρητώς ή σιωπηρώς επιφυλάξει για τον εαυτό της τη διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτέλεσης του έργου, και δη το δικαίωμα μέσω των δικών της προστηθέντων στο πλοίο, μελών του πληρώματός του, ή εκτός αυτού, της παροχής προς την πρώτη εναγόμενη και τους προστηθέντες της επί του πλοίου (τα μέλη της ομάδας των ένοπλων φρουρών) δεσμευτικές εντολές και οδηγίες, αλλά και το δικαίωμα εποπτείας και ελέγχου αναφορικά με την τήρηση των εντολών της, καθώς και την κατά τους όρους της σύμβασης προσήκουσα εκτέλεση του έργου, όπως απαιτείται ως αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου να θεωρηθεί ότι ο εργολάβος βρίσκεται σε σχέση πρόστησης με τον εργοδότη, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι τα μέλη της ανωτέρω ομάδας, του αποβιώσαντος συμπεριλαμβανομένου, υποχρεούντο, με βάση τους προαναφερθέντες όρους της σύμβασής τους με την πρώτη εναγόμενη, εκ των οποίων άλλωστε σαφώς προκύπτει και ο χαρακτήρας αυτής ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και όχι υπεργολαβίας, όπως χαρακτηρίσθηκε από τα μέρη, να συμμορφώνονται κατά την εκτέλεση της εργασίας τους επί του πλοίου, με τις προς τα αυτά εντολές και οδηγίες περί του τόπου, του χρόνου και του τρόπου άσκησής της, του αρχηγού της ομάδας, ο οποίος ως επικεφαλής είχε τον πλήρη έλεγχο αυτής και την αποκλειστική ευθύνη, και όχι του πλοιάρχου ή των λοιπών μελών του πληρώματος, οι οποίοι δεν συμμετείχαν, αναμειγνύονταν ή παρενέβαιναν καθ’οιονδήποτε τρόπο στον τρόπο δράσης και εσωτερικής λειτουργίας της ομάδας, ελλείψει εμπειρίας και των απαιτουμένων ειδικών γνώσεων, και ιδίως αναφορικά με τα γυμνάσια εκπαίδευσής της στην αντιμετώπιση εικονικών πειρατικών επιθέσεων, που διεξήγοντο στους εξωτερικούς χώρους του πλοίου, και στις βάρδιες επαγρύπνησης για τον έγκαιρο εντοπισμό κινδύνου, που εκτελούντο καθημερινά σε 24ωρη βάση, τα οποία επίσης οργανώνονταν και συντονίζονταν από τον αρχηγό της ομάδας, κατόπιν βέβαια, όσον αφορά τα γυμνάσια, προηγούμενης ενημέρωσης και λήψης σύμφωνης γνώμης του πλοιάρχου περί του χρόνου διεξαγωγής τους εντός της της ημέρας, ως είναι προφανές ότι απαιτείτο, προκειμένου να μην παρεμποδίζεται το πρόγραμμα των λοιπών εργασιών, που πραγματοποιούντο παράλληλα στο πλοίο, όπερ εξαντλούσε και την όποια συμμετοχή του πλοιάρχου στη λειτουργία της ομάδας του ένοπλου προσωπικού επί του πλοίου, και βέβαια, δεν εμπίπτει στην έννοια της έστω και χαλαρής εξάρτησης μεταξύ δεύτερης και πρώτης των εναγομένων, που κατά τη νομολογία αρκεί για την ύπαρξη σχέσης πρόστησης. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου επιρρωνύεται από τις καταθέσεις απάντων των εξετασθέντων μαρτύρων και δεν αναιρείται πειστικά από την αναφορά στη σύμβαση έργου ότι εφαρμόζεται σ’αυτήν -μεταξύ άλλων – και το επισυναπτόμενο παράρτημα ΣΤ, που αφορά σε «Τυποποιημένες Επιχειρησιακές Διαδικασίες»  (Standard Operating Procedures στο αγγλικό πρωτότυπο της σύμβασης) της πρώτης εναγομένης, σε συνδυασμό με το προσκομιζόμενο σε αποσπασματική επίσημη μετάφραση από την ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, προς επίρρωση του αγωγικού ισχυρισμού της περί της ιδιότητας των δεύτερης και τρίτης των εναγομένων ως προστησασών την εργολάβο/πρώτη εναγόμενη, έγγραφο που τιτλοφορείται «Τυποποιημένες Διαδικασίες Λειτουργίας (ΤΛΔ) ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ» [STANDARD OPERATIONS PROCEDURES – (SOPs) CONFIDENTIAL] και φέρεται ως  προερχόμενο από την πρώτη εναγόμενη, στο οποίο, και δη στο κεφάλαιο 3.16 (Ιεραρχία της Ομάδας Ασφαλείας) αυτού, αφενός μεν αναφέρεται ότι: «Ο Πλοίαρχος έχει την πρωταρχική εξουσία να εγκρίνει τις δράσεις της ομάδας ασφαλείας κατά τις συνήθεις και ασυνήθεις καταστάσεις», αφετέρου δε εμφαίνεται ο πλοίαρχος στην κορυφή της κλίμακας της ιεραρχίας της ομάδας των ένοπλων φρουρών μετά τον διοικητή της πρώτης εναγομένης (Operations Manager) και πριν από τον αρχηγό της ομάδας, διότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι όντως πρόκειται περί του αυτού εγγράφου, για το οποίο γίνεται μνεία στο βασικό κείμενο της σύμβασης ως προσαρτημένο σ’αυτήν παράρτημα, ούτε σε κάθε περίπτωση, και εάν ακόμη τούτο ήθελε υποτεθεί αληθές, ότι το έγγραφο αυτό με το συγκεκριμένο περιεχόμενο πράγματι επισυνάφθηκε εν προκειμένω στην επίμαχη σύμβαση έργου για τη φύλαξη του ως άνω πλοίου, ώστε να αποτελέσει περιεχόμενο αυτής δεσμευτικό για τα συμβαλλόμενα μέρη. Σημειωτέον ότι αντίθετη κρίση δε μπορεί να συναχθεί, όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα, ούτε από το προσκομιζόμενο από την πρώτη εναγόμενη με αριθμ.σχετ.7 ξενόγλωσσο έγγραφο (έχει συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα), το οποίο παρότι δε συνοδεύεται από επίσημη μετάφρασή του στην ελληνική γλώσσα, όπως προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 454 του ΚΠολΔ, εντούτοις λαμβάνεται υπόψη ως μη πληρούν τους όρους του νόμου, δηλαδή υποστατό μεν, αλλά ελαττωματικό αποδεικτικό μέσο, που επιτρέπεται κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία εκδίκασης της υπόθεσης,κατ’άρθρο 340 παρ.1 εδαφ.