Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 16/2019

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:    16/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: Α) η από 08/03/2018 έφεση του εν μέρει ηττηθέντος εναγομένου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης ………, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης ………και Β) η από 15/03/2018 αντίθετη έφεση της εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας, με την ιδιότητά της ως ασκούσα την επιμέλεια των δύο (2) ανήλικων τέκνων της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης ………, οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της υπ’ αριθμ. 4793/03-11-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 παρ. 3 περ. α΄, 593 επ., 610 επ. του ΚΠολΔ) και οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

Οι υπό κρίση ως άνω αντίθετες εφέσεις, κατά της υπ’ αριθμ. 4793/03-11-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα (άρθρα 592 παρ. 3 περ. α΄, 593 επ., 610 επ. του ΚΠολΔ), έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε, με επιμέλεια της ενάγουσας, στον εναγόμενο, στις 14/02/2018 (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. ………έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………), ενώ η από 08/03/2018 έφεση του εν μέρει ηττηθέντος εναγομένου, στρεφόμενη, κατ’ ορθή εκτίμηση, όπως προκύπτει από το σύνολο του περιεχομένου της, εναντίον της ενάγουσας, με την ιδιότητά της, όμως, ως ασκούσα την επιμέλεια των δύο (2) ανήλικων τέκνων της και η από 15/03/2018 αντίθετη έφεση της εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας, με την ιδιότητά της ως ασκούσα την επιμέλεια των δύο (2) ανήλικων τέκνων της, κατατέθηκαν στις 09/03/2018 και 16/03/2018, αντιστοίχως, δηλαδή εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Παραδεκτώς δε εισάγονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011). Περαιτέρω, με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (άρθρο 45 Ν. 4446/2016 -βλ. σχετ. μεταβατική διάταξη του άρθρου 44 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-) (ΑΠ 319/2017 Δημ. Νόμος), προβλέπεται η καταβολή παραβόλου από εκείνον που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης (και επί περισσοτέρων ομοδίκων ενός παραβόλου), το οποίο ανερχόταν, κατά το χρόνο κατάθεσης των υπό κρίση εφέσεων (09/03/2018 και 16/03/2018 αντίστοιχα), στο ποσό των εκατό (100) ευρώ, για την περίπτωση της έφεσης κατά αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο Γραμματέας, με κύρωση, σε περίπτωση μη καταβολής αυτού, την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου από το Δικαστήριο. Σύμφωνα, όμως, με το τελευταίο εδάφιο της διάταξης αυτής, όπως αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάθεσης των υπό κρίση εφέσεων, η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για τις διαφορές των άρθρων 614 αριθμ. 3 και 5 (εργατικές διαφορές και διαφορές από αμοιβές για την παροχή εργασίας αντίστοιχα) και 592 αριθμ. 1 (γαμικές διαφορές) και αριθμ. 3 (διαφορές που αφορούν διατροφή, επιμέλεια, επικοινωνία τέκνων, χρήση οικογενειακής στέγης, κατανομή κινητών μεταξύ συζύγων και κάθε άλλη περιουσιακού δικαίου διαφορά που απορρέει από τη σχέση των συζύγων ή των γονέων και τέκνων). Συνεπώς, λόγω της φύσεως της επίδικης διαφοράς, ως αφορώσας διατροφή ανήλικων τέκνων (άρθρο 592 αριθμ. 3), δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου από τον εκκαλούντα εκάστης έφεσης στο δημόσιο ταμείο για το παραδεκτό της (βλ. άρθρο 495 § 3 τελ. εδ. Κ.Πολ.Δ., όπως η § 3 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015- και όπως το α΄ εδ. της παρ. 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α΄, 240/22.12.2016 –έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση – άρθρο 45 του Ν. 4446/2016). Στη προκειμένη περίπτωση, όμως, κατά την κατάθεση, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της ένδικης υπό στοιχείο Α΄ από 08/03/2018 με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης ……… έφεσης του εν μέρει ηττηθέντος εναγομένου, ο εκκαλών προέβη στην επισύναψη παραβόλου ύψους εκατό (100) ευρώ για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης, όπως προκύπτει από την έκθεση κατάθεσης της Γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενώ η ως άνω διαφορά, κατά τ’ ανωτέρω, ως αφορώσα διατροφή ανήλικων τέκνων, απαλλάσσεται της καταβολής παραβόλου για το παραδεκτό της έφεσης και κατά συνέπεια το καταβληθέν παράβολο πρέπει να αποδοθεί στον εκκαλούντα της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης επί της ως άνω έφεσής του (βλ. σχετ. ΑΕΔ 3/3014 Δημ. Νόμος, ΑΕΔ 4/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 319/2017  Δημ. Νόμος).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 297, 298 και 299 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η αποδοχή της απόφασης πριν από την άσκηση κάποιου ενδίκου μέσου κατ’ αυτής, η οποία υποδηλώνει παραίτηση από το δικαίωμα της άσκησής του, δεν υπόκειται σε ορισμένο διαδικαστικό τύπο, όπως εκείνη που γίνεται μετά την άσκηση του ενδίκου μέσου. Συνεπώς, μπορεί να γίνει είτε ρητώς, με την τήρηση των διατυπώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 297 του ίδιου Κώδικα και συγκεκριμένα, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο αυτού, που παραιτείται, είτε σιωπηρώς, με δηλώσεις ή πράξεις από τις οποίες συνάγεται αναγκαίως ο σκοπός αποδοχής. Η αποδοχή δε της απόφασης επάγεται ως δικονομική έννομη συνέπεια την απόρριψη του ασκηθέντος ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου, ελλείψει εννόμου συμφέροντος σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68, 73, 516 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 15/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2011/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 823/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1817/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1852/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 748/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 175/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1358/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 63/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 4250/1994 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 1360/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 125/2010 Δημ. Νόμος). Τέτοια περίπτωση σιωπηρής παραίτησης από την άσκηση κάποιου ενδίκου μέσου μπορεί να συντρέχει και όταν ο υπόχρεος (εναγόμενος) καταβάλει, χωρίς επιφύλαξη, την τελεσιδίκως επιδικασθείσα στο δικαιούχο (ενάγοντα) απαίτηση, με τους τόκους και τη δικαστική δαπάνη (ΟλΑΠ 15/2008 ό.π., ΑΠ 15/2008 ό.π., ΑΠ 2011/2017 ό.π., ΑΠ 723/2017 ό.π., ΑΠ 51/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1817/2012 ό.π., ΑΠ 748/2011 ό.π., ΑΠ 63/2009 ό.π., ΕφΘεσ 1360/2017 ό.π., ΕφΘεσ 125/2010 ό.π.). Τέτοια σιωπηρή αποδοχή, όμως, δεν ενέχει καθ’ εαυτήν η εκούσια συμμόρφωση του αναιρεσείοντος προς το περιεχόμενο της τελεσίδικης αποφάσεως, αφού αυτή γίνεται προς αποτροπή της αναγκαστικής εκτελέσεως, καθώς και των επαγομένων από την εν λόγω απόφαση εννόμων συνεπειών (ΑΠ 637/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1358/2009 ό.π.). Μετά την άσκηση, όμως, του ενδίκου μέσου δε χωρεί πλέον σιωπηρή αποδοχή της απόφασης, αλλά μόνο ρητή, κατά τους διαγραφόμενους στο άρθρο 297 Κ.Πολ.Δ τρόπους, δηλαδή ή με δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο, που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου, καθόσον η αποδοχή στην περίπτωση αυτή υποδηλώνει και παραίτηση από το ήδη ασκηθέν ένδικο μέσο, η οποία μπορεί να γίνει μόνο κατά τους ανωτέρω οριζόμενους τύπους, όχι δε και σιωπηρώς (ΑΠ 823/2017 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, με τις έγγραφες προτάσεις της εφεσίβλητης, υπό την ιδιότητά της, ως ασκούσας την επιμέλεια των δύο (2) ανήλικων τέκνων της, που κατατέθηκαν, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, εμπροθέσμως, η τελευταία πρότεινε την ένσταση απαραδέκτου της υπό κρίση υπό στοιχείο Α΄ από 08/03/2018 έφεσης, για το λόγο ότι ο εκκαλών, από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, μέχρι και σήμερα (ήτοι μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης, στις 20/09/2018, ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου), συμμορφώνεται με αυτήν εκουσίως και καταθέτει σε τραπεζικό της λογαριασμό ανεπιφυλάκτως ολόκληρο το επιδικασθέν με την εκκαλουμένη απόφαση ποσό διατροφής των δύο ανήλικων τέκνων τους, ήτοι το ποσό των 346,15 ευρώ για την ανήλικη θυγατέρα τους ……… και το ποσό των 373,92 ευρώ για τον ανήλικο υιό τους ……., καθώς δεν έχει επιδώσει σε αυτόν αντίγραφο εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού μ’ επιταγή προς εκτέλεση και συνεπώς, ο εκκαλών έχει σιωπηρώς αποδεχθεί την προσβαλλόμενη απόφαση, οπότε η υπό στοιχείο Α΄ από 08/03/2018 έφεσή του πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Από την παραδεκτή επισκόπηση των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων και όλων των εγγράφων, που προσκομίζει η εφεσίβλητη για την απόδειξη της ανωτέρω ένστασής της, προκύπτει ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, με την ιδιότητά της ως ασκούσα την επιμέλεια των δύο (2) ανήλικων τέκνων της, ……… … και ……… …., που γεννήθηκαν στις 14-5-2001 και 7-7-2003, αντίστοιχα, κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον εναγόμενο, ζητούσε, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπό κρίση αγωγή, κατ’ ορθή εκτίμηση αυτής, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της προκαταβάλλει, με την ιδιότητά της ως ασκούσα την οριστική επιμέλεια του προσώπου των δύο (2) ανήλικων τέκνων της και για λογαριασμό τους, λόγω της διάσπασης της εγγάμου συμβιώσεώς τους, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, το ποσό των 1.015,83 ευρώ για το πρώτο τέκνο της (……… …) και το ποσό των 809,17 ευρώ για το δεύτερο ως άνω τέκνο της (.. …), για δύο έτη από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, όπως τα αιτούμενα ποσά διατροφής των μηνών Ιανουάριου έως και Μαρτίου 2017 παραδεκτά περιορίστηκαν από την ενάγουσα, με τις νομότυπα κατατεθειμένες προτάσεις της, αλλά και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της νόμιμα καταχωρημένη στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (ήτοι το αίτημα για καταβολή μηνιαίας διατροφής της ανήλικης ………, ποσού 1.015,83 ευρώ, περιορίστηκε για τον Ιανουάριο του 2017, στο ποσό των 626,21 ευρώ, για το Φεβρουάριο του 2017, στο ποσό των 709,70 ευρώ και για το Μάρτιο του 2017 στο ποσό των 709,70 ευρώ και το αίτημα για καταβολή μηνιαίας διατροφής του ανήλικου ………, ποσού 809,17 ευρώ, περιορίστηκε για τον Ιανουάριο του 2017, στο ποσό των 498,79 ευρώ, για το Φεβρουάριο του 2017, στο ποσό των 565,30 ευρώ και για το Μάρτιο του 2017 στο ποσό των 565,30 ευρώ), εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση, ως τακτική σε χρήμα, ανάλογη με τις συνθήκες της ζωής τους, διατροφή τους, λαμβανομένων υπόψη των μηνιαίων εισοδημάτων του καθ’ ου η αίτηση, διότι τα δύο (2) ανήλικα τέκνα στερούνται περιουσιακών στοιχείων και δεν είναι σε θέση να διαθρέψουν τον εαυτό τους, ενώ ο εναγόμενος πατέρας τους δύναται, κατά τα λεπτομερώς αναφερόμενα στην αγωγή, να καλύψει τις διατροφικές τους ανάγκες και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 4793/03-11-2017 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, την 05/04/2017, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 παρ. 3 περ. α΄, 593 επ., 610 επ. του ΚΠολΔ), έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο, ήδη εκκαλούντα – εφεσίβλητο, να προκαταβάλλει στην ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη, ως ασκούσα την επιμέλεια των δύο (2) ως άνω ανήλικων τέκνων τους, για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων, εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, διατροφή σε χρήμα, και συγκεκριμένα: α) για την ανήλικη θυγατέρα τους, ………, το ποσό των τριακοσίων σαράντα έξι ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (346,15 ευρώ) για τους μήνες Απρίλιο 2017 έως και 23-1-2019, για το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2017 το ποσό των σαράντα ευρώ και δύο λεπτών (40,02 ευρώ) και για το μήνα Μάρτιο του έτους 2017 το ποσό των σαράντα ευρώ και δύο λεπτών (40,02 ευρώ) και β) για τον ανήλικο υιό τους, ……., το ποσό των τριακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (373,92 ευρώ) για τους μήνες Απρίλιο 2017 έως και 23-1-2019, για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2017 το ποσό των εξήντα τριών ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (63,54 ευρώ), για το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2017 το ποσό των εκατόν τριάντα ευρώ και πέντε λεπτών (130,05 ευρώ) και για το μήνα Μάρτιο του έτους 2017 το ποσό των εκατόν τριάντα ευρώ και πέντε λεπτών (130,05 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση, κηρύχθηκε η διάταξη αυτή προσωρινά εκτελεστή και επεβλήθησαν σε βάρος του εναγομένου τα πέραν των ήδη προκαταβληθέντων δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των επτακοσίων είκοσι ευρώ (720,00 ευρώ). Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εκκαλών με την από 08/03/2018 έφεσή του και η εκκαλούσα, υπό την ως άνω ιδιότητά της, με την από 15/03/2018 έφεσή της, για τους αναφερομένους σε αυτές λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, συνοψίζονται σ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας έκαστος να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεσή του και να εξαφανιστεί άλλως μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη, προκειμένου ν’ απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή, όπως ζητά ο εκκαλών της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης και να γίνει καθ’ ολοκληρία αυτή δεκτή, όπως ζητά η εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης. Δεδομένου, όμως, ότι η πρωτόδικη απόφαση είχε κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, τέτοια σιωπηρή αποδοχή, κατά τα προεκτεθέντα, δεν ενέχει καθ’ εαυτήν η εκούσια συμμόρφωση του εκκαλούντος προς το περιεχόμενο της προσωρινώς εκτελεστής απόφασης, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι αυτή έλαβε χώρα, αφού αυτή γίνεται προς αποτροπή της αναγκαστικής εκτελέσεως, καθώς και των επαγομένων από την εν λόγω απόφαση εννόμων συνεπειών. ΄Αλλωστε, από το γεγονός ότι η υπό κρίση υπό στοιχείο Α΄ από 08/03/2018 έφεση ασκήθηκε στις 09/03/2018, ήτοι εντός περίπου τεσσάρων (4) μηνών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, στις 03/11/2017, σε συνδυασμό με την εν γένει δικονομική συμπεριφορά του εκκαλούντος, ο οποίος παρέστη νόμιμα κατά τη συζήτησή της, εμμένοντας σε αυτήν και ζητώντας την απόρριψη των ισχυρισμών της εφεσίβλητης, συνάγεται σαφώς, ότι ο εκκαλών ουδεμία πρόθεση είχε για παραίτηση από το δικαίωμα άσκησης της ενδίκου μέσου της εφέσεως. Μόνη δε η πάροδος του πιο χρονικού διαστήματος από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, μέχρι την άσκηση του προαναφερόμενου ενδίκου μέσου της έφεσης, δεν αρκεί καθ’ εαυτή και άνευ ετέρου για να  συναχθεί απ` αυτήν, και μάλιστα κατά  τρόπο  σαφή  και  ασφαλή,  η  εκ μέρους του εκκαλούντος σιωπηρή αποδοχή της εκκαλουμένης αποφάσεως. Σε κάθε δε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών κατέβαλε εκούσια όλο το οφειλόμενο από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής κεφάλαιο, με τους οφειλόμενους από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης τόκους (και δη για το επιδικασθέν κεφάλαιο προ της δημοσίευσης της εκκαλουμένης), σε πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή τους, πριν από την άσκηση του ενδίκου μέσου. Επίσης, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, μετά την άσκηση του ενδίκου μέσου, δε χωρεί πλέον σιωπηρή αποδοχή της απόφασης, αλλά μόνο ρητή, κατά τους διαγραφόμενους στο άρθρο 297 Κ.Πολ.Δ τρόπους, δηλαδή ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου, η οποία δεν έλαβε, εν προκειμένω, καθόσον η αποδοχή στην περίπτωση αυτή υποδηλώνει και παραίτηση από το ήδη ασκηθέν ένδικο μέσο, η οποία μπορεί να γίνει μόνο κατά τους ανωτέρω οριζόμενους τύπους, όχι δε και σιωπηρώς. Συνεπώς, από την πιο πάνω συμπεριφορά του εκκαλούντος δεν συνάγεται ανενδοίαστα σαφής βούλησή του περί αποδοχής της προσβαλλομένης αποφάσεως και επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σιωπηρή παραίτησή του από το δικαίωμά του για άσκηση έφεσης, ώστε η ασκηθείσα υπό στοιχείο Α΄ από 08/03/2018 έφεσή του να καθίσταται απαράδεκτη, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εφεσίβλητη, απορριπτομένης ως αβασίμου της σχετικής δικονομική ενστάσεως περί απαραδέκτου της υπό στοιχείο Α΄ από 08/03/2018 έφεσης. Πρέπει, επομένως, οι υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενες κατά τα προεκτεθέντα.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489 και 1493 του Α.Κ., προκύπτει ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν, είτε έχει διακοπεί η συμβίωση, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή και ανάλογη με τις δυνάμεις τους υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμη και εάν αυτό έχει περιουσία, της οποίας, όμως, τα εισοδήματα ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματα του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του και περιλαμβάνει τα αναγκαία για τη συντήρηση και εν γένει εκπαίδευση του έξοδα. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβιώσεως, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη επιτηρήσεως και εκπαιδεύσεως και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου. Για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής αξιολογούνται κατ` αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου, καθοριστικό δε στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι όροι διαβιώσεως, του, χωρίς όμως να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις (ΑΠ 1156/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1612/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 174/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 541/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 120/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 837/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 416/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1681/2005 ΕλλΔικ 2006.461), προκαταβάλλεται δε σε χρήμα κάθε μήνα, εκτός αν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι να καταβληθεί με άλλο τρόπο (ΕφΛαρ 945/2005 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕΘ 2518/1995 ό.π., ΕΑ 2176/1989 ΕλλΔικ 33.179). Η υποχρέωση διατροφής είναι κατά κανόνα χρηματική υποχρέωση, χωρίς όμως να αποκλείεται η εκπλήρωσή της και σε είδος. Παροχές σε είδος που συνυπολογίζονται στην υποχρέωσή του γονέα για διατροφή του τέκνου, είναι, μεταξύ άλλων, η συνεισφορά της οικοκυράς, η παροχή οικίας, καθώς και η παροχή προσωπικών υπηρεσιών για την ανατροφή, περιποίηση, φροντίδα και επιμέλεια του τέκνου. Έτσι ο γονέας, που συζεί με το ανήλικο τέκνο, μπορεί, κατά τον υπολογισμό του οφειλόμενου από αυτόν ποσού διατροφής του, να συνυπολογίσει ο,τιδήποτε συνδέεται με την εξαιτίας της συνοίκησης πραγματική διάθεση χρημάτων για τις ανάγκες του τέκνου, όπως ενοίκιο, κατανάλωση ρεύματος, ύδατος, θέρμανσης κ.λ.π., καθώς και άλλες προσωπικές υπηρεσίες που απορρέουν από αυτή (ΑΠ 1612/2017 ό.π.). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 1485, 1486, 1489 ΑΚ, προκύπτει ότι στοιχεία θεμελιωτικά του δικαιώματος διατροφής τέκνου, τα οποία πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 α΄ Κ.Πολ.Δ, να περιέχονται στην περί τούτου σχετική αγωγή για το ορισμένο αυτής, είναι η αδυναμία του ανηλίκου τέκνου να διατρέφει τον εαυτό του από τα εισοδήματα της περιουσίας ή το προϊόν της εργασίας του, τα περιουσιακά στοιχεία του εναγομένου γονέα και το χρηματικό ποσό που χρειάζεται το τέκνο για την διατροφή του με βάση τις ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του, χωρίς να απαιτείται να εκτίθενται και οι οικονομικές δυνάμεις του άλλου γονέα, διότι το στοιχείο αυτό ανήκει στη βάση ενστάσεως από το άρθρο 1489 παρ. 2 ΑΚ, την οποία μπορεί να προτείνει ο εναγόμενος προς περιορισμό της υποχρεώσεώς του προς διατροφή του τέκνου του, ισχυριζόμενος ότι το τέκνο έχει δικαίωμα διατροφής έναντι και του άλλου γονέα, ο οποίος υποχρεούται να συμβάλει στην διατροφή του τέκνου ανάλογα με τις προσδιοριζόμενες με την ένσταση οικονομικές του δυνάμεις. Επίσης δεν απαιτείται να εκτίθενται στην αγωγή, για το ορισμένο αυτής, οι διατροφικές ανάγκες του τέκνου αναλυτικώς και το ποσό που χρειάζεται για την κάλυψη καθεμιάς, αφού με το συνηθισμένο και εύχρηστο νομικό όρο “διατροφή” νοείται σαφώς το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών του δικαιούχου, δηλαδή για την τροφή, τη στέγαση, το φωτισμό, τη θέρμανση, την ένδυση, την ψυχαγωγία και τη νοσηλεία αυτού, καθώς και για την ανατροφή και την εκπαίδευσή του (ΑΠ 1967/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 204/2010 Δημ. Νόμος). Ο εναγόμενος, συνεπώς, γονέας, προς καταβολή ολόκληρου του ποσού της διατροφής, μπορεί να επικαλεστεί κατ’ ένσταση, κατ’ άρθρο 262 ΚΠολΔ, ότι και ο άλλος γονέας έχει την οικονομική δυνατότητα, σε σχέση με τη δική του και σε συνδυασμό με τις λοιπές υποχρεώσεις του, να καλύψει μέρος της ανάλογης διατροφής του ανηλίκου, οπότε, με την απόδειξη της ένστασης αυτής, περιορίζεται η υποχρέωση του εναγόμενου γονέα, κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα και στη βάση αυτής υποχρέωση συνεισφοράς του άλλου γονέα (ΑΠ 1156/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 120/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 204/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 680/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 416/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 884/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 782/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 396/2001, ΑΠ 804/1994 ΕλλΔικ 37.98, ΑΠ 1322/1994 ΕλλΔικ 35.368, ΑΠ 1060/1993 ΕλλΔικ 35 (1994) 1291, ΜονΕφΠειρ 749/2014 Δημ. Νόμος). Αλλά σε περίπτωση μη υποβολής της σχετικής αυτής ένστασης, δεν δύναται το δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την οικονομική δυνατότητα του άλλου γονέα και να κανονίσει, ανάλογα με τις δυνάμεις του κάθε γονέα, το επιδικαστέο σε βάρος του εναγομένου ποσό της διατροφής (βλ. σχετ. ΑΠ 416/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 344/2001 ΕλλΔικ 2002.113, ΑΠ 804/1994 ΕλλΔνη 37.97, ΑΠ 1322/1992 ΕλλΔνη 35.368, ΕφΔωδ 95/2006 Δημ. Νόμος, ΕΘ 1278/2001 Αρμ. 2002.225). Εφόσον, όμως, με την αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού, στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες του δικαιούχου, αλλά μόνο το μέρος το οποίο, κατά την άποψη του ενάγοντος, πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο γονέα, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις του ιδίου και του άλλου γονέως (του εναγομένου), ο αμυντικός ισχυρισμός ότι η αναλογία αυτή είναι διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην αγωγή, λειτουργεί ως άρνηση. Τότε, ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων πρέπει να γίνει από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα προς τα εκατέρωθεν αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά και ανεξάρτητα από την πληρότητα της σχετικής καταχώρισης του ισχυρισμού στα πρακτικά ή τις προτάσεις του εναγομένου (ΜονΕφΠειρ 432/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 749/2014 ό.π., ΕφΑθ 856/2010 ΕφΑΔ 2011.434, ΕφΘεσ 2944/2004 Αρμ 2005.886, ΕφΘεσ 1101/2002 Αρμ 2003.38, βλ. Απ. Γεωργιάδης, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, τόμ. ΙΙ, άρθρο 1489, αρ. 10, σελ. 826). Η δαπάνη δε για την εξυπηρέτηση στεγαστικών ή καταναλωτικών δανείων δεν προαφαιρείται από τα εισοδήματα του υποχρέου, όπως π.χ. από τον μισθό του, αλλά λαμβάνεται υπόψη, ως στοιχείο προσδιοριστικό της αξίας της περιουσίας του, η οποία πρέπει να εκληφθεί ότι μειώνεται κατά το ποσό του δανείου, καθώς και ως στοιχείο προσδιοριστικό των συνθηκών διαβίωσής του (ΑΠ 1156/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1663/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 120/2013 ό.