β΄του ΚΠολΔ, αφού στην κρινόμενη περίπτωση είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη σύμφωνα με τα άρθρα 394 παρ.1 δ΄ και 591 παρ.1 του ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα να εκτιμάται και να αξιολογείται ελεύθερα, παράλληλα με τα πληρούντα του όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, και το οποίο αφορά στη διαχείριση απωλειών (θανάτου, σοβαρού τραυματισμού η ασθένειας), που τυχόν ανακύψουν κατά τη διάρκεια των συμβάσεων φύλαξης, τις οποίες αυτή (η πρώτη εναγόμενη) συνάπτει [Casualties Management (death, serious injury or illness), όπου αναφέρεται ότι «εφόσον συμφωνηθεί, ο αρχηγός της ομάδας θα πρέπει πάντοτε να συμβουλεύεται τον πλοίαρχο για τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο ενέργειας σχετικά με τη διαχείριση της απώλειας/των απωλειών» [«once agreed, the Team Leader should always consult the Master for the most appropriate way of action regarding the casualty (ies) management»], διότι εξ αυτού και μόνον ουδόλως δύναται να προκύψει το συμπέρασμα ότι η πλοιοκτήτρια είχε επιφυλάξει για τον εαυτό της τη διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτέλεσης του έργου της ασφάλειας του πλοίου της, πολλώ δε μάλλον που δεν  προέκψε ότι το εν λόγω έγγραφο όντως συμπεριλήφθηκε στην επίμαχη σύμβαση και αποτέλεσε περιεχόμενο της συμφωνίας των μερών. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επίσης έκρινε ότι η δεύτερη εναγόμενη δεν ενέχεται προς καταβολή των αιτουμένων από την ενάγουσα ποσών με την ιδιότητα της προστήσασας την εργολάβο πρώτη εναγόμενη/κυρίας του έργου της φύλαξης του πλοίου με ένοπλους φρουρούς, ορθά τις σχετικές διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ενάγουσα στο υπό στοιχεία β΄ σκέλος του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσης απορριπτομένων ως αβασίμων. Αποδείχθηκε επίσης ότι στις 3.9.2017 και περί ώρα 7.00 ο ανωτέρω εν ζωή σύζυγος της ενάγουσας και πατέρας της ανήλικης θυγατέρας τους……………….., όντας εκτός καθηκόντων και ελεύθερος βάρδιας, έλαβε πρωϊνό γεύμα μαζί με τον αρχηγό της ομάδας των ένοπλων φρουρών……………., και στη συνέχεια αποσύρθηκε στην καμπίνα του στους χώρους ενδιαίτησης του πλοίου. Περί ώρα 08.18΄ (τοπική ώρα) ενημερώθηκε ο εκτός υπηρεσίας Πλοίαρχος του πλοίου από τον αρχηγό της ομάδας των φρουρών, ο οποίος είχε προηγουμένως με τη σειρά του ενημερωθεί, ενώ βρισκόταν στη γέφυρα του πλοίου, από το μέλος της ομάδας του φρουρό …………, ότι ο …………. δεν αισθανόταν καλά, ήταν ανήσυχος, και κάθιδρος. Ο αξιωματικός του πλοίου, Ανθυποπλοίαρχος ………………, έλαβε γνώση του περιστατικού περί ώρα 8.20, και στη συνέχεια χωρίς καθυστέρηση μετέβη στην καμπίνα του ………….., όπου περί ώρα 8.25 ήλεγξε την αρτηριακή του πίεση και τους καρδιακούς του παλμούς, εκ των οποίων η μεν πίεση μετρήθηκε σε 123/88 mmHg, δηλαδή διαπιστώθηκε εντός φυσιολογικών ορίων, και οι παλμοί σε 83/λεπτό, και ενημέρωσε σχετικώς τον Πλοίαρχο. Ακολούθως περί ώρα 8.30 ο ανωτέρω αξιωματικός αποχώρησε από την καμπίνα του ………, αφού προηγουμένως ο τελευταίος δήλωσε, εις επήκοον όλων, ότι αισθάνεται καλύτερα. Ωστόσο, μετά την πάροδο 15 λεπτών περίπου, περί ώρα 8.45, ο ………. παραπονέθηκε για οξύ θωρακικό άλγος και δυσκολία στην αναπνοή, και κατέρρευσε στο πάτωμα της καμπίνας του, με αποτέλεσμα να ενημερωθεί αμέσως περί της επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του από το φρουρό ………… ο αρχηγός της ομάδας των φρουρών, και από τον τελευταίο ο Πλοίαρχος, ο οποίος, λαμβάνοντας γνώση των σοβαρότερων συμπτωμάτων, που εμφάνισε ο ασθενής (του έντονου πόνου στο στήθος και της αναπνευστικής δυσχέρειας), μετέβη πάραυτα στην καμπίνα του, όπου διεπίστωσε ότι αυτός βρισκόταν ξαπλωμένος στο πάτωμα, ίδρωνε, και ανέπνεε με δυσκολία. Αμέσως περί ώρα 8.48 ο Πλοίαρχος επικοινώνησε  για τη λήψη ιατρικής βοήθειας και συμβουλές με ιατρό του Διεθνούς Ιατρικού Κέντρου Ραδιοφώνου (Centro International Radio Medico), ο οποίος, αφού του γνωστοποιήθηκαν τα συμπτώματα του πάσχοντος, που στο μεσοδιάστημα είχε μεταφερθεί σε έναν καναπέ, συνέστησε τη χορήγηση σ’αυτόν ενός δισκίου του μη στεροειδούς αντιφλεγμονώδους φαρμάρκου με την εμπορική ονομασία Brufen (δραστική ουσία ιβουπροφαίνη), πλην όμως τούτο δεν κατέστη δυνατό, καθώς ο ανωτέρω ήδη από ώρα 8.49 δεν ανταποκρινόταν, όντας αναίσθητος, χωρίς ψηλαφητό σφυγμό, και αναπνοή. Μετά από νέα ενημέρωση από τον Πλοίαρχο του ιατρού του ανωτέρω Ιατρικού Κέντρου περί της κατάστασης της υγείας του ασθενούς, συνεστήθη στις 8.50 η άμεση έναρξη διαδικασίας καρδιοαναπνευστικής ανάνηψης, όπερ και εγένετο πάραυτα από τον Πλοίαρχο και τον Ανθυποπλοίαρχο, με τη συνδρομή του αρχηγού της ομάδας των φρουρών, πλην όμως απέβη άκαρπη, διότι ο ασθενής δεν αντιδρούσε. Η ως άνω διαδικασία συνεχίσθηκε αδιάλειπτα μέχρι τις 9.25, όταν και ο Πλοίαρχος πληροφόρησε τον ιατρό του Κέντρου ότι ο ασθενής είναι αναίσθητος, δεν αναπνέει, οι κόρες των ματιών του δεν αντιδρούν στο φως, και δεν υφίσταται καρδιακός παλμός. Ακολούθως ο Πλοίαρχος, συμβουλευθείς το