π., ΑΠ 230/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 680/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 837/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 471/2005 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 49/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 159/2015 Δημ. Νόμος ΜονΕφΠειρ 749/2014 ό.π., ΕφΚρητ 238/2012 αδημ., ΕφΠειρ 197/2006 αδημ., ΕφΠειρ 158/2006 αδημ., ΕφΠειρ 399/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 736/2004 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΔωδ 167/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 596/2004 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΛαρ 797/2003 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΠατρ 394/2003 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕΘ 2241/2000 Δημ. Νόμος). Οι προϋποθέσεις επιδίκασης διατροφής και ο καθορισμός της έκτασης και το ύψος αυτής κρίνονται από το χρόνο έγερσης της αγωγής ή επί αιτήματος για την επιδίκαση από την υπερημερία, από το χρόνο επέλευσής της. Το δικαίωμα αυτό πρέπει να έχει γεννηθεί κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 2070/2017  Δημ. Νόμος, ΑΠ 1626/2000 ΕλλΔικ 2001.710, ΑΠ 1155/1987 ΕΕΝ 1988.614, Ε. Κουνογέρη – Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, τόμ. Ι, έκδ. 1998 σελ. 306, 307). Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την αγωγή, τα οποία πρέπει να έχουν συντελεσθεί μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, είναι απαράδεκτα προτεινόμενα με τις πρωτόδικες προτάσεις, την έφεση ή τις προτάσεις που υποβάλλονται στο Εφετείο. Αντιθέτως, τα καταλυτικά του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, γεγονότα και οι αντενστάσεις, τα οποία δεν αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς που μεταβάλλουν τη βάση της αγωγής, μπορούν να προταθούν μέχρι την τελευταία επί της ουσίας της υποθέσεως συζήτηση, τόσο στο πρωτοδικείο, όσο και στο Εφετείο εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 269 παρ. 9 και 527 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο εναγόμενος, ως εκκαλών, μπορεί να προτείνει παραδεκτώς τον πρώτο κατά την έκκλητη δίκη οψιγενή ισχυρισμό (ένσταση), στηριζόμενο στην επελθούσα μεταβολή των προσδιοριστικών του ύψους της διατροφής στοιχείων, η οποία θα μπορούσε να έχει ως επακόλουθο την παύση ή τη μείωση του ποσού της διατροφής (Ολ. ΑΠ 2/94, ΑΠ 2070/2017 ό.π., ΜονΕφΠειρ 537/2015 Δημ. Νόμος). Επίσης, κατά το άρθρο 63 του Κ.Πολ.Δ, όποιος είναι ικανός για οποιαδήποτε δικαιοπραξία μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα και κατά το άρθρο 64 του ίδιου Κώδικα, όσοι είναι ανίκανοι να παρίστανται στο δικαστήριο με δικό τους όνομα εκπροσωπούνται από τους νομίμους αντιπροσώπους τους. Ικανός για κάθε δικαιοπραξία, σύμφωνα με το άρθρο 127 του Α.Κ, είναι όποιος έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του (ενήλικος). Όταν η δίκη διεξάγεται δε από το νόμιμο αντιπρόσωπο ανίκανου φυσικού ή νομικού προσώπου, διάδικος, υπέρ και κατά του οποίου ισχύει το δεδικασμένο, είναι ο αντιπροσωπευόμενος και όχι ο αντιπρόσωπος (Β.Βαθρακοκοίλη, Κ.Πολ.Δ υπό άρθρο  919 αρ.5). ΄Αρα ο ανήλικος δεν έχει δικαίωμα να παρίσταται με το δικό του όνομα στο δικαστήριο, αλλά εκπροσωπείται σε αυτό από τους δυο γονείς του, οι οποίοι ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα (ΑΠ 611/2013 ΤΝΠΔΣΑθ). Αν έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση των  γονέων και το τέκνο έχει αξίωση διατροφής κατά του γονέα, που δεν έχει την επιμέλεια του προσώπου του, την αξίωση αυτή την ασκεί εκείνος που έχει την επιμέλειά του και, αν δεν την έχει κανείς, αυτός με τον οποίο διαμένει το τέκνο (άρθρο 1516 Α.Κ). Επομένως, σε δίκη διατροφής ανηλίκου τέκνου, αν την επιμέλειά του έχει η μητέρα, αυτή έχει την εξουσία να παρίσταται στο δικαστήριο και να το εκπροσωπεί (ΑΠ 416/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 823/2000 Δημ. Νόμος, ΑΠ 511/1989 ΕλλΔνη 31.1270). Διάδικο όμως είναι το ανήλικο τέκνο και όχι η μητέρα του, η οποία απλώς αναπληρώνει την έλλειψη ικανότητας του τέκνου να παρίσταται το ίδιο στο δικαστήριο με το δικό του όνομα (Β.Βαθρακοκοίλη ΕρμΚΠολΔ υπό άρθρο 64 αρ.5, Β. Βαθρακοκοίλη, Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, έκδ. 2000, υπό άρθρο 1489 σημ. 14, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τόμ. Β΄, έκδ. 2003, σελ. 122 επ., ΕΑ 8007/2006 ΕλλΔικ 2007.1455, ΕφΔωδ 197/2004 Δημ. Νόμος, ΕΘ 2944/2004 Δημ. Νόμος, ΕΑ 839/2004 Δημ. Νόμος, ΕΑ 10634/1998 ΕλλΔνη 40.1116, ΕΑ 3702/1998 Δημ. Νόμος). Το απαράδεκτο αυτό, που ανάγεται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις, λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, με ελεύθερη απόδειξη, σε κάθε στάση της δίκης (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ ερμηνευτική – νομολογιακή ανάλυση, άρθρο 63 αρ. 17, 18, 21, 23). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390, 1486 παρ. 2, 1487, 1489 παρ. 2 και 1492 Α.Κ., προκύπτει ότι ο εναγόμενος γονέας στη δίκη διατροφής δεν μπορεί να προβάλλει καταρχήν την, από το άρθρο 1487 παρ. 1 Α.Κ., προβλεπόμενη ένσταση διακινδύνευσης της δικής του διατροφής, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, όταν πρόκειται για διατροφή ανήλικων τέκνων του, εκτός αν επικαλεστεί και αποδείξει ότι τα τέκνα μπορούν να στραφούν εναντίον άλλου υποχρέου ή μπορούν να διατραφούν από την περιουσία τους (ΑΠ 1156/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 676/2000 ΕλλΔικ 2000.1597, ΑΠ 804/1994 ΕλλΔικ 37.98, ΜονΕφΠειρ 49/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 969/2007 αδημ., ΕΘ 1993/2003, Δημ. Νόμος, ΕφΔυτΜακεδ 186/2002 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕΘ 174/2001 ΕλλΔικ 2001.746, ΕΑ 9823/1999 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 157/1996 ΕλλΔικ 1997.1614).

Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 261 του ΚΠολΔ, ορίζεται ότι, κάθε διάδικος οφείλει να απαντά με σαφήνεια γενικά ή ειδικά για την αλήθεια ή όχι των πραγματικών ισχυρισμών του αντιδίκου του. Εφόσον δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια κάποιου πραγματικού ισχυρισμού, απόκειται στο δικαστήριο της ουσίας να κρίνει, σε συνδυασμό με τη γενική άρνηση και το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων, αν συνάγεται ομολογία ή άρνηση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋπόθεση για να συναγάγει το δικαστήριο της ουσίας, από τη γενική άρνηση του διαδίκου και το σύνολο των ισχυρισμών του, ομολογία για κάποιο πραγματικό ισχυρισμό, που αποτελεί στοιχείο της αγωγής ή της ένστασης, είναι η μη αμφισβήτηση από αυτόν του πραγματικού αυτού ισχυρισμού. Επομένως, αν δεν υπάρχει η ειδική αυτή αμφισβήτηση, η ύπαρξη της οποίας και μόνο ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (άρθ. 561 παρ.2 του ΚΠολΔ), ο τρόπος άσκησης της διακριτικής αυτής ευχέρειας του δικαστηρίου, δηλαδή της ευχέρειάς του να συναγάγει ομολογία ή άρνηση του συγκεκριμένου ισχυρισμού, δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, γιατί αποτελεί εκτίμηση πραγμάτων, ενώ δεν ελέγχεται, επίσης, αναιρετικά ο λόγος για τον οποίο ο διάδικος δεν μπόρεσε να αρνηθεί ειδικά τον ισχυρισμό (ΑΠ 176/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2014, ΑΠ 1227/2010, ΑΠ 1203/2009). Κατά συνέπεια, εάν στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο συνάγει ομολογία, δεν ιδρύεται ο, από το άρθρο 559 παρ.11 περ. β του ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης της παρά το νόμο λήψης υπόψη αποδείξεων που δεν προσκομίσθηκαν. Από τις διατάξεις δε των άρθρων 339 και 352 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, η δικαστική ομολογία, που αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε, είναι εκείνη που αφορά την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την ιστορική βάση της αγωγής ή της ένστασης και έγινε ενώπιον του δικαστηρίου, που δικάζει την υπόθεση ή του εντεταλμένου δικαστή. Κατά την διάταξη δε του άρθρου 354 του αυτού Κώδικα, όποιος ομολόγησε μπορεί να ανακαλέσει την ομολογία του μόνο αν αυτός αποδείξει ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, η δικαστική ομολογία μπορεί να ανακληθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης, μη υποκειμένη σε οποιοδήποτε χρονικό περιορισμό, ούτε εκ της ως άνω διάταξης του άρθρου 354, αλλά ούτε και εκ των διατάξεων των άρθρων 269 και 527 του ΚΠολΔ, διότι η ανάκληση της ομολογίας δεν ενέχει προβολή νέου πραγματικού ισχυρισμού με την έννοια των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ, ώστε να υπόκειται στους χρονικούς περιορισμούς των άρθρων αυτών. Επομένως, αυτή μπορεί να ανακληθεί και ενώπιον του Εφετείου, με δήλωση του ομολογήσαντος, η οποία περιέχεται στην έφεση ή στο δικόγραφο προσθέτων λόγων εφέσεως ή στις προτάσεις του, ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, αδιαφόρως αν έγινε ή όχι επίκληση της ομολογίας από τον αντίδικο του ομολογούντος. Μετά την ανάκληση της ομολογίας, δηλαδή την απόδειξη εκ μέρους του ομολογήσαντος διαδίκου ότι αυτή δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, παύει να αποτελεί απόδειξη κατά του διαδίκου που προέβη σ` αυτή και κατ` ακολουθίαν να είναι δεσμευτική για το δικαστήριο, επερχόμενης ανατροπής των δικονομικών συνεπειών της (ΑΠ 176/2018 ό.π., ΑΠ 265/2017, ΑΠ 319/2015, ΑΠ 1414/2007, ΑΠ 184/2001, ΑΠ 1648/2000). Εξάλλου, η ανάκληση της δικαστικής ομολογίας επιφέρει την αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αφού ο ανακαλέσας είναι πλέον υποχρεωμένος, κατά το άρθρο 354 ΚΠολΔ, να αποδείξει ότι η ομολογία του δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια (ΑΠ 176/2018 ό.π., ΑΠ 265/2017, ΑΠ 1648/2000). Αν ο ομολογήσας δεν αποδείξει την αναλήθεια του ομολογηθέντος ισχυρισμού, τότε το δικαστήριο δεσμεύεται από την ομολογία, η οποία ως δικαστική αποτελεί πλήρη απόδειξη κατά του ομολογήσαντος (ΑΠ 176/2018 ό.π., ΑΠ 255/2003).

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 1/2016, Ολ ΑΠ 2/2013, Ολ ΑΠ 7/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 997/2017 ό.π., ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (Ολ ΑΠ 1/1999, ΑΠ 997/2017 ό.π.). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 ό.π.). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 997/2017 ό.π., ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα κατά τα άρθρα 118 – 120 στοιχεία και τους λόγους της έφεσης, ήτοι τις πλημμέλειες της προσβαλλομένης πρωτόδικης απόφασης, οι οποίες συνίστανται σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή και του ίδιου του εκκαλούντος. Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει, μάλιστα, της διάταξης του άρθρου 522 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους αυτής) και να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Η αοριστία του εφετηρίου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έστω και της ιδίας δίκης. Οι αόριστοι λόγοι της έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου. Εάν, όμως, με την έφεση πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύονται στο εφετήριο τα επί μέρους σφάλματα αυτής ως προς την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, αλλά αρκεί να μνημονεύεται ότι εξ αιτίας της κακής εκτίμησης αυτού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού με βάση τη καθολική αυτή επανεκτίμηση και όχι με βάση τα συνδεόμενα με αυτήν μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος (ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 755/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015, ΜονΕφΠειρ 400/2016 Δημ. Νόμος). Από τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή και απορρίφθηκε ένσταση του εναγομένου κατ’ αυτής, ο τελευταίος, με την άσκηση έφεσης κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, μπορεί να επαναφέρει στο Εφετείο την ένσταση αυτή, μόνο με λόγο έφεσης ή με πρόσθετο λόγο και όχι απλά με τις προτάσεις του (ΑΠ 747/2017 ό.π., ΑΠ 431/2016 ό.π.).

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν με την επιμέλεια των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης και την ανωμοτί κατάθεση της ενάγουσας, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, εκτιμώμενες δε και σταθμιζόμενες ανάλογα με το λόγο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας καθενός από τους εξετασθέντες, σε συνδυασμό με όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς, όμως, να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41.980, ΜονΕφΑθ 407/2018 ό.π.) και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3 , 339 και 395 του ΚΠολΔ – ΑΠ 60/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1201/2007 Δημ. Νόμος), τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία που ειδικά αναφέρονται στη συνέχεια (άρθρο 261 του ίδιου κώδικα), από τις φωτογραφίες που προσκομίσθηκαν από την ενάγουσα με επίκληση, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε από τον εναγόμενο, σε συνδυασμό με την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την ενάγουσα με αριθμ. ………. ένορκη βεβαίωση, η οποία λήφθηκε νομότυπα μ’ επιμέλειά, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. (βλ. σχετ. τη με αριθ. ……. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ………, που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο, στις 7/2/1993, κατά τους Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, στον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων Καραβά. Κατά τη διάρκεια του γάμου τους απέκτησαν τέσσερα (4) τέκνα, το … και τον ΄……., που γεννήθηκαν στις 14-2-1994 και στις 8-8-1997 αντίστοιχα και έχουν ήδη ενηλικιωθεί, καθώς, επίσης, τη ……… και τον ……., που γεννήθηκαν στις 14-5-2001 και στις 7-7-2003 αντίστοιχα και είναι ανήλικα. Από τον Δεκέμβριο του έτους 2013, οι διάδικοι τελούν σε διάσταση και ο εναγόμενος έχει αποχωρήσει από την οικογενειακή στέγη. Τα δύο ανήλικα τέκνα των διαδίκων, ……… και ………, διαμένουν με την μητέρα τους στην οικογενειακή στέγη, κυριότητάς της, η οποία βρίσκεται επί της οδού .. …., στον Πειραιά, καθώς η άσκηση της επιμέλειάς τους έχει ανατεθεί οριστικά σε αυτήν, δυνάμει της με αριθμό 54/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ειδική Διαδικασία), η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη. Συνεπώς, νομιμοποιείται η μητέρα τους στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής, για λογαριασμό τους (άρθρο 1516 παρ. 2 Α.Κ.). Μαζί τους διαμένουν, επίσης, και τα άλλα δύο ενήλικα τέκνα, …. και ΄…. Επίσης, η ενάγουσα άσκησε, εναντίον του εναγομένου, την από 23/11/2016 και με αριθμ. κατάθ. …… αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία, με αίτημα την απαγγελία λύσης του γάμου τους. Ειδικότερα, με την ως άνω με αριθμό 54/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία, επί της από 20/01/2015 αγωγής της μητέρας, ατομικά και για λογαριασμό των τριών (3) ανήλικων τότε τέκνων της, …., ……… και ………, κατά του εναγομένου, μετά από συζήτηση, που είχε γίνει, αντιμωλία των διαδίκων, στις 20/05/2015 και (η απόφαση) έχει καταστεί αμετάκλητη, λόγω μη άσκησης ενδίκων μέσων κατ’ αυτής (βλ. σχετ. με αριθμ. …….. έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……. και το από 10/04/2017 πιστοποιητικό περί μη κατάθεσης τακτικών ή εκτάκτων ενδίκων μέσων κατά της ως άνω με αριθμ. 54/2016 απόφασης της Γραμματέας του Πρωτοδικείου Πειραιώς), είχε γίνει εν μέρει δεκτή η από 20/01/2015 αγωγή, ανατέθηκε στη μητέρα η άσκηση της επιμέλειας των τριών (3) ανήλικων τότε τέκνων της, ….., ……… και ……… και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να προκαταβάλλει στην ενάγουσα, εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός, ως ασκούσα την επιμέλεια των τριών (3) ανήλικων τέκνων τους, ….., ……… και ……… και ως συμμετοχή του στη μηνιαία σε χρήμα τακτική διατροφή των ως άνω εκπροσωπουμένων από την ενάγουσα ανήλικων τέκνων τους και για λογαριασμό τους το χρηματικό ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ μηνιαίως για τον ΄……, για το χρονικό διάστημα από 21/01/2015 έως 8/8/2015, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την εξόφλησή τους, των τετρακοσίων (400) ευρώ μηνιαίως για τη ……… και των τριακοσίων (300) ευρώ για τον ….., για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, με το νόμιμο επιτόκιο επιδικίας από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την εξόφλησή τους. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324 και 330 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων, είναι διαφορετικό από εκείνο που ζητήθηκε στη δίκη που προηγήθηκε, έχει όμως, ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, τούτο δε συμβαίνει, όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με αυτό το οποίο κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση (ΑΠ 1207/2008 Δημ. Νόμος). Από τις ίδιες διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324, 330 και 331 ΚΠολΔ, συνάγεται, επίσης, ότι η τελεσίδικη δικαστική απόφαση, η οποία εκδίδεται επί αγωγής περί διατροφής τέκνου για ορισμένο χρονικό διάστημα δεν αποτελεί δεδικασμένο σε νέα δίκη περί διατροφής του ίδιου προσώπου για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, εφόσον μεταβλήθηκαν οι πραγματικές και νομικές προϋποθέσεις του δικαιώματος προς διατροφή (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 309/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 633/2015 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, γεννηθείς το έτος 1958, είναι δημόσιος υπάλληλος (Υπάλληλος του Υπουργείου ….) και υπηρετεί στην ………., με μηνιαίες καθαρές αποδοχές, κατά μέσον όρον, ύψους 2.095 ευρώ και όχι ύψους 1.647 περίπου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος (βλ. σχετ. ιδίως τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα εκκαθαριστικά σημειώματα των φορολογικών ετών 2017, 2016 και τη φορολογική δήλωση του έτους 2015, σύμφωνα με τα οποία ο εναγόμενος είχε δηλώσει το φορολογικό έτος 2017, ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, το συνολικό καθαρό ποσό των 25.121,73 ευρώ και το ποσό των 0,47 ευρώ από μερίσματα – τόκους, το φορολογικό έτος 2016 είχε δηλώσει ως εισόδημα, από μισθωτές υπηρεσίες, το συνολικό καθαρό ποσό των 24.757,90 ευρώ και το ποσό των 8,03 ευρώ από μερίσματα – τόκους, το φορολογικό έτος 2015 είχε δηλώσει ως εισόδημα, από μισθωτές υπηρεσίες, το συνολικό καθαρό ποσό των 26.214,66 ευρώ και το ποσό των 17,61 ευρώ από μερίσματα – τόκους, αντίστοιχα, σε συνδυασμό με τα εκκαθαριστικά σημειώματα των οικονομικών ετών 2014, 2013, 2012 και 2011, σύμφωνα με τα οποία ο εναγόμενος είχε δηλώσει για το οικονομικό έτος 2014 (χρήση 1/1/2013 – 31/12/2013), ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, το συνολικό καθαρό ποσό των 24.665,69 ευρώ, για το οικονομικό έτος 2013 (χρήση 1/1/2012 έως 31/12/2012) το συνολικό ποσό των 25.498,47 ευρώ από μισθωτές υπηρεσίες και το ποσό των 338,60 ευρώ από γεωργικές επιχειρήσεις, το οικονομικό έτος 2012 (χρήση 1/1/2011 έως 31/12/2011) το συνολικό ποσό των 30.499,90 ευρώ από μισθωτές υπηρεσίες και το ποσό των 338,60 ευρώ από γεωργικές επιχειρήσεις και το οικονομικό έτος 2011 (χρήση 1/1/2010 έως 31/12/2010) το συνολικό ποσό των 31.497,39 ευρώ από μισθωτές υπηρεσίες και το ποσό των 846,50 ευρώ από γεωργικές επιχειρήσεις και τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα εκκαθαριστικά των μηνών Φεβρουαρίου και Μαρτίου 2017, σύμφωνα με τα οποία φέρεται ότι έλαβε καθαρές μηνιαίες αποδοχές ύψους 1.647 ευρώ και 1.648,52 ευρώ αντίστοιχα, στα οποία -ποσά- συμπεριλαμβάνεται το ποσό των 120 ευρώ μηνιαίως για επίδομα τέκνων). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εισέπραξε το καθαρό ποσό των 7.581,75 ευρώ, δυνάμει της με αριθμό οικ. …….. Κοινής Απόφασης των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, λόγω επιστροφής διαφόρων παρακρατηθέντων από το μισθό του ποσών (επιστροφή ποσών από το διαχειριστικό λογαριασμό του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης της Ε’ Υπηρεσιακής Μονάδας, το λογαριασμό εισφορών από ΔΙΒΕΕΤ πρόσθετου μερίσματος και την πρόσθετη κράτηση επί της παροχής ΔΙΒΕΕΤ), με πίστωση στον τραπεζικό του λογαριασμό της μισθοδοσίας την 18/11/2014 (βλ. σχετ. αποδεικτικό υποβολής Υπεύθυνης Δήλωσης Αποδοχής ΄Ορων Εκκαθάρισης Ειδικού Λογαριασμού Πρόσθετων Παρακρατηθέντων Ποσών), διατηρεί δε το ως άνω χρηματικό ποσό, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα στην περιουσία του, δεκτού γενομένου ως κατ’ ουσία βασίμου του σχετικού αγωγικού ισχυρισμού, που αποτελεί και σχετικό λόγο της από 15/03/2018 έφεσης. ΄Αλλωστε, ο εναγόμενος δεν αμφισβήτησε ειδικώς τον ως άνω αγωγικό ισχυρισμό με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Από τη μη ειδική αυτή αμφισβήτηση, σε συνδυασμό με τη γενική άρνηση του εναγομένου και το σύνολο των ισχυρισμών του, το Δικαστήριο συνάγει σιωπηρή ομολογία, που αποτελεί πλήρη απόδειξη κατά του ομολογήσαντος περί του πραγματικού γεγονότος της ύπαρξης του ως άνω χρηματικού ποσού στην περιουσία του (άρθρα 261 και 352 ΚΠολΔ). Εσφαλμένα, συνεπώς, η εκκαλούμενη απόφαση δεν έλαβε καθόλου υπόψιν τον ως άνω αγωγικό ισχυρισμό και τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυπτε η βασιμότητά του, με αποτέλεσμα να μην συμπεριλάβει μεταξύ των οικονομικών δυνάμεων του εναγομένου το ως άνω χρηματικό ποσό, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα, υπό την ως άνω ιδιότητά της. Ο εναγόμενος, το πρώτον με τις προτάσεις του, ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου επιχείρησε ν’ ανακαλέσει τη (σιωπηρή) αυτή ομολογία του, ισχυριζόμενος ότι δεν διατηρεί πλέον το ως άνω ποσό των 7.581,75 ευρώ, διότι: α) συνολικό ποσό 2.740 ευρώ ισχυρίζεται ότι κατέβαλε για την εξόφληση οφειλής του από τη διατροφή των ανήλικων τέκνων του προγενέστερου χρονικού διαστήματος, ήτοι στις 18/02/2016 ποσό 500 ευρώ, στις 24/02/2016 ποσό 500 ευρώ, στις 15/3/2016 ποσό 500 ευρώ, στις 13/4/2016 ποσό 210 ευρώ, στις 16/5/2016 ποσό 200 ευρώ και στις 27/5/2016 ποσό 830 ευρώ, επικαλείται δε τις σχετικές αποδείξεις τραπεζικών καταβολών προς τη μητέρα των τέκνων με αριθμ. σχετ. 23, β) ισχυρίζεται ότι κατέβαλε το καλοκαίρι του έτους 2016 τη δαπάνη για τα ιδιαίτερα μαθήματα της ανήλικης θυγατέρας τους, ………, τα οποία είχε ανάγκη και γ) ισχυρίζεται ότι με το υπόλοιπο εκ του ως άνω κεφαλαίου ποσό, αγόρασε, έναντι 4.000 ευρώ το Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητό του. Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, του εναγομένου, ο οποίος φέρει, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το σχετικό βάρος απόδειξης, κατά την επιχείρηση της ανάκλησης της σιωπηρώς συναγομένης ομολογίας του και της αντιστροφής του σχετικού βάρους απόδειξης, δεν αποδείχθηκε, ως βάσιμος, διότι δεν αποδείχθηκε ότι οι ως άνω καταβολές έγιναν από την εκταμίευση του ως άνω ποσού των 7.581,75 ευρώ, το οποίο είχε πιστωθεί στον τραπεζικό του λογαριασμό μισθοδοσίας. Επίσης, δεν προέκυψε ούτε το ακριβές ποσό, το οποίο κατέβαλε ο εναγόμενος για την παρακολούθηση ιδιαίτερων μαθημάτων για τη θυγατέρα του, το θέρος του έτους 2016, φέρεται δε ότι δήλωνε στην κυριότητά του το ως άνω Ι.