Διεθνή Ιατρικό Οδηγό Πλοίων, πραγματοποίησε, χωρίς αποτέλεσμα, έλεγχο για σημεία ζωής στον ασθενή, ο οποίος περί ώρα 9.50 εξακολουθούσε να βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, δηλαδή δεν ανταποκρινόταν στις προσπάθειες αναζωογόνησης, δεν είχε σφυγμό, δεν ανέπνεε, οι κόρες των ματιών του είχαν διασταλεί, και δεν αντιδρούσαν στο φως, και το δέρμα του ήταν ωχρό. Περί ώρα 10.30, και ενώ η κλινική εικόνα του ………… παρέμενε αμετάβλητη, κατόπιν ενημέρωσης του ιατρού του ανωτέρω Κέντρου, κηρύχθηκε αυτός νεκρός. Η προπεριγραφείσα χρονική εξέλιξη των γεγονότων αναφορικά με το θάνατο του ανωτέρω προκύπτει από τη σχετική καταχώριση του περιστατικού στο αντίστοιχο απόσπασμα από το ημερολόγιο του πλοίου, από την από 3.9.2007 έγγραφη δήλωση του πλοιάρχου, που περιλαμβάνει παράθεση των πραγματικών περιστατικών με χρονολογική σειρά, και από τις δοθείσες επί του πλοίου  καταθέσεις του αρχηγού της ομάδας των φρουρών, έτερου φρουρού και μελών του πληρώματος, και δεν αμφισβητείται ουσιαστικά από την ενάγουσα. Ο θάνατος του ανωτέρω, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο με αριθμ. …………/5.9.2017 πιστοποιητικό, που συντάχθηκε κατόπιν νεκροψίας – νεκροτομής στη σορό του, διενεργηθείσας σε νεκροτομείο της πόλης Γκάγιε της Σρι Λάνκα, λόγω της αιφνίδιας φύσης του συμβάντος, προήλθε συνεπεία εξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου (acute myocardial infarction στο αγγλικό πρωτότυπο κείμενο του πιστοποιητικού). Κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση ατυχήματος από βίαιο συμβάν, επελθόντος κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, υπό την έννοια της πρόκλησης του θανάτου του ανωτέρω εργαζομένου ως απόρροιας βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεσή του, η οποία δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία του ως ένοπλου φρουρού στο συγκεκριμένο πλοίο, και την εκτέλεσή της υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, όπως απαιτείται προκειμένου να θεμελιωθεί ευθύνη των κατά τις διατάξεις του ν.551/1915 υποχρέων προς καταβολή στους οικείους του αποζημίωσης (της πλήρους, αλλά ούτε και της κατ’αποκοπήν περιορισμένης του ως άνω νόμου), αλλά πρόκειται περί εκδήλωσης ασθένειας, χωρίς τη μεσολάβηση εξωτερικού γεγονότος ξένου προς τον οργανισμό του θανόντος, και ενώ αυτός απασχολείτο υπό τους συμφωνημένους όρους και τις συνήθεις περιστάσεις, τις συναφείς με το είδος της εργασίας του, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος για βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του, ή εξ αφορμής αυτής, και, συνεπώς για εργατικό ατύχημα, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη ως εργοδότρια του αποβιώσαντος, και η δεύτερη εξ αυτών ως πλοιοκτήτρια του πλοίου, όπου απασχολείτο, ως μέλος της ομάδας των προσληφθέντων ένοπλων φρουρών φύλαξης και προστασίας του, είχαν πράγματι μεριμνήσει, διά των προστηθέντων τους, να εξασφαλίσουν τα αναγκαία μέσα (η πλοιοκτήτρια) και να οργανώσουν την απασχόληση (η εργοδότρια) της ομάδας των φρουρών κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι ασφαλείς και υγιεινές οι συνθήκες διαβίωσης και παροχής της εργασίας τους επί του πλοίου, και να αποφεύγεται κάθε πιθανός κίνδυνος για την υγεία τους. Συγκεκριμένα είχαν διατεθεί στους φρουρούς άνετες και καθαρές καμπίνες στους χώρους ενδιαίτησης του πλοίου, που κλιματίζονταν, ώστε να εξασφαλίζεται η απαραίτητη προστασία τους από τις υψηλές θερμοκρασίες, λαμβανομένης υπόψη και της θαλάσσιας περιοχής, στην οποία αφορούσε η σύμβαση φύλαξης του πλοίου, και τους χορηγείτο υγιεινή και θρεπτική τροφή από πλευράς ποιότητας σε επαρκείς ποσότητες. Επίσης, από την εκτίμηση των προαναφερθέντων αποδεικτικών μέσων ουδόλως προέκυψε ότι οι ένοπλοι φρουροί εξαναγκάζονταν από τον αρχηγό της ομάδας του (εφόσον, όπως έγινε δεκτό, δεν υπόκειντο σε εντολές του πλοιάρχου), σε υπερωριακή εξοντωτική εργασία, που υπερέβαινε τις 8 ώρες ημερησίως, όντες συνεχώς σε ετοιμότητα, υπό εξαιρετικά δυσμενείς και αντίξοες κλιματολογικές συνθήκες υψηλών θερμοκρασιών κατά τη διάρκεια της ημέρας και αυξημένων επιπέδων υγρασίας κατά τη διάρκεια της νύχτας, και δη σε πολύωρες, εξαντλητικές και εξουθενωτικές προπονήσεις κατά τις μεσημβρινές ώρες υπό τον καυτό ήλιο, φέροντας τον οπλισμό τους, όπερ είχε ως αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με την έλλειψη κλιματισμού των χώρων, όπου διέμεναν, τη σωματική τους καταπόνηση και την ψυχική τους επιβάρυνση, που, όσον αφορά στο σύζυγο της ενάγουσας και πατέρα της ανήλικης θυγατέρας της, ήταν πρόσφορα να προκαλέσουν βλάβη της υγείας του και πράγματι του προκάλεσαν το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, το οποίο μην αντιμετωπισθέν κατά τον ιατρικά ενδεδειγμένο τρόπο άμα τη εμφανίσει των πρώτων συμπτωμάτων του, διά της χορήγησης σ’αυτόν των κατάλληλων πρώτων βοηθειών, επέφερε τελικά το θάνατό του, όπως ισχυρίσθηκε η ενάγουσα στην αγωγή της για να θεμελιώσει την ευθύνη των εναγομένων προς καταβολή των αιτουμένων ποσών. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι τα γυμνάσια επί του πλοίου, στα οποία οι φρουροί συμμετείχαν, του αποβιώσαντος συμπεριλαμβανομένου, κατά το χρονικό διάστημα από 26.8.2017, όταν η ομάδα επιβιβάσθηκε στο πλοίο από πλατφόρμα στην Ερυθρά Θάλασσα, έως και την προηγουμένη του θανάτου του στις 2.9.2017, διεξήγοντο με τη μορφή ασκήσεων προσομοίωσης αντιμετώπισης εικονικών πειρατικών επιθέσεων, υπό τις εντολές και οδηγίες του αρχηγού της ομάδας, που τις οργάνωνε και τις συντόνιζε, και οι οποίες συνιστούν αναπόσπαστο μέρος της εργασίας τους και προβλέπονται για την ενδυνάμωση της φυσικής τους κατάστασης και την διατήρηση και επαύξηση της επιχειρησιακής τους ετοιμότητας, ανταποκρίνονταν δε στην εμπειρία, εκπαίδευση και φυσική τους κατάσταση, ως επαγγελματιών ένοπλων φρουρών ασφαλείας από πλευράς της απαιτουμένης σωματικής προσπάθειας, και εξ ορισμού συνεπάγονταν καταπόνηση του οργανισμού τους, που όμως δεν εξικνείτο σε βαθμό εξάντλησης και εξουθένωσης, και είχαν τη συνηθισμένη στις περιπτώσεις αυτές (περιορισμένη) διάρκεια, που προβλέπεται για την ολοκλήρωση τέτοιων επιχειρήσεων με βάση τους οικείους κανόνες, οι οποίοι διέπουν τη δράση και  λειτουργία των εν λόγω ομάδων, ενώ ούτε το είδος και η φύση των συγκεκριμένων ασκήσεων συνάδει με πολύωρη διάρκεια αυτών. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η ενάγουσα δεν ανταποκρίθηκε στο δικονομικό βάρος να αποδείξει εκ των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων ότι την προηγουμένη του θανάτου του ανωτέρω είχε λάβει χώρα τέτοια άσκηση, που υπερέβαινε όμως το συνήθη και κανονικό βαθμό δυσκολίας, διότι, όχι μόνο ήταν πολύωρη, έντονη και ιδιαίτερα σκληρή, αλλά διεξήχθη κατά τις μεσημβρινές ώρες υπό τον καυτό ήλιο, ήτοι υπό συνθήκες αφόρητης ζέστης, με τους φρουρούς να φέρουν το βαρύ οπλισμό τους, με αποτέλεσμα την υπέρμετρη σωματική του καταπόνηση, ή ότι προηγήθηκε άλλο γεγονός έκτακτο και εξαιρετικό, που τον επιβάρυνε ψυχικά, πέραν του συνήθους επαγγελματικού άγχους, που συνήθως προκαλεί μία εκ των πραγμάτων επικίνδυνη εργασία σε μία τέτοια θέση ευθύνης, πολλώ δε μάλλον σε άτομα ευσυνείδητα και επιμελή στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως αυτός χαρακτηρίζεται στο αγωγικό δικόγραφο, που συνδυαστικά με την έλλειψη κλιματισμού στην καμπίνα του, προκάλεσαν το έμφραγμα, που επέφερε το θάνατό του την επόμενη ημέρα. Αντίθετα, όπως κατατέθηκε από τους μάρτυρες, το πλοίο, κατά τη ημέρα, που κατά τους αναπόδεικτους ισχυρισμούς της ενάγουσας διεξήχθη αυτό το πολύωρο και εξαντλητικό για τους φρουρούς γυμνάσιο, είχε ήδη εξέλθει της ζώνης υψηλού κινδύνου πειρατικών επιθέσεων, και, συνεπώς, ουδείς λόγος για την πραγματοποίηση εντατικών γυμνασίων των φρουρών συνέτρεχε εκ των πραγμάτων, με την επισήμανση ότι η ομάδα του ένοπλου προσωπικού, σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα στη σύμβαση παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, επρόκειτο να αποβιβασθεί στο λιμένα της πόλης Γκάγιε της Σρι Λάνκα, όπου το πλοίο εκτιμάτο ότι θα κατέπλεε μετά την παρέλευση δύο ημερών, στις 4.9.2017, όπως και πράγματι έγινε. Ούτε όμως αποδείχθηκε ότι κατά την προηγουμένη του θανάτου του ανωτέρω ημέρα επικρατούσαν οι συνθήκες καύσωνα, και οι υψηλές θερμοκρασίες στους χώρους ενδιαίτησης του πλοίου, των καμπινών των φρουρών συμπεριλαμβανομένων, λόγω βλάβης του συστήματος κλιματισμού, όπως η ενάγουσα ισχυρίζεται στην αγωγή της. Ειδικότερα, από τα προσκομιζόμενα από τις δεύτερη και τρίτη των εναγομένων αποσπάσματα του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου, προκύπτει ότι η θερμοκρασία στην περιοχή που αυτό έπλεε στις 2.9.2017 κυμαινόταν μεταξύ 29 και 32 βαθμών Κελσίου και την επομένη (3.9.2017) μεταξύ 29 και 30 βαθμών, Κελσίου, όπερ σημαίνει ότι επικρατούσαν οι φυσιολογικές και αναμενόμενες για τη συγκεκριμένη εποχή του έτους και τη συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή θερμοκρασίες, που είναι άλλωστε γνωστές λόγω εμπειρίας σε όσους σταδιοδρομούν επαγγελματικά ως ένοπλοι φρουροί ασφαλείας σε εμπορικά πλοία, στα οποία κατά το σύνηθες συμβαίνον επιβιβάζονται και παρέχουν τις υπηρεσίες τους κατά τη διέλευση αυτών από θαλάσσιες περιοχές (τις χαρακτηριζόμενες ως υψηλού κινδύνου) όπου οι κλιματολογικές συνθήκες είναι κατά βάση αντίξοες, καθώς ως επί το πλείστον επικρατούν υψηλές θερμοκρασίες και αυξημένα επίπεδα υγρασίας. Επιπροσθέτως αποδείχθηκε ότι όλοι οι χώροι ενδιαίτησης του πλοίου διέθεταν σύστημα κλιματισμού (air condition), το οποίο, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τις ίδιες εναγόμενες κατάσταση επιθεωρήσεων και εργασιών συντήρησης από 22.22.2017 έως 15.11.2018 αυτού, σύμφωνα με το Προγραμματισμένο Σύστημα Συντήρησης του Διεθνούς Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης Πλοίων (ISM), αλλά και από τα προσκομιζόμενα αποσπάσματα του ημερολογίου μηχανών του πλοίου του χρονικού διαστήματος από την 1η έως την 4η Σεπτεμβρίου 2017, λειτουργούσε κανονικά, ελεγχόταν σε ημερήσια, εβδομαδιαία και μηνιαία βάση απευθείας από το Τμήμα Συντήρησης της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας, και συντηρείτο τακτικά, όπερ δεν αναιρείται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Συνεπώς, οι προεκτεθείσες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης του ανωτέρω στο πλοίο, που επικρατούσαν κατά το αμέσως προγενέστερο του θανάτου του χρονικό διάστημα, λαμβανομένων υπόψη και των ιδιαιτεροτήτων της εργασίας και της διαμονής σε πλοίο, δε μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ασυνήθεις, όλως ανώμαλες, εξαιρετικές, ή ασυνήθιστα δυσμενείς, οι οποίες θα μπορούσαν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να συντελέσουν και πράγματι συνετέλεσαν στην  εμφάνιση του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου, που αυτός υπέστη,  λόγω της εξ αυτών προκληθείσας καταπόνησης του οργανισμού του, το οποίο δεν θα επερχόταν υπό συνθήκες συνήθους εκ της απασχόλησής του καταπόνησης, προσλαμβάνοντας έτσι το χαρακτήρα του αιφνίδιου, απρόβλεπτου και βίαιου συμβάντος κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, ήτοι αιτίας ξένης προς τον οργανισμό του, όπως απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης των εναγομένων κατά το νόμο 551/1915. Αποδείχθηκε επίσης οι προστηθέντες των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων αρχηγός της ομάδας των ένοπλων φρουρών, καθώς και ο πλοίαρχος και τα μέλη του πληρώματος του πλοίου, όταν έλαβαν γνώση περί της αδιαθεσίας του …………, δεν αδράνησαν, αλλά έπραξαν αμέσως όλα τα επιβαλλόμενα και μερίμνησαν για την αντιμετώπιση του συμβάντος με τον προσήκοντα και ενδεδειγμένο τρόπο ούτως ώστε να παρασχεθούν χωρίς καθυστέρηση στο ασθενή οι κατάλληλες πρώτες βοήθειες, σύμφωνα με τις ληφθείσες ιατρικές οδηγίες, πλην όμως η επέλευση του θανάτου του δεν κατέστη δυνατόν να αποτραπεί. Συγκεκριμένα, αρχικά, κατ’εντολήν του πλοιάρχου, προσέτρεξε άμεσα στην καμπίνα του πάσχοντος προς αρωγήν του μέλος του πληρώματος του πλοίου, ο οποίος προέβη σε καταμέτρηση της αρτηριακής του πίεσης και του σφυγμού του, που διαπιστώθηκαν εντός φυσιολογικών τιμών, και αποχώρησε αφού ο ίδιος ο ………….., ο οποίος ακόμη τότε διατηρούσε τις αισθήσεις του, και ήταν σε θέση να πληροφορήσει ο ίδιος τους παρισταμένους περί της κατάστασης της υγείας του, δήλωσε ότι αισθάνεται καλύτερα, και στη συνέχεια, όταν μετά την παρέλευση 15 λεπτών τα συμπτώματά του επιδεινώθηκαν με την εμφάνιση έντονων πόνων στο στήθος και δυσκολίας στην αναπνοή, ο πλοίαρχος δεν αυτοσχεδίασε, ελλείψει των απαιτουμένων ειδικών γνώσεων, άλλα έπραξε τα δέοντα, σπεύδοντας πάραυτα να ζητήσει ιατρική συνδρομή και συμβουλές από εξειδικευμένη στην τηλεματική ιατρική υπηρεσία, και επιχείρησε να ακολουθήσει τις οδηγίες του ιατρού, με τον οποίο και βρισκόταν σε διαρκή επικοινωνία μεταφέροντάς του με ακρίβεια την εξέλιξη του περιστατικού, πλην όμως χωρίς αποτέλεσμα, διότι ο ασθενής ήταν ήδη αναίσθητος, και δεν αντιδρούσε, ώστε να λάβει το δισκίο του φαρμακευτικού σκεύσματος, που συνέστησε ο ιατρός να του χορηγηθεί, και δεν ανταποκρινόταν στις συνεχείς προσπάθειες καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης/ανάνηψης, που ακολούθως ο αυτός ιατρός συμβούλευσε να εφαρμοσθεί, αφού ενημερώθηκε ότι ο Μπουρτέινυι δεν ήταν πλέον σε θέση να λάβει το σκεύασμα, και δεν ανέπνεε. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι ο πλοίαρχος παρέβη την υποχρέωσή του να φροντίζει για την υγεία και την ασφάλεια των επιβαινόντων στο πλοίο και επέδειξε αμέλεια, διότι, λαμβάνοντας γνώση περί της ασθένειας του εργαζομένου επί του πλοίου φρουρού, δεν επιμελήθηκε άμεσα για την παροχή σ’αυτόν της κατάλληλης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και των πρώτων βοηθειών, καθόσον, αν και εξαρχής αντιληφθείς τα συμπτώματα οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου, που ο ασθενής παρουσίαζε, μη όντας όμως κατάλληλα και άρτια κατηρτισμένος, περιορίσθηκε στο να λάβει την πίεση και το σφυγμό του, και δεν επικοινώνησε άμεσα τότε με ιατρό, δεν προέβη στη χορήγηση στον ασθενή οξυγόνου με μάσκα, ενδοφλέβιας ή ενδομυϊκής ένεσης αναλγητικού (10 mg μορφίνης), ή ασπιρίνης των 150 mg σε μορφή χαπιού, ενδοφλέβιας ή ενδομυϊκής ένεσης eurosemide των 40 mg, ή σε διαδικασία καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης, ούτε επιμελήθηκε της αεροδιακομιδής του στην ξηρά στο πλησιέστερο νοσοκομείο, αντίθετα εφησύχασε με τη δήλωση του πάσχοντος ότι αισθάνεται καλύτερα, αν και στην πραγματικότητα επρόκειτο περί στιγμιαίας ύφεσης των σφοδρών συμπτωμάτων του, και αποχώρησε από την καμπίνα του, και μόνον 15 λεπτά αργότερα, όταν ο ανωτέρω παρουσίασε έντονους πόνους στο στήθος και δύσπνοια, ζήτησε ιατρική συνδρομή, μη περιγράφοντας μάλιστα στον ιατρό ορθά την κατάσταση του ασθενούς, με αποτέλεσμα να λάβει λανθασμένες οδηγίες περί χορήγησης σ’αυτόν ενός δισκίου του απλού σκευάσματος brufen, αντί της προαναφερθείσας και ενδεδειγμένης αγωγής, καθώς και ότι, παρά τη συμβουλή του ιατρού, όφειλε να γνωρίζει, ως ιατρικά κατηρτισμένο προσωπικό του πλοίου, ότι θα έπρεπε να χορηγήσει ασπιρίνη και οξυγόνο, δεν