Χ.Ε. ήδη από το φορολογικό έτος 2015 (με 12 μήνες κυριότητας) και δεν προσκομίζει ούτε επικαλείται σχετική απόδειξη αγοράς του. Από την αναλυτική κατάσταση οχημάτων (με τελευταία ενημέρωση αρχείου: 18/11/2014), προκύπτει, επίσης, ότι ο εναγόμενος είχε ήδη αποκτήσει, προ της πιστώσεως στον τραπεζικό του λογαριασμό του ως άνω ποσού των 7.581,75 ευρώ, το ως άνω Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο (με αριθμ. κυκλοφορίας ………), αποκλειστικής κυριότητάς του. Εκ των ως άνω δε ποσών, τα οποία ισχυρίζεται ότι κατέβαλε για την εξόφληση οφειλής του από διατροφή των ανήλικων τέκνων τους για προγενέστερο χρονικό διάστημα, μόνον τα ποσά των 210 ευρώ και 200 ευρώ προκύπτει ότι κατεβλήθησαν μέσω του τραπεζικού λογαριασμού, που διατηρεί στην τράπεζα «Eurobank», στις 13/4/2016 και στις 16/5/2016 αντίστοιχα, δήλωνε δε ο εναγόμενος, κατά τ’ ανωτέρω, ποσά από μερίσματα – τόκους στις φορολογικές του δηλώσεις των ετών 2015, 2016 και 2017, γεγονός, το οποίο συνηγορεί υπέρ της ύπαρξης διαθέσιμων κεφαλαίων σε τραπεζικούς λογαριασμούς αυτού. ΄Αλλωστε, ο εναγόμενος ουδόλως προσκομίζει και επικαλείται αντίγραφο της κίνησης του ως άνω τραπεζικού λογαριασμού του μισθοδοσίας κατά το χρόνο πίστωσης του ως άνω ποσού των 7.581,75 ευρώ και μετά από το χρόνο πίστωσης αυτού. Ο εναγόμενος αρχικά φιλοξενούταν σε οικία, ψιλής κυριότητας της μητέρας του και επικαρπίας της αδελφής του, η οποία βρίσκεται επί της οδού … αρ. … στον …. Ν. Αττικής. Από τις 3/10/2016, όμως, διαμένει σε μίσθια οικία, επί της οδού …. αρ. .. στη …. Αττικής, επιφάνειας 62,01 τ.μ., βαρυνόμενος με τη συμμετοχή του στην καταβολή μηνιαίου μισθώματος ύψους 170 ευρώ, καθώς και με τη συμμετοχή του στις λειτουργικές δαπάνες της οικίας αυτής (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ, κοινόχρηστα), καθώς, όπως προκύπτει από την από 26/07/2018 εξώδικη διαμαρτυρία, δήλωση, όχληση, κλήση και επιφύλαξη δικαιωμάτων, την οποία κοινοποίησε στη μητέρα των τέκνων στις 06/09/2018, συμβιώνει με άλλο άτομο στην οικία αυτή (βλ. σχετ. με αριθμ. ……. έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …….., μετά της από 26/07/2018 εξώδικης διαμαρτυρίας, δήλωσης, όχλησης, κλήσης και επιφύλαξης δικαιωμάτων). Επίσης, βαρύνεται με τις δαπάνες ένδυσης, υπόδησης, ψυχαγωγίας και διατροφής του, οι οποίες είναι οι συνήθεις. Είναι δε ασφαλισμένος για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος διαθέτει: 1) ποσοστό 100% της πλήρους κυριότητας του δικαιώματος υψούν επί μίας διώροφης οικοδομής επί οικοπέδου, επιφάνειας 198 τ.μ., στο Δήμο …. Ν. Αττικής, επί της οδού …. αριθμός …, στο ως άνω δε δικαίωμα υψούν αντιστοιχεί ποσοστό συνιδιοκτησίας 36,69% εξ αδιαιρέτου επί του ως άνω οικοπέδου, 2) ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας ενός οικοπέδου, επιφάνειας 157,50 τ.μ., αρτίου κατά παρέκκλιση και οικοδομήσιμου, το οποίο έχει ενταχθεί στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο του Δήμου Κορυδαλλού Αττικής και βρίσκεται επί της οδού … αρ. ….., 3) ποσοστό 100% της πλήρους κυριότητας ενός διαμερίσματος του πρώτου ορόφου, επιφάνειας 63 τ.μ., που χρησιμοποιεί ως εξοχική κατοικία για τον ίδιο και τα τέκνα τους, μίας αποθήκης, έκτασης 29 τ.μ. και μίας θέσης στάθμευσης του υπογείου, επί οικοδομής ανεγερθείσας επί τμήματος οικοπέδου (κάθετης ιδιοκτησίας), εκτάσεως 146 τ.μ., του μείζονος οικοπέδου, εκτάσεως 220 τ.μ., ευρισκομένου εντός των ορίων του Οικισμού …. του Δήμου ….. Αργολίδας, 4) ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας ενός οικοπέδου, εκτάσεως 238,69 τ.μ., αρτίου κατά παρέκκλιση και οικοδομήσιμου, εντός των ορίων του Οικισμού της ……. του Δήμου …. Αργολίδας, 5) ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας ενός αγροτεμαχίου, εκτάσεως 20.000 τ.μ., στη …….. του Δήμου …. Αργολίδας, στη θέση «..», 6) ποσοστό 100% της πλήρους κυριότητας ενός ελαιοτεμαχίου, εκτάσεως 4.000 τ.μ., στη …… του Δήμου ….. Αργολίδας, στη θέση «…» ή «…», 7) ποσοστό 100% της πλήρους κυριότητας ενός ελαιοτεμαχίου, εκτάσεως 8.000 τ.μ., στη … . του Δήμου .. Αργολίδας, στη θέση «..» ή «…», 8) ποσοστό 100% της πλήρους κυριότητας ενός αγροτεμαχίου με εσπεριδοειδή, εκτάσεως 1.200 τ.μ., στη …. του Δήμου … Αργολίδας, στη θέση «…..» ή «…..» και 9) ποσοστό 100% της ψιλής κυριότητας ενός αγροτεμαχίου με εσπεριδοειδή, εκτάσεως 600 τ.μ., στη … του Δήμου …. Αργολίδας, στη θέση «…» ή «….», της επικαρπίας ανήκουσας στη μητέρα του, ……… χήρα … …, ηλικίας 83 ετών (βλ. τις από 1/1/2014 και 1/1/2015 βεβαιώσεις δηλωθείσας περιουσιακής του κατάστασης -Ε9-). Την ως άνω έκταση των 1.200 τ.μ., ήτοι έναν αγρό, πολυετούς καλλιέργειας, εκτάσεως 1.200 τ.μ., φέρεται ότι εκμίσθωσε, μετά την άσκηση των υπό κρίση εφέσεων, για το χρονικό διάστημα από 01/05/2018 έως 31/03/2023, αντί μηνιαίου μισθώματος ύψους 5,00 ευρώ. Από την καλλιέργεια των κτημάτων αυτών (του ακινήτου των 1.200 τ.μ. έως το χρόνο έναρξης της εκμίσθωσής του), όπως και από την παραγωγή μελιού, λαμβάνοντας κυρίως υπόψη την έκταση των ως άνω ακινήτων και την ενασχόληση του εναγομένου με την καλλιέργεια αυτών κάθε Σαββατοκύριακο, αργίες και ημέρες, κατά τις οποίες έχει άδεια από την εργασία του, τη μετάβασή του από την περιοχή της Αττικής, όπου διαμένει μόνιμα, στη …. Ν. Αργολίδας, καθώς και το γεγονός ότι ο εναγόμενος διαθέτει στην πλήρη κυριότητά του το με αριθμ. κυκλοφορίας ….. αγροτικό μηχάνημα πολλαπλής χρήσης, τύπου «Polytrak», έχει άδεια μελισσοκόμου από το έτος 1988, για εκατό (100) περίπου κυψέλες, στη …. και ήδη για ογδόντα έξι (86) κυψέλες, οι οποίες μεταφέρονται στους Νομούς Αρκαδίας, Λακωνίας και Κορινθίας, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ο εναγόμενος αποκερδαίνει, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, από τις ως άνω δραστηριότητες, κατά μέσον όρο, το συνολικό καθαρό χρηματικό ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως. Πρέπει να σημειωθεί ότι με τη με αριθμό 54/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία έχει εκδοθεί κατά την ειδική διαδικασία και έχει καταστεί αμετάκλητη, λόγω μη άσκησης ενδίκων μέσων κατ’ αυτής, είχε γίνει εν μέρει δεκτή αγωγή της ενάγουσας, την οποία είχε ασκήσει ατομικά, αλλά και για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων τους, κατά του εναγομένου, για τη διατροφή τους και είχε μεν κριθεί, μεταξύ άλλων, ότι ο εναγόμενος ασχολούνταν με την καλλιέργεια των ελαιοκτημάτων και των κτημάτων εσπεριδοειδών, όπως και με την παραγωγή μελιού, από τις οποίες αποκόμιζε το ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως, πλην, όμως, η απόφαση αυτή αφορούσε άλλο χρονικό διάστημα, ήτοι προγενέστερο της υπό κρίση αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 633/2015 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω,  με βάση  τη διέπουσα  το  θεσμό αρχή  της επιείκειας δεν κρίνεται αναγκαία, για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών των ανήλικων τέκνων τους, η εκποίηση  των ως άνω περιουσιακών στοιχείων του εναγομένου, διότι, το μεν ακίνητο, που βρίσκεται στον Οικισμό ….. του Δήμου …… Αργολίδας, προέκυψε ότι χρησιμοποιείται ως εξοχική κατοικία του ιδίου και των τέκνων τους, η διατήρησή των λοιπών δε ακινήτων, ορισμένα εκ των οποίων καλλιεργεί, επιβάλλεται από λόγους πρόνοιας προς εξασφάλιση στο μέλλον για αντιμετώπιση έκτακτης, απρόβλεπτης και σοβαρής οικονομικής ανάγκης. ΄Αλλωστε, ενόψει του είδους και του ποσοστού της συγκυριότητάς του επί των λοιπών ακινήτων, δεν αποδείχθηκε ότι η εκποίηση των περιουσιακών του στοιχείων, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, είναι ευχερής, έναντι αξιόλογου τιμήματος. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλλει το ποσό των 42,55 ευρώ μηνιαίως για αποπληρωμή φόρου εισοδήματος, κατόπιν ρυθμίσεως του Ν. 4321/2015. Επίσης, ο εναγόμενος είναι κύριος του υπ’ αριθμ. κυκλ. ……. αυτοκινήτου, 1.386 κ.ε., με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας το έτος 2005, το οποίο έχει στην κατοχή του, καθώς και συγκύριος, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, με την ενάγουσα του με αριθμ. κυκλ. ….. επταθέσιου αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής Renault, μοντέλου Scenic, 1998 κ.ε., με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας το έτος 2005 και του με αριθμ. κυκλοφορίας …… Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, 999 κ.ε., εργοστασίου κατασκευής Kia Motors, με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας την 02/04/2007. Άλλα εισοδήματα ή περιουσία δεν αποδείχθηκε ότι έχει ο εναγόμενος ούτε βαρύνεται με την κατά νόμο διατροφή άλλου προσώπου, πλην των ως άνω ανήλικων τέκνων του και του ενήλικου τέκνου …., ο οποίος σπουδάζει και αδυνατεί, λόγω των σπουδών του, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα να εργαστεί. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι η μητέρα των τέκνων, η οποία γεννήθηκε το έτος 1968, είναι δημόσια υπάλληλος [κλάδου ΤΕ Τεχνολόγων Γεωπονίας Δασοπονίας (Δασοπόνος)] και υπηρετούσε, κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής, με τον βαθμό Α΄, στη Διεύθυνση Δασών Πειραιώς. Δυνάμει δε της με αριθμ. πρωτ. οικ. ….. αποφάσεως της Γ. Γ. Αποκεντρωμένης Διοίκησης ανατέθηκαν σε αυτήν καθήκοντα του κλάδου της στο Δασαρχείο …, για δύο (2) μήνες, από 01/07/2016 και με την από 23/08/2016 αίτησή της, ζητήθηκε από την ίδια η παράταση της ισχύος της ως άνω αποφάσεως μέχρι την ολοκλήρωση της μετακίνησής της, επικαλούμενη σοβαρούς οικογενειακούς λόγους. Λαμβάνει, κατά μέσον όρον, καθαρές αποδοχές, που ανέρχονται περίπου στο ποσό των 1.357 ευρώ μηνιαίως. Από τα εκκαθαριστικά σημειώματα των οικονομικών ετών 2014, 2013 και 2012, προκύπτει ότι είχε δηλώσει, από μισθωτές υπηρεσίες, ως συνολικό καθαρό εισόδημα, το οικονομικό έτος 2014 (χρήση 1/1/2013 έως 31/12/2013) το ποσό των 18.072,67 ευρώ, το οικονομικό έτος 2013 (χρήση 1/1/2012 έως 31/12/2012), το ποσό των 18.344,57 ευρώ, το οικονομικό έτος 2012 (χρήση 1/1/2011 έως 31/12/2011) το ποσό των 20.365,97 ευρώ και το οικονομικό έτος 2011 (χρήση 1/1/2010 έως 31/12/2010) το ποσό των 27.933,54 ευρώ. Επίσης, είναι δικαιούχος πολυτεκνικού επιδόματος (Ν. 4141/2013, Yπouργ. Απόφαση Δ27/οικ ………. ΦΕΚ ….β), το ύψος του οποίου ανέρχεται στο ποσό των 500 ευρώ ετησίως για κάθε ανήλικο τέκνο και το ποσό των 500 ευρώ για το ενήλικο τέκνο τους ΄……, που σπουδάζει, ήτοι συνολικά στο ποσό των 1.500 ευρώ ετησίως, δεκτού γενομένου εν μέρει, ως κατ’ ουσία βασίμου, του β΄ σκέλους του α΄ λόγου έφεσης του εναγομένου. Διαμένει με τα τέκνα της, ενήλικα και ανήλικα, στην οικογενειακή στέγη, κυριότητάς της, ήτοι στο ως άνω διαμέρισμα, που βρίσκεται στον Πειραιά, επί της οδού .. αρ. …, στο δεύτερο όροφο, εκτάσεως 82 τ.μ., με βοηθητικούς χώρους 20 τ.