ευσταθεί. Και τούτο διότι, ο πλοίαρχος, στις 8.18, δεν θα μπορούσε να γνωρίζει ή έστω να υποψιασθεί, με βάση την κλινική εικόνα του …………. και τη συμπτωματολογία που εμφάνιζε τη δεδομένη χρονική στιγμή (όταν το πρώτον προσέτρεξε στην καμπίνα του μέλος του πληρώματος, αφού κατέστη γνωστό ότι αισθάνεται αδιαθεσία, που, διαπιστώνοντας ότι παρουσίαζε έντονη εφίδρωση, ήλεγξε την αρτηριακή του πίεση και τους σφυγμούς του, που μετρήθηκαν εντός φυσιολογικών τιμών), τις βασικές ιατρικές γνώσεις και εκπαίδευση παροχής πρώτων βοηθειών που διαθέτει, οι οποίες εξ ορισμού δε συνιστούν τις εξειδικευμένες γνώσεις ενός κατηρτισμένου επαγγελματία επιστήμονα ιατρού, τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αλλά και την πληροφόρηση περί της κατάστασης της υγείας του, που ήταν τότε σε θέση να παράσχει στους προστρέξαντες προς συνδρομή του ο ίδιος ο ασθενής, γνωστοποιώντας τους το είδος και την έκταση των συμπτωμάτων του, ότι επρόκειτο περί εν εξελίξει οξέος καρδιακού συμβάντος, ή σε κάθε περίπτωση περί της έναρξης των συμπτωμάτων μίας βαρείας ασθένειας εν γένει, που εγκυμονεί άμεσα σοβαρό κίνδυνο για τη ζωή του, και χρήζει της λήψης πάραυτα επειγόντων μέτρων, και συγκεκριμένα της επικοινωνίας με ιατρικό σταθμό στην ξηρά προκειμένου να δοθούν οδηγίες για την αντιμετώπισή της, με την επισήμανση ότι η συμπτωματολογία του ασθενούς τότε ακόμη δεν παρέπεμπε το μέσο συνετό άνθρωπο και πλοίαρχο σε έμφραγμα ή σε σοβαρό πρόβλημα υγείας (δεν παρουσίαζε δύσπνοια ή έντονους πόνους στο στήθος, που εμφανίσθηκαν μετά παρέλευσης 30 περίπου λεπτών, στις 8.45, ώστε να του χορηγηθεί εκείνη τη στιγμή οξυγόνο με μάσκα, ή η αναφερόμενη από την ενάγουσα ιατρικοφαρμακευτική αγωγή, πολλώ δε μάλλον διαδικασία καρδιοαναπνευστικής ανάνηψης, που προϋποθέτει ότι ο πάσχων δεν έχει σφυγμό, ή κάποιο άλλο σύμπτωμα που να εγείρει υποίες εν δυνάμει επικίνδυνης κατάστασης), ούτε ο αποβιώσας είχε παραπονεθεί για κάποιο πρόβλημα υγείας το διάστημα που βρισκόταν στο πλοίο, ή ενημερώσει τον πλοίαρχο ότι πάσχει από κάποια πάθηση, καρδιολογική ή άλλη, ώστε με αυτό το δεδομένο να εκτιμηθεί και αξιολογηθεί η κατάστασή του ως προς τη σοβαρότητά της, χωρίς να παροράται το γεγονός ότι, καθώς δεν είχαν ακόμη τότε εμφανισθεί συμπτώματα ενός επείγοντος περιστατικού εμφανή και έκδηλα, ώστε ο πλοίαρχος να δύναται να έχει άμεση γνώση, με αποτέλεσμα βασική πηγή ενημέρωσής του να είναι ο ίδιος ο ασθενής, ο τελευταίος δήλωσε ότι νιώθει καλύτερα, οπότε και μόνον τότε δικαιολογημένα εφησυχασθέντες, οι σπεύσαντες προς αρωγή του αποχώρησαν, και δεν τον εγκατέλειψαν αβοήθητο στην τύχη του, χωρίς επαρκή φροντίδα και παρακολούθηση, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την αναφορά στην από 3.9.2017 δήλωση του πλοιάρχου ότι στη συνέχεια αναζήτησε στην καμπίνα του φάρμακο για την καρδιά σε περίπτωση που χρειαζόταν (in case required στο αγγλικό πρωτότυπο κείμενο), διότι, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη εκτεθεί, αν και η συμπτωματολογία του πάσχοντος μέχρι και τις 8.45 δεν θα μπορούσε να προϊδεάσει το μέσο πλοίαρχο εμπορικού πλοίου με τις βασικές ιατρικές γνώσεις περί της σοβαρότητας της κατάστασης και της έκβασης του συμβάντος, αυτός δια παν ενδεχόμενο θέλησε να είναι προετοιμασμένος εάν και εφόσον τα συμπτώματα επιδεινώνονταν και παρέπεμπαν σαφώς σε καρδιολογικό πρόβλημα, ούτε μπορεί να συναχθεί εξ αυτού του λόγου ότι ο πλοίαρχος είχε ήδη από τότε αντιληφθεί ότι είχε τεθεί σε κίνηση μηχανισμός εξέλιξης εμφράγματος του μυοκαρδίου, και αδράνησε, άλλως όφειλε και μπορούσε να αντιληφθεί την κρισιμότητα της στιγμής, και δεν το έπραξε, και να αναζητήσει τότε ιατρική συνδρομή, ή να επιμεληθεί διακομιδής του, η οποία δεν ήταν εφικτή, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω. Εξάλλου, όπως αποδείχθηκε, κληθείς ο πλοίαρχος στις 8.45, και ενημερωθείς ότι ο ασθενής είχε εμφανίσει οξύ θωρακικό άλγος και αναπνευστική δυσχέρεια, τα οποία σαφώς παρέπεμπαν σε καρδιακό επεισόδιο, ή σε κάθε περίπτωση σε μία επικίνδυνη κατάσταση εν εξελίξει, ενήργησε ως όφειλε, δηλαδή, αντί να επιχειρήσει ο ίδιος κάποια ιατρική πράξη συμβουλευόμενος το Διεθνή Ιατρικό Οδηγό Πλοίων, με το ενδεχόμενο εσφαλμένης διάγνωσης, αξιολογώντας κατά το δοκούν και με τις γνώσεις, που διέθετε, τη συμπτωματολογία, και θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή του φρουρού, έπραξε το οφειλόμενο, δηλαδή επικοινώνησε στις 8.48, χωρίς καθυστέρηση, με ιατρό στην ξηρά αναζητώντας συνδρομή, και, περιγράφοντας με ακρίβεια την κατάσταση του ασθενούς (εσφαλμένη περιγραφή των εμφανών και έκδηλων συμπτωμάτων, για τα οποία είχε άμεση αντίληψη, όπως και όλοι οι παριστάμενοι, ουδόλως αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα), επιχείρησε ακολούθως, στις 8.49, μετά την απαραίτητη ενημέρωση του ιατρού στον απολύτως αναγκαίο χρόνο, να ακολουθήσει τις οδηγίες, που έλαβε, και να χορηγήσει στο φρουρό δισκίο του συσταθέντος φαρμακευτικού σκευάσματος (σύσταση για χορήγηση άλλου σκευάσματος που δεν υπήρχε λόγω του αναπόδεικτα επικαλούμενου από την ενάγουσα ελλιπούς εξοπλισμού του φαρμακείου του πλοίου επίσης δεν αποδείχθηκε ότι δόθηκε από τον ιατρό), πλην όμως χωρίς αποτέλεσμα διότι ο ασθενής στις 8.50 δεν ανέπνεε πλέον, ώστε να είναι σε θέση να λάβει οξυγόνο με μάσκα, οπότε η έναρξη διαδικασίας καρδιοαναπνευστικής ανάνηψης ήταν η πλέον ενδεδειγμένη ιατρική ενέργεια άμεσης προτεραιότητας για την επιβίωσή του, που πράγματι εφαρμόσθηκε εν προκειμένω και διήρκησε μέχρι τις 9.25, αλλά απέβη άκαρπη, καθώς ο φρουρός παρέμενε ακίνητος και δεν ανταποκρινόταν (σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από την ενάγουσα, κατά τη διάταξη του άρθρου 390 του ΚΠολΔ, γνωμάτευση του ιατρού ………………. περί των συνθηκών του θανάτου του …………, ο τελευταίος, κατά την έναρξη της ως άνω διαδικασίας, ήταν κατά τα φαινόμενα ήδη νεκρός, όπως συνάγεται εκ του γεγονότος ότι στις 9.20  σημειώνεται πτώση της θερμοκρασίας του σώματός του,  που δε δικαιολογείται διαφορετικά σε περιοχή με θερμό κλίμα). Πρέπει, επίσης να σημειωθεί ότι λόγω της επέλευσης του θανάτου του ασθενούς σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα από την εκδήλωση το πρώτον των συμπτωμάτων προσβολής της υγείας του, αυτός δεν θα μπορούσε να αποτραπεί με διαδικασία διακομιδής του φρουρού, δηλαδή αποστολής του στην ξηρά με κάποιο μέσο (ταχύπλοο ή ελικόπτερο), ή κατάπλου του πλοίου στον πλησιέστερο λιμένα, προκειμένου ο ασθενής να τύχει έγκαιρα της δέουσας ιατρικοφαρμακευτικής περίθαλψης σε νοσοκομείο και της άμεσης επείγουσας αντιμετώπισης σε ειδική καρδιολογική μονάδα εμφραγμάτων, και για τον επιπρόσθετο λόγο, ότι, όπως κατατέθηκε από την εξετασθέντα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μάρτυρα, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή το πλοίο απείχε 180 ναυτικά μίλια από τον πλησιέστερο λιμένα, και δη αυτόν της πόλης Κοτσίν (Kochi ή Cochin) στην Ινδία, και βρισκόταν εκτός επιχειρησιακής εμβέλειας του ελικοπτέρου, το οποίο, ακόμη και εάν αυτό ήταν τεχνικά εφικτό, είναι προφανές ότι δεν θα μπορούσε να προσεγγίσει άμεσα το πλοίο. Λεκτέον ότι, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη κατά τη διάταξη του άρθρου 390 του ΚΠολΔ, από τις δεύτερη και τρίτη των εναγομένων, ιατρική γνωμοδότηση της ιατρού – ειδικής ιατροδικαστή ……….., στη διάθεση της οποίας τέθηκαν υπόψη τα έγγραφα της δικογραφίας, προκειμένου να γνωμοδοτήσει επί της αιτίας του θανάτου του ………….., και περί του εάν αυτή σχετίζεται με την εκτέλεση της εργασίας του, ή προήλθε εξαιτίας ή εξ αφορμής αυτής, ως αιτία του θανάτου του προκύπτει από το πόρισμα της ιατροδικαστικής έκθεσης, κατόπιν της διενεργηθείσης στη σορό του στη Σρι Λάνκα νεκροψίας – νεκροτομής, το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου επί εδάφους αθηροσκλήρυνσης των στεφανιαίων αγγείων και δυσλιπιδαιμίας, όπερ χαρακτηρίζεται ως αιφνίδιος καρδιακός θάνατος (ως τέτοιος νοείται ο ξαφνικός και φυσικός θάνατος, που λαμβάνει χώρα σε βραχύ χρονικό διάστημα, εντός μίας (1) ώρας από την εμφάνιση των συμπτωμάτων καρδιακής αιτιολογίας, και μάλιστα σε άτομο, του οποίου η γενική εικόνα δεν προδικάζει την αιφνίδια επέλευση του θανάτου), ότι το συχνότερο παθολογικό υπόστρωμα αιφνίδιου θανάτου, όπως στην προκειμένη περίπτωση, είναι η αθηροσκλήρυνση των στεφανιαίων αρτηριών (στεφανιαία νόσος), ότι στο 99% των περιπτώσεων αιτία του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίο είναι η στεφανιαία νόσος, δηλαδή οι επιπλοκές της αθηρωμάτωσης των στεφανιαίων αγγείων, με τη θρόμβωση αυτών να αποτελεί το συνηθέστερο αίτιο, όταν μία ρήξη αθηροσκληρυντικής πλάκας λόγω αποσταθεροποίησης εντός του αυλού του στεφανιαίου αγγείου σχηματίζει  ενδοαγγειακό θρόμβο, και προκαλεί πλήρη διακοπή της αιματικής ροής στην ανατομική περιοχή, που αρδεύει το εν λόγω αγγείο, ότι η παθογένεια εμφάνισης της στεφανιαίας νόσου συνδέεται με ορισμένα βιβλιογραφικά τεκμηριωμένα προδιαθεσικά αίτια και παθήσεις, όπως το κάπνισμα, το άρρεν φύλο, η προσωπικότητα τύπου Α, ο σακχαρώδης διαβήτης, η αρτηριακή πίεση, η ηλικία, και η παχυσαρκία, όσα περισσότερα εκ των οποίων εμφανίζει κάποιος, τόσες περισσότερες πιθανότητες έχει να παρουσιάσει στεφανιαία αθηροσκλήρυνση και τις κλινικές εκδηλώσεις αυτής, μεταξύ αυτών και το οξύ έμφραγμα, ότι οι πάσχοντες από στεφανιαία αθηροσκλήρυνση είναι δυνατόν να μην παρουσιάζουν απολύτως κανένα σύμπτωμα, ότι η διάγνωση προϋποθέτει τη διενέργεια ειδικών καρδιολογικών εξετάσεων (δοκιμασία κόπωσης, σπινθηρογράφημα  του μυοκαρδίου, ή στεφανιογραφία), ενώ οι εξετάσεις ρουτίνας (ηλεκτροκαρδιογράφημα, ακτινογραφία θώρακος και γενική εξέταση αίματος) είναι δυνατόν να έχουν απόλυτα αποτελέσματα, παρότι το άτομο μπορεί να πάσχει από σοβαρή καρδιαγγειακή νόσο και να κινδυνεύει να εμφανίσει αιφνιδίως οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, ή ακόμη και να αποβιώσει ξαφνικά. Σύμφωνα δε με την ίδια έκθεση ο θάνατος του ανωτέρω μπορούσε να επέλθει ανά πάσα στιγμή διότι αυτός εμφάνιζε 7 τουλάχιστον προδιαθεσικούς παράγοντες για εμφάνιση αθηροσκλήρυνσης, και συγκεκριμένα άρρεν φύλο, 49 