μ., έτους κατασκευής 1999, βαρυνόμενη μόνον με την αναλογία της συμμετοχής της στις λειτουργικές αυτής δαπάνες (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ, κοινόχρηστα), οι οποίες είναι οι συνήθεις. Ορισμένες ημέρες, όμως, κάθε μήνα, για τις ανάγκες της εργασίας στο Δασαρχείο …,  διαμένει σε μίσθια οικία, επιφάνειας 44,71 τ.μ., επί της οδού . …., στην περιοχή .. του …. Αττικής, αντί μηνιαίου μισθώματος 100 ευρώ, βαρυνόμενη και με τις  λειτουργικές δαπάνες (βλ. αντίγραφο υποβληθείσας δήλωσης πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας). Η μητέρα των τέκνων, επίσης, είναι: 1) κυρία μίας οριζόντιας ιδιοκτησίας (ισογείου διαμερίσματος), που βρίσκεται επί της οδού …. αρ. …, στον Πειραιά, επιφάνειας 39,70 τ.μ., έτους κατασκευής 1951, 2) ψιλή κυρία, κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου, ενός οικοπέδου, που βρίσκεται επί της οδού .. αρ. .., στον Πειραιά, επιφάνειας 109 τ.μ., με έτος γέννησης του επικαρπωτή το 1940, 3) κυρία μιας υπόγειας αποθήκης, που βρίσκεται επί της οδού … αρ. .., στον Πειραιά, εκτάσεως 25,08 τ.μ., έτους κατασκευής 1951, 4) συγκύρια, κατά ποσοστό 50% ενός οικοπέδου στον Οικισμό … Ν. Αργολίδας, εκτάσεως 238,69 τ.μ., του υπολοίπου ανήκοντος στον εναγόμενο, 6) κυρία ενός υπογείου διαμερίσματος, που βρίσκεται επί της οδού .. αρ. .., στον Πειραιά, επιφανείας 41,83 τ.μ., 7) συγκυρία ενός οικοπέδου, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, που βρίσκεται, επί της οδού .. αρ. .., στον Κορυδαλλό Αττικής, επιφανείας 157,50 τ.μ., 8) ψιλή κυρία ενός διαμερίσματος, εκτάσεως 65 τ.μ., που βρίσκεται στον 1ο όροφο οικοδομής, επί της οδού ….. στον Πειραιά, με έτος γέννησης επικαρπωτή το 1940, 9) κυρία, ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου, οικοπέδου 109 τ.μ., στον Πειραιά, επί της οδού ….., 10) κυρία ενός διαμερίσματος, εκτάσεως 126 τ.μ., στο Δήμο Αμαρουσίου Αττικής, επί της οδού ……, στον 5ο όροφο οικοδομής, έτους κατασκευής 1978, 11) ψιλή κυρία ενός διαμερίσματος, εκτάσεως 13 τ.μ., στο Δήμο Αμαρουσίου Αττικής, επί της οδού ……., στον 6ο όροφο οικοδομής, έτους κατασκευής 1978, με έτος γέννησης του επικαρπωτή το 1924 και 12) κυρία ενός αγροτεμαχίου στο Δήμο … του Νομού Κορινθίας, εκτάσεως 300 τ.μ. (Κοινότητα …). Από την εκμίσθωση δε του ως άνω διαμερίσματος, κυριότητάς της, εκτάσεως 126 τ.μ. στο Δήμο Αμαρουσίου (……), στον 5° όροφο, εισέπραττε μηνιαίως το ποσό των 520 ευρώ ως μίσθωμα, πλην, όμως, από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη Δήλωση Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας προκύπτει ότι το μίσθωμα από την εκμίσθωση διαμερίσματος αυτού από την 1-5-2016 μειώθηκε από το ποσό των 520 ευρώ στο ποσό των 300 ευρώ το μήνα (και συγκεκριμένα με τη με αριθμό ….. δήλωση, η οποία έγινε αποδεκτή στο σύστημα TaxisNet της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων από την ίδια, ως εκμισθώτρια, την 14-6-2016 και από το μισθωτή, την 16-6-2016, τροποποιήθηκε η αρχική με αριθμό ….. δήλωση και συμφωνήθηκε μείωση του μηνιαίου μισθώματος στο ποσό των 300 ευρώ). Η προαναφερόμενη οικία, στην οποία διαμένει, δεν μπορεί να εκποιηθεί, δεδομένου ότι καλύπτει τις στεγαστικές ανάγκες της και των τέκνων της. Ενώ, περαιτέρω,  με βάση  τη διέπουσα  το  θεσμό αρχή  της επιείκειας δεν κρίνεται αναγκαία, για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών των ανήλικων τέκνων τους, η εκποίηση  των λοιπών περιουσιακών  στοιχείων της μητέρας τους, καθώς η διατήρησή τους επιβάλλεται από λόγους πρόνοιας προς εξασφάλιση στο μέλλον για αντιμετώπιση έκτακτης, απρόβλεπτης και σοβαρής οικονομικής ανάγκης. ΄Αλλωστε δεν αποδείχθηκε ότι η εκποίηση των λοιπών περιουσιακών της στοιχείων είναι ευχερής, έναντι αξιόλογου τιμήματος, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ενόψει της παλαιότητας των ακινήτων, που βρίσκονται επί της οδού ……… αρ. 50 στον Πειραιά και επί της οδού ……… αρ. 17 στο Αμαρούσιο Αττικής, της ψιλής κυριότητάς της επί των τελευταίων ακινήτων και της συγκυριότητάς της, μετά του εναγομένου, επί των ακινήτων, που βρίσκονται επί της οδού ……… αρ. 81, στον Κορυδαλλό Αττικής και στον Οικισμό …….. Βαρύνεται, επίσης, με τις δαπάνες ένδυσης, υπόδησής της και ψυχαγωγίας της, οι οποίες είναι οι συνήθεις. Είναι δε ασφαλισμένη για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε το ενήλικο τέκνο των διαδίκων, ΄……, το οποίο σπουδάζει σε Σχολή Μαγείρων, διαμένει μαζί με τη μητέρα του στην ως άνω οικογενειακή στέγη, κυριότητάς της, βαρυνόμενο με την αναλογία συμμετοχής του στις δαπάνες λειτουργίες. Πάσχει, όμως, από διαταραχή Asperger (διαταραχή αυτιστικού φάσματος), με οριακή νοητική λειτουργικότητα, μαθησιακές δυσκολίες και ακατάλληλα κοινωνικές συμπεριφορές. Όσο ήταν μαθητής παρακολουθούνταν στο Μιχαλήνειο Παιδικό Αναπτυξιακό Κέντρο Αττικής, στο Ιατροπαιδαγωγικό Κέντρο Αθηνών του Γενικού Νοσοκομείου Παίδων Αθηνών και από τον ιδιώτη Παιδοψυχίατρο …… Είχε δε ανάγκη από την συνδρομή ειδικού παιδαγωγού (παράλληλη στήριξη), κατά τη διάρκεια των σχολικών μαθημάτων και την παραμονή του στο σχολικό περιβάλλον, για την αντιμετώπιση ορισμένων παρορμητικών και ακατάλληλων συμπεριφορών του. Είναι αναγκαία, επίσης, η παρακολούθηση ειδικού προγράμματος αποκατάστασης, που θα περιλαμβάνει ανά μήνα τέσσερις (4) συνεδρίες συμβουλευτικής γονέων, οκτώ (8) συνεδρίες ατομικής ψυχοθεραπείας και οκτώ (8) συνεδρίες λογοθεραπείες. ΄Εχει πιστοποιηθεί, επίσης, η αναπηρία του, σε ποσοστό 67%, λόγω ψυχιατρικής πάθησης, κατά ιατρική πρόβλεψη από 10-2-2015 έως 28-2-2020 (βλ. την από 7-5-2015 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας του ΚΕΠΑ Νομαρχιακής Μονάδάς Πειραιά) και λαμβάνει για το λόγο αυτό μηνιαίο βοήθημα ύψους 313 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 17-05-2015 έως 28-02-2020 (βλ. σχετ. με αριθμ. πρωτ. …… απόφαση του Τμήματος Παροχής Προνοιακών Επιδομάτων της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας). Επίσης, χορηγήθηκε σε αυτόν αναβολή εκπλήρωσης στρατεύσιμης υποχρέωσης, για λόγους υγείας, έως τον 12/07/2018. Τα δίδακτρα για τη φοίτησή του σε ιδιωτική σχολή με την ειδικότητα του «Τεχνικού Μαγειρικής τέχνης – Αρχιμάγειρα (Chef), για τα έτη 2016 – 2017 και 2017 – 2018 ανέρχονταν στο ποσό των 1.800 ευρώ για κάθε έτος και για το έτος 2018 – 2019, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 860 ευρώ. Η μητέρα του συνεισφέρει στην κάλυψη των διατροφικών αναγκών του με την παροχή στέγης και τις παρεχόμενες σε αυτόν υπηρεσίες, ενώ κατά τα Σαββατοκύριακα και τους θερινούς μήνες διαμένει με τον πατέρα του στην εξοχική οικία τους στην …. Ν. Αργολίδας. Επίσης, η μητέρα των τέκνων είναι συγκυρία με το εναγόμενο, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, του ως άνω με αριθμ. κυκλ. ……… επταθέσιου αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής Renault, μοντέλου Scenic, 1998 κ.ε. με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας το έτος 2005 και του με αριθμ. κυκλοφορίας ……… Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, 999 κ.ε., εργοστασίου κατασκευής Kia Motors, με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας την 02/04/2007. Η μητέρα των ανήλικων τέκνων βαρύνεται, όμως, με την αποπληρωμή δύο στεγαστικών δανείων, τα οποία είχε λάβει από πιστωτικό ίδρυμα, σε χρόνο προγενέστερο της διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης και ανέρχονται στα ποσά των 123.000 ευρώ και 71.000 ευρώ αντίστοιχα, καταβάλλει δε τα ποσά των 320 ευρώ περίπου και 59 ευρώ μηνιαίως, αντίστοιχα, μετά από ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Η δαπάνη για την εξυπηρέτηση των δανείων αυτών, όμως, δεν προαφαιρείται από τα εισοδήματά της, αλλά λαμβάνεται υπόψη, ως στοιχείο προσδιοριστικό της αξίας της περιουσίας της, η οποία πρέπει να εκληφθεί ότι μειώνεται κατά τα ποσά των δανείων, καθώς και ως στοιχείο προσδιοριστικό των συνθηκών διαβίωσής της (ΑΠ 120/2013 ό.π., ΑΠ 230/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 680/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 837/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 471/2005 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 159/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 407/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 749/2014 ό.π., ΕφΚρητ 238/2012 αδημ., ΕφΠειρ 197/2006 αδημ., ΕφΠειρ 158/2006 αδημ., ΕφΠειρ 399/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 736/2004 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΔωδ 167/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 596/2004 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΛαρ 797/2003 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΠατρ 394/2003 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕΘ 2241/2000 Δημ. Νόμος). Άλλα εισοδήματα ή περιουσία δεν αποδείχθηκε ότι έχει η εναγομένη ούτε βαρύνεται με την κατά νόμο διατροφή άλλου προσώπου πλην των ως άνω ανήλικων τέκνων του και του ενήλικου τέκνου ……, ο οποίος σπουδάζει και αδυνατεί, λόγω των σπουδών του, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, να εργαστεί. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα ανήλικα τέκνα στερούνται εισοδημάτων, περιουσίας και πόρων και αδυνατούν, λόγω της ηλικίας τους και της μαθητικής ιδιότητάς τους, να εργαστούν και ν’ αυτοδιατραφούν. Συνεπώς, ανακύπτει καταρχήν νόμιμη υποχρέωση των γονέων τους για τη διατροφή τους, η οποία περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρησή τους και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή και εκπαίδευσή τους, ανάλογα με τις οικονομικές δυνάμεις του καθενός για το επίδικο χρονικό διάστημα. Τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων, κατά το σχολικό έτος 2016-2017, ήταν μαθητές η ……… της Α΄ Λυκείου και ο ……… της Β΄ Γυμνασίου, κατά το σχολικό έτος 2017-2018 η ……… ήταν μαθήτρια της Β΄ Λυκείου και ο ……… της Γ΄ Γυμνασίου και κατά το σχολικό έτος 2018-2019, η ……… είναι μαθήτρια της Γ΄ Λυκείου και ο ……… της Α΄ Λυκείου. Οι διάδικοι είχαν αποφασίσει, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβιώσεώς τους, να φοιτήσουν και τα δύο τέκνα τους, όπως και τα άλλα δύο ήδη ενήλικα τέκνα τους (… και ΄….) σε ιδιωτικό σχολείο, ήδη από το νηπιαγωγείο και ειδικότερα στο ιδιωτικό εκπαιδευτήριο «ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ», που βρίσκεται στον Πειραιά. Με τη με αριθμό 54/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, έχει καταστεί αμετάκλητη, ο εναγόμενος είχε υποχρεωθεί να καταβάλει ως διατροφή του ανήλικου τότε τέκνου τους ….. το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως, μέχρι την ενηλικίωσή του, ήτοι την 8/8/2015, πλέον του ποσού των 400 ευρώ μηνιαίως για τη διατροφή της ……… και του ποσού των 300 ευρώ μηνιαίως για τη διατροφή του ………. Στα ως άνω ποσά είχε συμπεριληφθεί και το ποσό που απαιτούνταν ως συμμετοχή του εναγομένου για την καταβολή διδάκτρων για τη φοίτησή τους σε ιδιωτικό σχολείο, διότι είχε γίνει δεκτό ότι ήταν κοινή απόφαση των γονέων, πριν από τη διάσπαση της εγγάμου συμβιώσεώς