ετών, καπνιστής, παχύσαρκος, δυσλιπιδαιμικός, με αρτηριακή υπέρταση (με βάση τον ιατρικό έλεγχο καταλληλότητας για ναυτική εργασία, που διενεργήθηκε προ της επιβίβασής του στο πλοίο και το σχετικώς εκδοθέν πιστοποιητικό), προσωπικότητα τύπου Α (ευαίσθητος, αγχωτικός, ιδιαίτερα ευσυνείδητος και επιμελής υπάλληλος), και πληρούσε επαρκώς τα επιστημονικά κριτήρια του αιφνίδιου καρδιακού θανάτου, ότι λόγω της πολύ γρήγορης επέλευσης του θανάτου του από την αρχική εμφάνιση των συμπτωμάτων αυτός δεν ήταν σε καμία περίπτωση ανθρωπίνως δυνατόν να αποφευχθεί, ότι δεν τεκμηριώνεται εξωτερικός παράγοντας που να συνέβαλε στην πρόκλησή του, αλλά οφείλεται σε εσωτερική παθολογική αιτία (φυσικός) και χαρακτηρίζεται ως αιφνίδιος. Σημειωτέον επίσης ότι η αντίστοιχη γνωμάτευση, που προσκομίζεται από την ενάγουσα, του Ουκρανού Ιατρού ……………., δεν αναιρεί τα προεκτεθέντα, καθώς ο εν λόγω ιατρός εξέφερε την επιστημονική του άποψη περί αιτιώδους σχέσης του θανάτου του φρουρού με τις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης αυτού στο πλοίο, εκλαμβάνοντας ως δεδομένα τη σωματική υπερκόπωση του αποβιώσαντος λόγω της προπόνησής του την προηγουμένη του θανάτου του ημέρα σε ζεστό και με υγρασία κλίμα, τη ψυχοσυναισθηματική του υπερφόρτιση, και την έλλειψη κλιματισμού στην καμπίνα του, που δεν αποδείχθηκαν εν προκειμένω. Επομένως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ο επί του πλοίου θάνατος του ανωτέρω, δε μπορεί να αποδοθεί σε παράβαση από τους προστηθέντες των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων των αναφερομένων στο δικόγραφο της αγωγής διατάξεων, που προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων σε πλοία, καθορίζοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους για την επίτευξή της, με την επισήμανση ότι α) η διάταξη του άρθρου 10 του  β.δ/τος  806/1970 περί των υποχρεώσεων του πλοιάρχου σε περίπτωση ατυχήματος ή ασθένειας κάποιου εκ των επιβαινόντων εφαρμόζεται και επί πλοίων με ξένη σημαία, εφόσον εφαρμοστέο στην υπόθεση τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 229/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), β)  οι διατάξεις των κανόνων του Διεθνούς Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης (ISM Code) δεν προβλέπουν ειδικούς όρους ασφαλείας του προσωπικού του πλοίου, και γ) η προσπάθεια της εκκαλούσας να θεμελιώσει την ευθύνη των εναγομένων το πρώτον με το δικόγραφο της έφεσής της στις διατάξεις των άρθρων 32 (περ.Α στοιχ.α) του ν.1568/1985 και 7 (παρ.1,5 και 6) του π.δ/τος 17/1996 συνιστά ανεπίπρεπτη μεταβολή της αγωγικής βάσης (άρθρα 224 και 526 του ΚΠολΔ), ούτε στη μη τήρηση απ’αυτούς όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτουμένη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου, με αποτέλεσμα να μην θεμελιώνεται ευθύνη των εναγομένων προς καταβολή στην ενάγουσα της πλήρους αποζημίωσης με βάση τις διατάξεις του κοινού δικαίου, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 16 του ν.551/1914, και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, για την οποία αρκεί πταίσμα του κοινού δικαίου, αλλά ούτε και της περιορισμένης κατ’αποκοπήν αποζημίωσης του ιδίου νόμου, αφού ο θάνατος του ανωτέρω δεν οφείλεται σε βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του, ή εξ αφορμής αυτής, αλλά σε εκδήλωση ασθένειας, οφειλομένης σε εσωτερική παθολογική αιτία, χωρίς τη μεσολάβηση εξωτερικού γεγονότος ξένου προς τον οργανισμό του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της υπό συγκεκριμένες περιστάσεις. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως και απέρριψε την αγωγή, αν και με συνοπτικότερη αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εκκαλούσα με τους λοιπούς λόγους της έφεσής της, που αφορούν στις παραδοχές της εκκαλουμένης επί της ουσίας της υπόθεσης, απορριπτομένων ως αβασίμων. Η δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δκαιοδοσίας θα επιβληθεί σε βάρος της εκκαλούσας, που ουσιαστικά ηττήθηκε, διότι η έφεσή της έγινε δεκτή κατά ένα πολύ μικρό μέρος μόνον, και απορρίφθηκε κατά τα λοιπά (άρθρα 176, 183, και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 11.12.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………./13.12.2019 στον πρώτο βαθμό και  με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………../13.12.2019 στο δεύτερο βαθμό) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 2857/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ουσίαν την έφεση μόνον ως προς το αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιο της εκκαλουμένης, απορρίπτει δε αυτήν κατά τα λοιπά.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την  εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιο αυτό, ως προς το οποίο,

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση, και,

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας/ενάγουσας τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων/εναγομένων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 1.9.2021

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