τους, για τη φοίτηση των τέκνων τους στο ως άνω ιδιωτικό σχολείο. Ο εναγόμενος, όμως, διαφωνεί με τη συνέχιση της φοίτησης των δύο ανήλικων τέκνων τους, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, στο ιδιωτικό εκπαιδευτήριο, όπου ήταν εγγεγραμμένα μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η ανήλικη ………, κατά το σχολικό έτος 2017-2018, έβγαλε μέσον όρο στο Α΄ τετράμηνο 18 και στο Β΄ τετράμηνο 18,5, σημειώνοντας σημαντική πρόοδο, κατά τη συνέχισή της φοίτησής της, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, στο ως άνω ιδιωτικό σχολείο, σε σχέση με τους βαθμούς, τους οποίους είχε λάβει στην Α΄ Λυκείου. Στο Β΄ τετράμηνο της Β΄ Λυκείου έλαβε στα μαθήματα της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας 19, στη Νεοελληνική Λογοτεχνία 19, στην Ιστορία 20, στην Πολιτική Παιδεία 20, στην Ερευνητική Εργασία 20, στ’ Αγγλικά 19 και στις Βασικές Αρχές Κοινωνικών Επιστημών 20, ενώ, σε μαθήματα των θετικών επιστημών, όπως στην ΄Αλγεβρα, τη Γεωμετρία και τη Βιολογία, στα οποία ήταν αδύνατη, λόγω διακοπής των ιδιαίτερων μαθημάτων, που έκανε στα Μαθηματικά, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, είχε 13, 15 και 17 αντίστοιχα. Προσανατολίζεται δε για την εισαγωγή της στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση σε κλάδο των Ανθρωπιστικών Σπουδών. Επίσης, ο ανήλικος ………, ο οποίος, ενώ είναι κοινωνικός, είναι μέτριος μαθητής, με δυσκολίες στην έκφραση και στη δομή του λόγου του, αλλά και με δυσανάγνωστη γραφή, φτωχό λεξιλόγιο και ελλιπή ανάπτυξη επιχειρημάτων και με μέτρια κατανόηση ανάγνωσης και μέτρια επίδοση (σύμφωνα με τα συμπεράσματα εκπαιδευτικών του ΚΕΔΔΥ Α΄ Πειραιά, που εξέτασαν τον ανήλικο και τους ελέγχους προόδου), κατά τη φοίτησή του στο ως άνω ιδιωτικό σχολείο, έβγαλε μέσον όρο 15 & 4/14 στο Β΄ τετράμηνο του σχολικού έτους 2017-2018. Λόγω των ως άνω επιδόσεων των ανήλικων τέκνων και προκειμένου να περιοριστούν οι αρνητικές επιπτώσεις της διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης στην καθημερινότητα των τέκνων, συνεπεία της αλλαγής σχολικού περιβάλλοντος, της απομάκρυνσής τους από φίλους, συμμαθητές και Καθηγητές, ενόψει και της εφηβικής τους ηλικίας, κρίνεται αναγκαία η συνέχιση της φοίτησής τους στο ως άνω ιδιωτικό σχολείο, στο οποίο εξακολουθούν να φοιτούν έως και το σχολικό έτος 2018-2019. Τυχόν διακοπή της φοίτησης των ανήλικων τέκνων από το ιδιωτικό σχολείο και έναρξη της φοίτησής τους το πρώτον σε δημόσιο σχολείο, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, ενόψει της φοίτησής τους, κατά τα σχολικά έτη 2017-2018 και 2018-2019, στις τάξεις της Β΄ και Γ΄ Λυκείου, αντίστοιχα, η ανήλικη ……… και στις τάξεις της Γ΄ Γυμνασίου και Α΄ Λυκείου, ο ανήλικος ……, αντίστοιχα και των επιδόσεών τους, θα επηρεάσει δυσμενώς την ψυχοσωματική και πνευματική τους ανάπτυξη, για την μεν ανήλικη ………, σε μία περίοδο κρίσιμη, λόγω της προετοιμασίας της για την εισαγωγή της σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, για τον ανήλικο δε ……., λόγω των προβλημάτων, που ήδη αντιμετωπίζει, ιδίως στην έκφραση και στη δομή του λόγου του (βλ. σχετ. ΕφΑθ 584/2011 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ). Τα δίδακτρα για τη φοίτηση των ανήλικων τέκνων στο ιδιωτικό σχολείο ανέρχονται για το σχολικό έτος 2018-2019 στο ποσό των 3.800 ευρώ για την ανήλικη ……… και για τον ανήλικο ….. στο ποσό των 4.000 ευρώ και για το σχολικό έτος 2017-2018 στο ποσό των 3.600 ευρώ για την ανήλικη ……… και για τον ανήλικο ….. στο ποσό των 3.200 ευρώ. Η σχετική δαπάνη για τη φοίτηση των ανήλικων τέκνων σε ιδιωτικό σχολείο δεν κρίνεται υπερβολική, καθώς δεν προέκυψε ότι οι μηνιαίες δαπάνες τους έχουν αυξηθεί σημαντικά σε σημείο τέτοιο, που να καθιστούν απαγορευτική τη φοίτησή τους σε ιδιωτικό σχολείο, ούτε είναι δυσανάλογη των οικονομικών δυνατοτήτων των γονέων τους. Τα εισοδήματα δε  του εναγομένου (ήτοι από την εργασία του ως δημοσίου υπαλλήλου, την ενασχόλησή του με αγροτικές δραστηριότητες και το ποσό των 7.581,75 ευρώ που εισέπραξε λόγω επιστροφής διαφόρων παρακρατήσεων και το οποίο διατηρεί) επιτρέπουν σε αυτόν συμμετέχει στην καταβολή των διδάκτρων του ως άνω ιδιωτικού σχολείου. ΄Αλλωστε, δεν προέκυψε ότι οι μηνιαίες δαπάνες του εναγομένου, μετά τη διακοπή της εγγάμου συμβιώσεως, έχουν αυξηθεί σε βαθμό τέτοιο, ώστε να καθιστούν υπερβολική τη φοίτηση των ανήλικων τέκνων τους σε ιδιωτικό σχολείο. Ειδικότερα, προέκυψε ότι, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ο εναγόμενος καταβάλλει το ποσό των 170 ευρώ μηνιαίως για τη διαμονή του σε μίσθια οικία, πλην, όμως, δεν καταβάλλει πλέον το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως ως διατροφή του τέκνου τους ….., μετά την ενηλικίωσή του, όπως είχε επιδικαστεί με την ως άνω με αριθμ. 54/2016 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ήταν μεν αναγκαία η παρακολούθηση ιδιαίτερων μαθημάτων από την ανήλικη ……… στο μάθημα των Μαθηματικών, λόγω των χαμηλών επιδόσεών της στο μάθημα αυτό, όπως συνομολόγησε σιωπηρώς ο εναγόμενος και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μη αμφισβητώντας ειδικά το κονδύλιο αυτό, αλλά και με την από 9/7/2018 εξώδικη διαμαρτυρία, δήλωση, όχληση, κλήση και επιφύλαξη δικαιωμάτων του, την οποία κοινοποίησε στη μητέρα των τέκνων στις 17/7/2018 (βλ. σχετ. με αριθμ. ………. έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …….., μετά της από 9/7/2018 εξώδικης διαμαρτυρίας, δήλωσης, όχλησης, κλήσης και επιφύλαξης δικαιωμάτων του εναγομένου), παρά την Ομάδα Προσανατολισμού των Ανθρωπιστικών Σπουδών, την οποία η ανήλικη επέλεξε, καθώς, παράλληλα, παρακολουθεί για την αποφοίτησή της από το Λύκειο και μαθήματα των θετικών επιστημών, όπως μαθηματικά, φυσική, χημεία κλπ. Ωστόσο, δεν προέκυψε ότι η ανήλικη συνέχισε τα ιδιαίτερα μαθήματα των Μαθηματικών και μετά το θέρος του έτους 2016, κατά τα σχολικά έτη 2016 – 2017 και 2017 – 2018, ούτε ότι είχε πρόθεση να παρακολουθήσει τέτοια μαθήματα, κατά την έναρξη του σχολικού έτους 2018 – 2019 και έως τη λήξη του επίδικου χρονικού διαστήματος, στις 23/01/2019 (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 514/2014 Δημ. Νόμος), απορριπτομένου ως κατ’ ουσίαν αβασίμου του σχετικού κονδυλίου. Επίσης, ήταν μεν αναγκαία η συνέχιση της παρακολούθησης από την ανήλικη ……… μαθημάτων εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας, καθώς έλαβε, το Δεκέμβριο του έτους 2016, το πτυχίο Lower του πανεπιστημίου Michigan, όπως συνομολόγησε σιωπηρώς ο εναγόμενος και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μη αμφισβητώντας ειδικά το κονδύλιο αυτό, πλην, όμως, αποδείχθηκε ότι η ανήλικη διέκοψε την παρακολούθηση των μαθημάτων αυτών, μετά τη λήψη του ως άνω πτυχίου, δεν προέκυψε δε εγγραφή της τα μεταγενέστερα σχολικά έτη, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών, απορριπτομένου ως κατ’ ουσίαν αβασίμου του σχετικού κονδυλίου. Τ’ ανήλικα τέκνα είναι ασφαλισμένα για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Ωστόσο, για τον ανήλικο …… απαιτείται επιπλέον, πέραν της ασφαλιστικής του κάλυψης, το ποσό των 200 ευρώ περίπου ετησίως, ήτοι το ποσό των 16,67 ευρώ μηνιαίως (200 € : 12 μήνες = 16,67 ευρώ), για έκτακτες ιατρικές και φαρμακευτικές δαπάνες του, όπως συνομολόγησε σιωπηρώς και ο εναγόμενος, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μη αμφισβητώντας ειδικά το κονδύλιο αυτό. Συνεπώς, για το επίδικο χρονικό διάστημα των δύο (2) ετών από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, ήτοι από 24/01/2017 έως 23/01/2019 (βλ. σχετ. με αριθμ. …….. έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………), α) Για την ανήλικη ……… απαιτείται, κατά μέσον όρο, το συνολικό ποσό των 824,50 ευρώ μηνιαίως, ήτοι το ποσό των 300 μηνιαίως, κατά μέσον όρον για καταβολή διδάκτρων στο ιδιωτικό σχολείο, το ποσό των 72 € μηνιαίως για την ενίσχυσή της στα αρχαία ελληνικά (2 ώρες την εβδομάδα X 12 € η ώρα X 4 εβδομάδες X 9 μήνες = 864 € : 12 μήνες), για αγορά σχολικών ειδών το ποσό των 12,50 € μηνιαίως, για διατροφή της το ποσό των 150 € μηνιαίως, για συμμετοχή της στις δαπάνες θέρμανσης και γενικότερης λειτουργίας της οικίας, στην οποία διαμένει, το ποσό των 40 € μηνιαίως, για αγορά ένδυσης και υπόδησης το ποσό των 50 € μηνιαίως και για ορθοδοντική θεραπεία το ποσό των 100 € μηνιαίως. Στο ποσό, που αντιστοιχεί στη διατροφή του, συνυπολογίζεται και η παροχή στέγης και προσωπικής εργασίας και φροντίδων της μητέρας της για την ανατροφή της, η οποία είναι αποτιμητή σε χρήμα και ανέρχεται στο ποσό των 100 ευρώ μηνιαίως και β) Για τον ανήλικο ….. απαιτείται, κατά μέσον όρο, το συνολικό ποσό των 901,17 ευρώ μηνιαίως, ήτοι το ποσό των 267 ευρώ μηνιαίως, κατά μέσον όρον, για καταβολή διδάκτρων στο ιδιωτικό σχολείο, το ποσό των 120 € μηνιαίως για ενίσχυσή του στα μαθήματα από φιλόλογο ειδικής αγωγής, προς αντιμετώπιση των μαθησιακών του δυσκολιών (2 ώρες την εβδομάδα X 20 € η ώρα X 4 εβδομάδες X 9 μήνες = 1440 € : 12 μήνες), για παρακολούθηση της αγγλικής γλώσσας σε φροντιστήριο το ποσό των 75 € μηνιαίως (100 € X 9 μήνες : 12 μήνες), για αγορά σχολικών ειδών το ποσό των 12,50 € μηνιαίως, για διατροφή του τέκνου το ποσό των 150 € μηνιαίως, για συμμετοχή του στις δαπάνες θέρμανσης και γενικότερης λειτουργίας της οικίας, στην οποία διαμένει, το ποσό των 40 € μηνιαίως, για έκτακτες ιατρικές δαπάνες το ποσό των 16,67 ευρώ, για αγορά ένδυσης και υπόδησης το ποσό των 50 € μηνιαίως και για χαρτζιλίκι, δαπάνες ψυχαγωγίας κλπ το ποσό των 70 € μηνιαίως. Στο ποσό, που αντιστοιχεί στη διατροφή του, συνυπολογίζεται και η παροχή στέγης και προσωπικής εργασίας και φροντίδων της μητέρας του για την ανατροφή του, η οποία είναι αποτιμητή σε χρήμα και ανέρχεται στο ποσό των 100 ευρώ μηνιαίως. Για τον προσδιορισμό της συνεισφοράς που βαρύνει τους διαδίκους, πρέπει να γίνει αναγωγή της οικονομικής δυνατότητάς τους στο σύνολο των εισοδημάτων, που προαναφέρθηκαν. Με τα δεδομένα αυτά, ο πατέρας των τέκνων πρέπει να μετέχει στην ανάλογη διατροφή των ανήλικων τέκνων του, που προσδιορίζεται με τα κριτήρια που προαναφέρθηκαν, με το ποσό των 495 ευρώ μηνιαίως για την ανήλικη ……… και με το ποσό των 545 ευρώ μηνιαίως για τον ανήλικο ………, για το επίδικο χρονικό διάστημα των δύο (2) ετών από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής και όχι με τα ποσά των 346,15 ευρώ μηνιαίως για την ανήλικη ……… και 373,919 ευρώ μηνιαίως για τον ανήλικο ……, όπως κρίθηκε, εσφαλμένα, με την εκκαλουμένη. Τα ποσά αυτά, στα οποία ανέρχεται η προς συνεισφορά υποχρέωση του εναγομένου για έκαστο τέκνο, πρέπει να καταβάλει ο πατέρας τους, ως συμμετοχή του στην ανάλογη τακτική σε χρήμα διατροφή κάθε ανήλικου τέκνου του, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, καθώς, δεν αποδείχθηκε ότι τίθεται σε κίνδυνο, κατά τα ποσά αυτά η δική του διατροφή, αφού δεν αποδείχθηκε ότι τα ανήλικα τέκνα μπορούν να στραφούν κατά άλλου υποχρέου για τα ποσά αυτά, πέραν του γεγονότος ότι ο εναγόμενος δεν προέβαλε την, εκ του άρθρου 1487 εδ. β΄ ΑΚ, ένσταση περί διακινδύνευσης της δικής του διατροφής, προφορικά, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία, ώστε να καταχωρηθεί στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά (ΟλΑΠ 2/05 ΕλλΔνη 46,689, ΑΠ 144/07 ΕλλΔνη 48, 466, ΑΠ 128/08 ΕλλΔνη 50,1021, ΜονΕφΠειρ 49/2016 Δημ. Νόμος), ούτε, επίσης, επικαλέσθηκε τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ για την παραδεκτή βραδεία προβολή της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δεκτού γενομένου εν μέρει ως κατ’ ουσία βασίμου του σχετικού ισχυρισμού του εναγομένου περί συνεισφοράς της ενάγουσας, κατά ποσοστό 40%, στη διατροφή των ανήλικων τέκνων, που αποτελεί άρνηση της αγωγής, αφού, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της εκκαλουμένης, αναπτύχθηκε προφορικώς στο ακροατήριο και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου, επαναφέρεται δε με λόγο έφεσης και η μητέρα των τέκνων δεν ζητά το συνολικό ποσό της διατροφής των τέκνων, αλλά αυτό, που αντιστοιχεί στην υποχρέωση συνεισφοράς του εναγομένου σε αυτήν. Κατά τα υπόλοιπα ποσά συμμετέχει και η μητέρα των ανήλικων τέκνων με την παροχή στέγης και την προσφορά της προσωπικής εργασίας και απασχόλησής της, για την περιποίηση και φροντίδα των τέκνων, που συνδέεται με τη συνοίκηση, οι οποίες (υπηρεσίες) αποτιμώνται, όπως προαναφέρθηκε, σε χρήμα, καθώς και με τα εισοδήματα από την εργασία και την περιουσία της. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος κατέβαλε, ως συμμετοχή του στη μηνιαία διατροφή της ανήλικης ………, το ποσό των 389,62 ευρώ για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2017, το ποσό των 306,13 ευρώ για το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2017 και το ποσό των 306,13 ευρώ για το μήνα Μάρτιο του έτους 2017, το αγωγικό δε αίτημα για καταβολή μηνιαίας διατροφής της ……… περιορίστηκε παραδεκτά, κατά τα ποσά αυτά, για τους ως άνω μήνες, αντίστοιχα, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας, για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων, νόμιμα καταχωρημένη στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και με τις έγγραφες προτάσεις της, που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Επίσης, ο εναγόμενος κατέβαλε, ως συμμετοχή του στη μηνιαία διατροφή του ανήλικου ………, το ποσό των 310,38 ευρώ για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2017, το ποσό των 243,87 ευρώ για το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2017 και το ποσό των 243,87 ευρώ για το μήνα Μάρτιο του έτους 2017, το αγωγικό δε αίτημα για καταβολή μηνιαίας διατροφής της ……… περιορίστηκε παραδεκτά, κατά τα ποσά αυτά, για τους ως άνω μήνες, αντίστοιχα, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας, για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων, νόμιμα καταχωρημένη στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και με τις έγγραφες προτάσεις της, που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Συνεπώς, ο εναγόμενος πρέπει να υποχρεωθεί να προκαταβάλλει στην ενάγουσα, για λογαριασμό των δύο (2) ανήλικων τέκνων τους, εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα, ως συμμετοχή του στη διατροφή τους σε χρήμα, και συγκεκριμένα: α) για την ανήλικη θυγατέρα τους ………, το ποσό των 495 ευρώ μηνιαίως, για τους μήνες Απρίλιο 2017 έως και 23/01/2019, για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2017, το ποσό των 105,38 ευρώ (ήτοι 495 μείον 389,62), για το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2017, το ποσό των 188,17 ευρώ (ήτοι 495 μείον 306,13) και για το μήνα Μάρτιο του έτους 2017, το ποσό των 188,87 ευρώ (ήτοι 495 μείον 306,13) και β) για τον ανήλικο υιό τους ………, το ποσό των 545 ευρώ μηνιαίως, για τους μήνες Απρίλιο 2017 έως και 23/01/2019, για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2017, το ποσό των 234,62 ευρώ (ήτοι 545 μείον 310,38), για το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2017, το ποσό των 301,13 ευρώ (ήτοι 545 μείον 243,87) και για το μήνα Μάρτιο του έτους 2017, το ποσό των 301,13 ευρώ (ήτοι 545 μείον 243,87), με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκανε δεκτή εν μέρει την υπό κρίση αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να προκαταβάλλει στην ενάγουσα, για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων τους, εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα, διατροφή σε χρήμα: α) για την ανήλικη θυγατέρα τους ………, το ποσό των τριακοσίων σαράντα έξι ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (346,15 ευρώ) μηνιαίως, για τους μήνες Απρίλιο 2017 έως και τις 23-1-2019, για το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2017, το ποσό των σαράντα ευρώ και δύο λεπτών (40,02 ευρώ) και για το μήνα Μάρτιο του έτους 2017, το ποσό των σαράντα ευρώ και δύο λεπτών (40,02 ευρώ) και β) για τον ανήλικο υιό τους ……, το ποσό των τριακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (373,92 ευρώ) μηνιαίως, για τους μήνες Απρίλιο 2017 έως και τις 23-1-2019, για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2017, το ποσό των εξήντα τριών ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (63,54 ευρώ), για το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2017, το ποσό των εκατόν τριάντα ευρώ και πέντε λεπτών (130,05 ευρώ) και για το μήνα Μάρτιο του έτους 2017, το ποσό των εκατόν τριάντα ευρώ και πέντε λεπτών (130,05 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση, επέβαλε δε σε βάρος του εναγομένου τα πέραν των ήδη προκαταβληθέντων δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των επτακοσίων είκοσι ευρώ (720,00 ευρώ), έσφαλε, ως προς την εφαρμογή των ως άνω, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεων, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις ως προς τις συνθήκες ζωής των ανήλικων τέκνων και των γονέων τους, τις οικονομικές δυνάμεις των τελευταίων, το ύψος των αναγκών των τέκνων και το βάσει αυτών ύψος της απαιτούμενης για τα ανήλικα διατροφής. Συνεπώς, δεκτών γενομένων εν μέρει ως κατ’ ουσία βασίμων των λόγων της υπό στοιχείο Α΄ από 8/3/2018 έφεσης, περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων και δεκτών γενομένων εν μέρει ως κατ’ ουσία βασίμων των λόγων της υπό στοιχείο Β΄ από 15/03/2018 έφεσης, περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, ως προς το ύψος των οικονομικών δυνάμεων των γονέων των ανήλικων τέκνων, των αναγκών των τέκνων και του προσδιορισμού του αναλόγου, προς τις οικονομικές δυνατότητες εκάστου γονέως, ποσοστού συμμετοχής στη διατροφή τους, πρέπει να γίνουν δεκτές ως κατ’ ουσία βάσιμες οι υπό κρίση από 08/03/2018 και 15/03/2018 εφέσεις, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με αριθμ. 4793/03-11-2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, απόφαση, στο σύνολό της, να κρατηθεί η υπόθεση και να γίνει δεκτή εν μέρει η από 16-1-2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………αγωγή, να υποχρεωθεί δε ο εναγόμενος να προκαταβάλλει στη μητέρα των ανήλικων τέκνων τους, ……… και ………, για λογαριασμό τους, ως ασκούσα την επιμέλειά τους, εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα, ως συμμετοχή του στην τακτική σε χρήμα διατροφή των τέκνων: α) για την ανήλικη θυγατέρα τους ………, το ποσό των τετρακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ (495 ευρώ) μηνιαίως, για τους μήνες Απρίλιο 2017 έως και 23/01/2019, για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2017, το ποσό των εκατόν πέντε ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών (105,38 ευρώ), για το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2017, το ποσό των εκατόν ογδόντα οκτώ ευρώ και δεκαεπτά λεπτών (188,17 ευρώ) και για το μήνα Μάρτιο του έτους 2017 το ποσό των εκατόν ογδόντα οκτώ ευρώ και δεκαεπτά λεπτών (188,17 ευρώ) και β) για τον ανήλικο υιό τους ……, το ποσό των πεντακοσίων σαράντα πέντε ευρώ (545 ευρώ) μηνιαίως, για τους μήνες Απρίλιο 2017 έως και 23/01/2019, για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2017 το ποσό των διακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (234,62 ευρώ), για το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2017 το ποσό των τριακοσίων ενός ευρώ και δεκατριών λεπτών (301,13 ευρώ) και για το μήνα Μάρτιο του έτους 2017 το ποσό των τριακοσίων ενός ευρώ και δεκατριών λεπτών (301,13), με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της μεταξύ τους συγγενικής σχέσης (άρθρα 179, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στα διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων: Α) την από 08/03/2018 έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης ………, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης ………και Β) την από 15/03/2018 αντίθετη έφεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ………, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης ……….

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν τις υπό κρίση από 08/03/2018 και 15/03/2018 εφέσεις.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στον εκκαλούντα της από 08/03/2018 έφεσης του παραβόλου, συνολικού ποσού εκατό (100) ευρώ.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμ. 4793/03-11-2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση,

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο στο σκεπτικό της απόφασης.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 16-1-2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να προκαταβάλλει στη μητέρα των ανήλικων τέκνων τους, ….. και ……, για λογαριασμό τους, ως ασκούσα την επιμέλειά τους, εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα, ως συμμετοχή του στην τακτική σε χρήμα διατροφή των ανήλικων τέκνων: α) για την ανήλικη θυγατέρα τους ……., το ποσό των τετρακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ (495 ευρώ) μηνιαίως, για τους μήνες Απρίλιο 2017 έως και 23/01/2019, για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2017, το ποσό των εκατόν πέντε ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών (105,38 ευρώ), για το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2017, το ποσό των εκατόν ογδόντα οκτώ ευρώ και δεκαεπτά λεπτών (188,17 ευρώ) και για το μήνα Μάρτιο του έτους 2017 το ποσό των εκατόν ογδόντα οκτώ ευρώ και δεκαεπτά λεπτών (188,17 ευρώ) και β) για τον ανήλικο υιό τους …………, το ποσό των πεντακοσίων σαράντα πέντε ευρώ (545 ευρώ) μηνιαίως, για τους μήνες Απρίλιο 2017 έως και 23/01/2019, για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2017 το ποσό των διακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (234,62 ευρώ), για το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2017 το ποσό των τριακοσίων ενός ευρώ και δεκατριών λεπτών (301,13 ευρώ) και για το μήνα Μάρτιο του έτους 2017 το ποσό των τριακοσίων ενός ευρώ και δεκατριών λεπτών (301,13), με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 09/01/2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